Κεφάλαιο Όγδοο. Οι αλληλεπιδράσεις φυτών - ζώων και η διαχείριση των λιβαδιών. 8.1. Γενικά



Σχετικά έγγραφα
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΚΑ ΦΥΤΑ

Γεώργιος Ε. Βαλεργάκης. Εργαστήριο Ζωοτεχνίας, Κτηνιατρική Σχολή ΑΠΘ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

Μέχρι πριν λίγα χρόνια καλλιεργούνταν σε αρκετή έκταση βίκος για σποροπαραγωγή, που σήμερα όμως περιορίστηκε πάρα πολύ.

προϊόντων ένα τρίπτυχο: Ποιότητα Ασφάλεια καταναλωτή Περιβαλλοντική μέριμνα.

Η σημασία της βοσκοφόρτωσης στη διαχείριση των βοσκοτόπων: Οδηγίες εφαρμογής

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

Λιβάδια - Θαµνότοποι

Η λίπανση της ελιάς μπορεί να εφαρμοστεί είτε με ανόργανα λιπάσματα, είτε με οργανικά υλικά (ζωική κοπριά, κομπόστα ή χλωρή λίπανση).

Οργάνωση και λειτουργίες του οικοσυστήματος Ο ρόλος της ενέργειας. Κεφάλαιο 2.2

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

Forage 4 Climate 4 ετών

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ. Το σύνολο των μετασχηματισμών βιολογικής ή χημικής φύσης που λαμβάνουν χώρα κατά την ανακύκλωση ορισμένων στοιχείων

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων

Αικ. Καρυώτη 1.2. & Ν. Γ. Δαναλάτος 1

Ολοκληρωμένη διαχείριση ζιζανίων

τηςσυγκαλλιέργειαςβίκου κριθήςως χαρακτηριστικάτης τηςχλωροµάζας.

Εισαγωγή στη Ζωοτεχνία

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία

Η θρέψη και η λίπανση της βιομηχανικής τομάτας

Βιολογική Γεωργία. Χλωρά Λίπανση Φυτά. Θεωρία Βιολογική Γεωργία. Γεώργιος Δημόκας. * Καθηγητής Εφαρμογών - Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου 12 / 10 / 2015

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ. 9η ΙΑΛΕΞΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΓΙΑ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

Χατζηγεωργίου Ι., Φορτάτος Ε., Ζέρβας Γ. Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών, Γ.Π.Α.

Η αύξηση της γαλακτοπαραγωγής Η μείωση του κόστους παραγωγής Η αύξηση της κερδοφορίας. Κατάλληλο ζωϊκό κεφάλαιο

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Ι. ΜΠΑΛΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Α.Π.Θ.

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟΥ Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων Τ.Ε.Ι. Αθήνας

Εισαγωγή στην Επιστήμη του Μηχανικού Περιβάλλοντος Δ Ι Δ Α Σ Κ Ο Υ Σ Α Κ Ρ Ε Σ Τ Ο Υ Α Θ Η Ν Α Δ Ρ. Χ Η Μ Ι Κ Ο Σ Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ο Σ

Ιωάννης Χατζηγεωργίου, Επικ.. Καθηγητής Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως & Διατροφής Γεωπονικό Παν/μιο

Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η Μ Α Σ Ι Κ Ο Σ Η Σ Α & Κ Α Ι Ν Ο Σ Ο Μ Ι Α

Αλληλεπιδράσεις θρεπτικών συστατικών των τροφίμων

Μελέτη της συγκαλλιέργειας βίκου-κριθής. κριθής και µπιζελιού- και ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγόµενης χλωροµάζας

Γενικά στοιχεία Φυτείες Δασικών Ειδών Μικρού Περίτροπου Χρόνου για παραγωγή βιομάζας & θερμικές χρήσεις

Συντάχθηκε απο τον/την E-GEOPONOI.GR Πέμπτη, 07 Αύγουστος :30 - Τελευταία Ενημέρωση Σάββατο, 14 Νοέμβριος :34

I) ΒΗΜΑΤΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΟΥ

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΗΣ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Η παραγωγή τροφής

Protecure και Endosan. Protecure. Endosan

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

Αξιολόγηση Λιβαδικών Φυτών για τη Παραγωγή Βιοενέργειας

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΗΣ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Η παραγωγή τροφής

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΣΤΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ

Διαχειριστικά σχέδια βόσκησης: Η συμπεριφορά βόσκησης αγροτικών ζώων αναπόσπαστο συστατικό τους

ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΤΑΝΙΚΗ - ΖΙΖΑΝΙΟΛΟΓΙΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΕΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Αρωματικά Φυτά στην Κουζίνα

3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ

Πρόκειται για τίτλο που δεν αφήνει να εννοηθεί καθαρά αυτό που στην. πραγματικότητα θα ήθελε να περιγράψει. Και αυτό επειδή

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ

Γ ΚΤΚΛΟ ΠΡΟΟΜΟΙΩΣΙΚΩΝ ΔΙΑΓΩΝΙΜΑΣΩΝ ΤΓΥΡΟΝΟ. Γμδεικηικές Απαμηήζεις Γ Λσκείοσ Ιαμοσάριος Βιολογία ΘΓΜΑ Α ΘΓΜΑ Β

ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ 3.1 ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II

Tα ιδιαίτερα οφέλη το καλοκαίρι. Μεσογειακή διατροφή: Ο γευστικός θησαυρός του καλοκαιριού

Εργασία για το μάθημα της Βιολογίας. Περίληψη πάνω στο κεφάλαιο 3 του σχολικού βιβλίου

ΘΡΈΨΗ - ΛΊΠΑΝΣΗ ΤΗΣ ΠΑΤΑΤΑΣ

«ΘΑΛΗΣ» Λάρισα, TEI/Θ, Π. ΒΥΡΛΑΣ. Π. Βύρλας

ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ - 2

Κεφάλαιο 7 - Ένζυμα, οι μηχανισμοί της ζωής

ΥΠΟΓΕΙΑ ΣΤΑΓΔΗΝ ΑΡΔΕΥΣΗ

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ. Θεματική Ενότητα: Διαχείριση λίπανσης Εφαρμογή τεχνικών ορθολογικής λίπανσης ελαιοκαλλιέργειας

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος

Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η έννοια του οικοσυστήματος Ροή ενέργειας

(dietary fiber, nonnutritive fiber)

ΑΖΩΤΟΥΧΟΣ ΛΙΠΑΝΣΗ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ. Δρ. Γιάννης Ασημακόπουλος Πρώην Καθηγητής Γεωπονικού Παν/μίου Αθηνών

Φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή βιομάζας Θ.Α. ΓΕΜΤΟΣ ΕΥ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

) η οποία απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα και ένα ποσοστό σε αμμωνιακά ιόντα (NH + ). Αυτή η διαδικασία


ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΝΖΥΜΟΥ. Ο μεταβολισμός είναι μία πολύ σημαντική λειτουργία των μονογαστρικών ζώων και επιτυγχάνεται με τη δράση φυσικών

Εγκατάσταση, διαχείριση και συγκομιδή Φυτειών Ειδών Μικρού Περίτροπου Χρόνου

ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ. Αυτότροφοι και ετερότροφοι οργανισμοί. Καρβουντζή Ηλιάνα Βιολόγος

Εδαφοκάλυψησε αγροοικοσυστήµατα

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ - ΖΙΖΑΝΙΩΝ

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΑΓΚΙΝΑΡΑ 1

Λιβαδικά Οικοσυστήματα και Κλιματική Αλλαγή

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

Τάσεις και Προοπτικές για τον Παγκόσμιο Αγροτικό Τομέα και την Ανάπτυξη Γεώργιος Ραψομανίκης Επικεφαλής Οικονομολόγος Διεύθυνση Εμπορίου και Διεθνών

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΞΕΡΟΥ ΚΡΕΜΜΥΔΙΟΥ 1

Transcript:

Κεφάλαιο Όγδοο Οι αλληλεπιδράσεις φυτών - ζώων και η διαχείριση των λιβαδιών 8.1. Γενικά Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τις αλληλεπιδράσεις, όπως αυτές διαπιστώνονται ανάμεσα τα αγροτικά ζώα και τις βοσκές στις οποίες αυτά ενδιαιτώνται. Όπως ήδη έχουμε εξετάσει σε προηγούμενα κεφάλαια, τα βόσκοντα αγροτικά ζώα επηρεάζουν την παραγωγικότητα και την βοτανική σύνθεση των λιβαδιών με τους εξής τρόπους: α) με την επιλογική βόσκηση που ασκούν σ αυτά, (Κεφάλαιο Έβδομο), β) με το ξερίζωμα των φυτών (Κεφάλαιο Έβδομο), γ) με την καταπάτηση των φυτών (Κεφάλαιο Έβδομο), δ) με την βοήθεια που δίδουν στη διασπορά των σπερμάτων και των σπόρων (Κεφάλαιο Τέταρτο), ε) με την ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων δια της επιστροφής τους στο έδαφος (Κεφάλαιο Έκτο), και στ) με την ρύπανση. Η σημασία των αποτελεσμάτων από τη δράση των αγροτικών ζώων εξαρτάται από το σύστημα της βόσκησης. Ως συστήματα διαχείρισης της βόσκησης μπορούν να οριστούν εκείνα τα συστήματα διαχείρισης, τα οποία είναι έτσι σχεδιασμένα, ώστε να αριστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα της παραγωγής ή της συνολικής παραγωγικότητας του κοπαδιού (μετρήσιμο σε νόμισμα, προϊόν ή ικανοποίηση του διαχειριστή). Εναλλακτικά, μπορεί να τα δούμε και ως συστήματα, τα οποία έχουν εξελιχθεί δια μέσου της αμοιβαίας δράσης της ανθρώπινης εμπειρίας, των δυσκολιών (εμποδίων) και των πιθανοτήτων των «φυσικών» περιβαλλόντων. Συνεπώς, τα συστήματα διαχείρισης της βόσκησης διακυμαίνονται από τις προσπάθειες αριστοποίησης της αλληλεπίδρασης μεταξύ των βοσκήσιμων εκτάσεων και των ζώων που βόσκουν σ αυτές, δημιουργώντας μια συναντίληψη της αύξησης των λιβαδικών, συνήθως ποωδών φυτών, της ποιότητας των λιβαδικών φυτών, της πρόσληψης τους

