ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Γνώσεις παραγόντων κινδύνου σε αστικούς και μη αστικούς πληθυσμούς. Πάτσαλη Έλσα, τελειόφοιτος Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, τμήματος επιστήμης Διαιτολογίας, Διατροφής. Τριμελής επιτροπή: Πολυχρονόπουλος Ε. Παναγιωτάκος Δ. Τέντα Ρ. Αθήνα, 2011 1
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σκοπός: Αν και οι συμπεριφορικοί παράγοντες έχουν αναδειχθεί ως οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές νόσους, η στάση των αστικών και μη αστικών πληθυσμών σε αυτή τη θεώρηση δεν έχει διερευνηθεί, ειδικά στην Ελλάδα τα στοιχεία που έχουμε είναι πολύ λίγα. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η αξιολόγηση, αποτίμηση και σύγκριση των γνώσεων και αντιλήψεων για τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου σε πληθυσμούς της Αττικής και σε πληθυσμούς των λοιπών περιοχών. Μεθοδολογία: Μελετήθηκε ένα τυχαίο επιλεγμένο δείγμα 7.468 ενήλικων ατόμων από διάφορες πόλεις της Ελλάδας με το 44,2% να είναι άνδρες(3301 άνδρες) ηλικίας 41±15 και το 55,8 γυναίκες(4167 γυναίκες) ηλικίας 38±15. Οι γνώσεις και αντιλήψεις των ατόμων για τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου που σχετίζονται με τη διατροφή αξιολογήθηκαν με βάση 10 ερωτήσεις. Αποτελέσματα: Βρέθηκε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των γεωγραφικών περιοχών της μελέτης αναφορικά με τις αντιλήψεις του πληθυσμού για τη σχέση της διατροφής με την Καρδιαγγειακή νόσο. Οι κάτοικοι της Αττικής φάνηκε πως είναι λιγότερο ενημερωμένοι όσον αφορά πολλούς διατροφικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, επίσης βρέθηκε ότι αρκετά μικρότερο μέρος του πληθυσμού ακολουθεί το μεσογειακό πρότυπο διατροφής που ασκεί προστατευτική δράση ενάντια στα καρδιαγγειακά νοσήματα. Όσον αφορά το κάπνισμα, που είναι μείζονας παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις βρέθηκε ότι υπάρχουν περισσότεροι καπνιστές στην Αττική σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές καθώς και ότι πιστεύουν σε μικρότερο ποσοστό ότι το κάπνισμα είναι παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις. Στον αντίποδα όμως βρέθηκε πως οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου γνωρίζουν καλύτερα ποια είναι τα σημαντικότερα συστατικά της υγιεινής διατροφής. Οι κάτοικοι των υπόλοιπων περιοχών της Ελλάδος φαίνονται να είναι πιο ενημερωμένοι και να γνωρίζουν περισσότερα για τη σχέση της διατροφής με την υγεία, επίσης ένα αρκετά υψηλό ποσοστό ακολουθεί το μεσογειακό πρότυπο διατροφής. Όμως βρέθηκε ότι ένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού που ζει σ αυτές τις περιοχές είναι παχύσαρκος σε σύγκριση με τους κατοίκους της Αττικής. Αξίζει να αναφερθεί πως η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων και από τις δύο ομάδες δεν γνωρίζει ποιο είναι το ασφαλέστερο μέρος για την αγορά τροφίμων. Συμπεράσματα: Η παρούσα έρευνα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, επιχειρεί την αποτύπωση τάσεων και αντιλήψεων απέναντι στους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Από την ανάλυση των δεδομένων αναδείχθηκε το χαμηλό επίπεδο γνώσεων των ατόμων όσον αφορά την υγιεινή διατροφή, η οποία αποδεδειγμένα συμβάλλει στην πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Διαπιστώθηκε ότι οι κάτοικοι των περιοχών εκτός Αττικής είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένοι και γνωρίζουν περισσότερα για την σχέση της διατροφής με την υγεία καθώς και για την προστατευτική δράση της μεσογειακής διατροφής ενάντια στα καρδιαγγειακά νοσήματα, σε σχέση με τους κατοίκους του λεκανοπεδίου. Η πολιτεία και οι επιστημονικοί φορείς οφείλουν να αναδείξουν το πρόβλημα του χαμηλού επιπέδου γνώσεων και της παραπληροφόρησης και να δράσουν άμεσα, με κύριο στόχο την ενημέρωση του πληθυσμού και την μείωση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας στην χώρα μας. 2
