ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ Γ.Θ.Γ.Γ. ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΜΜΟΘΙΝΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ ΚΕΡΚΥΡΑ ΣΥΝΤΑΞΗ:ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΜΑΡΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΤΡΑ 2014 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: ΠΡΟΛΟΓΟΣ.4 ΣΚΟΠΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ..4 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ..4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ....5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: 1.1 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ.6 1.2 ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ..8 1.2.1 ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ..10 1.2.2 ΙΟΝΙΟΣ ΖΩΝΗ..10 1.2.3 ΜΕΤΑΛΠΙΚΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ 13 1.2.4 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ... 14 1.3 ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ..16 1.4 ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ..18 1.5 ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ..21 1.6 ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ 22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο : 2.1 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ...24 2.2 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ..24 2.3 ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΜΜΟΘΙΝΩΝ 26 2.4 ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΜΜΟΘΙΝΩΝ..26 2.5 ΕΙΔΗ ΑΜΜΟΘΙΝΩΝ.27 2.6 ΧΛΩΡΙΔΑ ΠΑΝΙΔΑ..28 2.7 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΜΜΟΥ ΑΝΕΜΟΥ...33 2
2.8 ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΣΤΑ ΑΜΜΟΘΙΝΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ..34 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο : 3.1ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΑΙΘΡΟΥ..39 3.2ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΓΕΩΜΟΡΦΕΣ..54 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο : 4.1 ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΜΕ GIS...59 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ο : ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...60 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.61,62 3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Η παρούσα διπλωματική διατριβή με τίτλο «Μελέτη και καταγραφή αμμοθινικών συστημάτων στη Νότια Κέρκυρα» εκπονήθηκε στα πλαίσια πτυχιακής εργασίας του τμήματος Γεωλογίας της σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Στόχος της εργασίας είναι η κατανόηση της προέλευσης και εξέλιξης των αμμοθινών στη Νότια Κέρκυρα, η περαιτέρω σχέση τους με την λιμνοθάλασσα Κορισσίων και η καταγραφή των γενιών των θινών,των ιδιαίτερων μορφολογικών χαρακτηριστικών τους και των επιπλέον γεωμορφών της περιοχής. ΣΚΟΠΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Σκοπός της εργασίας είναι η κατανόηση της προέλευσης και εξέλιξης των αμμοθινών στη Νότια Κέρκυρα και η περαιτέρω σχέση τους με την λιμνοθάλασσα Κορισσίων. Στη συνέχεια η μετέπειτα καταγραφή των γενιών των θινών,των ιδιαίτερων μορφολογικών χαρακτηριστικών τους και των επιπλέον γεωμορφών της περιοχής. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ: Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους συνέβαλλαν στην ολοκλήρωση και στην συγγραφή της εργασίας μου. Καταρχάς τον επιβλέποντα καθηγητή, Λεωνίδα Σταματόπουλο, καθηγητή του τμήματος Γεωλογίας Πατρών για την πολύτιμη βοήθεια που μου πρόσφερε τόσο σε ερευνητικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο για την εκπόνηση της εργασίας μου καθώς και για την άψογη συνεργασία που είχαμε όλο αυτό το χρονικό διάστημα έως ότου ολοκληρωθεί η διπλωματική μου εργασία. Τον κ. Νικολακόπουλο καθηγητή του τμήματος Γεωλογίας Πατρών για την καθοδήγηση του και τη βοήθεια του για την χρήση του προγράμματος GIS απαραίτητου για την εκπόνηση της εργασίας μου. Ακόμη τους φίλους μου, Αλέξανδρο Ιορδανίδη Δήμητρα Μπελιβάνη και Γιώργο Κούρκουλο για τη βοήθεια που μου πρόσφεραν. Τέλος την οικογένεια μου για την στήριξη της καθ όλη τη διάρκεια της φοίτησης μου και την πολύτιμη βοήθεια που μου πρόσφερε στην πραγματοποίηση της εργασίας υπαίθρου και στη συλλογή πληροφοριών για την εκπόνηση της εργασίας. 