Εγγυήσεις τηρήσεως και προστασίας του Συντάγματος

Σχετικά έγγραφα
Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 10. Εγγυήσεις τήρησης και προστασίας του Συντάγματος

Σελίδα 1 από 5. Τ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

IV. ΜΟΝΤΕΛΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Ενότητα 5 η : Δημοκρατία Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

A8-0469/79. Helmut Scholz, Merja Kyllönen, Jiří Maštálka, Patrick Le Hyaric, Paloma López Bermejo εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Συνταγματικό Δίκαιο (Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας) LAW 102

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Συνταγματικό Δίκαιο. μεταβολές του Συντάγματος Λίνα Παπαδοπούλου. Ενότητα 9: Άτυπες τροποποιήσεις και άδηλες

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ενότητα 1 η : Θεμελίωση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

Γεράσιμος Θεοδόσης «Συνταγματική Αναθεώρηση και Συνταγματικό Δικαστήριο»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ι. Η έννοια του δικαίου. 1. Ορισμός του κανόνα δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Εμβάθυνση δημοσίου δικαίου: Μαθήματα στο Συνταγματικό Δίκαιο

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Λίνα Παπαδοπούλου. Μοντέλα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων - Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος

17η ιδακτική Ενότητα ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ 40/1998 ΑΠ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/2275(INI)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Transcript:

Kεφάλαιο 6 Εγγυήσεις τηρήσεως και προστασίας του Συντάγματος Ι. ΟΙ ΕΓΓΥΉΣΕΙΣ ΤΗΡΉΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ ΓΕΝΙΚΆ Α. ΚΑΤΗΓΟΡΊΕΣ ΚΑΙ ΕΊΔΗ ΕΓΓΥΉΣΕΩΝ 310 Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ Τα Συντάγματα θεσπίζονται με την προσδοκία να αντέξουν στον χρόνο και με στόχο να εξασφαλίσουν στους πολίτες ένα σταθερό και πάγιο κανονιστικό πλαίσιο ομαλής πολιτικής διαβίωσης. Ο όρος «σύνταγμα» είναι, άλλωστε, συνώνυμος με την «οργάνωση» ή την «τάξη» και συνδέεται με τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος που εγκαθιδρύεται μαζί του 1. Τη σταθερότητα, τη διάρκεια και την ασφάλεια του πολιτεύματος υπηρετούν, εξάλλου, ο γραπτός, τυπικός και αυστηρός χαρακτήρας των συνταγματικών ρυθμίσεων. Μόνο που οι σύμφυτες σε κάθε τυπικό Σύνταγμα τυπικές αυτές ιδιότητές του δεν αρκούν από μόνες τους να διασφαλίσουν τη σταθερότητα των θεμελιωδών κανόνων της πολιτικής διαβίωσης. Αλλά ούτε η απλή και αυθόρμητη συνταγματική νομιμοφροσύνη των πολιτών και των πολιτικών δυνάμεων είναι σε θέση να εγγυηθεί μια θεσμική σταθερότητα και πολιτική ισορροπία. Η υπεράσπιση της συνταγματικής νομιμότητας

178 και σταθερότητας χρειάζεται ειδικούς θεσμούς και ειδικές διαδικασίες που να διασφαλίζουν την πιστή, κατά το δυνατόν, τήρηση του Συντάγματος και την προστασία του πολιτεύματος από υπονομεύσεις και ανατροπές. Η μελέτη των εγγυήσεων της συνταγματικής νομιμότητας επιβάλλει τη διάκριση μεταξύ της προστασίας του Συντάγματος από την απλή τήρησή του. Η προστασία του Συντάγματος ή του πολιτεύματος από ενδεχόμενη κατάλυσή του διαφέρει από την τήρηση και εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων εν γένει, αν και τήρηση και προστασία αποτελούν δύο παράλληλους, μεν, συνεχόμενους, όμως, στόχους, που ενυπάρχουν ως εγγυήσεις σε κάθε συνταγματική ρύθμιση. Η πρώτη μορφή εγγύησης ταυτίζεται με την προστασία του πολιτεύματος, αφορά την ύπαρξη ή τα θεμέλια του Συντάγματος η δεύτερη μορφή αναφέρεται στη λειτουργία του πολιτεύματος και ενδιαφέρεται για την καθημερινή εφαρμογή του Συντάγματος. Η εκπλήρωση της πρώτης ανατίθεται σε ένα όργανο θεσμικά μεν ουδέτερο, φορέα όμως δύναμης και οπλισμένο με ικανότητα πολιτικής απόφασης (μονάρχης και γενικά αρχηγός του κράτους, κόμμα ή κοινοβούλιο, ή και το σύνολο των πολιτών κ.ά.), που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί το συνταγματικό πολίτευμα σε εξαιρετικές καταστάσεις από δυνάμεις που απειλούν την υπόσταση και επιδιώκουν την κατάλυσή του. Η δεύτερη εγγύηση έχει ανατεθεί, αντίθετα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κυρίως από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά σε ένα ειδικό όργανο, πολιτικά ουδέτερο, προικισμένο όμως με την εξουσία να επιλύει με τρόπο δικαιοδοτικό πολιτικές διαφορές ή διαφορές μεταξύ κρατικών οργάνων ή διαφορές από πράξεις των νομοθετικών οργάνων. Τον σκοπό αυτόν εκπληρώνει βασικά η συνταγματική δικαιοσύνη, μια ιδιαίτερη κρατική δικαιοδοσία με

179 δικαιοδοτική αποστολή, την οποία σε μας μεν έχει αναλάβει και επιτελεί ο κοινός δικαστής, όταν ασκεί παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ενώ στις ευρωπαϊκές χώρες έχουν αναλάβει κρατικά όργανα, πολιτικά και θεσμικά ανεξάρτητα, επιφορτισμένα ειδικά και αποκλειστικά με το καθήκον επίλυσης συνταγματικών διαφορών, τα οποία αποκαλούνται Συνταγματικά Δικαστήρια 2. Η προστασία του Συντάγματος, γενικά, θα πρέπει, επομένως, να διακρίνεται από την τήρηση και την καθημερινή φροντίδα της εφαρμογής του. Η πρώτη, η «προστασία» αφορά το Σύνταγμα συνολικά ως πολίτευμα και αναφέρεται στις οργανωτικές βάσεις του, στις θεμελιώδεις αρχές που του προσδίδουν ταυτότητα και συνθέτουν τον σκληρό πυρήνα της συνταγματικής τάξης που δεν επιδέχεται προσβολή καλύπτει το πολίτευμα από απόπειρες ανατροπής ή κατάλυσής του. Η δεύτερη, η «εγγύηση τηρήσεως» αναφέρεται, ειδικότερα, στην καθημερινή εφαρμογή του Συντάγματος, περιορίζεται στη διασφάλιση της τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας και αποβλέπει στην αποτροπή επί μέρους παραβιάσεων των συνταγματικών κανόνων από τους ασκούντες την κρατική εξουσία 3. Με το χρέος, γενικά, της τήρησης του ισχύοντος Συντάγματος βαρύνονται, πάντως, όλοι οι εκάστοτε φορείς της εξουσίας και εφαρμοστές του Συντάγματος και όχι μόνον η συνταγματική δικαιοσύνη. Τα κρατικά όργανα οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις και να συμμορφώνονται με αυτές. Ως προς την απαίτηση προστασίας και υπεράσπισης της συνταγματικής νομιμότητας, αυτή απευθύνεται μεν στους πάντες, άρχοντες και αρχόμενους, βαρύνει, όμως, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το πολίτευμά μας, πρωταρχικά τους πολίτες, οι οποίοι καλούνται να το υπερασπιστούν σε εξαιρετικές καταστάσεις, όταν απειλείται το ίδιο με κατάλυση.

