Κεφάλαιο 4. Συντακτική εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία Β. ΕΝΝΟΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ

Σχετικά έγγραφα
Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Σελίδα 1 από 5. Τ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ... ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΥΛΗ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Δεκεμβρίου 2009 για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (2009/882/ΕΕ)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ( ) 1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Μορφές πολιτευμάτων

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Η Γαλλική επανάσταση ( )

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Συντάγματος του Άστρους (Νόμος της Επιδαύρου ήτοι Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος)

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1975 ΣΤΟ 2008 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ. Βασικές διατάξεις. ΤΜΗΜΑ Α Μορφή του πολιτεύματος...

Ενότητα 5 η : Δημοκρατία Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

{ Μοναρχία. Κωνσταντίνος-Ιωάννης Δημητρόπουλος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΨΗΦΟΥΣ ΑΝΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ 14 Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΝΑΙ ΟΧΙ ΠΑΡΩΝ ΣΥΝΟΛΟ. (κατάργηση παραγράφου)

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩ ΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ή ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ. Θεµελιώδεις αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος ονοµάζουµε τα

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΑΔΑ: 456Μ9-ΙΦΘ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ. ΠΡΟΣ : Όλα τα Πανεπιστήμια της Χώρας

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 10ης Οκτωβρίου 2005

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

17η ιδακτική Ενότητα ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Συνθήκη της Λισαβόνας

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Η λαϊκή κυριαρχία. ιδίως κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσεως 1. Φίλιππου Κ. Σπυρόπουλου Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Συμμετοχικές Διαδικασίες και Τοπική διακυβέρνηση

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΧΡΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Διάταγμα δυνάμει του Νόμου 112(Ι)/2004

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΩΝ

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ OΓΔΟΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2015

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως το άρθρο 54 παράγραφοι 2 και 3,

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

Transcript:

Κεφάλαιο 4 1 Κεφάλαιο 4 Συντακτική εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία Β. ΕΝΝΟΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ 1 ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ Αξιοποιώντας την ιστορία και τη θεωρία του 74 συνταγματισμού θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη σ υ ν τ α κ τ ι κ ή ε ξ ο υ σ ί α i ω ς τ η δ ύ ν α μ η π ο υ ε ί ν α ι σ ε θ έ σ η ν α ε γ κ α θ ι δ ρ ύ ε ι ή ν α μ ε τ α β ά λ λ ε ι π ο λ ι τ ε ύ μ α τ α. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ορισμού: ο πραγματικός και ο πολιτικός χαρακτήρας της καθώς και η σύνδεσή της με το πολίτευμα. α. Δύναμη πραγματική Πρόκειται για δ ύ ν α μ η πολιτικοκοινωνική, που αντιμετωπίζεται γνωσιο-θεωρητικά, αρχικά, ως «π ρ α γ μ α τ ι κ ό γ ε γ ο ν ό ς» και όχι ως εξουσία θεσμοποιημένη με κανονιστική υφή. Προϋπάρχει, ως δύναμη πραγματική, λογικά του Συντάγματος ακόμη και του κράτους, και μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα και από τα δύο, παρόλο που ως λόγο ύπαρξής της έχει τη δημιουργία κράτους και Δικαίου. Εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή της επανάστασης, δημιουργώντας μια νέα, εκ του μηδενός, συνταγματική τάξη ή καταργώντας την παλιά και αντικαθιστώντας την με νέα. β. Δύναμη πολιτική 1Ο ΠΟΛΙΤΙΚΌΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΚΤΉΡΑΣ Έχει χαρακτήρα «π ο λ ι τ ι κ ό», διότι ενεργεί ή 78 εμφανίζεται να ενεργεί και πάντως συγκροτείται ως δύναμη σχετικά αυτόνομη από τις σχέσεις ιδιοκτησίας και γενικότερα από τις κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις. Είναι πολιτική, διότι διαμορφώνει πολίτευμα και εμφανίζεται ως «γενικής πολιτικής φύσεως βούλησις, διά της οποίας συνολικώς προσδιορίζεται κατ είδος και μορφήν η υπόστασις και η οργάνωσις του κράτους ως πολιτικής ενότητος». γ. Δύναμη συντάσσουσα πολίτευμα 1Η ΣΎΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΠΟΛΊΤΕΥΜΑ Η έννοια της συντα-κτικής εξουσίας συνδέεται, λογικά, 79 με το π ο λ ί τ ε υ μ α, και μάλιστα με το δημοκρατικό, το οποίο η ίδια εγκαθιδρύει ή μεταβάλλει. Μέσω του πολιτεύματος που εδώ εκλαμβάνεται με την κανονιστική του σημασία γίνεται δυνατή η αναγωγή στην έννοια του Λαού και στη δημοκρατική νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας, κάτι που δεν είναι δυνατόν απλώς με τη διαδικαστική-τυπική πρόσληψη του Συντάγματος, η οποία αγνοεί την έννοια της συντακτικής εξουσίας και αντιλαμβάνεται το Σύνταγμα ως θεμελιώδη κανόνα της έννομης τάξης, που έχει αυξημένη τυπική ισχύ, επειδή βρίσκεται στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου. Το ενδιαφέρον της ενασχόλησης σήμερα με τη συντακτική εξουσία εστιάζεται, όπως τονίσαμε, στο ότι παραπέμπει στην πρωταρχική δύναμη, που θεμελιώνει και νομιμοποιεί την ισχύ του Συντάγματος μαζί με το δημοκρατικό πολίτευμα.

Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία Γ. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΌ ΆΛΛΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ α. Συντακτική και συντεταγμένες εξουσίες 1ΓΝΩΡΊΣΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΉΣ Το Σύνταγμα είναι έργο μιας συντακτικής και όχι μιας 80 συντεταγμένης εξουσίας, θα γράψει ο Γάλλος επαναστάτης αββάς Sieyès. Είναι το δημιούργημα μιας εξουσίας που αποκαλείται π ρ ω τ ο γ ε ν ή ς, διότι δεν προέρχεται από καμία άλλη εξουσία ούτε υπόκειται στη θέληση άλλης εξουσίας. Το έργο της είναι έργο σύνταξης ή μεταβολής ενός πολιτεύματος και εγκατάστασης των νομικών θεμελίων ή των αρχών, πάνω στις οποίες βασίζεται η νομική οργάνωση μιας πολιτικής κοινωνίας. Πρόκειται άρα για έργο που μόνο ο κυρίαρχος, δηλαδή μια υπέρτατη εξουσία, μπορεί να επιτελέσει. Κυριαρχία και συντακτική εξουσία συμπίπτουν στην επιδίωξή τους να εγκαταστήσουν μια νέα πολιτεία, αρχίζοντας από τη θέσπιση ενός καταστατικού κειμένου, που αποτελεί το νομικό θεμέλιο του κράτους ή τον Θεμελιώδη Νόμο μιας νέας έννομης τάξης. Η συντακτική εξουσία αποτελεί, άρα, πανηγυρική εκδήλωση κυριαρχίας ii. Είναι η ίδια η κυριαρχία ενώ συντάσσει πολίτευμα και θεσπίζει σύνταγμα. Το σύνταγμα μέσα από αυτήν την οπτική γωνία εκλαμβάνεται ως «πράξη κυριαρχίας συντακτικού χαρακτήρα». Δημιουργός της συντακτικής αυτής πράξης είναι ο κυρίαρχος λαός-έθνος υπό την ιδιότητα του φορέα της κυριαρχίας και της συντακτικής εξουσίας. Παύει, ωστόσο, η γενεσιουργός αυτή δύναμη κράτους και δικαίου να υπάρχει και αποσύρεται από την ενεργό δράση, μόλις εγκαταστήσει τη νέα συνταγματική τάξη και υποτάξει στα καταστατικά κελεύσματά της τη λειτουργία όλων των «συνταγμένων» από την ίδια εξουσιών. Αυτή την ανεπανάληπτη εξουσία του ο Λαός στην πρωτογενή του υπόσταση δεν την απαλλοτριώνει, την κρατά εσαεί για τον εαυτό του, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποτε ή οποτεδήποτε να την επανασκήσει. Κατά τον Ν.Ι. Σαρίπολο iii μετά την εκπλήρωση της αποστολής της η συντακτική εξουσία του λαού δεν αποσύρεται ολοσχερώς ούτε εκλείπει, απλώς αδρανεί ή χειμάζει «επιβλέπουσα τας αρχάς και φρουρούσα το έργο της», έτοιμη να επέμβει μόλις κινδυνεύσει το δημιούργημά της. Με την ολοκλήρωση του έργου της αναθέτει την άσκηση «τμημάτων εξουσίας» σε συνταγματικά οργανωμένα κρατικά όργανα, των οποίων οι αρμοδιότητες διακρίνονται και προσδιορίζονται με σαφήνεια και ακρίβεια. 1ΟΙ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΈΝΕΣ ΕΞΟΥΣΊΕΣ Οι εξουσίες που εγκαθί-στανται με το Σύνταγμα είναι, όλες 81 τους, εξουσίες «θεσμισμέ-νες» και, επειδή δρούν σύμφωνα με την τάξη των αρχών και κανόνων που έχει εγκαθιδρυθεί από το ίδιο, αποκαλούνται εξουσίες «σ υ ν τ ε τ α γ μ έ ν ε ς». Αναδύεται έτσι μια θεμελιώδης για τον συνταγματισμό διάκριση μεταξύ σ υ ν τ α κ τ ι κ ή ς εξουσίας και σ υ ν τ ε τ α γ μ έ ν ω ν ε ξ ο υ σ ι ώ ν i v, που πρώτος επεσήμανε ο Sieyès. Με τη θέσπιση του Συντάγματος, την αντικειμενοποιημένη αυτή έκφραση της συντακτικής εξουσίας, η μία, αδιαίρετη και αναπαλλοτρίωτη κυρίαρχη εξουσία μεταμορφώνεται ως διά μαγείας σε πολλές, διαιρετές, διακεκριμένες και θεσπισμένες ή σ υ ν τ ε τ α γ μ έ ν ε ς ε ξ ο υ σ ί ε ς. Τέτοιες είναι η νομοθετική, η εκτελεστική, η δικαστική και η αναθεωρητική. Η διαφορά μεταξύ της συντακτικής εξουσίας και των συντεταγμένων εξουσιών είναι αισθητή και ως προς την αποστολή τους: η συντακτική εξουσία έχει έκτακτο και ανεπανάληπτο χαρακτήρα, αφού μοναδική αποστολή της έχει τη θέσπιση συντάγματος και την εγκαθίδρυση πολιτεύματος οι συντεταγμένες εξουσίες έχουν, αντίθετα, χαρακτήρα διαρκή και μόνιμο. Ιδρύθηκαν για να υπάρχουν και να λειτουργούν εσαεί. Σκοπό τους έχουν την εξασφάλιση της διάρκειας, της σταθερότητας και της συνέχειας στο πολίτευμα που εγκαθιδρύουν. 8 1Η ΣΗΜΑΣΊΑ ΤΗΣ ΔΙΆΚΡΙΣΗΣ Η διάκριση είναι θεμελιώδης και δεν έχει μόνο ιστορική σημασία. Δηλώνεται, πρώτα, με τρόπο απερίφραστο η πολιτική και νομική υπεροχή των

Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία επιταγών που έχει διαμορφώσει η συντακτική εξουσία. Δικαιολογείται, ταυτόχρονα, η υποταγή στις επιταγές αυτές όλων των συντεταγμένων εξουσιών (αναθεωρητικής, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας) και εξασφαλίζεται, παράλληλα, η δέσμευσή τους από αυτές. Η σαφής, τυπική και ουσιαστική, διάκριση των δύο ειδών εξουσιών, της συντακτικής από τις συντεταγμένες, αποτρέπει, κατά δεύτερο λόγο, τη μίξη ή τη σύγχυσή τους και αποκλείει κάθε απόπειρα σφετερισμού ή οικειοποίησης λειτουργιών συντακτικής εξουσίας από τις συντεταγμένες εξουσίες. Τέλος, τρίτον, η διάκρισή τους καθιστά τη διαφύλαξη και την τήρηση της δημοκρατικής σ υ ν τ α γ μ α τ ι κ ή ς ν ο μ ι μ ό τ η τ α ς αξία θεμελιώδη και αυτοτελή του συνταγματικού κράτους, που βρίσκεται σε ριζική αντιπαράθεση προς το κράτος της αυθαιρεσίας και του αυταρχισμού. Ένα από τα θεμελιώδη αιτήματα του συνταγματισμού, που είναι ο περιορισμός και η οριοθέτηση της κρατικής εξουσίας, και που συμπυκνώνεται στη φράση «η π ο λ ι τ ι κ ή ε ξ ο υ σ ί α ο φ ε ί λ ε ι ν α α σ κ ε ί τ α ι σ ύ μ φ ω ν α μ ε π ά γ ι ε ς, κ α τ α σ τ α τ ι κ έ ς κ α ι κ α ν ο ν ι σ τ ι κ έ ς π ρ ο β λ έ ψ ε ι ς κ α ι ν α υ π ό κ ε ι τ α ι σ ε δ ε σ μ ε ύ σ ε ι ς κ α ι π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ύ ς», στηρίζεται στη διάκριση συντακτικής και συντεταγμένων εξουσιών. Η τελευταία σημαντική πρακτική συνέπεια της διάκρισης είναι η σαφής τυπική διάκριση του συντάγματος από το νόμο. Το σύνταγμα, έκφραση της συντακτικής θέλησης του κυρίαρχου (λαού), δεν μπορεί παρά να διακρίνεται από τον νόμο, το προϊόν της βούλησης του κοινού νομοθέτη. Και τότε μόνο η θέληση του συντακτικού νομοθέτη δηλώνει την ανωτερότητά της απέναντι στη βούληση του κοινού νομοθέτη, όταν το σύνταγμα αναγνωριστεί ως ο υπέρτατος και απαραβίαστος νόμος του κράτους, και απαγορευτεί στον κοινό νόμο να τον αγνοεί ή να τον παραβιάζει v. Αλλά η διάκριση της συντακτικής εξουσίας από τις συντεταγμένες γίνεται εμφανής και επιβεβαιώνεται τόσο σε σχέση με την αναθεωρητική εξουσία όσο και σε σχέση με τις άλλες συντεταγμένες εξουσίες, όπως είναι η νομοθετική. β. Διάκριση της συντακτικής εξουσίας από την αναθεωρητική λειτουργία 1Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΉ ΕΞΟΥΣΊΑ ΩΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΉΣ ΚΑΙ ΑΔΈΣΜΕΥ-ΤΗ ΕΞΟΥΣΊΑ Η συντακτική εξουσία 83 είναι π ρ ω τ ο γ ε ν ή ς, διότι εκδηλώνεται και επιβάλλεται από μόνη της, αντλώντας τη δύναμή της από τον ίδιο της τον εαυτό. Παρουσιάζεται και ως αυτοδύναμη, ενώ παράλληλα είναι και παντοδύναμη και νομικά αδέσμευτη, αφού η άσκησή της δεν υπόκειται σε κανέναν νομικό περιορισμό ή όριο ούτε δεσμεύεται από προϋπάρχοντα κανόνα δικαίου δεν εξαρτάται από διαδικασίες, εκτός από αυτές που η ίδια έχει θεσπίσει για τον εαυτό της, αυτο-δεσμευόμενη μόνο με κανονισμούς ή ψηφίσματα δεν υπόκειται, τέλος, σε αρχές ή κανόνες προ-συνταγματικούς ή υπερσυνταγματικούς. Ασκείται όταν υπάρχει πολιτειακό κενό και αναγνωρίζεται από την απουσία ορίων και τυπικών περιορισμών. Η συντακτική εξουσία εκδηλώνεται είτε όταν συντάσσεται για πρώτη φορά Σύνταγμα με την ίδρυση νέου κράτους είτε όταν καταλύεται η προϊσχύουσα συνταγματική και πολιτική τάξη, έπειτα από επανάσταση ή πραξικόπημα, και θεσπίζεται νέο Σύνταγμα σε αντικατάσταση του παλιού. Η άσκηση πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας προϋποθέτει ρήξη με την προϋπάρχουσα συνταγματική τάξη και συνεπάγεται πολιτειακή μεταβολή. 1Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΉ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΩΣ ΕΞΟΥΣΊΑ ΠΑΡΆΓΩΓΗ ΚΑΙ ΔΕΣΜΕΥΜΈΝΗ Η αναθεωρητική 84 εξουσία, παρόλο που συμμετέχει στην άσκηση συντακτικής λειτουργίας μεταβάλλοντας ή τροποποιώντας τις καταστατικές αρχές ή τους κανόνες που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία του πολιτεύματος, και καθορίζουν την καταστατική θέση του προσώπου σε αυτό, διαφέρει από τη συντακτική εξουσία, διότι είναι μια εξουσία παράγωγη και νομικά δεσμευμένη, αφού η άσκησή της ρυθμίζεται και περιορίζεται από το ήδη υπάρχον Σύνταγμα, εκδηλώνεται δυνάμει αυτού και προϋποθέτει την ισχύ του. Επομένως, η δομή και η λειτουργία της προβλέπονται, οργανώνονται, ρυθμίζονται και περιορίζονται από την εκάστοτε ισχύουσα συνταγματική τάξη. Η ύπαρξή της οφείλεται στη βούληση του συντακτικού 3