4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας μελετώνται τα αμμοθινικά συστήματα στη Νότια Κέρκυρα και εξετάζονται τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, η σύσταση τους,ο τρόπος γένεσης τους και ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται με την λιμνοθάλασσα Κορισσίων Κερκύρας. Για την εκπόνηση της εργασίας πραγματοποιήθηκε άσκηση υπαίθρου με χρήση gps,γεωλογικής πυξίδας όπου με την βοήθεια αυτών πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις και δειγματοληψία βάση των οποίων αξιολογήθηκαν δεδομένα προκειμένου να καταγραφούν και να περιγραφούν πλήρως οι αμμοθίνες και οι λοιπές γεωμορφές στην εξετασθείσα περιοχή. Μετέπειτα πραγματοποιήσαμε μετατροπή των πληροφοριών που συλλέξαμε σε GIS δεδομένα με σκοπό να χαρτογραφήσουμε και να δώσουμε ψηφιακά τα δεδομένα της έρευνας μας πάνω στα αμμοθινικά συστήματα. 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο : 1.1 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ Η Κέρκυρα βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Ελλάδας και χωρίζεται από τις ακτές της Ηπείρου και της Αλβανίας με το κανάλι της Κέρκυρας του οποίου το στενότερο σημείο έχει κάτω από 2 χιλιόμετρα πλάτος(εικόνα 1). Η επιφάνεια του νησιού είναι 588 τετραγωνικά χιλιόμετρα και το σχήμα του είναι φαρδύ στο βορρά και πιο στενό προς το νότο. Η Κέρκυρα έχει 64 χιλιόμετρα μήκος και 32 χιλιόμετρα πλάτος στο πιο φαρδύ της σημείο. Η ακτογραμμή φτάνει τα 217 χιλιόμετρα και το ψηλότερο σημείο της είναι η κορφή του όρους Παντοκράτορα, στα 906 μέτρα. Υπάρχουν δύο λίμνες, Κορισσίων και Αντινιώτη και τέσσερα ποτάμια στον Ποταμό, το Σιδάρι, τη Μεσογγή και τη Λευκίμμη. Δύο ψηλές οροσειρές χωρίζουν το νησί σε τρεις περιοχές. Ο Βορράς είναι ορεινός, η Μέση λοφώδης και ο Νότος πιο πεδινός. Η κύρια οροσειρά, του Παντοκράτορα εκτείνεται από το Κάβο Φαλακρό ανατολικά μέχρι το Κάβο Ψαρομύτα στα δυτικά και φτάνει στο ψηλότερο σημείο της στην ομώνυμη βουνοκορφή του Παντοκράτορα. Η δεύτερη κορυφώνεται στου Άγιους Δέκα στα 576 μέτρα. Το ανάγλυφο του νησιού αποτελείται από ασβεστόλιθο, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία και οι θέα από τα πιο υπερυψωμένα σημεία είναι συχνά συγκλονιστική. Όλο το νησί περιβάλλεται από παραλίες, με τις πιο εντυπωσιακές και λιγότερο πολυσύχναστες να βρίσκονται στη δυτική ακτή. Η Κέρκυρα βρίσκεται κοντά στο γεωλογικό ρήγμα της Κεφαλονιάς αλλά, παρόλο που υπάρχουν ασθενείς σεισμοί, η Κέρκυρα έχει διατηρήσει την παραδοσιακή της αρχιτεκτονική από τον 16ο αιώνα. Το κλίμα της Κέρκυρας είναι θερμό το καλοκαίρι και υγρό το χειμώνα, με πολλές βροχοπτώσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με το εύφορο έδαφος, έχει σαν αποτέλεσμα όλο το νησί να είναι πράσινο και καλυμμένο με πυκνή βλάστηση. 6
εικόνα 1: πηγή google earth 7
1.2 ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ 1.2.1 ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: Οι Ελληνίδες οροσειρές ανήκουν ως γνωστόν στο Διναρικό κλάδο του Αλπικών οροσειρών. Τα τριαδικής κατωμειοκαινικής ηλικίας αλπικά ιζήματα, που αποτέθηκαν στο αλπικό γεωσύγκλινο και με την πτύχωσή τους στον ελλαδικό χώρο σχημάτισαν τις Ελληνίδες οροσειρές, έχουν διαρθρωθεί σε διάφορες γεωτεκτονικές ζώνες, δηλαδή διάφορες μεγάλες γεωλογικές ενότητες, που η κάθε μια από αυτές έχει τους δικούς της λιθολογικούς, παλαιογεωγραφικούς και τεκτονικούς χαρακτήρες και έχει διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια του Αλπικού ιζηματο-ορογενετικού κύκλου. Οι Ελληνίδες οροσειρές, δομούνται από τις γεωτεκτονικές ζώνες που στην Ηπειρωτική Ελλάδα έχουν διεύθυνση ΒΒΔ/κή ΝΝΑ/κή και περιέχονται μεταξύ της Απούλιας πλάκας, προς τα δυτικά, και των κρυσταλλοσχιστωδών μαζών (τηςσερβομακεδονικής και της Ροδόπης), προς τα ανατολικά, που αποτελούσαν,αντίστοιχα, τμήματα του αφρικανικού και του ευρασιατικού ηπειρωτικού περιθωρίου. Οι γεωτεκτονικές ζώνες διακρίθηκαν από τον J.BRUNN (1956) σε Εξωτερικές και Εσωτερικές με βάση τα παρακάτω κριτήρια: Οι Εξωτερικές γεωτεκτονικές ζώνες χαρακτηρίζονται από συνεχή ιζηματογένεση, από το Τριαδικό μέχρι και το μεγαλύτερο τμήμα του Τριτογενούς και σε μερικές περιπτώσεις