ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 29 ΜΑΙΟΥ 2015 ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑ Α1 α. Σελ. 77: «Μέσα στην Εθνοσυνέλευση (1862 1864). όπως ονομάστηκαν» «Ο λαός συμμετείχε.. παρατάξεων» «Οι ορεινοί πλοιοκτητών» β. Σελ.46 : «Η κατάσταση αυτή της καθυστέρησης ανάπτυξης του εργατικού κινήματος κράτησε ως στη χώρα» γ. Σελ. 142 143: «Η επιστροφή.. Θράκη». ΘΕΜΑ Α2 α. Λάθος β. Λάθος γ. Σωστό δ. Λάθος ε. Σωστό. ΘΕΜΑ Β1 α. Σελ. 137: «Μετά την υπογραφή.. κυβέρνησης» β. Σελ. 140: «Την περίοδο Ρώσοι». ΘΕΜΑ Β2 Σελ. 46: «Οι διαφορές.. περιεχόμενο» (Η εκφώνηση απαιτούσε μόνο την 1 η καθώς αυτή αναφέρεται στο 19 ο αιώνα)
ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΜΑ Γ1 α. (Από το σχολικό βιβλίο χρειαζόταν να καταγραφούν οι ρυθμίσεις της Σύμβασης της Λωζάνης σελ. 149 152) «Στις 24 Ιουλίου.. επίμαχων περιοχών» καθώς και «Με βάση το άρθρο 11. ανταλλαξίμων» Οι πληροφορίες που αντλούμε απ το κείμενο Α επιβεβαιώνουν την εφαρμογή ορισμένων ρυθμίσεων της Σύμβασης Ανταλλαγής. Ειδικότερα, πρόσφυγες μαρτυρούν πως πήγε στο Γκέλβερι Επιτροπή απ την Ελλάδα και μαζί με αυτούς κουβέντιασαν για την Ανταλλαγή. Ανακοινώθηκε στους πρόσφυγες, αφού έγινε καταγραφή των στοιχείων τους ονομάτων και περιουσιών πως θα μετακινηθούν στην Ελλάδα. Τα μέλη της Επιτροπής συνέστησαν στους μικρασιάτες Έλληνες να μην φοβούνται, να πουλήσουν ό,τι μπορούν απ την κινητή τους περιουσία και τα υπόλοιπα να τα πάρουν μαζί τους. Τους ανακοινώθηκε πως ακόμη και οι τουρκεμένοι προφανώς χριστιανοί τουρκόφωνοι μπορούσαν να φύγουν για την Ελλάδα. β. (Απ το σχολικό βιβλίο χρειαζόταν να παρατεθούν πληροφορίες από σελ. 151 152) Όσον αφορά στην πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί μετά τη Μικρασιατική καταστροφή γνωρίζουμε πως «όταν έγινε γνωστή. συμφωνήσει». Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει πως όντως οι Έλληνες που έφτασαν στην Ελλάδα ήταν χιλιάδες. Χαρακτηριστικά, (σελ. 51) υπολογίζεται πως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έφτασαν στο ελληνικό κράτος 1.230.000 Έλληνες. Συνολικά, (σελ. 146) μόνο το φθινόπωρο του 1922 έφτασαν στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες. Το κείμενο Β αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός πως η έξοδος των Ελλήνων κατά τη Μικρασιατική καταστροφή ήταν μη αναστρέψιμη. Συνεχίζοντας, στις ιστορικές γνώσεις απ το βιβλίο, σημειώνεται πως «Εξάλλου, η υπογραφή. κράτους». Η στάση των ηγετών και των δύο χωρών επιβεβαιώνεται και επεξηγείται στα κείμενα Β και Γ. Αναλυτικότερα, ο Μουσταφά Κεμάλ, συμμετέχοντας στο βασικό πυρήνα των Νεότουρκων που κυβέρνησαν την Οθωμανική αυτοκρατορία απ το 1908 ως το τέλος του Α Παγκοσμίου πολέμου, στόχευε στην εκδίωξη των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων από
το έδαφος της αυτοκρατορίας. Μετά την έξοδο του 1922, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να εκδιωχθούν οι εναπομείναντες Έλληνες. Ο Τούρκος ηγέτης πίστευε πως σ αυτή την περίπτωση η Ελλάδα δεν θα είχε τη διαπραγματευτική ικανότητα να απαιτήσει τη μετανάστευση των τουρκο-μουσουλμανικών πληθυσμών της Ελλάδας. Βέβαια, η συνέχεια δηλαδή η υπογραφή της Σύμβασης δεν επιβεβαίωσε τη σκέψη του Κεμάλ, καθώς η Ανταλλαγή αφορούσε και τους μουσουλμάνους της Ελλάδας. Από την πλευρά του, ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε και το ζήτημα των μειονοτήτων ορθολογιστικά και ρεαλιστικά. Απόδειξη αυτής της προσέγγισης είναι η πρώιμη προθυμία του να αποδεχθεί την ανταλλαγή ως ριζική μέθοδο επίλυσης των σχετικών ζητημάτων ήδη απ το 1914 (με την Τουρκία). Τελικά, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, παρά το γεγονός πως προέβλεπε τις αρνητικές αντιδράσεις των προσφύγων στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω έσπευσε χωρίς ενδοιασμούς να αναλάβει προσωπικά τη βαρύτατη ευθύνη της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών. Βέβαια, ο βενιζελικός ορθολογισμός και ρεαλισμός χαρακτήρισαν και