SANE II 2012-2013. Ψυχοθεραπεία και θέματα υπογονιμότητας



Σχετικά έγγραφα
ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΤΣΕΠΗΣ. European Society of Human Reproduction and Embryology

Νομικό Πλαίσιο. Γενικές Αρχές

Γράφει: Χάρης Χηνιάδης, Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος, τ. Επιμελητής Μονάδας Εξωσωματικής Γονιμοποίησης Παν/κού Νοσοκομείου St Bart's, London

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΙΑΤΡΕΙΟ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΑΣ & ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΗΣ. Δίνουμε προτεραιότητα σε εσάς, στις ανάγκες σας αλλά, κυρίως, στις επιθυμίες σας!

Στοιχεία Βιοηθικής της Ανθρώπινης Αναπαραγωγής. Γεώργιος Λ. Αντωνάκης Αναπληρωτής Καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας Πανεπιστημίου Πατρών

Στο Εργαστήριο Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής προσφέρονται διαγνωστικές εξετάσεις που σχετίζονται με την ανδρική υπογονιμυπογονημότηταότητα όπως:

ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΩΣ ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ. 1. Το ζήτημα της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (ΙΥΑ) παρά το γεγονός ότι απασχολεί τη

«Η ΨΥΧΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΕΓΚΥΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ» Ταουσάνη Ελευθερία, Καθηγήτρια Εφαρμογών,

Ψυχικές διαταραχές στην περιγεννητική περίοδο. Δέσποινα Δριβάκου Ψυχολόγος Msc Οικογενειακή θεραπεύτρια

Αλλαγές Κατά τη Διάρκεια της Εγκυμοσύνης

Επιλόχειος κατάθλιψη


ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια

ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ

ΕΝΤΥΠΑ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗΣ για συµµετοχή σε πρόγραµµα έρευνας (Τα έντυπα αποτελούνται συνολικά από... σελίδες)

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Ποια είναι τα είδη της κατάθλιψης;

ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΛΕΚΤΟΡΑΣ Α ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ & ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΚΑΘ. Α.

ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΒΑΣ. ΣΙΔΕΡΗΣ, ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ 6, ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ , ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ: , FAX

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Οικογενειακή κατάσταση: Έγγαμος με την Αναστασία Παπαδοπούλου (Δικηγόρος)

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΟ DOWN ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΊΔΑ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ. Μαλτέζος Ιωάννης

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΕΠΙΛΟΧΕΙΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΑΙΤΙΑ & ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Αλέξανδρος Δ. Τζεφεράκος

Κώστας, 32 χρονών. Άρτεμις, 30 χρονών

Συνέντευξη με τον Μαιευτήρα, Χειρουργό Γυναικολόγο αναπαραγωγής, Μιχάλη Κλ. Φραγκουλίδη

Κατάψυξη ωαρίων (eggfreezing) η επιστηµονική επιλογή της σύγχρονης εργαζόµενης γυναίκας. Όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα

NATURAL FERTILITY PROJECT

ΜΟΝΑΔΑ. Η Ιατρική Ομάδα του EmbryoClinic συγκροτήθηκε το 1999 και έκτοτε δραστηριοποιείται στην εξωσωματική γονιμοποίηση με επιτυχία.

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Τι είναι φόβος και τι φοβια;

2. Το άρθρο 5 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως: Με την αντικατάσταση του εδαφίου (2) αυτού, με το ακόλουθο νέο εδάφιο:

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΠΑΙ ΙΩΝ ΤΗΣ ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ. Μανουρά Αντωνία. Νεογνολογική Κλινική Πανεπιστηµίου Κρήτης

Η αντίσταση στην ψυχοθεραπεία από ασθενείς με καρκίνο

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

ΑΝΔΡΙΚΗ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ψυχοθεραπεία και θέματα σεξουαλικής ταυτότητας. Τσαμπίκα Μπαφίτη, M.Sc., Ph.D., Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Οι κυριότερες τεχνικές εξωσωματικής γονιμοποίησης

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

Ο ρόλος της μαίας στις Μονάδες Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγή

Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο

Βιοηθικά Διλήμματα που Προκύπτουν από Έρευνα με την Χρήση Βλαστικών Κυττάρων

1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιατρικής Ηθικής και Βιοηθικής

ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΔΥΝΑΜΑ ΚΥΤΤΑΡΑ (STEM CELLS).

ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ ε.

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρημένης) σύμβασης για την προστασία της μητρότητας,»

Η διαδικασία επικοινωνίας με τους ενδιαφερόμενους με σκοπό την ενημέρωσή τους: α) σε θέματα διάγνωσης, πρόγνωσης και αντιμετώπισης της νόσου β) στον

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ (ΦΕΚ Α 327/ ) ΙΑΤΡΙΚΗ ΥΠΟΒΟΗΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ.

Αντντυλληπχικές Μέθοδοι ΑΓΟΓΗ ^ΥΓΕΙΑΣ

Συμπεράσματα Χειμερινού Σχολείου

Στην κεντρική σελίδα του δικτυακού τόπου μπορείτε να δείτε video της μονάδας embio

Ισοζυγισμένες Μεταθέσεις

Ισοζυγισμένες Μεταθέσεις

Μετανάστευση και ψυχική υγεία:

Κεφάλαιο 1: Γάμος Οικογένεια. Οικογενειακή Αγωγή I Καζέλα Αργυρώ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Έρευνα: Γνώσεις και στάσεις των μαθητών/τριών του Λυκείου Αγίου Γεωργίου Λακατάμειας σχετικά με την σεξουαλική και αναπαραγωγική τους υγεία.

