Τόνοι και πνεύµατα στα αρχαία ελληνικά κείµενα

Σχετικά έγγραφα
Τόνοι και πνεύματα στα αρχαία ελληνικά κείμενα

Η προφορά της αρχαίας Ελληνικής

ΑΜΑΛΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗ, University of California, San Diego (UCSD)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Θέµατα ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας I. Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας


Η ελληνική γλώσσα και η γραφή της

Πολυτονικό και μονοτονικό σύστημα Ο «πόλεμος» των τόνων

Ενότητα 2 : Β. Πώς έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες Γ. Φθόγγοι και γράμματα

Ενότητα 1 : Το ταξίδι των λέξεων στον χρόνο

ΑΚΡΟΑΣΗ: «ΨΑΠΦΑ» για κρουστά σόλο, 1975

Τα μουσικά όργανα στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ο αυλός, με διαφορετικές μορφές, η λύρα, η άρπα, η φόρμιξ, η κιθάρα, αργότερα η ύδραυλις κλπ.

APPENDIX I ΠΡΟΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΝΙΣΜΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ Δ/ΝΣΗ Π. ΕΚΠ/ΣΗΣ Δ/ΝΣΗ ΠΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ.

pecalás), *αἰπολός (πβ. αἰγοβοσκός), *εἰρημένος (πβ. εξαµενή, Ὀρχομενός) ο

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΣΧΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΗΣ ΑΝΩ ΙΛΙΣΙΩΝ

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος


Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Διαίρεση φωνηέντων Φωνήεντα Μακρόχρονα Βραχύχρονα

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Η γλώσσα της Κ.Δ. είναι η «κοινή» ελληνιστική, δηλαδή η δημώδης και η γλώσσα που ομιλείτο από τον 3 ο αι. π.χ. μέχρι τον 3 ο αι. μ.χ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ28 / ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ (19ΟΣ ΚΑΙ 20ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ)

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Παναγιώτης Δεμέστιχας Στέλλα Γκανέτσου

Εισαγωγή στη μουσική. Μουσικοκινητική Αγωγή. Α εξάμηνο Θεωρία 4. ΡΥΘΜΟΣ. 1. Μουσική 2. Μελωδία 3. Νότες 4. Ρυθμός

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΜΑΝΕ

2. ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ SYNTHESIS ΣΤΗΝ ΑΠΟ ΟΣΗ ΤΩΝ ΙΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ. Ορισμός της θεωρίας Θεωρία είναι το μάθημα που μας διδάσκει το γράψιμο και το διάβασμα της μουσικής.

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

Γλωσσική επιμέλεια: επιλογή ή αναγκαιότητα; Άννα Ιορδανίδου

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Διδασκαλία γραμμάτων-συλλαβών

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Οι πικρές αλήθειες της γλώσσας μου

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Στόχος του βιβλίου αυτού είναι να κατακτήσουν οι μικροί μαθητές

1.6.3 Ιατρικές και βιολογικές θεωρίες στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη Η αρχαία ελληνική ιατρική µετά τον Ιπποκράτη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 4.1 Σύνολο νοµού Αργολίδας Γενικές παρατηρήσεις

Συνοπτική Ιστορία 1ο Μάθηµα. Η Ιστορία της Μουσικής στον Πρώιµο Μεσαίωνα

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001

ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΠΟΣΟΤΗΤΟΣ. Κεντήµατα ανάβαση 1 φωνής διάρκεια 1 χρόνου. Κέντηµα ανάβαση 2 φωνών διάρκεια 1 χρόνου πνεύµα

Greek Braille Code. Περιεχόμενα

ΠΡΟΦΟΡΑ ΦΘΟΓΓΩΝ ΑΕ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

13 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2010 Εργαστήριο

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «ΈΚΘΕΣΗ ΈΚΦΡΑΣΗ ΜΟΥΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ»

Εισαγωγή στη μουσική. Μουσικοκινητική Αγωγή. Α εξάμηνο Θεωρία 3. ΝΟΤΕΣ. 1. Μουσική 2. Μελωδία 3. Νότες 4. Ρυθμός

AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (2)

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

δημήτρης συκιάς σημειώσεις θεωρητικών μουσικής δεσπόζουσα μετ ενάτης

Η έννοια του συνόλου. Εισαγωγικό κεφάλαιο 27

Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο. φθόγοι - νότες Φθόγγος ή νότα ονοµάζεται ο ήχος που παράγει είτε η φωνή του ανθρώπου είτε ένα µουσικό όργανο. œ œ œ œ.

Εξεταστέα ύλη στο μάθημα «Βιολογία» Α τάξης : Εξεταστέα ύλη στο μάθημα «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» Α τάξης

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΒΔΟΜΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Σπουδάστρια: Ευθυμίου Μαρία Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ζακοπούλου Βικτωρία

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΑΝΕΠΑΦΗ!

Ακουστική φωνητική μελέτη της παραγωγής και αναγνώρισης των φωνηέντων σε βαρήκοα άτομα

Προκλήσεις κατά την ένταξή τους

Όμηρος. Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία. Επτανησιακή Σχολή

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ

Δημιουργία της ελληνιστικής κοινής

Η γλωσσική πραγματικότητα στην αρχαιότητα

109 Φιλολογίας Αθήνας

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ

ΨΗΦΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

1 η ΤΑΞΗ. Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1 ο. 1ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΥΓΧΟΡ ΙΩΝ Για να σχηµατίσουµε µία συγχορδία χρειαζόµαστε τρεις νότες.

Η κοινωνική και πολιτική οργάνωση στην Αρχαία Ελλάδα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

9.1. Υγρά πλευρικά 1. φατνιακό [ l ]

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ»

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

Ιδιοσυγκρασιακά Φωνολογικά Χαρακτηριστικά της Κρητικής Διαλέκτου. Ιωάννα Κάππα Πανεπιστήμιο Κρήτης

Ύψος Συχνότητα Ένταση Χροιά. Ο ήχος Ο ήχος είναι μια μορφή ενέργειας. Ιδιότητες του ήχου. Χαρακτηριστικά φωνής

13Κ7: Εισαγωγή στην Ιστοριογραφία. Ηρόδοτος (Α Εξάμηνο) 13Κ31_15: Ηρόδοτος - Θουκυδίδης Ξενοφών (Δ Εξάμηνο)

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. ο εκπαιδευτικός) Προσέγγιση: ολική και αναλυτικοσυνθετική

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Εισαγωγικά στην αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία

Τρομπέτα. β) Είδη τρομπέτας. 1) Μικρή τρομπέτα ( piccolo) σε φα, μι ύφεση και ρε. Ειδική περίπτωση αποτελεί η τρομπέτα του Μπάχ ( σε ρε).

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗ. ιάρκεια εξέτασης: πέντε (5) ώρες

ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΤΥΠΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ (16 Ο αι.)

ΥΛΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Α ΚΥΚΛΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ

Μουσικές Πράξεις. Εγχειρίδιο εγκατάστασης & χρήσης

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΜΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Οδηγός Πλοήγησης στην Ηλεκτρονική Αρχαιογνωσία

[ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ]

Transcript:

Τόνοι και πνεύµατα στα αρχαία ελληνικά κείµενα Θέµατα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας Ελένη Αντωνοπούλου (2007) Στην ελληνική γλώσσα, οι εγκυρότερες σύγχρονες µελέτες για τη χρήση των τόνων και των πνευµάτων στα αρχαία ελληνικά κείµενα είναι του Allen ([1968] 1987) και του Τσαντσάνογλου (2001). Το κείµενο που ακολουθεί στηρίζεται κύρια σε αυτές ακριβώς τις πηγές. Για περισσότερες πληροφορίες ο αναγνώστης µπορεί να συµβουλευτεί τη βιβλιογραφία στο τέλος του κειµένου. Τόνοι O τονισµός της αρχαίας ελληνικής ήταν κύρια «µουσικός» (µελωδικός, προσωδιακός) και όχι δυναµικός όπως της νέας ελληνικής. Σχετιζόταν δηλαδή βασικά µε το ύψος της φωνής και όχι την έντασή της. Στους κλασικούς χρόνους (και συγκεκριµένα από την εποχή του Πλάτωνα) χρησιµοποιούνται για τον τόνο οι όροι οξύς και βαρύς που αναφέρονται και στο ύψος και στην ένταση. Ο Δίας π.χ. είναι βαρυβρεµέτης, βροντά δηλαδή βαριά και δυνατά: βαρύς σηµαίνει 'χαµηλός και δυνατός'. Δεν ξέρουµε ούτε ποια έκταση είχε η τονική ποικιλία, ούτε πότε υπερίσχυσε ο δυναµικός τονισµός του µουσικού. Ξέρουµε όµως ότι ο µουσικός τονισµός αρχίζει να αντικαθίσταται από τον δυναµικό κατά την τελευταία περίοδο π.χ., οπότε αρχίζει να εξαφανίζεται και η διάκριση µεταξύ µακρών και βραχέων φωνηέντων. Στην ελληνιστική περίοδο (δηλαδή µετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου) η προφορά της γλώσσας έχει αποµακρυνθεί από αυτή της κλασικής περιόδου (5ος και 4ος αι. π.χ.) σε βαθµό ώστε να κρίνεται απαραίτητο να συνταχθούν βοηθήµατα για την ανάγνωση των αρχαίων κειµένων. Τότε λοιπόν εµφανίζονται τα πρώτα τονικά σύµβολα. Ποια ακριβώς στοιχεία έχουµε για τον αρχαίο τονισµό Στην αρχαία ελληνική γλώσσα οι κανόνες που αναφέρονται στη θέση του τόνου αφορούν κυρίως τα φωνήεντα, δηλαδή τα στοιχεία που µπορούν να «τραγουδηθούν», επειδή επιτρέπουν αλλαγές στο ύψος της φωνής. Τόνος της λέξης στην αρχαιότητα είναι εποµένως το υψηλό ύψος, η κορύφωση που υπάρχει σε µία και µοναδική συλλαβή της λέξης. Όλες οι υπόλοιπες συλλαβές έχουν χαµηλό ύψος που σηµαίνει απλά απουσία του υψηλού. Γι' αυτό τον λόγο το υψηλό ονοµαζόταν κύριος τόνος (ύψος µε την κύρια σηµασία της λέξης), ενώ το χαµηλό ονοµαζόταν συλλαβικός τόνος. Σε µια συλλαβή που είχε µακρό φωνήεν ή δίφθογγο το υψηλό ύψος µπορούσε να υπάρχει στο πρώτο ή το δεύτερο κοµµάτι της (mora). Στην πρώτη περίπτωση το δεύτερο κοµµάτι θα εµφάνιζε χαµηλό ύψος και έτσι στην ίδια συλλαβή θα υπήρχε συνδυασµός υψηλού και χαµηλού ύψους που είχε διάφορα ονόµατα όπως «δίτονος προσωδία», «οξύβαρις», «περισπωµένη». Το ύψος της φωνής άλλαζε σε κάθε λέξη της αρχαίας γλώσσας, όπως περίπου συµβαίνει µε τη

σηµερινή νορβηγική. Οι τονικές αυτές διαφορές δεν σηµειώνονταν στις αρχαίες επιγραφές, εκτός και αν περιείχαν µουσικά αποσπάσµατα. Στις µουσικές επιγραφές όµως, όπως για παράδειγµα στην επιγραφή των Δελφών (τέλη 2ου αι. π.χ.), εµφανίζεται η τάση να συµφωνεί η µουσική µε τα µελωδικά σχήµατα του λόγου. Το ίδιο ισχύει και για το επιτάφιο άσµα του Σείκιλου (τέλη 2ου αι. π.χ.) που σώθηκε σε καλύτερη κατάσταση από οποιοδήποτε άλλο µουσικό απόσπασµα µε ακέραιη τη σηµειογραφία του. Μόνο σε τέτοια κείµενα σηµειώνεται η συλλαβή στην οποία θα ανέβαινε η φωνή, ώστε να τραγουδηθεί σε υψηλότερη νότα από οποιαδήποτε άλλη συλλαβή της λέξης. Στις υπόλοιπες επιγραφές δεν υπάρχει δήλωση του τόνου: οι φυσικοί οµιλητές της γλώσσας ήξεραν τη φύση και τη θέση του (εφόσον ήταν µέρος της καθηµερινής τους οµιλίας) και εποµένως δεν χρειαζόταν να δηλωθεί στη γραφή. Γιατί άρχισαν να χρησιµοποιούνται τα τονικά σύµβολα Οι παρακάτω λόγοι αναφέρονται συνήθως στη βιβλιογραφία ως υπεύθυνοι για την χρήση των τόνων: η παρακµής της προφορικής παράδοσης της επικής ποίησης (που σηµαίνει ότι οι ίδιοι οι Έλληνες χρειάζονταν καθοδήγηση για να προφέρουν σωστά λέξεις που δεν χρησιµοποιούσαν στην καθηµερινή τους οµιλία) οι ανάγκες της διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης γλώσσας Ποια προβλήµατα παρουσίαζαν τα αρχαία κείµενα στον αναγνώστη της ελληνιστικής περιόδου: Τα αρχαία κείµενα είναι γραµµένα σε συνεχή γραφή, δηλαδή δεν χωρίζουν τις λέξεις µεταξύ τους. Εµφανίζουν λέξεις διαφορετικές που γράφονται όµως µε τον ίδιο τρόπο, π.χ. ἄρα, ἆρα, ἀρά, ἀρᾶ. Λέξεις όπως φώς 'άντρας' και φῶς 'φως' διέφεραν αρχικά ως προς τη θέση και το είδος της προσωδίας: στην πρώτη περίπτωση η φωνή ανέβαινε στο τέλος του µακρού φωνήεντος [ο:], ενώ στη δεύτερη περίπτωση ανέβαινε στην αρχή του και κατέβαινε στο τέλος του. Οι τονικές διαφορές είναι ιδιαίτερα σηµαντικές στην ποίηση αλλά κανένα σύµβολο δεν χρησιµοποιόταν για τη δήλωσή τους (Τσαντσάνογλου 2001). Οι ερευνητές συµφωνούν ότι η χρήση των τονικών σηµείων αρχίζει στην Αλεξάνδρεια περί το τέλος του 200 π.χ. Ο πρώτος γραµµατικός που δηµιουργεί και χρησιµοποιεί τονικά σύµβολα είναι ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (τέλη 3ου και αρχές 2ου αι. π.χ.). Τα πρώτα δείγµατα τέτοιων συµβόλων που σώζονται βρίσκονται σε παπύρους του 2ου αι. π.χ. και τα κείµενα είναι ποιητικά, κυρίως διαλεκτικά ή αρχαϊκά: έχουν δηλαδή µεγάλες ιδιαιτερότητες, εµφανίζουν απόσταση από τον κοινό, πεζό λόγο και ο τονισµός είναι εξαιρετικά σηµαντικός. Κατά πάσα πιθανότητα προορίζονταν για µαθητές ή µελετητές παλαιοτέρων λογοτεχνικών κειµένων. Υπενθυµίζουµε ότι ο µελωδικός τόνος βρίσκεται ήδη σε πορεία αντικατάστασης από τον δυναµικό, παρόλο που η µετατροπή αυτή ολοκληρώνεται οριστικά πολύ αργότερα. Εκτιµάται ότι έχει πλέον συντελεστεί πριν από το τέλος του

