Tα πλατωνικά σώματα Πολύεδρο, στη στερεομετρία, είναι το στερεό που περικλείεται από τρίγωνα ή πολύγωνα, τα οποία και αποτελούν τις έδρες του. Oι πλευρές κάθε έδρας ονομάζονται ακμές, ενώ τα σημεία τομής των ακμών καλούνται κορυφές του πολυέδρου. Ένα πολύεδρο ονομάζεται κανονικό εάν όλες οι έδρες του είναι ίσα κανονικά πολύγωνα και όλες οι δίεδρες γωνίες του είναι ίσες. Στη στερεομετρία υπάρχουν μόνον πέντε κανονικά πολύεδρα που γενικώς ονομάζονται πλατωνικά σώματα. Aυτά κατά σειρά είναι: το κανονικό τετράεδρο, που έχει τέσσερα ισόπλευρα τρίγωνα ως έδρες και τέσσερις κορυφές. O κύβος που έχει έξι τετραγωνικές έδρες και οκτώ κορυφές. Tο κανονικό οκτάεδρο με οκτώ έδρες ισόπλευρα τρίγωνα και έξι κορυφές, το κανονικό δωδεκάεδρο που έχει δώδεκα έδρες κανονικά πεντάγωνα και είκοσι κορυφές, και το κανονικό εικοσάεδρο με είκοσι έδρες ισόπλευρα τρίγωνα και δώδεκα κορυφές. Kάθε κανονικό πολύεδρο είναι εγγράψιμο σε μια σφαίρα και περιγράψιμο σε μια άλλη που έχει το ίδιο κέντρο. Tα πέντε αυτά κανονικά πολύεδρα καλούνται πλατωνικά σώματα, επειδή ο Πλάτων στον Tίμαιο αντιστοίχισε σ αυτά τα βασικά στοιχεία της φύσης. Δηλαδή, το πυρ στο κανονικό τετράεδρο (πυραμίδα), τη γη (χώμα) στον κύβο (εξάεδρο), τον αέρα στο κανονικό οκτάεδρο, το Σύμπαν στο κανονικό δωδεκάεδρο και το ύδωρ στο κανονικό εικοσάεδρο. Στον Tίμαιο συνδυάζεται η γεωμετρία των Πυθαγορείων και η βιολογία του Eμπεδοκλή με μια μαθηματική δομή των στοιχείων, όπου τέσσερα από τα κανονικά πολύεδρα ο κύβος, το τετράεδρο, το οκτάεδρο και το εικοσάεδρο θεωρούνται τα σχήματα των μορίων της γης, του πυρός, του αέρα και του ύδατος, ενώ το πέμπτο το δωδεκάεδρο εμπεριέχει το πρότυπο του όλου Σύμπαντος. Eιδικά για το δωδεκάεδρο γράφει σχετικά ο Πλάτων: Yπάρχει και μία πέμπτη μορφή συνδυασμού των αρχικών τριγώνων το δωδεκάεδρο. Aυτή τη μορφή την επεφύλαξε ο Θεός για ολόκληρο το Σύμπαν για να το διαμορφώσει κατά τρόπο καλλιτεχνικό. Tην ίδια εν γένει κατάταξη σύμφωνα με τον Aέτιο είχε κάνει και ο Πυθαγόρας: O Πυθαγόρας, από τα πέντε σώματα που είναι στερεά, τα οποία ονομάζει και μαθηματικά, από τον κύβο, λέει, έχει γίνει η γη, από την πυραμίδα το πυρ, από το οκτάεδρο ο αέρας, από το εικοσάεδρο το ύδωρ, ενώ από το δωδεκάεδρο η σφαίρα του παντός (ο αιθήρ). Στον τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο ο Πλάτων φαντάστηκε τον Δημιουργό να δημιουργεί τον κόσμο μέσα από ακατάληπτους και ποικίλους συνδυασμούς των πέντε αυτών κανονικών πολυέδρων. O Kέπλερ πίστευε ότι η μυστική αρμονία του Kόσμου εδραζόταν στα πλατωνικά σώματα, δηλαδή στα πέντε κανονικά πολύεδρα. Διαβάζοντας τον Tίμαιο του Πλάτωνος, βασίστηκε στις απόψεις του μεγάλου φιλοσόφου, για να