180 Είναι φυσικό το ίδιο το Σύνταγμα να ενδιαφέρεται για την «αυτοσυντήρησή του» 4 και τη συμμόρφωση των κρατικών οργάνων στις συνταγματικές επιταγές και να προβλέπει και να οργανώνει για τον λόγο αυτόν εγγυήσεις τηρήσεως και προστασίας ή υπεράσπισης της συνταγματικής νομιμότητας, δηλαδή του Συντάγματος 5, από ενδεχόμενες παραβιάσεις, καταδολιεύσεις ή επαπειλούμενες καταλύσεις και ανατροπές της συνταγματικής τάξης. 311 ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΉΣΕΙΣ ΤΗΡΉΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ Ως ε γ γ υ ή σ ε ι ς τ ο υ Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς, ο Μάνεσης ορίζει, τις «κυρώσεις» με την ευρεία του όρου έννοια, που τίθενται από το Σύνταγμα και αποβλέπουν στην περιστολή της κρατικής εξουσίας και στη διασφάλιση της συμμόρφωσης των κρατικών οργάνων προς τις διατάξεις του 6. Την τήρηση πάντως του Συντάγματος εξυπηρετούν, ούτως ή άλλως, το σύνολο των θεσμών και των διαδικασιών που οργανώνουν την άσκηση των εξουσιών και προβλέπουν τη λήψη των αποφάσεων των συνταγματικών οργάνων. Μέσα από τη σύμπραξη, την αλληλεξάρτηση και την αλληλοεπίδραση των εξουσιών εξασφαλίζεται ο αμοιβαίος έλεγχός τους και ο εξαναγκασμός τους σε συμμόρφωση προς τις συνταγματικές επιταγές. Οι συνταγματικοί κανόνες έχουν, μεταξύ των άλλων, ως γνώρισμά τους την απουσία άμεσων και ειδικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασής τους. Την έλλειψη, ακριβώς, κυρωτικής λειτουργίας των συνταγματικών κανόνων επιδιώκουν να καλύψουν οι γενικές και ειδικές εγγυήσεις τηρήσεώς τους. Όταν με τις εγγυήσεις σκοπείται η παρεμπόδιση και αποτροπή αντισυνταγματικής συμπεριφοράς, οι εγγυήσεις αποκαλούνται προληπτικές, ενώ όταν επιδιώκεται η επανόρθωση και αποκατάσταση της συνταγματι-

181 κής τάξης που παραβιάστηκε, έστω και σε ορισμένα σημεία, με την περιστολή, την αδρανοποίηση ή και την άρση της αντισυνταγματικής συμπεριφοράς, τότε οι εγγυήσεις αποκαλούνται κατασταλτικές. Μεταξύ των κατασταλτικών εγγυήσεων συγκαταλέγονται ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και το δικαίωμα αντίστασης, αν και το τελευταίο λειτουργεί τελικά ως προληπτική εγγύηση. 312 Β. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΈΓΙΣΤΕΣ ΓΕΝΙΚΈΣ ΕΓΓΥΉΣΕΙΣ ΤΗΡΉΣΕΩΣ ΕΝΌΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΎ ΠΟΛΙΤΕΎΜΑΤΟΣ Τρεις είναι κατά τον (πατέρα) Σαρίπολο 7 οι μέγιστες εγγυήσεις ενός συνταγματικού πολιτεύματος: η διάκριση των εξουσιών, η δημοσιότητα των αποφάσεων και ενεργειών των κρατικών οργάνων, και η ευθύνη των δημοσίων αρχών. 313 Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ Α) Με τη δ ι ά κ ρ ι σ η τ ω ν ε ξ ο υ σ ι ώ ν θα ασχοληθούμε διεξοδικά στο οικείο κεφάλαιο.

182 Εγγυήσεις τηρήσεως και προστασίας του Συντάγματος 314 Η ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ Β ) Η δημοσιότητα, την οποία ο ίδιος συγγραφέας αποκαλεί «σφυγμό της ελευθερίας», επιβάλλει στις δημόσιες αρχές να ενεργούν πάντα δημόσια και όχι μυστικά ή κρυφά να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους και να ενεργούν υπό το φως της ημέρας, υπό το άγρυπνο βλέμμα του λαού και υπό τον διαρκή έλεγχο της κοινής γνώμης. Με τον τρόπο αυτόν ο «λαός διδάσκεται το προς τας αρχάς οφειλόμενον σέβας εκ του παραδείγματος αυτών και υπακούει εκουσίως εις τους νόμους» 8. 315 Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΡΧΩΝ Γ) Αλλά η κρατίστη των εγγυήσεων τηρήσεως του Συντάγματος θα πρέπει να θεωρηθεί η ε υ θ ύ ν η τ ω ν α ρ χ ώ ν : «τελευταία δε, αλλά και η πασών των πολιτικών εγγυήσεων κορωνίς, εστίν η ευθύνη των αρχών» 9. Η ευθύνη των αρχών εμφανίζεται με τρεις όψεις: ηθική, πολιτική και ποινική: ηθική(-πολιτική) ευθύνη φέρουν ενώπιον του λαού για τις πράξεις τους και υπόκεινται στον έλεγχό του και οι τρεις εξουσίες πολιτική ευθύνη σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα φέρει κυρίως και πρωταρχικά η Κυβέρνηση και οι Υπουργοί ειδική ποινική ευθύνη φέρουν οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι Υπουργοί. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πολιτικά ανεύθυνος για όλες τις πράξεις που υπογράφουν οι αρμόδιοι Υπουργοί, οι οποίοι και φέρουν αποκλειστικά την πολιτική ευθύνη των πράξεων αυτών. Ευθύνη υπάρχει εκεί που υπάρχει εξουσία, και όπου εξουσία εκεί και ευθύνη. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αποστερημένος αποφασιστικών αρμοδιοτήτων, σε ό,τι αφορά κυρίως την άσκηση της γενικής πολιτικής, δεν είναι δυνατόν να φέρει την πολιτική ευθύνη αποφάσεων που λαμβάνουν

183 τα κρατικά όργανα τα οποία ασκούν εξουσία και είναι επιφορτισμένα με την πολιτική διεύθυνση της χώρας. Το πολιτικά ανεύθυνο του αρχηγού κράτους καθιερώνεται στο άρθρο 35 παρ. 1Σ, που ορίζει ότι «καμία πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμοδίου Υπουργού, ο οποίος με μόνη την υπογραφή του γίνεται υπεύθυνος». Για τον ίδιο λόγο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει και περιορισμένη ποινική ευθύνη: «δεν ευθύνεται οπωσδήποτε για πράξεις που έχει ενεργήσει κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, παρά μόνο για εσχάτη προδοσία ή παραβίαση, με πρόθεση, του Συντάγματος». Οι Υπουργοί, επειδή ασκούν ένα υπέρτατο δημόσιο λειτούργημα, φέρουν στο έπακρον την τριπλή ευθύνη με την οποία είναι, κατά τον Σαρίπολο 10, επιβαρημένες όλες κατ αρχήν οι δημόσιες αρχές: με την ηθική, διότι κάθε πολίτης δικαιούται να κρίνει, να επικρίνει και να κατακρίνει δημόσια, προφορικά και εγγράφως ή διά του τύπου κάθε δημόσιο λειτουργό και βεβαίως κατά πρώτο και κύριο λόγο τους Υπουργούς, κάνοντας χρήση του ατομικού και πολιτικού του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 14Σ και διασφαλίζει την ελευθερία του λόγου και του τύπου με την πολιτική, διότι ευθύνονται ενώπιον της Βουλής, την εμπιστοσύνη της οποίας πρέπει να απολαμβάνουν διαρκώς κατά το άρθρο 84Σ και οφείλουν να λογοδοτούν ενώπιον της, απαντώντας σε ερωτήσεις και επερωτήσεις των βουλευτών κάθε φορά που χρειάζεται με την ποινική ευθύνη, διότι διώκονται με ειδική διαδικασία μόνον από τη Βουλή, που ασκεί στο θέμα αυτό αποκλειστική αρμοδιότητα, και δικάζονται ενώπιον Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου για «ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους», σύμφωνα με το άρθρο 86 του ισχύοντος Συντάγματος.

184 Η ευθύνη πάντως που αρμόζει σε πολιτικά πρόσωπα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα σε ένα εξελιγμένο δημοκρατικό πολίτευμα είναι η πολιτική και σε αυτήν συμπυκνώνονται, τελικά, και οι τρεις όψεις της ευθύνης. Η ποινική ευθύνη μόνον αποτρεπτικά λειτουργεί και ενεργοποιείται σπάνια και σε ακραίες περιπτώσεις: οι Υπουργοί λογαριάζουν άλλωστε περισσότερο την πολιτική από την ποινική ευθύνη. Γ. ΔΎΟ ΕΛΆΣΣΟΝΕΣ ΕΙΔΙΚΈΣ ΕΓΓΥΉΣΕΙΣ ΤΗΡΉΣΕ- ΩΣ ΤΟΥ ΙΣΧΎΟΝΤΟΣ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ Στην ισχύουσα ελληνική συνταγματική τάξη μπορεί κανείς να διακρίνει, πριν φθάσει στον ρητά προβλεπόμενο στο άρθρο 93 παρ. 4Σ. δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, καθώς και στο άρθρο 120, που αναγνωρίζει το δικαίωμα αντίστασης, και τις ακόλουθες ειδικές εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος: 316 Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ α) Τις συμβολικού χαρακτήρα διατάξεις που καθιερώνουν την μετά όρκου δήλωση συνταγματικής νομιμοφροσύνης των βουλευτών και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι βουλευτές ορκίζονται να είναι «πιστοί στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα και να υπακούουν στο Σύνταγμα και τους νόμους» (άρθρο 59Σ), ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται να «φυλάσσει το Σύνταγμα και τους νόμους και να μεριμνά για την πιστή τήρησή τους» (άρθρο 33 παρ. 2Σ). Με τον όρκο αναγνωρίζεται δημόσια το καθήκον συμμόρφωσης των ορκοδοτούντων προς τις θεμελιακές επιλογές του συντακτικού νομοθέτη.

