Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Μαρξισμός: Ένας (σίγουρος) δρόμος για την ουτοπία; Γιώργος Καλαμπόκας

Σχετικά έγγραφα
Ενότητα 13 - Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της βιομηχανικής επανάστασης

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Περί της έννοιας της άρνησης στη διαλεκτική*

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Κομμουνισμός και Φιλοσοφία. Η θεωρητική περιπέτεια του Λουί Αλτουσέρ Παναγιώτης Σωτήρης

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

Διαφωτισμός και διαμόρφωση των πολιτικών ιδεολογιών στην Ελλάδα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Διαφωτισμός και Επανάσταση. 3 ο μάθημα

41 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΛΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ του σχολικού έτους

Τρίτη (Κοµµουνιστική) ιεθνής εύτερο Συνέδριο ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ Κοµµουνιστική Αποχική Φράξια του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόµµατος

[30] Marx-Engels, Collected Works, ο.π., vol.10, p Από τα πρακτικά της συνάντησης για την κεντρική διεύθυνση [της Κομμουνιστικής Λίγκας]

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ. Εξελίξεις στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό κατά τον 20 ο αιώνα

Διαφωτισμός και διαμόρφωση των πολιτικών ιδεολογιών στην Ελλάδα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Νεοελληνικός Πολιτισμός

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) Βασικές έννοιες Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΣΗ

Η έννοια της αλλοτρίωσης στον Μαρξ: βάζοντας στο επίκεντρο τα Χειρόγραφα του

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Περιληπτικά, τα βήματα που ακολουθούμε γενικά είναι τα εξής:

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

1.3 Λειτουργίες της εργασίας και αντιλήψεις περί εργασίας

Η κρίση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων Η ιταλική και γερμανική ενοποίηση. Φύλλο Εργασίας

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 2 ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Αυτή ακριβώς η μεταλλαγή είναι το θέμα του παρόντος βιβλίου. Προκειμένου να την προσδιορίσουμε μέσα σε όλο αυτό το ομιχλώδες τοπίο της

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας

Τίτλος: The nation, Europe and the world: Textbooks and Curricula in Transition

"Γλώσσα και γλωσσικές ποικιλίες"

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

ΕΝΟΤΗΤΑ 6 η Ο κριτικός της ιδεολογίας Marx ( )

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΣΗ

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας

Πολιτική και Ταξική Ανάλυση. Επιμέλεια: Άννα Κουμανταράκη

H φιλοσοφία γίνεται εύκολα μια νοσταλγική άσκηση. Άλλωστε, η σύγχρονη φιλοσοφία έχει την τάση να προβάλλει αυτή τη νοσταλγία. Σχεδόν πάντα, δηλώνει

2. Για ποιους λόγους στην εκπαίδευση ενηλίκων κρίνεται σκόπιμο ένας εκπαιδευτής να αξιολογεί το εκπαιδευτικό έργο που παρέχει;

4. Η τέχνη στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Χέγκελ για την ιστορία

Η βιομηχανική επανάσταση ήταν ένα σύνθετο σύστημα κοινωνικών, οικονομικών, τεχνικών, πολιτισμικών και πνευματικών μεταβολών. Η βιομηχανική επανάσταση

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΟ 17 ο ΚΑΙ 18 ο ΑΙΩΝΑ

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

ΜΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΕΡΩΤΗΣΗΣ, ΟΠΩΣ

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

ΣΤΑΔΙΟ 1. ΜΕΓΑΕΠΙΠΕΔΟ. (ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ. ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΠΙΔΕΧΕΤΑΙ «ΑΝΑΔΟΜΗΣΕΙΣ»

Μαρξιστική θεωρία του κράτους. Γ. Τσίρμπας

Fake News ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ. Γραμμή βοηθείας Ενημέρωση-Επαγρύπνηση Γραμμή παράνομου περιεχομένου

ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

22/2/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Επιστήμη Διοίκησης Επιχειρήσεων. Πότε εμφανίστηκε η ανάγκη της διοίκησης;

Η διατύπωση του ερωτήματος κρίνεται ως ασαφής και μάλλον ασύμβατη με το

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΦΑΚΕΛΟΣ ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

«Τα Βήματα του Εστερναχ»

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Διδακτική δραστηριότητα Α Γυμνασίου

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - I ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞEΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚHΣ EΝΩΣΗΣ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Κεφάλαιο 2 ο

Νέα Ελληνική Γλώσσα. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελλαδικών Εξετάσεων Ημερησίων & Εσπερινών Γενικών Λυκείων

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Επίπεδο Γ2. Χρήση γλώσσας (20 μονάδες) Διάρκεια: 30 λεπτά. Ερώτημα 1 (5 μονάδες)

Ιστορία Γυμνασίου. Γυμνάσιο Βεργίνα,

Νεοελληνική Γλώσσα Β Λυκείου. Πυρίδου Κωνσταντίνα

ΜΜΕ & Ρατσισμός. Δοκιμασία Αξιολόγησης Β Λυκείου

GEORGE BERKELEY ( )

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

ΠΕΑΕΑ 15/10/ ΔΣΕ

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ. Σήμερα (αρνητικά):

Transcript:

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ: ΕΝΑΣ (ΣΙΓΟΥΡΟΣ) ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑ; 1 του Γιώργου Καλαμπόκα 1. Εισαγωγή Σκοπός της αυτής της εργασίας είναι να εξετάσουμε την κριτική που άσκησαν οι Karl Marx [Καρλ Μαρξ] και Friedrich Engels [Φρίντριχ Ένγκελς] στο ρεύμα που ονομάστηκε ουτοπικός σοσιαλισμός, με βασικούς του εκπροσώπους, τους Henri Saint Simon [Σαιν Σιμόν], Charles Fourier [Φουριέ] και Robert Owen [Όουεν]. Για τον σκοπό αυτό θα βασιστούμε κυρίως σε τρία κείμενα, στα οποία οι Μαρξ και Ένγκελς ασκούν ρητά την κριτική τους. Πρόκειται για τη Γερμανική Ιδεολογία και το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος που συνυπογράφουν, αλλά και το έργο του Ένγκελς, Ουτοπιστικός Σοσιαλισμός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός. Παρά τον περιορισμό μας σε αυτά τα κείμενα, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι οι κριτικές αναφορές στους Ουτοπικούς Σοσιαλιστές ποικίλουν στο έργο των δύο συγγραφέων και αφορούν κείμενα που έχουν είτε φιλοσοφικό είτε πολιτικό περιεχόμενο: Αγία Οικογένεια, Ο πόλεμος των Χωρικών, Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας, η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία είναι μόνο κάποια από αυτά. Εμείς, θα σταθούμε στα τρία πιο χαρακτηριστικά κείμενα κριτικής, τα οποία άλλωστε τοποθετούνται και σε αρκετά μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους (1845 η Γερμανική Ιδεολογία και 1848 το Μανιφέστο, 1880 το Ουτοπικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός), ώστε μπορούμε να υποθέσουμε ότι αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα των ενδεχόμενων κατασταλάξεων της πρόσληψης του έργου των ουτοπικών σοσιαλιστών από τους Μαρξ και Ένγκελς. 2. Η Γερμανική Ιδεολογία Η Γερμανική Ιδεολογία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία του μαρξισμού. Όχι γιατί αποτελεί ένα πλήρες «εγχειρίδιο» μαρξιστικής σκέψης, αλλά επειδή ως έργο σηματοδοτεί την «έναρξη» της μαρξιστικής επιστήμης: είναι το έργο εκείνο με το οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς επιδιώκουν να «ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με την παλιά φιλοσοφική τους συνείδηση» και να θέσουν τα θεμέλια για μια νέα φιλοσοφική πρακτική, αλλά και κυρίως μια νέα επιστημονική κοσμοαντίληψη. Στο κείμενο αυτό μπορεί κανείς να παρατηρήσει την αλλαγή προβληματικής των συγγραφέων: Το τρίπτυχο «άνθρωπος - ουσία - αλλοτρίωση», που απασχολούσε ως τότε κυρίως τις εργασίες του Μαρξ, δίνει τη θέση του στο «καταμερισμός εργασίας - παραγωγικές σχέσεις - παραγωγικές δυνάμεις», σηματοδοτώντας έτσι την οριστική ρήξη των Μαρξ και Ένγκελς με τον κύκλο των νέων εγελιανών και των νέων φοϋερμπαχιανών που αποτέλεσαν τη φιλοσοφική τους προπαίδεια. Η υλική παραγωγή γίνεται έτσι η βάση για την επιστημονική τους, αλλά και για τη φιλοσοφική τους σκέψη. Πρόκειται για μια ρήξη που ο Μαρξ ψηλαφεί ήδη από τις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, οι οποίες δεν βγήκαν στο φως παρά ως παράρτημα στο αντίστοιχο έργο του Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, 40 χρόνια μετά. Η ρήξη αυτή δείχνει να ολοκληρώνεται στη Γερμανική Ιδεολογία. 2 Μια νέα πρακτική της φιλοσοφίας εγκαινιάζεται, η οποία συνοδεύεται από την κριτική της κλασικής φιλοσοφικής παραγωγής του καιρού τους, αλλά και από την επιχείρηση να θέσουν πια όχι μόνο φιλοσοφικά, αλλά επιστημονικά ερωτήματα. Βασική θέση στην υλιστική φιλοσοφική τους αναζήτηση αποκτά η έννοια της πρακτικής, ενώ σταδιακά, ειδικά ο Μαρξ, εγκαταλείπει την αμιγώς φιλοσοφική παραγωγή και ξεκινάει να συγγράφει έργα πολιτικά και επιστημονικά. Άλλωστε, η τομή που θεωρούμε στο πλαίσιο της μαρξικής σκέψης δεν πήρε κυρίως τη μορφή μιας φιλοσοφικής τομής, αλλά τη μορφή μιας επιστημονικής τομής. Η Γερμανική Ιδεολογία αποτελεί, τρόπον τινά, το πρώτο σάλπισμα αυτής της νέας επιστημονικής σκέψης που ονομάστηκε ιστορικά μαρξισμός. Σελίδα 1 / 27