4ου αι. µ.χ.: ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, για παράδειγµα, συνέθετε ύµνους που βασίζονταν σε δυναµικό αλλά και σε µελωδικό τονισµό. Τί ακριβώς σηµείωναν λοιπόν οι γραµµατικοί της ελληνιστικής περιόδου Την «ὀξεῖα προσῳδία»: Το υψηλό ύψος σε ένα βραχύ φωνήεν (π. χ. λέξαι) ή στο δεύτερο µέρος ενός µακρού φωνήεντος ή µιας διφθόγγου (π. χ. λήξαι ευκτική) σηµειώνεται πάνω από το φωνήεν που τονίζεται µε µια πλάγια ευθεία που έχει κατεύθυνση από κάτω αριστερά προς επάνω δεξιά. Τη «βαρεῖα προσῳδία»: Το χαµηλό ύψος σηµειώνεται στην αρχή (δηλαδή πριν από τους βυζαντινούς χρόνους) πάνω από όλα τα φωνήεντα που δεν έχουν υψηλό τόνο (που είναι δηλαδή άτονα) µε µια πλάγια ευθεία που έχει κατεύθυνση από επάνω αριστερά προς κάτω δεξιά (π. χ. ΘῈΌΔῺΡῸΣ). Την περισπωµένη ή «ὀξυβάρεια προσῳδία»: Το υψηλό ύψος στο πρώτο µέρος ενός µακρού φωνήεντος ή µιας διφθόγγου σηµειώνεται µε ένα σύµβολο που συνδυάζει τα δύο προηγούµενα, (π. χ. λῆξαι απαρέµφατο). Στις διφθόγγους, εποµένως, η οξεία και η βαρεία σηµειώνονται πάνω από το πρώτο φωνήεν (δηλαδή ΆΙ, ῸΙ), ενώ η περισπωµένη µοιράζεται ανάµεσα στα δύο φωνήεντα. Το υψηλό και το σύνθετο ύψος εξακολουθούν να σηµειώνονται µε οξεία και περισπωµένη αντίστοιχα και στους βυζαντινούς χρόνους, αλλά το χαµηλό ύψος παύει να σηµειώνεται σε όλα τα υπόλοιπα φωνήεντα µε βαρεία. Η βαρεία χρησιµοποιείται πλέον πάνω από το τελικό φωνήεν όλων των οξύτονων λέξεων. Αυτό το (βυζαντινό) σύστηµα τονισµού εµφανίζεται στον σηµερινό τρόπο γραφής των αρχαίων κειµένων. Οι ερευνητές σηµειώνουν ότι τόσο οι όροι που χρησιµοποιούνται για τα τονικά σύµβολα (δηλαδή οξεία προσωδία, βαρεία προσωδία κλπ.) όσο και ο τρόπος που συµβολίζονται οι τόνοι αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία για το τί ακριβώς σηµατοδοτείται µε τους τόνους: όχι η ένταση της φωνής (όπως µε τον δυναµικό τόνο που χρησιµοποιείται στα νεοελληνικά κείµενα) αλλά το µουσικό ύψος. Σε ποιες περιπτώσεις σηµειώνονται οι τόνοι Σε κανένα κείµενο δεν ήταν η εµφάνιση των τόνων συχνή ή έστω συστηµατική. Τα τονικά σύµβολα χρησιµοποιήθηκαν κυρίως για να διαφοροποιηθούν µεταξύ τους λέξεις που τις ξεχώριζε µόνο η προσωδία και, εποµένως, κινδύνευαν να συµπέσουν από τότε που ο δυναµικός τόνος αντικατέστησε τον µουσικό. Επειδή λοιπόν η σηµατοδότηση αυτή έγινε για πρακτικούς κυρίως λόγους, κάθε γραφέας ενός αρχαίου κειµένου αποφάσιζε κατά την κρίση του σε ποιες περιπτώσεις υπήρχε κίνδυνος «παρανάγνωσης» και σηµείωνε τα διαφοροποιητικά αυτά σύµβολα όπου και όταν τα θεωρούσε χρήσιµα. Εποµένως, ενώ θεωρητικά θα έπρεπε να εµφανίζεται οξεία ή περισπωµένη σε κάθε τονισµένη συλλαβή και βαρεία σε κάθε άτονη (όπως σηµειώσαµε παραπάνω), πολύ σπάνια σηµειώνονται τόνοι πάνω από κάθε συλλαβή ή και πάνω από κάθε λέξη. Υπάρχουν όµως και κείµενα µε τέτοια ακριβή σηµειοδότηση.

