ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΙΜΕΣ Α ΕΙΕΣ ΕΚΠΟΜΠΩΝ: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Ευτύχιος Σαρτζετάκης Πανεπιστήµιο Μακεδονίας Εγνατίας 156, Θεσσαλονίκη 54006 esartz@uom.gr KEYWORDS: Μεταβιβάσιµες άδειες εκποµπών, ανταγωνιστικότητα, εφαρµογή στην ΕΈ ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η πολιτική των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών έχει σηµαντικότατα πλεονεκτήµατα, καθώς µειώνει το κόστος επίτευξης του περιβαλλοντικού στόχου, δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις για διαρκείς τεχνολογικές βελτιώσεις και µειώνει στο ελάχιστο το κόστος της κυβερνητικής παρέµβασης. Η λειτουργία των αγορών αδειών, µπορεί όµως να δηµιουργήσει προβλήµατα και για τον λόγο αυτό πολύ σηµαντικός είναι ο σωστός σχεδιασµός των προγραµµάτων αδειών εκποµπών. Στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού Προγράµµατος µεταβιβάσιµων αδειών, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί: (α) στην αρχική κατανοµή των αδειών έτσι ώστε να αποφευχθούν προβλήµατα στρεβλώσεων στην αγορά αδειών και (β) στην αντιµετώπιση των νεοεισερχόµενων µονάδων. TRADABLE EMISSION PERMITS: THE APPLICATION IN THE EUROPEAN UNION Eftichios Sartzetakis University of Macedonia 156 Egnatias Str., Thessaloniki 54006 esartz@uom.gr KEYWORDS: Tradable emission permits, market structure, competition policy ABSTRACT: Tradable emission permits programs have substantial advantages, since they reduce the cost of achieving a given environmental target; they provide incentives to private firms for technological improvements and reduce the cost of government intervention. However, the operation of the permits market could result in a number of problems which should be taken into consideration in the design of the program. In the case of the European tradable emission permits program particular attention should be paid: (a) to the initial distribution of permits, so that problems of distorted markets are avoided; and (b) to the special treatment of the new entrants, so that the incumbent firms are not given an unfair advantage. 1
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η σηµασία της ενσωµάτωσης των αγορών στον σχεδιασµό περιβαλλοντικών πολιτικών έχει πλέον αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο, αρχής γενοµένης από τις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής στα µέσα της δεκαετίας του 1970. ύο είναι οι σηµαντικότεροι παράγοντες που συνετέλεσαν στην σταδιακή αποδοχή της χρήσης αγορών για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων. Ο πρώτος είναι η συστηµατική παρουσίαση των πλεονεκτηµάτων χρήσης της αγοράς από τους οικονοµολόγους. Ο δεύτερος και ίσως σηµαντικότερος παράγοντας είναι το συνεχώς αυξανόµενο κόστος αντιµετώπισης των περιβαλλοντικών προβληµάτων. Η δηµιουργία αγορών για την µεταβίβαση αδειών εκποµπών αποτελεί µία από τις πλέον αποδοτικές, µε την έννοια της ελαχιστοποίησης του κόστους, µεθόδους αντιµετώπισης περιβαλλοντικών προβληµάτων. Προγράµµατα µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών έχουν εφαρµοστεί σε θέµατα περιορισµού της ρύπανσης του αέρα και των υδάτων. Αναγνωρίζοντας ότι το κόστος παραγωγής αλλά και το κόστος µείωσης των εκποµπών διαφέρει από µονάδα σε µονάδα, το βασικό πλεονέκτηµα των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών είναι ότι κατανέµουν την µείωση των ρύπων µε τρόπο ώστε οι µονάδες µε το χαµηλότερο κόστος να αναλαµβάνουν µεγαλύτερη µείωση εκποµπών. Οι µονάδες εκείνες που µπορούν να µειώσουν τις εκποµπές τους µε σχετικά χαµηλότερο κόστος από ότι άλλες µονάδες, µειώνουν τις εκποµπές τους πέρα από τα όρια που τους θέτει ο νοµοθέτης και µετά πωλούν το πλεόνασµα της µείωσης των εκποµπών στις µονάδες που αντιµετωπίζουν µεγαλύτερο κόστος. Οποιαδήποτε µονάδα έχει κίνητρο να µειώσει τις εκποµπές της ανεξάρτητα από τα όρια που της επιβάλλει η νοµοθεσία, εφόσον η τιµή στην αγορά των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών υπερβαίνει το κόστος µείωσης των ρύπων της. Εποµένως, οι µονάδες µε υψηλό σχετικά κόστος δεν είναι αναγκασµένες να µειώσουν τους ρύπους τους µέχρι τα επιβαλλόµενα από τη νοµοθεσία όρια, αλλά µπορούν να συµπληρώσουν τις νοµοθετικές απαιτήσεις µε την αγορά αδειών από τις µονάδες οι οποίες έχουν σχετικά χαµηλότερο κόστος, µειώνοντας κατ αυτόν τον τρόπο το συνολικό κόστος µείωσης των ρύπων τους. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η ελαχιστοποίηση του συνολικού στόχου µείωσης των εκποµπών. Στο Κεφάλαιο 2 παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών. Στο Κεφάλαιο 3 παρουσιάζεται και αναλύεται το Ευρωπαϊκό Πρόγραµµα µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών CO 2 το οποίο προβλέπεται να τεθεί σε εφαρµογή από τις αρχές του 2005 και επιχειρείται µια εκτίµηση των πιθανών προβληµάτων εφαρµογής του Προγράµµατος αυτού στην Ελλάδα. Στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάζονται τα συµπεράσµατα της εργασίας. 2. ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ Στο τµήµα αυτό της εργασίας εξετάζονται οι βασικές θεωρητικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζονται τα συστήµατα µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών και γίνεται µια σύντοµη σύγκριση µε τα συστήµατα περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων. Επίσης εξετάζονται τα σηµαντικότερα χαρακτηριστικά του σχεδιασµού των αδειών εκποµπών καθώς επίσης και τα σηµαντικότερα προβλήµατα τα οποία µπορεί να παρεµβληθούν στην εφαρµογή των προγραµµάτων µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών. 2.1 Ιστορική εξέλιξη των βασικών αρχών Οι κυβερνητικές παρεµβάσεις γα την προστασία του περιβάλλοντος βασίστηκαν αρχικά σε νοµοθετικές παρεµβάσεις οι οποίες κάλυπταν ένα ευρύ φάσµα αποφάσεων των επιχειρήσεων, όπως η τοποθεσία εγκατάστασης των µονάδων που ρυπαίνουν, η τεχνολογία που χρησιµοποιούν και το ύψος 2
των εκποµπών τους. Είναι φυσιολογικό οι κυβερνήσεις να επενδύσουν στο ισχυρό νοµικό υπόβαθρο που υπήρχε και να µην εξερευνήσουν άλλες µεθόδους ρύθµισης. Στην δεκαετία του 1950, οι οικονοµολόγοι βασισµένοι στα συµπεράσµατα της µελέτης του Pigou [1] προσπάθησαν να προωθήσουν την χρήση περιβαλλοντικών φόρων. Η προσπάθειά τους αυτή δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος µεταξύ των σχεδιαστών πολιτικής οι οποίοι εκτιµούσαν, κυρίως στην Βόρεια Αµερική και σε µικρότερο βαθµό και στην Ευρώπη, ότι οι ρυθµιστικές παρεµβάσεις βασισµένες στον άµεσο έλεγχο της ποσότητας των εκποµπών ήταν πιο δραστικές από την προσπάθεια ελέγχου µέσω τιµών. Η µελέτη του Coase [2] στη δεκαετία του 1960 βοήθησε τα µέγιστα στο να γεφυρωθεί το χάσµα των απόψεων των σχεδιαστών πολιτικής και των οικονοµολόγων. Ο Coase ανέδειξε την σηµασία της δηµιουργίας δικαιωµάτων ιδιοκτησίας για δραστηριότητες οι οποίες δηµιουργούν αρνητικές εξωτερικότητες. Εάν προσδιοριστούν δικαιώµατα ιδιοκτησίας σαφή και µεταβιβάσιµα, τότε η αγορά µπορεί να παίξει σηµαντικό ρόλο στην αποδοτική κατανοµή τους µεταξύ των χρηστών. Οι ιδέες του Coase βρήκαν αποδέκτες τόσο µεταξύ των οικονοµολόγων, όσο και µεταξύ των σχεδιαστών πολιτικής οι οποίοι αντελήφθησαν ότι οι άµεσες νοµοθετικές ρυθµίσεις δεν µπορούν να κατανείµουν τα δικαιώµατα µε τον πιο αποδοτικό τρόπο. Εάν ο Coase ήταν αυτός που έχτισε τις γέφυρες µεταξύ οικονοµολόγων και σχεδιαστών πολιτικής, οι Dales [3] και Crocker [4] ήταν αυτοί οι οποίοι έκαναν τις πρώτες σαφείς προτάσεις για εφαρµογή µεταβιβάσιµων δικαιωµάτων. Τις εργασίες αυτές ακολούθησαν οι εργασίες των Baumol and Oates [5] και Pezzey [6] οι οποίες αποδεικνύουν ότι η επιβολή µιας οµογενούς επιβάρυνσης σε όλες τις ελεγχόµενες µονάδες ή η χρήση µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών, επιτυγχάνει µια δεδοµένη συνολική µείωση εκποµπών µε το ελάχιστο κόστος. 2. 2. Πλεονεκτήµατα των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών Σε αντίθεση µε τον συγκεντρωτισµό και την δυσκαµψία των µεθόδων «εντολών και ελέγχου», οι µεταβιβάσιµες άδειες εκποµπών επιτρέπουν την επιλογή της απαραίτητης µεθόδου µείωσης των εκποµπών από την διοίκηση της κάθε µονάδας. Το βάρος των επιλογών σε επίπεδο επιχείρησης µεταφέρεται στην διοίκηση της κάθε επιχείρησης, η οποία κατά τεκµήριο έχει τα κίνητρα και την πληροφορία για να επιτύχει την ελαχιστοποίηση του κόστους επίτευξης του περιβαλλοντικού στόχου. Η περιβαλλοντική αρχή περιορίζεται στον προσδιορισµό του συνολικού στόχου µείωσης των εκποµπών, στην αρχική διανοµή των αδειών, και στην δηµιουργία µιας εύρυθµα λειτουργούσας αγοράς αδειών εκποµπών. Η αγορά αυτή είναι το εργαλείο το οποίο επιτρέπει την επικοινωνία µεταξύ των επιχειρήσεων µε αποτέλεσµα την διαµόρφωση µιας ενιαίας εκτίµησης του κόστους µείωσης των εκποµπών σε µια δεδοµένη χρονική περίοδο, εκτίµηση η οποία αποδίδεται από την αγοραία τιµή των αδειών εκποµπών. Ως αποτέλεσµα, όλες οι επιχειρήσεις τείνουν να λειτουργούν µε το ίδιο οριακό κόστος µείωσης των εκποµπών. Από την πλευρά της οικονοµικής αποδοτικότητας τρία είναι τα σηµαντικότερα πλεονεκτήµατα των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών. Πρώτον, σε µια χρονική περίοδο, µε δεδοµένη την τεχνολογία, τα προγράµµατα αδειών εκποµπών επιτυγχάνουν τον περιβαλλοντικό στόχο µε το ελάχιστο κόστος, όπως εξηγήσαµε παραπάνω. εύτερον, το κόστος διαχείρισης των περιβαλλοντικών προγραµµάτων από την περιβαλλοντική αρχή µειώνεται σηµαντικά καθώς δεν υπάρχει ανάγκη λεπτοµερούς σχεδιασµού. Τρίτον, διαχρονικά το πρόγραµµα των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις να βελτιώσουν την τεχνολογία τους για να µειώσουν το κόστος τους. Από την πλευρά της προστασίας του περιβάλλοντος το σηµαντικό στοιχείο είναι ότι η αύξηση της αποδοτικότητας δεν επιτυγχάνεται εις βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος. 3
