Ελληνο-Αγγλικό Γλωσσάριο Φιλοσοφικών Όρων Richard McKirahan, Pomona College 2015
Α α ποστεριόρι α πριόρι αγαθό αγαθός: μη εγγενές αγαθό αγαθός: ύψιστο αγαθό αγκύλη αγνότητα αγνωσιαρχία αγνωστικισμός άγνωστος άγραφος πίνακας αγχομένος άγχος αγωνία άδειος αδιάκριτος: ταυτότητα των αδιακρίτων αδιαλλαξία αδιαμφισβήτητο αδιαμφισβήτητος αδιαφάνεια αδιαφάνεια: αναφορική αδιαφάνεια αδιαφανής αδιαφορία αδιαφοριστικός αδιάφορος αδιάφορος: θεολογικά αδιάφορος αδιάψευστος αδράνεια αδυναμία αδυναμία διόρθωσης αδυναμία της βούλησης αδύνατος: απαγωγή εις το αδύνατον αδύνατος: απαγωγή στο αδύνατον αδυνατότητα διόρθωσης αέναος αθέμιτος αθροίζω άθροισμα αθροιστικός αιδώς αίρεση αισθάνεσθαι a posteriori a priori good (n.) nonintrinsic good summum bonum bracket purity agnosticism agnosticism unknown tabula rasa anxious anxiety anxiety empty identity of indiscernibles intolerance indubitability indubitable opacity referential opacity opaque indifference adiaphoristic indifferent adiaphoristic infallible inertia powerlessness incorrigibility weakness of will reductio ad impossible reductio ad impossible incorrigibility perpetual illicit aggregate sum, summation aggregate, cumulative shame choice, heresy sensing
αίσθημα feeling, percept, sensation, sentiment αισθηματοκρατία sensationalism αίσθηση sensation, sense, sensing αίσθηση χρέους obligation αίσθηση: εσωτερική αίσθηση inner sense αίσθηση: ηθική αίσθηση moral sense αισθησιακός sensual αισθησιακότητα sensuality αισθησιαρχία sensationalism, sensualism αισθησιασμός sensuality αισθησιοκρατία sensationalism, sensualism αισθησιοκρατικός sensualistic αισθητά sensibilia αισθητηριακή πρόσληψη percept αισθητηριακός sense, sensing, sensory, sensuous αισθητηριακά δεδομένα sense data αισθητηριακή εμπειρία sense experience αισθητηριακή εντύπωση sense impression αισθητηριακό δεδομένο sense datum αισθητηριακός: θεωρία αισθητηριακών δεδομένων sense datum theory αισθητήριο sensorium αισθητήριος sensory αισθητήριο όργανο sense organ αισθητής aesthete αισθητική aesthetics αισθητικός aesthetic αισθητικότητα sensibility αισθητισμός aestheticism αισθητό percept, perceptible (n.), sensum αισθητός perceptible (adj.), sensible αισθητότητα sensibility αισιοδοξία optimism αισχύνη shame αίτημα postulate αίτημα: θέτω ως αίτημα postulate αιτία cause, etiology αιτιακή σύνδεση causation αιτιακός causal αιτιατό causality αίτιο cause αίτιο: ποιητικό αίτιο efficient cause αίτιο: τελικό αίτιο final cause αιτιοκρατία determinism αιτιολογία etiology αιτιότητα causation, causality αιτιώδης causal
αιτιώδης-αιτιακή επενέργεια causation αιώνιος eternal αιωνιότητα eternity, perpetuity ακαθόριστος indefinite, indeterminate, undetermined άκαμπτος rigid, rigidified άκαμπτος καταδηλωτής rigid designator ακαμψία rigidity ακέραιος with integrity ακεραιότητα integrity ακίνητος immutable, motionless ακολουθία sequence ακολουθία κανόνων rule following ακολουθιακός sequential ακόλουθο consequence ακόλουθος consequent, successor ακόρεστος unsaturated ακοσμισμός acosmism ακούσιος involuntary ακραίος extreme ακρασία akrasia, incontinence ακρίβεια accuracy, precision ακριβής accurate, exact, precise, proximate ακριβής δομή fine structure ακριβοδικία fairness άκρος extreme άκυρος invalid ακυρότητα invalidity ακυρώνω invalidate ακυρώσιμος defeasible ακυρωσιμότητα defeasibility αλάθητο infallibility αλάθητος infallible αλάνθαστο infallibility αλάνθαστος faultless, infallible αλγόριθμος algorithm αλήθεια truth αληθεία: βαθμοί αληθείας degrees of truth αλήθεια: πίνακας αληθείας truth table αλήθεια: συνθήκη αληθείας truth condition αλήθεια: τιμή αληθείας truth value αληθειακή τροπικότητα alethic modality αληθειακός veridical αληθής true αληθινός actual, true αληθοκατηγόρημα truth predicate αληθόμοιος truthlike
αληθομοιότητα truthlikeness αληθοπίνακας truth table αληθοποιητής truth-maker αληθοσυνάρτηση truth function αληθοσυναρτησιακός truth functional αληθοτιμή truth value αληθοφάνεια verisimilitude αλλαγή change αλλάζω change αλλάσσω change αλληλεγγύη solidarity αλληλεπίδραση interaction, reciprocity αλληλεπίδραση: θεωρία της αλληλεπίδρασης interactionism αλληλεπιδρώ interact αλληλοδιαδοχή alternation αλληλοεξαρτώμενος interdependent αλλοιώνω change αλλοτρίωση alienation αλογία irrationality άλογο irrationality αλογοκρατία irrationalism άλογος arational, irrational αλτρουισμός altruism αλυσίδα του είναι chain of being αλυσίδα του όντος chain of being αλυσιδωτός: αλυσιδωτό επιχείρημα chain argument αμάρτημα sin αμαρτία sin αμερόληπτος fair, impartial, unbiased αμεροληψία impartiality άμεσος direct, immediate, proximal, proximate άμεσος: γνώση εξ άμεσου γνωριμίας knowledge by acquaintance αμεσότητα immediacy αμεταβατότητα intransitivity αμετάβλητος immutable, invariant αμεταβλητότητα invariance αμοιβαίος mutual, reciprocal αμοιβαία ανταλλαξιμότητα interchangeability αμοιβαία αποκλειόμενος mutually exclusive αμοιβαιότητα mutualism, reciprocity αμοιβή reward (n.) αμφιβάλλω doubt αμφιβολία amphiboly, doubt αμφίβολος ambiguous αμφίδρομη συνεπαγωγή biconditional αμφίεση guise
αμφιλεγόμενος controversial αμφιλογία amphiboly, equivocation αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία one-to-one correspondence αμφισβήτηση challenge αμφισβητώ challenge, dispute, doubt αμφισημαντότητα equivocation αμφισημία ambiguity, equivocation, equivocity αμφισημία εμβέλειας scope ambiguity αμφίσημος ambiguous, equivocal γράφω αμφίσημα equivocate μιλώ αμφίσημα equivocate αναγκάζω constrain αναγκαιοκρατία necessitarianism αναγκαιοποίηση necessitation αναγκαίος necessary αναγκαίος και επαρκής necessary and sufficient αναγκαιότητα necessitation, necessity ανάγκη need αναγνώριση avowal ανάγω reduce αναγωγή reduction αναγωγή: μικρο-αναγωγή micro-reduction αναγωγικός reductive αναγώγιμος reducible αναγωγιμότητα reducibility αναγωγισμός reductionism, reductionalism αναγωγιστικός reductive αναγώγος reducible ανάγωγος: μη ανάγωγος irreducible αναδιπλασιαστικός reduplicative ανάδραση feedback, recursion, regress αναδρομή: θεωρία αναδρομών recursion theory αναδρομή: φαύλη αναδρομή vicious regress αναδρομικός recursive αναδρομικός: θεωρία αναδρομικών συναρτήσεων recursion theory αναδρομικότητα: θεωρία αναδρομικότητας recursion theory αναδύομαι emerge αναδυόμενος emergent ανάδυση emergence αναδυτισμός emergentism αναδυτιστικός emergent αναθεώρηση revision αναθεωρητισμός revisionism αναθεωρώ revise αναίρεση disproof ανακατασκευή refutation