2.1. Η φιλοσοφική υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών Στον δεύτερο τόμο αυτού του κοινού τους έργου, οι Μαρξ και Ένγκελς περιλαμβάνουν το κεφάλαιο με τίτλο Καρλ Γρυν: «το κοινωνικό κίνημα στη Γαλλία και το Βέλγιο», το οποίο σημειώνουν με τον υπότιτλο Η ιστοριογραφία του αληθινού σοσιαλισμού. Εκεί, επιχειρούν να απαντήσουν στις υποτιθέμενες σοσιαλιστικές αιτιάσεις του Γερμανού φιλοσόφου, εκπροσώπου του «αληθινού σοσιαλισμού», ο οποίος χωρίς καν να έχει διαβάσει (όπως επιχειρούν επίμονα να αποδείξουν) τα πρωτότυπα κείμενα των Σαιν Σιμόν και Φουριέ (καθώς και του Étienne Cabet [Ετιέν Καμπέ]), επιχειρεί να τα απορρίψει και μαζί με αυτά να απορρίψει τις αυθεντικές σοσιαλιστικές ιδέες που περιέχουν. Ο Karl Grün [Καρλ Γκρυν] επενδύει τη ρητορική του με την υποτιθέμενη «εθνική» υπεροχή των Γερμανών απέναντι στους Γάλλους, όπως υποτίθεται ότι προέκυπτε από τη σπουδαία γερμανική φιλοσοφική παράδοση. Έτσι, επιχειρεί να εμφανιστεί ως υποστηρικτής των φοϋερμπαχιανών ιδεών, αντιπαραβάλλοντάς τες στον «γαλλικό σοσιαλισμό». Γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς: Οπλισμένος με την ακλόνητη πίστη στα πορίσματα της γερμανικής φιλοσοφίας, όπως εκτίθενται από τον Φόυερμπαχ, δηλαδή ότι ο «άνθρωπος», ο «καθαρός, αληθινός άνθρωπος», είναι ο τελικός σκοπός της παγκόσμιας ιστορίας, ότι η θρησκεία είναι η εξωτερικευμένη ανθρώπινη ουσία, ότι η ανθρώπινη ουσία είναι η ανθρώπινη ουσία και το μέτρο όλων των πραγμάτων. Οπλισμένος και με τις άλλες αλήθειες του γερμανικού σοσιαλισμού [...], ότι και το χρήμα και η μισθωτή εργασία κτλ. είναι εξωτερικεύσεις της ανθρώπινης ουσίας, ότι ο γερμανικός σοσιαλισμός είναι η πραγμάτωση της γερμανικής φιλοσοφίας και η θεωρητική του ξένου σοσιαλισμού και κομμουνισμού κτλ. ο κύριος Γκρυν αναχωρεί για τις Βρυξέλλες και το Παρίσι με όλη την αυταρέσκεια του αληθινού σοσιαλισμού (Μαρξ - Ένγκελς 1989: 250). Απέναντι στη δυσφήμιση των σοσιαλιστικών ιδεών των Σαιν Σιμόν και Φουριέ από τον Γκρυν, οι Μαρξ και Ένγκελς όχι μόνο υπερασπίζονται τη σκέψη και τα οράματά τους, αλλά πολλές φορές εξαίρουν το έργο τους και τη σημασία του, αναδεικνύοντας ακόμη και «άκομψα» τις ανακρίβειες του Γκρυν. Ουσιαστικά όμως υπερασπίζονται τη δυνατότητα ενός φιλοσοφικού υλισμού, απέναντι στον ιδεαλισμό της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Και μια τέτοια υπεράσπιση είναι ριζική: την ίδια στιγμή που «προστατεύει» τον Σαιν Σιμόν και τον Φουριέ από την επίθεση του Γκρυν, προστατεύοντας έτσι και το όραμά τους, απορρίπτει τον ιδεαλισμό τους, ο οποίος θέλει τη διεκδίκηση του οράματος αυτού να μένει στη σφαίρα της ιδεολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, η κριτική του Γκρυν στον Σαιν Σιμόν μπαίνει στο στόχαστρο των Μαρξ και Ένγκελς, ως μια κριτική που δεν ασχολείται καν «με τη σημαντικότερη πλευρά του σαινσιμονισμού, που είναι η κριτική της υφιστάμενης κατάστασης», ενώ οι Μαρξ και Ένγκελς αποκαλύπτουν ότι ο Γκρυν δεν έχει κατανοήσει καν την προβληματική του Σαιν Σιμόν, αλλά ούτε καν την ιδιότυπη ορολογία του: Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίον ο Σαιν Σιμόν χρησιμοποιεί την λέξη «βιομήχανοι», στους οποίους συμπεριλαμβάνει τόσο τους εργάτες, όσο και τους εργοστασιάρχες και εμπόρους, κοντολογίς, τον μη αγροτικό κόσμο της δουλειάς, τον οποίον βλέπει σε αντίθεση με τους αργόσχολους ευγενείς που δεν εργάζονται και απλώς ζουν σε βάρος των υπολοίπων. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τον Φουριέ, η υπεράσπισή τους είναι ταυτόχρονα καθολική και κριτική. Απαντούν στον Γκρυν κατηγορώντας τον ότι προσπερνά με «επιπολαιότητα και βιασύνη το κριτικό μέρος των ιδεών του Φουριέ», το οποίο τονίζουν ότι είναι το πιο σημαντικό. Και αυτή η σημείωση έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί επανέρχεται συνεχώς στην υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών από τους Μαρξ και Ένγκελς. Απέναντι στην κατηγορία του Γκρυν ότι ο Φουριέ «σκίζει» τον άνθρωπο σε δώδεκα πάθη, οι Μαρξ και Ένγκελς απαντούν αναδεικνύοντας τον ιδεαλισμό του Γκρυν: Βλέπουμε τι λογής φανταστικό πλάσμα είναι αυτός ο «ολόκληρος άνθρωπος» 3 που «βρίσκεται» μέσα σε μια μοναδική ιδιότητα ενός πραγματικού ατόμου και που ο φιλόσοφος τον ερμηνεύει μ αυτήν. Τι λογής άνθρωπος είναι γενικά αυτός που δεν θεωρείται στην πραγματική ιστορική δραστηριότητα και ύπαρξή του, αλλά μπορεί να συνάγεται από το λοβό του ίδιου του αυτιού του ή από κάποιο άλλο σημάδι που τον διακρίνει από το ζώο (όπ. Σελίδα 2 / 27