Η πιο συνηθισµένη κατάσταση είναι λοιπόν η εξής: οι γραµµατικοί της ελληνιστικής περιόδου σηµείωναν συνήθως οξεία ή περισπωµένη στη συλλαβή που είχε τον κύριο τόνο, αλλά συµβαίνει και το αντίθετο: να τονίζονται δηλαδή µε βαρεία οι άτονες συλλαβές που προηγούνται της τονισµένης αλλά η τονισµένη να µην εµφανίζει τονική σηµατοδότηση. Τον 1ο αι. π.χ. η βαρεία αρχίζει να χρησιµοποιείται όχι για τις άτονες συλλαβές (ή όχι µόνο γι' αυτές) αλλά και για όσες είχαν οξεία στην τελική συλλαβή και εµφανίζονται στο εσωτερικό της πρότασης. Αυτό είναι συνοπτικά το βυζαντινό σύστηµα τονισµού που αναφέραµε παραπάνω και το οποίο έχει επικρατήσει στις σύγχρονες εκδόσεις αρχαίων κειµένων. Συνοπτική εικόνα και σχόλια για την ανάγνωση των αρχαίων κειµένων Σε κάθε λέξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας άλλαζε το ύψος της φωνής. Το πλησιέστερο σύστηµα στις σηµερινές γλώσσες είναι αυτό της νορβηγικής. Τί σηµαίνει αυτό για το πώς ακουγόταν συνολικά η γλώσσα; Εφόσον η οξεία σηµατοδοτεί ανοδικό τόνο, η εµφάνισή της σε λέξεις µε τις οποίες τελειώνει µια πρόταση θα έδινε σήµερα την εντύπωση της ερώτησης. Στα συστήµατα δυναµικού τονισµού (και όχι µελωδικού) όπως είναι τα περισσότερα σηµερινά συστήµατα στην Ευρώπη, π.χ. νεοελληνική, γαλλική, γερµανική, η άνοδος του τόνου της φωνής στο τέλος της πρότασης συνδυάζεται συνήθως µε ερώτηση, όχι κατάφαση. (Ουσιαστική εξαίρεση του κανόνα αυτού αποτελεί η αγγλική γλώσσα). Αυτό σηµαίνει ότι η αρχαία ελληνική θα έδινε στο σηµερινό ακροατή την εντύπωση µιας ατέλειωτης σειράς ερωτήσεων, όπως ακριβώς συµβαίνει µε τη σύγχρονη νορβηγική, όπου τόσο οι ερωτηµατικές όσο και οι καταφατικές προτάσεις τελειώνουν µε ανέβασµα του τόνου της φωνής. Η αντικατάσταση του µελωδικού τονισµού από τον δυναµικό είχε ήδη ολοκληρωθεί στη βυζαντινή περίοδο (όπως έχουµε σηµειώσει) και είχε συµπέσει µε την κατάργηση της διάκρισης µεταξύ µακρών και βραχέων φωνηέντων. Ο Έρασµος σηµειώνει τη σύγχυση που µπορεί να προκαλέσει αυτή η αντικατάσταση για την ανάγνωση των αρχαίων κειµένων αλλά, όπως παρατηρεί ο Allen ([1968] 1987), «δεν υπάρχει η παραµικρή αµφιβολία ότι αν είχε πράγµατι εφαρµόσει τη µεταρρυθµιστική του προφορά, ο ίδιος θα συνέχιζε να αντικαθιστά το µελωδικό τόνο µε τον δυναµικό που ήταν οικείος από τις περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες - αν και, παραπλανηµένος από τους Λατίνους γραµµατικούς, ίσως πράγµατι νόµιζε ότι ο τόνος αυτός ήταν µελωδικός». Ο Allen σηµειώνει επίσης ότι, ακόµη και σε χώρες των οποίων οι γλώσσες έχουν µελωδικό τονισµό (π.χ. νορβηγική), ο τόνος της αρχαίας ελληνικής αποδίδεται ως δυναµικός. Oι γλωσσολόγοι καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι διευκολύνει η χρήση της νεοελληνικής προφοράς των αρχαίων στα ελληνικά σχολεία αλλά ότι είναι αναγκαίο να εξηγείται το φωνητικό σύστηµα της αρχαίας ελληνικής, καθώς και η εξέλιξή του, γιατί αυτό πρώτον θα διευκολύνει την κατανόηση του γραµµατικού συστήµατος και δεύτερον θα δοθεί ακριβέστερη εικόνα της αρχαίας γλώσσας (Πετρούνιας 2001). Πνεύµατα Εκτός από τα τονικά σύµβολα, οι γραµµατικοί της ελληνιστικής περιόδου χρησιµοποίησαν και πνεύµατα, δηλαδή σύµβολα που διευκόλυναν τη διάκριση ανάµεσα σε δασείς και µη δασείς ('ψιλούς') φθόγγους. Τί σηµαίνει όµως «δασύς» και τί «ψιλός» φθόγγος;

Υπήρχε στην αρχαία γλώσσα ένας φθόγγος που παραγόταν µε αέρα που περνούσε σχεδόν ανεµπόδιστος από το στόµα, παρόµοιος µε τον ήχο που συµβολίζεται στην αγγλική µε το γράµµα h σε λέξεις όπως ahead, hot, here. Αυτός ακριβώς ήταν ο δασύς φθόγγος. Δασύς σηµαίνει 'τραχύς', ενώ ψιλός σηµαίνει 'γυµνός', δηλαδή φθόγγος που δεν έχει δασύτητα. Ο δασύς φθόγγος µεταφέρθηκε στα λατινικά µε το γράµµα H σε λέξεις όπως historia, που είναι η µεταγραφή του αρχαιοελληνικού ΗΙΣΤΟΡΙΑ. Στην ελληνική διαφοροποιούσε λέξεις όπως ΟΡΟΣ 'βουνό' και ΗΟΡΟΣ 'όριο' (Χριστίδης 2005). Ο συµβολισµός του δασέος συµφώνου µε Η εµφανίζεται σε ελληνικές επιγραφές πριν από τα φωνήεντα τα οποία «δάσυνε», αλλά όταν οι Αθηναίοι υιοθέτησαν το ιωνικό αλφάβητο µε την ορθογραφική µεταρρύθµιση του 403 π.χ., το γράµµα αυτό άρχισε να χρησιµοποιείται για το µακρό µεσαίο φωνήεν [ε:] (σε λέξεις όπως πλ ῆθος). Αποτέλεσµα αυτής της αλλαγής ήταν να καταργηθεί η χρήση του Η για τη γραπτή απεικόνιση της δάσυνσης, ενώ από την προφορά ο ήχος που συµβολίζει το Η καταργείται πολύ αργότερα. Σε ορισµένες όµως περιοχές, ήδη τον 4ο αι. π. Χ. χρησιµοποιήθηκε για τη δασύτητα ένα σύµβολο που ήταν στην ουσία το αριστερό µισό του Η. Αυτό ακριβώς το σύµβολο, που στα αρχαία κείµενα ήταν ξεχωριστό γράµµα, το χρησιµοποίησαν οι γραµµατικοί των ελληνιστικών χρόνων πάνω από αρχικά φωνήεντα για να δηλώσουν ότι αυτά τα φωνήεντα δασύνονταν στην αρχαιότερη µορφή της γλώσσας. Το δεξί µισό το χρησιµοποίησαν πάνω από τα αρχικά φωνήεντα που δεν δασύνονταν, που ήταν δηλαδή 'ψιλά'. Αργότερα τα δύο αυτά σύµβολα µετατράπηκαν σε απλές ορθές γωνίες και στη συνέχεια (στους βυζαντινούς ήδη χρόνους) στρογγύλεψαν και πήραν τη µορφή που έχουν στη σηµερινή γραφή των αρχαίων κειµένων, όπου σηµειώνονται δύο πνεύµατα, ψιλή και δασεία. Όπως ακριβώς οι τόνοι, έτσι και τα πνεύµατα δεν εµφανίζονται ούτε συχνά ούτε συστηµατικά στην ελληνιστική περίοδο. Αυτή η περιορισµένη και ασυνεπής χρήση εξακολουθεί και για όλο τον 8ο µ.χ. αιώνα. Κατά τον 10ο µ.χ. αι. όµως καθιερώνονται πλέον και τα δύο αυτά είδη συµβόλων και η χρήση τους γίνεται πλέον συστηµατική. Στις σύγχρονες εκδόσεις αρχαίων κειµένων χρησιµοποιούνται οι κανόνες που καθιερώθηκαν εκείνη την περίοδο. Η µόνη διαφορά που υπάρχει µε τον βυζαντινό τρόπο γραφής αναφέρεται στη δάσυνση του συµφώνου που συµβολίζεται µε το γράµµα ρ. Η βυζαντινή πρακτική ακολουθεί τους αρχαίους γραµµατικούς που υποστηρίζουν ότι το ρ δασυνόταν στην αρχή λέξης, ενώ στην περίπτωση διπλού ρρ στο εσωτερικό λέξης, το πρώτο δασυνόταν και το δεύτερο όχι. Σηµείωναν εποµένως δασεία στο αρκτικό ρ και στο πρώτο διπλού εσωτερικού και ψιλή στο δεύτερο διπλού εσωτερικού ρρ. Πρακτικά «δάσυνση του ρ» σηµαίνει ότι ο αντίστοιχος φθόγγος προφερόταν άηχος, όπως περίπου στις αγγλικές λέξεις try, pride, cry. H εµφάνιση αυτού του άηχου φθόγγου εξαρτάται καθαρά από το περιβάλλον του και, εποµένως, η δήλωση της δασύτητας (είτε στο αρκτικό είτε στο εσωτερικό ρ) είναι περιττή, µε την έννοια ότι δεν χρησιµεύει στη διαφοροποίηση λέξεων µεταξύ τους. Στις σύγχρονες εκδόσεις δηλώνεται η δασύτητα του αρκτικού ρ αλλά όχι του εσωτερικού διπλού. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ALLEN, w. s. [1968] 1987. Vox Graeca. 3η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press. Μτφρ. Μ. Καραλή & Γ. Μ. Παράσογλου µε τίτλο Vox Graeca : Η προφορά της ελληνικής την κλασική εποχή (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυµα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 2000). CHANTRAINE, p. [1948] 1978. Grammaire homérique. Παρίσι: Klincksieck. COULMAS, F. 1981. Über Schrift. Φρανκφούρτη: Suhrkamp. LAUM, b. 1928. Das: Johnson Reprint. LUPAŞ, L. 1972. Phonologie du grec attique. Χάγη & Παρίσι: Mouton. ΜOORE-BLUNT, J. 1978. Problems of accentuation in Greek papyri. QUCC 29:137-163. ΠΕΤΡΟΥΝΙΑΣ, Ε. Β. 2001. Η προφορά της αρχαίας ελληνικής στους νεότερους χρόνους. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 947-957. PHILIPPAKI-WARBURTON, I.1970. Rules of accentuation in classical and modern Greek. Glotta 48:107-121. SCHWYZER, E. 1939. Griechische Grammatik. Handbuch der Altertumswissenschaft 1 (l). Μόναχο: Beck. SOMMERSTEIN, a. H. 1973. The Sound Pattern of Ancient Greek. Philological Society 23. Οξφόρδη: Blackwell. STANFORD, W. B, 1967. The Sound of Greek. Sather Classical Lectures 38. Berkeley & Los Angeles: University of California Press. STURTEVANT, Ε. η. 1940. The Pronunciation of Greek and Latin. 2η έκδ. Φιλαδέλφεια: Linguistic Society of America. Ανατύπωση, Σικάγο: Argonaut, 1969. TEODORSSON, s.-t. 1974. The Phonemic System of the Attic Dialect 400-340 B.C. Studia Graeca et Latina Gothoburgensia 32. Lund: Acta Universitatis Gothoburgensis. THREATTE, L. 1980. The Grammar of Attic Inscriptions. 1ος τόµ., Phonology. Βερολίνο & Νέα Υόρκη: De Gruyter. TRUBETZKOY, N. S. 1939. Grungzüge der Phonologie. 5η έκδ. Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht.. ΤΣΑΝΤΣΑΝΟΓΛΟΥ, Κ. 2001. Τονισµός. Στο. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 985-990. VENDRYES, J. 1938. Tra ité d ' accentuation grecque. 3η έκδ. Παρίσι: Klincksieck. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, A.-Φ., επιµ. 2001 Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυµα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].. 2005. Πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Στο Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, 108-116. Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 1. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυµα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. WEST, m. L. 1982. Greek Meter. Οξφόρδη: Oxford University Press. Τελευταία Ενηµέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:46 Σελίδα 1 Τόνοι και πνεύµατα στα αρχαία ελληνικά κείµενα