ανακλαστική ιδιότητα reflexivity ανακλαστικός reflexive, reflective ανακλαστικός: μη ανακλαστικός irreflexive ανακλαστικότητα reflexivity ανακλαστικότητα: μη ανακλαστικότητα irreflexivity ανακόλουθος incoherent ανακρίνω interrogate αναλλοίωτο immutability, invariance αναλλοίωτος immutable, invariant αναλογία analogy, proportion, proportionality, ratio αναλογικότητα proportionality ανάλογος analogous ανάλυση analysis, decomposition αναλυτικός analytic, analytical αναλυτικότητα analyticity αναλύω analyse ανάμνηση recollection αναμορφωμένος reformed αναμόρφωση reformation αναμφίβολος indubitable αναμφισβήτητος indubitable αναπαράσταση representation αναπαράσταση: νοητική αναπαράσταση mental representation αναπαράσταση: σφαλερή αναπαράσταση misrepresentation αναπαραστασιακός representative αναπαραστατικός representational, representative αναπαριστώ represent αναπόσπαστος integral αναρχισμός anarchism ανασκευή refutation ανασκόπηση retrospect, retrospection αναστέλλω inhibit αναστολή inhibition αναστολή της απόφασης suspension of judgment αναστολή της κρίσης suspension of judgment αναστοχαστική ισορροπία reflective equilibrium αναστοχαστικός reflective αναστρέψιμος: μη αναστρέψιμος irreversible αναστρεψιμότητα reversibility αναστροφή inversion, transposition ανασύνθεση redintegration ανασχηματισμός reformation ανατροφοδότηση feedback αναφέρομαι refer αναφερόμενος referring (adj.) αναφέρω refer
αναφορά anaphora, designation, inscription, reference, referring (n.) αναφορά: αντικείμενο αναφοράς referent αναφορά: περίοδος αναφοράς time reference αναφορά: πλαίσιο αναφοράς context αναφορά: σύστημα αναφοράς frame of reference αναφορική αδιαφάνεια referential opacity αναφορική έκφραση referring expression αναφορικός referential, referring (adj.), relative αναφορικός όρος referring term αναφορικότητα anaphorism ανδρεία courage ανδρείος courageous ανείπωτος ineffable ανεκπλήρωτος unfulfilled ανεκτικότητα: έλλειψη ανεκτικότητας intolerance ανέκφραστος ineffable ανέλιξη process ανεξαρτησία independence ανεξαρτησία από κάθε όρο unconditionality ανεξάρτητος independent ανεξιχνίαστο inscrutability ανεξιχνίαστος inscrutable ανεπαρκής insufficient ανεπίδεκτο διόρθωσης incorrigibility ανερμήνευτος uninterpreted άνεση leisure ανεστραμμένος inverted άνευ: εκ των ων ουκ άνευ sine qua non ανθίσταμαι oppose ανθρωπάκι homuncular ανθρωπάκος homuncular ανθρωπάριο homunculus ανθρωπιά humanity ανθρώπινη φύση humanity ανθρώπινος human, humane ανθρωπισμός humanism, humanity ανθρωπιστικός humane ανθρωπομορφισμός anthropomorphism άνθρωπος human ανθρωπότητα humanity ανιδιοτέλεια disinterestedness ανισότητα inequality ανιχνεύσιμο: μη ανιχνεύσιμο inscrutability ανν (εάν και μόνο εάν) iff (if and only if) ανοησία nonsense
ανοιχτή σύσταση open texture ανοιχτή υφή open texture ανορθολογικός arational, irrational άνορθολογικότητα irrationality ανορθολογισμός irrationalism ανορθόλογος irrational ανοσογνωσία anosognosia ανταλλαγή interchange ανταλλαξιμότητα: αμοιβαία ανταλλαξιμότητα interchangeability ανταμείβω reward (v.) ανταμοιβή reward (n.) αντανακλαστικός reflective αντανακλώ reflect ανταπόδοση reciprocity, retribution ανταποκρίνομαι correspond ανταπόκριση: ερέθισμα-ανταπόκριση stimulus-response ανταποκρίσιμος responsive ανταποκριτικός responsive αντεστραμμένος inverted αντιανακλαστικός irreflexive αντιγεγονική συνεπαγωγή counterfactual implication αντιγεγονικός counterfactual αντιγεγονικός υποθετικός λόγος counterfactual conditional αντιγνωμία controversy αντίδραση reaction, response αντιδρομή controversion αντιδρώ respond αντίθεση contrast, obverse, opposition αντίθετα contraries αντιθετικός adversative, contrapositive αντιθετοαναστροφή contraposition αντιθετοανάστροφο contrapositive (n.) αντίθετος contrary, opposite αντικαθιστώ replace αντικατάσταση interchange, substitution αντικατάσταση replacement αντικαταστασιμότητα substitutability αντικειμενικός objective αντικειμενικότητα objectivity αντικειμενισμός objectivism αντικείμενο object αντικείμενο αναφοράς referent αντικρούω contradict αντιλαμβάνομαι cognize αντιληπτικό ερέθισμα percept αντιληπτικός perceptive, perceptual
αντιληπτικότητα perceptiveness αντιληπτός perceptible (adj.) αντίληψη cognition, insight, perception αντίληψη: εκτασιακή αντίληψη extensionality αντιλογισμός antilogism αντιμετάθεση contraposition, permutation, transposition αντιμεταθετικός commutative αντιμεταθετικότητα commutativity αντινομία antinomy αντινομισμός antinomianism αντι-ολισμός anti-holism αντιορθολογισμός irrationalism αντι-ουσιοκρατία anti-essentialism αντιπαραβάλλω contrast αντιπαραβολή contrast, opposition αντιπαράδειγμα counterexample, counterinstance αντιπαράθεση opposition αντιπραγματικός contrary to fact αντι-πραγματιστής anti-factualist αντιπροσωπευτικός representational, representative αντιπρόσωπος representative αντιρεαλισμός antirealism αντιστοιχία correspondence αντιστοιχία εν-πολλά one-many correspondence αντιστοιχία πολλά-εν many-one correspondence αντιστοιχία: αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία one-to-one correspondence αντιστοιχία: έν προς έν αντιστοιχία one-to-one correspondence αντίστοιχο counterpart αντίστοιχος corresponding αντίστοιχος σχετικός όρος correlate αντιστοιχώ correspond αντιστρέψιμος reversible αντιστροφή conversion, inversion, reciprocity, reversibility, reversion αντίστροφο converse αντίστροφο του αντιστρόφου contrapositive αντίστροφος converse, inverse, reciprocal, reverse αντισυμμετρικός antisymmetrical άντιτίθεμαι εις oppose αντιτίθεμαι σε/προς object αντιυλισμός immaterialism αντίφαση antiphasis, contradiction αντίφαση: αρχή της μη αντίφασης principle of noncontradiction αντίφαση: μη αντίφαση noncontradiction αντιφατικός contradictory αντωνυμικός pronominal