4 Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία νομοθέτη και ασκείται με βάση διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος. Σκοπός της δεν είναι άλλωστε να στραφεί κατά του γεννήτορά της για να τον καταργήσει ή για να τον καταλύσει, άλλα να τροποποιήσει διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος ή να θεσπίσει νέες, πάντα όμως, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που το σύνταγμα καθορίζει. Δρα ως εξουσία «συντεταγμένη», δηλαδή δεσμευμένη από προϊσχύοντες κανόνες δικαίου. Ασκεί κατά νομική κυριολεξία αρμοδιότητα συνταγματικού κρατικού οργάνου, επιφορτισμένου με τη μοναδική κρατική λειτουργία αναθεώρησης του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, η αναθεωρητική εξουσία δεν επιτρέπεται, τουλάχιστον στις χώρες που ισχύει αυστηρό σύνταγμα, να συγχέεται με τη συντακτική εξουσία, διότι η τελευταία είναι αναπαλλοτρίωτη και ανεκχώρητη. Καμιά συντεταγμένη εξουσία, ούτε η αναθεωρητική, δεν νομιμοποιείται και δεν δύναται στο πλαίσιο ενός αυστηρού συντάγματος να οικειοποιηθεί συντακτικές εξουσίες ή να ενεργήσει στη θέση ή στο όνομα της συντακτικής εξουσίας του λαού. Ακόμη και όταν ο λαός συμμετέχει ως κρατικό όργανο στην άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας, δεν ασκεί συντακτική αλλά συντεταγμένη εξουσία και δεν εκφράζει θέληση συντακτικής κυριαρχίας αλλά θέληση κρατικής εξουσίας. 1ΟΡΙΣΜΌΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Μπορούμε να ορίσουμε την αναθεωρητική 85 λειτουργία ως την εξουσία που προβλέπεται και οργανώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα, που ασκείται σύμφωνα με τον τρόπο και τη διαδικασία που το ίδιο, ειδικά, ορίζει και που αποβλέπει στην τροποποίηση, την αντικατάσταση, την αυθεντική ερμηνεία, την κατάργηση ισχυουσών συνταγματικών διατάξεων ή στην προσθήκη νέων. γ. Διάκριση της αναθεωρητικής από τη νομοθετική λειτουργία 1Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΉ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΕΞΟΜΟΙΩΘΕΊ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ 86 ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ Διαφέρει όμως ουσιωδώς και από τη νομοθετική εξουσία. Πρώτον, διότι δεν συμμετέχει στη νομο-παραγωγική διαδικασία, δηλαδή στη θέσπιση και την τροποποίηση κανόνων δικαίου, αφού απλώς θέτει τους όρους και τις διαδικασίες παραγωγής των κανόνων δικαίου και, δεύτερον, διότι ασκείται από διαφορετικό κρατικό όργανο που εκδηλώνει βούληση ή εκδίδει πράξεις (ψηφίσματα) που λογικά προηγούνται και τυπικά υπερισχύουν των κοινών νόμων. Ασκείται, στο πλαίσιο αυστηρού συντάγματος, από ειδικό όργανο ή (και) με ειδική διαδικασία, διαφορετική από εκείνη της νομοθετικής λειτουργίας, και αποσκοπεί στην τροποποίηση ή την κατάργηση συνταγματικών διατάξεων και στη θέσπιση νέων. Η ειδική αυτή διαδικασία της αναθεώρησης προσδίδει στο Σύνταγμα το γνώρισμα της αυστηρότητας, η οποία το κάνει να διακρίνεται τυπικά από τον νόμο και να παραμένει απρόσβλητο από τις ενέργειες του νομοθέτη. Δ. ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ 1 Ο ΕΚΆΣΤΟΤΕ ΚΥΡΊΑΡΧΟΣ; Κατά την κρατικο-θετικιστική πρόσληψη του συντάγματος 87 φορέας ή υποκείμενο της συντα-κτικής εξουσίας είναι ο εκάστοτε κυρίαρχος, δηλαδή εκείνη η δύναμη, προσωποποιημένη, ανάλογα με το πολίτευμα, στον λαό, στο κράτος, στον μονάρχη, στον δικτάτορα ή στο κόμμα, που δεν εξαρτάται από άλλη εξουσία ούτε δεσμεύεται από προϋπάρχοντες κανόνες, που μπορεί και επιβάλλεται αποτελεσματικά από μόνη της και έχει την ικανότητα να καθορίζει κυριαρχικά τα όρια της δικής της εξουσίας (αρμοδιότητα), καθώς και τις αρμοδιότητες των κρατικών οργάνων που η ίδια εγκαθιστά. Ο φορέας άρα της συντακτικής εξουσίας διαφέρει από πολίτευμα σε πολίτευμα και συναρτάται με τον φορέα της κυριαρχίας. Έτσι στα μοναρχικά πολιτεύματα είναι ο μονάρχης, στα δημοκρατικά ο λαός, στα αυταρχικά ή δικτατορικά καθεστώτα το πρόσωπο ή η ομάδα που κατέχει την πολιτική εξουσία.

Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία 1 Ο ΛΆΟΣ ΜΟΝΑΔΙΚΌΣ ΦΟΡΈΑΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΉΣ ΕΞΟΥΣΊΑΣ Η φορμαλιστική αυτή θεώρηση 88 του φορέα της συντακτικής εξουσίας αγνοεί, ωστόσο, την ιστορία του συνταγματισμού και αδιαφορεί για το δημοκρατικό αίτημα του συντάγματος. Σε ριζική αντιδιαστολή προς την προηγούμενη θεώρηση η δημοκρατική παράδοση του ελληνικού συνταγματισμού, που ξεκινά από την εθνική μας επανάσταση, φαίνεται να ασπάζεται, πάντως, το «δόγμα» της γαλλικής επανάστασης, που διακήρυξε ότι «η συντακτική εξουσία (pouvoir constituant) ανήκει πάντοτε υπό οιασδήποτε μορφάς και όρους και άνευ ουδενός περιορισμού εις μόνον το «έθνος» (à la nation seule), εις τον λ α ό ν, τ ο υ τ έ σ τ ι ν τ ο ν έ χ ο ν τ α ή δ η σ υ ν ε ί δ η σ ι ν τ η ς π ο λ ι τ ι κ ή ς ι κ α ν ό τ η τ ο ς π ρ ο ς α υ τ ο π ρ ο σ δ ι ο ρ ι σ μ ό ν κ α ι θ έ λ η σ ι ν δ ι ω ρ ι σ μ έ ν η ν π ο λ ι τ ι κ ή ν υ π ό σ τ α σ ι ν». Η θεωρία της «συντακτικής εξουσίας του λαού» προϋποθέτει, πράγματι, τη «συνειδητή θέληση του έθνους να υπάρξει πολιτικά», να προσδώσει με το Σύνταγμα στον εαυτό του μια συγκεκριμένη πολιτική υπόσταση. 1 Η ΆΣΚΗΣΗ «ΑΥΤΑΡΧΙΚΉΣ» ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΉΣ ΕΞΟΥΣΊΑΣ ΩΣ ΕΞΑΊΡΕΣΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΚΑΝΌΝΑ Ακόμη 89 και όταν σε μεταβατικές ιστορικές περιόδους, όπως ήταν η περίοδος της συνταγματικής μοναρχίας, ή σε περιόδους κρίσης του εθνικού, αντιπροσωπευτικού κράτους, οπότε εμφανίζονται «δικτατορικά ή αυταρχικά» πολιτικά (ή στρατιωτικά) καθεστώτα, που ασκούν έκτακτες ή εξαιρετικές εξουσίες, ή, τέλος, στις περιπτώσεις εγκαθίδρυσης θεοκρατικών ή φασιστικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων (όπως ήταν τα καθεστώτα του κρατικού κομμουνισμού), ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου είδαμε να εμφανίζεται και να ασκείται πρωτογενής συντακτική εξουσία με όλα τα εξωτερικά γνωρίσματά της, η μορφή αυτή της συντακτικής εξουσία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εξαιρετικό γεγονός, που έρχεται σε ρήξη με τη δημοκρατική συνταγματική νομιμότητα, αφού την καταλύει. Ως μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: σ τ η ν ε ω τ ε ρ ι κ ή ε π ο χ ή φ ο ρ έ α ς τ η ς σ υ ν τ α κ τ ι κ ή ς ε ξ ο υ σ ί α ς γ ι α τ η σ υ γ κ ρ ό τ η σ η μ ι α ς π ο λ ι τ ε ί α ς ε ί ν α ι κ α ι δ ε ν μ π ο ρ ε ί π α ρ ά ν α ε ί ν α ι μ ό ν ο ν ο Λ α ό ς. Ο κανόνας αυτός έχει οικουμενική ισχύ. Ο δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας των πολιτευμάτων αποτελεί σήμερα αξία οικουμενική. Ε. ΜΟΡΦΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥ-ΣΙΑΣ α. Ιστορικά πρότυπα κατάρτισης ή σύνταξης συντάγματος 1 ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΊΑΣ Η σύνταξη ή η κατάρτιση ενός συνταγματικού κειμένου είναι 91 φυσικά μια τεχνική διαδικασία, που γίνεται, όμως, με την πολιτική ευθύνη και την τελική απόφαση του εκάστοτε φορέα της συντακτικής εξουσίας. Το κείμενο προετοιμάζεται και γίνεται αντικείμενο τεχνικής και ουσιαστικής επεξεργασίας από επιτροπές ειδικών ή πολιτικών προσώπων, που συγκροτούνται ad hoc είτε από αντιπροσωπευτικά σώματα που έχουν την ευθύνη σύνταξης ενός συντάγματος είτε από φορείς εκτελεστικής εξουσίας που συμμετέχουν στην άσκηση συντακτικής εξουσίας. H διαδικασία επεξεργασίας και κατάρτισης ενός σχεδίου συνταγματικού κειμένου είναι συνάρτηση του περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικού χαρακτήρα της συντακτικής εξουσίας vi. Η ιστορική παρατήρηση πάντως μας υποδεικνύει τις ακόλουθες διαδικασίες ή τεχνικές επεξεργασίας, κατάρτισης και υιοθέτησης ενός γραπτού συντάγματος: ΤΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΜΈΝΑ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΑ Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ-ΣΥΜ-ΒΟΛΑΙΟ Στην ιστορική περίοδο 1 9 μετάβασης από την απόλυτη μοναρχία στη συνταγματική μοναρχία, σε χώρες που γνώρισαν τέτοια ιστορική περίοδο και είχαν ζήσει τον πολιτικό συμβιβασμό μεταξύ μονάρχη και αντιπροσώπων του λαού, τα συντάγματα αντιμετωπίστηκαν ως κείμενα παραχωρημένα από τον μονάρχη στον λαό, που διεκδικούσε να γίνει αυτός κυρίαρχος. Τα συντάγματα αυτού του τύπου αποκλήθηκαν «π α ρ α χ ω ρ η μ έ ν α σ υ ν τ ά γ μ α τ α» (constitutions octroyées), όταν ο μονάρχης τα παραχωρούσε με μονομερή πράξη του στους υπηκόους του, ενώ, όταν καταρτίζονταν με τη σύμπραξη μονάρχη και αντιπροσώπων του λαού και κατέγραφαν την πολιτική συμφωνία δύο «πολιτικών υποκειμένων», ονομάζονταν «σ υ ν θ ή κ η» (pact ή charte) ή «σ ύ ν τ α γ μ α - σ υ μ β ό λ α ι ο» ή «σ ύ ν τ α γ μ α - σ υ ν ά λ λ α γ μ α». Και στις δύο περιπτώσεις ένας και μοναδικός ήταν ο φορέας της 5