185 Εγγυήσεις τηρήσεως και προστασίας του Συντάγματος 317 ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΩΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΠΌ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΟΥ β) Τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2Σ, η οποία ρητά ορίζει ότι «οι δικαστές δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος». Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι τόσο το δικαίωμα αντίστασης των πολιτών κατά το άρθρο 120 παρ. 4Σ όσο και η αντίστοιχη υποχρέωση μη υποταγής των δικαστών σε διατάξεις καταλυτικές ή ανατρεπτικές της συνταγματικής τάξης δεν ενεργοποιούνται παρά μόνον αν πρόκειται για «κατάλυση» και όχι για απλή «παραβίαση» του Συντάγματος. Αφορούν και οι δύο την προστασία του Συντάγματος ή του Πολιτεύματος και όχι την απλή τήρησή του. Κ α τ ά λ υ σ η τ ο υ Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς 1 1 έχουμε όταν ανατρέπεται το πολίτευμα άμεσα ή έμμεσα ή προσβάλλεται σοβαρά η μορφή του ή μια από τις οργανωτικές του βάσεις. Η ανατροπή μπορεί να επέλθει με επανάσταση ή πραξικόπημα και να εκδηλωθεί με την αδυναμία λειτουργίας του ή με την εξουδετέρωση ή την παράλυση μιας από τις οργανωτικές βάσεις του 12. Από τη σκοπιά της συνταγματικής τάξης και της ισχύος της, ως κατάλυση του Συντάγματος θα πρέπει να θεωρήσουμε την «πραγματική απώλεια της ισχύος του, που επέρχεται όταν εκμηδενιστεί η αποτελεσματικότητά του» 13. Και η αποτελεσματικότητά του χάνεται όταν η απλή παραβίαση των επιταγών του συντρέχει με την αδυναμία καθολικής ή μερικής εφαρμογής τους και επέλευσης των προβλεπόμενων κυρώσεων. Οι κυρώσεις για τους συνταγματικούς κανόνες ταυτίζονται με τις εγγυήσεις τηρήσεως τους. Για τον λόγο αυτό και η απώλεια ισχύος του Συντάγματος διαπιστώνεται με την αδυναμία λειτουργίας των προληπτικών και κατασταλτικών εγγυή-

186 σεων τηρήσεώς του, με την ευθύνη τήρησης των οποίων βαρύνονται τα άμεσα όργανα του κράτους 14. Η κατάλυση του Συντάγματος θα πρέπει να διακριθεί από την απλή π α ρ α β ί α σ ή τ ο υ. Παραβίαση του Συντάγματος έχουμε όταν αναιρείται ή αγνοείται περιστασιακά και μεμονωμένα το περιεχόμενο διάταξης ή διατάξεών του, χωρίς να αναιρείται ή να θίγεται η ισχύς τους 15. Η κατάλυση αφορά, αντίθετα, το Σύνταγμα ή τη συνταγματική τάξη στο σύνολό της ή σε μια βασική πλευρά της, συνεπάγεται ανατροπή της καθεστηκυίας έννομης τάξης και επέρχεται όταν συντρέχουν σωρευτικά τόσο παραβίαση του Συντάγματος όσο και αδυναμία εφαρμογής του ή αναίρεση της πραγματικής ισχύος του.

187 Εγγυήσεις τηρήσεως και προστασίας του Συντάγματος ΙΙ. ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓ- ΜΑΤΟΣ: Α. Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΈΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗ- ΤΑΣ ΤΩΝ ΝΌΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗ 318 319 320 321 322 323 324

188 i. Ο θεσμός της συνταγματικής δικαιοσύνης γενικά ως εγγύηση τηρήσεως του Συντάγματος 325 Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΉ ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΉΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΉΣ ΝΟΜΙΜΌΤΗΤΑΣ Σε ό,τι αφορά τον δικαιοδοτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αυτός έχει εμφανιστεί σε διάφορες χώρες και ασκείται, κατά βάση, με δύο μορφές 16 : είτε ως σ υ γ κ ε ν τ ρ ω τ ι κ ό ς, όταν ασκείται από Συνταγματικά Δικαστήρια, επιφορτισμένα με ειδική εντολή άσκησης καθηκόντων συνταγματικής δικαιοσύνης 17, είτε ως δ ι ά χ υ τ ο ς κ α ι π α ρ ε μ π ί π τ ω ν, όταν ασκείται από όλα τα κοινά δικαστήρια. Και με τις δύο αυτές μορφές λειτουργεί πρωταρχικά ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος και διαφύλαξης της συνταγματικής νομιμότητας. Παρόλο που για τις ευρωπαϊκές χώρες, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και με την Ελλάδα, η συνταγματική δικαιοσύνη αποτελεί μια πρόσφατη, μεταπολεμική, κατάκτηση του Συνταγματικού Δικαίου, ο πρωταρχικός λόγος που δικαιολογεί και στηρίζει τον δικαιοδοτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από τα Συνταγματικά δικαστήρια θα πρέπει να αναζητηθεί σε αυτήν την πολύ παλιά ιδέα, που βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην ελληνική, τουλάχιστον, συνταγματική παράδοση: στην ανάγκη υπεράσπισης του Συντάγματος και διασφάλισης της τήρησης των διατάξεών του. Με αυτή την έννοια η συνταγματική δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία εμφανίζεται (δικαστικός έλεγχος διάχυτος ή συγκεντρωτικός), λειτουργεί κυρίως άλλοτε ως κατασταλτική και άλλοτε ως, ή και ως, προληπτική εγγύηση τήρησης του Συντάγματος 18.

189 Η τήρηση όμως και η διατήρηση της συνταγματικής νομιμότητας δεν είναι παρά το περίβλημα, η τυπική επένδυση του πραγματικού σκοπού. Πίσω ή πέρα από την ανάγκη τήρησης και προστασίας των συνταγματικών κανόνων, γενικά και αφηρημένα, βρίσκεται η ανάγκη διαφύλαξης της συγκεκριμένης πολιτικής δομής και των λειτουργιών ενός κράτους καθώς και των θεμελιωδών αρχών και αξιών που συνέχουν την έννομη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης. ii. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα ως κατασταλτική εγγύηση προστασίας των συνταγματικών ελευθεριών 326 ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΕΓΓΎΗΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΊΑΣ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΉΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ ΕΛΕΥΘΕΡΊΑΣ Ειδικά σε ό,τι αφορά την ελληνική συνταγματική τάξη, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων θα πρέπει, αν εξεταστεί σε αρμονία με τη συνταγματική μας παράδοση, να αντιμετωπιστεί ως θεμελιώδης κατασταλτικού χαρακτήρα εγγύηση τήρησης του συνταγματικού πολιτεύματος ως δημοκρατικού και φιλελεύθερου 19. Λειτουργεί αντικειμενικά ως κυρωτική συνέπεια της ενδεχόμενης παραβίασης του θεμελιώδους νόμου του κράτους από τα νομοθετούντα όργανά του και αποσκοπεί στην αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας που τρώθηκε. Διασφαλίζοντας, πάντως, την πιστή τήρηση του Συντάγματος, ως θεμελιώδους νόμου του κράτους, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν εγγυάται άρα μόνον, όπως υποστηρίζεται από μια σημαντική μερίδα της θεωρίας, την τήρηση γενικά και αφηρημένα της τυπικής συνταγματικής νομιμότητας (δηλαδή την αυξημένη τυπική