π.: 284). Οι Μαρξ και Ένγκελς υπερασπίζονται την υλικότητα των ιδεών του Φουριέ, απέναντι στον κλασικό ιδεαλισμό του Γκρυν σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει μια εσωτερική ανθρώπινη ουσία που συγκροτεί την ιδιαίτερη ανθρώπινη φύση, αλλά και τον «βιολογισμό» της άποψής του, ο οποίος αναζητά τη διαφορετικότητα του ανθρώπου σε βιολογικούς παράγοντες και όχι στην κοινωνική του συγκρότηση, στους πραγματικούς, υλικούς όρους ύπαρξής του. Η απόκρουση του φιλοσοφικού ανθρωπισμού του Γκρυν γίνεται εδώ το μέσο για να ασκήσουν κριτική στο σχήμα που μέχρι πρότινος αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά και της δικής τους προβληματικής, την αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης. Σύμφωνα με αυτή την προβληματική, ο άνθρωπος αποτελείται από μια εσωτερική «ουσία», η οποία στο πλαίσιο των κοινωνικών του σχέσεων αλλοτριώνεται, δηλαδή εκπέφτει, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να γίνεται ένα κατώτερο ποιοτικά ον από αυτό που προορίζεται, ή για να το πούμε καλύτερα, από αυτό που είναι. Με την έννοια αυτή, η επιμονή του Γκρυν στο ότι ο άνθρωπος αποτελείται από τις αισθήσεις του, σηματοδοτεί μια τέτοια εκδοχή ανθρωπιστικού, ουσιοκρατικού, εμπειρισμού την οποία οι Μαρξ και Ένγκελς θέλουν να πολεμήσουν προς όφελος μιας υλιστικής εκδοχής της ανθρώπινης υπόστασης, όπως αυτή που δίνει ο Φουριέ, μέσω του σχήματος των ανθρώπινων παθών. Αυτά φανερώνουν, όχι τη δομική και αέναη αλλοτριωμένη ανθρώπινη ουσία, αλλά την πραγματική αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το κοινωνικό του περιβάλλον, με άλλα λόγια, την υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Παρακάτω, αναδεικνύουν και πάλι, από άλλη σκοπιά αυτή τη φορά, τον ιδεαλισμό του Γκρυν και την υπεροχή του γαλλικού σοσιαλισμού, επισημαίνοντας: Ο κύριος Γρυν χαρακτηρίζει εδώ τις πραγματικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων εκδηλώσεις, ενώ τη θρησκεία και την πολιτική, βάση και ρίζα αυτών των εκδηλώσεων. Από αυτή τη σαχλή θέση βλέπουμε πως οι αληθινοί σοσιαλιστές αντιπαραθέτουν, σαν ανώτερη αλήθεια, την ιδεολογική φρασεολογία της γερμανικής φιλοσοφίας στις πραγματικές περιγραφές των Γάλλων σοσιαλιστών και συνάμα πως πασχίζουν να συνδέσουν τον δικό τους ιδιαίτερο στόχο, την ουσία του ανθρώπου, με τα πορίσματα της γαλλικής κριτικής της κοινωνίας. Όταν η θρησκεία και η πολιτική θεωρούνται σαν η βάση των υλικών συνθηκών ζωής, είναι εντελώς φυσικό να καταλήγουν τα πάντα, σε τελευταία ανάλυση, στη διερεύνηση της ανθρώπινης ουσίας, δηλαδή της συνείδησης που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του (όπ. π.: 286). Εδώ, η ουσία του ανθρώπου συγκεντρώνει και πάλι τα πυρά των συγγραφέων, ως φιλοσοφική κατηγορία ανεπαρκής και σε τελική ανάλυση ιδεαλιστική, ενώ αναδεικνύουν τον ιδεολογικό στόχο της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας: Να τα υποτάξει όλα σε αυτήν την ιδιαίτερη ανθρώπινη ουσία, να εξηγήσει τον κόσμο με δεδομένο ότι στο επίκεντρό του βρίσκεται ο άνθρωπος και οι ιδέες του, οι οποίες αποτελούν την προϋπόθεση οποιασδήποτε υλικής διαδικασίας. Έτσι, παρά την κριτική που θα ασκήσουν σε σημαντικές όψεις του ουτοπικού σοσιαλιστικού ρεύματος, οι Μαρξ και Ένγκελς υπερασπίζονται τον γαλλικό σοσιαλισμό, ακριβώς γιατί, με όλη τη φαντασιοκοπία και τα λάθη του, αντιστρέφει αυτό το υπόδειγμα, εξετάζει τον άνθρωπο στο ιστορικό πλαίσιο ύπαρξής του (τα πάθη του είναι τέτοια ένδειξη, σε αντίθεση με τις αισθήσεις που υπερασπίζεται ο Γκρυν), και θέτει τις υλικές συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων (θα μπορούσαμε να πούμε με κατοπινή ορολογία, την οικονομική «υποδομή»), ως βάση για την ιδεολογία και την πολιτική συγκρότηση και όχι το αντίστροφο. Η υπεράσπιση του Φουριέ ως υλιστή συμπυκνώνεται στη φράση των Μαρξ και Ένγκελς ότι ο Φουριέ, «ξεκινά πάντα από τον μετασχηματισμό της παραγωγής» (όπ. π.: 284), ενώ στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η θερμή υπεράσπιση των ιδεών του Φουριέ για την εκπαίδευση, επισημαίνοντας ότι εκεί βρίσκονται μερικές μεγαλοφυείς παρατηρήσεις. 2.2. Προκαταρκτικά συμπεράσματα Από την ενασχόληση των Μαρξ και Ένγκελς με την υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών στη Γερμανική Ιδεολογία, μπορούμε να συνάγουμε μερικά γενικά συμπεράσματα, καθώς το μοτίβο αυτής της υπεράσπισης είναι κατά βάση κοινό. Οι Μαρξ και Ένγκελς προσάπτουν στον Γκρυν ότι δεν στέκεται καθόλου στο κριτικό μέρος των αναλύσεων των ουτοπικών σοσιαλιστών, αναδεικνύοντας παράλληλα ότι κατά την άποψή τους αυτό Σελίδα 3 / 27

είναι και το σημαντικότερο σημείο της προσφοράς τους. Είναι κάτι το οποίο θα σημαδέψει και αργότερα την προσέγγισή τους στο έργο των Σαιν Σιμόν, Φουριέ και Όουεν. Και αυτό γιατί, εκεί που ο Γκρυν έψαχνε τη δικαίωση της κλασικής, ιδεαλιστικής, γερμανικής φιλοσοφίας, επιχειρηματολογώντας με κεντρική φιλοσοφική έννοια τον άνθρωπο και τις ιδέες του, οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνωρίζουν στα κείμενα των ουτοπικών σοσιαλιστών μια υλιστική κριτική της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης. Μπορεί κανείς εύκολα να υποθέσει, ότι σε ένα κείμενο που είναι αφιερωμένο σε αυτόν ακριβώς τον σκοπό, την πολεμική στη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία, η υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών έχει ακριβώς τον συμβολισμό της υπεράσπισης του υλισμού: Τόσο ενός φιλοσοφικού υλισμού που η προβληματική του αφορμάται από τις υλικές σχέσεις και πρακτικές (έννοια κλειδί για τον Μαρξ στη φιλοσοφία, ήδη από τις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ), όσο και (κυρίως) της δυνατότητας ενός επιστημονικού υλισμού. Στη Γερμανική Ιδεολογία οι συγγραφείς μένουν κυρίως στην πρώτη περίπτωση. Η υπεράσπισή των ουτοπικών σοσιαλιστών απέναντι στον ιδεαλισμό του Γκρυν είναι βασική προϋπόθεση για την αναζήτηση ενός επιστημονικού υλισμού, που τους απασχολεί. Σε αυτό όμως, οι Μαρξ και Ένγκελς θα επανέλθουν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Παρά τη φιλοσοφική αυτή υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε, ότι το φιλοσοφικό επιχείρημα των Μαρξ και Ένγκελς δεν δείχνει να ξεφεύγει από μια απλή «αντιστροφή» της κλασικής γερμανικής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Παλεύουν να αναδείξουν ότι δεν είναι οι ιδέες που φτιάχνουν τον (πραγματικό) κόσμο, αλλά ο (πραγματικός) κόσμος που διαμορφώνει τις ιδέες. Όμως, δεχόμενοι (και ορθά) ότι εκείνη τη στιγμή αυτό είναι το πρώτιστο φιλοσοφικό τους καθήκον, αφήνουν στο απυρόβλητο τον πυρήνα του γερμανικού ιδεαλισμού, αντικαθιστώντας, μέσα στη δοσμένη «διαλεκτική» του, απλώς τη φύση της «ουσίας» που αποτελεί το κέντρο των φαινομένων. 4 Η διαφορά του μαρξικού υλισμού ανάγεται στη φύση της εσωτερικής ουσίας που κινεί τα φαινόμενα, όπου η Ύλη παίρνει τη θέση της Ιδέας, και άρα, η διαφορά τους με τον Χέγκελ, παρά τον διαχωρισμό τους από αυτόν στη Γερμανική Ιδεολογία, δεν εντοπίζεται στο αν μπορούμε ή όχι να εντοπίσουμε μια εσωτερική ουσία στον «μηχανισμό» που συγκροτεί τα κοινωνικά φαινόμενα, αλλά μόνο στο ποια είναι αυτή η ουσία. Έτσι, και η υπεράσπιση των ουτοπικών σοσιαλιστών θα προκύψει από αυτή τη φιλοσοφική σκοπιά, της (αιτιακής) προτεραιότητας της υλικής ζωής έναντι της πνευματικής, στην οποία οι Μαρξ και Ένγκελς, την ίδια στιγμή που τοποθετούν για πρώτη φορά το περίγραμμα της δικής τους υλιστικής προβληματικής, θα αναγνωρίσουν (ορθά) έναν πρώιμο υλισμό. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι στη Γερμανική Ιδεολογία οι Μαρξ και Ένγκελς κυρίως υπερασπίζονται, και πολύ λιγότερο διαχωρίζονται από τους ουτοπικούς σοσιαλιστές. Πρόκειται για μια στάση που δεν διατηρούν για πολύ, καθώς στα μετέπειτα κείμενά τους, αλλάζει σε μεγάλο βαθμό ο χαρακτήρας των στόχων που θέτουν: Αφού έχουν πια ξεκαθαρίσει λογαριασμούς με τον (γερμανικό) ιδεαλισμό, και έχουν τοποθετήσει τους ουτοπικούς σοσιαλιστές σε κοινό με αυτούς στρατόπεδο, είναι πια σε θέση να επιχειρήσουν μια πιο αναλυτική κριτική στις (επιστημονικές, αλλά και φιλοσοφικές) ανεπάρκειες της άποψής τους. 3. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, κείμενο που άσκησε επιρροή σε εκατομμύρια ανθρώπους. Γράφτηκε βιαστικά ως προγραμματικό ντοκουμέντο μιας μικρής πολιτικής ομάδας, της Λίγκας των Κομμουνιστών, το καλοκαίρι του 1847 και εκδόθηκε τον Φλεβάρη του 1848, δύο μόλις χρόνια μετά τη Γερμανική Ιδεολογία. Εκεί, οι Μαρξ και Ένγκελς εκθέτουν για πρώτη φορά συνοπτικά και συστηματικά το πολιτικό τους όραμα και όχι πλέον κάποια φιλοσοφική κριτική. Το κείμενο επιχειρεί να συγκροτήσει σε λόγο αυτό που ήταν κοινή αίσθηση την περίοδο εκείνη, ότι μια νέα κοινωνική δύναμη αναδύεται και συγκροτείται και νέα κοινωνικά οράματα έρχονται να πάρουν τη θέση των προηγούμενων οραμάτων, που έδωσαν η Γαλλική Επανάσταση και ο Διαφωτισμός. Η διασημότερη, πρώτη φράση της εισαγωγής του Μανιφέστου είναι ενδεικτική για όσα αναφέρουμε: «Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη. Το φάντασμα του κομμουνισμού» (Μαρξ-Ένγκελς 2004: 44). Η συγκρότηση αυτής της νέας κοινωνικής και πολιτικής δύναμης απαιτεί τη διαμόρφωση της «ταυτότητάς» της: Την τοποθέτησή της ανάδυσής της μέσα Σελίδα 4 / 27