από τα βόσκοντα ζώα και των απαιτήσεων των ιδίων των ζώων, ιδιαίτερα μάλιστα, για τα συστήματα που προσπαθούν να διατηρήσουν τους ζωτικούς πόρους για μεγάλες χρονικές περιόδους. Οι ανάγκες αυτές δεν πρέπει να είναι αμοιβαία αποκλειόμενες. Πολλά συστήματα αποβλέπουν στην συντήρηση του ζωικού κεφαλαίου, το οποίο είναι δυνατόν να είναι ένα ολοκληρωμένο τμήμα του ετήσιου σχεδιασμένου διαιτολογίου. Το κεφάλαιο τέλος, ολοκληρώνεται με μια ανάλυση της αποτελεσματικότητας του παραγωγής του ζωικού κεφαλαίου. 8.2. Οι επιδράσεις του ζώου στη βλάστηση 8.2.1. Η επιλογική βόσκηση Όλα τα βόσκοντα ζώα, όταν τους δοθεί η ευκαιρία, προτιμούν και επιλέγουν μερικά συγκεκριμένα τμήματα του φυτού από κάποια άλλα, όπως επίσης, και κάποια συγκεκριμένα είδη φυτών από κάποια άλλα. Η βάση της επιλογής αυτής, αλλά και οι συνέπειές της, στην πρόσληψη της βοσκήσιμης ύλης, ήταν θέματα που εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, όπου και διαπιστώσαμε ότι η επιλογή μειώνεται, καθώς η διαθεσιμότητα των ειδών μειώνεται (ή η πίεση της βόσκησης αυξάνεται). Η Εικόνα 8.1 αναφέρεται σε μόσχους που έβοσκαν σ ένα τροπικό ποολίβαδο, η σύνθεση του οποίου αποτελείται από αυτόχθονα αγρωστώδη είδη και το καλλιεργούμενο ψυχανθές Stylosanthes hamata. Στην αρχή της υγρής περιόδου οι μόσχοι επέλεγαν τα πράσινα φύλλα του αγρωστώδους, στην συνέχεια όμως, και καθώς το αγρωστώδες ωρίμαζε, ανθοφορούσε και η ποιότητά του υποβαθμιζόταν, οι μόσχοι προτιμούσαν το ψυχανθές, η κατανάλωση του οποίου έπεφτε ξανά, όταν ξηραινόταν 1 έως 2 μήνες μετά το τέλος της υγρής περιόδου. Σε ότι αφορά τα υπόλοιπα μυρηκαστικά, τα πρόβατα είναι περισσότερο επιλεκτικά από τα βοοειδή, ενώ οι γίδες επιδεικνύουν διαφορετική επιλογική προτίμηση απέναντι στα ψυχανθή των εύκρατων ποολίβαδων, όπως επίσης για μερικά τροπικά ποολίβαδα, από τους Gordon και Lascano (1993) επαληθεύεται το αντίθετο. Η επιλεκτικότητα αυτή καθεαυτή είναι μεγαλύτερη όταν τα ζώα βόσκουν νέους άγνωστους βοσκότοπους με χαμηλή πίεση βόσκησης. Στα συστήματα περιφοράς της βόσκησης, στα οποία τα βόσκοντα ζώα χρησιμοποιούν, με αυξανόμενη πίεση βόσκησης, ένα συγκεκριμένο λιβαδικό τμήμα για 2 έως 8 συνεχείς ημέρες πριν να μετακινηθούν σε ένα άλλο λιβαδικό τμήμα, η επιλεκτικότητα είναι μεγαλύτερη στις πρώτες μια έως δύο ημέρες (βλ. εδάφιο 8.4.3). Τα αποτελέσματα της επιλεκτικότητας στη βόσκηση προκαλούν χαρακτηριστικές αλλαγές στη βοτανική σύνθεση και ίσως, στην εποχικότητα της αύξησης του λιβαδιού. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα, όταν η βόσκηση επηρεάζει την άνθηση και την απόθεση των σπόρων (Heitschmidt και συνεργάτες 1982). Οι αλλαγές που παρατηρούνται στη σύνθεση της βλάστησης αναγκαστικά δεν αποφεύγονται, αν η βοσκοφόρτωση αυξηθεί και κατά συνέπεια αν μειωθεί η επιλεκτικότητα, μολονότι αυτό δημιουργεί μειονέκτημα μόνο σε μια συνιστώσα του λιβαδιού. Στην Αυστραλία για παράδειγμα, η εισαγωγή και η πρώιμη βαριά βοσκοφόρτωση με πρόβατα οδήγησε τη βοτανική σύνθεση των ημίξηρων ποολίβαδων σε ταχύτατες και μόνιμες αλλαγές. Σ ένα ποολίβαδο που περιείχε μια ευρεία διακύμανση ειδών (136 ετήσια και πολυετή αγρωστώδη), η βόσκηση δεν επέφερε κανένα αποτέλεσμα στο κυρίαρχο είδος Danthonia caespitosa (Εικόνα 8.2). Αυτό συνέβη διότι η Danthonia είναι ένα C 3 φυτό που ανθίζει και παράγει σπόρους το χειμώνα, όταν το 60% και το μεγαλύτερο μέρος του διαιτολογίου των προβάτων γίνεται από άλλα αγρωστώδη. Αντίθετα, το

Enteropogon acicularis, το οποίο είναι ένα C 4 φυτό που επιβίωσε από την αυτόχθονη βλάστηση των παλαιών ποολίβαδων, αναπτύσσεται πενιχρά τον χειμώνα και ανθοφορεί το καλοκαίρι και επανειλημμένα αυτό, κάθε φορά που το καλοκαίρι βρέχει και η ανθοφορία του εμποδίζεται, αποφυλλώνεται. Έτσι λοιπόν, η βόσκηση εξολοθρεύει τα αρτίφυτρα του E. acicularis και εμποδίζει την παραγωγή των σπόρων από τα ώριμα φυτά, με συνέπεια τα υπερήλικα μέρη του φυτού να έχουν μια μικρή αναμενόμενη ζωή και για την επόμενη γενιά να παράγονται μόνο μερικά αρτίφυτρα. Εικόνα 8.1. Επιλογή τροφής από μόσχους που βόσκουν ένα τροπικό ποολίβαδο. Οι εποχιακές αλλαγές στους δείκτες προτίμησης (καταναλωνόμενη ποώδης βλάστηση σε σχέση με την διαθέσιμη) για το Stylosanthes Hamata ( ) και ένα ενδημικό αγρωστώδες ( ) κάτω από χαμηλή βοσκοφόρτωση στη Βόρεια Αυστραλία. Πηγή: Προσαρμογή από τον Gardener (1980). Από την άποψη της στρατηγικής της βόσκησης, οι Gordon και Lascano (1993) αναγνωρίζουν δύο βασικές μορφές επιλογής. Αυτές είναι: (1) η επιλογή του δήγματος, και (2) η επιλογή του σταθμού. Η έκταση αμφοτέρων των μορφών επιλογής εξαρτάται από πολλούς, αλληλεπιδρώντες μάλιστα, παράγοντες. Έτσι, η επιλογή του δήγματος σχετίζεται με τους παράγοντες που αναλυτικά εξετάσαμε στο Έβδομο Κεφάλαιο. Η επιλογή του σταθμού σχετίζεται με την επιλογή των τεμαχίων της βλάστησης, με τα οποία πρόκειται να τραφεί και με τη διάρκεια της λήψης βοσκήσιμης ύλης σε δεδομένο τεμάχιο

βλάστησης, όπως αυτό εμφαντικά παρουσιάζεται στην κίνηση από την επιλογή του ψυχανθούς προς το αγρωστώδες στην Εικόνα 8.1. Εικόνα 8.2. Επιβίωση δύο ενδημικών αγρωστωδών ειδών σε βοσκόμενο ( ) και αβόσκητο ( ) ημίξηρο δυσ-κλιμακικό ποολίβαδο της Αυστραλίας. Η βόσκηση δεν είχε καμία επίδραση στην (α) Danthonia caespitosa, ενώ εξολόθρευσε την (β) συνήθως μακρόβια Enteropogon acicularis. Πηγή: Προσαρμογή από τον Williams (1970). 8.2.2. Το ξερίζωμα (εκρίζωση) των φυτών Μολονότι το τράβηγμα και το ξερίζωμα της βοσκήσιμης ύλης αναγνωρίζεται ως μια από τις καταστροφικές μορφές βόσκησης, στην ουσία αυτό προκαλεί συνήθως, μόνο αμελητέες απώλειες στην παραγωγικότητα, παρότι αυτές εμφανίζονται να είναι ποικίλες στην μορφή. Το ξερίζωμα των λιβαδικών φυτών είναι ταυτισμένο με συγκεκριμένες περιόδους του έτους, π. χ. μέσα καλοκαιριού φθινόπωρο, και προκαλεί πολύ σοβαρή επίδραση μόνο τότε, όταν τα ποολίβαδα έχουν αναπτύξει τους μόνιμους βλαστούς, κάτι που συνήθως συμβαίνει κατά την περίοδο της άνθησης ή μετά από την ελαφριάς μορφής βόσκηση. 8.2.3. Η περιφορά των ζώων και η συμπίεση του εδάφους Η πίεση από το βάρος ενός πρόβατου, η οποία ασκείται σ ένα ποολίβαδο, εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 0,8 έως 0,95 kg ανά τετραγωνικό εκατοστόμετρο ενώ, η αντίστοιχη από τα βοοειδή εκτιμάται σε 1,2 έως 1,6 kg ανά τετραγωνικό εκατοστόμετρο (Spedding 1971). Έχει εκτιμηθεί επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της