ΜΕΡΟΣ Α: ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ

Γράφει: Θάνος Παπαθανασίου, Μευτήρας - Γυναικολόγος

Μελέτη, σχεδιασμός και υλοποίηση δράσεων περιγεννητικής ψυχικής υγείας

Γράφει: Ελένη Αναστασίου, Υπεύθυνη Διαβητολογικού Κέντρου Κύησης του Α' Ενδοκρινολογικού Τμήματος» του Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα»

Συνέδριο για την Ισότητα. Γλωσσάριο

Προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (P.G.D) σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες και κληρονομικά νοσήματα

Διαχείριση κρίσεων: Ψυχοκοινωνικές. Γεωργία Κιζιρίδου, Εξελικτική Σχολική Ψυχολόγος, MSc, Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων

Πρόκληση ωορρηξίας. Νεοκλής Α. Γεωργόπουλος. Επίκουρος Καθηγητής Ενδοκρινολογίας. Μαιευτικής-Γυναικολογικής Κλινικής Πανεπιστημίου Πατρών

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

«Οικογένεια σε Κρίση Διαχείριση της Απώλειας». Δρ. Μάγια Αλιβιζάτου Ψυχολόγος / Διασχολική Συντονίστρια Ψυχοπαιδαγωγικών Τμημάτων Κολλεγίου Αθηνών

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ» ΕΘΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΣΠΑ ΔΡΑΣΗ «ΑΡΙΣΤΕΙΑ» ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2

Πιστοποίηση στη Συστημική Οικογενειακή Θεραπεία (4ετές πρόγραμμα)

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Γράφει: Ματκάρης Τ. Μιλτιάδης, Μαιευτήρας - Χειρουργός Γυναικολόγος

Για να μπορέσουν να κατανοήσουν πλήρως τη νέα κατάσταση και να αποδεχτούν πως είναι οριστική, θα χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες.

Η ΦΟΙΤΗΣΗ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ

Βασιλόπουλος Φ. Στέφανος. Παιδαγωγικό Τμήμα Δ. Ε. Πανεπιστήμιο Πατρών

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

ΠΑΡΕΝΘΕΤΗ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ- ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Μ. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Έρευνα για την Υγεία. Κοινό

Πιστοποιημένες εξ αποστάσεως εκπαιδεύσεις από την Βρετανική Ένωση Ψυχολόγων

Εναλλακτικά του πειράματος

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ Ι... Εισαγωγικά... 1 ΙΙ.. Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή

Προετοιμασία και προσέγγιση μητέρων για Μητρικό Θηλασμό

3) Αυτό-συμπόνια και φόβος της συμπόνιας προς και από τους άλλους Μαρίλια Νομικού, Γρηγόρης Σίμος, Μελίσσα Θεοχαρίδου

Αρεταίειο Νοσοκομείο: "Κυήσεις-Αποβολές-Δημογραφικό και Οικονομική κρίση" - Ο Δρόμος για την Σάββατο, 20 Οκτώβριος :54

Διάλεξη 2. Εργαλεία θετικής ανάλυσης Ή Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πούμε τι συμβαίνει; Ράπανος-Καπλάνογλου 2016/7

ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΟΝΤΟΓΟΥΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ

«β-μεσογειακή αναιμία: το πιο συχνό μονογονιδιακό νόσημα στη χώρα μας»

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Ο Νοσηλευτής πρόσωπο κλειδί στη σωστή ενηµέρωση και ψυχολογική υποστήριξη του ασθενούς κατά την είσοδο στο αιµοδυναµικό εργαστήριο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Συναισθήματα και η Διαχείρισή τους

Transcript:

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΡΙΑ: ΤΣΑΜΠΙΚΑ ΜΠΑΦΙΤΗ, M.Sc., Ph.D., ECP, Κλινική & σχολική ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια SANE II 2012-2013 Ψυχοθεραπεία και θέματα υπογονιμότητας Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης μετά την παρέλευση διετίας χωρίς τη χρήση αντισύλληψης (WHO, 1975). Η Υπηρεσία Αποτίμησης Τεχνολογίας των ΗΠΑ (Congress of the United States, 1988), ορίζει ως υπογονιμότητα τη μη επίτευξη εγκυμοσύνης μετά από δωδεκάμηνη περίοδο κατά την οποία η σεξουαλική επαφή γίνεται χωρίς τη χρήση αντισυλληπτικών μέσων. Υπολογίζεται ότι 8%-10% των ζευγαριών είναι υπογόνιμα. Περίπου για το 30%-40% των περιπτώσεων ευθύνεται ο γυναικείος παράγοντας για το 10%-30% ο αντρικός, και σε ποσοστό 15%-30% το πρόβλημα οφείλεται σε ένα συνδυασμό αντρικού και γυναικείου παράγοντα. Σε ένα ποσοστό της τάξης του 5%-10% δεν εντοπίζεται οργανική αιτία, επομένως η υπογονιμότητα θεωρείται άγνωστης αιτιολογίας. Η ψυχοδυναμική κατεύθυνση, δίνει έμφαση στα ψυχογενή αίτια της υπογονιμότητας. Θεωρεί δηλαδή ότι μια ασυνείδητη επιθυμία εμποδίζει την υλοποίηση του συνειδητού στόχου, που είναι η απόκτηση παιδιών (Delaisi de Parseval, 2005). Το μοντέλο αυτό συγγενεύει με το μοντέλο του στρες (Christie, 1994. Wasser, 1994. Wasser, Sewall, & Soules, 1993), το οποίο υποστηρίζεται και από εκείνους που αντιμετωπίζουν την υπογονιμότητα ως ψυχοσωματική διαταραχή (Facchinetti, Demyttenaere, Fiorono, Neri, & Genazzani, 1992. Gallinelli et al., 2001. Kemeter, 1988). Οι υποστηρικτές του μοντέλου αυτού θεωρούν ότι τα ζευγάρια που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το στρες εμφανίζουν νευροενδοκρινολογικά προβλήματα κι έτσι μειώνεται η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης. Ως προς τα ερευνητικά ευρήματα για τον εντοπισμό αιτιώδους σχέσης μεταξύ ψυχοπαθολογίας και υπογονιμότητας, τα αποτελέσματα ήταν αντιφατικά. Σε άλλες βρέθηκε ότι οι υπογόνιμες γυναίκες είναι δύσπιστες, φοβούνται να ενηλικιωθούν (Fassino, Piero, Boggio, Piccioni, & Garzaro, 2002), έχουν άγχος, δεν αισθάνονται ικανοποιημένες (Demyttenaere et al., 1

1998), έχουν κατάθλιψη (Kemeter, 1988) και μια τάση σωματοποίησης (Schmidt, Wischmann, & Gerhard, 1994). Το δεύτερο μοντέλο, το οποίο θεωρεί την ψυχοπαθολογία απόρροια της υπογονιμότητας, υιοθετείται απ όσους υποστηρίζουν ότι το στρες είναι δευτερογενές αποτέλεσμα της υπογονιμότητας. Πρεσβεύουν δηλαδή ότι η εμπειρία αυτής της κατάστασης έχει ως αποτέλεσμα σημαντική συναισθηματική φόρτιση τόσο στο άτομο όσο και στο ζευγάρι (Bringhenti, Martinelli, Ardenti, & La Sala, 1997. Stoleru, Teglas, Fermanian, & Spira, 1993), η οποία αποτελεί συνεχή πηγή ψυχολογικού και κοινωνικού στρες. Σε κάποιες έρευνες υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα καταθλιπτικά συμπτώματα στα υπογόνιμα ζευγάρια είναι αυξημένα σε σχέση με το γενικό πληθυσμό (Beutel et al., 1999. Domar, Broome, Zuttermeister, Seibel, & Friedman, 1992), αλλά σε κάποιες άλλες η σχέση αυτή δεν είναι σαφής (Greil, 1997). Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι οι υπογόνιμες γυναίκες βιώνουν έντονη ψυχολογική πίεση, η οποία όμως δεν είναι κλινικής σημασίας (Bringhenti et al., 1997. Wischmann, Stammer, Scherg, Gerhard, & Verres, 2001). Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι ψυχολογικές συνέπειες της υπογονιμότητας περιλαμβάνουν αυξημένο άγχος (Dhillon, Cumming, & Cumming, 2000. Oddens, Tonkelaar, & Nieuwenhuyse, 1999), καταθλιπτική διάθεση (Berg & Wilson, 1995) και χαμηλότερη αυτοεκτίμηση (Newton, Sherrard, & Clavac, 1999. Oddens et al., 1999). Συμπερασματικά, δεν υπάρχει συμφωνία ως προς το ρόλο του άγχους και των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στην υπογονιμότητα. Όσον αφορά τις περιγραφικές μελέτες, αυτές αναφέρουν ότι τα υπογονικά ζευγάρια έχουν μεγαλύτερη ροπή προς το άγχος και την κατάθλιψη από τα γόνιμα ζευγάρια (Dunkel-Schetter & Lobel, 1991) και ότι μειώνεται η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης (Sanders & Bruce, 1999). Ωστόσο, στις περισσότερες εμπειρικές έρευνες δεν εντοπίζονται σημαντικές διαφορές μεταξύ υπογόνιμων και γόνιμων ζευγαριών (Dunkel Schetter & Lobel, 1991. Wischmann et al., 2001). Μια εξήγηση για τα αντικρουόμενα ευρήματα μπορεί να είναι ότι τα υπογόνιμα ζευγάρια συχνά βιώνουν θυμό και αγωνία, αλλά μερικές φορές δεν αναγνωρίζουν τα συναισθήματα αυτά, γιατί είτε τα αρνούνται (Chiba et al., 1997) είτε τα απωθούν (Facchinetti et al., 1992). Επίσης, όσον αφορά το θυμό, είναι δύσκολο να διασαφηνιστεί κατά πόσο είναι αποτέλεσμα της ψυχολογικής πίεσης που βιώνουν όσοι δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν παιδί ή σε ποιο βαθμό είναι ο θυμός που οδηγεί στην υπογονιμότητα, καθώς, για παράδειγμα, η αδυναμία έκφρασης του θυμού είναι τυπική στις ψυχοσωματικές διαταραχές (Fassino, Abbate Daga, Piero, Leombruni, & Rovera, 2001. Fava & Sonino, 2000). Αφού η κυρίαρχη άποψη είναι ότι η αναπαραγωγή συνιστά σημαντικό στόχο στη ζωή των ανθρώπων, και κυρίως των γυναικών, όσοι δεν τον εκπληρώνουν θεωρούνται ότι αποκλίνουν από μια «φυσιολογική» πορεία (Abbey, Halman, & Andrews, 1992). Συνεπώς, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, η υπογονιμότητα βιώνεται ως πρόβλημα και επειδή η κοινωνία την αντιμετωπίζει ως τέτοιο (Sandelowski, 1993). Υπάρχουν περίπου 40 διαφορετικοί τρόποι για να αποκτήσει κανείς παιδί χωρίς σεξουαλική επαφή (Burns, 2005). 2

