7.3 Ο Τριακονταετής Πόλεµος (1618-1648) Η διαµάχη που επικεντρώθηκε στη θρησκευτική Μεταρρύθµιση αποτέλεσε αναγκαίο προοίµιο για την ανάδειξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επρόκειτο για έναν συνολικό διακανονισµό αρχών, συµπεριφορών και κοινωνικού τρόπου οργάνωσης. Η Μεταρρύθµιση και η Αντιµεταρρύθµιση εκφράστηκαν η µεν πρώτη κυρίως από τον Καλβίνο και το κίνηµα των καλβινιστών (προτεσταντών), η δε δεύτερη από την Εταιρεία του Ιησού (ιησουίτες). Το 1609 τα αντίπαλα στρατόπεδα µορφοποιήθηκαν σε εχθρικούς συνασπισµούς: από τη µία η Καθολική Λίγκα, από την άλλη η Προτεσταντική Ένωση. Η διαίρεση στην κορυφή αντικατοπτριζόταν και στη βάση. Πολλές από τις πόλεις ή τις µικρές ηγεµονίες της Ευρώπης, στο κεντρικό κυρίως τµήµα της, γνώρισαν τον εσωτερικό διχασµό και συνακόλουθες συγκρούσεις. Η δυναµική του πολέµου σωρεύθηκε εκρηκτικά και οποιαδήποτε αφορµή µπορούσε να προκαλέσει ανάφλεξη. Το αναµενόµενο συνέβη στην Πράγα µε την εκπαραθύρωση των µελών µιας παπικής αντιπροσωπείας προς τον υποκείµενο βόθρο ακαθαρσιών. Το 1618 ο πόλεµος ξεκίνησε µε αφορµή την πίεση για επιστροφή στον καθολικισµό των κατοίκων της Βοηµίας, της σηµερινής Τσεχίας. Πολύ γρήγορα επεκτάθηκε σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη έως τις ακτές της Βόρειας Θάλασσας και της Μάγχης εκεί δηλαδή όπου η προκαπιταλιστική διάπλαση των οικονοµιών πίεζε για κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Η αρχική υπεροχή ανήκε στους καθολικούς, εξαιτίας του ισπανικού πεζικού και των µεγάλων στρατιωτικών ηγετών που το χρησιµοποίησαν: Τίλλυ, Βαλλενστάϊν, Σπινόλα, Μπυκουά. Η επέµβαση του βασιλιά της Δανίας υπέρ των προτεσταντών διεύρυνε τα µέτωπα του πολέµου προς τα γερµανικά εδάφη, χωρίς όµως να περιορίσει τη στρατιωτική υπεροχή των καθολικών. Η υπεροχή της Καθολικής Λίγκας στα πεδία των µαχών δεν µετατράπηκε σε αποφασιστικό στρατηγικό και πολεµικό πλεονέκτηµα µε τρόπο ώστε να τερµατιστεί ο πόλεµος. Η αιτία για αυτό βρισκόταν στην ίδια τη µορφή του πολέµου. Οι στρατοί των αντιπάλων αποτελούνταν από έναν µικρό πυρήνα µόνιµων, επαγγελµατιών, θα λέγαµε, στρατιωτικών. Τα σώµατα αυτά ήταν πολύ µικρά, όσο επέτρεπαν τα οικονοµικά του βασιλιά, του ηγεµόνα ή της πόλης που τα συγκροτούσε.
Από µόνα τους δεν ήταν δυνατό να δώσουν τη γεωγραφική και την αριθµητική εκείνη διάσταση που θα επέτρεπε την όποια φιλόδοξη ή µη στρατιωτική επιχείρηση. Για να πραγµατοποιηθεί η τελευταία, ο ηγεµόνας προσλάµβανε «εργολάβους» του πολέµου στρατιωτικές µονάδες µε συµβόλαιο. Εικόνα 59: Μισθοφόροι στρατιώτες του Τριακονταετούς Πολέµου. Στρατιωτικό Μουσείο της Βιέννης. Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3ahgm_saal_1_musketiere_und_pikeniere.jpg Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστούµε ότι οι µισθοφορικές αυτές µονάδες ήταν αληθινές επιχειρήσεις του πολέµου. Kάθε µία από αυτές συνδεόταν µε έναν «οπλαρχηγό» ο οποίος διέθετε ένα επιτελείο αξιωµατικών, τον σκληρό πυρήνα του σώµατος. Όταν υπήρχε έργο προς διεκπεραίωση και προσφερόταν ένα δελεαστικό συµβόλαιο, γύρω από αυτόν τον πυρήνα στρατολογούνταν πολεµιστές διαφόρων προδιαγραφών και τύπων. Υπήρχε συνήθως ένας σταθερός κύκλος