190 ισχύ του Συντάγματος και την τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών λήψης των κρατικών αποφάσεων) αλλά και την προστασία του ουσιαστικού περιεχομένου των διατάξεων που κατοχυρώνουν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και διασφαλίζουν τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες που διαπερνούν συνολικά την έννομη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης και που διασφαλίζουν την πολιτική ενότητα της κοινωνίας. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αντιμετωπίστηκε, ανέκαθεν, από την ελληνική τουλάχιστον συνταγματική θεωρία και τη σχετική νομολογία, μαζί με το δικαίωμα αντίστασης, ως θεμελιώδους σημασίας κατασταλτική εγγύηση τήρησης του Συντάγματος και προστασίας του φιλελεύθερου και δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. 327 329 330 328 Η πρώτη λογική θεμελίωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων βρίσκεται στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος. Το υποστήριξε η ελληνική συνταγματική θεωρία υπό την ισχύ ήδη του Συντάγματος του 1864 και το υιοθέτησε οριστικά η νομολογία με τη δύση του 19ου αιώνα. Τη θέση αυτή της ελληνικής θεωρίας και νομολογίας συμπύκνωσε με το γνωστό δωρικό του ύφος ο Ν.Ν. Σαρίπολος στο Σύστημα του Συνταγματικού Δικαίου: «Το Σύνταγμα είναι θεμελιώδης νόμος, περιορίζων τας συντεταγμένας εξουσίας έχων επηυξημένην τυπικήν δύναμιν, μη δυνάμενος να τροποποιηθή ή

191 να ερμηνευθή αυθεντικώς δι απλής πράξεως της συντεταγμένης νομοθετικής εξουσίας, δι απλού νόμου, αλλά μόνον υπό της Βουλής κατά τας περί αναθεωρήσεως διατάξεις του άρθρου 108 του συντάγματος» 20. Με ανάλογη λιτή διατύπωση είχε καθιερώσει με την απόφαση σταθμό 23/1897 τον έλεγχο και ο Άρειος Πάγος 21, ο οποίος, με αφορμή υπόθεση που αφορούσε τη συνταγματικότητα του άρθρου 4 του νόμου ΡΟΓ' του 1867, με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη κάθε αξίωση που αφορούσε τις γαίες που βρίσκονταν στη νόμιμη παράμετρο της συνήθους πλημμύρας της λίμνης Κωπαΐδος, ανήρεσε απόφαση του Εφετείου Αθηνών 22, διότι είχε αρνηθεί να εξετάσει την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 4 του νόμου ΡΟΓ' του 1867, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 17Σ, που όριζε ότι κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του χωρίς προηγούμενη αποζημίωση. Σε ένα λακωνικό αλλά μεστό σε νόημα σκεπτικό το ανώτατο δικαστήριο διακήρυξε ότι: «όταν διάταξις νόμου αντίκειται εις το Σύνταγμα, ως μεταβάλουσα δι απλού νομοθετήματος θεμελιώδην διάταξιν αυτού, δικαιούται το δικαστήριον να μην εφαρμόζη αυτήν εν τω θέματι περί ού δικάζει» 23. Η πρακτική που γεννήθηκε με την ιστορική αυτή απόφαση του Αρείου Πάγου δημιούργησε σταδιακά συμπληρωματικό συνταγματικό έθιμο, που ίσχυσε έκτοτε ως κανόνας συνταγματικού δικαίου, μέχρι τη θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος. 331 332

192 Εγγυήσεις τηρήσεως και προστασίας του Συντάγματος 333 334 335 336 γ. Τα δύο συστήματα ή πρότυπα του δικαιοδοτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων: το συγκεντρωτικό και το διάχυτο. Γενικά γνωρίσματα Τα εθνικά συστήματα συνταγματικής δικαιοσύνης θα μπορούσαν να καταταχθούν, όπως σημειώθηκε ήδη, σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα συστήματα του διάχυτου ή αποκεντρωμένου ελέγχου, που συγκροτούν το «αμερικανικό πρότυπο», και στα συστήματα του συγκεντρωτικού ελέγχου που ασκείται από το Συνταγματικά Δικαστήρια και συνθέτουν το αποκαλούμενο «ευρωπαϊκό» πρότυπο 24.

193 i. Τα γενικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ελέγχου στο διάχυτο σύστημα 337 ΤΑ ΤΈΣΣΕΡΑ ΓΝΩΡΊΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΆΧΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΊΠΤΟΝΤΟΣ ΕΛΈΓΧΟΥ, ΌΠΩΣ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Το σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου εμφανίζει τα ακόλουθα γενικά γνωρίσματα: α) Ο έλεγχος είναι διάχυτος ή αποκεντρωμένος, διότι ασκείται από όλα τα δικαστήρια ανεξάρτητα από βαθμό ή δικαιοδοσία, όταν τα ίδια καλούνται να εφαρμόσουν ισχύουσα διάταξη νόμου επιλύοντας διαφορά ή αίροντας αμφισβήτηση σε συγκεκριμένη υπόθεση. Νομιμοποιούνται να ασκούν έλεγχο, επειδή δικάζουν και εφόσον δικάζουν επιτελώντας δικαιοδοτική λειτουργία 25, εξοπλισμένα με τα εχέγγυα της δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. β) Είναι παρεμπίπτων, διότι ασκείται με αφορμή την εκδίκαση μιας υπόθεσης που έχει αχθεί νομοτύπως στα δικαστήρια, ενώ το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας εξετάζεται κατ ένσταση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή. Η αντισυνταγματικότητα μπορεί να τεθεί με πρωτοβουλία των διαδίκων στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ή κατ ένσταση ή και να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε οποιαδήποτε φάση της δίκης, σε πρώτο ή δεύτερο για πρώτη φορά βαθμό ή ακόμη και στην αναιρετική δίκη. γ) Είναι συγκεκριμένος, επειδή ασκείται με αφορμή την εφαρμογή και ερμηνεία της κρίσιμης νομοθετικής διάταξης ή των κρίσιμων διατάξεων σε μια συγκεκριμένη διαφορά, και η κρίση για την αντισυνταγματικότητα διατυπώνεται πάντα αυτό είναι το πιο ουσιώδες ενόψει των πραγματικών και νομικών περιστατικών της επίδικης διαφοράς

194 και για τις ανάγκες επίλυσής της. Η κρίση περιορίζεται άρα αποκλειστικά στην κρίσιμη διάταξη και στο νόημα που αυτή αποκτά για την επίλυση της διαφοράς. δ) Είναι δηλωτικός ή διαπιστωτικός : η αντισυνταγματική διάταξη παραμερίζεται και δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη διαφορά. Εξακολουθεί ωστόσο να ισχύει και μπορεί να εφαρμοστεί από άλλο δικαστήριο. Η δικαστική κρίση για την αντισυνταγματικότητα της κρινόμενης διάταξης περιέχεται εξάλλου στο σκεπτικό, στη μείζονα πρόταση, και όχι στο διατακτικό της απόφασης, και γι αυτό δεν παράγει δεδικασμένο. Δεσμεύει όσο δεσμεύει και ένα νομολογιακό προηγούμενο, η ηθικο-δικαιική δεσμευτικότητα του οποίου αυξάνει όσο υψηλότερου βαθμού είναι και το δικαστήριο που κρίνει. Άλλωστε αυτό που κρίνεται αντισυνταγματικό είναι το νόημα της κρίσιμης ή των κρίσιμων διατάξεων που προκύπτει από την εφαρμογή και ερμηνεία τους στην επίδικη διαφορά και μόνον αυτό. Ο δικαστής δεν έχει πάντως καμία εξουσία να ακυρώσει την αντισυνταγματική διάταξη, την οποία απλώς θεωρεί «ανίσχυρη» για την υπόθεση που δικάζει, παραμερίζοντάς την 26. ii. Τα γνωρίσματα του συγκεντρωτικού συστήματος ή ευρωπαϊκού προτύπου 338 ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΆ ΤΟΥ ΓΝΩΡΊΣΜΑΤΑ Το πρότυπο του συγκεντρωτικού ελέγχου, που ακολουθείται στη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, εμφανίζει τα ακόλουθα γενικά γνωρίσματα: α) ο έλεγχος συγκεντρώνεται σ ένα ειδικό δικαστήριο, το Συνταγματικό, που είναι επιφορτισμένο με την αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται

195 και να επιλύει συνταγματικές διαφορές με τρόπους και διαδικασίες, που ποικίλλουν από εθνικό σύστημα σε εθνικό σύστημα β) είναι κύριος, διότι αντικείμενο της δίκης είναι άμεσα η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας διάταξης νόμου, που ανέκυψε με ευθεία προσφυγή στο συνταγματικό δικαστήριο ή μετά την παραπομπή από ένα κοινό δικαστήριο γ) είναι κατά βάση αφηρημένος, διότι ασκείται τις περισσότερες φορές ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συγκεκριμένη διαφορά ή συγκεκριμένη εφαρμογή του νόμου και δ) είναι αποφασιστικός, διότι οδηγεί σε ακύρωση της αντισυνταγματικής διάταξης νόμου και ενεργεί έναντι πάντων. Ο αντισυνταγματικός νόμος είναι για το σύστημα αυτό ακυρώσιμος από το Συνταγματικό Δικαστήριο και όχι άκυρος, όπως συμβαίνει στο σύστημα του παρεμπίπτοντος ελέγχου. 339 a. Η ιστορική και πολιτειακή σημασία της συνταγματικής ρήτρας προστασίας του Συντάγματος i. Η αντίσταση ως εγγύηση προστασίας του Συντάγματος 340 Η ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΣΗΜΑΣΊΑ ΤΗΣ ΡΉΤΡΑΣ ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ 120 ΠΑΡ. 4Σ Η ρήτρα του ακροτελεύτιου άρθρου όλων των ελληνικών συνταγμάτων, που αναθέτει την τήρηση του Συντάγματος στον «πατριωτισμό των Ελλήνων» (: «Η τ ή ρ η σ ι ς τ ο υ Σ υ ν τ ά γ μ α - τ ο ς α φ ι ε ρ ο ύ τ α ι ε ι ς τ ο ν π α τ ρ ι ω τ ι σ μ ό ν τ ω ν Ε λ -

196 λ ή ν ω ν») αποτελεί μιαν ιδιαιτερότητα του εθνικού μας συνταγματισμού, που δεν απαντά με αυτήν τη μορφή σε άλλα συντάγματα και που αξίζει για τον λόγο αυτό να τραβήξει για λίγο την προσοχή μας, τόσο τη νομική όσο και την πολιτειολογική. Παρόλη τη σχετικά μικρή νομική αποτελεσματικότητα της διάταξης, η πολιτική και συμβολική της, ακόμη και σήμερα, σημασία, όπως έδειξε άλλωστε και η ιστορία της, δεν είναι αμελητέες. Από τα πρώτα βήματά του ο ελληνικός συνταγματισμός διατράνωσε την πίστη του ότι η προστασία του Συντάγματος δεν μπορεί παρά να είναι, κατά πρώτο και κύριο λόγο, υπόθεση των Ελλήνων πολιτών και του ίδιου του λαού. Η προστασία του επαφίεται, ως θεμελιώδης συνταγματική αξία, στην πατριωτική συνείδηση των πολιτών και εξαρτάται κυρίως από τη δημοκρατική τους εγρήγορση 27. Ο Λαός που δημιούργησε με την εθνική επανάσταση του 1821 το ελληνικό συνταγματικό κράτος και το δημοκρατικό πολίτευμα είναι ο πλέον αρμόδιος και ο καταλληλότερος να τα υπερασπιστεί, όταν απειλείται η υπόστασή τους. Η ρήτρα της τήρησης και προστασίας του Συντάγματος απαντά στα πρώτα επαναστατικά συντάγματα. Η Τρίτη Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνος, επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί σχετικό ψήφισμα της Δεύτερης Συνέλευσης που συνήλθε στο Άστρος, διακήρυξε το 1827 ότι: «Α Το αυτό Πολίτευμα, υπό το όνομα «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» αναγνωριζόμενον εφεξής, αφιερούται εις την πίστιν της Βουλής, του Κυβερνήτου και του Δικαστικού, διά να διατηρήται εν ακριβεία αφιερούται εις την εύνοιαν των λαών και εις τον πατριωτισμόν παντός Έλληνος, διά να ενεργήται καθ όλην την έκτασιν.

197 Β Επ ουδεμία προφάσει και περιστάσει δύναται η Βουλή ή η Κυβέρνησις να νομοθετήση ή να ενεργήση τι εναντίον εις το παρόν Πολιτικόν Σύνταγμα». Η ίδια ρήτρα συμπυκνωμένη σε μια μόνο φράση αποτυπώθηκε στο άρθρο 107 του Συντάγματος του 1844 και έκτοτε επαναλήφθηκε πανομοιότυπα σε όλα τα μεταγενέστερα συντάγματα μέχρι το Σύνταγμα του 1952, όπου βρήκε καταφύγιο στο άρθρο 114 και έγινε σύνθημα πολιτικό στις λαϊκές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του 60. Με το Σύνταγμα του 1975 η ρήτρα εντάχθηκε στο άρθρο 120 παρ. 4 και, αφού αντικαταστάθηκε η λέξη «αφιερούται» με την νοηματικά καταλληλότερη «επαφίεται», προστέθηκε μια δεύτερη φράση, η οποία ορίζει ότι (οι Έλληνες) «δ ι κ α ι ο ύ ν τ α ι κ α ι υ π ο χ ρ ε - ο ύ ν τ α ι ν α α ν τ ι σ τ έ κ ο ν τ α ι μ ε κ ά θ ε μ έ σ ο ε ν α ν τ ί - ο ν ο π ο ι ο υ δ ή π ο τ ε ε π ι χ ε ι ρ ε ί ν α τ ο κ α τ α λ ύ σ ε ι μ ε τ η β ί α». Η ερμηνευτική αξία της προσθήκης είναι, πάντως, αμφίβολη, διότι εντείνει αντί να αίρει τις λογικές και νομικές αντινομίες, που περιέχει κάθε καταγραφή του «δικαιώματος» αντίστασης σε θετό κείμενο, κάθε απόπειρα εκνομίκευσης της αντίστασης και θεώρησής της μέσα από το πρίσμα του Δικαίου, όπως θα δούμε πιο κάτω. Η αξία της προσθήκης εντοπίζεται, πάντως, στην αποσαφήνιση ότι η «αφιέρωση της προστασίας του Συντάγματος στον πατριωτισμό» θεμελιώνει και νομιμοποιεί «δικαίωμα αντίστασης», το οποίο όμως ανακύπτει μόνον σε περίπτωση «κατάλυσης» και όχι απλής παραβίασης του Συντάγματος.

198 Εγγυήσεις τηρήσεως και προστασίας του Συντάγματος 342 341 343 Ο πατριωτισμός αποκτά στο Σύνταγμα τη σημασία μιας πολιτικής αρετής, γι αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζεται κυρίως ως αξία ηθικοπολιτική χωρίς ιδιαίτερη βέβαια νομική βαρύτητα, αλλά με αξιοπρόσεκτη συμβολική και παιδευτική αξία. Η επίκληση του όρου ενισχύει τους συναισθηματικούς δεσμούς με την πολιτική κοινότητα και διαποτίζει τους συνταγματικούς θεσμούς με πνεύμα εθνικής αλληλεγγύης και πατριωτικού αλτρουισμού. Αγκιστρώνει παράλληλα τις συνταγματικές αρχές, και ιδίως την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, στη δημοκρατική εγρήγορση και στην πολιτική συνείδηση των πολιτών, ανάγοντας την υπεράσπιση του Συντάγματος σε πολιτικό δικαίωμα και πατριωτικό καθήκον κάθε πολίτη. 344 i. Η προστασία του πολιτεύματος σκοπός και δικαιολογία της αντίστασης 345 Η «ΤΉΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ» ΩΣ «ΠΡΟΣΤΑΣΊΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΎΜΑΤΟΣ» Ο όρος «Σύνταγμα» στο άρθρο 120 παρ. 4 εκλαμβάνεται με την έννοια του «Πολιτεύματος» 28. Είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, όπου η έννοια Σύνταγμα ταυτίζεται με εκείνη του πολιτεύματος και πρέπει ερμηνευτικά να αποδίδεται ως πολίτευμα.

199 Αλλά και ο όρος «τήρηση» του Συντάγματος στο ίδιο άρθρο χρειάζεται κι αυτός μια διορθωτική ερμηνεία και νοηματική αναγωγή στην έννοια «προστασία». Ως τήρηση νοείται εδώ η προστασία του Συντάγματος συνολικά και όχι η εγγύηση της μη παραβίασης συνταγματικών διατάξεων. Το δικαίωμα αντίστασης δεν ενεργοποιείται στην προκειμένη περίπτωση όταν παραβιάζεται το Σύνταγμα από τα κρατικά όργανα ή όταν εκδίδονται αντισυνταγματική νόμοι, αλλά μόνον όταν κ α τ α λ ύ ε τ α ι το πολίτευμα. Προϋπόθεση επομένως εφαρμογής του άρθρου 120 παρ. 4 είναι η «κατάλυση» και όχι η απλή «παραβίαση» του Συντάγματος. Αυτό επιβεβαιώνεται άλλωστε με τρόπο αναμφίβολο και από τη δεύτερη φράση του ίδιου άρθρου, που καθιερώνει δικαίωμα και καθήκον αντίστασης εναντίον οποιουδήποτε επιχειρήσει να κ α τ α λ ύ σ ε ι το Σύνταγμα. Ως κατάλυση του Συντάγματος θα πρέπει να εννοηθεί εδώ η έμμεση ή άμεση κατάλυση του πολιτεύματος που εκδηλώνεται με την προσβολή της μορφής του ή μιας από τις οργανωτικές βάσεις του 29 και την αδυναμία εφαρμογής, μερικής ή ολικής, του Συντάγματος και λειτουργίας των εγγυήσεων τήρησής του. Η κατάλυση μπορεί να επέλθει βίαια, με πραξικόπημα, ή να συντελεστεί ακόμη και με σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας από κρατικά ή υπερεθνικά όργανα, όπως είναι τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο «σφετερισμός με οποιονδήποτε τρόπο της λαϊκής κυριαρχίας», κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 120, συνιστά μιαν αυτοτελή περίπτωση κατάλυσης, η οποία συμπληρώνει και επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος και του καθήκοντος αντίστασης πέρα από την προϋπόθεση της «κατάλυσης με την βία» που προβλέπει (αλυσιτελώς και αφελώς είναι αλήθεια) η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου 30. Συνταγματικά νομιμοποιημένη είναι άρα και η αντί-

