ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ - ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Κατεύθυνση: Ψυχοπαιδαγωγικές συνιστώσες της πολυπολιτισμικότητας ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Της Παρισσάτιδος Χριστοφορίδου ΑΜ: 156 ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Θέματα ταυτότητας των παλιννοστούντων. Σχέσεις παράδοσης και γλώσσας. Συγκριτική μελέτη. Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Ρούλα Τσοκαλίδου Επιβλέποντες Καθηγητές: Σωφρόνιος Χατζησαββίδης, Κωνσταντίνος Τσιούμης. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Ιούνιος 2014
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συμμετέχοντες στην έρευνά μου, για το χρόνο που αφιέρωσαν στη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων της έρευνάς μου και για τις χρήσιμες υποδείξεις τους. Χωρίς τη συνεργασία τους η παρούσα έρευνα δεν θα μπορούσε να έχει υλοποιηθεί. Ευχαριστώ την καθηγήτριά μου, κ. Ρούλα Τσοκαλίδου επειδή μου έδωσε την επιλογή να διαλέξω ένα τέτοιο θέμα, το οποίο με ενδιαφέρει τόσο πολύ. Ακόμη, ευχαριστώ ιδιαιτέρως τη φίλη μου Χριστίνα Σπυρίδου-Προβατά για την πολύτιμη βοήθειά της από την αρχή της εργασίας μου ως το τέλος. Πολλές ευχαριστίες στη συνάδελφο και συμφοιτήτρια μου, Στέλλα Λυτσιούση για τη βοήθειά της. Ειδικές ευχαριστίες και στον Μεταφραστικό Όμιλο Eurologos με έδρα τη Θεσσαλονίκη για τη μετάφραση του ερωτηματολογίου μου στη Ρώσικη γλώσσα. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την κυρία Θεοδώρα Γιαννίτση, πρόεδρο του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού Μόσχας, η οποία μου έστειλε πολύτιμο υλικό για την εργασία μου. 2
Περιεχόμενα Εισαγωγή...σελ. 4 Summary...σελ. 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Ιστορική αναδρομή...σελ. 6 Ο πληθυσμός του Ποντιακού Ελληνισμού στη Σοβιετική Ένωση μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο...σελ. 13 Ουκρανία...σελ. 19 Ναγκόρνο Καραμπάχ...σελ. 20 Αμπχαζία...σελ. 21 Τσετσενία...σελ. 23 Η μοίρα των προσφύγων...σελ. 24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο Το ελληνικό σχολείο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση...σελ. 25 Ορισμός της Παλιννόστησης...σελ. 27 Ελληνική Εκπαιδευτική Πολιτική...σελ. 31 Πολυπολιτισμικότητα...σελ. 34 Θέματα ταυτότητας...σελ. 38 Η Ελληνική εθνική ταυτότητα των ποντίων της Σοβιετικής Ένωσης...σελ. 41 Ταυτότητα και εκπαίδευση...σελ. 42 Θέματα γλώσσας...σελ. 44 Θέματα θρησκείας...σελ. 50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο Μεθοδολογία...σελ. 52 Πλήθος, Δείγμα... σελ. 53 Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο...σελ. 53 Αυτοαξιολόγηση...σελ. 57 Παρουσίαση αποτελεσμάτων...σελ. 58 Διατύπωση συμπερασμάτων...σελ. 59 Επίλογος...σελ. 62 Παράρτημα...σελ. 64 (Ερωτηματολόγια, Εικόνες, Μαρτυρίες Παλιννοστούντων). Βιβλιογραφία...σελ. 79 3
Περίληψη Η παρούσα έρευνα μελετά τους Ελληνοπόντιους από την πρώην Σοβιετική Ένωση που έχουν έρθει για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, αλλά και όσοι συνεχίζουν να διαβιούν στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Ειδικότερα, εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο ζουν πραγματικά και φαντασιακά ανάμεσα σε δυο χώρες, ανάμεσα σε δυο πατρίδες, την Ελλάδα και την πρώην σοβιετική δημοκρατία στην οποία γεννήθηκαν ή/και μεγάλωσαν (http://neolaia.poe.org.gr/default.aspx?catid=173). Λέξεις-κλειδιά: Παλιννοστούντες, Πρώην Σοβιετική Ένωση, Ομογενείς, θέματα ταυτότητας. Εισαγωγή Η παρούσα εργασία με τίτλο «Θέματα ταυτότητας των παλλινοστούντων. Σχέσεις παράδοσης και γλώσσας. Συγκριτική μελέτη» εκπονήθηκε στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών μου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο λόγος που επέλεξα να ερευνήσω το θέμα αυτό ήταν ο εξής: Πάντοτε ήμουν ευαίσθητη με το θέμα της Ελληνικής Ομογένειας και ιδιαίτερα με τους Παλιννοστούντες από τη Σοβιετική Ένωση επειδή τυχαίνει και η καλύτερή μου φίλη να έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Γεωργία, οπότε ήταν η καταλληλότερη στιγμή να ασχοληθώ με ένα τέτοιο θέμα που με ενδιαφέρει πραγματικά. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας έδειξε ότι έχουν γραφτεί αρκετά βιβλία και άρθρα με θέμα τους Παλιννοστούντες, καθώς έχουν γίνει έρευνες και μελέτες για τους Παλιννοστούντες της Πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε είχε ως στόχο να διαπιστωθούν οι απόψεις και οι στάσεις των Παλιννοστούντων σε θέματα ταυτότητας και παράδοσης. Για τη συλλογή των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από ομογενείς από την Πρώην Σοβιετική Ένωση. Στην παρούσα εργασία κατασκευάστηκε ένα ερωτηματολόγιο που έχει ως στόχο να καταγράψει θέματα ταυτότητας των Παλλινοστούντων. Η υπόθεση είναι ότι οι Παλλινοστούντες έχουν ισχυρούς δεσμούς με την 4