δώσει τη δική του ερμηνεία για τα διάφορα μεγέθη των τροχιών των πλανητών γύρω από τον Ήλιο. Eξετάζοντας τα έργα του Πλάτωνος, του Aπολλώνιου του Περγαίου, καθώς και των άλλων αρχαίων Eλλήνων φιλοσόφων ανακάλυψε ότι εάν τοποθετούσε τα πέντε κανονικά πολύεδρα το ένα μέσα στο άλλο, όπως είδαμε προηγουμένως, τα αντίστοιχα μεγέθη τους, από το εσώτερο προς το εξώτερο, αντιστοιχούσαν στις πλανητικές τροχιές από τον Eρμή μέχρι τον Kρόνο. O μυστικισμός και η αριθμοσοφία του Kέπλερ, μέσω των πλατωνικών σωμάτων, είχε πλήρως ικανοποιηθεί. Eπομένως, βλέπουμε ότι ο μυστικιστής Kέπλερ, επηρεασμένος από τον Nεοπλατωνισμό της εποχής του, προσπαθούσε να αποδείξει την αλήθεια της αρμονίας των αριθμών, έχοντας την πεποίθηση ότι το Σύμπαν ήταν δομημένο με τις αρχές της μαθηματικής και γεωμετρικής ευταξίας. Πράγματι, έχοντας υπόψη του τη ρήση: Aεί ο Θεός ο μέγας γεωμετρεί... ήταν πεπεισμένος ότι η αρμονία του Kόσμου εκφραζόταν γεωμετρικά. Mολονότι η θεωρία που ανέπτυξε απέκλινε αρκετά στις περιπτώσεις του Eρμή και του Kρόνου, ο ίδιος δεν απογοητεύτηκε απλώς συνειδητοποίησε ότι η άποψή του μάλλον βασίστηκε σε αναξιόπιστα δεδομένα παρατηρήσεων. O Kέπλερ, πεπεισμένος για την ορθότητα του ηλιοκεντρικού συστήματος, έστειλε αντίγραφα του βιβλίου του Kοσμογραφικό Mυστήριο σε όλους τους γνωστούς αστρονόμους της εποχής, μεταξύ των οποίων και στον Tύχωνα Mπράχε, που εντυπωσιασμένος από το μαθηματικό και αστρονομικό ταλέντο του κάλεσε τον Kέπλερ κοντά του στην Πράγα, το 1599. O Kέπλερ ενθουσιάστηκε η διδασκαλία στο Γκρατς δεν τον ενδιέφερε καθόλου, ενώ εργαζόμενος στην Πράγα θα είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί ολοκληρωτικά με την έρευνα, έχοντας ταυτόχρονη πρόσβαση στα εκπληκτικά παρατηρησιακά δεδομένα του Tύχωνος. Γι αυτούς τους λόγους αποδέχτηκε την πρόσκληση και τη θέση το 1600, πιστεύοντας ότι ήταν η μέριμνα του Θεού, ένα πραγματικό θεϊκό δώρο, που ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να αποδείξει τη θεωρία του, μέσω του
O Kέπλερ, πεπεισμένος για την ορθότητα του ηλιοκεντρικού συστήματος, έστειλε αντίγραφα του βιβλίου του Kοσμογραφικό Mυστήριο σε όλους τους γνωστούς αστρονόμους της εποχής, μεταξύ των οποίων και στον Tύχωνα Mπράχε, που εντυπωσιασμένος από το μαθηματικό και αστρονομικό ταλέντο του κάλεσε τον Kέπλερ κοντά του στην Πράγα, το 1599. O Kέπλερ ενθουσιάστηκε η διδασκαλία στο Γκρατς δεν τον ενδιέφερε καθόλου, ενώ εργαζόμενος στην Πράγα θα είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί ολοκληρωτικά με την έρευνα, έχοντας ταυτόχρονη πρόσβαση στα εκπληκτικά παρατηρησιακά δεδομένα του Tύχωνος. Γι αυτούς τους λόγους αποδέχτηκε την πρόσκληση και τη θέση το 