200 σταση που στρέφεται κατά των «σφετεριστών με οποιονδήποτε τρόπο της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή» (άρθρο 120 παρ.3σ). 346 ΤΟ ΆΡΘΡΟ 120 ΠΑΡ. 4Σ ΔΕΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΕΊ ΑΝΤΊΣΤΑΣΗ ΚΑΤΆ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΏΝ ΝΌΜΩΝ Όπως έγκαιρα έχει επισημάνει ο Σβώλος, η ακροτελεύτια διάταξη των ελληνικών συνταγμάτων δεν θεμελιώνει δικαίωμα αντίστασης κατά των αντισυνταγματικών νόμων ή κατά αντισυνταγματικών ενεργειών των κρατικών οργάνων 31. Τόσο τα κρατικά όργανα όσο και οι πολίτες δεν νομιμοποιούνται να μην εφαρμόζουν ή να μην συμμορφώνονται με νόμους που θεωρούν αντισυνταγματικούς, με νόμους που παραβιάζουν το Σύνταγμα. Δικαιούνται βέβαια να επικαλούνται και να προβάλλουν την αντισυνταγματικότητά τους και να επιδιώκουν την κατάργησή τους ή τη δικαστική διαπίστωσή της μέσα από τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Δεν νομιμοποιούνται όμως να αρνούνται τη συμμόρφωσή τους προς αντισυνταγματικούς νόμους. Για τον λόγο αυτό το άρθρο 120 παρ. 4Σ δεν μπορεί να αποτελέσει νομιμοποιητική βάση για τη μη εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου. Δεν θεμελιώνει δικαίωμα ούτε δικαιολογεί ανυπακοή σε αντισυνταγματική επιταγή. ii. Η αντίσταση, ως δικαίωμα πολιτικό, απόρροια της λαϊκής κυριαρχίας 347 Ο ΛΑΌΣ, ΩΣ ΦΟΡΈΑΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΊΑΣ, ΕΓΓΥΗΤΉΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΉΣ ΝΟΜΙΜΌΤΗΤΑΣ Στον πυρήνα της λογικής που

201 διέπει τη συνταγματική ρήτρα της αντίστασης βρίσκεται η αντίληψη ότι η προστασία του συνταγματικού πολιτεύματος από ενδεχόμενες ανατροπές ή επιβουλές είναι πρωταρχικά υπόθεση του Λαού, γι αυτό και ο συντακτικός νομοθέτης εμπιστεύτηκε την υπεράσπισή του στο Λ α ό σ υ ν ο λ ι κ ά, ω ς ο λ ό τ η τ α, και όχι στα άτομα, ξεχωριστά. Η τήρησή του δεν επαφίεται στα μεμονωμένα άτομα, αλλά στους πολίτες ως μέλη μια πολιτικής κοινότητας ή ενός οργανωμένου πολιτικά κοινωνικού συνόλου. Η προστασία του Συντάγματος δεν αναγνωρίζεται άρα στους Έλληνες ως ατομικό δικαίωμα, αλλά ως συλλογικό, δηλαδή πολιτικό δικαίωμα του Λαού 32. Ο λαός αναγνωρίζεται και αναγορεύεται από το άρθρο 120 παρ. 4 εγγυητής της συνταγματικής νομιμότητας υπό την ιδιότητα του κυρίαρχου. Και οι πολίτες αντιστέκονται στην κατάλυση της συνταγματικής νομιμότητας και νομιμοποιούνται να την υπερασπίζονται, επειδή ενεργούν ως φορείς κυριαρχίας 33. Την υπερασπίζονται γιατί την αισθάνονται δική τους και γιατί η ενδεχόμενη αναίρεσή της συνεπιφέρει και τη δική τους αναίρεση ως πολιτών μιας δημοκρατικής πολιτείας που τους επιτρέπει να αυτο-προσδιορίζονται πολιτικά. Η αντίσταση του Λαού ισοδυναμεί, επομένως, με πράξη αυτοσυντήρησης του ίδιου, με αυτοάμυνα, γι αυτό και είναι η ίδια πηγαία, δεν διατάσσεται ούτε επιβάλλεται ούτε παραχωρείται, προκύπτει ως «πραγματικό γεγονός», όπως η συντακτική εξουσία. Η αντίσταση είναι ένα πραγματικό και όχι ένα νομικό γεγονός. Ο λαός δεν αντιστέκεται δυνάμει του Συντάγματος, δεν αντιστέκεται επειδή του το αναγνωρίζει το Σύνταγμα, αλλά επειδή υπάρχει και δρα ως δύναμη «πραγματική», ως «κυρίαρχος» πριν και ανεξάρτητα από το Σύνταγμα 34.

202 Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι το «δικαίωμα» αντίστασης απορρέει λογικά από τη λαϊκή κυριαρχία στην πρωταρχική της την μορφή, όταν εκδηλώνεται ως συντακτική εξουσία, αυθεντική εκδήλωση της οποίας και αποτελεί. Έτσι καθιερώθηκε στην ελληνική συνταγματική τάξη και με αυτή την μορφή προέκυψε από τη συνταγματική πρακτική και το ανέδειξε η ελληνική συνταγματική ιστορία. Θα πρέπει επομένως να αντιμετωπίζεται ως έ ν α ι δ ι ό τ υ π ο δ η μ ο κ ρ α τ ι - κ ό δ ι κ α ί ω μ α. Και αν πρέπει οπωσδήποτε να καταταχθεί λογικά σε μια από τις τρεις καθιερωμένες κατηγορίες των δικαιωμάτων, τότε του ταιριάζει περισσότερο ο χαρακτηρισμός του π ο λ ι τ ι κ ο ύ δ ι κ α ι ώ μ α τ ο ς. 348 ΔΙΚΑΊΩΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΊΤΗ ΚΑΙ ΌΧΙ ΤΟΥ ΑΤΌΜΟΥ Η ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΆ ΤΟΥ ΓΝΩΡΊΣΜΑΤΑ Με αυτήν την έννοια θα ήταν λάθος να κατατάσσεται στη χορεία των ατομικών δικαιωμάτων και να εκλαμβάνεται ως δικαίωμα του ατόμου, αφού γίνεται αντιληπτό και ασκείται κυρίως συλλογικά, ακόμη και όταν οι πράξεις αντίστασης είναι ενεργήματα ατομικά. Ο συλλογικός χαρακτήρας της αντίστασης φαίνεται όχι μόνον διότι στηρίζεται συνήθως σε συλλογική απόφαση και δράση και προϋποθέτει στοιχειώδη οργάνωση, αλλά κυρίως διότι η ίδια ασκείται στο όνομα ενός συλλογικού υποκειμένου και, στην περίπτωση του άρθρου 120 παρ. 4, στο όνομα του λαού. Ως δικαίωμα επομένως των πολιτών και όχι των ατόμων θα μπορούσε να νοηθεί η αντίσταση, εφόσον τοποθετηθεί εντός της συνταγματικής τάξης και αντιμετωπιστεί ως δικαίωμα συνταγματικά καθιερωμένο. Αλλά και η θεώρησή της αντίστασης ως δικαιώματος του ανθρώπου φαίνεται μετά τα όσα προηγήθηκαν εξίσου αστήρικτη. Δεν αντλεί