βόσκησης, τα ζώα περιφέρονται συνήθως σε μια έκταση 100 τετραγωνικών μέτρων ανά ημέρα, παρότι βέβαια, η έκταση που πραγματικά επηρεάζεται εξαρτάται, σύμφωνα με τους Curll και Wilkins (1983), από την διαθεσιμότητα της τροφής, την συμπεριφορά του ζώου και τις καιρικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια της βόσκησης, τα ζώα με την κίνηση τους καταστρέφουν την ιστάμενη τροφή άμεσα. Η κίνησή τους όμως, έχει και έμμεσες επιδράσεις, όπως για παράδειγμα αυτή της συμπίεσης του εδάφους, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει την αύξηση της βοσκήσιμης ύλης. Τα άμεσα αποτελέσματα, όπως αυτά αναφέρονται με τους όρους συμπίεση ή αποκόλληση της βοσκήσιμης ύλης, είναι συνήθως βραχυπρόθεσμα, αφού έχει παρατηρηθεί ότι κατεστραμμένα ή θαμμένα αδελφώματα μέσα σε 15 ημέρες επανεμφανίζονται (Εdmond 1958). Όμως, όταν το έδαφος του λιβαδιού είναι υγρό, η αποκόλληση της βοσκήσιμης ύλης είναι ιδιαίτερα αξιόλογη, μολονότι, από μια έρευνα που έγινε σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις της Αγγλίας, βρέθηκε ότι η συμπίεση δεν μείωσε σημαντικά (χαρακτηριστικά), ούτε την ανάπτυξη των λιβαδικών φυτών, ούτε τη χρήση της λιβαδικής βλάστησης από τα ζώα (η οποία κυμαινόταν μεταξύ των εκμεταλλεύσεων από 44% έως 70%), χρήση η οποία άλλωστε δεν διέφερε μεταξύ του καλοκαιριού και του χειμώνα (Peel και Matkin 1984). Τα έμμεσα αποτελέσματα της περιφοράς των ζώων κατά τη βόσκηση είναι εμφανή ως επί το πλείστον, πάνω στην πυκνότητα της μάζας (bulk density) και την απορροφητικότητα του εδάφους. Σε συνθήκες βοσκοφόρτωσης 2,8 προβάτων ανά στρέμμα, υφίσταται μια μακροχρόνια αύξηση της πυκνότητας της μάζας. Η αύξηση της πυκνότητας μπορεί να είναι μικρή, δηλαδή ανάμεσα από 1,2 έως 1,4 g ανά κυβικό εκατοστόμετρο για πάνω από δύο έτη (Pott και Humphreys 1983), ή αρκετά αξιόλογη, δηλαδή μια αύξηση 50%, από 0,95 στο 1,42 gr ανά κυβικό εκατοστόμετρο (Curll και Wilkins 1984), μολονότι και στην τελευταία περίπτωση δεν υπήρξε ανιχνεύσιμη διαφορά στην αύξηση της βοσκήσιμης ύλης ή της βοτανικής σύνθεσης. Άλλοι ερευνητές έχουν παρατηρήσει αυξήσεις στην πυκνότητα της μάζας του εδάφους (Haveren 1983), και μειώσεις στην βραχυπρόθεσμη απορρόφηση της βροχής (Gifford και Howkins 1978), αλλά ως πιθανότερο φαίνεται ότι, μόνο σε εξαιρετικά υψηλές εντάσεις βοσκοφόρτωσης το βάδισμα των ζώων προκαλεί ουσιώδεις μακροχρόνιες μειώσεις στην αύξηση της βοσκήσιμης ύλης, κάτι που χαρακτηριστικά συμβαίνει στα μονοπάτια και στα ευαίσθητα (ασταθή) εδάφη (Brown και Evans 1973). Διάφοροι μελετητές έχουν διεξάγει σπουδαίες μελέτες, στις οποίες τα πρόβατα περιφέρονταν σε διάφορα ποολίβαδα χωρίς να τα βόσκουν, στη σύνθεσή των οποίων συνυπήρχαν αγρωστώδη και ψυχανθή. Σ ένα τέτοιο λιβάδι που ήταν σπαρμένο με υπόγειο τριφύλλι (Trifolium subterraneum) και λόλιο (Lolium rigitum) και στο οποίο περιφέρονταν πάνω από 39 πρόβατα στο Ha, το αποτέλεσμα ήταν η πυκνότητα της μάζας του εδάφους να αυξηθεί κατά 40% και να προκληθεί έτσι στη χειμωνιάτικη ανάπτυξη μια μείωση κατά το 1/3, η οποία κυρίως οφείλονταν στην καταπίεση του λόλιου (Witschi και Michalk 1979). Αντίθετα, σ ένα τροπικό λιβάδι που ήταν σπαρμένο με τα θερμόβια είδη Lotononis bainesii και Digitaria decumbens, οι εντάσεις βόσκησης με περισσότερα από 28 πρόβατα ανά Ha, ελάττωσαν τις αποδόσεις της βοσκήσιμης ύλης μέσα σε 30 ημέρες, ενώ 90 ημέρες μετά την συνεχή περιφορά των ζώων οι αποδόσεις ισορρόπησαν, διότι η περιφορά των ζώων δραστηριοποιούσε την ανάπτυξη των αγρωστωδών και καταπίεζε αυτή των ψυχανθών. Η εξάλειψη των τροπικών ψυχανθών οφείλονταν στα άμεσα αποτελέσματα της βόσκησης, η οποία προκάλεσε την πτώση των αποθεμάτων των σπόρων των ψυχανθών από τους 5.800 σπόρους ανά τετραγωνικό μέτρο, στην περίπτωση της βοσκοφόρτωσης 7 προβάτων ανά Ha, στους 400 σπόρους το τετραγωνικό μέτρο, στη βοσκοφόρτωση με 28 πρόβατα ανά Ha. H εξαφάνιση των ψυχανθών προκλήθηκε επίσης, από τα έμμεσα αποτελέσματα της

περιφοράς των ζώων, διότι το ψυχανθές ήταν, προφανώς, περισσότερο ευαίσθητο στη συμπίεση του επιφανειακού εδάφους, απ ό,τι ήταν το αγρωστώδες (Pott και Humphreys 1983, Pott και συνεργάτες 1983). 8.2.4. Η ρύπανση της βοσκήσιμης ύλης Τα κόπρανα και τα ούρα καθιστούν τη βοσκήσιμη ύλη (βοσκές) πρόσκαιρα ανεπιθύμητη. Έτσι, η ρύπανση έμμεσα, προκαλεί ανακατανομή των φυτικών ειδών στο χώρο, αλλά και ανακατανομή των θρεπτικών συστατικών (όπως άλλωστε είδαμε και στο Έκτο Κεφάλαιο). Η κοπριά μπορεί να επηρεάσει το ύψος της βοσκήσιμης ύλης και συνεπώς το «θέριεμα» της ποώδους βλάστησης για περισσότερο από 3 έτη (Jones και Ratcliff 1983), μολονότι η συνήθης επίδραση της διαρκεί κατά μέσον όρο 1 έως 1,5 έτη. Τα αγρωστώδη, σε περιοχές κοντά στα σημεία συλλογής της κοπριάς, καθίστανται κυρίαρχα είδη, ενώ οι βοσκόμενες μη ρυπανθείσες θέσεις, μπορεί να παρουσιάζουν την τάση να κυριαρχούνται από τα ψυχανθή (Leith 1960). O Hilder (1964), απέδειξε ότι σταβλικές εγκαταστάσεις προβάτων που προκάλεσαν το 22% της κοπριάς πρέπει να επιστρέψουν στο λιβάδι σε ποσοστό λιγότερο από 3%, ενώ οι Jones και Ratcliff (1983), ισχυρίζονται ότι η αποκόπριση (defecation) σε τέτοιο μικρό ποσοστό στο λιβάδι προκάλεσε, κατά το «μάλλον ή ήττον», την ελαφριά βόσκηση του 70% της γης. Συνεπώς, η μείζων απώλεια δεν ήταν η απόρριψη του λιβαδιού που έχει ρυπανθεί, αλλά η απόρριψη των λιβαδιών που περιβάλλονται από κόπρανα. Τέλος, η διασπορά της κοπριάς με την τσουγκράνα προωθεί ακόμη περισσότερο τη βόσκηση, δεν αυξάνει όμως, τη βοσκήσιμη ύλη (Weeda 1967). Τα ζώα δεν αποφεύγουν επιλεκτικά περιοχές του λιβαδιού που επηρεάστηκαν από την ουρία, εκτός εάν το «θέριεμα» είναι αποτελεσματικό (Watkin και Clement 1978). Η αξία των κοπράνων και των ούρων βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτά επιστρέφουν στο λιβάδι θρεπτικά στοιχεία, τα οποία είναι χρήσιμα για την ανάπτυξη της βοσκήσιμης ύλης. Μια και μόνο ούρηση από ένα πρόβατο μπορεί να είναι ισοδύναμη, στο τμήμα που έπεσε η ουρία, με την εφαρμογή λιπάσματος στην ποσότητα των 45 kg N ανά στρέμμα (Doak 1952). Σε μια μελέτη που έγινε στη Νέα Ζηλανδία, βρέθηκε ότι, όταν τα θρεπτικά συστατικά επέστρεφαν στο ποολίβαδο, η ετήσια απόδοση ενός ποολίβαδου ήταν υψηλότερη, από την περίπτωση που αυτά δεν επέστρεφαν. Οι αποδόσεις μάλιστα ήταν αντίστοιχα, 15,4 τόνοι ανά Ha και 11,7 τόνοι ανά Ha (Sears 1960), αποδόσεις που ήταν και οι περισσότερο εντυπωσιακές απ όσες κατά καιρούς έχουν βρεθεί. Εν πάση όμως περιπτώσει, στη μελέτη αυτή που αφορούσε τη Νέα Ζηλανδία, οι αλλαγές στη βοτανική σύνθεση ήταν οι τυπικές που αναφέρονται στα ποολίβαδα όλου του κόσμου. Με την επιστροφή των ανόργανων συστατικών στο ποολίβαδο ο λόγος μεταξύ αγρωστωδών και ψυχανθών διαμορφώθηκε 72:26, ενώ κάτω από χαμηλότερη γονιμότητα ο λόγος ήταν 50:50, δηλαδή ισοδύναμος μεταξύ των αγρωστωδών και των ψυχανθών. 8.3. Τα συστήματα διαχείρισης της βόσκησης Ανάμεσα στα κύρια καθήκοντα του λιβαδοπόνου βρίσκονται η έρευνα, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή των συστημάτων διαχείρισης της βόσκησης. Τα τελευταία (τα συστήματα δηλαδή) έχουν σχεδιαστεί για να μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα της μετατροπής της ηλιακής ενέργειας ή της ανάπτυξης του ποολίβαδου σε ζωικό προϊόν, παρότι, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο (Eδάφιο 9.1), μπορεί να είναι εξίσου κατάλληλα και για κάποιους άλλους σκοπούς.