Abstract Purpose: Although behavioral factors have emerged as the main risk factors for cardiovascular disease, the attitudes of urban and non-urban populations in this view has not been investigated, especially in Greece, the information we have is too little. The purpose of this research is to evaluate, assess and compare knowledge and perceptions of cardiovascular risk factors in populations of Attica and the populations of other regions. Methodology: We studied a randomly selected sample of 7,468 adults from various cities of Greece with 44.2% being men (3301 men) aged 41 ± 15 and 55.8 women (4167 women) aged 38 ± 15. The knowledge and perceptions of individuals for cardiovascular risk factors associated with diet was evaluated based on 10 questions. Results: We found significant differentiation between geographical areas on the perceptions of people about the relationship between diet and cardiovascular disease. The people who lived in Athens seemed to be less informed about the many nutritional cardiovascular risk factors, also we found that only a small proportion of the population follows the Mediterranean eating pattern to a protective effect against cardiovascular diseases. As for smoking, which is a major risk factor for cardiovascular disease found that there are more smokers in Athens compared with other regions and that a smaller percentage believe that smoking is a risk factor for cardiovascular disease. In contrast, however, we found that the inhabitants of other regions know better what the major components of a healthy diet are. Residents of other areas of Greece seem to be more informed and more aware of the relationship between diet and health. Also we found that a fairly higher rate follows the Mediterranean eating pattern. But it was found that a bigger part of the population living in these areas are obese compared to residents of Attica. It is worth mentioning that the vast majority of participants from both groups did not know what the safest market to buy food from is. Conclusions: This survey for the first time in Greece, attempted to evaluate and compare the trends and attitudes of the population toward cardiovascular risk factors. The data analysis showed the low level of knowledge of people on healthy eating, which is proven to help prevent cardiovascular diseases. It was found that residents of areas outside Athens are more sensitive and more aware of the relationship of diet to health and the protective effect of Mediterranean diet against cardiovascular disease, compared with residents of Attica. The government and scientific organizations should highlight the problem of the low level of knowledge and misinformation and act immediately, aiming to inform the population and reduce cardiovascular morbidity in our country. 3