Εξωσωματική γονιμοποίηση και εμβρυομεταφορά (In Vitro Fertilization and Embryo Transfer IVF-ET), Η γονιμοποίηση συντελείται σε δοκιμαστικό σωλήνα και το δημιουργούμενο έμβρυο εμφυτεύεται στη μήτρα της γυναίκας. Η μέθοδος συνεπάγεται τη χρήση γαμετών των δύο συζύγων ή ενός εκ των συζύγων και ενός δότη ή ακόμα και δύο δοτών. Η μέθοδος, που αποκαλείται εξωσωματική γονιμοποίηση δοκιμάστηκε για πρώτη φορά με επιτυχία στη Μεγάλη Βρετανία (Steptoe & Edwards, 1978) και αποτελεί την πλέον διαδεδομένη τεχνική της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Τα ποσοστά επιτυχίας της μεθόδου κυμαίνονται στο 28,4% (European Society of Human Reproduction and Embryology, 2004). Με την ενδοωαριακή έγχυση σπερματοζωαρίων (Intracytoplasmic Sperm Injection ICSI) εγχύεται ένα μόνο σπερματοζωάριο στο κυτταρόπλασμα του ωαρίου. Μετά τη γονιμοποίηση ακολουθείται η κλασική διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης και εμβρυομεταφοράς (Palermo, Devroey, & Van Steirteghem, 1992). Η μέθοδος ICSI έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στην αντιμετώπιση του «αδύναμου» σπέρματος. Τα λογικά που αντιμετωπίζουν τα ζευγάρια που ακολουθούν ένα πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης προκαλούνται από την αναστάτωση της καθημερινής τους ζωής με τις καθημερινές ενέσεις και τις αιμοληψίες, τις επιπλοκές στην σεξουαλική τους ζωή, την αγωνία τους λόγω των σχετικά χαμηλών ποσοστών επιτυχίας, την περίοδο αναμονής μέχρι να πληροφορηθούν τα αποτελέσματα της επίτευξης ή μη εγκυμοσύνης, καθώς και από το οικονομικό κόστος της μεθόδου (Παπαληγούρα, 1992. Papaligoura, 1998). Η αποτυχία επίτευξης εγκυμοσύνης βιώνεται διαφορετικά από κάθε ζευγάρι. Για κάποια ζευγάρια η περίοδος του πένθους είναι περιορισμένη και πολύ σύντομα ξεκινούν νέα προσπάθεια. Κάποια άλλα χρειάζονται περισσότερο χρόνο, προκειμένου να «μεταβολίσουν» την εμπειρία της αποτυχίας της εξωσωματικής. Σήμερα η ιατρική τεχνολογία προσφέρει πολλές επιλογές και σε πολλές περιπτώσεις καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την απόφαση τερματισμού των θεραπειών. Έτσι, πολλά ζευγάρια εισέρχονται στην πέμπτη δεκαετία της ζωής τους προσπαθώντας ακόμα να αποκτήσουν παιδί και μη αναγνωρίζοντας τα συναισθήματα που προκαλούν οι επαναλαμβανόμενοι κύκλοι ελπίδας και πένθους (Shapiro, 1988). Παράμετροι της εξωσωματικής γονιμοποίησης με ψυχολογικές και ηθικές επιπτώσεις α) Δωρεά σπέρματος Η δωρεά σπέρματος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία στο τέλος της δεκαετίας του 1950. Την όλη διαδικασία διείπε μυστικότητα (Nachtigall, 1993). Ωστόσο, η ζήτηση για δότες σπέρματος στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξανόταν συνεχώς, με αποτέλεσμα από το 1968 η μέθοδος να καλύπτεται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Μέχρι το 1982, οπότε και συγκροτήθηκε από το βρετανικό κράτος η Επιτροπή Warnock προκειμένου να εξετάσει όλες τις ηθικές επιπτώσεις των τεχνολογιών αναπαραγωγής, η δωρεά γαμετών διεξαγόταν κρυφά, χωρίς να κρατείται αρχείο και χωρίς να ισχύουν συγκεκριμένοι 3