μέχρι το Κατώτερο Μέσο Μειόκαινο, και έχουν τεκτονισθεί από μια μόνο κύρια ορογενετική φάση, που έλαβε χώρα κατά το Ανώτερο Ηώκαινο έως και το Κατώτερο - Μέσο Μειόκαινο. Αντίθετα οι Εσωτερικές γεωτεκτονικές ζώνες έχουν προσβληθεί από δύο κύριεςορογενετικές φάσεις: μια στο τέλος του Ανώτερου Ιουρασικού Κατώτερου Κρητιδικού και μια δεύτερη κατά το Τριτογενές. Οι J. FLEURY (1980), F. THIEBAULT (1982) και J. FERRIERE (1982),διέκριναν και μια τρίτη ομάδα, στην οποία περιελήφθησαν όλες οι ζώνες που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά τόσο των Εξωτερικών ζωνών όσο και των Εσωτερικών. Ο J. AUBUIN (1959), θεώρησε ότι στο αλπικό γεωσύγκλινο κατά την παλαιογεωγραφική του εξέλιξη, στην περιοχή του Ελλαδικού χώρου, διαμορφώθηκε μια σειρά από εναλλασόμενα επιμήκη υποθαλάσσια υβώματα και υποθαλάσσιες αύλακες, που ήταν αποτέλεσμα παλιών (ερκύνιων) πτυχώσεων και της δράσης ενδογενών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Αλπικού κύκλου. Το εναλλασσόμενο αυτό σύστημα υποθαλάσσιων υβωμάτων και αυλάκων είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διαφορετικών παλαιογεωγραφικών χώρων μέσα στο τεράστιο αλπικό γεωσύγκλινο, στον καθένα από τους οποίους έλαβε χώρα διαφορετική ιζηματογένεση. Έτσι, τελικά, με τις συνθήκες αυτές διαμορφώθηκαν οι διάφορες λιθοστρωματογραφικές σειρές, που χαρακτηρίζουν τις διάφορες γεωτεκτονικές ζώνες.(εικόνα 2) 8
Εικόνα 2 :Απλοποιημένος Γεωτεκτονικός Χάρτη της Δυτικής Ελλάδας (Karakitsios & Rigakis 2007, τροποποιημένη 1: Νεογενές-Τεταρτογενές, 2: Μεσοελληνική Μόλασσα,3: Ζώνη Παξών (Προαπούλια),4: Ιόνια Ζώνη, 5: Ζώνη Γαβρόβου-Τριπόλεως,6: Ζώνη Πίνδου,7: Οφιόλιθοι, 8: Πελαγονικός Τομέας 9
1.2.2 ΙΟΝΙΟΣ ΖΩΝΗ Το όνομα Ιόνια για τη ζώνη αυτή δόθηκε από τον A. PHILIPPSON (1898), ενώ οι N. NOPCSA (1921) και C. RENZ (1940) την ονομάζουν Αδριατικοϊόνια ζώνη. Η Ιόνια ζώνη αρχίζει από την Αλβανία και εκτείνεται προς τα νότια, προς: τη Δυτική Ηπειρωτική Ελλάδα (Ήπειρο και Ακαρνανία), τα Ιόνια Νησιά (Κέρκυρα, ανατολικό τμήμα Λευκάδας, Ιθάκη, Ανατολική Κεφαλονιά και ένα μικρό τμήμα της Ζακύνθου) και τη Β/Δ Πελοπόννησο. Κατά την άποψη του J. AUBOUIN (1959), που γενικά έχει γίνει αποδεκτή, η Ιόνιος ζώνη αποτελούσε μια υποθαλάσσια αύλακα, που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στο υποθαλάσσιο ύβωμα της Απούλιας ζώνης (δυτικά) και στο ύβωμα της ζώνης Γαβρόβου Τρίπολης (ανατολικά). Στη περιοχή των Ιονίων Νησιών, η Ιόνια ζώνη είναι επωθημένη προς τα δυτικά πάνω στη ζώνη Παξών, ενώ προς τα ανατολικά πάνω στη ζώνη αυτή βρίσκεται επωθημένη η ζώνη της Πίνδου. Η ιζηματογένεση στον παλαιογεωγραφικό χώρο της Ιόνιας ζώνης από τοτριαδικό μέχρι και την απόθεση του φλύσχη (Ανώτερο Ηώκαινο Κατώτερο Μειόκαινο) ήταν συνεχής, με μοναδική εξαίρεση την κατά θέσεις και για μικρό χρονικό διάστημα χέρσευση της περιοχής κατά το Μέσο-Ανώτερο Ιουρασικό, με αποτέλεσμα την παρουσία μιας κατά περιοχές στρωματογραφικής ασυμφωνίας στην επαλληλία των στρωμάτων της Ιόνιας ζώνης. Η ασυμφωνία αυτή παρατηρείται σε εκτεταμένες περιοχές στο χώρο της Ηπείρου και της δυτικής Στερεάς Ελλάδας, που καταλαμβάνονται από σχηματισμούς της ζώνης αυτής. Η εν λόγω ασυμφωνία διαπιστώθηκε για πρώτη φορά κατά τη γεωλογική έρευνα που έγινε από το Ινστιτούτο Πετρελαίων της Γαλλίας (I.F.P.) και το τότε Ι.Γ.Ε.Υ. (σημερινό Ι.Γ.Μ.Ε.) για την αναζήτηση υδρογονανθράκων της περιοχής, σε κλίμακα 1:50.000, καθώς επίσης την εκτέλεση γεωτρήσεων μεγάλου βάθους (1966) (Κατσικάτσος, Γεωλογία της Ελλάδας, 1992). Επίσης κατά την παραπάνω έρευνα, η Ιόνια ζώνη στην περιοχή της δυτικής Ελλάδας, με βάση τις διαφορές τις οποίες αυτή παρουσιάζει στη στρωματογραφική της επαλληλία στην αξονική περιοχή και στις περιοχές των παρυφών της, διακρίθηκε, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, στις παρακάτω τρείς επί μέρους ζώνες: α) Την Εξωτερική Ιόνια ζώνη, η οποία διακρίθηκε στη δυτική Εξωτερική και στην Ανατολική Εξωτερική Ιόνια, β) Την Κεντρική Ιόνια ζώνη, και γ) Την Εσωτερική ή Ανατολική Ιόνια ζώνη.(εικόνα3) 10