Ελληνική παράδοση και την Ελληνική γλώσσα ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής τους. Το δείγμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την έρευνα προέρχεται από στενό φιλικό μου περιβάλλον. Τα άτομα τα οποία δέχτηκαν και απάντησαν στο ερωτηματολόγιο είναι Παλλινοστούντες, οι οποίοι μένουν και εργάζονται στην Ελλάδα και Έλληνες ομογενείς οι οποίοι κατοικούν και εργάζονται στη Ρωσία. Το δείγμα διαφέρει ως προς την ηλικία, το φύλο, τις σπουδές, το επάγγελμα και την οικογενειακή κατάσταση. Η παρούσα εργασία αποτελείται από τρία κεφάλαια. Στην εισαγωγή διατυπώνεται το θέμα που απασχολεί την εργασία. Summary The present work is based on a questionnaire, which aims to record identity issues of Repatriated Greeks of the Former Soviet Union. There will be comparative study for recording behaviors of Repatriated Greeks in tradition and language issues. The hypothesis is that Repatriated Greeks have strong ties with the Greek Tradition and Greek language, irrespective where they live. The sample that takes part in the research comes from my close environment. They are Repatriated Greeks who live and work in Greece and Greeks who still live and work in Russia or former Soviet Democracies. The sample differs in age, gender, studies, profession and marital status. We will study the Pontic Greeks from the Former Soviet Union who have come for permanent establishment in Greece. Particularly, we will investigate the matter that they live their real and imaginary life, between two countries, Greece and the Former Soviet Democracy, in which they were born and raised (http://neolaia.poe.org.gr/default.aspx?catid=173). Key words Repatriated Greeks, Former Soviet Union, Pontic Greeks, tradition and language issues. 5
Θεωρητικό Πλαίσιο Η Σύγχρονη Ελλάδα έχει μεταβληθεί σε μία πολύχρωμη χώρα, εμφανίζοντας έντονες αλλαγές στην κοινωνική της σύνθεση κατά την τελευταία εικοσαετία. Η παρουσία μεταναστών και η επανένταξη παλιννοστούντων στην πραγματικότητα της χώρας μας δημιουργούν ολοένα και νέες ανάγκες τόσο για την προσαρμογή αυτών των διαφορετικών εθνοπολιτισμικών ομάδων όσο και για την προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας στις βιοτικές και κοινωνικές ανάγκες και αυτών των ανθρώπων (Παλαιολόγου Ν., Παπάνης Ε. : 2010). Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει δέκτης ενός μεταναστευτικού ρεύματος. Η ελληνική κοινωνία έχασε την ομοιογένειά της και άρχισε να συντίθεται από διαφορετικές εθνότητες, θρησκείες, πολιτισμικές ταυτότητες. Ο πλουραλισμός αυτός αποτελεί πλέον μέρος της κοινωνικής δομής της χώρας. Η Ελλάδα, όπως πολλές άλλες περιοχές στη δυτική και νότια Ευρώπη, γνώρισε σημαντικές μεταβολές κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και ιδιαίτερα μετά τα τέλη του 1980. Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, η επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής κατάστασης και ο θρησκευτικός ολοκληρωτισμός, επέφεραν δραματική αύξηση στα ρεύματα αλλοδαπών από την ανατολική και την κεντρική Ευρώπη αλλά και τον Τρίτο Κόσμο. Οι μετανάστες διασχίζουν τα εθνικά σύνορα χωρίς να διαθέτουν πάντα νόμιμα πιστοποιητικά και εγκαθίστανται προσωρινά ή σε μακροχρόνια βάση στα εθνικά εδάφη (Marina Petronoti & Anna Triandafyllidou, 2003:9). Ιστορική αναδρομή Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Φωτιάδη, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τα κύματα του νεοελληνικού αποικισμού σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: α). Στην πρώτη ανήκουν οι Έλληνες του Βαλκανικού και νησιωτικού χώρου που εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που τους παρέχουν οι ιστορικές συγκυρίες, μετοικούν σποραδικά από το 15 ο αιώνα, κυρίως στις παραδουνάβιες περιοχές και στη νοτιοδυτική Ρωσία και συγκεκριμένα στη δημοκρατία της Ουκρανίας. β). Στην περιοχή της Κριμαίας, όπου οι Έλληνες ζουν εκεί 3000 χρόνια, υπάρχει και μια δεύτερη μεγάλη κατηγορία, απομεινάρι του αρχαιοελληνικού ελληνισμού από το δεύτερο αποικισμό. 6
γ). Η Τρίτη μεγάλη κατηγορία, η οποία παίρνει το δρόμο της εξόδου, της σωτηρίας προς την ομόθρησκη Ρωσία, είναι ο ποντιακός ελληνισμός. Η λεγόμενη μετανάστευση των Ελλήνων στη Ρωσία, δεν ήταν ποτέ μετανάστευση, αλλά αναγκαστική φυγή, έξοδος, και θα πρέπει με τέτοιους όρους να μιλάμε, επειδή δεν ήταν οι οικονομικοί λόγοι που αναγκάζουν τους Έλληνες να πάρουν το δρόμο της σωτηρίας προς την ομόθρησκη Ρωσία. Αρκεί μόνο να δούμε στο 19 ο και στον 20 ο αιώνα, όταν φεύγουν οι περισσότεροι Έλληνες από τον ιστορικό Πόντο προς τη Ρωσία, κάτω από ποιες συνθήκες φεύγουν (Δαμανάκης 2003:128). Ο ποντιακός Ελληνισμός συνδέθηκε με τη γη της βορειοανατολικής Μ. Ασίας από τον 8ο π.χ. αιώνα. Οι Έλληνες αποτελούν έναν από τους αρχαιότερους πληθυσμούς της σημερινής Κοινοπολιτείας των Ευρασιατικών Κρατών και της Δημοκρατίας της Γεωργίας (Βεργέτη, 2000:125). Η ίδρυση αποικιών από τις ελληνικές πόλεις-κράτη, έχουν σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή διαμόρφωση τους σε σημαντικά εμπορικά κέντρα, δημιουργώντας ταυτόχρονα και μια δυναμική αγροτική ενδοχώρα. Η ιστορική συνέχεια των Ελλήνων στην περιοχή τονίζεται από το γεγονός ότι η πόλη της Κριμαίας, στην Αζοφική θάλασσα, ήταν ελληνική από τον 8ο π.χ. αιώνα μέχρι και τον 13ο μ.χ. αιώνα, όποτε καταλαμβάνεται από τους Τατάρους. Η παρουσία των Ελλήνων σε περιοχές κυρίως στη περιοχή του Εύξεινου Πόντου ήταν συνεχής για πάνω από 2500 χρόνια. (Bruneau, 2000:78). Σύμφωνα με τις καταγραφές που έχουμε, το έτος 1917 έχουμε 700.000 Έλληνες στη Ρωσία. Ο Ρώσικος λαός αγαπούσε και σεβόταν τους Έλληνες. Οι Έλληνες, παρά τις σκληρές γεωγραφικές συνθήκες, ζούσαν σχετικά καλά, χάρη στην καπνοκαλλιέργεια, την εκμετάλλευση των μεταλλείων αλλά και το εμπόριο. Η ελληνική παιδεία καλλιεργήθηκε τους προηγούμενους αιώνες παρ όλες τις αντιξοότητες. Για την πνευματική ζωή των Ελλήνων, το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι στις πόλεις Μόσχα, Κίεβο, Νιέζιν, Τιφλίδα, Οδησσό και σε μερικές ακόμα, το ελληνικό στοιχείο έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ζωή των κατοίκων. Στο νότιο Καύκασο, οι Ελληνοπόντιοι του Καρς και των άλλων περιοχών παρακολουθούν όλα τα μαθήματά τους στα Ελληνικά, όπως και στον Πόντο. Όταν όμως το 1890 ανέλαβε την εκπαίδευση η Ιερά Σύνοδος και ίδρυσε τα εκκλησιασικά σχολεία, όπου τα παιδιά επί τρία χρόνια μάθαιναν τη Ρώσικη γλώσσα από ρωσομαθείς δασκάλους, που τους πλήρωνε η Ιερά Σύνοδος και την ελληνική από δασκάλους που τους πλήρωνε η ελληνική κοινότητα (Δαμανάκης 2003:133). 7