Θέµατα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας Ελένη Αντωνοπούλου (2007) Στην ελληνική γλώσσα, οι εγκυρότερες σύγχρονες µελέτες για τη χρήση των τόνων και των πνευµάτων στα αρχαία ελληνικά κείµενα είναι του Allen ([1968] 1987) και του Τσαντσάνογλου (2001). Το κείµενο που ακολουθεί στηρίζεται κύρια σε αυτές ακριβώς τις πηγές. Για περισσότερες πληροφορίες ο αναγνώστης µπορεί να συµβουλευτεί τη βιβλιογραφία στο τέλος του κειµένου. Τόνοι O τονισµός της αρχαίας ελληνικής ήταν κύρια «µουσικός» (µελωδικός, προσωδιακός) και όχι δυναµικός όπως της νέας ελληνικής. Σχετιζόταν δηλαδή βασικά µε το ύψος της φωνής και όχι την έντασή της. Στους κλασικούς χρόνους (και συγκεκριµένα από την εποχή του Πλάτωνα) χρησιµοποιούνται για τον τόνο οι όροι οξύς και βαρύς που αναφέρονται και στο ύψος και στην ένταση. Ο Δίας π.χ. είναι βαρυβρεµέτης, βροντά δηλαδή βαριά και δυνατά: βαρύς σηµαίνει 'χαµηλός και δυνατός'. Δεν ξέρουµε ούτε ποια έκταση είχε η τονική ποικιλία, ούτε πότε υπερίσχυσε ο δυναµικός τονισµός του µουσικού. Ξέρουµε όµως ότι ο µουσικός τονισµός αρχίζει να αντικαθίσταται από τον δυναµικό κατά την τελευταία περίοδο π.χ., οπότε αρχίζει να εξαφανίζεται και η διάκριση µεταξύ µακρών και βραχέων φωνηέντων. Στην ελληνιστική περίοδο (δηλαδή µετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου) η προφορά της γλώσσας έχει αποµακρυνθεί από αυτή της κλασικής περιόδου (5ος και 4ος αι. π.χ.) σε βαθµό ώστε να κρίνεται απαραίτητο να συνταχθούν βοηθήµατα για την ανάγνωση των αρχαίων κειµένων. Τότε λοιπόν εµφανίζονται τα πρώτα τονικά σύµβολα. Ποια ακριβώς στοιχεία έχουµε για τον αρχαίο τονισµό Στην αρχαία ελληνική γλώσσα οι κανόνες που αναφέρονται στη θέση του τόνου αφορούν κυρίως τα φωνήεντα, δηλαδή τα στοιχεία που µπορούν να «τραγουδηθούν», επειδή επιτρέπουν αλλαγές στο ύψος της φωνής. Τόνος της λέξης στην αρχαιότητα είναι εποµένως το υψηλό ύψος, η κορύφωση που υπάρχει σε µία και µοναδική συλλαβή της λέξης. Όλες οι υπόλοιπες συλλαβές έχουν χαµηλό ύψος που σηµαίνει απλά απουσία του υψηλού. Γι' αυτό τον λόγο το υψηλό ονοµαζόταν κύριος τόνος (ύψος µε την κύρια σηµασία της λέξης), ενώ το χαµηλό ονοµαζόταν συλλαβικός τόνος. Σε µια συλλαβή που είχε µακρό φωνήεν ή δίφθογγο το υψηλό ύψος µπορούσε να υπάρχει στο πρώτο ή το δεύτερο κοµµάτι της (mora). Στην πρώτη περίπτωση το δεύτερο κοµµάτι θα εµφάνιζε χαµηλό ύψος και έτσι στην ίδια συλλαβή θα υπήρχε συνδυασµός υψηλού και χαµηλού ύψους που είχε διάφορα ονόµατα όπως «δίτονος προσωδία», «οξύβαρις», «περισπωµένη». Το ύψος της φωνής άλλαζε σε κάθε λέξη της αρχαίας γλώσσας, όπως περίπου συµβαίνει µε τη σηµερινή νορβηγική. Οι τονικές αυτές διαφορές δεν σηµειώνονταν στις αρχαίες επιγραφές, εκτός και αν περιείχαν µουσικά αποσπάσµατα. Στις µουσικές επιγραφές όµως, όπως για παράδειγµα στην