Γενικά πάντως, όσο το σύστημα είναι υψηλότερης παραγωγικής διαδικασίας (δηλ. η εντατική εκτροφή), τόσο πιο πολύπλοκη είναι η διαχείρισή του και τόσο περισσότερο αυτή εξαρτάται από την (συχνά ασαφή) τεχνολογία του, και ακόμη, τόσο συχνότερες είναι οι προτάσεις που τίθενται για την εφαρμογή καινοτομιών. Αντίθετα, στα ποολίβαδα στα οποία εφαρμόζεται η εκτατική εκμετάλλευση, η χαμηλή αποτελεσματικότητα και η μικρή διαχειριστική εμπλοκή είναι περισσότερο αποδεκτές. Όπως έχει σημειώσει και ο Scifers (1987), αποτελεί τον κανόνα η επιτυχία της πρακτικής πλευράς της βελτίωσης ενός λιβαδιού (range improvement) να έχει αντανάκλαση περισσότερο στην ικανότητα του διαχειριστή, ο οποίος με τη βοήθεια της τεχνολογίας μάλλον κατευθύνει τις οικολογικές διαδικασίες, παρά να έχει αντανάκλαση στην αποτελεσματικότητα της τεχνολογίας αυτής καθεαυτής. Τέλος, τα συστήματα διαχείρισης είναι εξειδικευμένα κατά σταθμό - και καλλιέργεια και αλλάζουν σύμφωνα με τις οικονομικές και τις τεχνολογικές καταστάσεις (Eδάφιο 9.2). Σύμφωνα με τον (Spedding 1975b), οι μεταβλητές που μπορεί να αλλάξουν είναι: (1) τα είδη των φυτών, οι ποικιλίες, η ηλικία και ο πληθυσμός τους, (2) ο αριθμός των ζώων, οι φυλές, το μέγεθος, η ηλικία του κοπαδιού και η ηλικία της δομής, (3) η περίοδος της βόσκησης και η περίοδος της μη βόσκησης, (4) η μέθοδος της βόσκησης, δηλαδή, η συχνότητα περιφοράς και το μέγεθος του λιβαδιού, (5) η διατήρηση, (6) η συμπληρωματική τροφή, (7) ο έλεγχος των ασθενειών, (8) η υποδομή, συμπεριλαμβανομένου και του δικτύου των σημείων νερού και τροφής, (9) οι απαιτήσεις σε εργατικά χέρια, (10) οι πρακτικές κλειδιά της κτηνοτροφίας (π. χ. ο τοκετός). O Clark (1994), ισχυρίστηκε ότι, η διαχείριση της βόσκησης είναι απίθανο να έχει ένα σημαντικό αποτέλεσμα στην απόδοση, όταν η προσφορά (παροχή) βοσκήσιμης ύλης ξεπερνάει την ζήτηση (απαίτηση), θα έχει όμως, μια ουσιώδη επίδραση, εκεί όπου η ζήτηση ξεπερνάει την προσφορά. Τα συστήματα διαχείρισης της βόσκησης, ως τμήματα μιας συνολικής στρατηγικής της διαχείρισης, είναι, ή μάλλον πρέπει να είναι, αναπτυγμένα. Μερικές από τις μεταβλητές, οι οποίες μπορούν να υποστούν κάποιους χειρισμούς, παρουσιάζονται στην Εικόνα 8.3. Στην εικόνα οι μεταβλητές είναι δυνατό να ταξινομηθούν, σε μεταβλητές, οι οποίες μεταβάλλονται σε συνδυασμό με τα μακροχρόνια σχέδια (όπως π.χ. η ηλικία τάξη και ο αριθμός του ποιμνίου στο «σχεδιασμό»), σε μεταβλητές, οι οποίες μεταβλήθηκαν σύμφωνα με τις βραχυχρόνιες καταστάσεις και τις εποχιακές συνθήκες («στη διαχείριση») και τέλος, σε μεταβλητή της καταγραφής του ζώου και της βοσκής η οποία επιδρά τόσο στη διαχείριση, όσο και στις αποφάσεις σχεδιασμού. Η πλέον θεμελιώδης σχέση, η οποία συνδέεται με την καταγραφή και την λήψη απόφασης, είναι η σχέση μεταξύ της παραγωγής ανά ζώο και της βοσκοφόρτωσης, ή της διαθέσιμης τροφής.

Εικόνα 8.3. Τα συστήματα βόσκησης σχεδιάζονται ως τμήματα της στρατηγικής της διαχείρισης στα συστήματα κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Πηγή: Προσαρμογή από τον Clark (1994). 8.3.1. Η παραγωγή ανά ζώο και έκταση Ο μέσος όρος της ζωικής παραγωγής (π.χ. το κέρδος σε ζων βάρος ανά ζώο, G), στις περισσότερες περιπτώσεις, μειώνεται γραμμικά με την αύξηση της βοσκοφόρτωσης Ν. Ήτοι: (σύμφωνα με τους Ηart 1972 και Jones και Sandland 1974; Εικόνα 8.4α) ακολουθεί το μαθηματικό μοντέλο: G = α (b x N) (8.1) Όπου: G είναι το κέρδος σε ζων βάρος (g ανά ημέρα), α είναι η παρεμβολή, δηλαδή το μέγιστο κέρδος σε ζων βάρος ανά ζώο σ ένα συγκεκριμένο ποολίβαδο. Το α ποικίλει από κέρδος σε ζων βάρος 210 g ανά

ημέρα σε μικτό λιβάδι από Setaria Siratro, στα 720 g ανά ημέρα στα λιβάδια των Η.Π.Α. μέχρι και τα 1720 g ανά ημέρα στα περιοδικώς βοσκόμενα λιβάδια με κυρίαρχο είδος την αγριάδα (Cynodon dactylon), και b είναι ένα μέτρο που φανερώνει κατά πόσο το κέρδος σε ζων βάρος ελαττώνεται με την αύξηση της βοσκοφόρτωσης (Jones και Sandland, 1974). H σχέση μεταξύ του κέρδους (G H ), σε ζων βάρος ανά Ha, και της βοσκοφόρτωσης είναι μια τετραγωνική συνάρτηση του τύπου: G H = (α x Ν) (b x N 2 ) (8.2) Εικόνα 8.4. Επίδραση της βοσκοφόρτωσης στην απόδοση του ζώου, χρήση της ενέργειας και αποδοτικότητα. (α) Κέρδος σε ζων βάρος ανά ζώο από ένα μεγάλο εύρος πειραμάτων με ψυχρόβια και θερμόβια φυτά. (β) Κέρδος σε ζων βάρος και αύξηση μαλλιού σε πρόβατα ανά Ha σε μικτό από λόλιο και τριφύλλι ποολίβαδο στην Αγγλία. (γ) Απόδοση χρησιμοποιούμενης ενέργειας και (δ) κέρδος και κίνδυνος που προβλέφθηκε από διάφορες βοσκοφορτώσεις αγελάδων γαλακτοπαραγωγής στην Αγγλία. Πηγές: (α) Jones και Sandland, 1974, (β) Curll και συνεργάτες 1985, (γ) και (δ) Doyle και Lazenby,1984. Το μέγιστο κέρδος ανά Ha συμβαίνει όταν Ν = α/2b. Οι Jones και Sandland (1974) μάλιστα, καθόρισαν το σημείο αυτό ως το άριστο σημείο βοσκοφόρτωσης (Εικόνα 8.4). Εντούτοις, εάν εκφράσουμε το κέρδος σε ζων βάρος ανά κεφαλή και Ha

ως τον λόγο του υπολογιζόμενου κέρδους σε βάρος, στην άριστη βοσκοφόρτωση (άξονας y, Εικόνα 8.4α) και τις τιμές βοσκοφόρτωσης ως τους λόγους των άριστων βοσκοφορτώσεων (άξονας x, Εικόνα 8.4α), θα προκύψουν οι ακόλουθες εξισώσεις: και, G = 2,0 1,0 N (8.3) G H = 2 Ν N 2 (8.4) όπως είναι σχεδιασμένα στην Εικόνα 8.4α. Οι γενικευμένες εξισώσεις της Εικόνας 8.4α δυνατόν να αξιολογηθούν κατά δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος δείχνει ότι η πρόσληψη από το ζώο και η παραγωγή, σε πολύ χαμηλές πιέσεις βόσκησης, δεν αυξάνουν συνεχώς με την μείωση της πίεσης της βόσκησης, αλλά μάλλον φτάνουν τις μέγιστες τιμές, σύμφωνα με την ενδεχόμενη ημερήσια πρόσληψη από το ζώο (Εικόνα 7.1). Συνεπώς, όπως προτείνει και ο Mott (1960), η παραγωγικότητα μπορεί να ακολουθήσει μια φθίνουσα τετραγωνική υπερβολή με στόχο την αύξηση της πίεσης βόσκησης: G = k - αb N (8.5) Όπου: k είναι μια εμπειρική σταθερά, που αναφέρεται στη μέγιστη παραγωγικότητα σε ένα ιδιαίτερο ποολίβαδο. Καθώς για την παραγωγή ανά Ha, η γενικευμένη κατάσταση (Εικόνα 8.4α) έχει ένα ευρύ και συμμετρικό άριστο, στο σχήμα του Mott η ζωική παραγωγή καθίσταται ασύμμετρη, ήτοι: φτάνει ένα άριστο πέρα από το οποίο η παραγωγή ανά Ha μειώνεται απότομα. Καθώς η βοσκοφόρτωση αυξάνεται πέρα από το «σημείο συντριβής», η ταχεία αρνητική ανάδραση εμφανίζεται να συσχετίζεται με μια αρνητική ανάδραση στη σύνθεση των ειδών και μια εμμονή στα εκτατικά συστήματα, ενώ δεν ανευρίσκεται σε εντατικά, με υψηλή παραγωγικότητα λιβάδια, όπου το μοντέλο του Mott μπορεί να είναι περισσότερο εφαρμόσιμο. Για κάποιες μικτές από αγρωστώδη και ψυχανθή βοσκές, ο B. Walker (1986), προέβαλε την ύπαρξη μιας κρίσιμης βοσκοφόρτωσης, κάτω από την οποία διατηρείται τόσο η σταθερότητα της βοσκής, όσο και μια ικανοποιητική περιεκτικότητα ψυχανθών. Μια δεύτερη αξιολόγηση της Εικόνας 8.4α είναι, το θεωρητικά ευρύ άριστο για τη βοσκοφόρτωση (Ν), ή πιο σωστά και σε σχέση με το ποσόν της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης (Ρ), η ενδεχόμενη πρόσληψη να αναφέρεται στην παραγωγή κρέατος ή γάλακτος ανά Ha. Η παραγωγή μαλλιού δείχνει ακριβώς μια διαφορετική ανταπόκριση απ ό,τι δείχνει η σχέση του ζώντος βάρους προς την βοσκοφόρτωση (Εικόνα 8.4β). Επιπλέον, η χρησιμοποίηση της ενέργειας (παράμετρος που αποτελεί μέτρο της αποτελεσματικότητας του συστήματος), όπως η παραγωγή μαλλιού για παράδειγμα, σταθεροποιείται σε μια υψηλή βοσκοφόρτωση (Εικόνα 8.4γ), ενώ το κέρδος και ο κίνδυνος της εκμετάλλευσης έχουν μοναδικές ανταποκρίσεις στις βοσκοφορτώσεις (Εικόνα 8.4δ). Η πίεση της βόσκησης και το ποσόν της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης (Ρ), σε σχέση με την πρόσληψη της βοσκήσιμης ύλης, εξετάσθηκαν στο εδάφιο 7.5. Στα επόμενα τμήματα του παρόντος κεφαλαίου, αυτά θα εξεταστούν ως μια μεταβλητή της διαχείρισης που αλληλεπιδρά μαζί με το διάλειμμα βόσκησης και περιφοράς.