2.3 Τα βασικά χαρακτηριστικά του σχεδιασµού προγραµµάτων αδειών εκποµπών Για τον σχεδιασµό ενός προγράµµατος µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών είναι απαραίτητη η επιλογή συγκεκριµένων χαρακτηριστικών. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι: (a) ο τρόπος δηµιουργίας των αδειών, (b) ή ηθική διάσταση, (c) τι ορίζουν οι άδεις, (d) υπολογισµός του συνολικού στόχου και (e) η αρχική διανοµή των αδειών. Σε εθνικό επίπεδο τα προγράµµατα µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών παίρνουν τις εξής δύο µορφές: προγράµµατα πιστώσεων (credit programs) και προγράµµατα ορίων-και-εµπορίου (cap-and-trade systems). Στα πλαίσια των προγραµµάτων πιστώσεων, πιστώσεις µείωσης εκποµπών δηµιουργούνται από µια µονάδα όταν αυτή µειώνει τις συνολικές της εκποµπές κάτω από το ισχύον µέγιστο όριο των εκποµπών της. Στα πλαίσια των προγραµµάτων ορίων-και-εµπορίου, η ρυθµιστική αρχή προσδιορίζει το συνολικό επίπεδο των εκποµπών για όλες τις ελεγχόµενες µονάδες και διανέµει την συνολική ποσότητα των επιτρεποµένων εκποµπών στις µονάδες µε την µορφή µεταβιβάσιµες αδειών. Η εφαρµογή των οικονοµικών εργαλείων περιβαλλοντικής πολιτικής αναπόφευκτα εµπλέκει θέµατα ηθικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τα αρχικά στάδια της συζήτησης για την εφαρµογή µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών στις Ηνωµένες Πολιτείες, έγινε σύγκριση των αδειών αυτών µε τα «συγχωροχάρτια» τα οποία εξέδιδε η καθολική εκκλησία κατά τον µεσαίωνα. Σύµφωνα µε την µέχρι τώρα εµπειρία σε προγράµµατα περιορισµού εκποµπών, οι άδειες εκποµπών προσδιορίζουν µια συγκεκριµένη ποσότητα ενός ρύπου, για παράδειγµα την εκποµπή ενός τόνου CO 2. Εναλλακτικά οι άδειες εκποµπών θα µπορούσαν να προσδιοριστούν σαν ένα µέρισµα (ποσοστό) µιας συγκεκριµένης συνολικής ποσότητας εκποµπών. Μία τέτοια προσέγγιση ακολουθείται σε πολλά προγράµµατα ελέγχου της αλιείας µε χρήση αδειών αλιείας (fishing quotas), κυρίως λόγο του ότι η συνολικά επιτρεπόµενη ποσότητα αλιευµάτων µπορεί να αλλάζει από χρόνο σε χρόνο εξαιτίας της υψηλής ευαισθησίας που παρουσιάζουν οι πληθυσµοί. Ανεξάρτητα από το εάν οι άδειες προσδιορίζουν µια ποσότητα ή ένα ποσοστό επί µιας συνολικής ποσότητας, η ελεγκτική αρχή πρέπει να ορίσει τον συνολικό στόχο στην βάση κάποιου κριτηρίου περιβαλλοντικά ορθής ή βιώσιµης χρήσης. Στην περίπτωση των εκποµπών αερίων ρύπων, ο στόχος ορίζεται µε τρόπο ώστε να µην ξεπερνιούνται συγκεκριµένα όρια συγκέντρωσης τα οποία ορίζονται από την νοµοθεσία στην βάση επιστηµονικών µελετών σχετικά µε τις επιπτώσεις της ρύπανσης στην υγεία. Στην περίπτωση εκποµπών αερίων τα οποία προκαλούν παγκόσµια προβλήµατα (όπως τα αέρια του θερµοκηπίου) οι στόχοι ορίζονται µέσα από διεθνείς συµφωνίες (δες το Πρωτόκολλο του Κιότο). Μετά τον προσδιορισµό του συνολικού στόχου, οι άδειες που προκύπτουν πρέπει να διανεµηθούν στις µονάδες οι οποίες ελέγχονται από το πρόγραµµα. Η περιβαλλοντική αρχή µπορεί να διανείµει αρχικά τις άδειες εκποµπών είτε µε πώληση µέσο δηµοπρασιών (auction), είτε χωρίς χρέωση στη βάση κάποιων κριτηρίων (grandfathering). Στο θεωρητικό επίπεδο, εάν η αρχική δηµοπρασία λειτουργήσει τέλεια και δεν εκδηλωθούν στρατηγικές συµπεριφορές, τότε και οι δύο τρόποι διανοµής των αδειών επιτυγχάνουν την αποτελεσµατική κατανοµή της µείωσης των εκποµπών στις ελεγχόµενες µονάδες. Αν και η µέθοδος αρχικής διανοµής των αδειών δεν επηρεάζει την αποτελεσµατικότητα του συστήµατος, επηρεάζει σε µεγάλο βαθµό την χρηµατοοικονοµική κατάσταση των ελεγχόµενων µονάδων και ως εκ τούτου µπορεί να χρησιµοποιηθεί σαν µέσο αναδιανοµής εισοδηµάτων ή σαν µέσο διαπραγµάτευσης του επιπέδου των περιβαλλοντικών στόχων. 4
2.4 Τα βασικά προβλήµατα Κατά τον σχεδιασµό ενός προγράµµατος µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών µπορεί να παρουσιαστούν προβλήµατα τα οποία µειώνουν την αποτελεσµατικότητα του προγράµµατος. Τα προβλήµατα αυτά πρέπει να αναγνωρισθούν εγκαίρως και να προβλεφθούν διορθωτικές αλλαγές κατά τον σχεδιασµό του προγράµµατος έτσι ώστε να επιτευχθεί η µέγιστη επιτρεπόµενη κατά περίπτωση αποτελεσµατικότητα. Τα κυριότερα των προβληµάτων αυτών παρουσιάζονται όταν οι ρύποι είναι τέτοιας µορφής ώστε η γεωγραφική θέση της ρυπαίνουσας µονάδας να είναι σηµαντική, όταν επιτρέπεται η διαχρονική εµπορία των αδειών, και όταν οι αγορές δεν είναι τέλεια ανταγωνιστικές. Η αποτελεσµατικότητα της ενιαίας αγοράς αδειών ισχύει στις περιπτώσεις στις οποίες η γεωγραφική θέση των µονάδων δεν επηρεάζει τον συνολικό περιβαλλοντικό στόχο. ηλαδή, ο στόχος δεν αλλάζει είτε ελκύονται οι εκποµπές από µια µονάδα στην Ανατολική Θράκη, είτε από µια µονάδα στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Τέτοια