ανύπαρκτος nonexistent ανυπαρξία non-existence άνυσμα vector άνω φράγμα upper bound άνω φραγμός upper bound ανωμαλία anomaly ανώμαλος anomalous ανώμαλος χαρακτήρας anomalism αξία import, value αξία value αξιακά ουδέτερος value free αξιακός value (adj.) αξιοκράτης meritarian αξιοκρατία meritocracy αξιολόγηση evaluation, valuation αξιολογική κρίση value judgment αξιολογικός: μη αξιολογικός value free αξιοματικοποιώ axiomatize αξιοπιστία confidence, reliability αξιοπιστοκρατία reliabilism αξιοπιστοκρατία διαδικασιών process reliabilism αξιόπιστος reliable αξιοπρέπεια dignity αξίωμα axiom, postulate αξίωμα ζεύγους pairing axiom αξιωματικοποίηση axiomatization αξιωματικός axiomatic αξιώνω stipulate αξίωση claim (n.), presumption, stipulation αόριστος indefinite, indeterminate, undefined απάγω abduce απαγωγή abduction απαγωγή εις το αδύνατον reductio ad impossible απαγωγή στο αδύνατον reductio ad impossible απαγωγή: απαγωγή εις άτοπον reductio ad absurdum απαισιοδοξία pessimism απαισιόδοξος pessimistic απαίτηση requirement απαίτηση: έχω την απαίτηση require απαιτώ require απαλοιφή elimination απάντηση response απαντώ respond απαραλλαξία indiscernibility απαράλλαχτος immutable απαρίθμηση enumeration
απαριθμώ enumerate απαρχή origin απάτη: αυταπάτη illusion απείκασμα image απεικονίζω image απεικόνιση imagery απειρία infinitude άπειρο infinite, infinitude απειροελάχιστος infinitesimal απειροκρατικός infinitary άπειρον infinity άπειρος infinite απειροστικός infinitesimal απειροστός infinitesimal απειρότητα infinity απεισαγωγικός disquotational απεισαγωγικότητα disquotationalism απεισαγωγισμός disquotationalism απελευθέρωση liberation απεραντοσύνη infinitude απλοποιημένος simplified απλοποίηση simplification απλός simple απλότητα simplicity απλούστευση simplification απλώς simply από κοινού δυνατόν compossible αποβλεπτικός intentional αποβλεπτικότητα intentionality αποδεικνύω demonstrate, prove αποδεικτικός apodeictic, demonstrative, evidential απόδειξη demonstration, derivation, evidence, proof απόδειξη: θεωρία απόδειξης proof theory απόδειξη: πλάγια απόδειξη indirect proof αποδειξιμότητα provability αποδίδω ascribe, attribute αποδόμηση deconstruction, deconstructionism αποδομώ deconstruct απόδοση apodosis, ascription, attribute, attribution, performance απόδοση πεποίθησης belief attribution αποδοχή acceptance, avowal αποθώ suppress αποκάλυψη revelation αποκλειστικός exclusive αποκλείω exclude
αποκλείω: αμοιβαία αποκλειόμενος mutually exclusive αποκλείω: αποκλειόμενος μέσος excluded middle αποκλείω: αποκλειόμενος τρίτος excluded middle αποκλείω: νόμος του αποκλειόμενου μέσου law of the excluded middle αποκλείω: νόμος του αποκλειόμενου τρίτου law of the excluded middle, tertium non datur αποκλίνω diverge αποκλίνων deviant, divergent απόκλιση divergence, variation αποκρίνομαι respond απόκριση response απόκριση: ερέθισμα-απόκριση stimulus-response αποκρίσιμος decidable αποκρίσιμος: μη αποκρίσιμος undecidable αποκρισιμότητα decidability αποκρισιμότητα: μη αποκρισιμότητα undecidability απόκτηση acquisition αποκτώ acquire απολαμβάνω enjoy απόλαυση enjoyment απολυταρχία authoritarianism απολυταρχικός authoritarian απόλυτο absolute απόλυτος absolute, cardinal απομονώνω isolate απομόνωση isolation απομονωτισμός isolationism αποξένωση alienation απορρέω emanate απορρέων descending απόρρητος ineffable απόρριψη του ντετερμινισμού indeterminism απορροή emanation απορροή: θεωρία της απορροής emanationism απόρροια corollary, resultance απορρόφηση absorption απορροφώ absorb απόσπαση detachment απόσπασμα quotation αποσπώ detach απόσταση distance αποσωματωμένος disembodied αποτέλεσμα conclusion, effect, result αποτελεσματικός effective αποτελεσματικότητα effectiveness αποτελώ παράδειγμα exemplify
αποτίμηση assessment, evaluation, valuation αποτροπή inhibition απότυπος token αποτύπωση imprinting απουσία σφάλματος faultlessness απόφανση assertion, proposition απόφανση: ενική απόφανση singular sentence αποφαντικός λογισμός sentential calculus απόφαση deciding, decision απόφαση: αναστολή της απόφασης suspension of judgment αποφασίζειν deciding αποφασίζω decide αποφασίσιμος decidable αποφασίσιμος: μη αποφασίσιμος undecidable αποφασισιμότητα decidability αποφασισιμότητα: μη αποφασισιμότητα undecidability απόφθεγμα maxim αποχρονικοποιημένος detensed αποχρών λόγος sufficient reason άποψη assumption, opinion άποψη: διαισθητική άποψη insight απροσδιοριστία indeterminacy, indeterminism απροσδιόριστος indefinable, indefinite, indeterminate, undefined απρόσιτος στη γνώση unknowable απροϋπόθετο unconditionality απτός tangible απτότητα tangibility απώθηση suppression απώτερος remote αραιός sparse αρεταϊκή ηθική virtue ethics αρετή virtue αρετολογική ηθική virtue ethics αρετολογικός virtue (adj.) αρθρωμένος articulated αρθρωμένος: μη αρθρωμένος unarticulated αρθρωτότητα modularity αρίθμηση enumeration αριθμήσιμος countable, denumerable, enumerable αριθμησιτότητα countability αριθμητικοποίηση arithmetization αριθμητό ουσιαστικό count noun αριθμός: αριθμοί επιπέδου level-numbers αριθμός: διατακτικός αριθμός ordinal number αριθμός: περιορισμένος αριθμός limit number
αριθμός: πληθικός αριθμός cardinal number αριθμός: πληθυντικός αριθμός plural αρκούμαι satisfice αρμονία harmony αρμονικός harmonious άρνηση denial, negation άρνηση της ηγούμενης denying the antecedent άρνηση: σύζευξη αρνήσεων joint denial αρνούμαι deny άρρητο ineffable άρρητος ineffable, irrational άρτια δομή fine structure αρχέτυπο archetype αρχή origin, principle αρχή της μη αντίφασης principle of noncontradiction αρχή της πραγματικότητας reality principle αρχή: κανονιστική αρχή norm αρχικός original, preliminary, primitive ασάφεια vagueness ασαφής ambiguous, vague ασαφής λογική fuzzy logic ασκητική ζωή asceticism ασκητικός ascetic ασκητισμός asceticism ασκώ κριτική criticize ασυλλογιστικός asyllogistic ασύμβατος incompatible ασυμβατότητα incompatibility ασυμβίβαστος exclusive, inconsistent ασυμμετρία asymmetry, incommensurability ασυμμετρικός asymmetrical ασύμμετρος asymmetric, incommensurable ασυμπτωτικά εγγύς proximal ασυμφωνία disagreement, dissonance ασυναισθησία unconsciousness ασυνάρτητος disjoint, incoherent ασύνδετος disjoint ασυνδύαστος uncombinable ασυνειδησία unconsciousness ασυνείδητος unconscious ασυνεκτικός incoherent ασυνεκτικότητα incoherence ασυνέπεια inconsistency ασυνεπής inconsistent ασυνέχεια discontinuity ασυνεχής discontinuous