κανονισμοί. Το παιδί που γεννιόταν με την εφαρμογή της πρακτικής αυτής θεωρούνταν νόθο και ο σύζυγος της μητέρας δεν είχε νομικές υποχρεώσεις απέναντί του, ενώ, σύμφωνα με το νόμο, πατέρας του ήταν ο δότης (O Donovan, 1989). Προκειμένου να προστατευτεί τόσο ο δότης, από τυχόν υποχρεώσεις έναντι του παιδιού που θα γεννιόταν, όσο και ο σύζυγος, με την αναγνώριση των δικαιωμάτων του ως πατέρα, θεσπίστηκε η πρακτική της ανωνυμίας του δότη και η όλη μέθοδος κρατιόταν μυστική (Dewar, 1989). Η Επιτροπή Warnock ενέκρινε την πρακτική της δωρεάς σπέρματος και πρότεινε το παιδί που γεννιέται μετά από χρήση σπέρματος δότη να θεωρείται νόμιμο παιδί της μητέρας του και του συζύγου της, όταν αμφότεροι έχουν συναινέσει στη δωρεά σπέρματος (Warnock, 1985). Η επιτροπή συνιστούσε ο δότης να διατηρεί την ανωνυμία του ώστε να προστατεύεται τόσο ο ίδιος όσο και το ζευγάρι από την εμπλοκή ενός τρίτου, αλλά και για να ανευρίσκονται διαθέσιμοι δότες. Το 1990 οι προτάσεις της Επιτροπής Warnock έγιναν νόμος του κράτους, με αποτέλεσμα τη νομική κατοχύρωση του παιδιού, του πατέρα και του δότη (Human Fertilisation and Embryology HFE Act, 1990). Αυτή η νομική ρύθμιση οδήγησε σε μεγαλύτερη αποδοχή των νέων αναπαραγωγικών τεχνολογιών. Αυτή η αλλαγή στη στάση των ανθρώπων και η μεγαλύτερη αποδοχή των τεχνικών αναπαραγωγής συνέπεσαν χρονικά με μια μεγαλύτερη έμφαση στα δικαιώματα του παιδιού (Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, 1989). Ως ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα αναγνωριζόταν το να γνωρίζει το παιδί την ταυτότητα των γονέων του. Αυτό, αναφορικά με τη δωρεά σπέρματος, ερμηνεύτηκε ότι αφορούσε τη γνώση της ταυτότητας του δότη (Daniels, 1995. Freeman, 1996). Η σχετικά πρόσφατη έμφαση στα δικαιώματα του παιδιού οδηγεί σε αλλαγή της νομοθεσίας σε πολλά κράτη, όπου καταργείται σταδιακά η νομοθετική θέσπιση της ανωνυμίας του δότη (Blyth, 1998). Οι πιο συχνοί λόγοι που αναφέρονται από τους υπέρμαχους της άποψης ότι αποτελεί δικαίωμα του παιδιού να γνωρίζει την καταγωγή του: α) αυτή η γνώση είναι βασική για τη διασφάλιση της ψυχικής υγείας καθώς η άγνοια της καταγωγής μπορεί να βλάψει το παιδί (Snowden & Mitchell, 1981. Turner, 1993), β) οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν την αλήθεια για όσα αφορούν τη γέννησή τους και γ) η McWhinnie (1996) αναφέρει ότι τα παιδιά που αποκτήθηκαν με τη συμμετοχή δότη αναρωτιούνται για τα χαρακτηριστικά του δότη και το ιατρικό ιστορικό του. Στον αντίποδα των παραπάνω επιχειρημάτων βρίσκεται η θέση σύμφωνα με την οποία οι ενδείξεις για τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η άγνοια της καταγωγής προέρχονται από τη βιβλιογραφία που αφορά την υιοθεσία και η σύγκριση αυτή μπορεί να μην είναι ορθή (Shenfield, 1994). Τα παιδιά που γεννιούνται μετά από συμμετοχή δότη σπέρματος έχουν σημαντικές διαφορές από τα παιδιά που υιοθετούνται: α) τα παιδιά που συλλαμβάνονται με δωρεά σπέρματος δεν έχουν εγκαταλειφθεί από τους βιολογικούς γονείς τους και, β) έχουν γενετική σχέση με τη μητέρα τους (Παπαληγούρα, 2005). Έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε παιδιά που αποκτήθηκαν μετά από δωρεά γαμετών καταδεικνύουν ότι τα παιδιά αυτά έχουν εξίσου καλές οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις με τα παιδιά των οποίων η σύλληψη έγινε φυσιολογικά (Cook, Golombok, & Bish, 1995. Golombok et al., 1996). 4