ανθρώπων από τους οποίους γινόταν η επιστράτευση. Επρόκειτο είτε για µισθοφόρους κατ επάγγελµα, οι οποίοι περίµεναν την ευκαιρία και την πρόσκληση για να «εργαστούν», είτε για απλούς αγρότες οι οποίοι ήταν διατεθειµένοι να αφήσουν για λίγο καιρό τις ειρηνικές τους ασχολίες για να αφιερωθούν στις περισσότερα υποσχόµενες πολεµικές αντίστοιχες. Σε κάθε περίπτωση οι επίστρατοι αυτοί ήταν γνώστες του πολέµου. Το αντίθετο θα τους µετέτρεπε σε εύκολη λεία στο σύνθετο και επικίνδυνο πεδίο µάχης και θα ακύρωνε το ίδιο τους το επάγγελµα. Ο µισθοφόρος συνυπολογίζει στο κόστος της εµπλοκής του την πιθανότητα να σκοτωθεί. Όσο η τελευταία αυξάνει τόσο πιο ασύµφορο γίνεται το επάγγελµα. Σε αυτή την περίπτωση, εκείνο που τον κρατά στη µονάδα του και στον πόλεµο είναι είτε η καταβολή υψηλότερου µισθού είτε η προσδοκία πρόσθετων κερδών, όσων µπορούσαν να προέλθουν από την άλωση και τη λεηλασία µιας πόλης ή από τη σταθερή αλλά λιγότερο προσοδοφόρα λεηλασία των αγροτικών πληθυσµών. Οι «εργοδότες», οι ηγεµόνες ή τα συµβούλια των πόλεων που προσλάµβαναν αυτές τις εταιρείες του θανάτου, επιθυµούσαν να µειώσουν στο ελάχιστο τη δική τους συµµετοχή στη χρηµατοδότηση των επικίνδυνων αυτών σωµάτων. Για τον λόγο αυτόν ευνοούσαν ή τουλάχιστον δεν ενοχλούνταν από τη µετάθεση των δικών τους υποχρεώσεων στον άµαχο πληθυσµό τον εχθρικό κατά προτίµηση, ακόµα και τον δικό τους στην ανάγκη. Βραχυπρόθεσµα αυτή η λύση επέλυε τα προβλήµατά τους και µετέθετε τα διαφαινόµενα αδιέξοδα. Μεσοπρόθεσµα, όµως, υπονόµευε την ίδια οικονοµική βάση από την οποία και οι ίδιοι αντλούσαν τους απαραίτητους για τη συντήρηση του κράτους και της εξουσίας τους πόρους. Προοδευτικά, ετούτος ο φαύλος κύκλος καθιστούσε την πολεµική αναµέτρηση ένα είδος καταστροφικής θεοµηνίας η οποία συρρίκνωνε την πολιτική διάσταση του πολέµου την επιδίωξη συγκεκριµένων στόχων δηλαδή στο απόλυτο τίποτα. Οι ζώνες του πολέµου γίνονταν ένα πεδίο ατελείωτων συγκρούσεων όπου η αρπαγή του όποιου πλεονάσµατος µε στόχο τη διατήρηση της στρατιωτικής δύναµης ακύρωνε κάθε άλλη επιδίωξη. Ίσως θα µπορούσαµε να αναγνωρίσουµε στον Τριακονταετή Πόλεµο µια πρώτη µορφή σε άλλη διάσταση βέβαια των σηµερινών «αυτοτροφοδοτούµενων» πολέµων.
Εικόνα 60: Στρατιώτες και «άµαχοι» στη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέµου. Ενδεικτική απεικόνηση λεηλασίας αρχοντικού από στρατιώτες. Πηγή: Jacques callot - trivialitas.tr.ohost.de/sos-so/mili-e.htm Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα όποιος από τους αντιπάλους κατόρθωνε έστω και πρόσκαιρα να συγκροτήσει αξιόπιστο κρατικό µηχανισµό αποκτούσε άµεσα το στρατιωτικό πλεονέκτηµα. Μια ιδέα για το πώς µπορούσε να γίνει αυτό ήταν εκείνη του Βάλλενστάϊν. Ο στρατηγός αυτός ήταν ένας από τους πιο πετυχηµένους άρχοντες του πολέµου της εποχής του και η φήµη του τον βοηθούσε τόσο στη στρατολογία 1 πολεµιστών όσο και στις διαπραγµατεύσεις µε µικρούς τοπικούς ηγεµόνες ή µε τα συµβούλια των πόλεων. Αυτό του επέτρεπε να επιλύει τα ζητήµατα πληρωµής και εφοδιασµού των στρατιωτών του µε κάποια ανεξαρτησία, χωρίς δηλαδή να εξαρτάται απόλυτα από τις οικονοµικές δυνατότητες και τη διάθεση του εργοδότη του. Η διαδικασία ήταν σχετικά απλή. Ο Βάλλενστάϊν ερχόταν σε συµφωνία µε τους ηγεµόνες ή τις πόλεις στο έδαφος των οποίων επρόκειτο να 1 Δεδοµένου ότι η σχέση των απωλειών για τον νικητή και τον ηττηµένο στις αναµετρήσεις εκείνου του καιρού ήταν ένα προς οκτώ (καθότι οι στρατιώτες του ηττηµένου στρατού γίνονταν εύκολο θύµα µετά την αποσύνθεση των µονάδων και των σχηµατισµών του), οι µισθοφόροι λογικά προτιµούσαν τη στράτευσή τους στην υπηρεσία ενός στρατηγού που είχε τη φήµη νικητή, παρά το αντίθετο.