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή μου κ. Ευάγγελο Πολυχρονόπουλο για τις εποικοδομητικές παρατηρήσεις του, τις πολύτιμες διευκρινίσεις και για τις γνώσεις που μου μετέδωσε και για το πολύ ενδιαφέρον θέμα που μου ανέθεσε Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Δημοσθένη Παναγιωτάκο για τον πολύτιμο χρόνο που μου ανέθεσε καθώς και για την ουσιαστική του συμβολή στην διεκπεραίωση της έρευνας. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου για την υποστήριξη, την αμέτρητη αγάπη και συμπαράσταση καθ όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω τους φίλους και τους συμφοιτητές μου για τα πανέμορφα φοιτητικά χρόνια που μου χάρισαν και για την βοήθειά τους στην συμβολή τους στην συλλογή των δεδομένων. 4
Contents ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ:... 7 1. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ:... 8 2. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ:... 9 3.ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΝΟΣΟΥΣ:... 10 3.1 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΙΜΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ:... 12 3.1.1 Διατροφή... 12 3.1.2 Κάπνισμα... 16 3.1.3 Παθητικό Κάπνισμα... 18 3.1.4 Έλλειψη Φυσικής Δραστηριότητας... 18 3.1.5 Παχυσαρκία... 19 3.1.6 Αρτηριακή Υπέρταση... 22 3.1.7 Δυσλιπιδαιμία... 23 3.1.8 Σακχαρώδης Διαβήτης... 25 3.2 ΜΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΙΜΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ... 26 3.2.1 Ηλικία:... 26 3.2.2 Φύλο... 26 3.2.3 Οικογενειακό ιστορικό... 28 3.2.4 Εθνικότητα/ φυλή... 28 3.2.5 Κοινωνικοοικονομικές Συνθήκες... 28 4. ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:... 30 4.1 ΔΙΕΘΝΗ ΔΕΔΟΜΕΝΑ:... 30 4.2 ΕΥΡΩΠΗ:... 32 4.3 ΕΛΛΑΔΑ:... 33 5. ΓΝΩΣΕΙΣ, ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΩΝ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ:... 40 ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ:... 43 6. ΣΚΟΠΟΣ:... 43 5
7.ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΥΛΙΚΟ:... 43 7.1 Δείγμα:... 43 7.2 Ερωτηματολόγιο- Κωδικοποίηση:... 43 8.ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ:... 45 Εφαρμόστηκε Περιγραφική Στατιστική, δηλαδή ποσοστά και απόλυτες συχνότητες για την παρουσίαση των δεδομένων, ενώ για τη διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των διατροφικών αντιλήψεων με τον τόπο διαμονής χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό κριτήριο x² του Pearson. Το επίπεδο της στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε στο P=1%. Όλες οι αναλύσεις έγιναν στο στατιστικό λογισμικό SPSS 14... 45 9. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ:... 46 10. ΣΥΖΗΤΗΣΗ:... 52 12. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:... 54 13.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:... 55 52. Association between multiple cardiovascular risk factors and atherosclerosis in children and young adults. The Bogalusa Heart Study. Berenson GS, Srinivasan SR, Bao W, Newman WP 3rd, Tracy RE, Wattigney WA. Tulane Center for Cardiovascular Health, Tulane School of Public Health and Tropical Medicine, New Orleans, LA 70112-2824, USA... 58 56. http://www.newsroom.heart.org/index.php?s=43&item=1226... 59 60. WHO database 2008... 59 6