άσχετος irrelevant ασώματη φύση incorporeality ασώματος disembodied, incorporeal ασωματότητα incorporeality ατέλεια defect ατελής incomplete ατομική θεωρία atomism ατομική σταθερά individual constant ατομικισμός individualism ατομικός individual (adj.) ατομικότητα individuality ατομισμός atomism, individualism άτομο individual, person άτοπος: εις άτοπον απαγωγή reductio ad absurdum άτρεπτος immutable άτυπος informal αυθαίρετος arbitrary αυθεντία authority αυθεντία: πρωτοπρόσωπη αυθεντία first person authority αυθεντικός original, authentic αυθεντικότητα authenticity, originality αυθεντικότητα: πιστοποιώ την αυθεντικότητα authenticate αυθορμησία spontaneity αυθόρμητος spontaneous αϋλοκρατία immaterialism άϋλος immaterial, incorporeal αύξηση increment αύξων serial αυστηρή συνεπαγωγή strict implication αυστηρός rigid, rigorous, strict αυστηρότητα rigor, strictness αυταπάτη illusion αυταρχικός authoritarian αυταρχισμός authoritarianism αυτενέργεια spontaneity αυτεξούσιος autonomous αυτό id αυτο- selfαυτονομία autonomy αυτόνομος autonomous αυτοπάθεια reflexivity αυτοπαθής ως προς το δείγμα token reflexive αυτοπαθητικότητα reflexivity αυτοσχεδιάζω improvise αυτοσχεδιασμός improvisation αυτότητα haecceity, thisness
αφαίρεση abstraction αφαιρώ abstract αφασία aphasia αφή touch αφηρημένος abstract αφορισμός maxim άφραστος ineffable αχρονικός tenseless άχρονο παρόν timeless present άχρονος tenseless, timeless άψογος faultless
B βαθιά γραμματική (δομή) βαθμίδα βαθμιδωτός βαθμός βαθμός: βαθμοί αληθείας βαθμός: σε μέγιστο βαθμό βαθμωτός βάθος βαθύνοια βαρύτητα βάση βασική δήλωση βασικός βασίλειο των σκοπών βάσιμος βέβαιος βεβαιότητα βεβαιώνω βεβαίωση βεβαιωσιμότητα βεβαιωτικός βεληνεκές βελτιοδοξία βία βιοηθική βιταλισμός βιώνω βιώσιμος βιωσιμότητα βολονταρισμός βολονταριστικός βουβός βούληση βούληση: αδυναμία της βούλησης βούληση: ελεύθερη βούληση βουλησιαρχία βουλητικός: βουλητικό ενέργημα deep grammar instant, rank (set theory) ordinal degree, order (n.), rank (set theory) degrees of truth maximal scalar intension insight import base, basis basic statement basic, cardinal, fundamental kingdom of ends sound certain certainty affirm, assert affirmation, assertion assertability assertive, assertoric range, scope meliorism force bioethics vitalism experience viable viability voluntarism voluntaristic dummy volition, will weakness of will free will voluntarism volition
Γ γεγονικός γεγονικότητα γεγονός γεγονότα γεγονότα της πραγματικότητας γεγονότητα γεγονοτικός γενετική γενετικός γενίκευση γενικεύω γενικός γενικότητα γενναιοδωρία γένος γένος: εγγύτατο γένος γένος: πλησιέστερο γένος γεύση γη: δίδυμη γη γινόμενο γλώσσα γλώσσα: καθημερινή γλώσσα γλώσσα: κοινή γλώσσα γλώσσα: τυπική γλώσσα γλωσσικό παίγνιο γλωσσικό παιχνίδι γλωσσικός γνήσιος γνώμη γνωρίζω γνωρίζω ότι γνωρίζω πώς γνωριμία γνωριμία: γνώση εξ άμεσου γνωριμίας γνωριμία: γνώση ἐχω γνωριμία γνωριμία: γνώση ἐχω εξοικείωση γνώρισμα γνώση γνώση: απρόσιτος στη γνώση γνώση εξ άμεσου γνωριμίας γνώση μέσω περιγραφής γνώση: ύπαρξη έμφυτης γνώσης γνωσιακός factual facticity event, fact matters of fact matters of fact facticity factual genetics genetic generalization generalize general generality charity genus proximum genus proximum genus taste twin earth product language ordinary language ordinary language formal language language game language game speech (adj.), linguistic original maxim, opinion be acquainted, cognize, know knowing that knowing how aquaintance knowledge by acquaintance be aquainted be aquainted trait, attribute, feature cognition unknowable knowledge by acquaintance knowledge by description innatism cognitive
γνωσιαρχικός cognitivist γνώσιμος knowable γνώσιμος: μη γνώσιμος unknowable γνωσιμότητα: μη γνωσιμότητα unknowability γνωσιοθεωρία epistemology γνωσιοκράτης cognitivist γνωσιοκράτης: μη γνωσιοκράτης non-cognitivist γνωσιοκρατία cognitivism γνωσιοκρατία: μη γνωσιοκρατία noncognitivism γνωσιοκρατικός cognitivist γνωσιοκρατικός: μη γνωσιοκρατικός non-cognitivist γνωσιολογία epistemology γνωστικισμός gnosticism γνωστικιστής gnostic γνωστικιστικός gnostic γνωστικός cognitive, gnostic γνωστικές διεργασίες cognition γνωστική επαφή acquaintance γονιμοποιός seminal γονιμότερος seminal γούστο taste γραμματική grammar γραμματική: βαθιά γραμματική (δομή) deep grammar γραμματική: επιφανειακή γραμματική surface grammar γραμματικός: που έχει γραμματικό χρόνο tensed γραμμή λειτουργίας Σέφφερ Sheffer stroke function γραμμική διάταξη linear ordering γραμμικός linear γράφω αμφίσημα equivocate γυμνό επιμέρους bare particular γυμνό καθέκαστο bare particular γωνία corner
Δ δεδομένα: αισθητηριακά δεδομένα δεδομένα: θεωρία αισθητηριακών δεδομένων δείγμα δείγμα πρότασης δείγμα: αυτοπαθής ως προς το δείγμα δειγματισμός δειγματοληπτικός δειγματοληψία δειγματολογώ δείκτης δείκτης προκείμενης δεικτική έκφραση δεικτικό δεικτικός δεικτικότητα δείχνω δεξιότητα δεοντικός δεοντοκρατία δεοντοκρατικός δεοντολογία δεοντολογικός δεοντολογισμός δεσμευμένη μεταβλητή δεσμευμένος δέσμευση δεσμευτικός δέσμη δέσμη: θεωρία δέσμης δευτερεύων δευτεροβάθμιος δευτερογενής δεύτερος: δεύτερη πρόθεση δέχομαι δηλώνω δήλωση δήλωση ταυτότητας δήλωση υποκειμένου-κατηγορήματος δήλωση: βασική δήλωση δηλωτικός δηλωτικός: μη δηλωτικός δημιουργία δημιουργικός sense data sense datum theory instance, sample, token sentence token token reflexive exemplification sample sampling sample index, indicator premise indicator indexical demonstrative (n.), indexical ostensive indexicality demonstrate skill deontic deontology deontological deontology deontological deontologism bound variable bound import conditional cluster bundle theory secondary second-order secondary second intention consent declare, denote, state declaration, indication, statement identity statement subject-predicate statement basic statement declarative, indicative, significant non-declarative creation constructive, creative
δημιουργικότητα creativity δημιουργισμός creationism δημιουργός demiurge δημιουργώ create διαβαθμίσιμος scalar διαβουλεύομαι deliberate διαβούλευση deliberation διαγιγνώσκω diagnose διαγνωστικός diagnostic διάγραμμα: κατασκευή διαγραμμάτων diagramming διάγρμμα Venn Venn diagram διαγώνιος: διαγώνια πρόταση diagonal proposition διαδέχομαι succeed διαδικασία procedure, process διαδικασία: αξιοπιστοκρατία διαδικασιών process reliabilism διάδοση dissemination διαδοχή succession διαδοχικός consecutive, sequential, successive διάδοχος successor διάδραση interaction διάζευξη disjunction διαζευτικός disjunctive διάθεση attitude, mood διαίρεση division διαιρέτης consequent διαιρετότητα divisibility διαιρώ divide διαισθάνομαι intuit, sense διαίσθηση insight διαισθητική άποψη insight διάκειμαι ευμενώς sympathetic (be) διακειμενικότητα intertextuality διακείμενο intertext διακεκριμένος discrete διάκενο interval διακλαδιζόμενος ramified διακλαδισμένος ramified διακλάδωση ramification διακρίνω discriminate διάκριση discrimination, distinction διακρίσιμος: μη διακρίσιμος indiscernible διακρίσιμος: ταυτότητα των μη διακρίσιμων identity of indiscernibles διακρισιμότητα: μη διακρισιμότητα indiscernibility διακριτός discrete, distinct διακριτότητα discreteness, distinctness διαλέγω choose