Η Πανσλαβική πολιτική που θα αλλάξει και θα επικρατεί στα σχολεία της περιοχής θα αφαιρέσει αργότερα τη δυνατότητα από τα Ελληνόπουλα να διδάσκονται τη μητρική τους γλώσσα με ένα βιβλίο που γράφτηκε ακριβώς για τις ανάγκες τους. Μετά το 1905, μετά τη Ρώσικη μεταπολίτευση τα πράγματα απλοποιήθηκαν και οι διατυπώσεις περιορίστηκαν. Σε ολο τον Καύκασο δημιουργήθηκαν ελληνικές κοινότητες. Παρ όλες τις δυσκολίες που συναντούσαν οι Έλληνες κατάφερναν να διατηρούν σε υψηλά επίπεδα την πνευματική, πολιτισμική και εθνική τους δραστηριότητα. Αυτό αποδεικνύεται από τα σχολεία, τις εκκλησίες και την πολιτιστική τους παρουσία (Δαμανάκης 2003:136). Η Οκτωβριανή επανάσταση και η αρχή της σοβιετικής εποχής το 1917, βρίσκει τους Έλληνες του Πόντου να αποτελούν μέρος του εθνολογικά πολυδιάστατου χώρου της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι Πόντιοι (και οι υπόλοιποι Έλληνες) εγκατεστημένοι σε συμπαγείς ομάδες αναπτύσσουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες σε τέτοιο βαθμό ώστε να εντοπίζονται σε όλη την αχανή ρωσική- σοβιετική επικράτεια. Ο αριθμός τους το 1914 φτάνει τους 650.000 και συναντώνται σε 34 πόλεις, κυρίως στις παράλιες περιφέρειες του Εύξεινου Πόντου (Σαρίκαμις, Καγισμάν, Καρς, Αρνταχάν, Βατούμ, Τυφλίδα, Κουταΐδα, Πότι, Σοχούμ, Σότσι, 'Αντλερ, Τουαψέ, Νοβοροσσίσκι, Κρίμ-σκαγια, Απίνσκαγια, Αικατερινοντάρ, Ανάπα, Μαϋκώπ, Ροστόβ, Ταϊγάν, Βλαδικαυκάζ, Γρόζναν, Κερτς, Θεοδοσία, Συμφερούπολη, Σεβαστούπολη, Γιάλτα, Χερσώνα, Οδησσό, Κίεβο, Χάρκοβο, Μόσχα, Πετρούπολη). Σ' αυτές τις πόλεις συγκροτούνται συμπαγείς ελληνικές κοινότητες, με Ελληνικά σχολεία και εκκλησίες. Εκτός όμως από τις παραπάνω πόλεις, όπου συναντιέται μεγάλη και συγκροτημένη ελληνική παρουσία, υπάρχει εγκατάσταση Ελλήνων και στις κυριότερες πόλεις της βόρειας και ανατολικής Ρωσίας, στη Μαντζουρία και στη Σιβηρία. Ακόμα και στους περισσότερους σιδηροδρομικούς σταθμούς της ρώσικης επικράτειας, είναι έκδηλη η ποντιακή παρουσία καθώς και η προσπάθεια του να οργανωθεί σε κοινότητες. Στην Οκτωβριανή Επανάσταση, οι Πόντιοι συμμετέχουν ενεργά (περίπτωση Πασσαλίδη), επανάσταση η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να εξαλειφθεί η αστική τάξη από τη σοβιετική πλέον κοινωνία. Οι Έλληνες αστοί ακολουθούν τη μοίρα της υπόλοιπης τάξης τους, ενώ το μεγαλύτερο πλήθος των Πόντιων που είναι αγρότες, προσμένουν να δουν τα αποτελέσματα της επανάστασης. Αν και αρχικά η ανακατανομή της γης στον αγροτικό πληθυσμό τους δίνει την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, η επιλογή της δημιουργίας κρατικών γαιοκτημάτων (κολχόζ), σε συνδυασμό με τον εμφύλιο πόλεμο, ρίχνουν το λαό στην ανέχεια.η ονομασία των ιδιωτικών γαιοκτημάτων σε «γαιοκτήματα με σοβιετική σημαία» δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα αφού ουσιαστικά χειροτέρεψε την κατάσταση. 8
Το φθινόπωρο του 1920 για να εξομαλύνει η εκρηκτική κατάσταση, να αντιμετωπιστούν οι παράνομες αγορές, να επιτευχθεί ο επισιτισμός του λαού και να δημιουργηθεί μια ουσιαστική παραγωγική γραμμή, εφαρμόζεται το σχέδιο της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (Ν.Ε.Π). Η Ν.Ε.Π. προσπάθησε να εντάξει στην παραγωγή το σημαντικότερο τμήμα του σοβιετικού πληθυσμού, τους αγρότες, το 80% δηλαδή του σοβιετικού πλέον λαού. Η αντικατάσταση της κατάσχεσης από τη φορολογία σε είδος, η θέσπιση φορολογικών ελαφρύνσεων, η ελευθέρια της εμπορίας του πλεονάσματος καθώς και η έμφαση στην ιδιωτική επιχείρηση και όχι στις οργανωμένες από το κράτος μορφές συλλογικής καλλιέργειας, είναι οι βάσεις για τη δημιουργία της αγροτικής παραγωγικής γραμμής. Η εποχή της εφαρμογής της Ν.Ε.Π. χαρακτηρίζεται ως η πιο ευημερούσα περίοδος για την περιοχή στις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του 20ου αιώνα, περίοδος η οποία βρίσκει του Έλληνες να αναπτύσσονται οικονομικά και καταφέρνουν να γίνουν μέρος μιας νέας, οικονομικά εύρωστης ελίτ (Μαλκίδης Θ., Καρατζάς Κ., όψεις της εκπαίδευσης και της κοινωνίας των Ελλήνων της ΕΣΣΔ (1917-1991)). Η πολιτική βέβαια της κολεκτιβοποίησης του Στάλιν το 1937, καταργεί όλα τα σχολεία και τα θέατρα, κλείνει όλους τους εκδοτικούς ελληνικούς οίκους, κλείνει όλες τις ελληνικές εφημερίδες και αρχίζει μια περίοδος πολιτισμικής γενοκτονίας των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Καταπατήθηκαν τα δικαιώματα των Ελλήνων, κατέστρεψαν τα ελληνικά σχολεία, τις εκκλησίες και εξόρισαν σχεδόν όλη την ελληνική διανόηση. Η ρατσιστική πολιτική του Στάλιν εφαρμόστηκε τέλεια από τον Μπέρια και τους συνεργάτες του. Από τον Δεκέμβριο του 1937 οι σταλινικές αρχές άρχισαν τις εκκαθαρίσεις πρώτα των Ελλήνων της Μαριούπολης. Οι εκκαθαρίσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Στη Ρωσία οι Έλληνες ζήσανε τον εμφύλιο, τις ταλαιπωρίες, έφτιαξαν σπίτια, εκτοπίστηκαν. Έχασαν τα σπίτια τους, την περιουσία τους, τους έβαλαν να υπογράψουν ότι δεν θα διεκδικήσουν τίποτα. Εκτοπίζονται για δεύτερη φορά, πάνε στα σύνορα της Κίνας ή στη Σιβηρία από το 1937 και ύστερα από το 1942 ξαναφτιάχνουν σπίτια. Το 1956 το σοβιετικό καθεστώς παραδέχεται ότι έκανε λάθος με τους Έλληνες. Η περίοδος που ακολουθεί το θάνατο του Στάλιν, χαρακτηρίζεται από την έντονη διαμάχη για τη διαδοχή. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας έφερε τον Ν. Χρουτσώφ στο προσκήνιο και στη θέση του αρχηγίας του κράτους, μετά από τρεις δεκαετίες δικτατορικής διακυβέρνησης από τον Ι. Β. Στάλιν. Η ανάγκη εύρεσης άμεσων λύσεων 9