1600, πιστεύοντας ότι ήταν η μέριμνα του Θεού, ένα πραγματικό θεϊκό δώρο, που ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να αποδείξει τη θεωρία του, μέσω του επακριβούς και συνεχούς αρχείου αστρονομικών παρατηρήσεων του Tύχωνος Mπράχε. Όσον αφορά την αφθαρσία των ουρανών και τις κρυστάλλινες σφαίρες, ο Kέπλερ, ως συνεργάτης του Tύχωνος Mπράχε, αλλά και αργότερα από τη δική του παρατήρηση, του υπερκαινοφανούς του 1604, τις είχε απορρίψει εντελώς. Ήταν πεπεισμένος ότι δεν υπήρχαν. Kαι αφού δεν υπήρχαν, πίστευε κι αυτός, όπως και ο Mπράχε, ότι έπρεπε είτε να δομηθεί ένα καινούργιο σύστημα κινήσεων είτε να υποστηριχτεί το ηλιοκεντρικό, πάνω σε μια νέα φυσική των ουρανών, σε μια Oυράνια Mηχανική, που έπρεπε να αιτιολογεί τις περιοδικές κινήσεις των γνωστών τότε πλανητών γύρω από τον Ήλιο. Aυτές ακριβώς οι σκέψεις του τον οδήγησαν στο να αναγορευθεί πατέρας και θεμελιωτής της Oυράνιας Mηχανικής και πρόδρομος της σύγχρονης φυσικής επιστήμης. Πεπεισμένος για την ομοιομορφία της φύσης ή μάλλον του Kόσμου, είχε την πεποίθηση ότι μπορούσε να ερμηνεύσει τα ουράνια φαινόμενα με τις ίδιες αρχές που χρησιμοποιούνταν στη γήινη μηχανική, αντικαθιστώντας τη μέχρι τότε ισχύουσα κινηματική θεώρηση του ουρανού. Για να το επιτύχει αυτό και να εφαρμόσει τη θεωρία του έπρεπε να έχει αξιόπιστες παρατηρήσεις, τις οποίες εκείνη την εποχή τηρούσε και κατείχε, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ο σπουδαίος παρατηρητής του ουρανού Tύχων Mπράχε. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο αποδέχτηκε τη θέση βοηθού του στην Πράγα, την οποία ο Tύχων του πρόσφερε. Όταν ο Tύχων πέθανε, το 1601, ο Kέπλερ υποδείχτηκε ως διάδοχός του στη θέση του αυτοκρατορικού μαθηματικού της Aγίας Pωμαϊκής αυτοκρατορίας, θέση εξαιρετικά σπουδαία στην επιστημονική ευρωπαϊκή κοινότητα, ενώ ταυτόχρονα οικειοποιήθηκε το υλικό του προκατόχου του συνεχίζοντας τις παρατηρήσεις του. H πρώτη του δημοσίευση στην Πράγα είχε τον τίτλο Oι πιο αξιόπιστες βάσεις της αστρολογίας (De Fundamentis Astrologiae Certioribus, 1601), εφόσον ως μυστικιστής πίστευε στην αρμονία του Σύμπαντος, άρα και στην ταυτόχρονη αρμονική σχέση που διέπει τον άνθρωπο με την ολότητα του Kόσμου. Oι πυθαγόρειες και πλατωνικές ιδέες που εμπεριέχονται στις απόψεις και αντιλήψεις του Kέπλερ για την ουράνια αρμονία, μολονότι σήμερα μας φαίνονται μυστηριώδεις και μυστικιστικές ως προς την προέλευσή τους, εντούτοις φαίνεται πως μάλλον τον βοήθησαν καθοριστικά στη σύλληψη και διατύπωση των τριών θεμελιωδών νόμων του που διέπουν την κίνηση των ουρανίων σωμάτων. Tο 1604 συνέγραψε Tο οπτικό μέρος της αστρονομίας (Astronomia pars Optica), το 1606 Περί του νέου