διαλεκτική dialectic διαλεκτικός dialectical διάλογος conversation, discourse διαμάχη controversy διαμφισβητώ controvert διανεμημένος: μη διανεμημένος undistributed διανεμητικός distributive διανέμω distribute διανοητικός intellectual, intelligible διανοητός conceivable διάνοια intellect, intelligence, understanding διανοούμαι conceive διανοούμενος intellectual διάνυσμα vector (n.) διάνυσμα: καταστατικό διάνυσμα state vector διανυσματικός vector (adj.) διανυσματικός: διανυσματικός χώρος vector space διαπερατότητα transparency διαπιστώνω constate διαπίστωση constative διαπιστωτικός constative διάρκεια duration, persistence διαρχία dualism διασταλτικότητα expansiveness διάσταση dimension, dimensionality διάστημα interval διαστολή dilation διαστρέβλωση distortion διαστρωματωμένος stratified διαστρωμάτωση stratification διαστρώνω stratify διατακτικός ordinal διατακτικός αριθμός ordinal number διατακτικός: διατακτικά όμοιος ordinally similar διάταξη order (n.), ordering διάταξη: γραμμική διάταξη linear ordering διατάσσω order (v.) διατεταγμένο ζεύγος ordered pair διατεταγμένος ordered διατεταγμένος: καλώς διατεταγμένος well ordered διατεταγμένος: μερικώς διατεταγμένος partially ordered διατεταγμένος: πυκνά διατεταγμένος densely ordered διατήρηση conservation διαύγεια clarity διαφάνεια transparency διαφανής transparent
διαφορά difference διαφορά: ειδοποιός διαφορά differentia, specific difference διαφορίζω differentiate διαφορικός differential διαφόριση differentiation διαφωνία disagreement διαφωτισμένος enlightened διαφωτισμός enlightenment διαχωρίσιμος separable διαχωρισμός disjunction, separation διαψεύδω contradict, disprove διάψευση falsification, refutation διαψευσιμότητα falsifiability δίδαγμα: ηθικό δίδαγμα moral (n.) διδασκαλία instruction διδασκαλία: ερμητική διδασκαλία hermeticism διδαχή instruction δίδυμη γη twin earth διεθνισμός internationalism διεξοδικός comprehensive διεργασία process διεργασία: γνωστικές διεργασίες cognition διερεύνηση inquiry διερμηνέας interpreter διερμηνευμένος interpreted διθέσιος binary διιστάμενος divergent δικαιικός judicial, juridical δίκαιο: φυσικό δίκαιο natural law δικαιολογημένος justified δικαιολόγηση justification δικαιολόγηση: συναγωγική δικαιολόγηση inferential justification δικαιολογητικός justificational δικαιολογώ justify δίκαιος fair δικαιοσύνη justice δικαίωμα: φυσικό δικαίωμα natural right δικαιώματα rights δικαίωση justification δικανικός judicial, juridical δικαστικός judicative, judicial δίλημμα dilemma διμελής binary δίνω παράδειγμα exemplify διόραση insight διορατικότητα insight
διορθώνω correct, rectify διόρθωση correction, rectification διόρθωση: αδυναμία διόρθωσης incorrigibility διόρθωση: αδυνατότητα διόρθωσης incorrigibility διόρθωση: ανεπίδεκτο διόρθωσης incorrigibility διόρθωση: μη επιδεχόμενο διόρθωση incorrigibility διόρθωση: μη επιδεχόμενος διόρθωση incorrigible διορθωσιμότητα corrigibility διορθωσιμότητα: μη διορθωσιμότητα incorrigibility διπλός binary διπλή συνεπαγωγή biconditional δισθένεια bivalence δισθενής bivalent δίτιμη λογική two-valued logic διυποκειμενικότητα intersubjectivity διφορούμενο ambiguity διφορούμενος ambiguous διχοτομία dichotomy δίψα thirst δόγμα dogma δογματισμός dogmatism δοκητισμός docetism δοκιμάζω experiment δοκιμασία testing δοκιμή testing δομή structure δομή: ακριβής δομή fine structure δομή: άρτια δομή fine structure δομή: βαθιά γραμματική δομή deep grammar δομή: καλή δομή fine structure δομή: λεπτή δομή fine structure δομή: φραστική δομή phrase structure δομικός structural δομισμός structuralism δόξα opinion δοξαστικός doxastic δράση action δράση: ελάχιστη δράση least action δρων agent δρων νους agent intellect δρων υποκείμενο agent δυαδικός binary, dyadic δυαδικότητα duality δυϊσμός dualism δυϊστής dualist δυϊστικός dualist
δυνάμει potential δύναμη force, power δυναμική dynamics δυναμικό potential (n.) δυναμικός dynamic, dynamical, potential (adj.) δύναμις potency δυναμισμός dynamism δυναμοσύνολο power set δυνατός possible δυνατός: από κοινού δυνατόν compossible δυνατότητα possibility, potentiality δυνατότητα εκμάθησης learnability δυνατότητα ελέγχου testability δυνατότητα κατανόησης intelligibility δυνατότητα παραγωγής derivability δυνατότητα πραγμάτωσης realizability δυνατότητα τυποποίησης formalizability δυνητικός potential δυνητικότητα potentiality δυσαναλογία disanalogy δυσκολία difficulty δύσκολος difficult
E εαυτός εγγενής εγγράφω εγγυημένος εγγύηση εγγύς εγγύς: ασυμπτωτικά εγγύς εγγύτατο γένος εγγύτητα εγγυώμαι εγκαρσιότητα ἐγκιβωτισμένος εγκιβωτισμός εγκλεισμός έγκλιση έγκλιση: ευκτική έγκλιση έγκλιση: οριστική έγκλιση έγκυρος εγκυρότητα έγχρονος εγώ εγώ κι εσύ εγώ: σχέση εγώ-αυτό εγωισμός εγωιστής εγωκεντρικός εδάφιο εθιμικός έθιμο εθνοκεντρισμος ειδητικός ειδητικός όρος ειδικός ειδικός: ειδικότατο είδος ειδισμός ειδολογικός ειδοποιός ειδοποιός διαφορά είδος είδος: ειδικότατο είδος είδος: κατώτατο είδος είδος: φυσικό είδος είδωλο self inherent, innate, internal inscribe guaranteed, warranted guarantee, warrant proximal proximal proximum genus proximity warrant transversalilty nested nesting inclusion mood optative mood indicative mood valid legitimacy, validity temporal, tensed ego I and thou I-it relationship egoism egoist egocentric section customary custom ethnocentrism formal kind term specific infima species speciesism sortal specific differentia, specific difference form, idea, kind, species infima species infima species natural kind image, simulacrum
εικάζω conjecture (v.), speculate εικασία conjecture (n.), speculation εικόνα image εικόνα: σχηματισμός εικόνων imagery εικόνες imagery εικονικός iconic εικονοκλαστικός iconoclastic εικονολογία imagery εικοτολογία speculation εικοτολογικός speculative εικοτολογώ speculate ειλικρίνεια sincerity ειλικρινής sincere ειμαρμένη fate είναι being είναι: αλυσίδα του είναι chain of being είναι: μη είναι nonbeing ειρηνισμός pacifism ειρηνιστής pacifist εισαγωγή input εισαγωγικά quotation, quotation marks εισαγωγικά: παραθέτω εισαγωγικά quote (v.) είσοδος input εισροή input εκ περιτροπής alternate εκ πρώτης όψεως prima facie εκ των προτέρων a priori εκ των υστέρων a posteriori έκδηλος evident, occurrent εκδήλωση manifestation εκδήλωση: ταυτόχρονη εκδήλωση co-instantiation εκδίκηση revenge εκδικούμαι avenge εκθετός exponible εκλαμβάνω construe εκλεκτικισμός eclecticism εκλεκτικός eclectic εκλεκτιστικός eclectic εκλογίκευση rationalization εκμηδενίζω eliminate εκούσιος voluntary εκπαίδευση instruction εκπλήρωση fulfillment εκπλήρωση επιθυμίας wish fulfillment εκπλήρωση ευχής wish fulfillment εκροή output