εκστρατεύσει. Υποσχόταν τον έλεγχο των στρατιωτών του και την αποχή από λεηλασίες και ακρότητες, µε αντάλλαγµα την πληρωµή του σε χρήµα και σε είδος. Σε µισθούς των στρατιωτών του, δηλαδή, και σε εφόδια για τον στρατό. Με τον τρόπο αυτόν µπορούσε να κινείται πιο άνετα απ ό,τι οι λιγότερο πειστικοί εχθροί ή φίλοι του ενώ ταυτόχρονα κατάφερνε να δηµιουργήσει και µια σηµαντική προσωπική περιουσία. Στην περίπτωση του µεγάλου αυτού στρατηγού µισθοφόρων θα µπορούσαµε ίσως να διακρίνουµε µια ιστορική αναστροφή: τη δυνατότητα η στρατιωτική και οικονοµική δύναµη που είχε αποκτήσει ένα στρατιωτικό σώµα να µετατραπεί σε πολιτική αντίστοιχη. Δηλαδή τη µετατροπή αυτού του δικτύου κρατικών λειτουργιών που δηµιουργούσε γύρω από τα στρατεύµατά του ο Βάλλενστάϊν σε πολιτική εξουσία µε τη συνακόλουθη ανατροπή και περιθωριοποίηση των «εργοδοτών» ηγεµόνων. Αυτή η προοπτική όµως δεν λειτούργησε όπως δεν είχε λειτουργήσει µε τους Γότθους µισθοφόρους στη Ρώµη ή στο Βυζάντιο. Ο επισκέπτης της Πράγας µπορεί εύκολα να παρατηρήσει ότι το λαµπρό ανάκτορο του ισχυρότερου των στρατηγών του Τριακονταετούς βρίσκεται στα πόδια του λόφου όπου έχουν κτιστεί τα κτίρια της εξουσίας. Αυτή η χωροταξική διαπίστωση αποτυπώνει την απόσταση που χώριζε την ισχύ από την εξουσία. 7.4 Γουσταύος Αδόλφος Η άλλη λύση στο χαώδες αδιέξοδο του Τριακονταετούς ήταν η απόπειρα οργάνωσης ενός καινοτόµου κράτους και του αντίστοιχου στρατού. Η Σουηδία, µε ηγεµόνα της τον πολύ νεαρό βασιλιά Γουσταύο Αδόλφο, παρουσιάστηκε ικανή να εκπληρώσει τα προαπαιτούµενα. Όπως ήταν φυσικό, ετούτη η προδιάθεση αποτυπώθηκε άµεσα στα πεδία των µαχών του πολέµου.
Εικόνα 61: Ο Γουσταύος Αδόλφος στη µάχη του Lutzen (1632). Ο νεαρός ακόµα βασιλιάς της Σουηδίας σκοτώθηκε στη µάχη αυτή αφήνοντας πίσω του σηµαντικά κληροδοτήµατα στον χώρο της στρατιωτικής και κρατικής συγκρότησης µιας σύγχρονης χώρας. Πηγή: Πίνακας του Jan Asselljin στο Landesmuseum für Kunst und Kulturgeschichte, https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3aasselijn Gustavus_Adolphus_in_der_Schlacht_von_L%C3%BCtzen.jpg Η Σουηδία πήρε από τη Δανία τη σκυτάλη στην υπόθεση των προτεσταντών. Η χώρα δεν είχε τις υλικές δυνατότητες και τους ανθρώπινους πόρους που διέθετε το αντίπαλο στρατόπεδο. Για να αντεπεξέλθει στο έργο που ανέλαβε, επένδυσε, αναγκαστικά, σε σηµαντικές αλλαγές του τρόπου πολέµου όπως επίσης και στον τρόπο οργάνωσης της κρατικής µηχανής που θα στήριζε τις στρατιωτικές της δυνάµεις. Ο στρατός της προήλθε από µαζική σχεδόν επιστράτευση των µεσοστρωµάτων των σουηδικών πόλεων και των µεσαίων ιδιοκτητών γης. Το οικονοµικό πλεόνασµα που δηµιουργούσε η εµπορική κίνηση της Βαλτικής αλλά και η βελτίωση των όρων της αγροτικής παραγωγής εξασφάλισαν τον απαραίτητο στη στράτευση και τη θητεία «ελεύθερο χρόνο» ενός ποσοστού της σουηδικής κοινωνίας. Η µακρόχρονη υπηρεσία µε θητεία εξασφάλισε πειθαρχία και συντονισµό στο πεδίο της µάχης. Οι στρατεύσιµοι πληρώνονταν ως να ήταν αυτό το µόνιµο
επάγγελµά τους. Όταν έλειπαν τα χρήµατα, τα κενά συµπληρώνονταν από το σύστηµα απονοµής δικαιοσύνης που καταδίκαζε σε στρατιωτική υπηρεσία παραβάτες και εγκληµατίες. Το 10% του άρρενος πληθυσµού (15-60 ετών) επιλεγόταν µε κλήρο (κληρωτοί) ή επιλογή. Η επιβολή ενός συγκεντρωτικού συστήµατος στρατιωτικής διαχείρισης των ισχνών ανθρώπινων πόρων του βορρά προϋπέθετε προφανώς την οργάνωση του κράτους. Η οργάνωση της πολιτείας αντικατοπτρίστηκε στην αναδιοργάνωση του στρατού. Ο τελευταίος οργανώθηκε σε νέες βάσεις που άρχισαν να θυµίζουν σε πολλά σηµεία τούς σύγχρονους τρόπους διάρθρωσης των στρατιωτικών δυνάµεων: Η βάση του στρατεύµατος ήταν οι λόχοι της ίδιας σχεδόν δυναµικής µε τους σηµερινούς. Επρόκειτο για τη µεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση πολεµιστών που θα µπορούσε άµεσα να διαχειριστεί και να διοικήσει µε τη φυσική παρουσία του ένας µικρός πυρήνας βαθµοφόρων. Έξι ή περισσότεροι λόχοι συγκροτούσαν ένα σύνταγµα όπου ο αθροιστικός όγκος µπορούσε να αντεπεξέλθει στο πρόβληµα της συγκέντρωσης