την κοσμογονία της προσφυγικής αποκατάστασης μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, σύμφωνα με τον Γ. Θ. Μαυρογορδάτο. ΘΕΜΑ Δ 1 (Η διάσταση απόψεων καταγράφεται στο πλαίσιο της πρώτης κυβέρνησης της Κρητικής πολιτείας στις σελίδες 208 210) Εισαγωγικά, «το θετικό Κρητών» «Αλλά το πιο σημαντικό ήταν. κλίμα διχασμού» Στο σημείο αυτό τα Κείμενα Α και Β παραθέτουν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις απόψεις του Γεωργίου και του Βενιζέλου. Χαρακτηριστικά, επιβεβαιώνεται πως ο Βενιζέλος πρέσβευε τη διπλωματική μεθόδευση. Ήδη, απ το καλοκαίρι του 1900 εισηγήθηκε εμπιστευτικά στον Ύπατο Αρμοστή πως επεδίωκε τη σταδιακή ένωση, αφού η άμεση επίτευξή της ήταν αδύνατη. Θεωρούσε πως η παράταση του καθεστώτος της αρμοστείας ανέστελλε την εφαρμογή των μέτρων που θα επέτρεπαν τη βαθμιαία απαλλαγή της Κρήτης απ τη διεθνή εξάρτηση. Στην ουσία, μ αυτό τον τρόπο η Μεγαλόνησος υποτάσσονταν άμεσα στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων και γινόταν έρμαιο των αντικρουόμενων ευρωπαϊκών
συμφερόντων. Στον αντίποδα, η ολοκλήρωση της αυτονομίας, η οποία ήταν σύμφωνη προς τις υποσχέσεις των Δυνάμεων και τις προβλέψεις του Συντάγματος, θα συντελούσε στην προαγωγή των εθνικών συμφερόντων στο εξωτερικό και την κατοχύρωση της αυτοδιοικήσεως στο εσωτερικό, ιδίως μετά την οργάνωση της πολιτοφυλακής η οποία ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως και την αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων. Από την πλευρά του ο Ύπατος αρμοστής Γεώργιος αντέδρασε άμεσα στην πρόταση του Βενιζέλου, καθώς η βενιζελική εισήγηση προσέκρουσε τόσο στην γενική αρχή της διαχειρίσεως του θέματος απ τη δυναστεία διαχείριση που ήδη αναφέραμε παραπάνω όσο και στην ειδικότερη αντίληψη γύρω απ τη μεθόδευση του εθνικού αγώνα. Έτσι, ο Γεώργιος, ως φορέας της Αυλής των Αθηνών, με τη συγκατάθεση και της ελληνικής κυβέρνησης, απέκρουσε τη συμβιβαστική εξελικτική διαδικασία, επιδιώκοντας να καταστήσει αβάσταχτη την πίεση από τις εσωτερικές συνθήκες, ελπίζοντας να εκβιάσει την ταχύτερη, κατά το δυνατόν, συγκατάνευση των Δυνάμεων στην ενωτική λύση. Πίστευε, μάλιστα, πως η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της Κρήτης ήταν αρμοδιότητα της ελληνικής μοναρχίας. Χωρίς τις συμβουλές των υπουργών του, έκανε πράξη την αντίληψή του, συζητώντας προσωπικά με τον τσάρο της Ρωσίας και κάνοντας απευθείας διαπραγματεύσεις με τους υπουργούς Εξωτερικών της Ρωσίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ιταλίας. Ίσως αυτές οι κινήσεις προκάλεσαν και την αντίδραση του Βενιζέλου, όταν όπως αναφέραμε παραπάνω το ζήτημα έλαβε τη μορφή προσωπικής αντιπαράθεσης. Ο Βενιζέλος θεώρησε αυτές τις ενέργειες πρόωρες, κρίνοντας ότι η κρητική κυβέρνηση ήταν ασταθής και τα συνταγματικά θεμέλια ασαφή. Επέμενε στην ανακήρυξη της Κρήτης σε ανεξάρτητο πριγκιπάτο ως τελευταίο στάδιο για τη νομότυπη πραγματοποίηση της ένωσης με την Ελλάδα. Από την άλλη, ο πρίγκιπας δεν αντιλαμβάνονταν τη λεπτή διαφορά μεταξύ της δεσποτικής διακυβέρνησης με ξένη κηδεμονία και, από την άλλη, την πλήρη αυτονομία χωρίς ξένες επεμβάσεις και με κυβερνήτη διορισμένο απ την ελληνική κυβέρνηση. Εξάλλου, ο Γεώργιος είχε την πεποίθηση ότι οποιαδήποτε λύση θα προέρχονταν απ τις Μεγάλες Δυνάμεις και κατά τη γνώμη του οι πολιτικοί παράγοντες της Κρήτης ήταν άσχετοι με το θέμα, αν όχι επιζήμιοι. Στάθηκε αδύνατο γι αυτόν να αντιληφθεί τη σημασία της πολιτικής κινητοποίησης των ίδιων των Κρητών, αλλά και την εύλογη απαίτησή τους να είναι αυτόνομοι, ανεξάρτητοι μετά από αιώνες αγώνων κατά των
Τούρκων. Αυτή η πεποίθηση, επιβεβαιώνεται απ τη γενικότερη συμπεριφορά του στη διαχείριση του ζητήματος. Συνεχίζοντας με τα δεδομένα της σχολικής αφήγησης «η κρίση κορυφώθηκε. Αντιπολίτευσης». Επιλογικά, το τέλος της πρώτης κυβέρνησης της Κρητικής Πολιτείας συμπορεύεται με το γεγονός πως κάτω απ την παραπάνω διάσταση τα «πολιτικά. Πρίγκηπα». Επιμέλεια Ύλης: Δημοβέλη Γιάννα Γκαντάρα Ιωάννα