Ακόμα και οι υπέρμαχοι της αποκάλυψης για τη δωρεά σπέρματος αναγνωρίζουν ότι δεν είναι βέβαιο πως η άγνοια, είτε των συνθηκών σύλληψης είτε της ταυτότητας του δότη, δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα (Daniels & Taylor, 1993). Ωστόσο, οι οικογενειακοί θεραπευτές υποστηρίζουν ότι τα μυστικά δημιουργούν υπόγειες εντάσεις στις οικογένειες (Turner & Coyle, 2000). Επειδή, υπάρχουν και όσοι ισχυρίζονται ότι το παιδί δεν πρέπει να γνωρίζει τη συμμετοχή δότη, διότι θεωρούν ότι η πληροφορία αυτή θα οδηγούσε σε σοβαρά κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα (Braude, Johnson, & Aiken, 1990). Οι οικογένειες που δημιουργήθηκαν με την συμμετοχή δότη επιθυμούν να μιμηθούν τις «φυσιολογικές» οικογένειες και η επιθυμία αυτή διαφαίνεται από το ποσοστό των ζευγαριών που επιλέγουν να μην αποκαλύψουν στο παιδί τον τρόπο με τον οποίο έγινε η σύλληψή του. Σε μια έρευνα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στην Ευρώπη διαπιστώθηκε ότι κανένας από τους γονείς που είχε χρησιμοποιήσει δότη δεν είχε αναφέρει τον τρόπο σύλληψης στο παιδί του (Cook et al., 1995). Στην Ολλανδία βρέθηκε ότι το 74% των γονέων που είχαν αποκτήσει παιδί με σπέρμα δότη δε σκόπευε να αναφέρει στο παιδί τον τρόπο σύλληψης του (Brewaeys, Golombok, & Naaktgeboren, 1997), στις ΗΠΑ αναφέρονται ανάλογα ποσοστά, 73% των ζευγαριών (Klock, Jacob, & Maier, 1994), στη Σουηδία, όπου, το 89% των γονέων δεν είχε ενημερώσει τα παιδιά τους για τις συνθήκες σύλληψής τους (Gottlieb, Lalos, & Lindblad, 2000). Όταν συγκρίθηκαν οι απόψεις ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων ζευγαριών αναφορικά με την αποκάλυψη, διαπιστώθηκε ότι, ενώ τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια επιθυμούσαν να μιμηθούν τις «φυσιολογικές» οικογένειες και συνεπώς δεν είχαν την πρόθεση να αποκαλύψουν στα παιδιά τους τα γεγονότα που αφορούσαν τη σύλληψή τους (Gottlieb, Lalos, & Lindblad, 2000). Όταν συγκρίθηκαν οι απόψεις ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων ζευγαριών αναφορικά με την αποκάλυψη, διαπιστώθηκε ότι, ενώ τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια επιθυμούσαν να μιμηθούν τις «φυσιολογικές» οικογένειες και συνεπώς δεν είχαν την πρόθεση να αποκαλύψουν στα παιδιά τους τα γεγονότα που αφορούσαν τη σύλληψή τους (Gottlieb, Lalos, & Lindblad, 2000), τα περισσότερα ομοφυλόφιλα ζευγάρια επιθυμούσαν το παιδί να γνωρίζει την αλήθεια και είχαν αποφασίσει να το ενημερώσουν (Brewaeys, Ponjaert Kristoffersen & Van Steirteghem, 1993). Το εύρημα αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι τα παιδιά, μεγαλώνοντας με δύο ενηλίκους του ίδιου φύλου, θα αντιλαμβάνονταν ότι στη σύλληψή τους είχε εμπλακεί κάποιος του άλλου φύλου, επομένως η πραγματικότητα δεν ήταν δυνατό να συγκαλυφθεί. Επίσης, καθώς αυτό που διαφοροποιεί τα ετεροφυλόφιλα από τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια που χρησιμοποιούν δότη για να αποκτήσουν παιδί είναι ότι τα τελευταία, σε αντίθεση με τα πρώτα, δεν έχουν αντιμετωπίσει πρόβλημα υπογονιμότητας. Σε περιπτώσεις απουσίας του πατέρα, λόγω θανάτου ή διαζυγίου, η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται στα παιδιά. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το ετεροφυλόφιλο ζευγάρι στην πραγματικότητα αυτό που δυσκολεύεται να αποκαλύψει είναι η στειρότητα του συζύγου. β) Δωρεά ωοθυλακίων Η πρώτη εγκυμοσύνη με δωρεά ωοθυλακίων αναφέρθηκε το 1984. Η μέθοδος προσομοιάζει με εκείνη της δωρεάς σπέρματος, αλλά έχει δύο καθοριστικής σημασίας διαφορές. α) η δότρια ωαρίων, σε αντίθεση με το δότη σπέρματος, υφίσταται μεγαλύτερη δοκιμασία, καθώς της χορηγούνται ορμόνες για να παραγάγει πολλαπλά ωοθυλάκια και στη συνέχεια 5