δυνάµεων στο πεδίο µιας µάχης. Όταν χρειάζονταν περισσότερα, µερικά συντάγµατα συνενώνονταν έτσι ώστε να συγκροτήσουν ταξιαρχία. Με βάση αυτή τη ιεραρχηµένη συγκρότηση ο στρατός µπορούσε να χωριστεί σε τµήµατα από τα οποία το καθένα, έχοντας τη δική του ιεραρχία διοίκησης, µπορούσε να αναλάβει ανεξάρτητες αποστολές ή να ελιχθεί αυτοτελώς. Το πυροβολικό πολλαπλασίασε τους ως τότε ρόλους του και ανέλαβε καθήκοντα άµεσης υποστήριξης στο πεδίο της µάχης. Έγινε πιο ευέλικτο ελάφρυνε για να µπορεί να ακολουθεί την κίνηση πεζών και ιππέων. Στη σουηδική τακτική η αγαπηµένη θέση του ήταν µπροστά από την παράταξη των συνταγµάτων. Αναλάµβανε τον ρόλο των πελταστών της αρχαιότητας ή των «βοηθητικών» των ρωµαϊκών λεγεώνων: να καταπονεί, δηλαδή, τον αντίπαλο στρατό ώστε να δηµιουργεί σύγχυση στις γραµµές του και ως εκ τούτου να µειώνει τη δυνατότητα οργανωµένης αντίδρασης σε άµυνα ή επίθεση. Το ιππικό ανέλαβε δευτερεύοντα ρόλο. Κάλυπτε συνήθως τα πλευρά του σουηδικού στρατού και λειτουργούσε ως ευέλικτη εφεδρεία εκεί όπου υπήρχε ο κίνδυνος να δηµιουργηθούν δυσάρεστες καταστάσεις.
Η επάρκεια της κρατικής µηχανής επέτρεψε τη δηµιουργία µιας σηµαντικής τεχνικής υποδοµής αφιερωµένης στην υλική υποστήριξη του στρατεύµατος. Αυτή µε τη σειρά της επέτρεψε τεχνικές βελτιώσεις, όχι µόνο στους κιλλίβαντες των πυροβόλων αλλά και σε πιο ουσιαστικούς τοµείς. Τα πυροµαχικά του πεζικού, λόγου χάρη, οµογενοποιήθηκαν στον µέγιστο δυνατό βαθµό. Γενικεύθηκε η τυποποίηση του προωθητικού γεµίσµατος των τυφεκίων και η προετοιµασία του µέσα σε περιτύλιγµα από χαρτί έτσι ώστε να αυξηθεί κατακόρυφα η δραστικότητα των πυρών. Στο πυροβολικό δόθηκε ακόµα µεγαλύτερη προσοχή στην τυποποίηση των πυροµαχικών µε τρόπο ώστε η ταχυβολία του να το κάνει δραστικό όπλο στο πεδίο της µάχης. Όλες αυτές οι βελτιώσεις, η ιεραρχηµένη οργάνωση και η πειθαρχηµένη κίνηση είτε στις πορείες είτε στο πεδίο της µάχης, έδωσαν στον σουηδικό στρατό σηµαντικά πλεονεκτήµατα και εξασφάλισαν την υπεροχή του στα πεδία των µαχών. Δεν αφορούσαν µόνο τη Σουηδία, τον Γουσταύο Αδόλφο και τον Τριακονταετή πόλεµο όλα αυτά. Ο σουηδικός στρατός σήµανε κάτι περισσότερο: ήταν η αρχή του τέλους για τους στρατούς των µισθοφόρων. Ο Γουσταύος απέδειξε ότι ένα οργανωµένο κράτος µπορεί, µε τους µηχανισµούς του και την ορθολογική διαχείριση των πόρων του, να δηµιουργήσει αποτελεσµατικό στρατιωτικό εργαλείο. Με τον τρόπο αυτόν άνοιξε τον δρόµο για τους επαγγελµατικούς στρατούς του Παλαιού Καθεστώτος. 7.5 Η νέα διάσταση του πολέµου
Εικόνα 62: Η άλωση µιας πόλης. Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3aa_history_of_mediaeval_and_modern_europe_for_seco ndary_schools_(1914)_(14597974157).jpg Ο µακρόχρονος πόλεµος σφράγισε την ευρωπαϊκή ιστορία στην αυγή του σύγχρονου κόσµου. Θεωρήθηκε «θρησκευτικός» καθώς έφερε αντιµέτωπους καθολικούς και προτεστάντες, στην ουσία όµως προσδιόρισε τα όρια της ισχύος των ευρωπαϊκών δυνάµεων και καθόρισε την τύχη της Γερµανίας. Ταυτόχρονα άλλαξε τη σχέση του πολέµου µε την πολιτική µε την εξουσία και το κράτος. Στο στρατιωτικό και το κοινωνικό πεδίο η πολεµική αυτή σύγκρουση ορίστηκε ως «ολοκληρωτικός πόλεµος» καθώς οι «άµαχοι» οι κοινωνίες ολόκληρες των εµπόλεµων ζωνών βρέθηκαν ποικιλότροπα στο επίκεντρο της διαµάχης: (α) Ο πόλεµος απέκτησε καίρια «οικονοµικά» χαρακτηριστικά καθώς η πληρωµή των µισθοφορικών σωµάτων από τους αντίπαλους ηγεµόνες και η τροφοδοσία τους σε