Εικόνα 3: Η επί μέρους διάκριση της Ιόνιας ζώνης (Δυτική Εξωτερική, Ανατολική Εξωτερική, Κεντρική και Εσωτερική) και η επωθημένη ζώνη της Πίνδου. (Κατά ΓΑΛΛΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ Ι.Γ.Ε.Υ., με τροποποιήσεις από τον J.AUBOUIN et. al., 1977, από Κατσικάτσο 1992). Όσον αφορά την λιθοστρωματογραφική εξέλιξη της Ιονίου ζώνης (εικόνα4),προαλπικό υπόβαθρο δεν έχει αποδειχθεί. Σαν πρώτα αλπικά ιζήματα της ζώνης θεωρούνται οι εβαπορίτες, η ηλικία των οποίων υπολογίζεται Περμοτριαδική, ενώ αναφέρονται και ορισμένες παρεμβολές των μέσα σε ασβεστόλιθους του ΚάτωΛιασίου. Το συνολικό πάχος των εβαποριτών υπολογίσθηκε με γεωτρήσεις γύρω στα 1500μ. Πάνω στις γύψους επίκειται μαύρος ασβεστόλιθος ηλικίας Καρνίου και μετά άσπροι δολομίτες του Νορίου (Ανώτερο Τριαδικό). Στη συνέχεια αποτίθενται οι νηριτικοί ασβεστόλιθοι Νορίου Μέσου Λιασίου που είναι γνωστοί στη βιβλιογραφία σαν «ασβεστόλιθοι του Παντοκράτορα» με πάχος γύρω στα 600μ. Στο ανώτερο Λιάσιο διαφοροποιείται η αξονική περιοχή της ζώνης σε βαθύτερο χώρο ιζηματογένεσης, όπου αποθέτονται κερατόλιθοι σε αναλλαγές με μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και έγχρωμους αργιλικούς σχιστόλιθους που είναι γνωστοί σαν «σχιστόλιθοι με Posidonies» από τα απολιθώματα που περιέχουν. Την ίδια περίοδο στις δύο πλευρές τις ζώνης (εσωτερική και εξωτερική) αποθέτονται κόκκινοι ασβεστόλιθοι με αμμωνίτες, της φάσης Ammonitico rosso. Η ιζηματογένεση αυτή διαρκεί όλο το Δογγέριο (Μέσο Ιουρασικό), ενώ στο Μάλμιο γίνεται κοινή σε όλο το πλάτος της ζώνης με την απόθεση πελαγικών ασβεστολίθων με ενστρώσεις κερατολίθων, που αναφέρονται με το όνομα «ασβεστόλιθοι βίγλας». Η απόθεσή τους κράτησε το Μάλμιο, το Κάτω και Μέσο Κρητιδικό μέχρι τα μέσα Άνω Κρητιδικού (Σενώνιο) και έχουν συνολικό πάχος περίπου 400μ.Από το Ανώτερο Κρητιδικό έως το Μέσο Ηώκαινο, αποτίθενται συνεχώς λατυποπαγείς ασβεστόλιθοι οι οποίοι στην αξονική υποζώνη χαρακτηρίζονται περισσότερο πελαγικοί (πάχος περίπου 11
400μ.).Τέλος αποτίθεται ο φλύσχης από το Πριαμπόνιο του Ηωκαίνου μέχρι το Ακουιτάνιο του Κάτω Μειοκαίνου οπότε και έλαβε χώρα η παροξυσμική πτύχωση της ζώνης. Το συνολικό πάχος του φλύσχη υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 2000μ. αν και οι πτυχωμένες μορφές του είναι πιθανόν ότι επηρεάζουν το φαινόμενο πάχος του. Η σύσταση του φλύσχη στα κατώτερα στρώματα είναι κυρίως ψαμμιτική μαργαϊκή και εξελίσσεται προς τα πάνω σε εναλλαγές μαργών, μαργαϊκών ασβεστολίθων και κροκαλοπαγών. Εικόνα4: Σχηματική λιθοστρωματογραφική στήλη της Ιονίου ζώνης. 1: γύψος, 2:μαύροι ασβεστόλιθοι, 3: δολομίτες, 4: ασβεστόλιθοι νηρητικοί «Παντοκράτορα», 5:ασβεστόλιθοι του Ammonitico rosso, 6: σχιστόλιθοι με Posidonies, 7: κερατόλιθοι, 8:ασβεστόλιθοι πελαγικοί «Βίγλας», 9: ασβεστόλιθοι λατυποπαγείς, 10: φλύσχης(μουντράκης, 1985, με τροποποιήσεις). 12
1.2.3 ΜΕΤΑΛΠΙΚΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Οι μεταλπικοί αυτοί σχηματισμοί (από το Μέσο Μειόκαινο έως το Πλειόκαινο), επικάθονται σε ασυμφωνία στους προηγούμενους και από τους παλαιότερους προςτους νεώτερους είναι οι εξής: Μετατεκτονικοί ορίζοντες σε ασυμφωνία με τους προηγούμενους σχηματισμούς,περιλαμβάνοντας λατυποπαγή βάσεως που εναλλάσσονται με μάργες πάχους έως 1000μ (Μέσο Αν. Μειόκαινο). Η σειρά κάτωθεν του Πλειοκαίνου τερματίζεται με μακροκρυσταλλική γύψο. Μάργες κυανές πλαστικές με ψαμμιτικές παρεμβολές και λατυποπαγή, ηλικίας Μείο Πλειοκαίνου. Σχηματισμοί εκ κυανών πλαστικών μαργών ψαμμιτικών, ψαμμιτοκροκαλοπαγών, κροκαλοπαγών, πάχους μέχρι 500μ (Πλειόκαινο). 13
1.2.4 ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ Είναι οι νεώτερες και σύγχρονες αποθέσεις, όπως οι προσχώσεις κοιλάδων, οι παράκτιες αποθέσεις, τα κορήματα, οι θίνες κλπ. Οι θίνες, παλαιές και νέες, αναπτύσσονται γύρω από τη λίμνη Κορισσίων (Νότια Κέρκυρα). Τα κορήματα καλύπτουν τις πλαγιές των λόφων και βουνών και σε ορισμένες εξόδους ορεινών κοιλάδων σχηματίζουν μικρούς κώνους. Τέλος, οι προσχώσεις από φερτά υλικά καλύπτουν τις κοίτες των χειμάρρων και τις μικρές κοιλάδες, καθώς και τις παράκτιες πεδινές περιοχές. Οι σχηματισμοί αυτοί είναι γενικά αργιλοαμμώδους σύστασης. Οι σχηματισμοί αυτοί εμφανίζονται στην περιοχή μελέτης ως αιολικές αποθέσεις αμμοθινικάσυστήματα.. Εικόνα 5: Γεωλογική τομή Α-Α1 (Ι.Γ.Μ.Ε., φύλλο Νότια Κέρκυρα, με τροποποιήσεις) 14
15