από το νέο ηγέτη, είχε σαν αποτέλεσμα την αλλαγή της αντιμετώπισης των αγροτών από το κράτος. Παραχωρούνται προνόμια και προωθείται μία νέα οικονομική πολιτική με βάση την οποία οι υπεραυξημένη φορολογία που κατέπνιγε τον αγροτικό πληθυσμό, καταργούνται. Οι τιμές διάθεσης των προϊόντων των κολχόζ αυξάνονται με ευεργετικά αποτελέσματα στη ζωή των αγροτών, αφού ήταν η πρώτη φορά μετά από αρκετές δεκαετίες όπου τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής διατίθενταν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να επωφεληθούν και οι αγρότες. Η πολιτική της αρπαγής των αγροτικών προϊόντων από τον κρατικό μηχανισμό καταργείται ενώ γίνεται προσπάθεια για την εφαρμογή ευνοϊκότερης οικονομικής πολιτικής. Για πρώτη φορά θίγεται δημόσια το θέμα των εκτοπίσεων των εθνικών ομάδων. Ο ίδιος ο Χρουτσώφ στην εισήγηση του στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, το 1956 αναφέρεται εκτεταμένα στους παράνομους μαζικούς διωγμούς που είχε διατάξει ο Στάλιν και στα βασανιστήρια στα οποία είχαν υποβληθεί πολλοί κρατούμενοι. Παρ' όλες τις απελευθερώσεις των κρατουμένων μετά το 1953, το Φεβρουάριο του 1956 βρίσκονται εκατομμύρια ακόμα πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της σοβιετικής επικράτειας. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της εισήγησης είναι η μαζική αποφυλάκιση των εξόριστων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και η σταδιακή επανεγκαθίδρυση τους στις πατρίδες τους. Αν και η αποσταλινοποίηση έφερε αλλαγές ωστόσο μεγάλος μέρος των Ελλήνων εξόριστων παρέμεινε στην Κεντρική Ασία. Το δικαίωμα της ελεύθερης πολιτιστικής και πολιτισμικής έκφρασης συνεχίζει να απαγορεύεται. Η άφιξη το 1949 των 15.000 πολιτικών προσφύγων στην Ε.Σ.Σ.Δ., (Charalambidis, 2004:34), οι οποίοι εγκαθίστανται κυρίως στην πρωτεύουσα των Ουζμπεκιστάν, στην Τασκένδη, έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τους εξόριστους Πόντιους. Το πληθυσμιακό βάρος της ελληνικής διασποράς αυξάνει, ενώ η σχετική ελευθερία που τους παραχωρεί η σοβιετική εξουσία, τους επιτρέπει να ανοίξουν αρκετά ελληνικά σχολεία και να εκδώσουν εφημερί-δες. Ωστόσο άλλη μια απαγόρευση έρχεται να επισκιάσει ένα ευχάριστο γεγονός. Το προνόμιο της φοίτησης στα ελληνικά σχολεία της Τασκένδης δεν μπορούν να το απολαύσουν οι εξόριστοι Πόντιοι, γιατί ο συντριπτικός όγκος του πληθυσμού κατοικεί στα χωριά της περιφέρειας της Τασκένδης, και απαγορεύεται η μετεγκατάσταση τους στην πόλη. 10
Το 1964 είναι η χρoνιά που η εξουσία περνά στα χέρια του Λ. Μπρέζνιεφ. Οι προσπάθειες ανανέωσης και εκδημοκρατισμού, είχαν σαν αποτέλεσμα οι συντηρητικότεροι υποστηρικτές του σοβιετικού καθεστώτος, που βρίσκονταν στην Κεντρική επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος να συσπειρωθούν εναντίον τουχρουτσώφ, με άμεσο αποτέλεσμα την αντικατάσταση του από τον Μπρέζνιεφ. Με τον Μπρέζνιεφ στην εξουσία, αρχίζει η περίοδος, η οποία θα ονομαστεί «περίοδος στασιμότητας». Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής η οποία ακολουθώντας μια απόλυτη στάση απέναντι στις αντίθετες από την εξουσία απόψεις, επιβάλλει ένα νέο ολοκληρωτισμό. Περιορίζονται οι ελευθερίες, ενώ η διαφθορά και η στασιμότητα επικρατούν σε όλες σχεδόν τις πλευρές της κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής ζωής. Ταυτόχρονα επιχειρείται μια εκστρατεία σπίλωσης της προσωπικότητας του Χρουστσόφ και το όνομα του εξαφανίζεται από τα βιβλία και την ιστορία. Ένα παράδειγμα που αποδεικνύει το χαρακτήρα της δικτατορικής διακυβέρνησης που έφτασε σε σημείο να παραποιήσει την ιστορία για να αποδείξει την ορθότητα της πολιτικής της. Ένα ακόμα στοιχείο που δείχνει την αλαζονεία του καθεστώτος είναι η δημιουργία έργων εντυπωσιασμού, παραμελώντας τους πολίτες και αγνοώντας επιδεικτικά τις πραγματικές ανάγκες των σοβιετικών πολιτών. Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του 1970 αρχίζουν να εμφανίζονται συχνές οικονομικές κρίσεις άμεσο αποτέλεσμα της πτώσης της παραγωγικότητας. Η γενίκευση της αδιαφορίας και της οικονομικής αδυναμίας καθώς και η ουσιαστική έλλειψη τεχνολογικής υποδομής στη παραγωγή, επιδείνωσαν την κατάσταση. Το 1965 αρχίζει η αναχώρηση των εξόριστων Ποντίων για την Ελλάδα. Οι Έλληνες Πόντιοι, εξαιτίας της πιεστικής κοινωνικής κατάστασης και της οικονομικής δυσκολίας αρχίζουν ένα νέο περιορισμένο κύμα μετανάστευσης προς την μητέρα πατρίδα. Ενώ όμως έχοντας βιώσει τόσες κακουχίες αλλά και την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά του ελληνικού κράτους για δεκαετίες, βρίσκονται αντιμέτωποι με την αδιαφορία και κάποιες φορές και την εχθρότητα των ελληνικών αρχών. Το 1972 το καθεστώς στα πλαίσια προώθησης μιας ευνοϊκότερης κοινωνικής πολιτικής προς τους και εν μέρει αίρονται τα μέτρα της πλήρους απαγόρευσης των πολιτιστικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων της Ε.Σ.Σ.Δ. Σε μια σειρά Δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας αρχίζουν να επαναλειτουργούν ελληνικά τμήματα στα θέατρα και στα μουσεία. Δεν επιτρέπεται όμως να ξαναρχίσει η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αποδεικνύοντας ότι οι Έλληνες αντιμετωπίζονται, σε όλη την μπρεζνιεφική περίοδο, σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. 11