6 Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία κυριαρχίας: στα μεν μοναρχικά καθεστώτα ο μονάρχης, ο οποίος δεχόταν να παραχωρήσει την άσκηση μέρους της κυριαρχίας στους αντιπροσώπους του λαού στις δε βασιλευόμενες δημοκρατίες ο λαός, ο οποίος παραχωρούσε στον μονάρχη αρμοδιότητα συμπράξεως στη συντακτική εξουσία vii. Τέτοιο υπήρξε το σύνταγμα του 1844, που προήλθε από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, η οποία ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει σύνταγμα, «σύνταγμα-συνάλλαγμα», που συνήφθη μεταξύ του μονάρχη και των επαναστατών της 3ης Σεπτεμβρίου και που κατέγραφε τον πολιτικό συμβιβασμό, ο οποίος επήλθε μεταξύ των οπαδών της μοναρχικής και των οπαδών του συνταγματισμού και της δημοκρατικής αρχής. Τα παραχωρημένα συντάγματα συμβόλιζαν τον ασταθή πολιτικό συμβιβασμό που είχε επέλθει, προσωρινά και μεταβατικά, μεταξύ της ανερχόμενης πολιτικά αστικής τάξης και της απερχόμενης ιστορικά αριστοκρατίας. Εξέφραζαν σε μιαν ορισμένη στιγμή την εξισορρόπηση αντίπαλων κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων. 93 1 ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΈΣ ΣΥΝΕΛΕΎΣΕΙΣ Η ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΎΣΕΙΣ Στις δημοκρατικές όμως επαναστάσεις που συντελούνται με την ενεργό συμμε-τοχή του Λαού και καταλήγουν στη σύνταξη συντάγματος, που συμβολίζει και επικυρώνει τις πολιτικές κατακτήσεις του επαναστατημένου λαού, την κατάρτιση του συντάγματος την αναλάμβαναν αντιπροσωπευτικά σώματα που συγκαλούνταν προς τούτο με την ειδική εντολή να συντάξουν συνταγματικό πολίτευμα. Τα ειδικά αυτά αντιπροσωπευτικά σώματα αποκαλούνταν σ υ ν τ α κ τ ι κ έ ς σ υ ν ε λ ε ύ σ ε ι ς ή ε θ ν ο σ υ ν ε λ ε ύ σ ε ι ς ή C o n v e n t i o n s. Αποστολή τους είχαν να επεξεργαστούν και να συντάξουν σύνταγμα, το οποίο είτε το υιοθετούσαν οι ίδιες με πανηγυρική απόφασή τους είτε το πρότειναν σε άλλα σώματα ή το έθεταν υπό την κρίση του λαού με δημοψήφισμα. Η θητείας τους ήταν συνάρτηση της αποστολή τους και, άρα, έληγε με την εκπλήρωσή της. Υπήρξαν όμως συνελεύσεις συντακτικές, και σε αυτές κατατάσσονται και οι εθνικές μας συνελεύσεις, στις οποίες το κατεξοχήν έργο τους συνδυαζόταν με την παράλληλη άσκηση νομοθετικού έργου. Λειτουργούσαν δηλαδή και ως νομοθετικά σώματα. Οι συντακτικές συνελεύσεις αποτελούν ιστορικά πρότυπα άσκησης πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας, διότι συγκέντρωναν και εξέφραζαν ολόκληρη την κυριαρχία του λαού, στην πρωταρχική και παντοδύναμη εκδήλωσή της. Η παντοδυναμία των συνελεύσεων πήγαζε από τον επαναστατικό τους χαρακτήρα. Η φύση τους ήταν επαναστατική, «είτε διότι ούτω συγκροτούνται αρχήθεν είτε καθίστανται μεταγενεστέρως». Η παντοδυναμία πηγάζει «εκ πρωτογενούς δυνάμεως θελήσεως, η οποία δεν διέπεται από προϋπάρχοντας κανόνας Δικαίου και δι αυτό συνήθως και τους υπάρχοντας υπερπηδά είτε προς σύνταξιν το πρώτον πολιτεύματος ενίοτε σε και προς ίδρυσιν νέου κράτους είτε προς αντικατάστασιν του υπάρχοντος» viii. Το ειδικό συντακτικό έργο που επιτελούσαν οι συντακτικές συνελεύσεις καθώς και η ειδική διαδικασία, που συνήθως ακολουθούσαν για την κατάρτιση του συντάγματος, διαφορετική από εκείνη της ψήφισης των νόμων, και γενικά ο πανηγυρικός και τελετουργικός χαρακτήρας της σύγκλησής τους και της υιοθέτησης των συνταγματικών κειμένων που ετοίμαζαν, προσέδιδαν στο σύνταγμα αίγλη και συμβολική ακτινοβολία. Το έκαναν έτσι να ξεχωρίζει, τυπικά και ουσιαστικά, ως δημιούργημα της πρωταρχικής και συντακτικής θέλησης του λαού, από έναν κοινό νόμο, που είναι έργο της νομοθετικής θέλησης των αντιπροσώπων του. Η αξία ενός συντάγματος ήταν προφανώς υπέρτερη του κοινού νόμου. Η τυπική υπεροχή του έναντι του νόμου και ο αυστηρός χαρακτήρας του ήταν συνέπεια της σημασίας του εγχειρήματος, που έμοιαζε με έργο θεϊκό. Η προετοιμασία και η κατάρτιση του συνταγματικού κειμένου γίνονταν από επιτροπές που συγκροτούνταν ειδικά από τα συντακτικά σώματα για τον σκοπό αυτό. ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΗΜΟΨΉΦΙΣΜΑΤΑ Σε ορισμένες χώρες, και ιδίως σε περιόδους κρίσης του 1 94 κράτους και άσκησης εκτάκτων εξουσιών, τα συνταγματικά κείμενα που είχαν καταρτιστεί από αντιπροσωπευτικά σώματα ή από κρατικά όργανα που συνέβαινε να ασκούν συντακτική εξουσία τίθονταν υπό την κρίση του λαού με τη μορφή δημοψηφίσματος. Το συνταγματικό δημοψήφισμα, παρόλο που ενεργοποιεί τη θέληση του λαού και εμφανίζεται ως μορφή εκδήλωσης της λαϊκής κυριαρχίας, στην πράξη αποτελεί εκδήλωση «αυταρχικής» «μαζικής» δημοκρατίας. Διότι το συνταγματικό δημοψήφισμα συναντά κατά κανόνα την προτίμηση αυταρχικών ή δικτατορικών πολιτικών καθεστώτων, τα οποία, προκειμένου να δώσουν μιαν επίφαση δημοκρατικής νομιμοποίησης στην εξουσία τους, καταφεύγουν στον λαό επιδιώκοντας να εκμαιεύσουν τη συναίνεσή του μέσα από το τεχνητό δίλημμα της μαζικής έγκρισης ή απόρριψης με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» (blébiscite) των συνταγματικών σχεδιασμών τους.

Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία 7 Στη συνταγματική μας ιστορία τέτοια δημοψηφίσματα (προσωπικά-blébiscite) γνωρίσαμε την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας της 1ης Απριλίου του 1967, η οποία προσέφυγε στη μέθοδο αυτή δύο φορές, μία το 1969 και μία το 1973, προκειμένου να εκβιάσει τη συναίνεση του λαού στα συνταγματικά κείμενα που είχαν ετοιμάσει επιτροπές συστημένες από το καθεστώς. Η διαδικασία ωστόσο του δημοψηφίσματος προβλέπεται σε συντάγματα ορισμένων χωρών, όπως της Γαλλίας, ως μια μορφή ή διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος ix. β. Ιστορικά προηγούμενα από την ελληνική συνταγματική ιστορία ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΉ ΕΞΟΥΣΊΑ - ΠΡΑΞΙΚΌΠΗΜΑ - ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ Στις περιπτώσεις αυτές αποκτούν 01 νομικό ενδιαφέρον δύο όροι της πολιτικής επιστήμης, ο όρος «πραξικόπημα» και ο όρος «επανάσταση» x, η διάκριση των οποίων γίνεται αναγκαία, όταν πρόκειται να ενταχθούν στη μία ή στην άλλη κατηγορία ενέργειες πολιτειακές που έρχονται σε ρήξη με την υπάρχουσα νομιμότητα και επιζητούν τη νομιμοποίησή τους. Ως πραξικόπημα χαρακτηρίζονται, συνήθως, ενέργειες κρατικών οργάνων, ιδίως αυτών που συνδέονται με την εκτελεστική εξουσία και τους μηχανισμούς καταστολής, όπως είναι ο στρατός, τα οποία καταλαμβάνουν την πολιτική αρχή σφετεριζόμενα συνταγματικές εξουσίες και καταλύοντας με τη βία την ισχύουσα συνταγματική νομιμότητα. Το πραξικόπημα προϋποθέτει συνωμοτικές ενέργειες και αποφάσεις από φορείς ή πρόσωπα που ασκούν εξουσία. Η επανάσταση χαρακτηρίζεται και αυτή από βίαιη πολιτειακή μεταβολή, η οποία όμως διαφέρει ριζικά από το πραξικόπημα, διότι στηρίζεται στη λαϊκή κινητοποίηση και συμμετοχή, και αποσκοπεί στην ανατροπή του ισχύοντος πολιτεύματος και στην εγκαθίδρυση ενός ριζικά νέου πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος. Κλασικά ιστορικά παραδείγματα λαϊκών επαναστάσεων, η γαλλική επανάσταση του 1789, η αμερικάνικη του 1776, η ρώσικη του 1917 και, από την εθνική μας ιστορία, η εθνική επανάσταση του 181, που δεν άλλαξε απλώς καθεστώς, αλλά εγκατέστησε ένα νέο κράτος, καθώς και εκείνη της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που κατέλυσε την απόλυτη μοναρχία του Όθωνα και εγκαθίδρυσε συνταγματική μοναρχία. Συχνά όμως στην ιστορική πραγματικότητα η διάκριση πραξικοπήματος και επανάστασης είναι δυσδιάκριτη ή συσκοτίζεται συνειδητά από τους κρατούντες. Ένα πραξικόπημα μπορεί εξάλλου να καταλήξει σε επανάσταση, σε ριζική δηλαδή ανατροπή ή αλλαγή του καθεστώτος, εξασφαλίζοντας την έκδηλη λαϊκή προσχώρηση στα σχέδιά του. Η επανάσταση προϋποθέτει πάντα λαϊκή σύμπραξη. Το πραξικόπημα, αντίθετα, στηρίζεται στην παθητική στάση του λαού, και αποσκοπεί στη διατήρηση του υπάρχοντος πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος. Από νομική σκοπιά τόσο το πραξικόπημα όσο και η επανάσταση συνιστούν ενέργειες που στρέφονται κατά του Συντάγματος και αποσκοπούν στην ανατροπή του πολιτεύματος xi. Πρόκειται άρα για ενέργειες εξ ορισμού «αντισυνταγματικές» και συνεπώς παράνομες, αν κριθούν με βάση τη συνταγματική νομιμότητα που καταλύουν. Εφόσον όμως επικρατήσουν και επιτύχουν τη λαϊκή «προσχώρηση» ή «αναγνώριση» xii στους στόχους που επιδιώκουν, τότε μπορούν να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων και να κριθούν με αναφορά τη συνταγματική τάξη που ιδρύουν και όχι αυτήν που καταλύουν. Η παλιά ρήση «η επανάσταση που επικράτησε δημιουργεί δίκαιο» και «πάσα επανάστασις αποτυχούσα μεν και καταπνιγείσα αποτελεί παρανομίαν, επιτυχούσα δε και θριαμβεύουσα και δη τη κοινή συμπράξει όλων των συνταγματικών και πολιτικών παραγόντων δημιουργεί δίκαιον» xiii, θα πρέπει σήμερα να διαβαστεί διαφορετικά και να συμπληρωθεί. Ο όρος «επικράτηση» θα πρέπει, ενόψει της καθιέρωσης της δημοκρατικής αρχής ως κριτηρίου νομιμότητας και νομιμοποίησης της εξουσίας οικουμενικής ισχύος, να νοηθεί ότι εμπεριέχει, τουλάχιστον, το στοιχείο της «λαϊκής αναγνώρισης» xiv ή συναίνεσης μέσω της ενεργοποίησης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Η επανάσταση δεν είναι ένα γεγονός που αδυνατεί να συλλάβει το Δίκαιο, αλλά ένα γεγονός που εξεγείρεται ενάντια στο υπάρχον δίκαιο xv. Με αυτήν την έννοια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαναστατική κάθε ενέργεια που τροποποιεί, μεταβάλλει ή αντικαθιστά το Σύνταγμα ή θεμελιώδη αρχή του χωρίς να τηρείται η προβλεπόμενη διαδικασία από το εν ισχύει Σύνταγμα xvi. 0 Η ΆΣΚΗΣΗ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΎΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΉΣ ΕΞΟΥΣΊΑΣ ΚΑΤΆ ΤΗΝ ΠΕΡΊΟΔΟ 1967-1974 Στην Ελλάδα τέτοιο πρόβλημα ανέκυψε με την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας της 1ης Απριλίου