περιβαλλοντικά προβλήµατα είναι το πρόβληµα της αραίωσης του στρώµατος του όζοντος, των κλιµατικών αλλαγών, σε παγκόσµιο επίπεδο και της όξινης βροχής σε περιφερειακό επίπεδο. Εάν όµως ο περιβαλλοντικός στόχος είναι ο περιορισµός της ατµοσφαιρικής ρύπανσης στην περιοχή των Αθηνών, τότε οι εκποµπές της µονάδας στην Ανατολική Θράκη µπορούν να αγνοηθούν, ενώ οι εκποµπές των µονάδων στο λεκανοπέδιο της Αττικής βαρύνουν ανάλογα µε την εγγύτητά τους στους σταθµούς µέτρησης της ατµοσφαιρικής ρύπανσης. Οι µελέτες των Montgomery [7] και Tietenberg [8] καταδεικνύουν την ανάγκη διαφοροποίησης της τιµής των εκποµπών. Γενικά, οι µονάδες που βρίσκονται πιο κοντά στα σηµεία ενδιαφέροντος επιβαρύνονται περισσότερο. Η χρονική διάσταση των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών είναι σηµαντική καθώς η ευχέρεια επιλογής του χρόνου χρήσης των αδειών δίνει τη δυνατότητα καλύτερου προγραµµατισµού των επενδύσεων στις επιχειρήσεις. Ένα πρόγραµµα µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών µπορεί να έχει χρονική διάσταση επιτρέποντας στις επιχειρήσεις είτε να «αποταµιεύουν» άδειες εκποµπών τις οποίες δεν χρησιµοποίησαν σε µία δεδοµένη χρονική περίοδο και να τις χρησιµοποιούν στο µέλλον, είτε να «δανειστούν» άδειες εκποµπών τις οποίες το πρόγραµµα προβλέπει ότι θα λάβουν στο µέλλον και να τις χρησιµοποιούν στο παρόν. Με αυτόν τον τρόπο οι επιχειρήσεις µπορούν είτε να επισπεύδουν τις επενδύσεις τους (και να αποταµιεύουν άδειες), είτε να τις µεταθέτουν στο µέλλον (δανειζόµενες άδειες) ανάλογα µε τις προβλέψεις και τα σχέδιά τους. Το σηµαντικότερο πρόβληµα που µπορεί να παρουσιαστεί από την διαχρονική µεταφορά των αδειών εκποµπών είναι η συγκέντρωση εκποµπών σε κάποια χρονική περίοδο Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες µία ή µερικές από τις επιχειρήσεις έχουν την δυνατότητα να επηρεάζουν την διαµόρφωση τιµών στις αγορές, η αποτελεσµατικότητα της πολιτικής των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών µειώνεται. Οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν δύναµη στην αγορά µπορούν επηρεάσουν την τιµή των αδειών εκποµπών µε σκοπό είτε την αποκόµιση οφελών από την αγορά αδειών εκποµπών, είτε την ενδυνάµωση της παρουσίας τους στην αγορά προϊόντος. Στην περίπτωση που η δύναµη αγοράς περιορίζεται στα πλαίσια της αγοράς αδειών εκποµπών, η µελέτη του Hahn [9] έχει δείξει ότι εάν η επιχείρηση η οποία έχει δύναµη αγοράς λάβει από την αρχική διανοµή περισσότερες από όσες χρειάζεται άδειες, τότε αυξάνει την τιµή των αδειών πέρα από την τιµή η οποία οδηγεί στην αποδοτική κατανοµή τους. Το εύρος της απόκλισης της τιµής των αδειών εκποµπών από το άριστο επίπεδο είναι συνάρτηση του εύρους της απόκλισης της αρχικής από την άριστη διανοµή. 5
Μια επιχείρηση η οποία έχει δύναµη επηρεασµού της τιµής στην αγορά αδειών εκποµπών µπορεί να την χρησιµοποιήσει µε στρατηγικό τρόπο ώστε να επιτύχει µεγαλύτερα κέρδη στην αγορά προϊόντος. Η επιχείρηση η οποία µπορεί να επηρεάζει την τιµή των αδειών εκποµπών, µπορεί να επηρεάζει το δικό της αλλά επίσης και το κόστος παραγωγής των άλλων επιχειρήσεων του κλάδου. Οι εργασίες των Misiolek and Elder [10] και Sartzetakis [11] δείχνουν ότι οι επιχείρηση που επηρεάζει την τιµή των αδειών εκποµπών επενδύει υπέρµετρα σε άδειες εκποµπών µε σκοπό την αύξηση του κόστους των ανταγωνιστών της και την διεύρυνση του µεριδίου της αγοράς προϊόντος που ελέγχει. Σε θεωρητικό επίπεδο η εργασία του Sartzetakis [13] δείχνει ότι, εκτός ακραίων περιπτώσεων, η πολιτική των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών είναι πιο αποδοτική από αυτήν των «εντολών και ελέγχου». Στην βάση των παραπάνω, αρκετά προγράµµατα µεταβιβάσιµων αδειών έχουν πάρει µέτρα για τον περιορισµό των προβληµάτων από την ύπαρξη ατελούς ανταγωνισµού. Σαν παράδειγµα µπορεί να αναφερθεί το Πρόγραµµα της Όξινης Βροχής στις ΗΠΑ, το οποίο δεσµεύει συγκεκριµένο αριθµό αδειών εκποµπών SO 2 οι οποίες δηµοπρατούνται για να ενισχύσουν την προσφορά και να αποτρέψουν δυνητικές στρατηγικές παρακράτησης αδειών εκποµπών. Μια περισσότερο προωθηµένη αντίδραση είναι η απαγόρευση συγκεκριµένων συναλλαγών αδειών εκποµπών. Για παράδειγµα, ο Sartzetakis [14] προτείνει την απαγόρευση µεταβίβασης αδειών µεταξύ µονάδων µε συγκεκριµένα τεχνολογικά χαρακτηριστικά, στην βάση της βελτίωσης της αποδοτικότητας του προγράµµατος. 3. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Στο Κεφάλαιο αυτό παρουσιάζουµε το Πρόγραµµα µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εξετάζονται τα πιθανά προβλήµατα που µπορεί να προκύψουν από την εφαρµογή του στην Ελλάδα. 