υποβάλλεται στη διαδικασία της ωοληψίας, β) η λήπτρια ωαρίων κυοφορεί, βιώνει τον τοκετό και το θηλασμό. Συμμετέχει δηλαδή και η ίδια στη γέννηση του παιδιού. Έχει αναφερθεί ότι η συμμετοχή αυτή λειτουργεί σαν φαντασιωσική θεραπεία της στειρότητάς της. Η απώλεια του ότι δεν μπόρεσε να αναπαραγάγει τα γονίδιά της είναι ανάλογη με εκείνη του πατέρα που χρησιμοποιεί δότη σπέρματος για να αποκτήσει παιδί, αλλά η βιολογική συμμετοχή της στην εγκυμοσύνη, στον τοκετό και στο θηλασμό βοηθάει στο μεταβολισμό της πραγματικότητας και μοιάζει έτσι «ευκολότερο» για το ζευγάρι να κατασκευάσει μια κοινή ιστορία. Μία από τις επιπτώσεις της επώδυνης διαδικασίας είναι ότι δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες διατεθειμένες να δωρίσουν τα ωάριά τους ανώνυμα. Επίσης, έχει αναφερθεί ότι οι «περιστασιακές» δότριες, οι οποίες δωρίζουν τα ωάριά τους ανώνυμα, είναι άτομα ψυχολογικά ασταθή, τα οποία επιζητούν είτε την αναγνώριση είτε την επανόρθωση τραυματικών εμπειριών. Έχει βρεθεί ότι πολλές γυναίκες που επιθυμούσαν να γίνουν δότριες είχαν στο ιστορικό τους κάποιο σοβαρό οικογενειακό τραύμα ή μια απώλεια αναφορικά με την αναπαραγωγή. Τα ευρήματα αυτά οδήγησαν στην πρόταση ότι κάθε υποψήφια δότρια πρέπει να εξετάζεται ψυχολογικά ώστε να αποκλείεται η πιθανότητα ψυχοπαθολογίας και να εξασφαλίζεται ότι η συγκεκριμένη γυναίκα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το στρες που ενυπάρχει στη διαδικασία δωρεάς ωαρίων. Σε μια μελέτη ανώνυμης δωρεάς ωαρίων διαπιστώθηκε ότι από τα 58 ζευγάρια το 56% σκόπευε να ενημερώσει το παιδί για τη δωρεά, το 18% δεν είχε την πρόθεση να το αποκαλύψει, ενώ το 24% δεν είχε αποσαφηνίσει ακόμα τη στάση του. Σε μια άλλη έρευνα, με δείγμα 31 γονείς οι οποίοι είχαν αποκτήσει το παιδί τους με δωρεά ωαρίων, διαπιστώθηκε ότι το 70% θα ενημέρωνε το παιδί για τη δωρεά. Στη Φινλανδία, από τους 51 γονείς παιδιών που είχαν συλληφθεί με τη συμμετοχή δότριας ωαρίων, το 38% σκόπευε να πληροφορήσει το παιδί για τον τρόπο σύλληψής του. Όσον αφορά τις δότριες, σε μια διαχρονική έρευνα στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε ότι οι δότριες ταλαιπωρήθηκαν αρκετά, κυρίως εξαιτίας πρηξίματος πριν και μετά την ωοληψία. Η διαδικασία της ωοληψίας δεν τους προξένησε προβλήματα, αλλά ανέφεραν μικρό άγχος όταν έκαναν οι ίδιες στον εαυτό τους τις υποδόριες ενέσεις, απαραίτητες σε καθημερινή βάση. Οι δότριες ανέφεραν ότι αισθάνονταν θετικά συναισθήματα για τη δωρεά και ότι επιθυμούσαν να μάθουν την έκβαση της δωρεάς τους. Σε άλλη έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι περισσότερες δότριες πίστευαν πως η δωρεά τους ήταν επιτυχής και το 60% εξ αυτών θα γίνονταν και πάλι δότριες. Στη μελέτη αυτή έγινε μια σύγκριση μεταξύ των δωρητών ωαρίων και σπέρματος και βρέθηκε ότι οι δότριες ωαρίων επιθυμούσαν να γνωρίζουν περισσότερες πληροφορίες για το ζευγάρι των ληπτών και σε μεγαλύτερο ποσοστό ήθελαν να πληροφορηθούν εάν από τη δωρεά τους προέκυψε εγκυμοσύνη. Σε μια διαχρονική μελέτη με 30 ανώνυμες δότριες περίπου τα 2/3 από αυτές θεωρούσαν ότι το παιδί θα έπρεπε να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε και το 1/3 ότι έπρεπε να δοθούν στο παιδί πληροφορίες που να μην αποκάλυπταν την ταυτότητα της δότριας. Σε άλλες έρευνες εξετάστηκαν διαχρονικά γυναίκες οι οποίες στη διάρκεια του δικού τους κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης είχαν δωρίσει τα ωάριά τους και σε ανταπόδοση είχαν έκπτωση στο κόστος της δικής τους προσπάθειας εξωσωματικής. Οι ερευνητές 6