επιγραφή των Δελφών (τέλη 2ου αι. π.χ.), εµφανίζεται η τάση να συµφωνεί η µουσική µε τα µελωδικά σχήµατα του λόγου. Το ίδιο ισχύει και για το επιτάφιο άσµα του Σείκιλου (τέλη 2ου αι. π.χ.) που σώθηκε σε καλύτερη κατάσταση από οποιοδήποτε άλλο µουσικό απόσπασµα µε ακέραιη τη σηµειογραφία του. Μόνο σε τέτοια κείµενα σηµειώνεται η συλλαβή στην οποία θα ανέβαινε η φωνή, ώστε να τραγουδηθεί σε υψηλότερη νότα από οποιαδήποτε άλλη συλλαβή της λέξης. Στις υπόλοιπες επιγραφές δεν υπάρχει δήλωση του τόνου: οι φυσικοί οµιλητές της γλώσσας ήξεραν τη φύση και τη θέση του (εφόσον ήταν µέρος της καθηµερινής τους οµιλίας) και εποµένως δεν χρειαζόταν να δηλωθεί στη γραφή. Γιατί άρχισαν να χρησιµοποιούνται τα τονικά σύµβολα Οι παρακάτω λόγοι αναφέρονται συνήθως στη βιβλιογραφία ως υπεύθυνοι για την χρήση των τόνων: η παρακµής της προφορικής παράδοσης της επικής ποίησης (που σηµαίνει ότι οι ίδιοι οι Έλληνες χρειάζονταν καθοδήγηση για να προφέρουν σωστά λέξεις που δεν χρησιµοποιούσαν στην καθηµερινή τους οµιλία) οι ανάγκες της διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης γλώσσας Ποια προβλήµατα παρουσίαζαν τα αρχαία κείµενα στον αναγνώστη της ελληνιστικής περιόδου: Τα αρχαία κείµενα είναι γραµµένα σε συνεχή γραφή, δηλαδή δεν χωρίζουν τις λέξεις µεταξύ τους. Εµφανίζουν λέξεις διαφορετικές που γράφονται όµως µε τον ίδιο τρόπο, π.χ. ἄρα, ἆρα, ἀρά, ἀρᾶ. Λέξεις όπως φώς 'άντρας' και φῶς 'φως' διέφεραν αρχικά ως προς τη θέση και το είδος της προσωδίας: στην πρώτη περίπτωση η φωνή ανέβαινε στο τέλος του µακρού φωνήεντος [ο:], ενώ στη δεύτερη περίπτωση ανέβαινε στην αρχή του και κατέβαινε στο τέλος του. Οι τονικές διαφορές είναι ιδιαίτερα σηµαντικές στην ποίηση αλλά κανένα σύµβολο δεν χρησιµοποιόταν για τη δήλωσή τους (Τσαντσάνογλου 2001). Οι ερευνητές συµφωνούν ότι η χρήση των τονικών σηµείων αρχίζει στην Αλεξάνδρεια περί το τέλος του 200 π.χ. Ο πρώτος γραµµατικός που δηµιουργεί και χρησιµοποιεί τονικά σύµβολα είναι ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (τέλη 3ου και αρχές 2ου αι. π.χ.). Τα πρώτα δείγµατα τέτοιων συµβόλων που σώζονται βρίσκονται σε παπύρους του 2ου αι. π.χ. και τα κείµενα είναι ποιητικά, κυρίως διαλεκτικά ή αρχαϊκά: έχουν δηλαδή µεγάλες ιδιαιτερότητες, εµφανίζουν απόσταση από τον κοινό, πεζό λόγο και ο τονισµός είναι εξαιρετικά σηµαντικός. Κατά πάσα πιθανότητα προορίζονταν για µαθητές ή µελετητές παλαιοτέρων λογοτεχνικών κειµένων. Υπενθυµίζουµε ότι ο µελωδικός τόνος βρίσκεται ήδη σε πορεία αντικατάστασης από τον δυναµικό, παρόλο που η µετατροπή αυτή ολοκληρώνεται οριστικά πολύ αργότερα. Εκτιµάται ότι έχει πλέον συντελεστεί πριν από το τέλος του 4ου αι. µ.χ.: ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, για παράδειγµα, συνέθετε ύµνους που βασίζονταν σε δυναµικό αλλά και σε µελωδικό τονισµό.

Τί ακριβώς σηµείωναν λοιπόν οι γραµµατικοί της ελληνιστικής περιόδου Την «ὀξεῖα προσῳδία»: Το υψηλό ύψος σε ένα βραχύ φωνήεν (π. χ. λέξαι) ή στο δεύτερο µέρος ενός µακρού φωνήεντος ή µιας διφθόγγου (π. χ. λήξαι ευκτική) σηµειώνεται πάνω από το φωνήεν που τονίζεται µε µια πλάγια ευθεία που έχει κατεύθυνση από κάτω αριστερά προς επάνω δεξιά. Τη «βαρεῖα προσῳδία»: Το χαµηλό ύψος σηµειώνεται στην αρχή (δηλαδή πριν από τους βυζαντινούς χρόνους) πάνω από όλα τα φωνήεντα που δεν έχουν υψηλό τόνο (που είναι δηλαδή άτονα) µε µια πλάγια ευθεία που έχει κατεύθυνση από επάνω αριστερά προς κάτω δεξιά (π. χ. ΘῈΌΔῺΡῸΣ). Την περισπωµένη ή «ὀξυβάρεια προσῳδία»: Το υψηλό ύψος στο πρώτο µέρος ενός µακρού φωνήεντος ή µιας διφθόγγου σηµειώνεται µε ένα σύµβολο που συνδυάζει τα δύο προηγούµενα, (π. χ. λῆξαι απαρέµφατο). Στις διφθόγγους, εποµένως, η οξεία και η βαρεία σηµειώνονται πάνω από το πρώτο φωνήεν (δηλαδή ΆΙ, ῸΙ), ενώ η περισπωµένη µοιράζεται ανάµεσα στα δύο φωνήεντα. Το υψηλό και το σύνθετο ύψος εξακολουθούν να σηµειώνονται µε οξεία και περισπωµένη αντίστοιχα και στους βυζαντινούς χρόνους, αλλά το χαµηλό ύψος παύει να σηµειώνεται σε όλα τα υπόλοιπα φωνήεντα µε βαρεία. Η βαρεία χρησιµοποιείται πλέον πάνω από το τελικό φωνήεν όλων των οξύτονων λέξεων. Αυτό το (βυζαντινό) σύστηµα τονισµού εµφανίζεται στον σηµερινό τρόπο γραφής των αρχαίων κειµένων. Οι ερευνητές σηµειώνουν ότι τόσο οι όροι που χρησιµοποιούνται για τα τονικά σύµβολα (δηλαδή οξεία προσωδία, βαρεία προσωδία κλπ.) όσο και ο τρόπος που συµβολίζονται οι τόνοι αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία για το τί ακριβώς σηµατοδοτείται µε τους τόνους: όχι η ένταση της φωνής (όπως µε τον δυναµικό τόνο που χρησιµοποιείται στα νεοελληνικά κείµενα) αλλά το µουσικό ύψος. Σε ποιες περιπτώσεις σηµειώνονται οι τόνοι Σε κανένα κείµενο δεν ήταν η εµφάνιση των τόνων συχνή ή έστω συστηµατική. Τα τονικά σύµβολα χρησιµοποιήθηκαν κυρίως για να διαφοροποιηθούν µεταξύ τους λέξεις που τις ξεχώριζε µόνο η προσωδία και, εποµένως, κινδύνευαν να συµπέσουν από τότε που ο δυναµικός τόνος αντικατέστησε τον µουσικό. Επειδή λοιπόν η σηµατοδότηση αυτή έγινε για πρακτικούς κυρίως λόγους, κάθε γραφέας ενός αρχαίου κειµένου αποφάσιζε κατά την κρίση του σε ποιες περιπτώσεις υπήρχε κίνδυνος «παρανάγνωσης» και σηµείωνε τα διαφοροποιητικά αυτά σύµβολα όπου και όταν τα θεωρούσε χρήσιµα. Εποµένως, ενώ θεωρητικά θα έπρεπε να εµφανίζεται οξεία ή περισπωµένη σε κάθε τονισµένη συλλαβή και βαρεία σε κάθε άτονη (όπως σηµειώσαµε παραπάνω), πολύ σπάνια σηµειώνονται τόνοι πάνω από κάθε συλλαβή ή και πάνω από κάθε λέξη. Υπάρχουν όµως και κείµενα µε τέτοια ακριβή σηµειοδότηση. Η πιο συνηθισµένη κατάσταση είναι λοιπόν η εξής: οι γραµµατικοί της ελληνιστικής περιόδου σηµείωναν συνήθως οξεία ή περισπωµένη στη συλλαβή που είχε τον κύριο τόνο, αλλά συµβαίνει και το