Στη δεκαετία του 1980 έρχεται η περεστρόϊκα και για πρώτη φορά ανοίγει τα σύνορα. Ακολουθούν, όμως, οι εθνικιστικές ταραχές και ο εμφύλιος. Η περιοχή της Γεωργίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα (Δαμανάκης 2003: 139). Η τραγωδία αυτού του κομματιού της Eλλάδας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πολιτική των εκτοπίσεων και των δολοφονιών επέφερε ένα σοβαρό χτύπημα στη φιλία των λαών. Οι περισσότεροι από αυτούς, αφήνουν τα υπάρχοντά τους, τα σπίτια, τις δουλεές, τις συντάξεις τους και όλες τις θύμησες και έρχονται στη μητέρα Ελλάδα ύστερα από απουσία 3000 χρόνων, για να ζήσουν από την αρχή, κάτω από όχι κολακευτικές για το ελληνικό κράτος συνθήκες (Δαμανάκης 2003:140). Το έτος 1985 αποτελεί ορόσημο στη σοβιετική ιστορία, επειδή στην εξουσία ανέρχεται ο ηγέτης που έμελλε να θέσει το τέλος του 70χρονης κομμουνιστικής-σοβιετικής διακυβέρνησης. Ο Γκορμπατσόφ είναι ο εμπνευστής της διαδικασίας ανασυγκρότησης της σοβιετικής οικονομίας, της γνωστής ως περεστρόικα. Η ένταξη των πολιτών στις διαδικασίες αποσοβιετικοποίησης και διαφάνειας της εξουσίας και των αποφάσεων, μέσα από μια πολιτική δημοκρατία, ορίζεται σαν στόχος της ανοικοδόμησης. (Γκορμπατσώφ, 1987, 67) Τα δημοκρατικά δικαιώματα που παραχωρεί στην κοινωνία και η εξουσία βρίσκουν την ιδεολογική τους κατοχύρωση στις απόψεις του Λένιν. Η ριζοσπαστική κριτική του Γκορμπατσώφ και οι αναπόφευκτες παραχωρήσεις προς την κοινωνία, οδηγούν την Σοβιετική Ένωση σε μια νέα εποχή ανατροπών και μεταρρυθμίσεων. Έτσι μπαίνει από την ηγεσία το ζήτημα της ριζικής μεταρρύθμισης του πολιτικού συστήματος με αποτέλεσμα να συζητάτε ανοιχτά πια το ζήτημα του μετασχηματισμού του συστήματος σε μια δημοκρατική κατεύθυνση. Αποκορύφωμα των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων είναι η ελεύθερη εκλογή από τη βάση των αντιπροσώπων στο συνέδριο των Σoβιέτ. Το συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών, το Μάιο του 1989, χαρακτηρίζεται από την ελευθερία έκφρασης της γνώμης, από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και την οργάνωση για πρώτη φορά των πολιτικών τάσεων. Σ' αυτή την κατεύθυνση στις 28 Φεβρουαρίου 1990, το Ανώτατο Σοβιέτ εξαγγέλλει μια από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις που βάζουν ουσιαστικά τέρμα στις σταλινικές αλλαγές της κολλεχτιβοποίηοης. Ψηφίζει νόμο που προβλέπει ότι η γη θα ανήκει στον αγρότη, θα μεταβιβάζεται και θα κληρονομείται. Έτσι, μετά από 70 χρόνια καταναγκαστικής κολλεχτιβοποίησης και απαγόρευσης της μετακίνησης των αγροτών από τα χωριά, η Ε.Σ.Σ.Δ. περνά σε μια νέα περίοδο και κάνει το αποφασιστικό βήμα προς την επίλυση του προβλήματος της γης, προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος. Στην ίδια κατεύθυνση των αλλαγών 12
εντάσσεται και η εγκαθίδρυση της Προεδρικής Δημοκρατίας, αφού ο πρόεδρος της ΕΣΣΔ, θα εκλέγεται πλέον από το Συνέδριο των λαϊκών βουλευτών. Ο νέος αυτός θεσμός βάζει οριστικό τέρμα στο μονοκομματικό σύστημα και την απόλυτη κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στην εκπαίδευση γίνεται προσπάθεια για ριζικές αλλαγές. Ως προβλήματα που θα αναφερθούν και θα προσπαθήσουν να αντιμετωπιστούν, είναι ο συντηρητικός τρόπος διεύθυνσης σχολείων και οι αυθαιρεσίες των επιθεωρητών. Ακόμα τίθενται στο στόχαστρο η ποιότητα της γνώσης, η ανάπτυξη νεωτεριστικών ιδεών, η αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, η εισαγωγή υπολογιστών στα σχολεία, ο εκδημοκρατισμός της δημόσιας εκπαίδευσης με τη δημιουργία συμβουλίων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η οργάνωση συστήματος συνεχούς εκπαίδευσης, η αυτοχρηματοδότηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είτε με δικές τους οικονομικές δραστηριότητες είτε με συνεργασία τους με επιχειρήσεις. Η νέα εποχή της περεστρόικα, οικοδομεί ένα νέο σύστημα παιδείας, άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνία και τους πολίτες. Η παιδεία παύει να είναι το μέσο χειραγώγησης των νέων πολιτών και προωθούνται μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Οι Έλληνες της χώρας επωφελούνται από τις αλλαγές και επανασυγκροτούν την ελληνική παιδεία (Μαλκίδης Θ., Καρατζάς Κ., όψεις της εκπαίδευσης και της κοινωνίας των Ελλήνων της ΕΣΣΔ (1917-1991)). Ο Πληθυσμός του Ποντιακού Ελληνισμού στη Σοβιετική Ένωση μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο Οι Έλληνες αποτελούν έναν από τους αρχαιότερους πληθυσμούς της σημερινής Κοινοπολιτείας των Ευρασιατικών Κρατών και της Δημοκρατίας της Γεωργίας. Η ίδρυση των πρώτων ελληνικών αποικιών στις περιοχές της βόρειας ακτής της Μαύρης Θάλασσας και στον Καύκασο χρονολογείται μεταξύ του 8ου και του 7ου π.χ. αιώνα. Πολλές ελληνικές αποικίες εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τον 9ο μ.χ. αιώνα δημιουργούνται επίσημες επαφές μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων και στη συνέχεια η Ρωσία δέχεται το χριστιανισμό από το Βυζάντιο. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, πολλοί Έλληνες καταφεύγουν ως πρόσφυγες στη Ρωσία. Η μεγάλη αύξηση του ελληνικού πληθυσμού προκαλείται από τα μεταναστευτικά κύματα του Μικρασιατικού Πόντου κατά την εποχή της Οθωμανικής 13