1.3 ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ: Όπως είναι γνωστό, στην γεωλογική δομή της νήσου Κέρκυρας(εικόνα2) συμμετέχουν σχηματισμοί της εξωτερικής Ιονίου ζώνης καθώς και μεταλπικές αποθέσεις. Αναλυτικότερα, οι γεωλογικοί σχηματισμοί που απαντούν στο νησί διακρίνονται σε τρεις μεγάλες ομάδες: -Την Αλπική σειρά, που δομείται από τους σχηματισμούς της Ιονίου ζώνης. -Τους Μολασικούς σχηματισμούς μεταλπικής ηλικίας -Τις Τεταρτογενείς αποθέσεις, που αποτελούν τις σύγχρονες αποθέσεις. (εικόνα 6:γεωλογικός χάρτης Κέρκυρας) ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ : al-sc Σύγχρονες παράκτιες αποθέσεις al-sci Σύγχρονα κορήματα κλιτύων (πλευρικά κορήματα) al-θι Σύγχρονες θίνες al-sc2 Παλαιά κορήματα κλιτύων (πλευρικά κορήματα) alθ2 Παλαιές θίνες συνεκτικές al-sc3 Παλαιές ζώνες εξάπλωσης (αποθέσεων) κλαστικού πυριτιακού υλικού από μεταφορά dl Ασβεστικοί ψαμμίτες κογχυλιοφόροι Pl-m Μάργες κυανές πλαστικές με ψαμμο-αμμούχες παρεμβολές Pl-c Βάση ψαμμιτοκροκαλοπαγών ή κροκαλολατυποπαγών,ποικίλου πάχους. Pl-m-st Εμφανίσεις γύψου, κροκαλοπαγή βάσης (c), μάργες με χαρακτηριστική πανίδα (m), μάργες και μικροκροκαλοπαγής ψαμμίτες (st), εναλασσομένους με ιλυούχους μάργες παρουσία λιγνίτου, μαρμαρυγίου και μικρών δισκομόρφων σωμάτων. Pl-c-st Ψαμμιτο-κροκαλοπαγΟΙ Pl-m2 Μάργες πλαστικές, κυανοτέφρους (Pl - m2) Pl/G-m-st-sc Μάργες κυανές πλαστικές (m) με ψαμμιτικές (st) παρεμβολές και ζώνες λατυποπαγών (sc) G/M-m-st/M-sc λατυποπαγή βάση (sc) εναλλασσόμενη με μάργες,μάργες (m) με ψαμμιτικές (st) και κροκαλοπαγείς ενστρώσεις. Εναλλαγή ψαμμούχων μαργών και ψαμμιτών (m - st) με λατυποπαγές στη βάση (sc). Ορίζοντας γύψου (G). Ks-k Ασβεστόλιθοι λατυποπαγείς, υποκίτρινοι με μεγάλους λατύπους και θραύσματα Ρουδιστών, με συνδετικό υλικό από μικροκρυσταλλικούς ασβεστολίθους JsKs-k Ασβεστόλιθοι Βιγλών: εναλλαγές λιθογραφικών ασβεστολίθων, λευκών έως υποκίτρινων και μικρολατυποπαγών ασβεστολίθων. Js-sh Ανώτεροι σχιστόλιθοι με Ποσιδωνία: Εναλλαγές ενστρώσεων λευκοφαίων ιασπίδων πάχους 5-20 εκ. και πυριτιακών αργίλων, που περιέχουν Ποσιδωνία στη βάση. Μέγιστο πάχος 70 μ., δυνάμενο να ελαττωθεί μέχρι μηδενός στη ζώνη της ασυμφωνίας των ασβεστολίθων Βιγλών. Ανωτ. Ιουρασικών. 16
Jm-k Ασβεστόλιθοι ψευδοκροκαλοπαγείς έως ψευδοωλιθικοί (τοπικά ωολιθικοί) με ενστρώσεις και κονδύλους πυριτολίθων χρώματος λευκο - υποκίτρινου και ασβεστόλιθοι υποκίτρινοι έως ερυθρόχρωμοι. Ji-m-k-ch Μάργες φυλλώδεις, (m) τέφρας έως μελανά, ασβεστολίθους μαργαϊκούς (k) και λεπτές ενστρώσεις πυριτολίθων. (ch) Ποσιδωνίες - Αμμωνίτες του Ανωτέρου Λιασίου. Φάση Ammonitico Rosso. Ασβεστόλιθοι μαργαϊκοί, φαιοί έως ερυθρόχρωες κατά το μάλλον και ήττον κονδυλώδεις, με Αμμωνίτες από μεταφορές. J-sh Σχιστόλιθοι με Ποσιδωνία: Εναλλαγές ενστρώσεων πυρροχρόων ιασπίδων μετ' ακτινοζώων και πυριτιακών αργίλων, αναγόμενες στους σχιστόλιθους με Ποσιδωνιες. Ji-k Ασβεστόλιθοι ενστρωμένοι, τεφροί έως φαιοί, κρυσταλλοθρομβώδεις με πυριτολίθους. Άφθονα ακτινόζωα Ασβεστόλιθοι Παντοκράτορος:Ασβεστόλιθοι άστρωτοι, λευκοί έως γαλακτώδεις, με κρυσταλλικό συνδετικό υλικό, με φύκη του Λιασίου, γενόμενοι κατά τόπους εξαιρετικά δολομιτικοί και ευκόλως κονιοποιούμενοι. 17
1.4 ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ Η Κέρκυρα έχει ημιορεινή μορφολογία(εικόνα7,8), διότι καλύπτεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από λόφους και χαμηλά βουνά με πολλές μικρές κοιλάδες. Το βόρειο κεντρικό τμήμα της είναι πιο ορεινό με προεξέχουσα μορφή τον ορεινό όγκο του Παντοκράτορα (+914μ) που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στο ΒΑ τμήμα του νησιού. Ο ορεινός αυτός όγκος μαζί με τους αντίστοιχους της Βίγλας (+782μ), του Στραβοσκιάδι (+849μ), της Τσούκας (+619μ) καθώς και άλλα με μικρότερα υψόμετρα, μέχρι τον κόλπο της Παλαιοκαστρίτσας, αποτελούν ένα σχεδόν ενιαίο ορεινό όγκο με ελλειψοειδή μορφή και διεύθυνση περίπου Α -Δ. Το υπόλοιπο τμήμα του νησιού καλύπτεται από βουνοσειρά με κατεύθυνση Β -Ν, ακολουθώντας κυρίως τη δυτική ακτή μέχρι την περιοχή Μπενίτσες. Από το σημείο αυτό μέχρι τη λίμνη Κορισσίων παρουσιάζονται χαμηλά όρη και στις δύο ακτές, ενώ στο εσωτερικό της ξηράς αναπτύσσεται η υδρολογική λεκάνη του Μεσογγή ποταμού. Προς το νότο εκτείνεται η κοιλάδα που περιλαμβάνει τη λίμνη Κορισσίων, στη δυτική ακτή και ακόμα νοτιότερα στην περιοχή της Λευκίμμης μια πεδιάδα με χαμηλούς λόφους, πάλι στη δυτική παραλία. εικόνα 7:γεωμορφολογικός χάρτης Κέρκυρας, πηγή Nimertis_Markati(geo) 18