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η σημαντικότερη αιτία θανάτου στους άνδρες ηλικίας 35-55 χρόνων και μια από τις σημαντικότερες αιτίες θανάτου στις γυναίκες στις χώρες δυτικού τύπου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ) εκτιμά οτι περίπου 16,6 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πεθαίνουν ετησίως 1. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα το 2004 οφείλονταν για τον θάνατο 17,1 εκατομμυρίων ανθρώπων, ποσό που αποτελεί και το ένα τρίτο σχεδόν των θανάτων παγκοσμίως(30%). Από τους θανάτους αυτούς 7.2 εκατομμύρια οφείλονταν στη στεφανιαία νόσο και 5.7 εκατομμύρια σε εγκεφαλικά επεισόδια. Πίνακας 1:Κατανομή των θανάτων λόγω αιτίας, άνδρες και γυναίκες Πηγή: WHO 2004 Οι ερευνητές του Π.Ο.Υ εκτιμούν οτι το 2030 τα καρδιαγγειακά νοσήματα θα ευθύνονται για το θάνατο σχεδόν 23.6 εκατομμύρια ατόμων στον κόσμο, κυρίως λόγω στεφανιαίας νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου. Υπολογίζεται πως η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση θα πραγματοποιηθεί στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των θανάτων που θα εμφανιστούν στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας 2. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η κύρια αιτία θανάτου στην Ευρώπη που ευθύνεται για παραπάνω από 4 εκατομμύρια θανάτους ετησίως 3. Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό οτι τα 7
καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η αιτία για το 49% όλων των θανάτων (55% των θανάτων στις γυναίκες και 43% στους άνδρες). Τα τελευταία 100 έτη τα καρδιαγγειακά νοσήματα έχουν γίνει η κυριότερη αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας. Στην αύξηση αυτή των καρδιαγγειακών νοσημάτων, ως αιτία θνησιμότητας, επιδρούν πολλοί παράγοντες. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η αύξηση κατά 60% στον παγκόσμιο πληθυσμό μεταξύ των ετών 1990-2020. Δεύτερον, οι βελτιώσεις στην δημόσια υγεία και την ιατρική περίθαλψη φαίνεται πως οδήγησαν στην αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής, καθώς μειώθηκαν τα ποσοστά μεταδοτικών ασθενειών, υποσιτισμού, μητρικών θανάτων και θανάτων στην βρεφική ηλικία. Τέλος οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές αλλαγές έχουν οδηγήσει σε αύξηση των παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα 4.Τα καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως αναφέρθηκε, είναι πολυπαραγοντικά στη φύση τους και ο μόνος τρόπος που μπορούν να αντιμετωπισθούν επιτυχώς είναι όταν ληφθούν υπ όψη όλοι οι παράγοντες κινδύνου αναπτύξεως των. 1. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ: Η λειτουργία της καρδιάς είναι η προώθηση του αίματος σε όλα τα όργανα και τους ιστούς του σώματος. Για να επιτελεί αυτό το έργο, ο καρδιακός μυς χρειάζεται πλούσια ροή αίματος (στεφανιαία αιμάτωση), που μπορεί να αυξάνεται κατάλληλα όταν αυτό απαιτείται. Τα στεφανιαία αγγεία μεταφέρουν οξυγόνο προς τα μυοκύτταρα και απομακρύνουν τα προïόντα του μεταβολισμού (διοξείδιο του άνθρακα, γαλακτικό οξύ, ιόντα υδρογόνου, κ.ά.). Χαρακτηριστικό της στεφανιαίας κυκλοφορίας είναι ότι ακόμα και κατά τη συνηθισμένη δραστηριότητα, η καρδιά προσλαμβάνει το 75% του οξυγόνου του αρτηριακού αίματος, σε αντίθεση με άλλα όργανα που προσλαμβάνουν περίπου 25%. 5,6.. 8