κυριαρχίας. Το τελευταίο μεταναστευτικό κύμα παρουσιάζεται στις αρχές του αιώνα, σύμφωνα με τον Μ. Αιλιανό, ο οποίος το 1921 παρουσιάζει την πληθυσμιακή και εδαφική κατανομή του ελληνικού πληθυσμού σε 700.000 (Βεργέτη, Μ. ). Μεταναστευτική ροή των Ελλήνων του Πόντου από την πρώην Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα παρατηρείται από τις αρχές του αιώνα. Το πρώτο κύμα μαζικής μετανάστευσης παρατηρήθηκε από το 1918 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, και κυρίως από το 1921 μέχρι το 1923. Το αποτελούσαν πρόσφυγες από τον Μικρασιατικό Πόντο που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση λόγω των διωγμών των Νεοτούρκων εναντίον τους στην περίοδο 1914-1924 και Πόντιοι μονίμως εγκατεστημένοι στις περιοχές της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της Υπερκαυκασίας (σημερινές δημοκρατίες της Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν). Στον ελλαδικό χώρο κατέφυγαν κάτω από την πίεση ιστορικών γεγονότων, όπως η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, η εθνικιστική πολιτική που ασκήθηκε από τους μενσεβίκους στη Γεωργία, η προέλαση του τουρκικού στρατού στον Καύκασο το 1918 η βία την οποία η αρμενική κυβέρνηση ασκούσε στην στρατολόγησή τους και η αποτυχημένη εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία εναντίον των μπολσεβικικών στρατευμάτων το 1919. Οι Έλληνες της Γεωργίας πήγαν στο Βατούμ και από εκεί με πλοία έφτασαν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου εγκαταστάθηκαν κυρίως στους ποντιακούς οικισμούς της Καλαμαριάς και του Χαρμάν-Κιοϊ. Επειδή δεν βρήκαν αμέσως ατμόπλοια παρέμειναν στο Βατούμ κάτω από άθλιες συνθήκες έναν ολόκληρο χρόνο, με αποτέλεσμα τον θάνατο του 1/3 του πληθυσμού ήδη στο Βατούμ. Άθλιες ήταν και οι συνθήκες μεταφοράς και οι συνθήκες απολύμανσης στις καραντίνες Καράμπουρνου της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα νέους θανάτους. Αλλά και η διαβίωση στους συνοικισμούς Καλαμαριάς και Χαρμάν-Κιοϊ της Θεσσαλονίκης ήταν πολύ δύσκολη. Η θνησιμότητα έφτασε το 13%, δηλαδή το 46% των Ελλήνων του Πόντου που ήρθε από το Βατούμ πέθανε ή στο Βατούμ ή στη Θεσσαλονίκη. Ο συνολικός αριθμός των Ποντίων προσφύγων από τον Μικρασιατικό Πόντο και από την πρώην Σοβιετική Ένωση, οι οποίοι κατέφυγαν στο ελληνικό κράτος την περίοδο 1918-1930 είναι τουλάχιστον 230.000. Σύμφωνα με την πληθυσμιακή απογραφή του 1928, η οποία παρουσιάζεται στη στατιστική επετηρίδα της Ελλάδας του 1930, ο αριθμός των Ποντίων προσφύγων ανερχόταν σε 229.260 άτομα, από τα οποία τα 182.169 δήλωσαν τόπο καταγωγής τον Πόντο και τα 47.091 δήλωσαν τόπο καταγωγής τον Καύκασο. Ο αριθμός αυτός είναι μικρότερος του πραγματικού, κυρίως γιατί παρατηρήθηκε ιδιαίτερα υψηλή θνησιμότητα στη διάρκεια των πρώτων μετά τον 14
εκπατρισμό χρόνων. Στην περίοδο 1923 με 1925 αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι προς μία γέννηση. Σύμφωνα με την Κοινωνία των Εθνών σε ορισμένες περιοχές της χώρας το 20% των προσφύγων πέθανε τον πρώτο χρόνο. Επιπλέον στην απογραφή του 1928 αριθμός προσφύγων από τον Πόντο έχουν καταγραφεί ως πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία ή τη Θράκη. Επίσης, αρκετές οικογένειες μετανάστευσαν στην περίοδο 1922-1928 από την Ελλάδα προς άλλες χώρες, όπως προς την Αίγυπτο, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Αρκετές επίσης οικογένειες, οι οποίες είχαν καταφέρει να μεταφέρουν τμήμα της περιουσίας τους και δεν κατοικούσαν σε συνοικισμούς προσφύγων, δεν απογράφησαν ως πρόσφυγες. Η μεταναστευτική ροή από την πρώην Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα συνεχίστηκε και μετά τη δεκαετία του 1920 με σημαντικές σε χρονική διάρκεια διακοπές, αλλά και με μεγάλα μεταναστευτικά κύματα, από τα οποία τα σημαντικότερα παρατηρήθηκαν το 1939, το 1965 και από το 1988 μέχρι σήμερα. Η μελέτη του θέματος για τον επαναπατρισμό των Ελληνοποντίων στην ιστορική τους πατρίδα είναι η επιδίωξη να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα και, πρώτα απ όλα, για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους (Κεσσίδης: 88). Το δεύτερο μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ποντίων από τη Σοβιετική Ένωση προκλήθηκε από τις διώξεις σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στην περίοδο 1937-1939. Περίπου 20.000 Ελληνίδες και παιδιά μετανάστευσαν από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα το 1938. Εγκαταστάθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Μακεδονία, Αττική, Πελοπόννησο. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944) η χώρα μοιράστηκε στους Γερμανούς, στους Ιταλούς και στους Βούλγαρους. Οι πόροι του κράτους ήταν στη διάθεση των κατακτητών. Ο λιμός που ακολούθησε οδήγησε στην εσωτερική μετανάστευση και οριστική εγκατάσταση στη Μακεδονία πολλών ποντιακών οικογενειών από τη Σοβιετική Ένωση που είχαν εγκατασταθεί στην νότια Ελλάδα. Τα χρόνια που ακολούθησαν περιορισμένος αριθμός οικογενειών κατόρθωσε να πάρει άδεια μετανάστευσης προς την Ελλάδα, γιατί η έξοδος από τη Σοβιετική Ένωση ήταν ουσιαστικά απαγορευμένη. Από το 1946 μέχρι το 1948 ήρθαν λίγες οικογένειες. Οι οικογένειες που απέκτησαν άδεια μετανάστευσης το 1946 ήταν κάτοικοι της δημοκρατίας του Καζαχστάν, και όσες πήραν άδεια το 1948 ήταν κάτοικοι της πόλης Κοκάν του Ουζμπεκιστάν. Το 1957 εκατό οικογένειες από την κεντρική Ασία εγκαταστάθηκαν στην Νέα Βίγλα της Άρτας. 15
Από το 1965 μέχρι το 1967 παρουσιάστηκε νέο μεταναστευτικό κύμα, κυρίως από την κεντρική Ασία, το οποίο λόγω της επιβολής δικτατορικού καθεστώτος την περίοδο 1967-1974 διακόπηκε και συνεχίστηκε μετά τη μεταπολίτευση. Το 1971 ήρθε περιορισμένος αριθμός οικογενειών από την πόλη Κεντάου του Καζαχστάν. Το 1985 η άνοδος του Μ. Γκορμπατσώφ στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ.Σ.