στην ιστορική συγκυρία, την ανάλυση των χαρακτηριστικών και των συμφερόντων της, την αποσαφήνιση του πολιτικού της οράματος, τη σχέση της με τις άλλες κοινωνικές αλλά και πολιτικές δυνάμεις και τα οράματά τους. Μια ματιά και μόνο στη δομή του είναι ικανή να μας κάνει σαφή αυτή τη στόχευση: Αστοί και προλετάριοι, Προλετάριοι και κομμουνιστές, Σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία και τέλος, Η στάση των κομμουνιστών απέναντι στα διάφορα κόμματα της αντιπολίτευσης. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για την πρώτη συμπύκνωση των βασικών θέσεων του ιστορικού υλισμού, της επιστήμης της ιστορίας της οποίας θεμελιωτής θεωρείται ο Μαρξ. Στο πλαίσιο του κειμένου όμως, οι Μαρξ και Ένγκελς τοποθετούν την προβληματική τους στο εσωτερικό ενός υφιστάμενου ρεύματος, της «σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής φιλολογίας», την οποία πέραν των άλλων επιδιώξεών τους, θα επιχειρήσουν να αποτιμήσουν κριτικά και ενδεχομένως να ανασκευάσουν. Στην προσπάθειά μας όμως να συνάγουμε συμπεράσματα για τον χαρακτήρα της κριτικής των Μαρξ και Ένγκελς στους ουτοπικούς σοσιαλιστές, όπως αυτή εκτίθεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ότι το κείμενο έχει έναν κυρίαρχα πολιτικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται για ένα φιλοσοφικό κείμενο, όπως η Γερμανική Ιδεολογία, ούτε για ένα αμιγώς επιστημονικό κείμενο που εκθέτει ένα πλήρες σχέδιο ανάλυσης της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης. Το κείμενο έχει πολιτική σκοπιμότητα, επιδιώκει να συγκροτήσει την κομμουνιστική ταυτότητα και το πολιτικό όραμα που προσιδιάζει σε αυτήν, καθώς και την κοινωνική δύναμη που εκπροσωπεί, να συνδέσει όλα αυτά τα στοιχεία, και βέβαια να πείσει τους αναγνώστες για το αληθές των αιτιάσεών του και να τους παρακινήσει να αγωνιστούν γι αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, οι συγγραφείς παρουσιάζουν την άποψη που δύναται να δώσει εχέγγυα επιστημονικότητας και ιστορικής δυνατότητας στην πραγμάτωση του σκοπού τους, αλλά η παρουσίαση αυτή πάντα υπόκειται στην πολιτική στοχοθεσία τους να οδηγήσουν τους εργάτες του κόσμου στη συνειδητοποίηση 5 και την ενοποίησή τους. Με την έννοια αυτή, αρκετές διατυπώσεις που μπορούν να ελεγχθούν ως δογματικές ή απόλυτες, ενδεχομένως και ως ντετερμινιστικές, πρέπει να ιδωθούν και κάτω από το πρίσμα του προπαγανδιστικού χαρακτήρα του κειμένου. 3.1. Αρχικές παρατηρήσεις Στο τρίτο κεφάλαιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, το οποίο έχει τίτλο Σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία, οι Μαρξ και Ένγκελς επιχειρούν μια σταχυολόγηση των μέχρι τότε «σοσιαλισμών», κατατάσσοντάς τους σε τρεις κατηγορίες: στον αντιδραστικό σοσιαλισμό, τον συντηρητικό ή αστικό σοσιαλισμό και τον κριτικό - ουτοπικό σοσιαλισμό και κομμουνισμό. Ήδη από την κατηγοριοποίηση αυτή προκύπτουν δύο συμπεράσματα: αφ ενός ότι οι συγγραφείς τοποθετούνται στο εσωτερικό μιας ολόκληρης «φιλολογικής», όπως την χαρακτηρίζουν, παράδοσης, θεωρούν δηλαδή εαυτούς τμήμα ενός (όχι ενιαίου βέβαια) ρεύματος ιδεών που προϋπήρχε της δικής τους παρέμβασης. Άλλωστε, ήδη από τη Γερμανική Ιδεολογία έχουν επιχειρήσει να εντάξουν τους ουτοπικούς σοσιαλιστές στο ρεύμα ενός φιλοσοφικού (έστω και πρώιμου) υλισμού, ενώ σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και ο αυθεντικός τίτλος του κειμένου του Ένγκελς που θα εξετάσουμε παρακάτω, και ο οποίος στην ακριβή του μετάφραση αποδίδεται ως Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, αποτυπώνοντας έτσι ρητά την πεποίθηση ότι το σοσιαλιστικό κίνημα προϋπήρχε της παρέμβασής τους και εκείνοι τοποθετούνται στο εσωτερικό της παράδοσής του. Το δεύτερο συμπέρασμα προκύπτει ακριβώς από το ότι αναφέρονται σε μια «φιλολογική» και όχι «πολιτική» ή «φιλοσοφική» παράδοση. Με έναν τρόπο, ευθύς εξ αρχής επιδιώκουν να τοποθετήσουν τα «ανταγωνιστικά» σοσιαλιστικά ρεύματα στο πεδίο της ασαφούς και αόριστης έννοιας της «φιλολογίας», αποφεύγοντας να τους προσδώσουν στάτους είτε πολιτικής κατεύθυνσης, είτε πολύ περισσότερο συγκροτημένου φιλοσοφικού ρεύματος. Και αυτό, ενώ νωρίτερα, στη Γερμανική Ιδεολογία έχουν σπεύσει να τους υπερασπιστούν ως υλιστές. Όμως εδώ, όπως ήδη έχουμε τονίσει, ο χαρακτήρας της παρέμβασής τους υποτάσσεται στην πολιτική στόχευση της υπονόμευσης, εκτός από το αστικό κοσμοείδωλο και των διαφορετικών εκδοχών του σοσιαλιστικού οράματος Πριν φτάσουμε ακόμα στην τρίτη παράγραφο, όπου αναλύεται Ο κριτικός-ουτοπικός σοσιαλισμός και κομμουνισμός, από την εξέταση των διάφορων σοσιαλιστικών ρευμάτων μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι βασικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό και την ανάλυση αυτών των διαφόρων ρευμάτων, είναι η εκπροσώπηση από Σελίδα 5 / 27

αυτά συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε και το πώς ονομάζουν τα διάφορα ρεύματα: φεουδαρχικός σοσιαλισμός, μικροαστικός σοσιαλισμός, αστικός σοσιαλισμός. Οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν ότι οι διαφόρων ειδών επικλήσεις του σοσιαλισμού δεν είναι αποκομμένες στον κόσμο των ιδεών, αλλά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελούν αντανάκλαση της ταξικής θέσης των διάφορων στρωμάτων και τάξεων που τις εκφέρουν, εκφράζουν τα συμφέροντα τους στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ειδικά για τα πρώτα δύο ρεύματα, οι συγγραφείς θεωρούν ότι τα συμφέροντα των αντίστοιχων τάξεων (φεουδαρχική και μικροαστική) μετασχηματίζονται (και ενδεχομένως καταστρέφονται) κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης και με την έννοια αυτή η τοποθέτηση τους από την πλευρά του «σοσιαλισμού» αναδεικνύει την επιδίωξη, ή σωστότερα τον αγώνα των τάξεων αυτών να διατηρηθούν, να υπάρχουν. Για τον λόγο αυτό, οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν ότι αυτές οι τάξεις, ή τμήματά τους, τάσσονται με την επαναστατική τάξη (το προλεταριάτο), καθώς αυτή είναι η μόνη που μπορεί να σταματήσει την αστική κυριαρχία. Χαρακτηριστική είναι παρακάτω αναφορά τους: Η σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία της Γαλλίας που δημιουργήθηκε κάτω από την πίεση της κυρίαρχης αστικής τάξης... (όπ. π.: 81) [επιδιώκει να] θεραπεύσει τις κοινωνικές πληγές, για να σταθεροποιήσει την υπόσταση της αστικής κοινωνίας (όπ. π.: 85). Στην παραπάνω κατηγοριοποίηση, εξαίρεση αποτελεί ο Γερμανικός ή «αληθινός» σοσιαλισμός, με τον οποίο έχουν ασχοληθεί το 1845 στον δεύτερο τόμο της Γερμανικής Ιδεολογίας. Οι δύο συγγραφείς αντιμετωπίζουν το ρεύμα αυτό περισσότερο ως ρεύμα σκέψης: της προσπάθειας να απαντηθεί από τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία η ανάπτυξη του γαλλικού σοσιαλισμού, την ίδια στιγμή που οι κοινωνικές συνθήκες στη Γερμανία δεν προσομοιάζουν με τις γαλλικές. Γράφουν χαρακτηριστικά: Η αποκλειστική δουλειά των Γερμανών φιλολόγων ήταν να εναρμονίσουν τις νέες γαλλικές ιδέες με την παλιά φιλοσοφική τους συνείδηση ή, καλύτερα, να αφομοιώσουν τις γαλλικές ιδέες από τη δική τους φιλοσοφική σκοπιά. Αυτή η αφομοίωση συντελέστηκε με τον ίδιο τρόπο που αφομοιώνει κανείς μια ξένη γλώσσα, με τη μετάφραση (όπ. π.: 81). Ο γερμανικός σοσιαλισμός ξέχασε έγκαιρα πως η γαλλική κριτική που αυτός ήταν η κούφια ηχώ της, προϋποθέτει τη σύγχρονη αστική κοινωνία με τους ανάλογους υλικούς όρους διαβίωσης και το αντίστοιχο πολιτικό καθεστώς, προϋποθέσεις που στη Γερμανία έπρεπε πρώτα να κατακτηθούν (όπ. π.: 83). Έτσι, ο αληθινός σοσιαλισμός δεν ταυτίζεται απαραίτητα με κάποια κοινωνική τάξη, βρίσκεται σε απόσταση από το να εκπροσωπεί τα οράματα ή τα συμφέροντα μιας κοινωνικής μερίδας, αλλά επιχειρεί να «επιβάλει» μια φιλοσοφική τοποθέτηση στο πεδίο της πραγματικής ιστορικής κοινωνικής συγκρότησης. 3.2. Ο κριτικός-ουτοπικός σοσιαλισμός και κομμουνισμός Η περίπτωση του κριτικού-ουτοπικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού και η σχέση της με την κοινωνική τάξη που εκπροσωπεί είναι ακόμη πιο περίπλοκη από τις προηγούμενες αναφορές τους στα άλλα «είδη» σοσιαλισμών. Ήδη από τη Γερμανική Ιδεολογία τον έχουν κατατάξει στο υλιστικό στρατόπεδο, τουλάχιστον φιλοσοφικά, ενώ την ίδια στιγμή αρνούνται πως πρόκειται για την απευθείας εκπροσώπηση της υποτελούς κοινωνικής τάξης που προσιδιάζει στην αστική εποχή, του προλεταριάτου. Κι αυτό επειδή η τάξη αυτή θεωρούν ότι δεν είναι ακόμη συγκροτημένη σε τάξη δι εαυτήν και οι αναπτύξεις των ουτοπικών σοσιαλιστών αντιστοιχούν ακόμη σε μια πρώιμη περίοδό της. Εκεί άλλωστε εδράζεται και όλη τους η κριτική για τη δυνατότητά τους να είναι οι ίδιοι αυτοί που θα εκπροσωπήσουν με την πολιτική τους σκέψη και την επιστημονική τους θεμελίωση αυτή την κοινωνική τάξη, την ίδια ώρα που στους ουτοπικούς σοσιαλιστές προσάπτουν την κατηγορία ότι δεν επιχειρούν καν να εκπροσωπήσουν αυτή την έστω και ανώριμη τάξη, αλλά ότι θέλουν να υποστηρίξουν ιδεολογικά (φαντασιακά μπορούμε να πούμε) τη δυνατότητα ενός μετασχηματισμού της κοινωνίας χωρίς σαφή ταξικά χαρακτηριστικά. Από την άλλη, όπως θα δούμε, συνδέουν εξ αρχής την ύπαρξη του προλεταριάτου με τον ουτοπικό σοσιαλισμό, θεωρώντας τον αντανάκλαση αυτής της ύπαρξης. Αλλά Σελίδα 6 / 27