Πριν περάσουμε όμως, σ αυτές τις μεταβλητές της διαχείρισης, αξίζει να σημειωθεί ξανά, ότι η βοσκοφόρτωση επιδρά άμεσα στη σύνθεση του ποολίβαδου και συνεπώς στην μακροπρόθεσμη παραγωγικότητά του. Για παράδειγμα, οι Curll και Davidson (1985), απέδειξαν ότι οι υψηλές βοσκοφορτώσεις οδήγησαν στην κυριαρχία του ετήσιου αγρωστώδους (Hordeum leporinum) και οι Parsons και συνεργάτες (1983b), Williams (1984) και Curll και συνεργάτες (1985) βρήκαν ότι ο πληθυσμός από τα αδελφώματα του λόλιου που έχουν τονιστεί μετά από διαδοχικές εποχές έχει αυξηθεί. Αντίθετα, μερικά ψυχανθή, όπως η μηδική (Leach, 1978) και το Desmodium intortum (Bryan και Evans 1973) παρουσιάζουν μια σχετική ανοχή στην υψηλή πίεση βόσκησης. Έτσι, οι αλλαγές στη βοτανική σύνθεση που συνοδεύουν τα υψηλά επίπεδα ζωικής παραγωγής ανά Ha, μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες στην μακροπρόθεσμη οικονομία του αζώτου και την ποιότητα (θρεπτική αξία) του ποολίβαδου. Τα βραχυπρόθεσμα κέρδη που αφορούν την παραγωγικότητα ανά Ha μπορεί, κατά ένα μέρος, να αντισταθμιστούν από την ανάγκη τα ποολίβαδα να ανανεώνονται ή να ξανασπέρνονται πιο συχνά, όταν αυτά βόσκονται σε υψηλά επίπεδα βοσκοφόρτωσης, παρά όταν αυτά βόσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Πίνακας 8.1. Αλλαγές στην άριστη βοσκοφόρτωση (SR) και της ζωικής παραγωγικότητας σε όλη τη διάρκεια του έτους, για βοοειδή βόσκοντα σε τροπικό μικτό από ψυχανθή και αγρωστώδη λειμώνα. Είδη αγροτικών ζώων Ύψος της λιβαδικής βλάστησης από την επιφάνεια του εδάφους (cm)* Γαλακτοπαραγωγικές αγελάδες Βοοειδή παραγωγής άπαχου κρέατος Βοοειδή πάχυνσης Πρόβατα 7 10 7-9 6-8 4-6 * Ύψος για συνεχή βοσκοφόρτωση και ύψος βλαστών για περιοδική βόσκηση, το συγκεκριμένο άριστο εξαρτάται από την εποχή και τη φυσιολογική κατάσταση του ζώου. Πηγή: Προσαρμογή από τον Hodgson, (1990). Δεδομένου ότι η βοτανική σύνθεση και η δομή των φυτών που συνθέτουν μια βοσκήσιμη έκταση (βοσκότοπο) μεταβάλλονται σταθερά με ποικίλλοντες ρυθμούς βοσκοφόρτωσης, είναι ατυχές, και έχει καταστεί αντικείμενο μεγάλης και έντονης κριτικής, το γεγονός ότι μεγάλος όγκος έρευνας έχει εστιαστεί στην βοσκοφόρτωση, χωρίς ταυτόχρονα να εκτιμηθούν οι άλλοι ανατρεπτικοί παράγοντες. Η έρευνα που έγινε σε λιβάδι της εύκρατης ζώνης, οδήγησε στο να επικεντρωθεί το ύψος της κομοστέγης του ποολίβαδου ως μια «εύκολη στη χρήση» μεταβλητή διαχείρισης που σχετίζεται τόσο με την ποώδη λιβαδική βλάστηση όσο και με τη πεπτική συμπεριφορά των βοσκόντων ζώων (Hodgson 1990; Πίνακας 8.1). 8.3.2. Η εμπειρία στο χειρισμό του κοπαδιού, σύνθεση και συντονισμός των ενεργειών Η πρόσληψη της βοσκήσιμης ύλης από τα ζώα και συνεπώς οι αλλαγές στην παραγωγή γάλακτος, εξαρτώνται από τις προηγούμενες εμπειρίες βόσκησης. Τα πρόβατα που έχουν συνηθίσει σε μια υψηλή πίεση βόσκησης καταναλώνουν περισσότερη τροφή από τα πρόβατα που έχουν προηγουμένως βοσκήσει κάτω από συνθήκες χαμηλής πίεσης βόσκησης, με συνέπεια τα πρώτα να εμφανίζουν υψηλότερη

πρόσληψη βοσκήσιμης ύλης. Τα αγροτικά ζώα τα οποία σε κάποια προηγούμενη περίοδο έχουν εκτεθεί σε τοξίνες είναι δυνατό να έχουν υψηλότερη ανοχή (αντοχή) από ζώα που δεν έχουν εκτεθεί (εδάφιο 7.2). Η σύνθεση του κοπαδιού εξαρτάται από: (1) την επιλογή του χειρισμού του κοπαδιού δηλ. χειρισμός πάχυνσης βοοειδών έναντι χειρισμού αγελάδας - μόσχου, και (2) το συγχρονισμό των χειρισμών, όπως είναι το ζευγάρωμα και ο τοκετός. Οι επιλογές αυτές είναι οι πλέον προφανείς και εύκολες αλλά ταυτόχρονα είναι και ανοικτές στον διαχειριστή της εκμετάλλευσης. Οι συνέπειες των μικτών συστημάτων βόσκησης, δηλ. αυτών που συνδυάζουν βοοειδή με πρόβατα, σε σχέση με τη βόσκηση τους, την παραγωγή και τις ασθένειες και τον έλεγχο των παρασίτων, έχουν μελετηθεί σε σύγκριση με συστήματα αμιγούς σύνθεσης (Nolan και Connolly, 1977). Ένα ουσιώδες πλεονέκτημα της βόσκησης από βοοειδή τα οποία ακολουθούν στο βοσκότοπο τα πρόβατα, είναι η ελάττωση των φόρτων των σκουληκιών (Morley και Donald, 1980). Η σύνθεση και η περιεκτικότητα των ποολίβαδων σε ζιζάνια.εξαρτάται από το αν αυτά βόσκονται από πρόβατα ή βοοειδή, Άλλωστε, ένα μικτό κοπάδι (ποίμνιο) πιθανό να δίνει ένα καλύτερο έλεγχο των ζιζανίων (Watkin και Clements, 1978). Ο Morley (1981) συμπεραίνει ότι τα μικτά κοπάδια γενικά είναι ευεργετικά, αλλά τα πλεονεκτήματά τους δεν δικαιολογούν τις ουσιαστικές (απαραίτητες) επενδύσεις σε περιφράξεις, κλπ., που είναι αναγκαίες όταν μεταπίπτουμε από μια τάξη του κτηνοτροφικού κεφαλαίου σε δύο. Όπου οι επενδύσεις έχουν υλοποιηθεί ο μικτός χειρισμός έχει μικρά αλλά σημαντικά βιολογικά πλεονεκτήματα και μπορεί να είναι οικονομικά σταθερότερος από ένα και μόνο χειρισμό. Ακόμη και στην περίπτωση που η δομή του κτηνοτροφικού κεφαλαίου είναι συγκεκριμένη και δεδομένη, υπάρχει ικανό πεδίο δράσης για να επηρεαστεί η επίδραση του συστήματος του ποολίβαδου μέσω του συγχρονισμού των διαχειριστικών δράσεων. Ο συγχρονισμός των διαχειριστικών δράσεων αποβλέπει στην εγγύτητα της σύζευξης της διαθεσιμότητας της τροφής και των αναγκών του ποιμνίου. Η εποχικότητα της ανάπτυξης του λιβαδιού, ιδιαίτερα στα υγρά - και - ξηρά κλίματα, σημαίνει ότι η άριστη βοσκοφόρτωση και η πιθανή παραγωγικότητα του ζωικού πληθυσμού συνεχώς σε όλη τη διάρκεια του έτους (Πίνακας 8.2). Πίνακας 8.2. Αλλαγές στην άριστη βοσκοφόρτωση (SR) και τη ζωική παραγωγικότητα σε όλη τη διάρκεια του έτους, για βοοειδή που βόσκουν σε τροπικό, μικτό από ψυχανθή και αγρωστώδη λειμώνα. Υγρή περίοδος Ξηρή περίοδος Άριστη βοσκοφόρτωση (SR) (ζώο/ha) Κέρδος σε kg/(κεφαλή ημέρα) σε άριστη (SR) Μέγιστο κέρδος/(κεφαλή ημέρα) 2,10 0,65 1,35 0,420 0,130 0,054 Πηγή: Edye, Williams και Winter (1978). Οι εποχιακές διακυμάνσεις στην άριστη βοσκοφόρτωση είναι δυνατόν να διευθετηθούν με την πώληση των ζώων στην αρχή της περιόδου που παρατηρείται