3.1. Θεσµικό πλαίσιο Το Πρωτόκολλο του Κιότο στην Σύµβαση Πλαίσιο των Ηνωµένων Εθνών για την Αλλαγή του Κλίµατος (IPCC) εγκρίθηκε εκ µέρους της ΕΈ µε Απόφαση του Συµβουλίου στις 25 Απριλίου του 2002 (Council Decision 2002/358/EC). Με την Απόφαση αυτή η ΕΈ δεσµεύεται να µειώσει τις ανθρωπογενείς εκποµπές των «αερίων του θερµοκηπίου» κατά 8% σε σχέση µε τα επίπεδα του 1990 κατά την περίοδο 2008-2012. Το Πρωτόκολλο του Κιότο κυρώθηκε και από το Ελληνικό Κοινοβούλιο µε τον Νόµο, Ν. 3017/2002. Σύµφωνα µε τον εσωτερικό διακανονισµό στα πλαίσια της ΕΕ η Ελλάδα για την περίοδο 2008-2012 υποχρεούται να συγκρατήσει την αύξηση των εκποµπών των αερίων του θερµοκηπίου στο 25% σε σχέση µε τα επίπεδα του 1990. Στις 5 Μαρτίου 2003, µε την Υπουργική Πράξη 5 (ΦΕΚ Α 58) εγκρίνεται το Εθνικό Πρόγραµµα µείωσης των εκποµπών των αερίων του θερµοκηπίου (2000-2010). Σύµφωνα µε το Πρόγραµµα ράσης, οι εκποµπές των αερίων του θερµοκηπίου στην Ελλάδα κατανέµονται ως εξής: CO 2 (80.6%), CH 4 ((7.9%), N 2 O (8.2%) και F-gases (3.3%). Ο κλάδος παραγωγής ενέργειας είναι ο κύριος παραγωγός των αερίων αυτών (77.9%) και κυρίως οι µονάδες καύσης ορυκτών καυσίµων, και ακολουθούν οι βιοµηχανικές διεργασίες (9.9.%), η γεωργία (7.9%), τα απόβλητα (4.1%) και η χρήση διαλυτών (0.1%). Το Πρόγραµµα ράσης περιέχει µια εµπεριστατωµένη πρόβλεψη των εκποµπών των αερίων του θερµοκηπίου για την περίοδο 2000-2020. Σύµφωνα µε την πρόβλεψη αυτή, η συνολική αύξηση των εκποµπών σε σχέση µε το έτος βάσης θα είναι 35.8% το 2010 και 56.4% το 2020, µε µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 1.2%. 6
Σύµφωνα µε τις προβλέψεις αυτές, η Ελλάδα υπερκαλύπτει το επιτρεπόµενο όριο αύξησης των εκποµπών της σύµφωνα µε την ευρωπαϊκή εσωτερική κατανοµή, και ως εκ τούτου υπάρχει ανάγκη λήψης µέτρων έτσι ώστε να καλυφθούν οι διεθνείς υποχρεώσεις. Το Πρωτόκολλο του Κιότο προβλέπει, για την επίτευξη των στόχων του, την χρήση της εµπορίας µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών ως ενός εκ των βασικών εργαλείων πολιτικής. Η ΕΕ µετά από µακροχρόνιες διαβουλεύσεις και παρά τις αρχικές αµφιβολίες αποδέχθηκε την εµπορία µεταβιβάσιµών αδειών εκποµπών ως το σηµαντικότερο εργαλείο αποτελεσµατικής εφαρµογής των στόχων του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Για τον σχεδιασµό της πολιτικής αυτής, η Επιτροπή διεξήγαγε µακροχρόνιες συζητήσεις και διαβουλεύσεις στο εσωτερικό της ΕΕ µε βάση την Πράσινη Βίβλο για την εµπορία αδειών εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου εντός της ΕΕ. Οι διαβουλεύσεις και οι συζητήσεις αυτές οδήγησαν στην διατύπωση της Κοινής Θέσης (Common Position) η οποία έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή στις 18 Μαρτίου 2003 (15792/1/02 REV 1) και τελικά έγινε αποδεκτή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 13 Οκτωβρίου 2003 (Οδηγία 2003/87/ΕΚ). 3.2. Παρουσίαση της Οδηγίας Σύµφωνα µε την Οδηγία δηµιουργείται ένα σύστηµα εµπορίας αδειών εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου στο εσωτερικό της ΕΕ. Το Κοινοτικό Πρόγραµµα (Community Scheme) ξεκινά τον Ιανουάριο του 2005, ηµεροµηνία πέρα από την οποία οι εµπλεκόµενες µονάδες θα πρέπει αναγκαστικά να κατέχουν άδειες εκποµπών οι οποίες να καλύπτουν τις εκποµπές τους (στο Παράρτηµα Ι της Οδηγίας γίνεται καταγραφή των δραστηριοτήτων οι οποίες καλύπτονται). Η κάθε χώρα υποχρεούται να δηµιουργήσει µια Αρχή η οποία θα είναι υπεύθυνη για την εφαρµογή της οδηγίας σε εθνικό επίπεδο. Η Εθνική Αρχή εκδίδει τις άδεις εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου, οι οποίες δίνουν δικαίωµα εκποµπής αερίων του θερµοκηπίου. Η κατανοµή των αδειών εκποµπών γίνεται σε δύο περιόδους, η πρώτη εκ των οποίων ξεκινά την 1 η Ιανουαρίου 2005 και η δεύτερη την 1 η Ιανουαρίου 2008. Τις πρώτες αυτές περιόδους ακολουθούν πενταετείς περίοδοι. Σύµφωνα µε το Άρθρο 10 η αρχική κατανοµή των αδειών θα γίνει στην µεν πρώτη περίοδο χωρίς χρέωση για το σύνολο των αδειών, ενώ στην δεύτερη περίοδο χωρίς χρέωση θα διανεµηθεί τουλάχιστον το 90% των αδειών. Κάθε χώρα υποχρεούται να δηµιουργήσει και να υποβάλει στην Επιτροπή έως την 31 η Μαρτίου του 2004 το Εθνικό Σχέδιο Κατανοµής των αδειών εκποµπών για την περίοδο εµπορίας 2005 έως 2007. Μετά την αρχική κατανοµή των αδειών στους υπευθύνους των µονάδων, οι άδειες εκποµπών µπορούν ελεύθερα να µεταβιβασθούν µεταξύ φυσικών προσώπων τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και σε χώρες εκτός ΕΕ, οι οποίες ανήκουν στο Παράρτηµα Β του Πρωτοκόλλου του Κιότο και το έχουν κυρώσει. Η κάθε εθνική αρχή υποχρεούται να αναγνωρίζει τις άδειες οι οποίες έχουν εκδοθεί από άλλες εθνικές αρχές, στα πλαίσια της κάλυψης των υποχρεώσεων των µονάδων. Οι άδειες µπορούν να χρησιµοποιηθούν κατά την διάρκεια της περιόδου στην οποία εκδόθηκαν. Πιο συγκεκριµένα, το αργότερο µέχρι το τέλος Απριλίου, κάθε µονάδα θα πρέπει να καταθέτει άδειες εκποµπών ίσες µε τις εκποµπές της µονάδας το προηγούµενο έτος. Οι άδειες αυτές αποσύρονται µετά την κατάθεσή τους. Άδειες οι οποίες δεν χρησιµοποιήθηκαν σε µία περίοδο διαγράφονται µετά το πέρας της περιόδου από τις εθνικές αρχές, οι οποίες τις αναπληρώνουν εκδίδοντας ισόποσες άδειες για την τρέχουσα περίοδο στις µονάδες οι οποίες δεν τις χρησιµοποίησαν. Κάθε µονάδα υποχρεούται να υποβάλει στην εθνική αρχή ετήσια έκθεση των εκποµπών της. Η εθνική αρχή είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο των εκθέσεων αυτών. Οι µονάδες των οποίων οι εκποµπές υπερβαίνουν τις άδειες τους, θα πληρώνουν ως πρόστιµο EUR 100 (40 κατά την πρώτη τριετή 7