σε αυτές τις πολύ σημαντικές όψεις της ανάλυσης των Μαρξ-Ένγκελς θα αναφερθούμε αναλυτικά σε όσα ακολουθούν. Επανερχόμενοι τώρα, στην ενότητα για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές, ο τίτλος της ενότητας, μας φέρνει ήδη μπροστά σε μια ιδιαιτερότητα: Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν αναφέρονται απλώς στον ουτοπικό σοσιαλισμό, αλλά στον κριτικό-ουτοπικό σοσιαλισμό. Ο λόγος για τον οποίο επιλέγουν να προσθέσουν το προσδιοριστικό «κριτικός», μπορεί να αναζητηθεί στη γενική χρήση της έννοιας «κριτική» στο έργο (ειδικά) του Μαρξ. 6 Αυτή διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο, αποτελώντας έννοια-κλειδί ακόμη και για το Κεφάλαιο, το οποίο ο Μαρξ επέλεξε να συνοδεύσει με τον υπότιτλο Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, 7 δείχνοντας ότι σημείο εκκίνησής του για τη διατύπωση μιας θέσης αποτελεί πάντα η κριτική της υφιστάμενης (κυρίαρχης) θέσης και κυρίως η ανάδειξη της κοινωνικής κατάστασης που παράγει την αντίστοιχη ιδεολογία. Η συμπλήρωση με το επίθετο «κριτικός» επιδιώκει έτσι να αναδείξει ως κυρίαρχη πλευρά του ουτοπικού σοσιαλιστικού εγχειρήματος, ήδη από την αρχή, την κριτική προς την υφιστάμενη καπιταλιστική κοινωνική κατάσταση. Αν επιδιώκαμε μια σύγκριση με το ίδιο το μαρξικό έργο ως έργο «κριτικής στην πολιτική οικονομία», θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι οι συγγραφείς επιχειρούν μια ιστορική αναλογία ανάμεσα στη σημασία της κριτικής που άσκησε το μαρξικό έργο στον σύγχρονο ανεπτυγμένο βιομηχανικό καπιταλισμό, και τη σημασία του έργου των ουτοπικών σοσιαλιστών για την κριτική του πρώιμου καπιταλισμού. Άλλωστε, μια τέτοια εκτίμηση μπορεί να συναχθεί από το συνολικό έργο των Μαρξ και Ένγκελς για τον ουτοπικό σοσιαλισμό: Στη Γερμανική Ιδεολογία επιμένουν ότι ο Γκρυν αφήνει έξω από την οπτική του το σημαντικότερο μέρος της προσφοράς των Γάλλων σοσιαλιστών, που είναι η κριτική τους στην αστική τάξη, ενώ αργότερα ο Ένγκελς θα εγκωμιάσει τον Σαιν Σιμόν για την οξυδέρκειά του να αναγνωρίσει την ανάδειξη της αστικής τάξης σε κυρίαρχη κοινωνική τάξη, αλλά και την ταξική αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Αυτό με τη σειρά του εξηγεί εξ αρχής την αντιμετώπιση που έχουν απέναντι στους ουτοπικούς σοσιαλιστές: Τους αναγνωρίζουν μια στάση «κριτικής» προς την κυρίαρχη κοινωνική τάξη, η οποία αποτελεί και στο δικό τους έργο το πρώτο βήμα για τη διατύπωση του πολιτικού τους οράματος. 3.3. Η κριτική στους «πρώιμους» ουτοπικούς Οι Μαρξ και Ένγκελς επιχειρούν αρχικά να ξεκαθαρίσουν τη στάση τους απέναντι στο «πρώιμο» ουτοπικό ρεύμα, αυτό που τοποθετείται πριν την εμφάνιση των ουτοπικών σοσιαλιστών και έχει προφανώς 8 ως κύριους εκπροσώπους τους Thomas More [Μορ] και Francis Bacon [Μπέικον]. Γράφουν χαρακτηριστικά: Οι πρώτες προσπάθειες που έκανε το προλεταριάτο για να επιβάλει άμεσα τα δικά του ταξικά συμφέροντα και οι οποίες έγιναν σε εποχή γενικής αναταραχής, στην περίοδο της πτώσης της φεουδαρχικής κοινωνίας, ναυαγούσαν αναγκαστικά τόσο λόγω του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης του προλεταριάτου όσο κι επειδή δεν υπήρχαν οι υλικές προϋποθέσεις της απελευθέρωσής του, οι οποίες είναι προϊόν μόνο της αστικής εποχής (ό.π: 86). Εδώ γίνεται φανερό ότι βασικό καθοδηγητικό νήμα για την ανάλυση των Μαρξ και Ένγκελς, σε ό,τι αφορά εν γένει το πρώιμο ουτοπικό ρεύμα, είναι ότι αυτό αναπτύχθηκε σε μια εποχή που η ανάπτυξη του προλεταριάτου ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε παρά τη δημιουργία αυτών των «ανώριμων» ιδεών. Δύο είναι, κατά τη γνώμη μας, τα σημαντικά στοιχεία στα οποία πρέπει να σταθούμε: Πρώτον, ότι οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν το ουτοπικό ρεύμα συνολικά αντανάκλαση της ύπαρξης και κυρίως των προσπαθειών του προλεταριάτου για άμεση επιβολή των δικών του ταξικών συμφερόντων. Συνδέουν δηλαδή άμεσα την ύπαρξη του προλεταριάτου με τις ουτοπικές ιδέες, ακόμα και αν αυτές θεωρούνται ανώριμες. Με έναν τρόπο, οι ουτοπίες αποτελούν προσδιοριστικό στοιχείο για την ύπαρξη προλεταριάτου. Δεύτερον, ότι συνδέουν ευθέως, και μάλιστα γραμμικά, την έκβαση των προσπαθειών του προλεταριάτου για επιβολή των δικών του άμεσων ταξικών συμφερόντων με την ανάπτυξη της «αστικής εποχής», δηλαδή με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αυτή η διαπίστωση, παρά τις διάφορες θεωρητικές συνέπειες και το ενδιαφέρον που έχει, Σελίδα 7 / 27