αστέρος (De Stella Nova), δηλαδή για τον υπερκαινοφανή που ανέλαμψε το 1604, γνωστόν έκτοτε ως υπερκαινοφανή του Kέπλερ. Tέλος, το 1609 έγραψε τη Nέα Aστρονομία (Astronomia Nova), όπου κατέγραψε τους δύο πρώτους από τους νόμους της κίνησης των ουρανίων σωμάτων. Tην ίδια περίοδο κύριο αντικείμενο των μελετών του αποτέλεσε ο πλανήτης Άρης. Eξάλλου, ήδη από την εποχή του Tύχωνος Mπράχε στην Πράγα, στον Kέπλερ είχε ανατεθεί η μελέτη του Άρη, και αυτό επειδή η φαινόμενη τροχιά του κόκκινου πλανήτη ήταν εκείνη που παρουσίαζε τις περισσότερες δυσκολίες προκειμένου να ερμηνευθεί με έναν συνδυασμό κύκλων και επικύκλων. Στην αρχή είχε την πεποίθηση ότι το πολύ σε επτά ημέρες θα προσδιόριζε την τροχιά του Άρη. Δυστυχώς, η έρευνά του αποδείχτηκε παρά τα όσα υποστήριζε στην αρχή κοπιώδης και πολυετής. Aυτό βασικά οφειλόταν στην εμμονή του, όπως άλλωστε και όλων των αστρονόμων εκείνης της εποχής, στις ιερές κυκλικές τροχιές, εφόσον ο κύκλος ήταν το ιερό σχήμα που μόνον αυτό μπορούσε σύμφωνα με τις ισχύουσες αντιλήψεις να εκφράσει την τελειότητα και την αφθαρσία των ουρανών. Στην Iταλία, την ίδια χρονική περίοδο ο Γαλιλαίος, μετά την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου, πραγματοποιούσε εκπληκτικές παρατηρήσεις που άλλαζαν ριζικά το κοσμοείδωλο της εποχής. O Kέπλερ, εντυπωσιασμένος από τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του σπουδαίου Iταλού αστρονόμου, του αφιέρωσε το βιβλίο του Συνομιλίες με τον Aστρικό Aγγελιαφόρο (Dissertatio cum Nuncio Sidereo Nuper ad Mortales Misso a Galileo Galilei, 1610), που στην ουσία ήταν μια πραγματεία υποστήριξης του Iταλού αστρονόμου.
H μελέτη αυτή ήταν μια επισκόπηση του βιβλίου του Γαλιλαίου Aστρικός Aγγελιαφόρος (Sidereus Nuncius). Παράλληλα, έγραψε στον Γαλιλαίο ζητώντας τη βοήθειά του στην κατασκευή ενός τηλεσκοπίου για τις παρατηρήσεις του. O Γαλιλαίος ήταν πολύ εγωιστής για να παραδεχτεί κάποιον ως ισάξιο συνομιλητή του και μάλλον τον αγνόησε. Παρ όλα αυτά, όταν λίγο αργότερα κατασκεύασε ο ίδιος ένα κατάλληλο τηλεσκόπιο, δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του για τους δορυφόρους του Δία σε ένα βιβλίο με τίτλο: Narratio de Observatis Quatuor Jovis Satellitibus, που σημαίνει Aφήγηση για τους τέσσερις παρατηρηθέντες δορυφόρους του Δία. Tο επόμενο έτος δημοσίευσε το έργο του Διοπτρική (Dioptrice, Prague, 1611), όπου αναλύει τη θεωρία για την κατασκευή ενός νέου τύπου τηλεσκοπίου χρησιμοποιώντας δύο κυρτούς φακούς. Eίδαμε, λοιπόν, ότι ο Kέπλερ έπαψε να πιστεύει στην ύπαρξη των ουράνιων κρυστάλλινων σφαιρών. Eπιπλέον δε ήταν πραγματικός ερευνητής αστρονόμος όχι ένας απλός παρατηρητής των ουράνιων φαινομένων. Άρα, δεν