µόνιµη σχεδόν βάση απαίτησε την επένδυση στο στρατιωτικό πεδίο του συνόλου των παραγωγικών πλεονασµάτων, ενίοτε µε πλήρη αδιαφορία για τις ανάγκες επιβίωσης της ίδιας της κοινωνίας (οι ελλείψεις, η πείνα και ο λιµός υπήρξαν µέρος της αναµέτρησης). (β) Με τη γενίκευση της χρήσης της πυρίτιδας, οι πολεµικές επιχειρήσεις απαιτούσαν πλέον, εκτός των στρατιωτών, και άφθονο εργατικό δυναµικό για την πραγµατοποίησή τους. Οι νέου τύπου οχυρώσεις (στην ουσία, µεγάλα χωµατουργικά έργα) προϋπέθεταν άφθονο και φθηνό εργατικό δυναµικό, ενώ οι πολιορκίες των πόλεων πήραν τη µορφή αναµέτρησης µηχανικών και εργατικού δυναµικού περισσότερο απ ό,τι στρατιωτών. (γ) Για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του πολέµου, οι ηγεµόνες ξεκίνησαν την προοδευτική αντικατάσταση των πολυέξοδων και ενίοτε αναξιόπιστων µισθοφορικών σωµάτων µε επαγγελµατικά στρατιωτικά σώµατα τα οποία επέβαλλαν, για τη συγκρότησή τους, την επανεµφάνιση κάποιας µορφής στρατολογίας από το κράτος: την επιλογή, δηλαδή, από το κοινωνικό σώµα ενός ποσοστού του ανδρικού πληθυσµού για µακρόχρονη θητεία στα στρατιωτικά σώµατα. Η πρακτική αυτή εφαρµόστηκε πρώτα από ηγεµόνες των οποίων η εξουσία δεν είχε πρόσβαση σε πλούσια αστικά κέντρα ή σε πλούσιες γεωγραφικές ζώνες. Ο Σουηδός βασιλιάς Γουσταύος Αδόλφος, γνωστός για τις στρατιωτικές µεταρρυθµίσεις του, ήταν από τους πρώτους που δηµιούργησαν επαγγελµατικό στρατό στη θέση των µισθοφορικών σωµάτων. Με τον τρόπο αυτόν η στρατιωτική θητεία έγινε προοδευτικά µέρος της λειτουργίας των κοινωνιών και των κρατών. Από την άποψη αυτή, ο Τριακονταετής πόλεµος αποτέλεσε ένα µεγάλο βήµα στην πορεία µορφοποίησης του σύγχρονου κράτους. Το κράτος έδεσε την εξουσία του και όσους βρίσκονταν κάτω από αυτήν µε τον στρατό και τον πόλεµο: ο στρατός, για να επιβάλει τους πολιτικούς στόχους του κράτους το κράτος, για να µπορεί να δηµιουργεί στρατό.
7.6 Οι απόλυτοι και φωτισµένοι µονάρχες Ο Τριακονταετής Πόλεµος σταθεροποίησε το ευρωπαϊκό σύστηµα δυνάµεων για δύο περίπου αιώνες, ως τα µέσα του 19ου αιώνα. Δηµιούργησε επίσης τις προϋποθέσεις για ανάδειξη της βρετανικής ισχύος που στηριζόταν στην ολοένα ευρύτερη ναυτική παρουσία. Η περίοδος του Κρόµγουελ προανήγγειλε τις πολιτικές περιπλοκές που θα µπορούσαν να δηµιουργήσουν οι µόνιµοι, επαγγελµατικοί στρατοί. Ο όρος στρατιωτική δικτατορία βρήκε στην Αγγλία την πρώτη του εφαρµογή. Η στρατηγική της προβολής ναυτικής ισχύος σε ολοένα πιο απόµακρα από τη µητρόπολη µήκη και πλάτη της Γης µε πρώτη στόχευση τα νερά της ιστορικής Μεσογείου άρχισε να οικοδοµεί τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Εικόνα 63: Ο Κρόµβελ στην µάχη του Naseby (1645). Ο Λόρδος-Προστάτης χρησιµοποίησε τον στρατό ως εργαλείο πολιτικής νοµιµοποίησης και κυριαρχίας. Πίνακας του Charles Landseer (19ος αιώνας). Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3acharles_landseer_cromwell_battle_of_naseby.jpg Στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα οι επαγγελµατικοί στρατοί περιόρισαν σταδιακά τα µισθοφορικά σώµατα µέχρι του σηµείου να τα καταστήσουν περιθωριακά, αν όχι
να τα εξαλείψουν. Όσες δυνάµεις δεν µπόρεσαν να ακολουθήσουν αυτή τη συνταγή είδαν τη στρατιωτική και συνακόλουθα την πολιτική τους ισχύ να παρακµάζουν. Στα ανατολικά όρια της Ευρώπης, η Οθωµανική Αυτοκρατορία δεν κατάφερε να συγκροτήσει έναν κρατικό µηχανισµό ικανό να αναδείξει την κεντρική εξουσία ως απόλυτο κυρίαρχο της εσωτερικής πολιτικής. Η συνακόλουθη σε αυτή την αδυναµία αποτυχία συγκέντρωσης µεγάλου ποσοστού του παραγωγικού πλεονάσµατος στη διάθεση των ηγεµόνων της Κωνσταντινούπολης επρόκειτο προοδευτικά να µετατρέψει την ισχυρή δύναµη σε «µεγάλο ασθενή». Οι τελευταίες πάντως εκλάµψεις της αρχικής της δυναµικής οφείλονταν σε αυτούς τους επαγγελµατίες στρατιώτες, τους στρατολογηµένους µέσα από το «ντεβσιρµέ»2, τους γενίτσαρους. Σε αυτούς οφειλόταν η άλωση του Χάνδακα µετά από 25 χρόνια πολιορκίας απόδειξη των δραµατικών εξελίξεων στον χώρο της οχυρωµατικής. Σε αυτούς επίσης οφειλόταν και η δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683). 2 Στη δική µας παράδοση ο όρος είναι γνωστός ως «παιδοµάζωµα». Αφορούσε την κατόπιν επιλογής στρατολόγηση στον οθωµανικό στρατό των γόνων της σλαβικής κυρίως σερβικής αριστοκρατίας. Το µέτρο αποσκοπούσε στην εξασφάλιση πολεµιστών από περιοχές όπου ο πόλεµος ήταν σχεδόν σταθερή απασχόληση και στην «οµηρία» επικίνδυνων για την οθωµανική εξουσία κοινωνικών οµάδων. Η αδυναµία διεκδίκησης της κεντρικής πολιτικής εξουσίας από άτοµα που δεν είχαν γεννηθεί µουσουλµάνοι ήταν ένα πρόσθετο πλεονέκτηµα αυτού του τρόπο υ στρατολόγησης.