αντίθετο: να τονίζονται δηλαδή µε βαρεία οι άτονες συλλαβές που προηγούνται της τονισµένης αλλά η τονισµένη να µην εµφανίζει τονική σηµατοδότηση. Τον 1ο αι. π.χ. η βαρεία αρχίζει να χρησιµοποιείται όχι για τις άτονες συλλαβές (ή όχι µόνο γι' αυτές) αλλά και για όσες είχαν οξεία στην τελική συλλαβή και εµφανίζονται στο εσωτερικό της πρότασης. Αυτό είναι συνοπτικά το βυζαντινό σύστηµα τονισµού που αναφέραµε παραπάνω και το οποίο έχει επικρατήσει στις σύγχρονες εκδόσεις αρχαίων κειµένων. Συνοπτική εικόνα και σχόλια για την ανάγνωση των αρχαίων κειµένων Σε κάθε λέξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας άλλαζε το ύψος της φωνής. Το πλησιέστερο σύστηµα στις σηµερινές γλώσσες είναι αυτό της νορβηγικής. Τί σηµαίνει αυτό για το πώς ακουγόταν συνολικά η γλώσσα; Εφόσον η οξεία σηµατοδοτεί ανοδικό τόνο, η εµφάνισή της σε λέξεις µε τις οποίες τελειώνει µια πρόταση θα έδινε σήµερα την εντύπωση της ερώτησης. Στα συστήµατα δυναµικού τονισµού (και όχι µελωδικού) όπως είναι τα περισσότερα σηµερινά συστήµατα στην Ευρώπη, π.χ. νεοελληνική, γαλλική, γερµανική, η άνοδος του τόνου της φωνής στο τέλος της πρότασης συνδυάζεται συνήθως µε ερώτηση, όχι κατάφαση. (Ουσιαστική εξαίρεση του κανόνα αυτού αποτελεί η αγγλική γλώσσα). Αυτό σηµαίνει ότι η αρχαία ελληνική θα έδινε στο σηµερινό ακροατή την εντύπωση µιας ατέλειωτης σειράς ερωτήσεων, όπως ακριβώς συµβαίνει µε τη σύγχρονη νορβηγική, όπου τόσο οι ερωτηµατικές όσο και οι καταφατικές προτάσεις τελειώνουν µε ανέβασµα του τόνου της φωνής. Η αντικατάσταση του µελωδικού τονισµού από τον δυναµικό είχε ήδη ολοκληρωθεί στη βυζαντινή περίοδο (όπως έχουµε σηµειώσει) και είχε συµπέσει µε την κατάργηση της διάκρισης µεταξύ µακρών και βραχέων φωνηέντων. Ο Έρασµος σηµειώνει τη σύγχυση που µπορεί να προκαλέσει αυτή η αντικατάσταση για την ανάγνωση των αρχαίων κειµένων αλλά, όπως παρατηρεί ο Allen ([1968] 1987), «δεν υπάρχει η παραµικρή αµφιβολία ότι αν είχε πράγµατι εφαρµόσει τη µεταρρυθµιστική του προφορά, ο ίδιος θα συνέχιζε να αντικαθιστά το µελωδικό τόνο µε τον δυναµικό που ήταν οικείος από τις περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες - αν και, παραπλανηµένος από τους Λατίνους γραµµατικούς, ίσως πράγµατι νόµιζε ότι ο τόνος αυτός ήταν µελωδικός». Ο Allen σηµειώνει επίσης ότι, ακόµη και σε χώρες των οποίων οι γλώσσες έχουν µελωδικό τονισµό (π.χ. νορβηγική), ο τόνος της αρχαίας ελληνικής αποδίδεται ως δυναµικός. Oι γλωσσολόγοι καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι διευκολύνει η χρήση της νεοελληνικής προφοράς των αρχαίων στα ελληνικά σχολεία αλλά ότι είναι αναγκαίο να εξηγείται το φωνητικό σύστηµα της αρχαίας ελληνικής, καθώς και η εξέλιξή του, γιατί αυτό πρώτον θα διευκολύνει την κατανόηση του γραµµατικού συστήµατος και δεύτερον θα δοθεί ακριβέστερη εικόνα της αρχαίας γλώσσας (Πετρούνιας 2001). Πνεύµατα Εκτός από τα τονικά σύµβολα, οι γραµµατικοί της ελληνιστικής περιόδου χρησιµοποίησαν και πνεύµατα, δηλαδή σύµβολα που διευκόλυναν τη διάκριση ανάµεσα σε δασείς και µη δασείς ('ψιλούς') φθόγγους. Τί σηµαίνει όµως «δασύς» και τί «ψιλός» φθόγγος; Υπήρχε στην αρχαία γλώσσα ένας φθόγγος που παραγόταν µε αέρα που περνούσε σχεδόν