εικόνα 8 :μορφολογικός χάρτης Κέρκυρας, πηγή Nimertis_Markati(geo) Προς τα νότια του νησιού, τα σημαντικότερα υψώματα είναι: Αρακλή (+506μ), Άγιοι Δέκα (+576μ), Σταυρός (Κάμαρος +450μ), Γαρούνα (+442μ), Άνω Παυλιάνα-Αγ. Ματθαίος (+465μ) και νοτιότερα το ύψωμα Χλωμός (+380μ). Εκτός από τις παραπάνω ορεινές και ημιορεινές περιοχές, στην Κέρκυρα υπάρχει ποικιλία μορφών που διακρίνονται σε υψίπεδα, λοφώδεις περιοχές, χαμηλά υψίπεδα, πεδινές περιοχές και περιοχές θινών. Όσον αφορά τα υψίπεδα, χαρακτηριστική είναι η περιοχή που αναπτύσσεται μεταξύ των τριών υψηλότερων σημείων του Παντοκράτορα και σε ύψος +760μ. Το υψίπεδο αυτό αποτελείται από μεγάλο αριθμό καρστικών εγκοίλων (δολινών) ποικίλων διαστάσεων.η μορφολογία αυτή βοηθάει την κατείσδυση του νερού λόγω αυξημένου ποσοστού διακένων που παρουσιάζουν τα ασβεστολιθικά και δολομιτικά πετρώματα. Έτσι, το υψίπεδο αυτό αποτελεί μια σχεδόν κλειστή λεκάνη που συγκεντρώνει τα νερά των βροχοπτώσεων και της απορροής των γύρω υψωμάτων και τροφοδοτεί το σημαντικό καρστικό υδροφορέα της Βόρειας Κέρκυρας. Οι κυριότερες λοφοσειρές είναι: του Βάτου -Ερμόνων -Γιαννάδων με μέγιστο υψόμετρο +390μ στο ΒΔ τμήμα του νησιού,του Σταυρού -Στρογγυλής -Μωραΐτικων στο κεντρικό -Ανατολικό τμήμα και του Χλωμού (+380μ) στο ΝΑ. Το ανάγλυφο των λόφων ποικίλει ανάλογα με την πετρολογική σύσταση. Από τις παραπάνω λοφοσειρές, αυτές που βρίσκονται στο ΒΔ τμήμα και στο ΝΑ αποτελούνται κυρίως από ασβεστολιθικούς ή λατυποπαγείς σχηματισμούς του τριαδικού με πολυσχιδές ανάγλυφο, ενώ στις κεντρικές περιοχές το ανάγλυφο είναι ήπιο, γιατί αποτελούνται από ψαμμιτομαργαϊκούς ορίζοντες που αποσαθρώνονται εύκολα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της μορφολογίας της Κέρκυρας είναι η ύπαρξη χαμηλών υψιπέδων που είναι περιοχές με σχεδόν επίπεδες επιφάνειες μεταξύ των οποίων 8 παρεμβάλλονται οροσειρές σε μικρή έκταση. Οι επιφάνειες αυτές αποτελούν κλειστές λεκάνες ή λεκάνες που απορρέουν στη θάλασσα. Το μέσο υψόμετρο των περιοχών αυτών είναι 80-100μ και αποτελούνται κυρίως από τριαδικά λατυποπαγή που περιέχουν μάζες από γύψο. 19
Τέτοιες περιοχές αναφέρονται από την πόλη της Κέρκυρας προς τα Δυτικά μέχρι τη λεκάνη του Ρόπα και προς Βορρά μέχρι τον Ύψο. Εκεί η έντονη καρστικοποίηση των ασβεστολιθικών λατυποπαγών και η διάλυση της γύψου, έχει δημιουργήσει σημαντικούς υδροφόρους ορίζοντες με χαμηλής ποιότητας νερά λόγω της ύπαρξης θειικών αλάτων.επίσης κλειστή καρστική λεκάνη αναφέρεται στο υψηλό υψίπεδο τουπαντοκράτορα μέσα σε δολομίτες και δολομιτικούς ασβεστόλιθους με πολλές δολίνες. Οι πεδινές περιοχές με ανάγλυφο σχετικά ήπιο είναι λίγες και οι σημαντικότερες είναι το Λιβάδι του Ρόπα (13000 στρέμματα) στο ΒΔ τμήμα, αυτή που περικλείεται από τις κοινότητες Μεσαριάς-Βελονάδων -Μαγουλάδων και Αγραφών στο ΒΔ τμήμα, ενώ στο κεντρικό-νότιο τμήμα αυτή μεταξύ των κοινοτήτων Στρογγυλής-Αγ. Ματθαίου και Μωραΐτικων, η κοιλάδα του Μεσογγή ποταμού, η κοιλάδα του ποταμού Τυφλού (ή Φόνισσας) μαζί με την παράκτια περιοχή Σιδάρι στη Βόρεια Κέρκυρα, η περιοχή Λευκίμμης στη Νότια Κέρκυρα, καθώς και μερικές παράκτιες περιοχές στη Βόρειο Κέρκυρα, περιοχή Ύψου, Κοντόκαλι και η γύρω από τη λιμνοθάλασσα Χαλικιόπουλου έκταση.δεν πρέπει να παραληφθεί από το τοπίο της Κέρκυρας η ύπαρξη θινών, γύρω κυρίως από τη λίμνη Κορισσίων, που είναι παλαιής και σύγχρονης ηλικίας. Αμμώδεις περιοχές εμφανίζονται στην περιοχή των Αργυράδων και του Γαρδικίου. Στις πεδινές αυτές περιοχές σχηματίζεται ενδιαφέρον υδροφόρος ορίζοντας. Μέσα στο ανάγλυφο της Κέρκυρας δημιουργούνται ποταμοί με μικρή θερινή ροή, όπως ο Μεσογγής ποταμός, ο Έρμονας, ο Ποταμός, ο Στραβοπόταμος και ο Τυφλός ποταμός (ή Φόνισσα). Η μόνιμη ροή τους εξασφαλίζεται από την τροφοδοσία τους από πηγαία νερά. Ο βασικός υδροκρίτης βρίσκεται πολύ κοντά στις δυτικές ακτές του νησιού κατά το μεγαλύτερο τμήμα του, με αποτέλεσμα οι μεγαλύτερες υδρολογικές λεκάνες να αποστραγγίζονται προς τα ανατολικά. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν διεύθυνση Β -Ν, ενώ βρίσκονται στο εσωτερικό του νησιού και λίγο πριν την εκβολή τους στρέφονται δια μέσου χαραδροκοιλάδων προς τα ανατολικά ή δυτικά. Οι κλίσεις των ποταμών και χειμάρρων κύρια στο κεντρικό και νότιο τμήμα εμφανίζονται ήπιες στο μεγαλύτερο τμήμα της διαδρομής τους. Οι δυτικές ακτές του νησιού είναι πολύ απόκρημνες, ενώ οι ανατολικές είναι περισσότερο ομαλές, κατοικημένες και τουριστικά αναπτυγμένες. Τη μορφολογία του νησιού συμπληρώνουν οι τρεις λιμνοθάλασσες, Κορισσίων στα ΝΔ, Χαλικιόπουλου στο κεντρικό τμήμα και Αντινιώτη στο Β τμήμα. 20