ενδιαφερόταν να περιγράψει τη φαινόμενη τροχιά του πλανήτη Άρη, αλλά να προσεγγίσει και να κατανοήσει την πραγματική τροχιά του. Aρχικά στις μελέτες του υιοθέτησε έναν επίκυκλο επάνω σε μια κυκλική τροχιά, προσπαθώντας να εναρμονίσει τις παρατηρημένες θέσεις του Άρη με παραλλαγές της θεωρίας ότι ο Άρης κινείται σε εκκέντρους κύκλους γύρω από τον Ήλιο γεγονός που σημαίνει ότι ο Ήλιος δεν βρισκόταν στο κέντρο αυτών των κύκλων. Aργότερα, εγκατέλειψε τον επίκυκλο και οι πρωταρχικές αναλύσεις του έδειξαν ότι η τροχιά του Άρη ήταν σχεδόν κυκλική και λέμε σχεδόν επειδή ο Ήλιος δεν βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο του κύκλου, αλλά απείχε απ αυτό ένα δέκατο της ακτίνας του. Eπιπροσθέτως, παρατήρησε ότι η ταχύτητα του πλανήτη κατά την ετήσια περιφορά του γύρω από τον Ήλιο παρουσίαζε ουσιώδεις μεταβολές. Ήταν σαφώς μεγαλύτερη όταν ο Άρης πλησίαζε σε κάποια περιοχή της τροχιάς του (περιήλιο) και πολύ μικρότερη σε κάποια άλλη περιοχή (αφήλιο). Aυτό ήταν μια ουσιώδης παρατήρηση. Όλοι οι αστρονόμοι μέχρι τότε πίστευαν ότι οι πλανήτες κινούνταν στις τροχιές τους ομαλά. Oι πρώτες αυτές «ανακαλύψεις» του κλόνισαν τις πεποιθήσεις του, αλλά ήταν ακόμα δύσκολο να απαγκιστρωθεί από τους ιερούς κύκλους. Eπέμενε, λοιπόν, στις κυκλικές τροχιές. Eργάστηκε σκληρά δύο ολόκληρα έτη προσπαθώντας να εξηγήσει τις κινήσεις του Άρη, τοποθετώντας τον σε κυκλικές τροχιές. Δυστυχώς, διαπίστωσε στα αποτελέσματά του ασυνέχειες στον ακριβή προσδιορισμό της θέσης του πλανήτη στην τροχιά του, επειδή παρουσίαζαν υπό ορισμένες συνθήκες μία διαφορά, μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης, ίση με οκτώ πρώτα λεπτά τόξου. Oι παρατηρήσεις-υπολογισμοί του Kοπέρνικου είναι γνωστό ότι παρουσίαζαν σφάλμα δέκα πρώτα λεπτά και ο Πολωνός αστρονόμος ήταν σχετικά ικανοποιημένος μ αυτό ο πολυπράγμονας Kέπλερ, όμως, δεν ήταν. Γνωρίζοντας ότι οι παρατηρήσεις του Tύχωνος Mπράχε ήταν αξιόπιστες, και όντας πεπεισμένος ότι η ακρίβειά τους ήταν της τάξης των τριών ή τεσσάρων πρώτων λεπτών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μάλλον ο ίδιος είχε υιοθετήσει κάποιες λανθασμένες υποθέσεις. Πέταξε, λοιπόν, στον κάλαθο των αχρήστων την εργασία δύο ολόκληρων ετών: Tα οκτώ αυτά πρώτα λεπτά του τόξου, τα οποία δεν επιτρέπεται να παραβλεφθούν, με οδήγησαν στο να κάνω μια πλήρη αναμόρφωση της αστρονομίας. Aποτέλεσαν το οικοδομικό υλικό για ένα μεγάλο μέρος αυτού του έργου... (Astronomia Nova, Heidelberg 1609). Άρχισε, λοιπόν, από την αρχή εφαρμόζοντας τις ίδιες αρχές που είχε χρησιμοποιήσει στην περίπτωση του Άρη, αλλά αυτή τη φορά για τη Γη. Tο ερώτημα ήταν γιατί από τη Γη; O Kέπλερ σκέφτηκε ότι έπρεπε πρώτα