έκσταση ecstasy εκστασιοκρατικός extensionalist έκταση extension έκταση: ιδίας εκτάσεως coextensive εκτασιακή αντίληψη extensionality εκτασιακός extensional, extensive εκτασιακότητα extensionality, εκτασιοκρατία extensionalism, extensionality εκτείνω, εκτείνομαι extend εκτέλεση performance εκτελώ perform εκτίμηση estimation, evaluation εκτιμώ estimate, evaluate εκφέρω utter εκφορά utterance έκφραση expression έκφραση: αναφορική έκφραση referring expression έκφραση: δεικτική έκφραση demonstrative (n.) εκφραστικός expressive εκφραστικότητα expressiveness εκφώνημα utterance εκφώνηση diction, utterance εκφωνώ utter ελάσσων όρος minor term ελάσσων προκείμενη minor premise ελάττωμα defect ελάχιστη δράση least action ελάχιστο άνω φράγμα least upper bound ελάχιστος άνω φραγμός least upper bound ελαχιστοποίηση minimalization ελεγξιμότητα decidability, testability έλεγχος refutation, testing έλεγχος: δυνατότητα ελέγχου testability ελεύθερη βούληση free will ελεύθερη εμφάνιση μιας μεταβλητής free occurrence of a variable ελεύθερη μεταβλητή free variable ελευθερία freedom, liberty ελευθεριασμός libertarianism ελευθέριες τέχνες liberal arts ελευθεριοκρατία libertarianism ελευθεροκρατία libertarianism ελεύθερος από ποσοδείκτες quantifier free ελεύθερος χρόνος leisure έλλαμψη illumination έλλειψη want έλλειψη ανεκτικότητας intolerance
έλλειψη επίγνωσης unconsciousness έλλειψη συνάφειας irrelevance έλλειψη συνειδητότητας unconsciousness έλλειψη συνοχής incoherence ελλεκτικός illocutionary εμβέλεια scope εμβέλεια: αμφισημία εμβέλειας scope ambiguity εμμένεια immanence εμμενής immanent έμμεσος implicit, indirect, oblique έμμεσος: έμμεση συναγωγή mediate inference εμμονή adherence, persistence εμπειρία experience εμπειρία: αισθητηριακή εμπειρία sense experience εμπειριαρχία experientialism εμπειρικός empirical εμπειριοκριτικισμός empiriocriticism εμπειριοκριτισμός empiriocriticism εμπειρισμός empiricism έμπνευση inspiration εμπνέω inspire εμποδίζω inhibit εμφανής patent (adj.) εμφανιζόμενος occurrent εμφάνιση appearance, appearing, manifestation, occurrence εμφάνιση: ελεύθερη εμφάνιση μιας μεταβλητής free occurrence of a variable έμφυτο innateness εμφυτοκρατία innatism, nativism έμφυτος inherent, innate έμφυτος: έμφυτη φύση innateness έμφυτος: έμφυτος χαρακτήρας innateness έμφυτος: ύπαρξη έμφυτης γνώσης innatism εμφώλευση nesting εν συνέπεια consequently εν: αντιστοιχία εν-πολλά one-many correspondence εν: αντιστοιχία πολλά-εν many-one correspondence εναλλαγή alternation, commutation εναλλακτικός alternate, alternative εναλλάξ alternate (adj.) εναλλαξιμότητα interchangeability εναλλάσσομαι alternate εναντιόμορφος enantiomorphic εναντιωματικός adversative εναντίωση opposition ενάργεια clarity, clearness
ενάρετος virtuous εναρτισμός impanation ενατένιση contemplation ενδεικτικός indicative ένδειξη indication, sign ένδειξη: ποσοδεικτική ένδειξη quantification ενδεχομενικό contingent ενδεχομενικότητα contingency ενδεχόμενο contingency ενδεχόμενος contingent ενδιάθετος implicit ενδιάμεσος intermediate, interval ενδιαφέρον interest ενδογενείς ιδιότητες intrinsics ενδογενής: χρονικά ενδογενείς temporary intrinsics ενδολεκτικό ενέργημα illocutionary act ενδολεκτικός illocutionary ενδοσκόπηση introspection ενδοσκοπικός introspective ενδοσκοπισμός introspectionism ενδοστρέφεια introversion ενεργεία actual ενέργεια action, energy ενέργεια: αυτενέργεια spontaneity ενέργεια: κινητική ενέργεια kinetic energy ενέργεια: σκόπιμη ενέργεια purposive act ενεργειοκρατία actualism ενέργημα: βουλητικό ενέργημα volition ενέργημα: ενδολεκτικό ενέργημα illocutionary act ενέργημα: λεκτικό ενέργημα speech act ενέργημα: ομιλιακό ενέργημα speech act ενεργητικισμός energeticism ενεργητικός active, energetic ενεργοποίηση activation ενεργοποιώ activate ενεργός active, actual ενημερωτικός informative ενθεϊσμός entheism ένθεση nesting ένθετη τροπικότητα nested modality ενθύμημα enthymeme ενθυμούμαι recollect ενική απόφανση singular proposition ενικός singular ενικός όρος singular term ενίσχυση support
ενναλάξ alternate έννοια concept, sense εννοιακός sense (adj.) εννοιοκρατία conceptualism εννοιολογικός conceptual ενοθεϊσμός henotheism ενολογία henology ενολογικός henological ενόραση insight, intuition ενόραση: θεωρία της ενόρασης intuitionalism ενορασιοκρατία intuitionalism, intuitionism ενορατικός intuitive ενόρμηση conation ενορμικός conative ενότητα unity ενοχή guilt ενόχληση harrassment ένοχος guilty έν-προς-έν αντιστοιχία one-to-one correspondence ενσάρκωση embodiment ένστικτο instinct ενστικτώδης instinctive ενσυναίσθηση empathy ενσώματος corporeal ενσωματωμένος integral ενσωματώνω embody, integrate ενσωμάτωση embodiment, integration, nesting ένταξη inclusion ένταση intension, intensity, stress εντασιακή λογική intensional logic εντελέχεια entelechy εντολή prescription εντροπία entropy εντύπωση: αισθητηριακή εντύπωση sense impression ενύπαρκτος integral ενυπάρχω inhere ένωση union εξαγγέλλω enounce εξαγγελτικός enunciative εξαγνισμός purgation, purification εξάγω export εξαγωγή eduction, exportation εξαίρεση exception εξαλειπτικός eliminative εξαλειπτισμός eliminativism εξαλείφω eliminate
εξάλειψη eliminability, elimination εξαναγκάζω constrain εξαναγκασμένος forced εξαναγκασμός forcing εξαρτημένη μάθηση conditioning εξαρτημένος dependent εξάρτηση dependency εξατομίκευση individuation εξαϋλομένος disembodied εξελικτικισμός evolutionism εξελικτικός evolutionary εξελικτισμός evolutionism εξέλιξη evolution εξελίσσομαι evolve εξέταση testing εξέταση: υποβάλλω σε εξέταση interrogate εξήγηση explanation εξηγητέο explanandum εξηγητικός explanatory εξηγούν explanans εξηγώ explain εξιδανίκευση idealization εξισώνω equalize, equate εξίσωση equation εξισωτικός equational εξισωτισμός egalitarianism έξοδος output εξοικείωση acquaintance εξοικείωση: έχω εξοικείωση be acquainted εξπρεσιονισμός expressionism εξτερναλισμός externalism εξτρεμισμός extremism εξωγενής extrinsic εξωλογικός alogical εξωτερικός external, extrinsic επαγόμενος derived επαγωγή induction επαγωγικός inductive επαγωγισμός inductivism επαίσχυντος shameful επακολούθηση resultance επακόλουθος concomitant, sequential επακριβής accurate επαλήθευση verification επαληθεύσιμος verifiable επαληθευσιμότητα verifiability