δηλώνει σχεδόν ρητά ότι το προλεταριάτο προϋπήρξε της «αστικής εποχής», ότι δηλαδή υπήρξε πριν την ανάδυση του καπιταλισμού, 9 ενώ θεωρεί καταδικασμένη κάθε προσπάθεια για την επιβολή των συμφερόντων του προλεταριάτου πριν την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αφού έχουν τοποθετήσει την εμφάνιση του ουτοπικού ρεύματος εν γένει μέσα στις ιστορικές συνθήκες που το «γέννησαν» και έχουν φροντίσει να εξηγήσουν, γιατί τα πράγματα με αυτό το ρεύμα δεν μπορούσαν να πάνε αλλιώς, λόγω των περιορισμών που έθετε ακριβώς αυτό το ιστορικό πλαίσιο, χρεώνουν στο πρώιμο ουτοπικό ρεύμα αντιδραστικό περιεχόμενο: Η επαναστατική φιλολογία που συνόδευε αυτά τα πρώτα κινήματα του προλεταριάτου, είναι ως προς το περιεχόμενό της αναγκαστικά αντιδραστική [η έμφαση δική μας]. Διδάσκει έναν γενικό ασκητισμό και μια χοντροκομμένη εξίσωση (Στο ίδιο: 87). Οι ουτοπίες του Μορ και του Μπέικον, αντανακλούν λοιπόν τις προσπάθειες ενός ανώριμου προλεταριάτου, στο πλαίσιο ανώριμων κοινωνικών συνθηκών (μη καπιταλιστικών, με την αυστηρή έννοια του όρου), προσπάθειες που ήταν αναγκαστικά αντιδραστικές ως προς το περιεχόμενό τους. Εδώ η έμφαση είναι τόσο στο αναγκαστικά, όσο και στο αντιδραστικές. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, αποτελεί τη βασική ένδειξη μιας τελεολογικής αντίληψης για την εξέλιξη και ενός ιστορικισμού, αλλά και μιας αντίληψης για την ιδεολογία ως γραμμικής αντανάκλασης της κοινωνικής εξέλιξης στο μυαλό των ανθρώπων. Είναι λοιπόν δεδομένο, ότι αφού ο καπιταλισμός δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί, οι ιδέες που απέρρεαν από αυτήν την κοινωνική κατάσταση (αυτές δηλαδή που μπορούσαν να αντανακλαστούν στα μυαλά των ανθρώπων) δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ιδέες ώριμες, ολοκληρωμένες και σε τελική ανάλυση να έχουν για το προλεταριάτο επαναστατικό χαρακτήρα. Αντίστοιχα, εδώ γίνεται κατανοητή η πίστη στην ορθότητα της δικής τους θεωρίας, καθώς αυτή αποτελεί μια θεωρία που αναπτύσσεται σε μια περίοδο που (όπως επιμένουν παρακάτω) οι κοινωνικές συνθήκες είναι ώριμες ώστε να υπάρξει η κοινωνική επανάσταση και το ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Αυτή η πίστη τους άλλωστε, ενισχύεται συνέχεια και από την εκτίμηση ότι η επικείμενη καπιταλιστική κρίση είναι η τελευταία του παρόντος κοινωνικού συστήματος. 10 Γιατί όμως αυτές οι προσπάθειες είναι αναγκαστικά «αντιδραστικές»; Εδώ γίνεται ακόμη πιο έντονος ο ιστορικισμός των Μαρξ και Ένγκελς: Σύμφωνα με τη θεώρησή τους, κατά το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, επαναστατική τάξη είναι η αστική, οπότε η προσπάθεια άμεσης επιβολής των ταξικών συμφερόντων του προλεταριάτου εκείνη την περίοδο υπονομεύει την ανάπτυξη των επαναστατικών διαδικασιών που θα φέρουν πιο κοντά την αστική εποχή, από την οποία θα πάρει τη σκυτάλη η σοσιαλιστική εποχή, ενώ παράλληλα το προλεταριάτο θα πάρει τη σκυτάλη από την αστική τάξη για να ανακηρυχθεί από την Ιστορία επαναστατική τάξη. Και μάλιστα όχι οποιαδήποτε επαναστατική τάξη, αλλά η καθολική επαναστατική τάξη, αυτή που η ιστορική εξέλιξη προάλοιφε σταδιακά 11 για να αναλάβει την ευθύνη να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην ανώτερη μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών της σχέσεων και την εξάλειψη της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας. Πρόκειται λοιπόν για την εκδοχή των σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας που υποβόσκει στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς (όχι πάντα με την ίδια ένταση), αλλά και τη γενική τους αντίληψη (τουλάχιστον για την περίοδο που αναφερόμαστε) ότι η ιστορία προχωράει αναγκαστικά προς την πρόοδο, 12 και σε κάθε στάδιο αυτής της πορείας κάποια τάξη αναλαμβάνει το βαρύ φορτίο να εκπληρώσει το επαναστατικό καθήκον, με τελικό σκοπό της ίδιας της Ιστορίας τον Κομμουνισμό. Η ανωριμότητα, αλλά και ο αντικειμενικά αντιδραστικός χαρακτήρας του προλεταριάτου και των ουτοπικών ιδεών που αντανακλούν τη διεκδικητικότητά του, επισημαίνουν ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα, ότι τρόπον τινά, το προλεταριάτο δεν είχε ακόμη το «δικαίωμα» να διεκδικήσει την υλοποίηση των άμεσων δικών του αιτημάτων, ότι σε τελική ανάλυση, ακόμη και αυτή η υλοποίηση περνούσε μέσα από την καθοδήγηση της επαναστατικής διαδικασίας από την αστική τάξη και την έλευση της πολυπόθητης αστικής εποχής. Σε ό,τι αφορά, δε, το ίδιο το περιεχόμενο στο οποίο χρεώνει την αντιδραστικότητα των πρώιμων ουτοπικών, αυτό αφορά χαρακτηριστικά της ουτοπικής σκέψης που θα διατηρηθούν σε γενικές γραμμές στη σκέψη και των μετέπειτα ουτοπικών σοσιαλιστών: Ο ασκητισμός και ο εξισωτισμός των ουτοπικών αποτελεί τόσο εδώ, όσο και Σελίδα 8 / 27

γενικά για τους Μαρξ και Ένγκελς μια μόνιμη αιτίαση για την ανεπάρκεια της ουτοπικής και ουτοπικής-σοσιαλιστικής προσέγγισης. Πίσω από αυτήν την κατηγορία, υποβόσκει η κριτική για τον μη-πολιτικό χαρακτήρα της ουτοπικής σκέψης, την υποτίμηση από τους εκπροσώπους της τόσο της πολιτικής εν γένει, όσο και της πολιτικής δράσης ειδικότερα. Παράλληλα, το σχήμα του εξισωτισμού υπονοεί μια κριτική που θα συναντήσουμε και αργότερα: Ότι η ουτοπική σκέψη επιχειρεί έναν ενιαίο κοινωνικό μετασχηματισμό, υποτιμώντας τα διακριτά ταξικά συμφέροντα που βρίσκονται σε ανταγωνισμό μέσα στην κοινωνία. Η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς στο περιεχόμενο της πρώιμης ουτοπικής σκέψης αποτελεί τον άξονα για την αντίστοιχη κριτική στο περιεχόμενο του ουτοπικού σοσιαλισμού αργότερα. 3.4. Το βασικό νήμα της κριτικής στους ουτοπικούς σοσιαλιστές Έχοντας ξεκαθαρίσει τη στάση τους απέναντι στους πρώτους ουτοπικούς συγγραφείς, οι Μαρξ και Ένγκελς προχωράνε στην εξέταση των σοσιαλιστικών ουτοπικών ιδεών. Συνεχίζοντας το προηγούμενο επιχείρημά τους, σπεύδουν να επισημάνουν ότι: Τα πραγματικά σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά συστήματα, τα συστήματα του Σαιν Σιμόν, του Φουριέ, του Όουεν, κλπ., παρουσιάζονται στην πρώτη εμβρυακή περίοδο του αγώνα ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, που την αναπτύξαμε παραπάνω (βλ. «Αστοί και προλετάριοι») (ό.π: 87). Ευθύς εξ αρχής, οι Μαρξ και Ένγκελς τοποθετούν τους ουτοπικούς σοσιαλιστές συγγραφείς στην πλευρά των εκπροσώπων των πραγματικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών συστημάτων, και μάλιστα ενδεχομένως τους τοποθετούν και στη μεριά των εισηγητών αυτών των συστημάτων. Μ άλλα λόγια, τοποθετούν εξαρχής αυτούς τους συγγραφείς στην πλευρά του προλεταριάτου και μάλιστα του προλεταριάτου, που όπως θα έπρεπε να κάνει, παρουσιάζεται ανταγωνιστικό απέναντι στην αστική τάξη, η οποία πλέον είναι η κυρίαρχη τάξη κυριαρχία που μας επισημαίνουν με την παραπομπή στο πρώτο κεφάλαιο («αστοί και προλετάριοι»), όπου αναλύουν ακριβώς την ανάδυση της αστικής εποχής και της τάξης που την «φέρει μαζί της». Πρέπει όμως να προσέξουμε άλλη μια φράση-κλειδί: Οι Μαρξ και Ένγκελς αναφέρονται στην «πρώτη εμβρυακή περίοδο του αγώνα ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο». Αυτό είναι και το κεντρικό νήμα της κριτικής τους, το ίδιο νήμα που καθοδήγησε την κριτική τους απέναντι στους πρώτους ουτοπικούς, η «ανωριμότητα» των διεκδικήσεων του προλεταριάτου, η οποία τώρα επανεμφανίζεται με άλλο χαρακτήρα: οι διεκδικήσεις αυτές δεν είναι πλέον «αναγκαστικά αντιδραστικές», αλλά είναι αναγκασμένες, λόγω του ότι ακόμα βρισκόμαστε στην πρώτη εμβρυακή περίοδο του αγώνα ενάντια στην αστική τάξη, να είναι μερικές, αποσπασματικές, μη ολοκληρωμένες. Πριν, ήταν η ανωριμότητα των κοινωνικών συνθηκών που γένναγε αντιδραστικές ιδέες, όπως οι πρώτες ουτοπικές, που εκτός από ιστορικά αντιδραστικό χαρακτήρα είχαν και αντιδραστικό περιεχόμενο, τώρα (στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο) είναι τόσο η ανωριμότητα των κοινωνικών συνθηκών, όσο και η ανωριμότητα της πάλης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων τάξεων. Σε κάθε περίπτωση, κεντρικό νήμα της κριτικής τους παραμένει η αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών στις ιδέες. Η πρώιμη αυτή εποχή δεν θα μπορούσε παρά να γεννήσει, ίσως όχι αντιδραστικές, αλλά ανώριμες ακόμη ιδέες. 3.5. Τα κύρια σημεία κριτικής στο Μανιφέστο Σταχυολογώντας την κριτική που επιχειρούν οι Μαρξ και Ένγκελς στους ουτοπικούς σοσιαλιστές στο πλαίσιο του Μανιφέστου, πέρα από το κεντρικό νήμα που μόλις περιγράψαμε, το οποίο διαπερνά όλες τις επιμέρους κριτικές, εντοπίζουμε κυρίως τα εξής στοιχεία: Οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές δεν αποδίδουν στο προλεταριάτο κανέναν πολιτικό ρόλο και ιστορική αυτενέργεια, δεν το θεωρούν επαναστατική τάξη. Γράφουν: Οι εφευρέτες αυτών των συστημάτων βλέπουν την αντίθεση των τάξεων, όπως και τη δράση διαλυτικών στοιχείων μέσα στην κυρίαρχη κοινωνία, δεν βλέπουν όμως το προλεταριάτο να έχει καμία ιστορική αυτενέργεια Σελίδα 9 / 27