203 ούτε δικαιολογεί την ύπαρξή της από κάποια φυσική και αιώνια τάξη αξιών ή δικαιωμάτων που να ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φύση. Σκοπός του «δικαιώματος» είναι η εγγύηση του δημοκρατικού και φιλελεύθερου πολιτεύματος απέναντι σε κάθε τυραννική, αυταρχική ή αυθαίρετη εξουσία. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι η συνταγματική ρήτρα της αντίστασης ουδέποτε εντάχθηκε στο μέρος του Συντάγματος που περιλαμβάνει τα δικαιώματα. Καταλάμβανε πάντα τη θέση του ακροτελεύτιου άρθρου, κλείνοντας και ολοκληρώνοντας τη συνταγματική ρύθμιση. Ως διάταξη τελική αναφέρεται και αφορά το Σύνταγμα στο σύνολό του, την οργάνωση και τη μορφή της κρατικής εξουσίας καθώς και τις σχέσεις της με τους πολίτες. Εγγυάται και προστατεύει άρα το πολίτευμα συνολικά. Πρόκειται επομένως, εφόσον εξεταστεί μέσα στα όρια της ελληνικής συνταγματικής τάξης, για «δικαίωμα πολιτικό», που ασκείται συλλογικά για έναν σκοπό συλλογικό και όχι ατομικό. Η άσκησή του ενεργοποιείται και δικαιολογείται, όταν καταλύεται το πολίτευμα ή απειλείται η ανατροπή του, και οι πολίτες, βλέποντας ότι διακυβεύεται η πολιτική τους αυτονομία, αισθάνονται υποχρεωμένοι, νομικά και ηθικά, να υπερασπιστούν ακόμη και με τη βία την αποκατάσταση της κυριαρχίας τους. Όταν ο συντακτικός νομοθέτης εμπιστεύεται στον Λαό, ως πολιτική ενότητα, την αποστολή να επαγρυπνεί για τη διατήρηση της συνταγματικής τάξης, καθιστά ταυτόχρονα όλους του πολίτες ικανούς και αρμόδιους να αναλάβουν συλλογικά το καθήκον που απορρέει από την ιδιότητά τους να είναι φορείς κυριαρχίας: ν α γ ί ν ο υ ν ο ι ί δ ι ο ι ε γ γ υ η τ έ ς τ η ς π ο λ ι τ ι κ ή ς α υ τ ο ν ο μ ί α ς τ ο υ ς, δ η - λ α δ ή τ η ς ε ξ ο υ σ ί α ς τ ο υ ς ν α α υ τ ο - κ υ β ε ρ ν ώ ν τ α ι

204 κ α ι γ ε ν ι κ ό τ ε ρ α ν α α υ τ ο - π ρ ο σ δ ι ο ρ ί ζ ο ν τ α ι π ο λ ι τ ι κ ά. 349 350 351 352

1 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Βλ. G. DE VERGOTTINI, Diritto costituzionale comparato, Cedam, Padova, 15 1999, σ. 234 επ. 2. Για τη σύλληψη της συνταγματικής δικαιοσύνης ως εγγύησης τήρησης του Συντάγματος και για τη διάκριση μεταξύ «προστασίας» και «τήρησης» του Συντάγματος βλ. κυρίως G. ZAGREBELSKY, La giustizia costituzionale, Il Mulino, 1988, σ. 11-33. 3. Για τα διάφορα είδη των συνταγματικών εγγυήσεων στο συγκριτικό συνταγματικό δίκαιο βλ. αναλυτικά G. DE VERGOTTINI, ό.π., σ. 234-239. 4. «Άμεσος πρωταρχικός σκοπός πάσης πολιτειακής οργανώσεως είναι η διασφάλισις της ιδίας αυτής υποστάσεως», θα τονίσει στη διδακτορική του διατριβή ο ΑΡΙΣΤΌΒΟΥΛΟΣ ΜΑΝΕΣΗΣ, Περί αναγκαστικών νόμων, Νικ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1953, σ. 133 Ο ΙΔΙΟΣ, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τόμ. ΙΙ, Αφοί Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1965, σ. 23 σημ. 1. 5. Για την προστασία του Συντάγματος γενικά και τις εγγυήσεις τηρήσής του βλ. G. DE VERGOTTINI, ό.π., σ. 234 επ. ANG. ANT. GERVATI, Le garanzie costituzionali nel pensiero di Costantino Mortati (estratto dal. v. «Il pensiero di C. Mortati»), Giuffrè, Milano, 1990, σ. 417-469 και βέβαια ΑΡ. ΜΑΝΕΣΗ, Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τόμ. ΙΙ, Αφοί Π. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1965, σ. 9-32 καθώς και ΑΛ. ΣΒΏΛΟΥ, ΣυντΔίκ., 1934, σ. 97 επ. Ακόμη H. KELSEN, «La garantie juridictionnelle de la Constitution» (La justice constitutionnelle), Revue du droit public, 1929, σ. 197-1 (212 επ.). 6. Αι Εγγυήσεις, τόμ. ΙΙ, σ. 11-12. 7. Ν.Ι. ΣΑΡΙΠΌΛΟΥ, ΠραγΣυντΔικ. (1851), σ. 106-107. 8. Ν.Ι. ΣΑΡΙΠΌΛΟΥ, ό.π., σ. 107. Στη νεότερη έκδοση του συγγράμματός του ο ίδιος συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά: «Εν τοις όροις του αρίστου πολιτεύματος προς ταις άλλαις πολιτικαίς εγγύαις ανεγράψαμεν την δημοσιότητα. Έστι γαρ αληθώς αύτη κράτιστον κολαστικόν πάσης εξουσίας μέσον, ασφαλέστερον δε κατά της τυραννίδος εχέγγυον» (τόμ. Α, 1874, σ. 163). 9. Ν.Ι. ΣΑΡΙΠΌΛΟΥ (1874), σ. 164. 10. Ν.Ι. ΣΑΡΊΠΟΛΟΣ (1851), σ. 106-107 ΤΟΥ ΊΔΙΟΥ (1874), σ. 116 επ.. 11. Για την έννοια «κατάλυση του Συντάγματος» βλ. αναλυτικά Φ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σ. 51 επ. 12. Γ. ΚΑΣΙΜΆΤΗΣ, Μελέτες, τόμ. ΙV, Αντ. Σάκκουλας, 2000, σ. 301. 13. Φ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 51. 14. Φ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 52 και 59. 15. Για τη διάκριση των όρων «παραβίαση», «κατάλυση», «αναστολή ισχύος» και «αναθεώρηση» του Συντάγματος βλ. τους κλασικούς ορισμούς του CARL SCHMITT, Théorie de la Constitution, PUF, Léviathan, 1993, σ. 237-239. 16. Βλ. αμέσως πιο κάτω. 17. Για την έννοια και τη σημασία της συνταγματικής δικαιοσύνης, ως ειδικής δικαιοδοτικής λειτουργίας, βλ. την ειδική μελέτη του Γ. ΚΑΣΙΜΆΤΗ, Συνταγματική Δικαιοσύνη, Αντ. Σάκκουλα, 1999. 18. Την ιδέα αυτή αναπτύσσει διεξοδικά και υπερασπίζεται πειστικά ο Ιταλός συνταγματολόγος G. ZAGREBELSKY, La giustizia costituzionale, Il Mulino, 1988, σ. 11 επ. Βλ. ακόμη G. DE VERGOTTINI, Diritto Costituzionale Comparato, Cedam, Padova, 1999, σ. 234-261. 19. Βλ. εκτενέστερα ΑΝΤ. ΜΑΝΙΤΆΚΗ, «Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα», ΤοΣ 2003, σ. 13-47 (= Τιμητικός Τόμος Κ. Μπέη, Αντ. Σάκκουλας- Eunomia, Aθήνα, 2003, σ. 3121-3154). 20. Ν.Ν. ΣΑΡΊΠΟΛΟΣ, ό.π., σ. 332-333. 21. ΑΠ 23/ 1897 (Α Τμήμα), Θέμις, Η, 1898. 329. 22. ΕφΑθ 924/1892, Θέμις, Γ, 1892-1893. 349. 23. Είχε, βέβαια, προηγηθεί η απόφαση του ΑΠ 18/1871, η οποία είχε προετοιμάσει το έδαφος διακηρύσσοντας ότι η δικαστική εξουσία δεν μπορεί, βέβαια, να ελέγξει αν ένας νόμος είναι ισχυρός, όταν φέρει όλους τους τύπους που απαιτεί το Σύνταγμα, εκτός εάν ο νόμος είναι προφανώς αντίθετος προς το Σύνταγμα. Βλέπε το σκεπτικό της απόφασης αυτής σε EP. SPILIOTOPOULOS, «Judicial Review of Legislative Acts in Greece», Temple Law Quarterly, τόμ. 56, 1983, σ. 471, καθώς και το σκεπτικό της πρώτης απόφασης, που αντιμετώπισε ζήτημα συνταγματικότητας, της ΑΠ 198/1847, Συλλογή των πολιτικών αποφάσεων του ΑΠ έτους 1847 (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 1847, σ. 765). Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση 2566/1885, που αποτέλεσε και την αφετηρία για την έκδοση της γενέθλιας του δικα-