έλλειψη τροφής, τη βελτίωση του χρόνου της γέννησης των μοσχαριών με τη δέουσα προσοχή στο απόθεμα τροφής και τη ζήτηση και την στρατηγική της συμπληρωματικής διατροφής. Γενικά, η αλλαγή του συγχρονισμού των χειρισμών αυξάνει το βάρος των μοσχαριών προς πώληση και βελτιώνει τους ρυθμούς κύησης και του ποσοστού πώλησης των απογόνων (Kothmann και Smith 1983). Εικόνα 8.5. Λειτουργίες της παραγωγής για ζων βάρος ανά Ha αμνών στον απογαλακτισμό έναντι της βοσκοφόρτωσης σε επίπεδα της αύξησης της ποώδους βλάστησης (α) 16 kg ανά Ha και ημέρα και (β) 35 kg ανά Ha και ημέρα. Το κέδρος σε ζων βάρος εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ποσότητα της ποώδους βλάστησης που είναι διαθέσιμη κατά την περίοδο γέννησης των αμνών, η οποία κυμαίνεται από 600 έως 1200 kg ανά Ha. Πηγή: Προσαρμογή από τον Bircham (1984). Για παράδειγμα, η Εικόνα 8.5 δείχνει ότι το ζων βάρος των αμνών κατά την περίοδο του γαλακτισμού αυξάνει σχεδόν γραμμικά με την αύξηση της ποσότητας της διαθέσιμης τροφής στην περίοδο των γεννήσεων και ότι το βάρος στην περίοδο γαλακτισμού ήταν σχεδόν διπλάσιο όταν οι αμνοί βοσκούσαν το λιβάδι αυξανόμενο στα 35 kg ανά Ha ανά ημέρα απ ότι στα 16 kg ανά Ha ανά ημέρα. Όμως, πολλά πειράματα που έχουν διεξαχθεί σε διαφορετικές μεταξύ τους περιοχές, όπως από τα ξηρά λιβάδια της Αυστραλίας μέχρι και τα λοφώδη ποολίβαδα της Σκωτίας, έδειξαν ότι η ουσιώδης τροποποίηση της εποχικότητας των διατροφικών αποθεμάτων δεν αποτελεί οικονομική λύση. Τα πλέον οικονομικά συστήματα είναι εκείνα που αποδέχονται κέρδος μεγάλου βάρους κατά τη διάρκεια της δραστικής αύξησης του λιβαδιού και αντίστοιχες απώλειες κατά την περίοδο της πενιχρής αύξησης (Chestnutt 1984, Speedy, Black και Fitzsimons 1984). 8.3.3. Διάλειμμα βόσκησης: Συνεχής βόσκηση και βόσκηση εκ περιτροπής Μεταξύ της συνεχούς βόσκησης και της περιοδικής βόσκησης υπάρχουν διακρίσεις. Η πρώτη είναι ένα σύστημα διαχείρισης της βόσκησης στο οποίο τα ζώα βόσκουν σε μια σχετικά χαμηλή βοσκοφόρτωση (ήτοι: 15 πρόβατα ή 2 έως 3 βοοειδή ανά Ha στα εύκρατα με υψηλή βροχόπτωση λιβάδια) για περιόδους που μπορούν να μετρηθούν σε εβδομάδες ή μήνες, ανάλογα με το περιεχόμενο. Όπως παρατήρησε ο Smetham (1995), η ονομασία του συστήματος αυτού είναι εσφαλμένη, διότι, καίτοι τα

ζώα είναι παρόντα σ όλη τη διάρκεια της βόσκησης, αυτά δεν βόσκουν το κάθε ένα φυτό καθημερινά. Ο ίδιος συγγραφέας έχει ορίσει την εκ περιτροπής βόσκηση ως ένα σύστημα όπου η περίοδος της αποφύλλωσης είναι αρκετά βραχεία, έτσι ώστε, να αποφεύγεται η απομάκρυνση της αναβλάστησης, και μια επαρκής περίοδος ανάπαυσης είναι ικανή να επιτρέπει την ανάκαμψη του λιβαδιού. Στην περίπτωση ενός λειμώνα με λόλιο, αυτό θα συμβεί, όταν θα υπάρχει στο φυτό ένας μέσος όρος αριθμού φύλλων ανά κάλαμο, ο οποίος θα κυμαίνεται από 3 έως 5 φύλλα (Fulkerson και Slack 1995). Τέλος, η βόσκηση σε «κύτταρα» είναι μια ειδική μορφή βόσκησης εκ περιτροπής, συνδυασμένη με την άποψη του Savory (1988) για την ολιστική διαχείριση των πόρων. Εικόνα 8.6. (α) Η ημερήσια παραγωγή γάλακτος από αγελάδες που βόσκουν σε σύστημα περιοδικής βόσκησης και συνδυάζεται με τις ημερήσιες μεταβολές. (β) Η πεπτικότητα της τροφής στην πεπτική οδό ( ) και η πεπτικότητας της προσφερόμενης τροφής (---). Οι 1/8 ημέρες, 2/8 ημέρες, κλπ. αναφέρονται στον αριθμό της βόσκησης και τη διάρκεια (περίοδο) της βόσκησης. Πηγή: Προσαρμογή από τον Blaser (1982).

Εικόνα 8.7. Προβλεπόμενες μορφές (α) του ύψους της βλάστησης και (β) της αφθονίας της ποικιλίας σε βάρος, κάτω από ποικίλες στρατηγικές βόσκησης. Χ, περίοδος περιφοράς (ημέρες), Α, αριθμός υποδιαιρέσεων (υποτεμάχια). Στο (α), το Σ αναπαριστά τη συνεχή βόσκηση, στο (β) η συνεχής γραμμή αναπαριστά την μέγιστη ποσότητα της βλάστησης που συσσωρεύεται στο τέλος της υπόλοιπης περιόδου και η διακεκομμένη γραμμή αναπαριστά την μέγιστη ποσότητα της βλάστησης στο τέλος της βόσκησης, για κάθε μια από τις τρεις περιφορές. Πηγή: Προσαρμογή από τον Noy - Meirr (1976). Στην Εικόνα 8.6. παρουσιάζεται η μορφή της παραγωγής γάλακτος από αγελάδες που βόσκουν εκ περιτροπής σε τέσσερα λιβάδια. Η παραγωγή του γάλακτος

ακολουθεί στενά την πεπτικότητα της τροφής στην πεπτική οδό των ζώων (Εικόνα 8.6β). Εισερχόμενα σε ένα αβόσκητο λιβάδι υπάρχει μια περίοδος 1 έως 1,5 ημερών χαμηλής παραγωγής ως αποτέλεσμα της φτωχής ποιότητας τροφής που καταναλώθηκε στο προηγούμενο λιβάδι και διήλθε από το στομάχι. Στη συνέχεια, ίσως να παρατηρηθεί μια βραχύβια κορυφή στην παραγωγή του γάλακτος, επειδή τα ζώα επιλέγουν καλύτερης ποιότητας τροφή από την μέση ποιότητα τροφής που υπάρχει στο λειμώνα και τελικά, η παραγωγή μειώνεται σε συνδυασμό με την πτώση της ποιότητας και της ποσότητας του λειμώνα. Η τελική αυτή πτώση στην παραγωγικότητα συνδυάζεται επίσης με τις αλλαγές στην συμπεριφορά του ζώου και τις διατροφικές του συνήθειες (Κεφάλαιο 7.5). Παρατηρήσεις, όπως αυτές που αναφέρονται με λεπτομέρεια στην Εικόνα 8.6, έχουν υποστηρίξει ένα σχεδόν συνεχή πειραματισμό, αφότου οι Woodman και Norman (1932) αναγνώρισαν τις δύο ουσιώδεις μεταβλητές της βόσκησης, δηλαδή τα χρονικά διαστήματα μεταξύ της βόσκησης και (τον συνδυαζόμενο με αυτά) αριθμό των λιβαδικών τμημάτων, γύρω από τα οποία τα ζώα βόσκουν εκ περιφοράς. Τώρα πλέον αναγνωρίζεται ότι δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες για το πιο θα είναι το άριστο χρονικό διάστημα μεταξύ της βόσκησης και σε ποιο βαθμό της περιφοράς. Κάτω από ιδανικές συνθήκες (όταν ο ρυθμός αύξησης του λιβαδιού είναι σταθερός) τα μοντέλα βόσκησης των Η/Υ προβλέπουν ότι η αύξηση της ποώδους βλάστησης θα είναι σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό ταυτόσημη, τόσο κάτω από συνεχή βόσκηση, όσο και στις περιφορές μέχρι και 25 ημέρες. Εάν όμως, ο διαρρέων χρόνος μεταξύ των βοσκήσεων ενός συγκεκριμένου λιβαδιού ή ο βαθμός των διαιρέσεων του λιβαδιού αυξηθούν έτι περαιτέρω, τότε το λιβάδι καθίσταται λιγότερο παραγωγικό και η αφθονία της διαθεσιμότητας της τροφής (διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης ποσότητας τροφής στο λιβάδι) γίνεται μεγαλύτερη (Εικόνα 8.7). Πίνακας 8.3. Αποτελέσματα της περιφοράς της βόσκησης (περίοδοι βόσκησης των τριών ή των έξη εβδομάδων) και η σοβαρότητα της αποφύλλωσης, στην παραγωγικότητα των λειμώνων με κυρίαρχο είδος το Bromus unioloides, στη Νέα Ζηλανδία. Περιφορά 6 εβδομάδων Περιφορά 3 εβδομάδων Ελαφριά α Βαριά β Ελαφρά α Βαριά β 1 ο έτος Πράσινη ποώδης βλάστηση [τον./(σανός)] Ποδοπατημένη [τον./(σανός)] γ 2 ο έτος Πράσινη ποώδης βλάστηση [τον./(σανός)] Ποδοπατημένη [τον./(σανός)] γ 17,1 5,4 13,5 2,7 17,7 3,5 17,2 1,3 15,4 2,1 14,7 0,3 18,3 2,2 14,0 0,3 α βόσκεται σε ύψος 7,5 cm πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. β βόσκεται σε ύψος 2,5 cm πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. γ τροφή που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί (χάνεται) λόγω του ποδοπατήματος της από τα ζώα. Πηγή: Alexander (1985). Σε μη ιδανικά, πραγματικά συστήματα λιβαδιών η πλέον κατάλληλη περιφορά απαιτεί διαχείριση της βόσκησης για να διασφαλιστεί η παραγωγικότητα και η σταθερότητα ή η αναγέννηση όλων των ειδών. Έτσι, για την περίπτωση του Bromus