επαληθευσιοκρατία verificationism επαληθευσιοκρατικός verificationist επαληθεύω verify επαναλαμβάνομαι recur επαναλαμβανόμενος iterated επαναλαμβάνω iterate επαναληπτικός iterative επανάληψη iteration, recurrence επαναντίληψη apperception επανάσταση revolution επαναστατικός revolutionary επανενσάρκωση reincarnation επάνοδος recurrence επάρκεια adequacy επαρκής adequate, sufficient επαρκής λόγος sufficient reason επαρκής: αναγκαίος και επαρκής necessary and sufficient επαφή connection, touch επαφή: γνωστική επαφή acquaintance επέκταση extension επεκτατικότητα expansiveness επενέργεια: αιτιώδης-αιτιακή επενέργεια causation επεξεργασία processing επεξήγηση explicature επιβεβαιώνω confirm επιβεβαίωση assertion, avowal, confirmation επιβεβαίωση της επομένης affirming the consequent επιβεβαιωτικός affirmative επιβεβαιωτικός: επιβεβαιωτική πράξη affirmative action επιβολή domination, imposition επιβολή: μέθοδος επιβολής forcing επιβράβευση reward (n.) επιγένεση supervenience επιγιγνόμενος supervenient επίγνωση awareness επίγνωση: έλλειψη επίγνωσης unconsciousness επίγονος successor επίγραμμα inscription επιγραφή inscription επιγραφικός inscriptional επιδέχομαι: μη επιδεχόμενο διόρθωση incorrigibility επιδέχομαι: μη επιδεχόμενος διόρθωση incorrigible επιδοκιμασία approbation επίδοση performance επιείκεια equity επιθυμία desire, want, wish
επιθυμία: εκπλήρωση επιθυμίας wish fulfillment επιθυμώ desire, want επικαλύπτων νόμος covering law επικουρικότητα subsidiarity επικρίνω censure επίκριση stricture επίκτητος acquired επικυριαρχία predominance επικυρώνω confirm επικύρωση confirmation επιλέγω choose επιλογή choice, choosing (n.) επιλογή: θεωρία της ορθολογικής επιλογής rational choice theory επίλυση resolution, solution επιλυσιμότητα solvability επιλυσιμότητα: μη επιλυσιμότητα unsolvability επίμαχος controversial επιμερισμένος: μη επιμερισμένος undistributed επιμερισμός distribution επιμεριστικός distributive επιμεριστικότητα distributivity, proportionality επιμέρους individual, particular επιμέρους: γυμνό επιμέρους bare particular επιμέρους: σκέτο επιμέρους bare particular επιμύθιο moral επινοητικότητα ingenuity επίπεδο level επίπεδο: αριθμοί επιπέδου level-numbers επίπεδο: θεωρία επιπέδων levels theory επιπλήττω censure επιπόλαιος superficial επιπολαιότητα superficiality επίπτωση consequence, ramification επίρρημα adverb επιρρηματικοποίηση adverbialism επιρρηματικός adverbial επιστήμη science επιστήμη: νομική επιστήμη jurisprudence επιστημικός epistemic επιστημονικός scientific επιστημονισμός scientism επιστήμων scientist επιστροφή recurrence επισυνάπτω subjoin επιταγή prescription επιτακτικισμός prescriptivism
επιτακτικός prescriptive επιτακτισμός prescriptivism επιτέλεση performance επιτελεστικός performative επιτρεπτικός permissive επιτρεπτός allowable, permissible επιφαινομενισμός epiphenomenalism επιφανειακή γραμματική surface grammar επιφανειακός superficial επιφανειακότητα superficialism επιχείρημα argument επιχείρημα: αλυσιδωτό επιχείρημα chain argument επιχείρημα: ορθό επιχείρημα sound argument επιχείρημα: παραγωγικό επιχείρημα deductive argument επιχειρηματολογία argumentation επιχειρηματολογία: πρακτική επιχειρηματολογία practical reasoning επιχειρηματολογικός argumentative εποικοδομητισμός constructivism επόμενη consequent (n.) επομένη: επιβεβαίωση της επομένης affirming the consequent επόμενο consequent (n.) επόμενος consequent (adj.) εποπτεία intuition εργαλειακός instrumental εργαλειοκρατία instrumentalism ερέθισμα stimulus ερέθισμα-ανταπόκριση stimulus-response ερέθισμα-απόκριση stimulus-response ερέθισμα: αντιληπτικό ερέθισμα percept έρευνα inquiry έρευνα: μετα-έρευνα meta-inquiry έριδα controversy εριστική, εριστική τέχνη eristic (n.) εριστικός eristic (adj.) ερμηνεία interpretation ερμηνευμένος interpreted ερμηνευτής interpretationist ερμηνευτική hermeneutics ερμηνευτικός hermeneutic ερμηνεύω construe, interpret ερμητική διδασκαλία hermeticism ερμητικός hermetic ερμητισμός hermeticism ερώτημα interrogation ερωτηματικός interrogative ερώτηση interrogation
ερωτητική erotetic εσκεμμένος tendentious εστία focus (n.) εστιάζω focus (v.) εστιακός focal εστίαση focusing (n.) εσφαλμένος fallacious, false εσχατολογία eschatology έσχατος ultimate εσωστρέφεια introversion εσωστρεφής introvert εσωτερική σημασία inner sense εσωτερική αίσθηση inner sense εσωτερικισμός internalism εσωτερικός inner, internal, intrinsic εσωτερικός: χρονικά εσωτερικο temporary intrinsics εσωτερικότητα internality εσώτερος inner ευγονική eugenics ευδαιμονία happiness ευδαιμονισμός eudaemonism ευθανασία euthanasia ευθύνη responsibility ευκρινής distinct ευκτική έγκλιση optative (n.) ευκτικός optative ευλάβεια piety εύλογο reasonableness εύλογος reasonable ευμενής: διάκειμαι ευμενώς sympathetic (be) ευρετήριο index ευρετική heuristics εύρος extension, range, scope εύρυνση dilation ευρύς comprehensive ευσέβεια piety ευσεβισμός pietism ευταξία order (n.) ευτυχία happiness ευφυΐα ingenuity, intelligence ευχή wish ευχή: εκπλήρωση ευχής wish fulfillment εφαρμοστικός applicative έφεκτικότητα suspension of judgment έφεση inclination εφευρετικότητα ingenuity
έχω αντίρρηση object έχω συνείδηση aware (be) έχω συνοχή cohere έχω την απαίτηση require έχω την πρόθεση intend
Z ζεύγος ζεύγος: διατεταγμένο ζεύγος ζεύγος: αξίωμα ζεύγους ζήτημα ζητούμενο: ψευδώνυμος συλλογισμός παρά την λήψιν του ζητουμένου ζητούμενο: λήψη του ζητουμένου ζωή: ασκητική ζωή ζωή: μετά θάνατον ζωή ζωή: μεταθανάτια ζωή ζωτικός ζωτικός: ζωτική ορμή ζωτικότητα pair ordered pair pairing axiom topic begging the question begging the question asceticism afterlife afterlife vital vital impetus vitality
H ηγούμενη ηγούμενη: άρνηση της ηγούμενης ηγούμενο ηδονικός ηδονισμός ηδονιστής ηδονοκρατία ηθική ηθική αίσθηση ηθική: αρετολογική ηθική ηθικισμός ηθικό δίδαγμα ηθικός ηθικότητα ήθος ημιημιθετικισμός ημιπρόταση ηπειρωτικός ήπιος περιορισμός ήχος antecedent (n.) denying the antecedent antecedent (n.) hedonic hedonism hedonist hedonism ethics, moral (n.), morality moral sense virtue ethics moralism moral (n.) moral (adj.) morality manner, morality quasi-, semisemipositivism semisentence continental soft constraint sound