ή δικό του πολιτικό κίνημα (όπ. π.: 87). Παρακάτω επιμένουν, ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές: Θεωρούν άχρηστη κάθε πολιτική δράση και κυρίως κάθε επαναστατική δράση, θέλουν να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς τους με ειρηνικά μέσα και προσπαθούν να ανοίξουν δρόμο στο νέο κοινωνικό ευαγγέλιο με μικρά πειράματα, που φυσικά αποτυχαίνουν, και με τη δύναμη του παραδείγματος (όπ. π.: 88). Πρόκειται για την κριτική που απαντάται συχνότερα από όλες στα γραπτά των Μαρξ και Ένγκελς και στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Το έλλειμμα απόδοσης ιστορικής αυτενέργειας στο προλεταριάτο, για το οποίο κατηγορούν τους ουτοπικούς σοσιαλιστές, αφορά την ιδιαίτερη αντίληψη των Μαρξ και Ένγκελς για την ιστορική κοινωνική εξέλιξη, ως επακόλουθο της δράσης ενός ιστορικού υποκειμένου, μιας τάξης που δρα ως μέσο για την εκπλήρωση ενός ιστορικού σκοπού. Όμως σε αυτό το σημείο, πέρα από τον ιδιαίτερο ιδεολογικό χρωματισμό των συγγραφέων, πολύ σημαντικότερη είναι η επισήμανσή τους, ότι οι ουτοπικοί υποτιμούν την πολιτική στρατηγική, βάζουν σε πρώτο πλάνο τον στοχασμό και τη φαντασία, την ιδεολογική προβολή της άλλης κοινωνίας. Η όποια «πολιτική» δράση των ουτοπικών σοσιαλιστών αφορά την αναπαράσταση των κοινωνικών συνθηκών που προσδοκούν σε κλειστά, μικρά πειράματα τα οποία οργανώνονται αποκομμένα από τις κοινωνικές διεργασίες, σαν να ήταν ενός είδους «παραστάσεις». Αυτή η πρακτική θεωρείται από τους Μαρξ και Ένγκελς ότι αποπροσανατολίζει τόσο τους ίδιους, όσο και την εργατική τάξη από την πραγματική πολιτική δράση. Με την έννοια αυτή, στο έργο των ουτοπικών σοσιαλιστών, το προλεταριάτο δεν αποτελεί επαναστατική τάξη, καθώς δεν αποτελεί το υποκείμενο που θα οργανωθεί για να καθοδηγήσει μια επαναστατική διαδικασία, ένα ξεπέρασμα της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης προς όφελος μιας επόμενης που να προσιδιάζει στα δικά του συμφέροντα. Δεύτερο βασικό σημείο στην κριτική των Μαρξ και Ένγκελς στο Μανιφέστο, είναι ότι επιχειρούν να υποκαταστήσουν το έλλειμμα πραγματικών ιστορικών συνθηκών και προϋποθέσεων για την απελευθέρωση του προλεταριάτου με φαντασιοκοπίες, αναζητώντας αυτές τις προϋποθέσεις στην (υποτιθέμενη) επιστήμη: Δεν βρίσκουν τις κατάλληλες υλικές συνθήκες για την απελευθέρωση του προλεταριάτου και ψάχνουν για μια κοινωνική επιστήμη, για κοινωνικούς νόμους, με σκοπό να δημιουργήσουν αυτές τις προϋποθέσεις (όπ. π.: 87). Αυτή η φανταστική απεικόνιση της μελλοντικής κοινωνίας εμφανίζεται σε μιαν εποχή όπου το προλεταριάτο δεν έχει καθόλου εξελιχθεί και συνεπώς συλλαμβάνει με τη φαντασία του την ίδια του τη θέση, ωθούμενο από τους πρώτους ακαθόριστους πόθους του για ένα γενικό μετασχηματισμό της κοινωνίας (όπ. π.: 88). Εδώ ο ιστορικισμός των Μαρξ και Ένγκελς εμφανίζεται και πάλι: Ο λόγος που οι ουτοπικοί σοσιαλιστές δεν μπορούν να βρουν τις κατάλληλες συνθήκες για την απελευθέρωση του προλεταριάτου, είναι η ανωριμότητα της εποχής, αφού οι ταξικές αντιθέσεις «ακολουθούν κατά βήμα την ανάπτυξη της βιομηχανίας». Η αγωνία λοιπόν των ουτοπικών να απελευθερώσουν το προλεταριάτο, τους κάνει να αναζητούν λύσεις έξω από την «διαλεκτική κίνηση» της ιστορίας, έξω από όσα η ίδια κυοφορεί και τα οποία έχουν άμεση αντανάκλαση στις δυνατότητες κάθε εποχής. Με την έννοια αυτή, οι σοσιαλιστές αυτοί είναι «ουτοπικοί» γιατί η επιστήμη που αναζητούν αποτελεί κυρίως προϊόν της φαντασίας τους, και όχι μια επιστήμη που αφορμάται από «ώριμα» δεδομένα της ιστορικής περιόδου. Επειδή αυτά δεν υπάρχουν και άρα η κοινωνική δράση λείπει, αναγκάζονται να την υποκαταστήσουν με τη δική τους εφευρετική δράση. Παρακάτω, συνοψίζουν ως εξής τα επιχειρήματά τους: Στη θέση της κοινωνικής δράσης πρέπει να μπει η δική τους προσωπική, εφευρετική δράση, στη θέση των ιστορικών προϋποθέσεων της απελευθέρωση μπαίνουν φανταστικές προϋποθέσεις, στη θέση της βαθμιαίας αναπτυσσόμενης οργάνωσης του προλεταριάτου σε τάξη μπαίνει μια κατασκευασμένη οργάνωση της κοινωνίας. Γι αυτούς, η μελλοντική παγκόσμια ιστορία ανάγεται στην προπαγάνδα και στην πρακτική εφαρμογή των Σελίδα 10 / 27