περίοδο) για κάθε τόνο εκποµπών υπέρβασης, ενώ επίσης θα υποχρεούνται να καλύψουν την υπέρβαση µε άδειες τον επόµενο χρόνο. Πέρα των άλλων κυρώσεων, τα ονόµατα των παραβατών θα ανακοινώνονται δηµόσια από την εθνική αρχή. Σε επίπεδο ΕΕ, η Επιτροπή θα δηµιουργήσει µια κεντρική ελεγκτική αρχή (Central Administrator) η οποία θα είναι υπεύθυνη για την καταχώρηση όλων των συναλλαγών αδειών εκποµπών αφού ελέγξει για οποιεσδήποτε ανωµαλίες. 3.3. Εφαρµογή του Προγράµµατος Εµπορίας Αδειών Εκποµπών στην Ελλάδα Όπως γίνεται αντιληπτό από την παραπάνω παρουσίαση, η Κοινή Θέση της Επιτροπής της ΕΕ προσδιορίζει µερικά από τα σηµαντικότερα χαρακτηριστικά των εθνικών προγραµµάτων εµπορίας αδειών εκποµπών των αερίων του θερµοκηπίου, όπως αυτά παρουσιάζονται στην θεωρητική ανάλυση του Κεφαλαίου ΙΙ. Κατ αρχήν έχουµε ένα πρόγραµµα ορίων-και-εµπορίου, στο οποίο η εθνική αρχή προσδιορίζει το συνολικό επίπεδο των εκποµπών για όλες τις ελεγχόµενες µονάδες και διανέµει την συνολική ποσότητα των επιτρεποµένων εκποµπών στις µονάδες µε την µορφή αδειών, οι οποίες είναι µεταβιβάσιµες. εύτερον, οι κλάδοι οι οποίοι καλύπτονται από το πρόγραµµα εµπορίας αδειών εκποµπών προσδιορίζονται µε σαφήνεια. Τρίτον, οι άδειες εκποµπών προσδιορίζουν µια συγκεκριµένη ποσότητα ενός ρύπου, εκποµπές ενός τόνου ισόποσου διοξειδίου του άνθρακα. Τέταρτον, όπως σχεδόν σε όλα τα ήδη εφαρµοζόµενα προγράµµατα, η αρχική κατανοµή των αδειών εκποµπών γίνεται χωρίς χρέωση στο σύνολό των αδειών όσον αφορά την πρώτη τριετή περίοδο, ενώ για τις επόµενες πενταετείς περιόδους δίνεται η δυνατότητα στις εθνικές αρχές να διανείµουν ένα ποσοστό αδειών µε χρέωση. Τέλος, όσον αφορά την χρονική διάσταση το Κοινοτικό Πρόγραµµα επιτρέπει στις µονάδες να «αποταµιεύουν» άδειες εκποµπών τις οποίες δεν χρησιµοποίησαν σε µία δεδοµένη περίοδο και να τις χρησιµοποιούν στην επόµενη περίοδο. Το Πρόγραµµα όµως δεν επιτρέπει τον «δανεισµό» αδειών εκποµπών, δηλαδή την µεταφορά αδειών από µελλοντική και χρήση τους στην παρούσα περίοδο. Το σηµαντικότερο στάδιο για την εφαρµογή του Προγράµµατος εµπορίας τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο είναι η δηµιουργία των Εθνικών Σχεδίων Κατανοµής των αδειών. Παρά το ότι το Παράρτηµα ΙΙΙ της Οδηγίας παρέχει κάποιες γενικές αρχές για την κατανοµή των αδειών, είναι στην αποκλειστική ευθύνη και ευχέρεια της εθνικής αρχής να διανείµει τις άδειες εκποµπών στις µονάδες οι οποίες συµµετέχουν στο πρόγραµµα. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι τα Σχέδια Κατανοµής θα υποβάλλονται προς έγκριση στην Επιτροπή, η οποία θα µπορεί να τα απορρίπτει στη βάση, για παράδειγµα, πρακτικών αθέµιτου ανταγωνισµού. Καθώς η αρχική διανοµή των αδειών εκποµπών γίνεται χωρίς χρέωση, η εθνική αρχή θα µπορούσε να χρησιµοποιήσει τις άδειες εκποµπών ως έναν έµµεσο τρόπο πριµοδότησης συγκεκριµένων κλάδων της εθνικής οικονοµίας µε στόχο να τις καταστήσει πιο ανταγωνιστικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια τέτοια ενέργεια βέβαια παραβαίνει τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισµού, και για τον λόγο αυτό Εθνικά Σχέδια Κατανοµής αδειών τα οποία περιέχουν τέτοιες πρακτικές πολύ δύσκολα θα τύχουν της έγκρισης της Επιτροπής. Αν και στο Παράρτηµα ΙΙΙ της Οδηγίας γίνεται σαφές ότι η συνολική ποσότητα των αδειών θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να καλύπτονται οι εθνικές υποχρεώσεις ως προς το Πρωτόκολλο του Κιότο λαµβάνοντας υπόψη και τις εκποµπές των µονάδων οι οποίες δεν συµπεριλαµβάνονται στο Κοινοτικό Πρόγραµµα εµπορίας αδειών, η συνολική ποσότητα αδειών αποφασίζεται από την εθνική αρχή. Η διαδικασία απόφασης του συνολικού αριθµού αδειών δεν είναι ούτε εύκολη ούτε προφανής καθώς στο Πρόγραµµα εµπορίας συµµετέχουν µονάδες µε συγκεκριµένες δραστηριότητες και όχι όλες οι µονάδες οι οποίες εκπέµπουν αέρια του θερµοκηπίου. Εποµένως θα πρέπει να πρέπει να εκτιµηθεί ο συνολικός αριθµός αδειών έτσι ώστε το σύνολο των εθνικών εκποµπών να µην υπερβαίνει το εθνικό όριο. Ως εκ τούτου θα πρέπει να εκτιµηθεί το µερίδιο των εκποµπών των µονάδων οι οποίες συµµετέχουν στο 8