8 Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία του 1967, η οποία κατέλυσε το τότε ισχύον πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που είχε εγκατασταθεί με το Σύνταγμα του 1864/1911/195. Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας την 3η/4η Ιουλίου 1974 ανέκυψαν ζητήματα νομικού χαρακτηρισμού των πολιτειακών μεταβολών που είχαν μεσολαβήσει και ιδίως αν θα μπορούσαν να καταταγούν στην κατηγορία του πραξικοπήματος ή της επανάστασης κι έτσι αναζητήθηκε η φύση και ο χαρακτήρας της συντακτικής εξουσίας που ασκήθηκε πριν από και μετά την πτώση της δικτατορίας. Είναι αλήθεια, κατ αρχήν, ότι το στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Απριλίου 1967, που πέτυχε να καταλύσει βίαια τη συνταγματική τάξη του 195 και να επιβληθεί αποτελεσματικά στη χώρα, άσκησε πρωτογενή συντακτική εξουσία xvii, εφόσον «οι κρατούντες» «ενήργησαν κατά συνειδητήν και ηθελημένη παράβασιν των σχετικών ορισμών του προϊσχύοντος δικαίου και είχαν εκ παραλλήλου την δύναμιν να επιβάλουν αποτελεσματικώς την τοιαύτην θέλησίν τους» xviii. Δεν κατάφεραν όμως να δημιουργήσουν νέο «δίκαιο», όχι μόνον διότι δεν εγκατέστησαν μια νέα συνταγματική τάξη που να γίνει αποδεκτή και να λειτουργήσει αποτελεσματικά και συνολικά, αφού οι έκτακτες εξουσίες ουδέποτε καταργήθηκαν και η «προσωρινή» αναστολή ισχύος των ατομικών ελευθεριών ουδέποτε σταμάτησε, αλλά κυρίως διότι δεν εξασφάλισαν θεσμικά, μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, τη λαϊκή αναγνώριση στους συνταγματικούς τους σχεδιασμούς, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το αυταρχικό πολιτικό καθεστώς πριν να «προλάβει» να δημιουργήσει νέο Δίκαιον xix. Νομολογία αλλά και θεωρία στην Ελλάδα, με αφορμή την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας το 1974 και την άσκηση πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, διακήρυξαν ότι η λαϊκή προσχώρηση όταν εκδηλώνεται ελεύθερα, ρητά ή σιωπηρά, αποτελεί, σε μια χώρα όπου επικρατεί η δημοκρατική αρχή, στοιχείο απαραίτητο για να θεωρηθεί ότι μια επανάσταση ή ένα πραξικόπημα, που επικράτησε, δημιούργησε δίκαιο. Η πολιτική κυβέρνηση που σχηματίσθηκε την 4.7.1974 με την απόφαση των ενόπλων δυνάμεων και της ηγεσίας του αστικού πολιτικού κόσμου, όταν κατέρρευσε το δικτατορικό καθεστώς της 1ης Απριλίου, αν και κυβέρνηση de facto, ήταν νομιμοποιημένη, διότι «άσκησε την εξουσία αποτελεσματικώς και αδιαφιλονικήτως υπό την καθολικήν συναίνεσιν του Λαού», δημοκρατικά και με σκοπό την ταχεία αποκατάσταση της δημοκρατικής συνταγματικής τάξης. Είναι αξιοσημείωτο είναι η «ειρηνική» μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία ξεκίνησε νομικά με την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος με αριθμό 517/1974, που υπογραφόταν από τον τότε Πρόεδρο του στρατιωτικού καθεστώτος Γκιζίκη και επικαλείτο το άρθρο 43 του συντάγματος του 1968/1973 καθώς και «την εν Εθνικώ Συμβουλίω εκφρασθείσα ομόφωνον απόφασιν της ηγεσίας του Πολιτικού Κόσμου και των ενόπλων δυνάμεων». Με βάση αυτά οι τότε κρατούντες με φράσεις χαρακτηριστικές όπως: «απεφασίσαμεν και διατάσσομεν (!) : Διορίζομεν Πρωθυπουργόν τον Κωνσταντίνον Καραμανλήν». Αν στηριχθεί κανείς στο νομικό αυτό κείμενο, με το οποίο πραγματοποιείτο μέσα στην ουσιαστική ασυνέχεια αλλά τυπική συνέχεια η ρήξη με την ισχύουσα τότε συνταγματική τάξη και προοιωνιζόταν μια νέα, θα πρέπει να παρατηρήσει ότι φορείς της συντακτικής εξουσίας εκείνη τη στιγμή αναγορεύονταν ο «πολιτικός κόσμος και οι ένοπλες δυνάμεις» xx. Αλλά λίγες μόνον μέρες αργότερα ο συντακτικός χαρακτήρας της νέας εξουσίας ξεκαθάρισε με την έκδοση της συντακτικής πράξης της 1ης Αυγούστου 1974 «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος και ρυθμίσεως του δημοσίου βίου μέχρι του οριστικού καθορισμού του πολιτεύματος και της καταρτίσεως του νέου Συντάγματος» (ΦΕΚ Α 13/1-8- 1974). Με την έκδοση της καταστατικής αυτής πράξης τη συντακτική εξουσία ανέλαβε και ασκούσε, προσωρινά πάλι, η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος «υπό την καθολικήν και ομόφωνον συμπαράστασιν του Ελληνικού Λαού» και με στόχο «την ταχείαν αποκατάστασιν ελευθέρου δημοκρατικού βίου». Με το άρθρο 1 της πράξης επανήλθε σε ισχύ το Σύνταγμα του 195 με εξαίρεση τις διατάξεις που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος. Προβλέφθηκε η δυνατότητα έκδοσης από το Υπουργικό Συμβούλιο μέχρι την σύγκληση της Εθνικής Αντιπροσωπείας συντακτικών πράξεων που θα τροποποιούσαν, λόγω των περιστάσεων, διατάξεις του Συντάγματος του 195. Με το τελευταίο άρθρο καταργείτο το κείμενο Συντάγματος του 1968 καθώς και κάθε άλλη πράξη συντακτικού περιεχομένου της δικτατορίας. Η μεταβατική αυτή φάση ολοκληρώθηκε με την έκδοση μιας ακόμη καταστατικής πράξης, της συντακτικής πράξης της 4ης Οκτωβρίου 1974, με την οποία προβλεπόταν η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία προς «ολοκλήρωσιν της δημοκρατικής νομιμότητος», η διενέργεια δημοψηφίσματος για τον καθορισμό της μορφής του πολιτεύματος, η διαδικασία κατάρτισης και υποβολής στην Εθνική Αντιπροσωπεία σχεδίου συντάγματος από την κυβέρνηση που θα προερχόταν από τις εκλογές καθώς και η προθεσμία ψήφισής του μαζί με άλλες διαδικαστικού κυρίως χαρακτήρα προβλέψεις, που αφορούσαν τον τρόπο ψήφισής του από τη νέα Βουλή. Είναι γεγονός ότι:

Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία 9 «Υπό τας εξαιρετικάς ταύτας συνθήκας αναλαβούσα την Αρχήν, η Κυβέρνηση αύτη είχε εκ καταγωγής την εξουσίαν όπως μέχρι της συγκλήσεως της Εθνικής Αντιπροσωπείας θεσπίζη κανόνας δικαίου απλής ή έτσι και επηυξημένης τυπικής ισχύος, περιβληθείσα ούτω πρωτογενή συντακτική εξουσία, κατ άσκησιν της οποίας ηδύνατο να εκδίδη άνευ ουδενός νομικού περιορισμού συντακτικάς πράξεις, ισοτίμους προς αλλήλας και ως εκ τούτου ρυθμιζούσας κυριαρχικώς το υπ αυτών αντιμετωπιζόμενον θέμα, της εκδόσεώς των αναγομένης εις την ιδίαν της κυβερνήσεως ταύτης πολιτικήν ευθύνην και επομένως μη υποκειμένης εις τον δικαστικόν έλεγχον» xxi. Έτσι αφού το αρχικό πραξικόπημα είχε βαπτιστεί επανάσταση, δεν απέμενε άλλη λύση στη νομολογία από το να νομιμοποιήσει το νέο πραξικόπημα μέσα στο πραξικόπημα (un coup d Etat dans le coup d Etat ) xxii, αφού είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας. ΣΤ. ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Συντακτική και αναθεωρητική εξουσία εκδηλώνουν, όσο υπάρχουν, τη βούλησή τους με πράξεις, που η ελληνική συνταγματική θεωρία, βασιζόμενη στη συνταγματική μας ιστορία, αποκαλεί «συντακτικές πράξεις» και «ψηφίσματα». Και οι δύο κατηγορίες ρυθμίζουν θέματα συντακτικού χαρακτήρα με τρόπο αποσπασματικό, ειδικό και προσωρινό. α. Συντακτικές πράξεις ΟΡΙΣΜΟΣ - ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ Συντακτικές πράξεις καλούνται η συντακτικού χαρακτήρα και 04 συνταγματικού συνήθως αλλά όχι αποκλειστικά περιεχομένου πράξεις που εκδίδουν όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, τα οποία αναλαμβάνουν και ασκούν αυτόβουλα και αυτοδύναμα κρατική εξουσία. Η έκδοση συντακτικής πράξης αποτελεί εκδήλωση (και απόδειξη μαζί) της άσκησης πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας από τα κρατικά όργανα, εξουσίας δηλαδή που ασκείται χωρίς να στηρίζεται σε προϋπάρχοντα κανόνα δικαίου ή να δεσμεύεται από αυτόν και χωρίς να εξαρτάται από άλλη εξουσία ή βούληση. Όταν η συντακτική πράξη εκδοθεί, ενώ ισχύει συνταγματική τάξη, τότε συνιστά, αυτόχρημα, ενέργεια ανατρεπτική για την ίδια. Δεν την παραβιάζει απλώς, την υπερβαίνει καταλύοντάς την. Τα κρατικά όργανα που εκδίδουν συντακτικές πράξεις «ενεργούν κατ αντίθεσιν οξυτάτην προς την προϋφισταμένην συνταγματικήν τάξιν, την οποίαν δι αυτής της συμπεριφοράς τους καταλύουν». Ενεργούν διαρρηγνύοντας τους νομικούς δεσμούς της με την υπάρχουσα συνταγματική νομιμότητα. Σφετερίζονται συντακτική εξουσία, η οποία ανήκει εξ ορισμού στην «κυρίαρχη» εξουσία του λαού. Με αυτήν την έννοια δρούν και αποφασίζουν αυτόβουλα. Είναι αυτονόητο ότι δεν νοείται, όσο ισχύει ένα Σύνταγμα, έκδοση συντακτικών πράξεων από όργανα συντεταγμένης εξουσίας, χωρίς αυτά να αποβάλλουν, ταυτόχρονα, τη «νόμιμη» ιδιότητά τους. Συνταγματικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να εκδώσουν συντακτικές πράξεις, χωρίς να παύσουν να είναι «νόμιμες» και χωρίς να μεταβληθούν σε κυβερνήσεις πραξικοπηματικές. Μόνον de facto κυβερνήσεις νομιμοποιούνται να ασκούν συντακτική εξουσία και να εκδίδουν συντακτικές πράξεις. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΆ ΙΣΤΟΡΙΚΆ ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΑ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΏΝ ΠΡΆΞΕΩΝ Συντακτικές πράξεις 06 εκδίδουν επαναστατικές ή πραξικοπηματικές κυβερνήσεις, σε περιόδους συνταγματικής κρίσης, όταν καταλύεται ισχύουσα συνταγματική τάξη και όσο δεν ισχύει Σύνταγμα, ενόψει της προετοιμασίας νέου Συντάγματος και μέχρι την οριστική ψήφισή του. Έτσι από τις πρώτες μέρες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική κατοχή, το 1945, μέχρις ότου συνήλθε η Δ Αναθεωρητική Βουλή, το 1946, εκδόθηκαν 115 συντακτικές

10 Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία πράξεις xxiii, οι οποίες ρύθμιζαν μια σειρά θεμάτων συνταγματικού ή νομοθετικού περιεχομένου. Η ισχύς των συντακτικών πράξεων και ψηφισμάτων που εκδόθηκαν μετά την απελευθέρωση ρυθμίστηκε από το ψήφισμα της 16/9 Απριλίου 195, το οποίο εξέδωσε η Βουλή που προήλθε από τις εκλογές του 1951 xxiv. Με συντακτικές πράξεις ρύθμισαν την οργάνωση και την άσκηση της εξουσίας τους καθώς και ζητήματα νομοθετικού χαρακτήρα και οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά το πραξικόπημα της 1ης Απριλίου του 1967. Η πρώτη συντακτική πράξη εκδόθηκε την 6η Μαΐου 1967, και αφορούσε τον τρόπο άσκησης της συντακτικής και νομοθετικής εξουσίας και επέφερε τροποποιήσεις στο σύνταγμα, ενώ πρόβλεπε, παράλληλα, τη σύνταξη νέου συντάγματος. Μέχρι την έκπτωση του τ. Βασιλιά Κωνσταντίνου από τον θρόνο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967 είχαν εκδοθεί 14 συντακτικές πράξεις με ποικίλο περιεχόμενο xxv. Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας εγκαινίασε μετά τη μεταπολίτευση το συντακτικό της έργο με τη Συντακτική πράξη της 1ης Αυγούστου του 1974, που είχε ως τίτλο «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος και ρυθμίσεως θεμάτων του δημόσιου βίου μέχρι του οριστικού καθορισμού πολιτεύματος και της καταρτίσεως του νέου Συντάγματος της χώρας». Άξια μνείας είναι και η τρίτη Συντακτική πράξη «περί προσφυγής εις την λαϊκήν ετυμηγορίαν προς ολοκλήρωσιν της νομιμότητος», η οποία πρόβλεψε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος και όριζε τις εξουσίες της Βουλής που θα προερχόταν από τις προσεχείς εκλογές και θα ετοίμαζε το νέο Σύνταγμα της χώρας xxvi. β. Ψηφίσματα ΟΡΙΣΜΌΣ - ΙΣΧΎΣ Ψηφίσματα αποκαλούνται από τον Μάνεση xxvii οι αυτοτελείς, αυξημένης 07 τυπικής ισχύος και συντακτικού περιεχομένου πράξεις συντακτικών συνελεύσεων ή αναθεωρητικών βουλών. Η πιο εμφανής διαφορά των ψηφισμάτων από τις συντακτικές πράξεις είναι ότι τα πρώτα εκδίδονται από αντιπροσωπευτικά σώματα, ενώ οι δεύτερες από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Το περιεχόμενο και των δύο είναι κατ αρχήν και κατά βάση συντακτικού χαρακτήρα, αλλά μπορούν να ρυθμίζουν και θέματα νομοθετικού περιεχομένου. Τα κείμενα τόσο των ψηφισμάτων όσο και των συντακτικών πράξεων είναι προικισμένα με την ίδια τυπική ισχύ που έχει το τυπικό Σύνταγμα, και, άρα, με αυξημένη τυπική δύναμη έναντι των νόμων. Τα ψηφίσματα εκδίδονται όσο διαρκεί το συντακτικό έργο των συντακτικών συνελεύσεων ή των αναθεωρητικών βουλών. Εκφράζουν με τρόπο παρεμπίπτοντα, αποσπασματικό και προσωρινό τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη μέχρι την ψήφιση του νέου Συντάγματος και εκδίδονται ενόψει αυτού. Κύρια αποστολή ενός αντιπροσωπευτικού σώματος, που έχει αναλάβει και ασκεί πρωτογενές συντακτικό έργο έστω κι αν τυπικά αποκαλείται αναθεωρητική Βουλή, όπως συνέβη με την Δ και την Ε είναι η κατάρτιση και η ψήφιση ενός νέου κειμένου Συντάγματος, στο οποίο αποτυπώνεται η οριστική και καθολική βούληση του συντακτικού νομοθέτη με τρόπο ενιαίο και συστηματικό. Αντικείμενό τους είναι η προσωρινή και επείγουσα ρύθμιση θεμάτων που αφορούν κυρίως είτε τον τρόπο άσκησης της συντακτικής εξουσίας και ψήφισης του νέου Συντάγματος από την συντακτική συνέλευση είτε τον προσωρινό τρόπο οργάνωσης και άσκησης της κρατικής εξουσίας. Με την ψήφιση του νέου Συντάγματος η ισχύς των ψηφισμάτων ρυθμίζεται από τις τελικές ή μεταβατικές διατάξεις του. Μπορεί ορισμένα από αυτά να καταργούνται, άλλα να ενσωματώνονται στο οριστικό και ενιαίο συνταγματικό κείμενο και άλλα να εξακολουθούν να ισχύουν προσωρινά μέχρι της καταργήσεώς τους με νόμο ή λόγω παρέλευσης του χρόνου ισχύος τους. ΙΙ. Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΆ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία Α. Ο ΤΥΠΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΥΣΤΗΡΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΆ ΤΥΠΙΚΆ ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΤΟΥ ΙΣΧΎΟΝΤΟΣ ΣΥΝ-ΤΆΓΜΑΤΟΣ - Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΤΥΠΙΚΟΥ 09 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ Το ισχύον Σύνταγμα ψηφίστηκε από την Ε Αναθεωρητική Βουλή στις 7 Ιουνίου 1975 και με βάση το ΙΒ ψήφισμα της ίδιας δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουνίου 1975 (ΦΕΚ Α 111/9-6-1975) και τέθηκε σε ισχύ στις 11 του ίδιου μηνός. Αποτέλεσε ένα κείμενο 10 άρθρων που αποτύπωσαν με τρόπο συστηματικό και ενιαίο την οριστική και καθολική βούληση του συντακτικού νομοθέτη του 1975. Επιβεβαίωσε την πάγια αρχή όλων των ελληνικών συνταγμάτων του ενιαίου, τυπικού και αυστηρού Συντάγματος. Αναθεωρήθηκε το 1986 με το Α ψήφισμα της Στ Αναθεωρητικής Βουλής στις 6 Μαρτίου του 1986 που δημοσιεύτηκε και τέθηκε σε ισχύ στις 1 Μαρτίου 1986 (ΦΕΚ Α /1-3-1986). Αναθεωρήθηκε εκ νέου το 001. Οι αναθεωρημένες διατάξεις του δημοσιεύτηκαν και τέθηκαν σε ισχύ με βάση το ψήφισμα της 6ης Ιουνίου 001 της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής στις 17 Απριλίου 001 (ΦΕΚ Α 84/17-4-001). Ολοκληρωμένο το αναθεωρημένο κείμενο του Συντάγματος του 1975/1986/001 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 18 Απριλίου 001 (ΦΕΚ Α 85/ 18-4-001). Όλες οι διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος και μόνον αυτές είναι τυπικές και έχουν αυξημένη τυπική δύναμη σε σχέση με τις διατάξεις των νόμων. Είναι εξάλλου όλες και αυστηρές με την έννοια ότι δεν μπορούν να αναθεωρηθούν παρά μόνον με την διαδικασία που ορίζει το Σύνταγμα στο άρθρο 110. Η ΑΥΣΤΗΡΌΤΗΤΑ ΠΆΓΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΌ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙ-ΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ Ένα από τα πάγια 10 χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ελληνικού συνταγματισμού υπήρξε ο αυστηρός χαρακτήρας των συνταγμάτων. Τα ελληνικά συντάγματα, διαπιστώνει ο Σβώλος, «υπήρξαν ανέκαθεν αυστηρά» xxviii. Τα συντάγματα της επαναστατικής περιόδου δεν πρόβλεπαν καν τον τρόπο της αναθεώρησής τους. Το ίδιο συνέβη και με το Σύνταγμα του 1844. Για πρώτη φορά η διαδικασία της αναθεώρησης προβλέφθηκε με το Σύνταγμα του 1864 στο άρθρο 107, που όρισε ότι «Δεν επιτρέπεται η αναθεώρησις ολοκλήρου του Συντάγματος. Ωρισμέναι όμως διατάξεις αυτού, εκ των μη θεμελιωδών, δύνανται ν αναθεωρηθώσιν, αλλ αφού παρέλθωσι δέκα έτη από της δημοσιεύσεώς του και αφού μετά ταύτα βεβαιωθή προσηκόντως η ανάγκη αύτη». Ο τύπος αυτός της αυστηρότητας διατηρήθηκε κατά βάση σε όλα τα επόμενα συντάγματα. Έτσι, τα ελληνικά συντάγματα ήταν α π ο λ ύ τ ω ς αυστηρά ως προς τις θεμελιώδεις διατάξεις τους, αφού απέκλειαν ρητά την αναθεώρησή τους, και κυρίως αυτές που αναφέρονται στη μορφή του πολιτεύματος και στην κατοχύρωση των θεμελιωδών ελευθεριών, και σ χ ε τ ι κ ά αυστηρά ως προς όλες τις υπόλοιπες διατάξεις τους. Η αυστηρότητα του Συντάγματος ως προς τις μη θεμελιώδεις διατάξεις του αναλύεται στην πρόβλεψη ειδικού οργάνου που επιφορτίζεται με την αναθεώρηση, την Αναθεωρητική Βουλή, και με την οργάνωση ειδικής, δυσχερούς διαδικασίας, διαφορετικής από εκείνης που ακολουθείται για την ψήφιση των νόμων. Η αυστηρότητα πάντως των Συνταγμάτων κάμπτεται σταδιακά στα ελληνικά συντάγματα, τα οποία απλουστεύουν διαρκώς την αναθεωρητική διαδικασία, ώστε η αναθεώρηση του Συντάγματος να είναι πιο ευχερής xxix. α. Συνέπειες του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος 11 Η ΤΥΠΙΚΉ ΥΠΕΡΟΧΉ ΤΟΥ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓ-ΜΑΤΙΚΉΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ 1 Η αυστηρότητα συνεπάγεται και μιαν άλλη, τυπική αυτή τη φορά, συνέπεια: το Σύνταγμα τοποθετείται και τυπικά, ως πράξη και πηγή δικαίου, υπεράνω της νομοθετικής εξουσίας και όλων των άλλων συντεταγμένων εξουσιών. Όλοι οι νόμοι του κράτους υπόκεινται στο Σύνταγμα και δεν επιτρέπεται να το παραβιάζουν. Η τυπική υπεροχή του, που εκδηλώνεται με την αυξημένη τυπική δύναμή του, διαμορφώνει στη συνέχεια την έννοια της συνταγματικής νομιμότητας, ως βαθμίδας ανώτερης και διαφορετικής από την κοινή ή διοικητική