κοινωνικών τους σχεδίων (όπ. π.: 87). Το απόσπασμα αυτό συνοψίζει τους βασικούς άξονες της κριτικής που οι Μαρξ και Ένγκελς ασκούν στους ουτοπικούς σοσιαλιστές στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Όμως, πέρα από όσα αναφέραμε ήδη, έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι δεν προσάπτουν στους ουτοπικούς μια πλήρη αποτυχία της διαλεκτικής τους μεθόδου (αν μπορούμε να το πούμε), αλλά μια υποκατάσταση των «σωστών» «υποκειμένων» με τα λαθεμένα: Πρώτον, τόσο για τους Μαρξ και Ένγκελς όσο και για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές, η απελευθέρωση του προλεταριάτου απαιτεί κάποιου είδους δράση (πολιτική πρακτική θα λέγαμε). Απλώς οι πρώτοι υποκαθιστούν την κοινωνική δράση με τη δική τους ατομική, εφευρετική δράση, με άλλα λόγια υποτιμούν τη μαζική πολιτική δράση και θεωρούν ότι κρίσιμος κόμβος για την απελευθέρωση του προλεταριάτου είναι ο στοχασμός τους για μια άλλη κοινωνία και το πως θα λειτουργεί αυτή. Δεύτερον, η απελευθέρωση του προλεταριάτου έχει προϋποθέσεις, οι οποίες για τους Μαρξ και Ένγκελς είναι ιστορικές, σχετίζονται όπως είδαμε με την έλευση της αστικής εποχής και την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας, ενώ για τους ουτοπικούς αυτές οι προϋποθέσεις είναι ιδεολογικές και σχετίζονται με την προβολή της κοινωνίας που οραματίζονται, σαν να απαιτείται μόνο μια πειστική προπαγάνδα. Τρίτον, η πολυπόθητη απελευθέρωση απαιτεί οργάνωση, όχι όμως μια κατασκευασμένη οργάνωση της κοινωνίας που προβάλλουν οι ουτοπικοί, αλλά τη βαθμιαία οργάνωση του προλεταριάτου «σε τάξη». Οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούν ότι το ίδιο το προλεταριάτο δεν έχει εξελιχθεί ώστε να μπορεί να συλλάβει τη δυνατότητα της κοινωνίας που προπαγανδίζουν οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, δεν έχει αποτελέσει ακόμη τάξη δι εαυτήν, σύμφωνα με τη γνωστή τους αντίληψη. Το τρίτο βασικό σημείο στην κριτική των Μαρξ και Ένγκελς στο Μανιφέστο, είναι ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αποκρύπτουν τις ταξικές αντιθέσεις της κοινωνίας. Αυτό το χρεώνουν τόσο στο χαμηλό επίπεδο του ταξικού αγώνα, όσο και στην ίδια την κοινωνική τους θέση. Γράφουν: [...] τους κάνει να νομίζουν ότι βρίσκονται πάνω από κάθε ταξική αντίθεση. Επιδιώκουν να καλυτερεύσουν τη θέση όλων των μελών της κοινωνίας, ακόμη και των ευκατάστατων. Γι αυτό απευθύνονται συνεχώς σ όλη την κοινωνία χωρίς διάκριση, και κατά προτίμηση στην κυρίαρχη τάξη (όπ. π.: 88). Αυτή η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς έρχεται μετά την αναγνώριση από τη μεριά τους ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές προβαίνουν σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό για το σοσιαλιστικό κίνημα έργο: την κριτική της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης, που σημαίνει την ανάδειξη των κοινωνικών ανισοτήτων και αντιθέσεων στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας. Με την έννοια αυτή, οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνωρίζουν έμμεσα ότι οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αποκαλύπτουν τις ταξικές αντιθέσεις στο καπιταλιστικό κοινωνικό πλαίσιο. Σε αυτό άλλωστε θα επανέλθει αργότερα και ο Ένγκελς εξαίροντας την οξυδέρκεια του Σαιν Σιμόν στην αναγνώριση της ταξικής πάλης ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο κατά την ανάδυση της αστικής εποχής. Όμως, την ίδια στιγμή που οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αναδεικνύουν, ακόμη και χωρίς να το σημειώνουν ρητά μέσα από μια πλήρη ταξική ανάλυση, την ύπαρξη ταξικών αντιθέσεων, προβάλλουν την επιδίωξη για καλυτέρευση της θέσης όλων των μελών της κοινωνίας. Η κοινωνία αποτελεί γι αυτούς ένα «σύστημα», τρόπον τινά, ενιαίο, που παρά τις ταξικές διαιρέσεις στο εσωτερικό του, ο μετασχηματισμός του θα το αφορά ως τέτοιο, ως ενιαίο σύστημα. Με την έννοια αυτή, η κριτική των Μαρξ και Ένγκελς για απόκρυψη των ταξικών αντιθέσεων έχει πραγματική βάση, αφού ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα στοχεύει, σύμφωνα με τη μαρξική αντίληψη, στην οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας που θα προσιδιάζει στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της επαναστατικής τάξης, δηλαδή του προλεταριάτου. Με την έννοια αυτή, δεν μπορεί να ευνοεί την κοινωνία γενικά, αλλά να σηματοδοτήσει την καταστροφή των ανταγωνιστικών προς την επαναστατική τάξη συμφερόντων, δηλαδή την καταστροφή, το ξεπέρασμα της αστικής τάξης. Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές κατηγορούνται από τους Μαρξ και Ένγκελς ότι προβάλλουν έναν φαντασιακό μετασχηματισμό που δεν μπορεί να επέλθει ως τέτοιος, καθώς πάντα μια ταξική κοινωνία σηματοδοτεί την κυριαρχία, οικονομική και πολιτική, μιας τάξης επί άλλων τάξεων. Επομένως, μια κοινωνία που θα διατηρούσε στο εσωτερικό της την υφιστάμενη Σελίδα 11 / 27

στον καπιταλισμό ταξική διαίρεση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από την αστική κοινωνία. Με την έννοια αυτή, ενώ οι ουτοπικοί σοσιαλιστές εντοπίζουν τις ταξικές αντιθέσεις δεν τις αναλύουν σωστά, ενώ δεν έχουν καταφέρει να ψηλαφίσουν κανένα σχέδιο ξεπεράσματός τους. Στο τέταρτο στοιχείο της κριτικής τους στους ουτοπικούς σοσιαλιστές, οι Μαρξ και Ένγκελς διατυπώνουν μια πολιτική κριτική. Θεωρούν ότι επειδή «η ανάπτυξη και διαμόρφωση του ταξικού αγώνα είναι σε αντίστροφη σχέση με τη σημασία του ουτοπικού σοσιαλισμού», η προσκόλληση των ουτοπικών σοσιαλιστών και κυρίως των μαθητών τους «στη φανταστική ανύψωση πάνω από τις ταξικές αντιθέσεις», τους οδηγεί στην προσπάθεια να «αμβλύνουν τον ταξικό αγώνα και να συμβιβάσουν τις αντιθέσεις» (όπ. π.: 89). Αποτέλεσμα της εμμονής τους αυτής είναι να οδηγούνται σε αντιδραστικές θέσεις. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούνται οι Μαρξ και Ένγκελς και από έναν άλλο δρόμο: Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, επιμένουν στην πραγματοποίηση με πειραματικό τρόπο των κοινωνικών τους ουτοπιών (φαλανιστήρια του Φουριέ, Ικαρία του Καμπέ κλπ.), για την πραγματοποίηση των οποίων «πρέπει να κάνουν έκκληση στη φιλανθρωπία της αστικής τάξης και του αστικού πορτοφολιού» (όπ. π.: 89). Και αυτή η «απόκλιση» των ουτοπικών σοσιαλιστών έχει αποτέλεσμα να πέφτουν στην αντίδραση, δηλαδή η «πολιτική» στάση που επιλέγουν να είναι λαθεμένη και ανταγωνιστική με το όραμα που θέλουν τυπικά να εξυπηρετήσουν. Παρά τον βασικό κορμό της κριτικής των Μαρξ και Ένγκελς στους ουτοπικούς σοσιαλιστές, που αποτελεί μια προσπάθεια αποδόμησης στοιχείων του έργου τους, αυτοί δεν απορρίπτουν συλλήβδην την προσφορά των ουτοπικών σοσιαλιστών. Άλλωστε, η αντιμετώπιση του ρεύματος αυτού από τη σκοπιά των Μαρξ και Ένγκελς ήταν μια αμφίρροπη αντιμετώπιση. Χαρακτηριστική της προσπάθειας να αναδείξουν και τα θετικά σημεία είναι η επιμονή ότι τα κείμενα των ουτοπικών σοσιαλιστών έχουν κριτικά στοιχεία, αφού επιτίθενται στις βάσεις της αστικής κοινωνίας, προσφέροντας υλικό μεγάλης αξίας για τη διαφώτιση των εργατών. Παράλληλα, οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνωρίζουν τη συμβολή των ουτοπικών σοσιαλιστών στο επίπεδο της διατύπωσης κάποιων θετικών προτάσεων για τη μελλοντική κοινωνία, οι οποίες εκφράζουν την τάση για κατάργηση των ταξικών αντιθέσεων. Μπορεί οι θέσεις αυτές να θεωρούνται από τους Μαρξ και Ένγκελς πρώιμες και για τον λόγο αυτό να χαρακτηρίζονται και ως ουτοπικές, δεν παύουν όμως να έχουν χαρακτηριστικά χρήσιμα και να περιγράφουν την αναγκαιότητα για μια άλλη κοινωνία πέρα από τον καπιταλισμό. 3.6. Οι Μαρξ και Ένγκελς του Μανιφέστου: Μερικά συμπεράσματα Όπως γίνεται φανερό, η στάση των Μαρξ και Ένγκελς στο Μανιφέστο διαφέρει σημαντικά από εκείνη που κρατούσαν απέναντι στους ουτοπικούς σοσιαλιστές δύο μόλις χρόνια νωρίτερα, στη Γερμανική Ιδεολογία. Αυτή τη διαφορά μπορεί να την εξηγήσουμε, αν λάβουμε υπόψη τον βασικό χαρακτήρα των δύο κειμένων: Το πρώτο αποτελεί ένα φιλοσοφικό δοκίμιο που επιχειρεί να αποκρούσει τον γερμανικό ιδεαλισμό και άρα υπερασπίζεται τον φιλοσοφικό υλισμό των ουτοπικών σοσιαλιστών απέναντι στην επίθεση της γερμανικής, ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Το δεύτερο αποτελεί ένα κείμενο πολιτικό και ως εκ τούτου ένα κείμενο εξ ορισμού πολεμικό. Στόχο έχει να επηρεάσει τους ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες και στο πλαίσιο αυτό οφείλει να συγκρουστεί με τις λαθεμένες προτάσεις των ουτοπικών σοσιαλιστών που συσκοτίζουν τη σοσιαλιστική ιδεολογία και στρατηγική, και αποπροσανατολίζουν τις εργατικές μάζες τόσο από τον ιστορικό και πολιτικό τους σκοπό, όσο και από τη συνειδητοποίησή τους. Άλλωστε, το Μανιφέστο αναζητά πρωτόκολλα εγκυρότητας του πολιτικού του προτάγματος στην επιστημονική ανάλυση που φέρνει μαζί του και όχι στη φιλοσοφική του αντιπαράθεση με τον ιδεαλισμό. Και στο επιστημονικό πεδίο, η αντίθεση των Μαρξ και Ένγκελς με τους ουτοπικούς σοσιαλιστές είναι τόσο άμεση όσο και έμμεση: Άμεση, γιατί οι κατηγορίες και τα εργαλεία που μεταχειρίζονται οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, παρά τη σημαντική τους συνεισφορά στην κριτική της υφιστάμενης κατάστασης, είναι εργαλεία μη επιστημονικά, φαντασιακά, όσο επίσης φαντασιακές είναι και οι μέθοδοι ξεπεράσματος που προτείνουν, και έμμεση, γιατί υποστηρίζουν τη θέση ότι η δική τους προσέγγιση είναι η μόνη επιστημονική, σε αντιπαράθεση με την προσπάθεια των ουτοπικών σοσιαλιστών να επικαλεστούν επιστημονικότητα για τις «φαντασιώσεις» τους. Σελίδα 12 / 27