Πρόγραµµα στο σύνολο των εκποµπών. Αυτό µπορεί να γίνει µε την συλλογή δεδοµένων εκποµπών σε πρόσφατες σχετικά περιόδους λαµβάνοντας υπόψη όµως και προβλέψιµες αλλαγές στο άµεσο µέλλον. Στην επιλογή του συνολικού αριθµού των αδειών εκποµπών θα πρέπει να συνεκτιµηθεί πέραν των ιστορικών δεδοµένων των εκποµπών κάθε κλάδου και το σχετικό κόστος µείωσης των εκποµπών µεταξύ των κλάδων οι οποίοι εντάσσονται στο Πρόγραµµα εκποµπών και των κλάδων οι οποίοι δεν εντάσσονται και υπόκεινται σε άλλου είδους ρυθµίσεις. Παρότι το Παράρτηµα Ι της Οδηγίας καθορίζει τους κλάδους παραγωγικής δραστηριότητας οι οποίοι καλύπτονται από το Πρόγραµµα, η εθνική αρχή θα πρέπει να καταγράψει τις µονάδες οι οποίες θα συµµετέχουν στο Πρόγραµµα. Η εθνική αρχή θα πρέπει να δηµιουργήσει καταλόγους µε όλες τις µονάδες οι οποίες συµµετέχουν στο Πρόγραµµα και να αποφασίσει την κατανοµή του εθνικού συνόλου των αδειών στις επιµέρους µονάδες. Η κατανοµή των αδειών στους διάφορους κλάδους και τις µονάδες παραγωγής είναι ίσως και το πιο κρίσιµο σηµείο στον σχεδιασµό του Εθνικού Σχεδίου Κατανοµής των αδειών. Καταρχήν θα πρέπει να αποφασιστεί εάν η κατανοµή των αδειών θα βασιστεί σε ιστορικά δεδοµένα επιπέδων εκποµπών είτε σε άλλα δεδοµένα, όπως εισροές (ενέργεια για παράδειγµα) και επίπεδο παραγωγής. Θα πρέπει επίσης να καθοριστεί η περίοδος η οποία θα χρησιµεύσει ως βάση υπολογισµού για την κατανοµή των αδειών. Εάν η περίοδος είναι σχετικά πρόσφατη, θα πρέπει να ληφθούν θετικά υπόψη οι ενέργειες µονάδων για την µείωση των εκποµπών τους. Εάν για παράδειγµα, ως έτος βάσης αποφασιστεί να είναι το 2002, τότε µία µονάδα η οποία έχει ήδη από το 2000 επενδύσει σε τεχνολογίες µείωσης των εκποµπών της τότε θα λάβει λιγότερες άδειες εκποµπών σε σχέση µε µονάδες οι οποίες αδράνησαν. Με τον τρόπο αυτό οι µονάδες οι οποίες έδρασαν νωρίς τιµωρούνται. Για να αποφύγει η εθνική αρχή κάτι τέτοιο θα πρέπει είτε να επιλέξει ως έτος βάσης ένα έτος πριν από οποιαδήποτε ενέργεια, για παράδειγµα το 1990, είτε εάν επιλεγεί ένα πρόσφατο έτος να δοθούν επιπλέον άδειες στις µονάδες οι οποίες έδρασαν νωρίς. Τέλος θα πρέπει να καθοριστεί εάν οι άδειες θα κατανέµονται ανά κλάδο πρώτα και έπειτα ανά µονάδα, είτε απευθείας ανά µονάδα. Όλες αυτές οι εναλλακτικές µέθοδοι µπορεί να δώσουν σηµαντικά διαφορετικές κατανοµές αδειών ανά µονάδα, και ως εκ τούτου η επιλογή της µεθόδου θα πρέπει να γίνει πολύ προσεκτικά έτσι ώστε η εθνική αρχή να αποφύγει την δηµιουργία προβληµάτων και κακού κλίµατος µε τις συµµετέχουσες µονάδες. Είναι πολύ σηµαντικό για την επιτυχία των στόχων του Προγράµµατος να δηµιουργηθούν σχέσεις συνεργασίας µεταξύ της εθνικής αρχής και των µονάδων από την αρχή της εφαρµογής του Προγράµµατος. Ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα τα οποία θα µπορούσαν να δηµιουργηθούν είναι η µεταβολή των συνθηκών ανταγωνισµού µεταξύ των µονάδων εντός ενός κλάδου σε εθνικό επίπεδο. Αντίστοιχα προσεκτική θα πρέπει να είναι η εθνική αρχή όσον αφορά την στρέβλωση των συνθηκών ανταγωνισµού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, περίπτωση την οποία θα εξετάζει και η Επιτροπή, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα. Ένα ακόµη πρόβληµα στην ελληνική εφαρµογή µπορεί να προκύψει από την ύπαρξη µονάδων οι οποίες θα µπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην τιµή των αδειών εκποµπών, όπως εκτενώς αναλύσαµε στο προηγούµενο Κεφάλαιο. Στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή αγορά λειτουργήσει οµαλά τότε λόγο µεγέθους δεν προβλέπετε να προκύψουν προβλήµατα επηρεασµού της τιµής των αδειών. Πάραυτα, δεν είναι καθόλου εύκολο να προβλεφθεί πόσο σύντοµα θα λειτουργήσει εύρυθµα η πανευρωπαϊκή αγορά αδειών εκποµπών. Εάν για ένα σηµαντικό χρονικό διάστηµα υπάρξουν υψηλά κόστη συµµετοχής (transaction costs) στην ευρωπαϊκή αγορά τότε πιθανόν να δηµιουργηθούν σηµαντικά προβλήµατα στην εθνική αγορά λόγο άσκησης ελέγχου στην τιµή των αδειών. Εάν τυχόν προβλήµατα συµµετοχής στην ευρωπαϊκή αγορά συνεχισθούν για µεγάλο χρονικό διάστηµα τότε µονάδες µε δυνατότητα άσκησης ελέγχου στην τιµή των αδειών θα µπορούσαν να κατανείµουν την επιρροή τους διαχρονικά καθώς το Πρόγραµµα επιτρέπει την αποταµίευση αδειών (δηλαδή την 9
µεταφορά αχρησιµοποίητων αδειών σε µετέπειτα περιόδους). Τυχόν προβλήµατα άσκησης επιρροής στην τιµή των αδειών εκποµπών µπορούν να αντιµετωπισθούν από την εθνική αρχή µε προσαρµογή της κατανοµής των αδειών εκποµπών στην δεύτερη περίοδο. Για παράδειγµα, η εθνική αρχή θα µπορούσε είτε να µειώσει τον αριθµό των αδειών τις οποίες κατανέµει στις µεγάλες µονάδες, είτε να κρατήσει έναν αριθµό αδειών τις οποίες να δηµοπρατήσει. Σχετικό µε το πρόβληµα του ανταγωνισµού µεταξύ των υπαρχόντων µονάδων είναι και το θέµα αντιµετώπισης των νέων µονάδων δηλαδή αυτών οι οποίες εισέρχονται στην αγορά µετά την έναρξη του Προγράµµατος, και εποµένως µετά την κατανοµή των αδειών εκποµπών. Στην περίπτωση στην οποία έχουµε µια αγορά αδειών η οποία λειτουργεί τέλεια ανταγωνιστικά οι νεοεισερχόµενες µονάδες µπορούν να προµηθευτούν τις απαραίτητες άδειες από την αγορά και εποµένως το