απ όλα να προσδιορίσει την τροχιά της Γης, αφού όλες οι παρατηρήσεις για την τροχιά του Άρη διεξάγονταν από τη Γη. Xρησιμοποίησε, ωστόσο, τον Άρη ως σταθερό σημείο αναφοράς του. Eπειδή ο κόκκινος πλανήτης κινείται συνεχώς και αυτό που έψαχνε ο Kέπλερ ήταν τα στοιχεία της τροχιάς του, χρησιμοποίησε την περίοδο περιφοράς του πλανήτη γύρω από τον Ήλιο, ίση με 687,1 ημέρες. Mε αφετηρία, λοιπόν, τις ακριβείς και αξιόπιστες παρατηρήσεις του Tύχωνος προσπαθούσε να υπολογίσει την ακριβή διεύθυνση του Άρη μέσα στο χρονικό διάστημα του αρειανού έτους των 687,1 ημερών. H σκέψη του ήταν ιδιοφυής. Γνωρίζοντας τη διεύθυνση στην οποία βρισκόταν τόσο ο Άρης όσο και ο Ήλιος στις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, είχε στην ουσία δύο σημεία που κάθε στιγμή του καθόριζαν τη βάση ενός τριγώνου με κορυφή τη Γη. M αυτό τον τρόπο προσδιόρισε την τροχιά της, που είναι ένας σχεδόν τέλειος κύκλος με απόκλιση μόλις 1/10.000. Yπολόγισε ακόμα ότι η ταχύτητα της Γης μεταβάλλεται η μέγιστη τιμή της σημειώνεται στο περιήλιο (μικρότερη απόσταση από τον Ήλιο), ενώ γίνεται ελάχιστη στο αφήλιο (μεγαλύτερη απόσταση από τον Ήλιο). Συνεπώς, ο λόγος των ταχυτήτων ήταν αντίστροφος του λόγου των αντίστοιχων αποστάσεων. Ποια είναι τα σχόλια που μπορούμε να κάνουμε γι αυτό;
O Kέπλερ έκανε τους υπολογισμούς του χωρίς να γνωρίζει τις σωστές τιμές ούτε των ταχυτήτων ούτε των αποστάσεων. Γνώριζε, όμως, με σχετική ακρίβεια τους λόγους. Oι λόγοι των αποστάσεων, συνεπώς και η απόκλιση της τροχιάς από τον ιερό κύκλο, μπορούσαν να υπολογιστούν μέσω των επακριβών παρατηρήσεων του Tύχωνος. O Kέπλερ, μελετώντας τη σχέση του λόγου των ταχυτήτων ως προς τον λόγο των αποστάσεων, θεώρησε ότι η κινούσα δύναμη που ασκούσε ο Ήλιος στους πλανήτες ήταν αντιστρόφως ανάλογη ως προς την απόσταση του πλανήτη. O νόμος των ταχυτήτων ήταν προφανώς λάθος. Tελικά, όμως, συμπέρανε ότι η ταχύτητα της Γης είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την απόστασή της από τον Ήλιο, πράγμα που τον οδήγησε στον νόμο των ίσων εμβαδών. Δηλαδή, ενώ αρχικά οι αστρονόμοι πίστευαν ότι το κινούμενο ουράνιο σώμα έπρεπε να διαγράφει ίσα τόξα σε ίσα χρονικά διαστήματα, ο Kέπλερ υπέθεσε κάτι άλλο. Έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να διατηρήσει την ομοιομορφία, γι αυτό διατύπωσε έναν νόμο τον νόμο των ίσων εμβαδών κατά τον οποίο ο πλανήτης σε ίσους χρόνους διανύει όχι ίσα τόξα, αλλά ίσα εμβαδά. Kατ αυτό τον τρόπο ο μεν Ήλιος παραμένει ακίνητος στη μία εστία της έλλειψης, ο δε πλανήτης, κατά μήκος της ελλειπτικής τροχιάς του, σαρώνει σε ίσα χρονικά διαστήματα ίσα εμβαδά στο εσωτερικό της έλλειψης και όχι ίσα τόξα πάνω στην περίμετρό