1.5 ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ Η νήσος Κέρκυρα αποτελεί το πλέον εξωτερικό μέρος των γεωτεκτονικών ζωνών των Ελληνίδων. Χαρακτηριστική της τεκτονικής δομής της νήσου (εικόνα 9)θεωρείται η γραμμή εφίππευσης που διακόπτεται από εγκάρσια ρήγματα και που χωρίζει το νησί σε μία αντικλινική ζώνη προς τα ανατολικά και μια συγκλινική προς τα δυτικά. Στη περιοχή μελέτης, ανάλογα με τη φύση της εφίππευσης, διακρίνονται οι πάρα κάτω τεκτονικές μονάδες: α) Στο βόρειο τμήμα: Αντίκλινο του Παντοκράτορα και λεκάνη Καρουσάδων β) Στο κεντρικό τμήμα: Ζώνη εγκαρσίων ρηγμάτων γ) Στο νότιο τμήμα: Ζώνη διαπυρισμού εικόνα 9: νεοτεκτονικός χάρτης Κέρκυρας,Λέκκας 21
1.6 ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΗΣΙΟΥ Στην λεκάνη της Μεσογγή, εχουμε μικρές εμφανίσεις τριαδικών λατυποπαγών. Στην περιοχή αυτή, η υπόγεια σύνδεση των τριαδικών λατυποπαγών μετά τις απολήξεις των ασβεστολίθων του Παντοκράτορα του Αγ. Ματθαίου, δεν είναι φανερή. Το πιθανότερο όμως είναι ότι μεσολαβούν μεταξύ των δύο αυτών καρστικών σχηματισμών, αδιαπέρατοι μαργαϊκοί ή αλλούβιοι σχηματισμοί, αλλιώς δεν θα υπήρχαν οι προϋποθέσεις εκδήλωσης της πηγής υπερπλήρωσης Γαρδικίου (τροφοδοτούμενη από τον προαναφερθέν ασβεστόλιθο) με τέτοια μεγάλη παροχή όπου εκδηλώνεται. Προς ΝΑ η ζώνη αυτή καλύπτεται από μαργαϊκές και αλλουβιακές αποθέσεις, οι οποίες εμποδίζουν την επιφανειακή μετωπική προέκταση της ζώνης προς τη θάλασσα. Πλευρικά, δηλαδή προς ΒΑ και ΝΔ, η ζώνη αυτή, έρχεται σε επαφή με κατακόρυφα περίπου ρήγματα με μαργαϊκούς και ψαμμιτολατυποπαγείς σχηματισμούς. Οι νεογενείς αυτοί σχηματισμοί, στην ΝΔ επαφή της ζώνης καλύπτονται από θίνες και τους τεταρτογενείς σχηματισμούς της λίμνης Κορισσίων. Η επιφανειακή ανάπτυξη των τριαδικών λατυποπαγών είναι περιορισμένη σε σχέση με εκείνη της κεντρικής Κέρκυρας. Συνοψίζοντας, παρατηρείται ότι η γεωλογική αυτή ενότητα, περιβάλλεται από στεγανούς ή μικρότερης περατότητας σχηματισμούς. εικόνα 10 : Λεκάνες απορροής Νήσου Κέρκυρας (Ι.Γ.Μ.Ε., Μελέτη Δίαιτας υδροφόρων συστημάτων Ν. Κέρκυρας, 2002) 22
Λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις σημαντικές πληροφορίες για την γενική γεωλογία του νησιού, την γεωμορφολογία και την τεκτονική του νησιού και επηρεασμένοι από την μελέτη και την έρευνα πολλών επιστημόνων συγκεντρώσαμε στοιχεία και καταγράψαμε την εξέλιξη και την προέλευση των αμμοθινικών συστημάτων που σχετίζονται με τη λίμνη Κορισσίων Ν. Κερκύρας 23
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο : 2.1 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ Αντικείμενο μελέτης της εργασίας αυτής είναι οι αμμοθίνες στις περιοχές: παραλία Χαλικούνα και παραλία Ίσσου και στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την λιμνοθάλασσα Κορισσίων Κέρκυρας. Οι αμμοθίνες ή θίνες είναι λόφοι και ράχες από άμμο που συναντώνται κυρίως σε παράκτιες περιοχές, αποτελούν σημαντικό παράκτιο οικότοπο και δημιουργήθηκαν από τις διεργασίες της διάβρωσης και της απόθεσης της άμμου στην παράκτια ζώνη. Οι αιολικές αυτές αποθέσεις, εξαιτίας της αμμώδους σύστασής τους, έχουν σημαντικό ρόλο στην υπόγεια υδρολογία της ευρύτερης περιοχής και αυτό οφείλεται στο ότι διαθέτουν αξιόλογη αποθηκευτική ικανότητα, ως προς τα υπόγεια νερά που φιλοξενούν στη μάζα τους. 2.2 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Η εξετασθείσα περιοχή βρίσκεται στο ΝΔ άκρο του νησιού Κέρκυρας και αποτελείται από τις περιοχές: παραλία Χαλικούνα, ακρωτήρι Κώνστα, Μεσόβρυση,παραλία Ίσσου και λίμνη Κορισσίων.