Εικόνα 64: Ο οθωµανικός στρατός σε µάχη στην Ουγγαρία (1596). Εκείνη την εποχή µόλις άρχιζε να ξεθωριάζει το άστρο της οθωµανικής στρατιωτικής µηχανής. Για δύο σχεδόν αιώνες ο κυριώτερος εχθρός της τελευταίας ήταν οι αποστάσεις. Το σώµα το Γενιτσάρων προανήγγειλε την ανάδειξη των επαγγελµατικών-καθεστωτικών στρατών της Ευρώπης. Πηγή: Οθωµανικό χειρόγραφο. Μουσείο Τοπ Καπί (Κωνσταντινούπολη). Λίγα χρόνια αργότερα, στο βορειοανατολικό άκρο της Ευρώπης, τέθηκαν τα πολιτικά και στρατιωτικά θεµέλια για την ανάδειξη µιας νέας µεγάλης δύναµης. Η Ρωσία του Μεγάλου Πέτρου επένδυσε ταυτόχρονα στην ενίσχυση της κεντρικής µοναρχικής εξουσίας, στην ενίσχυση του κρατικού µηχανισµού και στην εισαγωγή τεχνικών και οργανωτικών καινοτοµιών στο στρατιωτικό πεδίο. Δεν επρόκειτο για παράλληλους δρόµους, αλλά για συνδυασµένη προσπάθεια. Η δηµιουργία βιοµηχανικής µορφής υποδοµών για τον εξοπλισµό και τη συντήρηση του στρατεύµατος µε άξονες το πυροβολικό και τις ναυπηγήσεις αποτέλεσε εφαλτήριο για τη γενική εξέλιξη των παραγωγικών σχέσεων αλλά και του κρατικού µηχανισµού, καθώς και την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας. Επρόκειτο για µια συνταγή που θα εφαρµοζόταν σε πολλά κράτη στους επόµενους αιώνες. Η γειτονική και άµεσα απειλούµενη Οθωµανική Αυτοκρατορία επιχείρησε να υιοθετήσει εξάλλου το ίδιο µοντέλο µε έναν αιώνα καθυστέρηση. Η τελευταία είχε τη σηµασία της για τη διαµόρφωση του χάρτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Από την πλευρά τους οι Ρώσοι και ο ηγεµόνας τους επιβεβαίωσαν τις προόδους τους από τα 1709, στη µάχη της Πολτάβα, όπου έδυσε το άστρο της σουηδικής στρατιωτικής υπεροχής. 7.7 Οι καθεστωτικοί στρατοί στον καιρό του Λουδοβίκου 14ου (1643-1715) Καθώς ξεκινούσε ο ευρωπαϊκός 18 ος αιώνας, ισχυροί µονάρχες ανέλαβαν τη διαχείριση κάθε µορφής εξουσίας. Βρισκόµασταν στους καιρούς της απολυταρχίας όπου η ταπεινωµένη αριστοκρατία είχε πάψει πλέον να επικαλείται φεουδαλικά δικαιώµατα για να διασφαλίζει θύλακες αυτονοµίας µέσα στον ενιαίο χώρο του κάθε κράτους χώρος που µπορούσε ίσως πλέον να ονοµαστεί «εθνικός». Η µετατροπή των άλλοτε αρχόντων σε «αυλικούς» υπό το βλέµµα και τη διάθεση κάθε µονάρχη αποτύπωνε τις αλλαγές.