ανεµπόδιστος από το στόµα, παρόµοιος µε τον ήχο που συµβολίζεται στην αγγλική µε το γράµµα h σε λέξεις όπως ahead, hot, here. Αυτός ακριβώς ήταν ο δασύς φθόγγος. Δασύς σηµαίνει 'τραχύς', ενώ ψιλός σηµαίνει 'γυµνός', δηλαδή φθόγγος που δεν έχει δασύτητα. Ο δασύς φθόγγος µεταφέρθηκε στα λατινικά µε το γράµµα H σε λέξεις όπως historia, που είναι η µεταγραφή του αρχαιοελληνικού ΗΙΣΤΟΡΙΑ. Στην ελληνική διαφοροποιούσε λέξεις όπως ΟΡΟΣ 'βουνό' και ΗΟΡΟΣ 'όριο' (Χριστίδης 2005). Ο συµβολισµός του δασέος συµφώνου µε Η εµφανίζεται σε ελληνικές επιγραφές πριν από τα φωνήεντα τα οποία «δάσυνε», αλλά όταν οι Αθηναίοι υιοθέτησαν το ιωνικό αλφάβητο µε την ορθογραφική µεταρρύθµιση του 403 π.χ., το γράµµα αυτό άρχισε να χρησιµοποιείται για το µακρό µεσαίο φωνήεν [ε:] (σε λέξεις όπως πλ ῆθος). Αποτέλεσµα αυτής της αλλαγής ήταν να καταργηθεί η χρήση του Η για τη γραπτή απεικόνιση της δάσυνσης, ενώ από την προφορά ο ήχος που συµβολίζει το Η καταργείται πολύ αργότερα. Σε ορισµένες όµως περιοχές, ήδη τον 4ο αι. π. Χ. χρησιµοποιήθηκε για τη δασύτητα ένα σύµβολο που ήταν στην ουσία το αριστερό µισό του Η. Αυτό ακριβώς το σύµβολο, που στα αρχαία κείµενα ήταν ξεχωριστό γράµµα, το χρησιµοποίησαν οι γραµµατικοί των ελληνιστικών χρόνων πάνω από αρχικά φωνήεντα για να δηλώσουν ότι αυτά τα φωνήεντα δασύνονταν στην αρχαιότερη µορφή της γλώσσας. Το δεξί µισό το χρησιµοποίησαν πάνω από τα αρχικά φωνήεντα που δεν δασύνονταν, που ήταν δηλαδή 'ψιλά'. Αργότερα τα δύο αυτά σύµβολα µετατράπηκαν σε απλές ορθές γωνίες και στη συνέχεια (στους βυζαντινούς ήδη χρόνους) στρογγύλεψαν και πήραν τη µορφή που έχουν στη σηµερινή γραφή των αρχαίων κειµένων, όπου σηµειώνονται δύο πνεύµατα, ψιλή και δασεία. Όπως ακριβώς οι τόνοι, έτσι και τα πνεύµατα δεν εµφανίζονται ούτε συχνά ούτε συστηµατικά στην ελληνιστική περίοδο. Αυτή η περιορισµένη και ασυνεπής χρήση εξακολουθεί και για όλο τον 8ο µ.χ. αιώνα. Κατά τον 10ο µ.χ. αι. όµως καθιερώνονται πλέον και τα δύο αυτά είδη συµβόλων και η χρήση τους γίνεται πλέον συστηµατική. Στις σύγχρονες εκδόσεις αρχαίων κειµένων χρησιµοποιούνται οι κανόνες που καθιερώθηκαν εκείνη την περίοδο. Η µόνη διαφορά που υπάρχει µε τον βυζαντινό τρόπο γραφής αναφέρεται στη δάσυνση του συµφώνου που συµβολίζεται µε το γράµµα ρ. Η βυζαντινή πρακτική ακολουθεί τους αρχαίους γραµµατικούς που υποστηρίζουν ότι το ρ δασυνόταν στην αρχή λέξης, ενώ στην περίπτωση διπλού ρρ στο εσωτερικό λέξης, το πρώτο δασυνόταν και το δεύτερο όχι. Σηµείωναν εποµένως δασεία στο αρκτικό ρ και στο πρώτο διπλού εσωτερικού και ψιλή στο δεύτερο διπλού εσωτερικού ρρ. Πρακτικά «δάσυνση του ρ» σηµαίνει ότι ο αντίστοιχος φθόγγος προφερόταν άηχος, όπως περίπου στις αγγλικές λέξεις try, pride, cry. H εµφάνιση αυτού του άηχου φθόγγου εξαρτάται καθαρά από το περιβάλλον του και, εποµένως, η δήλωση της δασύτητας (είτε στο αρκτικό είτε στο εσωτερικό ρ) είναι περιττή, µε την έννοια ότι δεν χρησιµεύει στη διαφοροποίηση λέξεων µεταξύ τους. Στις σύγχρονες εκδόσεις δηλώνεται η δασύτητα του αρκτικού ρ αλλά όχι του εσωτερικού διπλού. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ALLEN, w. s. [1968] 1987. Vox Graeca. 3η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press. Μτφρ. Μ. Καραλή & Γ. Μ. Παράσογλου µε τίτλο Vox Graeca : Η προφορά της ελληνικής την κλασική εποχή (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυµα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 2000). CHANTRAINE, p. [1948] 1978. Grammaire homérique. Παρίσι: Klincksieck. COULMAS, F. 1981. Über Schrift. Φρανκφούρτη: Suhrkamp. LAUM, b. 1928. Das: Johnson Reprint. LUPAŞ, L. 1972. Phonologie du grec attique. Χάγη & Παρίσι: Mouton. ΜOORE-BLUNT, J. 1978. Problems of accentuation in Greek papyri. QUCC 29:137-163. ΠΕΤΡΟΥΝΙΑΣ, Ε. Β. 2001. Η προφορά της αρχαίας ελληνικής στους νεότερους χρόνους. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 947-957. PHILIPPAKI-WARBURTON, I.1970. Rules of accentuation in classical and modern Greek. Glotta 48:107-121. SCHWYZER, E. 1939. Griechische Grammatik. Handbuch der Altertumswissenschaft 1 (l). Μόναχο: Beck. SOMMERSTEIN, a. H. 1973. The Sound Pattern of Ancient Greek. Philological Society 23. Οξφόρδη: Blackwell. STANFORD, W. B, 1967. The Sound of Greek. Sather Classical Lectures 38. Berkeley & Los Angeles: University of California Press. STURTEVANT, Ε. η. 1940. The Pronunciation of Greek and Latin. 2η έκδ. Φιλαδέλφεια: Linguistic Society of America. Ανατύπωση, Σικάγο: Argonaut, 1969. TEODORSSON, s.-t. 1974. The Phonemic System of the Attic Dialect 400-340 B.C. Studia Graeca et Latina Gothoburgensia 32. Lund: Acta Universitatis Gothoburgensis. THREATTE, L. 1980. The Grammar of Attic Inscriptions. 1ος τόµ., Phonology. Βερολίνο & Νέα Υόρκη: De Gruyter. TRUBETZKOY, N. S. 1939. Grungzüge der Phonologie. 5η έκδ. Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht.. ΤΣΑΝΤΣΑΝΟΓΛΟΥ, Κ. 2001. Τονισµός. Στο. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 985-990. VENDRYES, J. 1938. Tra ité d ' accentuation grecque. 3η έκδ. Παρίσι: Klincksieck. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, A.-Φ., επιµ. 2001 Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυµα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].. 2005. Πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Στο Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, 108-116. Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 1. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυµα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. WEST, m. L. 1982. Greek Meter. Οξφόρδη: Oxford University Press. Τελευταία Ενηµέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:46