(εικόνα 11,12) Η λιμνοθάλασσα Κορισσίων καταλαμβάνει το ΝΔ άκρο της περιοχής, αναπτύσσεται παράλληλα στην ακτή, έχει σχήμα ατρακτοειδές με διεύθυνση άξονα ΒΔ-ΝΑ και έντονη διόγκωση στο κέντρο της. Έχει μέσο μήκος 5300μ και πλάτος 1500 μ. Η Λιμνοθάλασσα Κορισσίων ανήκει στην περιφέρεια Ιονίων Νήσων, Νομoύ Κερκύρας. Είναι ο μεγαλύτερος από τους υγροβιότοπους του νησιού και έχει συμπεριληφθεί στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Προστασίας Περιοχών «ΦΥΣΗ 2000».Η λίμνη είναι κλειστού τύπου και επικοινωνεί με τη θάλασσα με ένα δίαυλο. Ο υγροβιότοπος της λιμνοθάλασσας Κορισσίων αποτελείται από επιμέρους οικοσυστήματα που συνθέτουν μια πολύμορφη οικολογική ενότητα: Η ομώνυμη λιμνοθάλασσα έκτασης 5500 περίπου στρεμμάτων. Οι παραθαλάσσιες πλευρές της λίμνης που σχηματίζουν μια αμμώδη λωρίδα μήκους 6 χιλιομέτρων περίπου, με διάσπαρτη ποώδη και θαμνώδη βλάστηση. Τα δύο μικρά κεδροδάση στη Νότια πλευρά, που αποτελούνται από πυκνή βλάστηση με κύριο χαρακτηριστικό την παρουσία πολλών ανεπτυγμένων αρκεύθων. Οι αγροτικές καλλιεργούμενες εκτάσεις από αμπελώνες, κηπευτικά και λίγες ελιές που βρίσκονται στα Βόρεια και Βορειοανατολικά της λιμνοθάλασσας. Αρκετές πλημμυρισμένες εκτάσεις με βρόχινο νερό και αραιή ποώδη βλάστηση στην Ανατολική πλευρά της λιμνοθάλασσας. Η αυτοφυής θαμνώδης και ποώδης βλάστηση στην Βόρεια πλευρά. Από το Ιόνιο Πέλαγος χωρίζεται με μια λωρίδα γης της οποίας το βόρειο τμήμα αποτελείται από έναν παραλιακό φραγμό με χαμηλές σύγχρονες θίνες παράκτιας προέλευσης και το νοτιότερο τμήμα της χαρακτηρίζεται από παλαιοθίνες Πλειστοκαινικής ηλικίας με υψόμετρο >15μ που συνίστανται από συμπαγή ψαμμίτη. 24
Γύρω της λίμνης υπάρχουν αμμοθίνες έκτασης 4000 στρεμμάτων και 100 στρέμματα έλους. Επίσης διακρίνονται λατυποπαγείς πλακώδεις ασβεστόλιθοι, μελανού χρώματος με Cardita cumbelli και γύψοι τριαδικής ηλικίας. Ακόμη υπάρχουν νεογενείς και τεταρτογενείς σχηματισμοί και διλούβιες και αλλούβιες αποθέσεις,εκ των οποίων σχηματίστηκε η λιμνοθάλασσα. Συγκεκριμένα οι διλούβιες αποθέσεις βρίσκονται ΒΑ της λιμνοθάλασσας Κορισσίων, νότια των Αργυράδων και σε αυτές ανήκουν οι παλαιοθίνες όπου μέσα τους διακρίνεται συμπαγής ψαμμίτης και στην βάση κροκαλοπαγές(παραλία Ίσσου, Ακρωτήρι Γαρδικίου).Σε ορισμένα σημεία διακρίνουμε ασυμφωνία ψαμμίτη με πλειοκαινικής ηλικίας ιζήματα. Τέλος οι σύγχρονες αποθέσεις προέρχονται από διάβρωση ψαμμιτών Νεογενούς και αργιλικών μαργών και περιέχουν πολλά μικροαπολιθώματα Νεογενούς. Επίσης παρατηρούνται αποθέσεις πάχους λίγων μέτρων μαργαϊκού υλικού, άμμου και λατύπων. Εικόνες11,12:περιοχή μελέτης και χάρτης σκαρίφημα της περιοχής με του αντίστοιχους γεωλογικούς σχηματισμούς και τις ηλικίες τους. 25
2.3 ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΜΜΟΘΙΝΩΝ Η γένεση και η διατήρησή τους εξαρτάται από τους επικρατούντες ισχυρούς ανέμους της περιοχής, τη δράση του κυματισμού στην παράκτια ζώνη και τη προσφοράδιαλογή των υλικών της διάβρωσης, αλλά και από την προσφορά υλικών διάβρωσης. Οι αμμοθίνες είναι ευαίσθητα, αλλά σε δυναμική εξέλιξη οικοσυστήματα που φιλοξενούν σπάνια φυτά και ζώα Η αμμοθινική βλάστηση, που έχει πρωτεύοντα δομικό ρόλο στη δημιουργία και διατήρησή των θινών: συγκρατεί την άμμο, σταθεροποιεί την ακτογραμμή και το έδαφος από τη διαβρωτική δράση της θάλασσας και του ανέμου και λειτουργεί προστατευτικά ως φυσικό φράγμα (θαλασσινό νερό, ένταση ανέμων) για την ενδοχώρα. Τα συστήματα των αμμοθινών ή αμμόλοφων σχηματίζονται προοδευτικά από την άμμο που δημιουργείται από τη δράση της θάλασσας (κυματισμός, διάβρωση, αποσάθρωση) και αποτίθεται στην ακτή, ή και εκείνη την άμμος που συσσωρεύεται στην ακτή από τη δράση της απόθεσης των φερτών υλικών μέσα από τα ποτάμια. 2.4ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΜΜΟΘΙΝΩΝ ημισεληνοειδείς θίνες αποτίθενται σε σκληρά υπόβαθρα από ανέμους σταθερής διεύθυνσης και μικρού δυναμικού. εγκάρσιες: αποτίθενται με το μορφολογικό τους άξονα κάθετο προς την διεύθυνση του ανέμου. Εμφανίζονται συχνά κατά μήκος ακτών, και απαιτούν σταθερή διεύθυνση ανέμου και υψηλό φορτίο άμμου παραβολικές: θίνες παραβολικού σχήματος των οποίων η κοίλη πλευρά στραμμένη προς τον πνέοντα άνεμο, απαιτείται ισχυρή ταχύτητα ανέμου επιμήκεις :αναπτύσσονται παράλληλα προς την διεύθυνση του πνέοντος ανέμου,απαιτούνται ισχυροί άνεμοι,υψηλό φορτίο ανέμου και εποχιακή αλλαγή διεύθυνσης ανέμου 26