Η ανατομία της καρδιάς. 2. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ: Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι ένα σύνολο νοσημάτων της καρδιάς και των αγγείων στα οποία περιλαμβάνονται 7 : Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν ένα ευρύ φάσμα διαταραχών, τα οποία προσβάλλουν την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία και περιλαμβάνουν: Στεφανιαία νόσος: Προκαλείται από στένωση των αιμοφόρων αγγείων (στεφανιαίων) που αιματώνουν τον καρδιακό μυ, κυρίως εξαιτίας εναπόθεσης λίπους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αθηρωματικών πλακών. Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο: Πρόκειται για τη διαταραχή της εγκεφαλικής αιματικής κυκλοφορίας. Μπορεί να προκληθεί είτε από διακοπή της αιματικής ροής του εγκεφάλου (ισχαιμικό επεισόδιο), είτε από ρήξη των εγκεφαλικών αγγείων (αιμορραγικό επεισόδιο). Παράγοντες κινδύνου είναι η υψηλή αρτηριακή πίεση, κολπική μαρμαρυγή, υπερλιπιδαιμία, κάπνισμα, διαβήτης, διατροφή, φυσική δραστηριότητα, προχωρημένη ηλικία (National Diabetes Information Clearinghouse, 2005). Ρευματική καρδιοπάθεια: Πρόκειται για την καταστροφή του καρδιακού μυ και των βαλβίδων της καρδιάς, η οποία προκαλείται από άνοση αντίδραση προς τη λοίμωξη από β-αιμολυτικό 9
στρεπτόκοκκο της ομάδας Α, η οποία δεν αντιμετωπίστηκε θεραπευτικά (Αtlas of Heart Disease and Stroke 2004). Συγγενής Καρδιοπάθεια: Πρόκειται για ανωμαλίες των καρδιαγγειακών δομών π.χ. μεσοκοιλιακά ή μεσοκολπικά ελλείμματα, ανωμαλίες των βαλβίδων, ανωμαλίες των καρδιακών κοιλοτήτων, οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση. Οφείλονται είτε σε γενετικούς παράγοντες για παράδειγμα, σύνδρομο Down, είτε σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα χρήση αλκοόλ, φαρμάκων (θαλιδομίδη, βαρφαρίνη) από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενδομήτριες λοιμώξεις (ερυθρά), κακή θρέψη της εγκύου (χαμηλή πρόσληψη φολικού οξέως), συγγενική σχέση εξ αίματος μεταξύ των γονέων (Chun 2006). Ανευρύσματα και διαχωρισμός αορτής: Πρόκειται για διάταση και ρήξη της αορτής. Παράγοντες κινδύνου είναι: η προχωρημένη ηλικία, μακροχρόνια υψηλή αρτηριακή πίεση, σύνδρομο Marfan, συγγενείς ανωμαλίες της καρδιάς, σύφιλη και άλλοι λοιμώδεις και φλεγμονώδεις παράγοντες (Αtlas Of Heart Disease and Stroke 2004). Εν τω Βάθει Φλεβοθρόμβωση και πνευμονική εμβολή: Πρόκειται για απόφραξη του φλεβικού δικτύου των κάτω άκρων με θρόμβους, οι οποίοι μπορεί να αποσπαστούν και μέσω της κυκλοφορίας να καταλήξουν στον πνεύμονα. Παράγοντες κινδύνου είναι οι χειρουργικές επεμβάσεις, παχυσαρκία, κακοήθειες, κύηση, λήψη αντισυλληπτικών και θεραπεία ορμονικής αποκατάστασης, μακροχρόνια περίοδος ακινησίας π.χ. ταξίδια, ομοκυστιναιμία (Αtlas of Heart Disease and Stroke 2004). Περιφερική αρτηριοπάθεια: Πρόκειται για νόσο των περιφερικών αγγείων που αρδεύουν τα άνω και κάτω άκρα. Άλλα Καρδιαγγειακά νοσήματα: Αρτηριακή υπέρταση, όγκοι καρδιάς, εγκεφαλικά ανευρύσματα, δυσλειτουργία του καρδιακού μυός όπως για παράδειγμα η καρδιομυοπάθεια και οι βαλβιδοπάθειες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συχνότερες μορφές καρδιαγγειακής νόσου είναι η στεφανιαία νόσος και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. 3.ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΝΟΣΟΥΣ: Ως παράγοντας κινδύνου ορίζεται κάθε χαρακτηριστικό ή γεγονός που συμβαίνει πριν και συν-διακυμαίνεται με τη συχνότητα της νόσου (Τριχόπουλος 1982, Ahlbom 1992) 8. Σ αυτόν τον όρο συμπεριλαμβάνονται τροποποιήσιμοι και μη τροποποιήσιμοι παράγοντες του τρόπου ζωής, καθώς και κάποιους βιοχημικούς παράγοντες. Οι παράγοντες κινδύνου για τα καρδιαγγειακά νοσήματα διακρίνονται σε 9 : 1. Κληρονομικά βιολογικά χαρακτηριστικά όπως η ηλικία, φύλο και οικογενειακό ιστορικό. Αυτοί δεν είναι τροποποιήσιμοι. 2. Τροποποιήσιμα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την πιθανότητα μελλοντικής εμφάνισης καρδιαγγειακών νόσων. Εδώ περιλαμβάνεται η αυξημένη αρτηριακή πίεση, αυξημένη ολική χοληστερόλη πλάσματος, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης. 10