1 Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία νομιμότητα. Με την αυστηρότητα διασφαλίζεται άρα η αυξημένη τυπική ισχύς του συντάγματος σε σχέση με τους νόμους και όλες τις άλλες πράξεις της κρατικής εξουσίας και διατρανώνεται η συμμόρφωση της κρατικής εξουσίας στις επιταγές της συνταγματικής νομιμότητας. Τέλος, η αυστηρότητα ως κύρωση συνεπάγεται για τις πράξεις των οργάνων της κρατικής εξουσίας και κυρίως της νομοθετικής, που θα ήταν αντίθετες στο Σύνταγμα, το ανίσχυρό τους. Κάθε πράξη της κρατικής εξουσίας, νόμος, διάταγμα ή διοικητική πράξη, που εκδίδεται κατά παράβαση συνταγματικών διατάξεων, θεωρείται ανίσχυρη. Η διαπίστωση της αντισυνταγματικότητάς τους πραγματοποιείται μέσα από μια ειδική διαδικασία ελέγχου που αναλαμβάνει η δικαιοσύνη. Ως προς τον νόμο, ο έλεγχος διενεργείται παρεμπιπτόντως από όλα τα δικαστήρια ως προς τις διοικητικές πράξεις, με αφορμή τον έλεγχο της νομιμότητάς τους από τα διοικητικά δικαστήρια. β. Τα τυπικά γνωρίσματα του αυστηρού χαρακτήρα ΤΑ ΑΥΣΤΗΡΆ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΆ ΤΟΥ ΙΣΧΎΟΝΤΟΣ ΣΥΝΤΆΓ-ΜΑΤΟΣ Το ισχύον σύνταγμα, όπως 14 και τα προϊσχύσαντα, φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά της αυστηρότητας. Είναι απολύτως αυστηρό ως προς τις θεμελιώδεις διατάξεις του, αφού δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη «βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», καθώς και τις διατάξεις που αναφέρονται ειδικά στην παράγραφο 1 του άρθρου 110Σ. Είναι σχετικά αυστηρό ως προς τις υπόλοιπες διατάξεις του με την έννοια ότι η αναθεώρησή τους γίνεται από ειδικό όργανο και με ειδική διαδικασία. Από ειδικό όργανο, διότι πραγματοποιείται από την Αναθεωρητική Βουλή, δηλαδή από το αντιπροσωπευτικό όργανο του κράτους, η οποία εκλέγεται με την ειδική εντολή να αναθεωρήσει τις διατάξεις που υπέδειξε η προηγούμενη Βουλή, ασκώντας παράλληλα έργο νομοθετικό. Και με ειδική διαδικασία που περιγράφεται αναλυτικά στις παραγράφους έως 5 του άρθρου 110Σ. Β. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ Γ. Ο ΦΟΡΈΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΉΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΉ ΒΟΥΛΉ ΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΈΣ, ΑΜΕΣΟ ΚΡΑΤΙΚΌ ΌΡΓΑΝΟ Η αναθεωρητική 18 λειτουργία έχει ανατεθεί στη Βουλή και ασκείται αποκλειστικά από αυτήν. Κανένα άλλο κρατικό όργανο δεν συμμετέχει στη διαδικασία της αναθεώρησης ούτε κατά την εκκίνησή της ούτε κατά τη συντέλεσή της. Η Βουλή είναι το μόνο αρμόδιο όργανο για το θέμα αυτό. Ως όργανο, λοιπόν, που πραγματοποιεί την αναθεώρηση η Βουλή στην προκειμένη περίπτωση ενεργεί ως αυτοτελές, άμεσο και ιδιαίτερο όργανο του κράτους, διακρίνεται από το νομοθετικό και ονομάζεται Αναθεωρητική Βουλή. Πρόκειται δηλαδή για μια Βουλή που προήλθε από εκλογές, στις οποίες έχει τεθεί το ζήτημα της αναθεώρησης, και έτσι έχει επιφορτιστεί η ίδια με την ειδική εντολή να προβεί στην αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων που είχε υποδείξει η προηγούμενη Βουλή. Φορέας της αναθεωρητικής εξουσίας δεν είναι επομένως μια οποιαδήποτε κοινή Βουλή, αλλά Βουλή που έχει ύστερα από την τήρηση μιας διαδικασίας εξοπλιστεί με την αρμοδιότητα της αναθεώρησης του Συντάγματος. Ο φορέας της νομοθετικής εξουσίας ή το νομοθετικό όργανο που

Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία είναι κατά το άρθρο 6 παρ. 1Σ σύνθετο και αποτελείται, τυπικά, από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν συμπίπτει με τον φορέα της αναθεωρητικής λειτουργίας. Και η διάκριση των δύο φορέων είναι θεμελιώδους σημασίας, διότι επιβεβαιώνει και εγγυάται τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος. Η Βουλή μπορεί πάντως να σωρεύει και να ασκεί την ίδια στιγμή τόσο τις νομοθετικές της όσο και τις αναθεωρητικές της αρμοδιότητες, ενεργώντας ταυτόχρονα ως νομοθετικό και ως αναθεωρητικό όργανο. Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΉ ΒΟΥΛΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΌΣ ΦΟΡΈΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΉΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑΣ Η 19 κατ αποκλειστικότητα ανάθεση της αναθεωρητικής λειτουργίας στη Βουλή εναρμονίζεται και επιβεβαιώνει τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η αναθεωρητική Βουλή ενεργεί ως αντιπροσωπευτικό σώμα ή ως «λαϊκή αντιπροσωπεία», που αποφασίζει την αναθεώρηση στο όνομα και κατ εντολή του λαού. Έχει εκλεγεί από τον Λαό με σκοπό να πραγματοποιήσει την αναθεωρητική βούλησή του, όπως διαμορφώθηκε μετά τη διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών, στις οποίες είχε τεθεί το ζήτημα της αναθεώρησης. Η συμμετοχή του λαού στην αναθεωρητική διαδικασία εξαντλείται μεν στην ανάδειξη των μελών του αντιπροσωπευτικού σώματος, η ανάδειξη όμως γίνεται και με βάση τις αναθεωρητικές προτάσεις των κομμάτων που είχαν κατατεθεί και συζητηθεί στην μόλις διαλυθείσα Βουλή. Η ανάδειξη των αντιπροσώπων στην Αναθεωρητική Βουλή συνεπάγεται για τους ίδιους μια πολιτική δέσμευση, η οποία τους υποχρεώνει να ενεργήσουν σύμφωνα με το περιεχόμενο και την κατεύθυνση της «αναθεωρητικής» εντολής που τους έδωσαν οι εκλογείς τους εκλέγοντάς τους. Η Βουλή μόνη της και αποκλειστικά αυτή, μέσω των κομμάτων ή των βουλευτών, έχει την πρωτοβουλία και την πολιτική και θεσμική ευθύνη της αναθεώρησης, χωρίς τη σύμπραξη ή τη συμμετοχή καθ οιονδήποτε τρόπο της εκτελεστικής εξουσίας. Αποκλείεται από την αναθεωρητική διαδικασία τόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και η κυβέρνηση. Ωστόσο στην πράξη, επειδή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι μονοκομματική και ο αρχηγός της είναι ταυτόχρονα και Πρωθυπουργός, η διάκρισή της από την κυβέρνηση είναι δυσχερής. Η αναθεωρητική Βουλή αποφασίζει, κυρχιακά, για το περιεχόμενο της αναθεώρησης των συνταγματικών διατάξεων (τις οποίες έχει ορίσει η προηγούμενη Βουλή), με δική της αυτοτελή πράξη, και κάθε «ψηφιζόμενη αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε δέκα ημέρες αφότου επιψηφιστεί από τη Βουλή και τίθεται σε ισχύ με ειδικό ψήφισμα», όπως θα δούμε αναλυτικότερα πιο κάτω. 13 Δ. ΤΑ ΌΡΙΑ Η ΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΏΡΗΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Η ΚΑΤΆΤΑΞΗ ΤΩΝ ΟΡΊΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΏΡΗΣΗΣ ΣΕ ΚΑΤΗ-ΓΟΡΊΕΣ Τα αυστηρά συντάγματα 0 ορίζουν μια περιοχή του Συντάγματος, ένα τμήμα της ρυθμιζόμενης συνταγματικά ύλης, το οποίο οριοθετούν κανονιστικά και το καθιστούν παντελώς απρόσβλητο (στις περιπτώσεις της απόλυτης αυστηρότητας) ή προσβλητό υπό αυστηρούς όρους (στις περιπτώσεις της σχετικής αυστηρότητας) από τις αποφάσεις της αναθεωρητικής εξουσίας. Η οριοθέτηση της περιοχής αυτής γίνεται με όρους κανονιστικούς, με τη διατύπωση κανονιστικών επιταγών. Περιγράφεται αναλυτικά στο σχετικό με την αναθεώρηση άρθρο του Συντάγματος. Θεσπίζονται επομένως στα αυστηρά συντάγματα ορισμένα ό ρ ι α στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, στα οποία προσκρούει ή συναντά φραγμούς η βούληση του αναθεωρητικού οργάνου. Τα όρια ή οι δεσμεύσεις της αναθεωρητικής λειτουργίας μπορούν να διακριθούν στις εξής κατηγορίες: σε ρητά ή σιωπηρά,

14 Συντακτική εξουσία και αναθεωρητική λειτουργία και τα ρητά σε ο υσ ι α στικά και σε δ ι α δ ι κ α σ τ ι κ ά. Ρητά είναι το όρια όταν καταγράφονται στο κείμενο του συντάγματος με τη μορφή των διατάξεων ή προκύπτουν ερμηνευτικά από το γράμμα τους. Από τα ρητά όρια συνάγονται ερμηνευτικά, δηλαδή λογικά, κάποιες θεμελιώδεις αρχές που είναι σύμφυτες στις ρητές διατάξεις και που προκύπτουν από τον σκοπό ή το πνεύμα τους. Τέτοια ρητά όρια περιέχει η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 110Σ που θα αναλύσουμε εκτενώς στη συνέχεια. Σιωπηρά ή εγγενή όρια είναι τα όρια που προκύπτουν από την ό λ η λ ο γ ι κ ή του Συντάγματος και της αναθεώρησής του. Τα σιωπηρά ή εγγενή όρια είναι τα λογικά αναγκαία εμπόδια της αναθεωρητικής λειτουργίας. Η διατήρηση π.χ. της «ταυτότητας και συνέχειας του συντάγματος ή του πολιτεύματος» αποτελεί ένα σιωπηρό όριο της αναθεώρησης, που δεν συνάγεται μεν ερμηνευτικά από κάποια ρητή απαγορευτική τής αναθεώρησης διάταξη, προκύπτει όμως ως όριο εγγενές και λογικά αναγκαίο της αναθεωρητικής διαδικασίας γενικά, εφόσον η τελευταία δεν μπορεί λογικά να επιδιώκει να σφετεριστεί πρωτογενή συντακτική εξουσία, αρνούμενη έτσι τον εαυτό της. Τα σιωπηρά όρια της αναθεώρησης προκύπτουν όπως άλλωστε και τα ρητά όρια, όπως είναι οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος ή η μορφή του όχι μετά τη λογική ερμηνεία των επί μέρους συνταγματικών διατάξεων ή κανόνων αλλά από τη συνολική λογική και το πνεύμα της αναθεωρητικής διαδικασίας και του Συντάγματος: απορρέουν λογικά από την ταυτότητα του πολιτεύματος και από τη λογική της αναθεώρησης. Τα ρητά όρια μπορούν με τη σειρά τους να διακριθούν σε ουσιαστικά και σε διαδικαστικά. Ουσιαστικά είναι τα όρια όταν αναφέρονται στο περιεχόμενο ή στην ουσία της απαγορευτικής διάταξης, και διαδικαστικά όταν αφορούν στη διαδικασία, τις προθεσμίες, τα όργανα και γενικά τους τύπους της αναθεωρητικής λειτουργίας. α. Τα Ρητά όρια της αναθεώρησης i. Τα ουσιαστικά όρια Η ΑΠΡΌΣΒΛΗΤΗ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΉ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΉ ΠΕΡΙΟΧΉ ΤΟΥ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ 1 Το άρθρο 110 παρ. 1Σ ορίζει νοηματικά, όπως είδαμε, μια περιοχή του ουσιαστικού Συντάγματος, η οποία δεν υπόκειται σε μεταβολή. Θέτει, άρα, κάποια όρια που είναι απαραβίαστα ή ανυπέρβλητα από κάθε εξουσία και βέβαια και από την αναθεωρητική. Δημιουργείται, έτσι, ένα είδος «υπερ-συντάγματος» μέσα στο ίδιο το Σύνταγμα και μορφοποιείται ένας πρωτογενής, σκληρός πυρήνας, που επηρεάζει το σύνολο της έννομης τάξης και ταυτίζεται με αυτό που ονομάσαμε αλλού «πραγματικό σύνταγμα». Η ΑΠΑΓΌΡΕΥΣΗ ΑΝΑΘΕΏΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΒΆΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΡ-ΦΉΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΎΜΑΤΟΣ Μέχρι την ισχύ του Συντάγμα-τος του 1975 η διάκριση των συνταγματικών διατάξεων σε αναθεωρήσιμες και μη γινόταν με βάση την, ασαφή μεν αλλά περιεκτική, διάκρισή τους σε θεμελιώδεις (αυτές που δεν υπόκεινται δηλαδή σε αναθεώρηση) και μη. Στο άρθρο 108 του Συντάγματος του 195 δίπλα στις θεμελιώδεις διατάξεις προστέθηκαν, ως μη υποκείμενες σε αναθεώρηση, και οι διατάξεις που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος ως «βασιλευομένης δημοκρατίας». Με το Σύνταγμα του 1975 ο συντακτικός νομοθέτης εγκατάλειψε οριστικά ως αόριστη τη διάκριση αυτή, που τροφοδότησε ωστόσο την ελληνική θεωρία με πλούσια επιχειρηματολογία xxx, και περιορίστηκε να προσδιορίσει ειδικά τις διατάξεις που υπόκεινται σε αναθεώρηση αναφερόμενος στον όρο «βάση και μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία» απαριθμώντας παράλληλα ορισμένες άλλες, χωρίς όμως να βασίζεται σε κριτήριο επιλογής. Με τον τρόπο αυτό παρέκαμψε μεν το αντιλεγόμενο ζήτημα της διάκρισης των διατάξεων σε θεμελιώδεις και μη, δεν απέφυγε ωστόσο το εξίσου ακανθώδες διπλό πρόβλημα αφ