Ε. καθόρισε την αρχή της πολιτικής, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση του μεταναστευτικού κύματος του 1987, το οποίο από το 1988 παρουσιάστηκε ιδιαιτέρως αυξημένο. Οι τραγικές εξελίξεις που ακολούθησαν την περίοδο της «ανασυγκρότησης» της Σοβιετικής Ένωσης (1985-1991) και την κατάρρευση του καθεστώτος του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1991 είχαν άμεσες επιπτώσεις στις ελληνικές κοινότητες της περιοχής. Οι περισσότεροι από 500.000 Έλληνες που διαμένουν στις δημοκρατίες της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών αντιμετωπίζουν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μεγάλη οικονομική κρίση και εθνικιστικές ταραχές. Ειδικότερα, ενώ το 1987 μετανάστευσαν από το σοβιετικό στο ελληνικό κράτος μόνο 527 άτομα, το 1988 ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 1.365, το 1989 σε 6.791, το 1990 σε 13.836, το 1991 σε 11.420, το 1992 σε 8.563, το 1993 σε 10.926, το 1994 σε 5.793, το 1995 σε 6.551 και το 1996 σε 5.579 άτομα. Συνοψίζοντας, τις τελευταίες δεκαετίες, και ειδικότερα από το 1965 μέχρι το 1997 εγκαταστάθηκαν στο ελληνικό κράτος περίπου 100.000 Πόντιοι, από τους οποίους οι 30.000 από το 1965 μέχρι το 1988 και οι 71.351 από το 1987 μέχρι το 1997. Ο αριθμός των 70.000 είναι μικρότερος του πραγματικού, αφενός λόγω της ελλιπούς καταγραφής η οποία πραγματοποιείται στα ελληνικά σύνορα, αφετέρου επειδή η καταγραφή αφορά μόνο όσους έρχονται για μόνιμη εγκατάσταση ακολουθώντας όλες τις νόμιμες διαδικασίες. Δεν συμπεριλαμβάνει τα άτομα που έρχονται για προσωρινή διαμονή στο ελληνικό κράτος και τελικά εγκαθίστανται μόνιμα. Καθώς οι εθνικιστικές ταραχές συνεχίζονται στην πρώην πλέον Σοβιετική Ένωση και παράλληλα τα σύνορα παραμένουν ανοικτά, τα μέλη εθνών που έχουν εθνικό κράτος αναφοράς, όπως παραδείγματος χάρη οι Γερμανοί, οι Εβραίοι, οι Έλληνες, εξακολουθούν να έχουν την δυνατότητα μετανάστευσης στα ομοεθνή τους κράτη. Το ελληνικό κράτος για πρώτη φορά μετά το 1922 αντιμετωπίζει από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 πρόβλημα υποδοχής μεγάλης πληθυσμιακά ομοεθνούς ομάδας. 16
Τα μεταναστευτικά δεδομένα της ελλάδας έμελλε να πάρουν νέα τροπή εξαιτίας των εξελίξεων στα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης (Κασίμης, Χ., Παπαδόπουλος Απ., 2012:71). Η απογραφή του 1989 ανέδειξε ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού της Σοβιετικής Ρωσίας ήσαν εγκατεστημένο στο Βόρειο Καύκασο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας απογραφής, ποσοστό 66,5% επί του συνόλου των Ελλήνων (ήτοι 60.950 άτομα) κατοικούσαν σε αστικά κέντρα, ενώ σε χωριά ήσαν εγκατεστημένο το 33,5% (30.749 άτομα) του ελληνικού πληθυσμού. Το μεγαλύτερη τμήμα του αστικού ελληνικού πληθυσμού ήσαν εγκατεστημένο στη Μόσχα (3.586 άτομα, ήτοι 0,04% επί του συνόλου των κατοίκων της ρωσικής πρωτεύουσας), το Βλαντικαυκάζ (2.747 άτομα ήτοι 0,9% επί του συνόλου των κατοίκων της πόλης), το Κρασνοντάρ (1.859 και 0,3% αντίστοιχα), τη Σταυρούπολη (1.750 και 0,6%). Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας απογραφής, 47.937 Έλληνες της Ρωσίας (ποσοστό 52,3% επί του συνόλου) δήλωσαν τη ρωσική γλώσσα ως μητρική τους. Ποσοστό 44,5% (ήτοι 40.814 Έλληνες της Ρωσίας) δήλωσαν την ελληνική ως μητρική, ενώ ποσοστό 3,2% δήλωσαν ως μητρικές άλλες γλώσσες. Σύμφωνα με την ίδια απογραφή του 1989, στην Ουκρανία αριθμούσαν 98.578 Έλληνες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήσαν εγκατεστημένη στην περιφέρεια του Ντονέτσκ (Ανατολική Ουκρανία). Στην ευρύτερη περιφέρεια της Οδησσού ήσαν εγκατεστημένοι 1740 Έλληνες, ενώ μέσα στην πόλη κατοικούσαν 1060 άτομα. Στη Γεωργία κατοικούσαν 100.304 Έλληνες (1,9% επί του συνόλου του πληθυσμού της Δημοκρατίας), εκ των οποίων 14.663 στην Αμπχαζία και 7.379 στην Αντζάρια. Στη Γεωργία, ειδικότερα, ήταν εγκατεστημένο ποσοστό 27,9% όλων των Ελλήνων της Ε.Σ.Σ.Δ. Στην Αρμενία κατοικούσαν 44.700 Έλληνες (0,1% επί του συνόλου του πληθυσμού της Δημοκρατίας), στο δε Αζερμπαϊτζάν περί τα 1000 άτομα, στη δε πλειοψηφία τους ήταν εγκατεστημένοι στην πρωτεύουσα Μπακού. Στο Καζακστάν, όπου εκτοπίστηκαν κατά τη δεκαετία του 40 του περασμένου αιώνα, το 1959 οι Έλληνες αριθμούσαν 55.000 άτομα, ενώ το 1989 αριθμούσαν 46.700, ήτοι ποσοστό 0,1% επί του συνόλου του πληθυσμού της Δημοκρατίας. Στο Ουζμπεκιστάν (όπου ήσαν εγκατεστημένοι και οι πολιτικοί πρόσφυγες), σύμφωνα με την απογραφή του 1989, οι Έλληνες αριθμούσαν 10.500 άτομα (ήτοι 0,1%). Στο δε Κιργιζστάν επισημάνθησαν μεμονωμένες ελληνικές οικογένειες (Γιαννίτση Θεοδώρα, 2009:9-10). Σύμφωνα με την κατάταξη και υποδιαίρεση σε εθνικές κοινότητες, που αποδίδει στον ελληνικό πληθυσμό της Ρωσίας και της Ουκρανίας η αείμνηστη Ιουλία 17
Β. Ιβανόβα στο βιβλίο της «Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Ουκρανίας» (Αγία Πετρούπολη, 2004), ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής, διατηρώντας σταθερή την εθνική του συνείδηση, υποδιαιρείται στις εξής κοινότητες (με κύρια κριτήρια τον τόπο προέλευσης, το γλωσσικό ιδίωμα): 1- Απόγονοι των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν κατά τον 17 ο -19 ο αι. στα παράλια της Μαύρης και Αζοφικής Θάλασσας. Σήμερα είναι εγκατεστημένοι κατά κύριο λόγο στη Μόσχα, την Αγία Πετρούπολη, αλλά και σε άλλες πόλεις και περιοχές της Ρωσίας, της Ουκρανίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ. Αυτοαποκαλούνται «Έλληνες», ως δε μητρική τους γλώσσα θεωρείται η νέα ελληνική (δημοτική). Πολιτισμικά έχουν σε υψηλό ποσοστό αναμιχθεί με το ρωσικό γηγενή πληθυσμό των περιοχών που είναι εγκατεστημένοι. 2- Απόγονοι του ελληνικού πληθυσμού της Κριμαίας, ο οποίος το 1779 μετακινήθηκε στα βόρεια παράλια της Αζοφικής. Σήμερα είναι εγκατεστημένοι κατά κύριο λόγο στις πόλεις της Ουκρανίας Ντονέτσκ και Μαριούπολη. Αυτοαποκαλούνται «Ρωμαίοι». Ομιλούν τη νεοελληνική με ορισμένες αποκλίσεις (διάλεκτος Μαριούπολης) και την κριμαιο-ταταρική. 3- Απόγονοι των μετοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (κυρίως Μικρά Ασία), οι οποίοι κατά τη διάρκεια του 19 ου και των αρχών του 20 ου αι. εγκαταστάθηκαν σε περιοχές του Βορείου Καυκάσου και του Αντικαυκάσου. Ομιλούν την ποντιακή διάλεκτο και αυτοαποκαλούνται «πόντιοι». 