catharticus (αγρωστώδες είδος των λιβαδιών της Β. Αμερικής), η βαριά, μη συχνή βόσκηση καταλήγει στην διατήρηση ενός υψηλότερου ποσοστού του λιβαδικού αγρωστώδους (75%) απ ό,τι η βαριά, συχνή βόσκηση (41%) (Alexander 1985). Επιπλέον, η συχνότητα της περιφοράς επηρεάζει την απόδοση του λιβαδιού και τον βαθμό συμπίεσης από τα ζώα, και οι διαφορές στην παραγωγικότητα, την βοτανική σύνθεση του λιβαδιού κλπ. μεταξύ των περιφορών, οι οποίες είναι εμφανείς μετά από ένα έτος, μετά από μερικά έτη, αυτές μπορεί να καταστούν μεγαλύτερες ή να εξαλειφθούν (Πίνακας 8.3). Άλλοι ερευνητές (όπως π.χ. οι Wilman και Asiegbu 1982), βρήκαν ότι η αύξηση των χρονικών διαστημάτων μεταξύ των συγκομιδών (από 3 έως 4, σε 8 έως 12 εβδομάδες) μπορεί να μη αλλάξει τη σύνθεση του μικτού από έρπον τριφύλλι και λόλιο λειμώνα, μπορεί όμως να αυξήσει την απόδοση. Οι Wolton, Brockman και Show (1963) και οι Curll και Wilkins (1985) βρήκαν ότι τα μακρά διαστήματα μεταξύ της βόσκησης ήταν ευνοϊκά για το τριφύλλι, ενώ οι Brougham (1959) και Donald (1963) απέδειξαν ότι ένα αρκετά χαλαρό καθεστώς βόσκησης μπορεί να περιορίσει το τριφύλλι, λόγω της υπερβολικής του σκίασης από τα αγρωστώδη. Οι Orr και Newton (1984), αφού συνέκριναν τους κύκλους βόσκησης των 18 έως 42 ημερών για τα πρόβατα σε λιβάδια λόλιου της Αγγλίας, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, η συχνή βόσκηση ελαφρών ποωδών μαζών ή η μη συχνή βόσκηση των ελαφρότερων μαζών, δίδουν μικρή διαφορά στις αποδόσεις των ζώων. Έτσι, σε μια ετήσια βάση, υπάρχει η συναίνεση ότι η διαχείριση της εντατικής εκτροφής (μικρά διαλείμματα βόσκησης, πολλά λιβαδικά τμήματα) δίνει οφέλη που αναφέρονται στην αύξηση της ποώδους βλάστησης, σε ποσοστά που ανέρχονται περίπου στο 10% (Mcmeekan και Walshe 1963, Holmes 1980). Το ευέλικτο σύστημα περιφοράς, ή η βόσκηση σε τεμάχια, όπως είναι περισσότερο γνωστή, μπορεί να παίξει ένα ρόλο, όταν αυτή εφαρμόζεται μόνο για μια περίοδο μέσα στο έτος. Μέσα στο περιεχόμενο του ετήσιου διατροφικού σχεδιασμού, η πλέον κατάλληλη στρατηγική βόσκησης (βόσκηση εκ περιτροπής) εξαρτάται από: (1) την εποχή και κατά συνέπεια το πιθανό ρυθμό αύξησης της ποώδους βλάστησης, (2) την διαθεσιμότητα της πριν τη βόσκηση ξηρής ουσίας, και (3) το ρυθμό βοσκοφόρτωσης. Ο Milligan (1984) αναφέρει ότι για τη Νέα Ζηλανδία, η βόσκηση εκ περιτροπής είναι δυνατό να καταστεί περισσότερο αποτελεσματική, εάν τα πρώτα δύο στοιχεία, δηλαδή ρυθμός αύξησης και διαθεσιμότητα, είναι χαμηλά και ο ρυθμός βοσκοφόρτωσης είναι υψηλός. Στην πράξη όμως, και οι τρεις (3) παράγοντες ποικίλουν με τις εποχές. Έτσι, σε μια χώρα των λόφων, όπως είναι η Νέα Ζηλανδία, η εκ περιτροπής βόσκηση συνιστάται να εφαρμόζεται το φθινόπωρο και το χειμώνα και να μεταβάλλεται σε σταβλισμό ύρω στην έναρξη των γεννήσεων, η οποία θα πρέπει να συμπέσει με διαθέσιμη τροφή που να φτάνει τον ένα τόννο ανά Ha (Birrham 1984, Milligan 1984) Η διατήρηση της τροφής είναι απαραίτητη για την άνοιξη για να αποφεύγεται η υποβάθμιση στην ποιότητα της διαθέσιμης τροφής και να διασφαλίζεται η ύπαρξη επαρκών συμπληρωμάτων, ώστε η πρόσληψη από τα ζώα στη διάρκεια του χειμώνα να διατηρηθεί. Στην κατάσταση αυτή και για τη βόρεια Νέα Ζηλανδία οι απαιτήσεις κυμαίνονται 50 έως 100 kg ξηρού συμπληρώματος ανά προβατίνα.

8.3.4. Περιφερειακά συστήματα βόσκησης Το περιεχόμενο της ιεραρχίας ή της στρωματωμένης δομής των συστημάτων έχει συζητηθεί αναλυτικά στο Πρώτο Κεφάλαιο. Έτσι, στο κεφάλαιο αυτό το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στην αλληλεπίδραση ζώου φυτού και την κλιμάκωση της στο επίπεδο του λιβαδιού. Παρατηρείται όμως, ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για: (1) τα αναφυόμενα προβλήματα του συστήματος βόσκησης στο επίπεδο του συνόλου των τοπίων, και (2) το ενδιαφέρον για το πώς θα προσλαμβάνονται τα αποτελέσματα της έρευνας από το επίπεδο του τεμαχίου και της κοινότητας (τετραγωνικά μέτρα) και θα μεταφράζονται σε ολόκληρη την αγροτική εκμετάλλευση ή την κλίμακα του τοπίου ή του οικοσυστήματος (τετραγωνικά χιλιόμετρα). Ο Brown (1994) υπέδειξε ότι η επιστήμη της Οικολογίας των Οικοσυστημάτων προσφέρει τη δυναμική να βελτιωθεί η ενσωμάτωση κατά μήκος κλιμάκων του χώρου με την σύζευξη των μορφών στο χώρο και των οικολογικών διαδικασιών. Η Τηλεπισκόπηση (Remote Sensing) και τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) σε συνδυασμό με τις συμμετοχικές διαδικασίες (βλ. Ένατο Κεφάλαιο), έχουν σημαντικούς ρόλους να παίξουν. Οι Danckwerts και Tainton (1993) έχουν αναρωτηθεί εάν, για τις περισσότερες ημίξηρες περιοχές θα έπρεπε να επιστρέψουμε στα νομαδικά (transhumance) συστήματα βόσκησης. Η κατά χώρο ετερογένεια, αντιδρώντας με την σε υψηλό βαθμό μεταβλητή βροχόπτωση, καταλήγει σε ζωτικότητες παραγωγικότητας που είναι πενιχρά προβλέψιμες στο χρόνο, το χώρο και το μέγεθος. Η παραδοσιακή ανταπόκριση σε τέτοιες καταστάσεις κατέστησε τα νομαδικά συστήματα ικανά να μεταφέρουν τη ζωτικότητα της παραγωγικότητας. Τέτοια νομαδικά συστήματα μπορούν γενικά να υποστηρίξουν μια μεγαλύτερη βοσκοϊκανότητα από ότι τα σταθερά συστήματα και επίσης, φαίνονται να είναι λιγότερο καταστροφικά για τη βλάστηση. Αυτό έλκει την προσοχή μας για πολλά από τα ανεπαρκή συστήματα που έχουν εισαχθεί με πολύ λίγο σεβασμό στο περιεχόμενό τους (βλ. Δεύτερο Κεφάλαιο). Οι πολυπλοκότητες των νομαδικών και των ημιμόνιμων συστημάτων στη Νιγηρία έχουν μελετηθεί από τους Bayet και συνεργάτες (1987). Αυτοί αναφέρουν ότι η εισαγωγή της μεθόδου της φάρμας (ranching) μπορεί μεν να αυξήσει την παραγωγή ανά κεφαλή, όχι όμως και ανά μονάδα επιφανείας, καθώς υπολογίζοντας την παραγωγή γάλακτος και κοπριάς, βρήκαν ότι η παραγωγή ανά κεφαλή είναι μικρότερη από αυτή των ποιμενικών κοπαδιών. Τα τελικά τους συμπεράσματα ήταν ότι οι προσπάθειες ανάπτυξης δεν πρέπει να στοχεύουν στην αντικατάσταση των ποιμενικών συστημάτων αλλά, (1) να διατηρούν την κατά χώρο ενσωμάτωση της φάρμας και της ποίμανσης (βλ. Κεφάλαιο Ένατο), (2) να αυξηθεί η ποικιλότητα και η ποιότητα των πόρων βόσκησης με την προώθηση μικρών βελτιωμένων λειμώνων για στρατηγική χρήση και (3) να βοηθηθούν οι κτηνοτρόφοι να αποκτήσουν περισσότερο ασφαλή δικαιώματα γης για την εγκατάσταση τέτοιων λειμώνων σε συνδυασμό με την γεωργική εκμετάλλευση. Τα περιφερειακά συστήματα βόσκησης προσιδιάζουν επίσης, εκεί όπου συνυπάρχουν οι συνδυασμοί των αγροτικών με τα άγρια ζώα. Στην ημίξηρη Αυστραλία, η συμπεριφορά των καγκουρό δεν διαφέρει και πολύ από το νομαδικό σύστημα και οι κανονικοί φράκτες ζώων δεν εμποδίζουν τις κινήσεις τους. Αυτό οδήγησε στο να εκδηλωθεί ενδιαφέρον για τη (συν)ολική διαχείριση βόσκησης (TGM = Total Grazing Management) ένα ενδιαφέρον για την διαχείριση όλων των φυτοφάγων μάλλον, παρά αποκλειστικά και μόνο για τα αγροτικά φυτοφάγα ζώα. Σε περιοχές της ημίξηρης Αυστραλίας αυτό είναι εφικτό διότι ένας βοσκότοπος 1000 Ha που είναι λογικά φορτωμένος με 250 μη αναπαραγόμενα πρόβατα, θα μπορούσε επίσης να