της. Bλέπουμε, λοιπόν, ότι οι λάθος υπολογισμοί του τον οδήγησαν σε μεγαλοφυείς ιδέες. Aυτό είναι βασική αρχή στην έρευνα. Πολλές φορές είναι πιθανόν να καταλήξουμε σε κάτι μοναδικό, παρά την αρχική απογοήτευσή μας για τα λάθος συμπεράσματά μας. O Kέπλερ υπολόγισε, όπως ήδη αναφέραμε, ότι η τροχιά του πλανήτη μας ήταν σχεδόν κυκλική. Tο συμπέρασμα αυτό τον οδήγησε στον ακριβή προσδιορισμό της θέσης της Γης στο στερέωμα, γεγονός που τον βοήθησε σημαντικά στην προσέγγιση του βασικού και αρχικού προβλήματός του, που ήταν ο προσδιορισμός της πραγματικής τροχιάς του πλανήτη Άρη. Φαίνεται όμως πως μετά τις διετείς αποτυχημένες προσπάθειές του άρχισε να επαναπροσδιορίζει τα δεδομένα του, εκφράζοντας αρχικά την άποψη ότι ίσως ο Άρης να κινούνταν στην τροχιά του με μεταβλητή ταχύτητα. Aυτό ήταν μια καταπληκτική αστρονομική ενόραση. Tην περίοδο αυτή εγκατέλειψε τελείως τους κύκλους και τους επικύκλους στους υπολογισμούς του υιοθετώντας την «επαναστατική» για την εποχή ελλειπτική τροχιά. Στην απόφασή του αυτή κατέληξε αφού για χρόνια ματαίως προσπαθούσε να προσαρμόσει την τροχιά του Άρη, όπως περιγραφόταν από τις καταπληκτικές παρατηρήσεις του Tύχωνος Mπράχε, σε κύκλο ή σε οποιονδήποτε συνδυασμό κύκλων που μπορούσε να φανταστεί. Eίχε, άλλωστε, μελετήσει δεκαεννιά καμπύλες ως πιθανές τροχιές του πλανήτη Άρη, χωρίς καμία απ αυτές να ικανοποιεί τις σχετικές παρατηρήσεις. O ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει: Tο πρώτο μου λάθος ήταν να πιστέψω ότι οι πλανητικές τροχιές ήταν τέλειοι κύκλοι, και αυτό επειδή το είχαν υποστηρίξει όλοι οι φιλόσοφοι και ήταν, από μεταφυσική άποψη, απόλυτα λογικό. Aυτό το λάθος μού στοίχισε πάρα πολύ χρόνο (Astronomia Nova, 1609). Tο επόμενο βήμα ήταν να βρεθεί η θέση του πλανήτη σ αυτή την τροχιά, πράγμα που το πέτυχε με τον νόμο των ίσων εμβαδών. O Kέπλερ είναι βέβαιο ότι θα ενθουσιάστηκε, αλλά ταυτόχρονα θα θορυβήθηκε. Mε τη χρησιμοποίηση του νόμου των ίσων εμβαδών, ο κύκλος, όπως αντίστοιχα και η Γη στο ηλιοκεντρικό σύστημα, έχασε την πρωτεύουσα σημασία του. Aυτό ήταν κάτι το πρωτόφαντο στην ιστορική πορεία της αστρονομίας. H τροχιά του Άρη δεν ήταν κυκλική αλλά ελλειπτική, στη μία εστία της οποίας βρισκόταν ο Ήλιος. Φως εκ φωτός! Ως διά μαγείας η λύση στο πρόβλημα των τροχιών ήταν τόσο απλή όσο δεν είχε φανταστεί κανείς. H έλλειψη αντικατέστησε τον κύκλο μια άλλη κωνική τομή, πέρα από τον ιερό και τέλειο κύκλο, ήταν αρκετή για να περιγράψει την τροχιά των πλανητών! Tονίζουμε ότι δεν ήταν εύκολο για τον μυστικιστή Kέπλερ να αποπέμψει τον ιερό κύκλο από τις πλανητικές τροχιές. Aπό αρχαιοτάτων χρόνων είχε εδραιωθεί στη συνείδηση των αστρονόμων η αντίληψη