4- Απόγονοι μετοίκων του 19 ου αι. από την ενδοχώρα της Τουρκίας, οι οποίοι αναμείχθησαν με λοιπό χριστιανικό πληθυσμό της Τουρκίας. Είναι εγκατεστημένοι κυρίως στο Βόρειο Καύκασο. Αυτοαποκαλουνται «ουρούμοι», ομιλούν δε την τουρκική γλώσσα (διάλεκτος Ανατολίας). 5- Απόγονοι Ελλήνων ποντιακής καταγωγής, οι οποίοι, κατά τη σταλινική περίοδο, εξορίσθησαν από την Κριμαία και τον Καύκασο (Βόρειος Καύκασος και Αντικαύκασος) στο Καζακστάν, το Κιργιζστάν και το Ουζμπεκιστάν. 6- Απόγονοι των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση με τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου (1949). Κατά κύριο λόγο είναι εγκατεστημένοι στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, αλλά και σε άλλες πόλεις. Αυτοαποκαλούνται «Έλληνες». Αριθμούν μερικές χιλιάδες άτομα και αποτελούν φορείς του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Η απογραφή του πληθυσμού της Ε.Σ.Σ.Δ. του 1989 δεν διαχωρίζει τη συγκεκριμένη ομάδα από τη λοιπή ελληνική διασπορά (Γιαννίτση Θεοδώρα, 2009:7). 18
Μετά τις μεγάλες αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, οι Έλληνες των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών αναζητούν καταφύγιο στην Ελλάδα. Έτσι μετά από μία μεγάλη περίοδο παραμονής στην πρώην Σοβιετική Ένωση, με προσφορά στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή, οι Έλληνες καταφεύγουν στην Ελλάδα, άλλοτε με τη θέλησή τους, άλλοτε αναγκαστικά ως πρόσφυγες αφού διώκονται από την πλειονότητα. Οι Έλληνες που ήρθαν μετά το 1991 στην Ελλάδα από την πρώην Σοβιετική Ένωση υπολογίζονται γύρω στις 150.000 και εξακολουθούν να έρχονται με ρυθμούς όμως πολύ πιο αργούς πλέον. Τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες από την πρώην Σοβιετική Ένωση μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, ήταν η εύρεση εργασίας, η γλώσσα, η αναζήτηση οικίας, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ο γλωσσικός, οικονομικός, κοινωνικός και ο πολιτισμικός ρατσισμός, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ενσωμάτωση των παιδιών και των νέων, η γραφειοκρατία, η κρατική μέριμνα, το εκπαιδευτικό σύστημα, η ποιότητα ζωής τους και το ζήτημα της ελληνικότητάς τους. Το 2000, 152.204 Έλληνες Ομογενείς εγκαθίστανται στη χώρα. Παραπάνω από τους μισούς έρχονται από τη Γεωργία (περίπου 80.000), 31.000 από το Καζακστάν, 23.000 από τη Ρωσία και περίπου 9.000 από την Αρμενία (Ruby Gropas and Anna Triandafyllidou, 2005:6). Την περίοδο που αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, οι εναπομείναντες Έλληνες στην ΕΣΣΔ δίνουν μεγάλο μέρος στην ελληνική παιδεία. Ωστόσο η ελληνική εκπαίδευση συντηρείται με δυσκολία χάρη στις προσπάθειες του ελληνικού κράτους, συλλόγων και φορέων. Έτσι η η επόμενη περίοδος είναι μία πρόκληση για την επιβίωση των ελληνικών γραμμάτων και θα αποδειχθεί εάν η παιδεία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ που άντεξε σε διωγμούς, θα αποτελέσει το έναυσμα αναγέννησης των ελληνικών πληθυσμών που διαβιούν με μεγάλη δυσκολία σήμερα στις δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ουκρανία Η ελληνική διασπορά στην Ουκρανία είναι μια από τις πλέον πολυάριθμες και αρχαίες στην Ευρώπη. Οι Έλληνες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική αξιοποίηση ενός μέρους της γης και συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας, της παιδείας, της επιστήμης και του πολιτισμού της Ουκρανίας. 19
Από τα αρχαία χρόνια το έδαφος της σημερινής Ουκρανίας υπήρξε στίβος αλληλοεπίδρασης και αντιμαχίας διαφορετικών πολιτισμικών επιδράσεων, ανάμεσα στους οποίους καθοριστικό ρόλο έπαιζε και ο ελληνικός παράγων. Ο αποικισμός των περιοχών του Εύξεινου Πόντου από τους Έλληνες χρονολογείται τον 7ο-4ο αι. π.χ. Ακολουθώντας την πορεία τους στον χάρτη από τον Βόσπορο και γύρω από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας βλέπουμε τις πρώτες αρχαίες ελληνικές αποικίες, τις πόλεις-κράτη. Δεν χρειάζεται να υπογραμμίσουμε τη σημασία και την ακτινοβολία των πόλεων όπως η Όλβια, ο Τηράς, το Παντικάπαιο, η Χερσόνησος, η Φαναγορία. Υπάρχουν πληροφορίες για 100 περίπου ελληνικούς συνοικισμούς στις βόρειες περιοχές του Εύξεινου Πόντου και στην Αζοφική (Μπαλαμπάνωφ, www.24grammata.com). Ανάμεσα στους Έλληνες της Ουκρανίας ιδιαίτερη θέση κατείχαν οι Έλληνες της Αζοφικής, οι οποίοι διέφεραν από τις άλλες ελληνικές κοινότητες της Ουκρανίας τόσο στον πολιτιστικό όσο και στον κοινωνικό τομέα. Η ελληνική κοινότητα της Αζοφικής συμπεριλάμβανε κυρίως τους πληθυσμούς των χωριών και διαμορφώθηκε με τη μετοίκηση των Ελλήνων από την Κριμαία στα παράλια της Αζοφικής θάλασσας. Η μετοίκηση αυτή έλαβε χώρα το 1778 υπό την καθοδήγηση της ρωσικής κυβέρνησης. Ναγκόρνο Καραμπάχ Επειδή στο δείγμα μου υπάρχει και η περίπτωση δύο Ελλήνων με καταγωγή από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, θεωρώ ότι πρέπει να γίνει αναφορά σε αυτήν την περιοχή. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του '80 στη Σοβιετική Ένωση, ήταν το πρόβλημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η περιοχή αυτή, κατοικούμενη από Αρμένιους είχε καθεστώς Αυτόνομης Δημοκρατίας, που υπαγόταν όμως στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Στο χώρο αυτό υπήρχε ένα αμιγές ελληνικό χωριό, το Μεχμανά και ένα μικτό, κατοικούμενο από Έλληνες και Αρμένιους, το Ματεκίς. Στο στρατό του Ναγκόρνο Καραμπάχ, εντάχθηκαν και Έλληνες. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις Ελλήνων από τη Γεωργία που κατατάχθηκαν εθελοντικά στο στρατό του Καραμπάχ για να βοηθήσουν με αυτό τον τρόπο τον ελληνικό πληθυσμό που κινδύνευε. Από αυτούς αναδείχτηκαν ακόμα και ήρωες πολέμου. Τον Αύγουστο 20