υποστηρίξει κατά μέσο όρο 30 καγκουρό, 1350 κουνέλια και 150 γίδες. Αυτό θα μπορούσε να συστήσει την διπλή, συνιστώμενη από την έρευνα, βοσκοφόρτωση, δείχνει όμως, ξανά την ανάγκη να μελετηθεί το συνολικό σύστημα. Άλλα φυτοφάγα που μπορούν να συμπεριληφθούν είναι οι άγριες καμήλες και τα άγρια άλογα. Τα συστατικά στοιχεία του συστήματος της συνολικής διαχείρισης βόσκησης περιλαμβάνουν ρύθμιση του αριθμού των αγροτικών ζώων σε σχέση με τις εποχές, ελέγχοντας τον αριθμό των καγκουρό και αποκλείοντας τις γίδες και τα κουνέλια. 8.4. Η διατήρηση και τα συμπληρώματα Η διατήρηση της ποώδους βλάστησης συνεπάγεται την μεταφορά της ενέργειας που αποθηκεύεται στο φυτικό υλικό μέσα στο χρόνο, ώστε να καταστεί δυνατό ανταποκριθούμε με ευκολία στις εποχιακές περιόδους έλλειψης τροφής για τα βόσκοντα αγροτικά ζώα ή να τραφούν τα οικόσιτα μηρυκαστικά, στα συστήματα στα οποία δεν εφαρμόζεται η βόσκηση. Η διατήρηση περιλαμβάνει και την παραγωγή κτηνοτροφών με σκοπό την πώλησή τους. Στις πηγές των κτηνοτροφών περιλαμβάνονται οι λειμώνες, τα υπολείμματα των γεωργικών καλλιεργειών, οι γεωργικές καλλιέργειες, τα βιομηχανικά υποπροϊόντα και οι σπόροι. Δεν είναι δυνατό να γίνει ενδελεχής περιγραφή του ρόλου της διατήρησης στα συστήματα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Για παράδειγμα, το 5 έως 7% της έκτασης των βελτιωμένων λιβαδιών είναι διατηρήσιμο, ενώ για το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας Αυστραλίας ο σανός και το ενσίρωμα αποτελούν αντιοικονομική δραστηριότητα. Για την Αγγλία ο Wilkins (1995) έχει σημειώσει, ότι μια αυξημένη πραγματοποίηση του υψηλού κόστους της διατήρησης των αγρωστωδών και των κτηνοτροφικών ψυχανθών, που μείωσε τις τιμές του προϊόντος και τον ανταγωνισμό από τον κτηνοτροφικό αραβόσιτο και τους σπόρους των δημητριακών, μπορεί να ελαττώσει την ποσότητα του διατηρούμενης ποώδους βλάστησης. Σε κάποια δεδομένη στιγμή υπάρχει η ανάγκη να ερευνηθεί εάν η διατήρηση συμβάλλει στην παραγωγή, την αποτελεσματικότητα ή την σταθερότητα του συστήματος βόσκησης (στην οποία μπορούμε να συμπεριλάβουμε τις πιθανές περιβαλλοντικές επιδράσεις όπως είναι η εκρέουσα ρύπανση). Ο αποκλεισμός μιας περιοχής με σκοπό τη διατήρησή της εμπεριέχει κάποια ευκαιριακά κόστη. Αυτό μερικές φορές είναι επιθυμητό για τον χειρισμό της βοσκοφόρτωσης, ώστε η πλεονάζουσα τροφή να χρησιμοποιηθεί, ή μπορεί να είναι οικονομικότερο να αυτή «χαθεί» ή να μην χρησιμοποιηθεί η υπερβολική αύξηση. Το πλέον κατάλληλο εργαλείο για την πρόβλεψη των οικονομικών της διατήρησης των κτηνοτροφών είναι προφανώς η εξομοίωση μέσω Η/Υ (Kaiser και Curll 1987). Σε ότι αφορά την διατήρηση της ποώδους βλάστησης, υπάρχει μια πλειάδα στρατηγικών. Μεταξύ αυτών θα μπορούσαμε να αναφέρουμε: (1) την αναστολή της τροφής που βόσκεται δηλαδή, η βλάστηση ενός λειμώνα που δεν χρησιμοποιείται στην εποχή που αυτή αυξάνεται, αλλά αφήνεται ιστάμενη για να βοσκηθεί σε μια επόμενη περίοδο (Kellaway και συνεργάτες 1993), (2) την αναστολή της τροφής που συγκομίζεται χειρονακτικά ή μηχανικά, η οποία συνήθως μεταφέρεται και αποθηκεύεται στη μονάδα της αγροτικής εκμετάλλευσης (σανός και ενσίρωμα), (3) την αύξηση της παραγωγής του λειμώνα ή της κτηνοτροφής, ειδικότερα για να διατηρηθεί και να πωληθεί είτε σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, είτε σε διεθνές επίπεδο, (4) η σπορά της γεωργικής εκμετάλλευσης και η διατροφή με τα υπολείμματα της, με άλλα λόγια, η καλαμιά που παραμένει μετά την συγκομιδή των σπόρων, (5) η δια τροφή με βιομηχανικά υποπροϊόντα, και

(6) η σπορά με ένα κτηνοτροφικό φυτό. Υπάρχουν και κάποιες άλλες στρατηγικές, που δεν θα εξεταστούν λεπτομερώς εδώ, αλλά ενημερωτικά αναφέρουμε ότι περιλαμβάνουν: (1) τη χρήση της άρδευσης ή της αζωτούχου λίπανσης για να επεκταθεί η αύξηση του λειμώνα (Murtagh 1980), (2) τη διατροφή με σπόρους που παράγονται σε συνδυασμό με τις γεωργικές δραστηριότητες ή που αγοράζονται εκτός της αγροτικής εκμετάλλευσης, και (3) τις ρυθμίσεις στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο, όπως είναι η αποδοχή μιας μικρότερης ποσότητας προσλαμβανόμενης τροφής από τα βόσκοντα ζώα ή η μείωση της βοσκοφόρτωσης. Ως συμπλήρωμα καθορίζεται η προσθήκη στο σιτηρέσιο των μηρυκαστικών κάποιων ειδικών ουσιών, ώστε οι ελλείψεις να υπερκεραστούν. Οι ελλείψεις μπορεί να είναι απόλυτα εξειδικευμένες, π.χ. μια έλλειψη σε ένα αμινοξύ, ένα θρεπτικό στοιχείο (π.χ. φωσφόρος) ή μια βιταμίνη, ή μπορεί να είναι γενικότερες ελλείψεις, όπως π.χ. η ενέργεια ή η έλλειψη πρωτεϊνών. Τα συμπληρώματα μπορεί να χορηγούνται με την παραγωγή των λειμώνων ή με τα διατηρούμενα κτηνοτροφικά φυτά. Σε μερικές περιπτώσεις οι λειμώνες από μόνοι τους μπορεί να θεωρηθούν ως συμπληρώματα, π.χ. ένας λειμώνας από ψυχανθή μπορεί να λειτουργήσει ως ένα συμπλήρωμα σε ένα σύστημα βόσκησης που θα βασίζεται σε ένα χαμηλής ποιότητας φυσικό λιβάδι. 8.4.1. Τροφή της οποίας αναστέλλεται η κατανάλωση Η απλούστατη μορφή της διατήρησης είναι η αναστολή της χρήσης του λειμώνα. Η βοσκήσιμη ύλη που συσσωρεύεται κατά τη διάρκεια περιόδων ευνοϊκών για την ανάπτυξη «φυλάσσεται» για τις περιόδους έλλειψης. Η φύλαξη μπορεί να περιλαμβάνει αποκλεισμό του κτηνοτροφικού κεφαλαίου με περίφραξη, ή μπορεί να είναι ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα, όπως αποτελεί η περίπτωση κάποιων τροπικών λειμώνων που συντίθενται από θερμόβια αγρωστώδη ψυχανθή, όπου τα ζώα επιλέγουν ενεργώς τα αγρωστώδη φυτά στην υγρή περίοδο, και ακολούθως, με την έναρξη της ξηρής περιόδου, καθώς ή ποιότητα του αγρωστώδους υποβαθμίζεται, αλλάζουν την επιλογή τους με ψυχανθή φυτά (Εικόνα 8.1). Προφανώς, η αναστολή της βόσκησης εφαρμόζεται μόνο σε συστήματα, στα οποία η βόσκηση είναι δυνατή ολόκληρο το έτος. Τέτοια συστήματα συνήθως, ανευρίσκονται στις τροπικές, τις μεσογειακές και τις ήπιες εύκρατες περιοχές. Η ενσωμάτωση των πολυετών και των ετήσιων ψυχανθών στα εντατικά συστήματα βόσκησης της τροπικής βόρειας Αυστραλίας και της Νότιας Αμερικής είναι εν μέρει μια στρατηγική για την μεταφορά υψηλότερης ποιότητας ιστάμενης βιομάζας ψυχανθών στην ξηρή εποχή, έτσι ώστε, να διατηρηθεί το ζων βάρος του ζώου ή συχνότερα, να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες σε ζων βάρος (Gillard 1982). Στις περιπτώσεις που τα ψυχανθή παραμένουν πράσινα σ όλη τη διάρκεια της ξηρής περιόδου, η απόδοση του ζώου αυξάνεται. Υψηλά κέρδη σε ζων βάρος (πάνω από 1 kg ανά κεφαλή και ημέρα) κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου έχουν καταγραφεί σε βοοειδή που έβοσκαν τον θάμνο Leucena leucocephala στην κεντρική Αυστραλία. Κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου, όταν η βροχόπτωση που παρατηρείται είναι μικρή έως καθόλου ώστε να προκληθεί φθορά στη νεκρή ύλη, τα βραχύβια πολυετή ή ετήσια φυτά παρέχουν υψηλότερης ποιότητας ιστάμενη νεκρή φυτική ύλη απ ότι οι ενδημικές πόες (McCown, Wall και Harrison 1981). Η νεκρή φυτική ύλη που εξακολουθεί να παραμένει πάνω στο φυτό, ειδικότερα τα φύλλα των ψυχανθών και οι βλαστοί ή τα αγκάθια των ετήσιων τριφυλλιών και μηδικών, συμβάλλουν σημαντικά στην ζωική παραγωγή των