Θ θεάζομαι θέαση θεατής θεϊσμός θεϊστικός θέληση θέλω θέμα θεματικά ουδέτερος θεματική ουδετερότητα θεμέλια θεμελιοκρατία θεμελιώδης θεοδικία θεοκρατία θεοκρατικός θεολογικά αδιάφορος θεοσοφία θεουργία θέση θέση: κατηγόρημα δύο θέσεων θετικισμός θετικιστικός θετικιστιστής θετική δράση θετικός θέτω θέτω εντός παρενθέσεως θέτω σε παρένθεση θέτω ως αίτημα θεώρημα θεώρηση θεωρησιακός θεωρητικολόγος θεωρητικός θεωρία θεωρία αισθητηριακών δεδομένων θεωρία αναδρομικότητας θεωρία αναδρομικών συναρτήσεων θεωρία αναδρομών θεωρία απόδειξης θεωρία δέσμης contemplate contemplation, vision spectator theism theistic want (n.) want (v.) subject, topic topic neutral topic neutrality foundations foundationalism basic, cardinal theodicy theocracy theocratic adiaphoristic theosophy theurgy assumption, tenet, thesis, rank (set theory), stance two-place predicate positivism positivistic positivist affirmative action positive situate bracket bracket postulate theorem contemplation, vision speculative theoretician theoretic, theoretical, theoretician theory sense datum theory recursion theory recursion theory recursion theory proof theory bundle theory
θεωρία επιπέδων levels theory θεωρία ομάδων group theory θεωρία πεδίου field theory θεωρία συνόλων set theory θεωρία της αλληλεπίδρασης interactionism θεωρία της απορροής emanationism θεωρία της ενόρασης intuitionalism θεωρία της ισότητας egalitarianism θεωρία της μεσότητας doctrine of the mean θεωρία της ορθολογικής επιλογής rational choice theory θεωρία της συμπεριφοράς behaviorism θεωρία της φώτισης illuminationism θεωρία του μέσου doctrine of the mean θεωρία του συνειρμού associationism θεωρία: ατομική θεωρία atomism θιασώτης adherent θλίψη thlipsis θρησκόληπτος pietistic
I ίδανικό ιδανικός ιδέα ιδεαλισμός ιδεαλιστής ιδεαλιστικός ιδεασμός ιδεατό ιδεατός ιδεοκινητικός ιδεοκρατία ιδεολογία ιδεοποιητικός ιδεώδες ίδεώδης ιδιάζων ιδιαίτερος ιδιόλεκτος ιδιομορφία ιδιόμορφος ίδιον ιδιοποιούμαι ιδιοπροσωπία ίδιος ίδιος: ιδίας εκτάσεως ιδιότητα ιδιότητα μέλους ιδιότητα: ενδογενείς ιδιότητες ιδιότητα: σποραδική ιδιότητα ιδίωμα ιδιωτικοποίηση ιεράρχηση ιεραρχία ικανοποίηση ικανοποιήσιμο ικανοποιήσιμος ικανοποιησιμότητα ικανοποιώ ικανότητα ικανότητα για μάθηση ιλουζιονισμός ίνδαλμα ιντερναλισμός ideal (n.) ideal (adj.) form, idea, insight idealism idealist (n.) idealist (adj.), ideational ideation ideation ideal (adj.) ideomotor idealism ideology ideational ideal (n.) ideal (adj.) singular specific idiolect singularity singular proprium appropriate (v.) individuality identical coextensive attribute, property membership intrinsics sparse property property, proprium privatization ordering hierarchy satisfaction satisfiable (n.) satisfiable (adj.) satisfiability satisfy skill learnability illusionism ideal, image internalism
ιντερναλιστής internalist ιντερναλιστικός internalist ιντουισιονισμός intuitionism, intuitionalism ιρασιοναλισμός irrationalism ισοδυναμία equivalence, biconditional ισοδυναμία: κλάση ισοδυναμίας equivalence class ισοδυναμία: υλική ισοδυναμία material equivalence ισοδύναμος equal, equivalent ισοκρατικός egalitarian ισόκυρος coextensive ισομορφισμός isomorphism ισόμορφος isomorphic ισοπίθανος equiprobable ισοπληθικός equipollent ισορροπία balance, equilibrium ισορροπία: αναστοχαστική ισορροπία reflective equilibrium ισορροπώ balance ίσος equal ισοσθένεια equipollence, isosthenia ισότητα egalitarianism, equality, equity ισότητα: θεωρία της ισότητας egalitarianism ιστορικισμός historicism ιστορικότητα historicity ισχύει is the case ισχυρίζομαι assert ισχυρισμός assertion, claim (n.) ισχύς force, power, validity ίχνος trace
K καζουιστική καθ εαυτό: πράγμα καθ εαυτό καθ όλου καθαρότητα κάθαρση καθέκαστο καθέκαστο: γυμνό καθέκαστο καθέκαστο: σκέτο καθέκαστο καθήκον καθημερινή γλώσσα καθιερωμένο πρώτυπο καθιερωμένος καθοδήγηση καθολίκευση καθολικευσιμότητα καθολικεύω καθολικός καθολικότητα καθόλου καθορίζω καθορισιμότητα καθορισμένος καθορισμός καιρολογικός κακία καλαισθησία καλή δομή καλοσχηματισμένος καλώς διατεταγμένος κανόνας κανόνας σχηματισμού κανόνας: ακολουθία κανόνων κανόνας: τήρηση κανόνων κανόνας: χρυσός κανόνας κανονικός κανονικός: μη κανονικός κανονικός: μη κανονικός κανονικότητα κανονιστική αρχή κανονιστικός κανονιστικότητα κάνω ένα πείραμα κανών: χρυσούς κανών casuistry thing in itself universal clarity, purity catharsis, purgation, purification individual, particular bare particular bare particular duty ordinary language standard model standard instruction universalization universalizability universalize universal universality universal determine determinacy determinate, determined constraint, determination, specification kairological vice taste fine structure well formed well ordered canon, norm, rule (n.) formation rule rule following rule following golden rule canonical, normal, standard irregular nonstandard regularity norm canonical, normative, rule (adj.) normativity experiment (v.) golden rule
καπιταλισμός capitalism κατ' αξίωσιν stipulative κατά μείζονα λόγο a fortiori κατά συμβεβηκός accidental κατά συνέπεια consequently κατά συνθήκη conditional καταγραφή inscription κατάγω originate καταγωγή origin καταδεικνύω denote καταδεικτικός denotative, ostensible, ostensive κατάδειξη ostention καταδηλώνω denote καταδήλωση denotation, designation καταδηλωτής designator καταδηλωτής: άκαμπτος καταδηλωτής rigid designator καταδηλωτικός denotative, denoting καταλαβαίνω comprehend καταλήγω στο συμπέρασμα conclude καταληπτός intelligible κατάληψη apperception κατάλληλη περιγραφή proper description κατάλληλος appropriate καταλογισμός ascriptivism κατάλογος index κατάλοιπο residue καταμερισμός distribution καταμέτρηση enumeration καταναγκασμός constraint κατανεμημένος distributed κατανεμημένος: μη κατανεμημένος undistributed κατανέμω distribute κατανικήσιμος defeasible κατανικησιμότητα defeasibility κατανόηση insight, intelligibility, understanding κατανόηση: δυνατότητα κατανόησης intelligibility κατανοήσιμος intelligible κατανοησιμότητα intelligibility κατανοητός intelligible κατανοητότητα intelligibility, tangibility κατανομή distribution κατανοώ comprehend, sympathize κατασκευάζω construct κατασκευασιμότητα constructability κατασκευασιοκρατία constructivism κατασκευαστικός constructive