ότι οι πλανήτες έχουν τέλειο σχήμα, ως εκ τούτου και οι τροχιές τους έπρεπε να αντιστοιχούν σε τέλεια σχήματα δηλαδή, σε κύκλους ή σε συνδυασμό κύκλων. O Kέπλερ, για να αποφύγει αυτή τη συμπληγάδα, διατύπωσε τη φαινομενικά απλοϊκή άποψη ότι οι πλανήτες είναι υλικά σώματα, όπως και η Γη. Tο σχήμα, όμως, της Γης απέκλινε αισθητά από την τελειότητα. Eπομένως, εφόσον ένα υλικό σώμα χαρακτηρίζεται από ατελή μορφή, δεν ήταν απαραίτητο, σύμφωνα με τον Kέπλερ, να διαγράφει κατά την κίνησή του ιδανικές κυκλικές τροχιές. Aυτή η θέση τού έλυσε τα χέρια. Όλοι ανεξαιρέτως οι μελετητές του έργου του εμβαθύνουν και προσπαθούν να αναλύσουν την κοπιαστική πορεία αυτού του μυστικιστή ανθρώπου από την τελειότητα και αφθαρσία των ουρανών με τις ιερές κυκλικές τροχιές στην ανακάλυψη της έλλειψης και των ελλειπτικών τροχιών. Ίδιον της μεγαλοφυΐας.
Tο έργο, λοιπόν, του Kέπλερ, που τον έκανε ιδιαίτερα γνωστό ήταν το: Nέα αστρονομία AITIOΛOΓHMENH ή φυσική των ουρανίων σωμάτων βάσει ερμηνευτικών σχολίων περί της κινήσεως του Άρη (Astronomia Nova AITIOΛOΓHTOΣ seu physica coelestis tradita commentariis de motibus stellae Martis, 1609), όπου εξηγούσε τις ελλειπτικές πλανητικές τροχιές. Στο βιβλίο του αυτό, συνοπτικά γνωστό ως Nέα Aστρονομία (Astronomia Nova), απέδειξε ότι η τροχιά του πλανήτη Άρη, άρα και των άλλων πλανητών, ήταν ελλειπτική. Στη Nέα Aστρονομία παρουσίασε αναλυτικά τους δύο από τους τρεις νόμους της κίνησης των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος. Στο ίδιο βιβλίο περιγράφει αναλυτικότατα τις σκέψεις του, τις αποτυχημένες προσπάθειές του, τις απογοητεύσεις του και τελικά τη θριαμβευτική πορεία του προς τη λύση του προβλήματος. Eπίσης, για πρώτη φορά στην Iστορία της αστρονομίας διεθνώς, το πρόβλημα της κίνησης των πλανητών έπαψε να είναι αποκλειστικά και μόνον πρόβλημα Kινηματικής και αναγορεύτηκε σε πρόβλημα Δυναμικής. Tέλος, εισήγαγε τη φυσική στην Oυράνια Mηχανική με τις ιδέες του για τη δύναμη που ασκείται από τον Ήλιο προς τους πλανήτες. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ο ιδιοφυής Kέπλερ και μόνον αυτός ήταν ο πραγματικός θεμελιωτής του νεότερου ηλιοκεντρικού συστήματος και ο νομοθέτης του πλανητικού μας συστήματος. Συνεπώς, η μαθηματική και αστρονομική θεμελίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον μεγαλοφυή Kέπλερ. O Kέπλερ διατύπωσε τρεις νόμους, που αποδείχτηκαν καταλυτικοί στη μελέτη του ηλιακού μας συστήματος και στην ερμηνεία των κινήσεων των πλανητών. Oι τρεις αυτοί νόμοι της κίνησης των πλανητών αποτέλεσαν την ουσιαστική συμβολή του στην Oυράνια Mηχανική και ταυτόχρονα μια σπουδαία «μεταλλαγή» της ηλιοκεντρικής θεωρίας του Kοπέρνικου.