Πρόγραµµα δεν εµποδίζει την είσοδό τους στην αγορά. Υπάρχει βέβαια το θέµα της ισότιµης µεταχείρισης των υπαρχόντων και των νεοεισερχόµενων µονάδων. Η εθνική αρχή θα πρέπει να αποφασίσει εάν διανείµει όλες τις άδειες στις υπάρχουσες µονάδες είτε θα κρατήσει ένα µέρος του συνόλου των αδειών εκποµπών για να τις κατανείµει στις µονάδες οι οποίες θα εισέλθουν στην αγορά µετά την έναρξη του Προγράµµατος. Αν και εκ πρώτης όψεως η διανοµή του συνόλου των αδειών στις υπάρχουσες µονάδες φαίνεται άδικη, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι επιλογές των εγκαταστάσεων και των µεθόδων παραγωγής από τις υπάρχουσες µονάδες έγιναν πριν από την απόφαση για µείωση των εκποµπών των αερίων του θερµοκηπίου. Αντιθέτως οι επιχειρήσεις οι οποίες θα εισέλθουν στο µέλλον γνωρίζουν το ρυθµιστικό πλαίσιο και ως εκ τούτου µπορούν να λάβουν τις επενδυτικές αποφάσεις τους εν πλήρη γνώση. Εποµένως, η πριµοδότηση των υπαρχόντων µονάδων µέσω της χωρίς χρέωση διανοµής των αδειών έρχεται να καλύψει το διαφορετικό επίπεδο πληροφορίας µεταξύ υπαρχόντων και νεοεισερχόµενων µονάδων. Η εθνική αρχή βέβαια µπορεί να επιλέξει να κρατήσει µέρος των αδειών για τις νεοεισερχόµενες µονάδες για πολλούς λόγους µεταξύ των οποίων ως παράδειγµα θα µπορούσε να αναφερθεί η προώθηση του ανταγωνισµού σε συγκεκριµένους κλάδους, όπως αυτού της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ο οποίος πρόσφατα απελευθερώθηκε στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή η εθνική αρχή θα πρέπει να συγκεκριµενοποιήσει την µέθοδο κατανοµής των αδειών στις µονάδες αυτές, καθώς η κατανοµή δεν µπορεί να βασίζεται σε ιστορικά δεδοµένα 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η πολιτική των µεταβιβάσιµων αδειών εκποµπών έχει σηµαντικότατα πλεονεκτήµατα, καθώς µειώνει το κόστος επίτευξης του περιβαλλοντικού στόχου, δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις για διαρκείς τεχνολογικές βελτιώσεις και µειώνει στο ελάχιστο το κόστος της κυβερνητικής παρέµβασης. Πάραυτα υπάρχουν σηµαντικά προβλήµατα τα οποία µπορεί να προκύψουν κατά την λειτουργία των αγορών αδειών. Για τον λόγο αυτό είναι πολύ σηµαντικό τα προγράµµατα αδειών εκποµπών να σχεδιάζονται µε τρόπο ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες εµφάνισης τέτοιων προβληµάτων. Στην περίπτωση της εφαρµογής του Ευρωπαϊκού Προγράµµατος µεταβιβάσιµων αδειών στην Ελλάδα, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στα παρακάτω δύο θέµατα. Στην αρχική κατανοµή των αδειών έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη οι απόψεις όλων των εµπλεκοµένων κλάδων παραγωγής και να αποφευχθούν προβλήµατα στρεβλώσεων στην αγορά αδειών. Στην αντιµετώπιση των µονάδων οι οποίες προβλέπεται να εισέλθουν στην µετά την αρχική κατανοµή των αδειών περίοδο. Το θέµα των νεοεισερχόµενων µονάδων µπορεί να είναι σηµαντικό στην περίπτωση της εισόδου νέων µονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο άµεσο µέλλον. 10
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Pigou, A. C. (1920). The Economics of Welfare, London: Macmillan. 2. Coase, R. (1960) "The Problem of Social Cost.", The Journal of Law and Economics, Vol. 3: 1-44. 3. Dales, J.H., (1968). Pollution, Property, and Prices, Toronto: University of Toronto Press. 4. Crocker, T. D. (1966). "The Structuring of Atmospheric Pollution Control Systems", In: The Economics of Air Pollution H. Wolozin (Editor), New York: W. W.Norton & Co. 5. Baumol, W. J. and W. E. Oates (1971). "The Use of Standards and Prices for Protection of the Environment.", Swedish Journal of Economics, Vol. 73: 42-54. 6. Pezzey, J. (1992), The Symmetry Between Controlling Pollution by Price and Controlling It Βy Quantity. The Canadian Journal of Economics, Vol. 25: 983-991. 7. Montgomery, W. D. (1972), Markets in Licenses and Efficient Pollution Control Programs. Journal of Economic Theory, Vol. 5: 395-418. 8. Tietenberg, T. H. (1974), «The Design of Property Rights for Air Pollution Control.» Public Policy, Vol. 27: 275-292. 9. Hahn R. W. (1984), "Market Power and Transferable Property Rights." Quarterly Journal of Economics, Vol. 99: 753-765. 10. Misiolek, W. S. and H. W. Elder (1989), «Exclusionary Manipulation of Markets for Pollution Rights.» Journal of Environmental Economics and Management Vol. 16: 156-66. 11. Sartzetakis, E. S. (1997a), «Raising Rivals Costs Strategies via Emission Permits Markets.» Review of Industrial Organization Vol. 12: 751-765.. 12. Sartzetakis, E. S. (1997b), «Tradable Emission Permits Regulations in the Presences of Imperfectly Competitive Product Markets: Welfare Implications." Environmental and Resource Economics, Vol. 9: 65-81. 13. Sartzetakis, E. S. (2004), On the efficiency of competitive markets for emission permits., Environmental and Resource Economics 27: 1 19, 2004. 11