στικού ελέγχου της συνταγματικότητας απόφασης 23/1897 του ΑΠ, είχε αποδεχτεί την υπέρτερη του νόμου ισχύ του Συντάγματος, ενώ η απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η 924/1892, που ακολούθησε, είχε απορρίψει τον δικαστικό έλεγχο με το ακόλουθο χαρακτηριστικό σκεπτικό: «η εξενεχθείσα υπό του Πρωτοδικείου κρίσις ότι η προμνησθείσα διάταξις αντίκειται εις το Σύνταγμα και δεν δύναται να επικρατήσει τούτου δεν είναι νόμιμος, διότι τα δικαστήρια δεν έχουσι το δικαίωμα νόμους προσηκόντως καταρτισθέντας να επικρίνωσι ως αντικειμένους εις το Σύνταγμα και να αρνηθώσι την εφαρμογήν των, αφού υποχρεούνται ως εκ των καθηκόντων των και των ορίων της ενασκουμένης παρ αυτών εξουσίας να υποτάσσονται εις τους νόμους και να εφαρμόζωσι αυτούς» (βλ. εκτενέστερα Γ. ΔΡΟΣΟΥ, Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας, Αντ. Σάκκουλα, 1996, σ. 198). 24. Βλέπε για τη θεμελιώδη αυτή διάκριση L. FAVOREU, Les Cours Constitutionelles, PUF, 1986, σ. 5-31 ΤΟΥ IΔΙΟΥ, «Modèle américain et modèle européen de justice constitutionnelle», Annuaire International de justice constitutionnelle, 1988, σ. 51-66 D. ROUSSEAU, La justice constitutionnelle en Europe, Montchrestien, 1999, ιδίως σ. 13-34 και 83 επ. M. FROMONT, La justice constitutionnelle dans le monde, Dalloz, 1996, ιδίως σ. 5-44 M. CAPPELLETTI AND W. COHEN, ό.π., σ. 73-112 M. CAPPELLETTI, Il controlo giudiziario di costituzionalità delle leggi nel diritto comparato, Milano, 1975, σ. 49 επ. G. DE VERGOTTINI, Diritto Costituzionale Comparato, Cedam, Padova, 1999, σ. 249-261 επ. GUILLAUME DRAGO, Contentieux constitutionnel français, PUF, 1998, σ. 23-49 καθώς και EL. ZOLLER, Droit Constitutionnel, PUF, 2 1998, σ. 99-180 και από ελληνική βιβλιογραφία Β. ΣΚΟΥΡΗ- ΕΥ.ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Σάκκουλας, 1985, σ. 26-48 Β. ΣΚΟΥΡΗ, «Συστήματα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων», ΤοΣ 1982, σ. 507 επ. καθώς και τις συγκριτικές σκέψεις του Μ.Π. ΣΤΑΘΟΠΟΎΛΟΥ, Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, ανάτυπο από το ΝοΒ 1989, σ. 1 επ. 25. Βλέπε εκτενέστερα ΑΝΤ. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, «Τα νομιμοποιητικά θεμέλια της εξουσίας του δικαστή κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων», στο Ο έλεγχος της συνταγματικότητας - θέσεις και τάσεις της νομολογίας, Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1992, σ. 11-70, ιδίως σ. 35-39 ΤΟΥ ΊΔΙΟΥ, «Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων», ό.π., σ. 3150 επ. 26. Τα τέσσερα αυτά γνωρίσματα περιέχονται στην περιγραφή και τη δικαιολογία του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που καταγράφει ο Ν.Ι. Σαρίπολος στο σύγγραμμά του ΠραγμΣυντΔικ., 1874, τόμ. τρίτος, σ. 154/155: «ουκ έχει η δικαστική απλώς το καθήκον εφαρμόσαι τον νόμον, αλλά πριν ή τούτο πράξη έχει το αρμόδιον, οφείλει μάλιστα, βεβαιώσασθαι προς το ότι ο νόμος πάντας τους εξωτερικούς περιβέβληται τύπους, ήγουν ότι ψηφισθείς υπό του νομοθετικού εκυρώθη παρά του Βασιλέως και παρά του εκτελεστικού κατά τα νενομισμένα εδημοσιεύθη, και ότι προς τον ανώτατον της πολιτείας νόμον ουκ αντίκειται. Εν άλλοις λόγoις έξεστιν αυτή εξετάσαι μη τυχόν το κύρος το ήττον έχον προσκρούη τω μείζονι και επικρατεστέρω θεσμοθετήματι της πολιτείας. Την εξέτασιν όμως ταύτην ποιείται το δικαστήριον ουχί ποιούμενον παραστάσεις τω νομοθετικώ, ουχί αυθεντικήν και καθολικήν αλλά μερικήν και συγκεκριμένην ήτοι μόνον ως προς την υπόθεσιν ήτις υποβέβληται τη δικαστική αυτού διαψηφίσει. Ούτω ποιούν περιορίζεται εντός της οικείας αρμοδιότητος και ουδεμίαν ποείται υπερβασίαν, υπερβασία δε τότε χωρεί, όταν εις τα έργα της μιας ή της ετέρας των δύο άλλων του Κράτους εξουσιών επεμβαίνη, είτε γενικώς και αυθεντικώς ερμηνεύον το σύνταγμα ή τους νόμους, είτε την διοικητικήν πράξιν διά παντός ως άκυρον αποφαινόμενον, ως και επιτάττον ή κωλύον την ετέραν εξουσίαν κατά την επιτέλεσιν των εντός της αυτής αρμοδιότητος έργων». 27. Ειδικά για τη σημασία αυτή της ρήτρας βλ. την εξαντλητική μελέτη του NICOS M. ROTIS, Le Peuple et L Etat. Essai sur la clause finale des Constitutions helléniques de 1844 à 1952, Paris, LGDJ, 1987, ιδίως σ. 339-409 και 462-498. 28. Φ. ΣΠΥΡΌΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 109. 29. Στον ορισμό αυτό καταλήγει ο Φ. ΣΠΥΡΌΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 59-62 και 109, αφού προηγουμένως έχει ορίσει με όρους νομικούς και ισχύος του δικαίου την κατάλυση του Συντάγματος ως «την de facto απώλεια της ισχύος του, που επέρχεται όταν εκμηδενίζεται η αποτελεσματικότητά του, η οποία εκδηλώνεται κυρίως με την αδυναμία εφαρμογής του και λειτουργίας των προληπτικών ή και των κατασταλτικών εγγυήσεων τήρησής του» (σ. 51-52). Ο όρος κατάλυση του Συντάγματος στο άρθρο 120 παρ. 4 έχει το ίδιο νόημα που έχει και στη διάταξη 87 παρ. 7Σ. Βλ. αναλυτικότερα και πιο πάνω παρ. 310 και 317. 30. Έτσι και ο Φ. ΣΠΥΡΌΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 74. 31. ΑΛ. ΣΒΏΛΟΣ, ΣυντΔίκ., σ. 102: «...κατά το διήκον διά των συντακτικών ημών συνελεύσεων νομοθετικόν πνεύμα δεν καθιερώθη ποτέ δικαίωμα ενεργητικής πολύ δε ολιγώτερον επιθετικής αντιστάσεως κατ αντισυνταγματικής ή παρανόμου πράξεως ή ενεργείας οργάνου του κράτους» και Φ. ΣΠΥΡΌΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 90-91. 32. Βλέπε κυρίως Ν. ROTIS, ό.π., σ. 369 επ. και 390 επ. και STÉPHANOS KOUTSOUBINAS, Le peuple dans la Constitution hellénique de 1995, Presses Universitaire de Nancy, 1989, σ. 460. 33. Ν. ROTIS, ό.π., σ. 370, 391-396. 34. Την αντίληψη αυτή για την «αντίσταση» ως πραγματικό γεγονός, συνδεδεμένη ωστόσο με τη λαϊκή κυριαρχία, που προϋποθέτει την ύπαρξη εξαιρετικής κατάστασης ή «κατάστασης εξαίρεσης» (stato di eccezione) και αναστολή ισχύος του Συντάγματος υποστήριξε ο Ιταλός συνταγματολόγος C. MORTATI, Commentario della Costituzione, επιμ. G. Branca, «Principi Fondamentali», Bologna-Roma, 1975, υπό το άρθρο 1, σ. 32, καθώς και ο G. AMATO, «La sovranità nell ordinamen-

to italiano», Riv. Trim. Dir. pubbl., 1962, σ. 98 επ.