Οι µονάρχες οι βασιλείς έλεγχαν πλέον απόλυτα το κράτος και, µαζί µε αυτό, τον στρατό. Επρόκειτο για µια σχεδόν προσωπική σχέση. Οι στρατιώτες υπηρετούσαν τον βασιλιά και ο τελευταίος δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει αυτή τη εξάρτηση. Τα λαµπρά ανακτορικά συγκροτήµατα (µε πρώτο ανάµεσά τους, φυσικά, τις Βερσαλλίες) και οι λαµπροί στρατοί ήταν ταυτόχρονα οι πυλώνες και τα σύµβολα της απολυταρχίας. Σε αντιδιαστολή µε τις ανατροπές που έφερε η Γαλλική Επανάσταση, ετούτη η κατάσταση των πραγµάτων ονοµάστηκε Παλαιό Καθεστώς (Vieux Regime).
Εικόνα 65: Ο στρατός του Λουδοβίκου 14 ου στο Ρήνο (1672). Πϊνακας του Joseph Parrocel. Μουσείο του Λούβρου. Οι επαγγελµατικοί στρατοί των βασιλείων του «παλαιού καθεστώτος» είχαν κοινά χαρακτηριστικά: οι στρατιώτες που υπηρετούσαν σε αυτούς ήταν ταυτόχρονα µακρόχρονης θητείας, εξαιρετικά εκπαιδευµένοι και, ως εκ τούτου, εξαιρετικά ακριβοί. Ο µισός πονοκέφαλος των πρωθυπουργών και των υπουργών οικονοµικών των µοναρχιών της εποχής συνίστατο στην εξεύρεση των αναγκαίων πόρων για να συντηρούνται οι πολυδάπανες αυλές και οι εξίσου πολυδάπανοι στρατοί. Ο άλλος µισός πονοκέφαλος προερχόταν από την ολοένα µεγαλύτερη ανάγκη ναυπήγησης και συντήρησης ισχυρών στόλων, καθώς η αναµέτρηση των ευρωπαϊκών δυνάµεων απλωνόταν πλέον σε πολλούς ωκεανούς. Στο τακτικό πεδίο το κόστος των στρατών αυτού του είδους σε συνδυασµό µε την αποτελεσµατικότητα της άµυνας (δηλαδή των σύγχρονων τότε οχυρώσεων) είχε «απρόσµενα» αποτελέσµατα. Σε σύγκριση µε την αγριότητα και το καταστροφικό κρεσέντο του Τριακονταετούς Πολέµου, οι πόλεµοι του Παλαιού Καθεστώτος φρόντιζαν να µη διαταράξουν κατά το δυνατόν την κοινωνική τάξη του κόσµου και κατά συνέπεια τη σταθερότητα του κράτους και της µοναρχίας. Η µέριµνα αυτή απέκλειε τις ολοκληρωτικές καταστροφές των καθεστωτικών εργαλείων, δηλαδή κυρίως των στρατών. Τα εργαλεία αυτά ήταν πολύ ακριβά για να τα καταστρέψει κανείς µέσα σε λίγες ώρες σε ένα απρόβλεπτο πεδίο µάχης. Ως εκ τούτου οι συγκρούσεις όφειλαν να είναι «ελεγχόµενες» και ρυθµισµένες. Η έκβασή τους δεν περνούσε από το απόλυτο από την καταστροφή του αντίπαλου στρατού. Ετούτες οι ρυθµίσεις δεν αποτελούσαν µόνο κανόνες πολέµου ήταν οι κανόνες σταθερότητας του πολιτικού καθεστώτος. ΠΙΝΑΚΑΣ 3 Περιορισµός των απωλειών στους πολέµους του Παλαιού καθεστώτος Ποσοστό των απωλειών µάχης επί της αρχικής δύναµης Πόλεµος/περίοδος Νικητές Ηττηµένοι Τριακονταετής Πόλεµος (1618-1648) 12,5% 37,4% Προ ξιφολόγχης (1649-1701) 12,6% 27,6% Με ξιφολόγχη (1701-1763) 12,5% 21,9%
Πηγή: Archer Jones, The Art of War in the Western World, New York, University of Illinois Press, 1987, σελ. 308-309. Μπορούµε να θεωρήσουµε τον στρατό του Λουδοβίκου 14ου (1638-1715) βασιλιά της Γαλλίας από το 1643 ως το 1715 (υπό την πολιτική κηδεµονία του καρδιναλίου Μαζαρέν ως την ενηλικίωσή του) ως τον πιο αντιπροσωπευτικό στρατό του Παλαιού Καθεστώτος. Το ισχυρό γαλλικό κράτος και η πλήρης συγκέντρωση της εξουσίας στο περιβάλλον του µονάρχη επέτρεψαν σηµαντικές αλλαγές. Τη «βιοµηχανοποίηση» πρώτα απ όλα του στρατού σε µεγάλη κλίµακα, εξέλιξη στην οποία συνέβαλαν οι τεχνικές βελτιώσεις: η ξιφολόγχη στην κάνη των τυφεκίων αντικατέστησε την πίκα, ως όπλο απόκρουσης του ιππικού και σε µάχη σώµα µε σώµα. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα τη συγχώνευση πικετοφόρων και τυφεκιοφόρων. Οι ενιαία οπλισµένοι σχηµατισµοί πεζικού απέκτησαν πλέον οµοιόµορφα όπλα, τα οποία µάλιστα χάρη στη βελτίωση των µηχανισµών της σκανδάλης έγιναν πιο αποτελεσµατικά και αξιόπιστα. Η γενίκευση και η τελειοποίηση του µηχανισµού µε τσακµακόπετρα στην εκπυρσοκρότηση των τυφεκίων σε αντικατάσταση της ασταθούς και επικίνδυνης αντίστοιχης µε φιτίλι επέτρεψε στο πεζικό να πυκνώσει τις τάξεις του και να πολλαπλασιάσει τη δραστικότητα των πυρών του. Σε αυτό το νέο είδος στρατού είχε κρίσιµη σηµασία η διατήρηση των σχηµατισµών που θα επέτρεπαν την οργάνωση δραστικού πυρός. Αυτό σήµαινε εξαιρετικά σοβαρή επένδυση στην εκπαίδευση των στρατιωτών. Πολλές φορές η εκπαίδευση κρατούσε ως και πέντε χρόνια. Η στρατιωτική άσκηση, οι «ασκήσεις πυκνής τάξης» και η ακρίβεια που επιτυγχανόταν σε αυτές προϋπέθεταν εξαιρετικό κόστος και µακρόχρονη θητεία. Η τελευταία ήταν πάντοτε µεγαλύτερη των δέκα ετών και ενίοτε έφθανε τα 25 χρόνια. Με τις εντυπωσιακές τους ασκήσεις, την οµοιοµορφία των στολών και τη χορευτική σχεδόν επίδοσή των στρατιωτικών σωµάτων στις επιδείξεις, οι στρατοί αυτού του τύπου έγιναν βιτρίνες της απολυταρχικής εξουσίας των βασιλέων αυτής της περιόδου. Το ρυθµισµένο και χορευτικά οργανωµένο βήµα, η σηµασία των ήχων στη µετάδοση των διαταγών και στον συντονισµό των σωµάτων (τυµπανιστές,
σάλπιγγες), έδιναν µεγαλοπρεπή τόνο στη στρατιωτική παρουσία. Ήταν στρατοί καθεστωτικοί πολύ περισσότερο από εθνικοί. Οι επαγγελµατίες στρατιώτες αυτού του τύπου ήταν εξαιρετικά ακριβοί, άρα στον πόλεµο επιδιωκόταν η αναζήτηση αποτελέσµατος µε µικρές απώλειες. Ο στρατός έδινε κύρος στο κράτος και το κράτος έδινε κύρος στον στρατό. Επιπλέον, τα κράτη που διατηρούσαν τέτοιους στρατούς όφειλαν να προστατεύσουν µεγάλες επικράτειες και εκτεταµένα σύνορα. Η απόσταση που χώριζε τις στρατιές του ίδιου και του αυτού στρατού υποχρέωνε σε πολλαπλασιασµό των υποδοµών και σε γεωγραφική επέκταση των κρατικών µηχανισµών. Σε κάθε σηµείο η στρατιωτική παρουσία συνόδευε την ανάπτυξη της βαριάς κρατικής µηχανής που βρισκόταν στην υπηρεσία του µονάρχη και του στρατού. Οι παράγοντες αυτοί οδήγησαν σε υπέρµετρη για τις οικονοµικές δυνατότητες της εποχής αύξηση του στρατού. Η Γαλλία µετά το 1678 διατηρούσε 200.000 στρατιώτες σε µόνιµη βάση. Τα τακτικά έσοδα δυσκολεύονταν να ανταποκριθούν σε αυτό το κόστος σε καιρό ειρήνης ακόµα και οι οικονοµικές µεταρρυθµίσεις όπως εκείνες του Κολµπέρ δεν έφεραν ποτέ τις ζητούµενες ισορροπίες. Σε εποχή πολέµου οι έκτακτες φορολογίες και ο δανεισµός απορροφούσαν ό,τι κεφάλαιο είχε συσσωρευθεί στη χώρα. Η διάβαση του ορίου προς τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής χρειάστηκε να αναβληθεί σχεδόν εκατό χρόνια εξαιτίας αυτών των δεδοµένων. Η αµφισβήτηση των καθεστωτικών στρατών ήρθε σχετικά γρήγορα. Στον πόλεµο της αµερικανικής ανεξαρτησίας οι τακτικές των επαναστατών περιφρόνησαν τους κανόνες εµπλοκής των µοναρχών της Ευρώπης. Τακτικές άτακτου πολέµου, στρατηγικές καταπόνησης του αντιπάλου, πολλαπλασίαζαν το κόστος συντήρησης ενός επαγγελµατικού στρατού 3 που πολεµούσε µάλιστα πολύ µακριά από τις βάσεις του. Σε συνδυασµό µε τη γαλλική πίεση στη θάλασσα, οι Βρετανοί δεν µπορούσαν παρά να ηττηθούν σε αυτό το νέο για την εποχή είδος πολέµου. 3 Οι Βρετανοί χρησιµοποιούσαν νοικιασµένα από τους ηγεµόνες του Αννόβερου και άλλων γερµανικών κρατών στρατιωτικά σώµατα.
Οδηγός για µελέτη -. Jones Archer (1987), The Art of War in the Western World, New York, University of Illinois Press -. McNeill, William, (1995). Keeping Together in Time. Dance and Drill in Human History. New York, Harvard U.P. -. McNeill, William (1982). The Pursuit of Power. Technology, Armed Force and Society since A.D. 1000. Chicago, Chicago U.P. -. Mention, Leon, L armee de l ancien regime, de Louis XIV a la Revolution, (reprint, Michigan Univ.). -. Wedgwood, C.V., & Grafton, Ant., (2005). The Thirty Years War. NYRB Classics. -. Childs, John (2006). Warfare in the Seventeenth Century. London, New York, Harper. -. Martines, Lauro (2013). Furies: War in Europe, 1450 1700. New York, Bloomsbury Press.