διαπίστωσαν ότι ο αλτρουισμός για άλλα υπογόνιμα ζευγάρια αποτελούσε εξίσου σημαντικό κίνητρο με το οικονομικό όφελος. Ακόμα και οι γυναίκες εκείνες που δεν κατάφεραν να κάνουν παιδί εξακολουθούσαν να στηρίζουν την πρακτική της προσφοράς των ωαρίων, αν και ανέφεραν ότι δεν είχαν προετοιμαστεί επαρκώς ψυχολογικά για το ενδεχόμενο αποτυχίας. Επίσης, στην ίδια έρευνα οι δότριες δήλωσαν ότι δε θεωρούσαν τα παιδιά που προέρχονταν από τα ωάριά τους δικά τους. Σε έρευνα με ψυχοθεραπευτές έμπειρους στην ψυχολογική υποστήριξη ατόμων που έκαναν δωρεά γενετικού υλικού αναφέρουν ότι δεν τους δυσκόλεψε η ιατρική διαδικασία και ότι πολλοί δότες εξέφραζαν την επιθυμία να γνωρίζουν κάποιες πληροφορίες για το ζευγάρι των ληπτών. Επίσης, συχνά αναφέρουν ένα «ψυχολογικό κενό» μετά τη δωρεά. γ) Δωρεά εμβρύων Δεδομένου ότι στις περισσότερες χώρες υπάρχουν νομοθετικές ρυθμίσεις για τον αριθμό των εμβρύων που επιτρέπεται να μεταφερθούν στη μήτρα της γυναίκας, τα πλεονάζοντα γονιμοποιημένα έμβρυα κρυοσυντηρούνται ώστε τα ζευγάρια να μπορέσουν να τα χρησιμοποιήσουν σε επόμενο κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης, ποσοστό 99% των περιπτώσεων. Σε έρευνες π.χ. στη Σουηδία, διαπιστώθηκε ότι σε διάστημα τριών ετών το 30% των ζευγαριών δεν είχε χρησιμοποιήσει όλα τα έμβρυά του, στη Γαλλία το 18% των ζευγαριών μετά από πέντε χρόνια δεν είχε χρησιμοποιήσει τα φυλαγμένα έμβρυα, στην Αυστραλία στο τέλος του 2000 υπήρχαν 71.776 κατεψυγμένα έμβρυα. Σε μια από τις έρευνες αυτές, στο Βέλγιο, αναφέρεται ότι, ενώ πριν από τη διαδικασία ενός κύκλου εξωσωματικής το 39% των ζευγαριών είχε επιλέξει να δωρίσει τα πλεονάζοντα έμβρυα, όταν ρωτήθηκαν εκ νέου, μετά από παρέλευση 2-6 χρόνων, τα ζευγάρια ήταν λιγότερο θετικά ως προς τη διάθεση των εμβρύων. Συνεπώς, είναι πιθανό η στάση των ζευγαριών να διαφοροποιείται μετά την ολοκλήρωση της προσπάθειάς τους ή αφού αποκτήσουν παιδί. Η δωρεά εμβρύων διαφέρει από τις άλλες δωρεές γαμετών, καθώς το παιδί που αποκτάται με τη μέθοδο αυτή δεν έχει γενετική συγγένεια με το ζευγάρι που το ανατρέφει. Έτσι, η διαδιακασία προσομοιάζει περισσότερο με την υιοθεσία. Η διαφορά με την υιοθεσία είναι ότι το ζευγάρι των ληπτών βιώνει την εγκυμοσύνη και τον τοκετό. Όμως για το ζευγάρι που δωρίζει τα έμβρυά του, ίσως και για το παιδί που αποκτάται, η διαδικασία μπορεί να έχει αναλογίες με εκείνη της υιοθεσίας. δ) Η υποκατάστατη/παρένθετη μητρότητα Στις ΗΠΑ η πρώτη περίπτωση υποκατάστασης, με έγγραφη συμφωνία μεταξύ των μελών και με σπερματέγχυση, καταγράφηκε το 1977. Ως υποκατάστατη μητρότητα ορίστηκε η μέθοδος κατά την οποία μια γυναίκα μένει έγκυος με σπερματέγχυση με το σπέρμα του συζύγου υπογόνιμης γυναίκας και μετά τον τοκετό παραδίδει το βρέφος στον πατέρα και την υπογόνιμη γυναίκα του. Μέχρι το 1997 στις ΗΠΑ περίπου 6.000 βρέφη είχαν γεννηθεί με αυτό τον τρόπο. Ψυχολογικά θέματα προκύπτουν σε σχέση με τη παρένθετη μητέρα αλλά και το βρέφος. Όσον αφορά την παρένθετη μητέρα, ο δεσμός που δημιουργείται την περίοδο της εγκυμοσύνης με το βρέφος είναι πιθανό να καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την παράδοσή του στο 7

ζευγάρι για το οποίο το κυοφορεί. Η κυοφορούσα μητέρα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αποστασιοποιηθεί από το μωρό προκειμένου να μπορέσει να το παραδώσει μετά τον τοκετό. Επίσης, ενδέχεται τα ποσοστά επιλοχείου κατάθλιψης να είναι υψηλότερα στις παρένθετες μητέρες λόγω θυμού ή ενοχών, παρότι ο βασικότερος λόγος για να γίνουν παρένθετες μητέρες δεν είναι ο οικονομικός, αλλά ο αλτρουισμός. Η σχέση μεταξύ της κυοφορούσας μητέρας και των γονέων είναι καθοριστική για την επιτυχή έκβαση της διαδικασίας. Η παρένθετη μητέρα μπορεί να είναι φίλη, συγγενής ή και άγνωστη στο ζευγάρι, με τις μεγαλύτερες δυσκολίες να παρουσιάζονται στην τρίτη περίπτωση, καθώς το ζήτημα της εμπιστοσύνης είναι σοβαρό. Από την άλλη πλευρά, όταν η παρένθετη μητέρα είναι συγγενής ή φίλη του ζευγαριού, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι δεν υπέστη κανένα ψυχολογικό εξαναγκασμό προκειμένου να συμμετάσχει. Όσον αφορά την αποκάλυψη του γεγονότος στο παιδί, σε μια μελέτη 29 γυναικών που χρησιμοποίησαν την πρακτική της υποκατάστατης μητρότητας διαπιστώθηκε ότι όλες εκτός από μία σκόπευαν να αποκαλύψουν στα παιδιά τους τον τρόπο γέννησής τους. 8