3. Συμπεριφορικοί παράγοντες που μπορεί να σχετίζονται με τις καρδιαγγειακές νόσους λόγω της σχέσης τους με χαρακτηριστικά, όπως η αρτηριακή υπέρταση, η αυξημένη χοληστερόλη πλάσματος ή/και μέσω άλλων μηχανισμών. Οι παράγοντες αυτοί είναι η διατροφή, το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και η υπερκατανάλωση αλκοόλ). Και οι συμπεριφορικοί παράγοντες είναι τροποποιήσιμοι 4. Άλλα χαρακτηριστικά, όπως εθνολογική ομάδα και κοινωνικοοικονομική τάξη, φαίνεται να επηρεάζουν την επίπτωση της νόσου μέσω αδιευκρίνιστων μηχανισμών. Φαίνεται όμως οτι μπορεί να οφείλεται στις διαφορές στη συμπεριφορά, στη κουλτούρα και στο γενετικό προφίλ. 5. Άλλες περιβαλλοντικές επιδράσεις, όπως κρύος καιρός, έντονο ψυχολογικό στρες, φτώχεια και ανεργία μπορεί να συμβάλλουν στο κίνδυνο. Αξίζει να σημειωθεί πως οι συμπεριφορικοί παράγοντες είναι υπεύθυνοι για το 80% περίπου των καρδιαγγειακών νόσων και των νόσων των αγγείων που αιματώνουν τον εγκέφαλο. Οι επιπτώσεις της ανθυγιεινής διατροφής και της έλλειψης φυσικής δραστηριότητα ενδέχεται να εκφραστούν ως αυξημένη αρτηριακή πίεση, αυξημένη γλυκόζη αίματος, δυσλιπιδαιμία και παχυσαρκία, αυτοί θεωρούνται «ενδιάμεσοι παράγοντες κινδύνου. Τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου οποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου Συμπεριφορικοί Κλινικοί δείκτες ρονομικά χαρακτηριστικά Διατροφή Παχυσαρκία Ηλικία Κάπνισμα Υπέρταση Φύλο φυσικής δραστηριότητας Δυσλιπιδαιμία Οικογενειακό ιστορικό Σακχαρώδης διαβήτης/αυξημένη γλυκόζη αίματος Εθνικότητα/ φυλή 11
Πίνακας 3.1: Κατηγοριοποίηση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε τροποποιήσιμους και μη τροποποιήσιμους. 3.1 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΙΜΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ: 3.1.1 Διατροφή Είναι παγκοσμίως γνωστό ότι διατροφή πλούσια σε λιπαρά, αλάτι, ζάχαρη και φτωχή σε φρούτα και λαχανικά αποτελεί παράγοντα κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Στην έκθεση του Π.Ο.Υ. «δίαιτα, φυσική δραστηριότητα και υγεία», διατυπώνεται η ανάγκη αλλαγής των διατροφικών συνηθειών σε παγκόσμια κλίμακα. Στην αναφορά του Π.Ο.Υ. το 2004 10, αναφέρεται ότι το 4% του συνολικού φορτίου νοσηρότητας στις ανεπτυγμένες χώρες οφείλεται στη χαμηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών(<600gr/ ημερησίως) και από αυτό το ποσοστό το 30% σχετίζεται με στεφανιαία νόσο και 20% με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (WHO 2004). Στοιχεία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων (FAO) 11 δείχνουν ότι τα τελευταία 30 έτη η κατανάλωση λιπιδίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει παραμείνει η ίδια σε αντίθεση με την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, η οποία αυξήθηκε σε περιοχές της βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Αντιθέτως στη νότια και ανατολική Ευρώπη, κράτη που παραδοσιακά είχαν χαμηλή κατανάλωση λιπιδίων, σήμερα παρουσιάζουν αύξηση, ενώ η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών παραμένει σταθερή ή ακόμη και μειώνεται 12 Σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η κατανάλωση λιπιδίων στην Ελλάδα βρίσκεται πλέον κοντά στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα (πίνακας 3.2).Την περίοδο 1961-63,η διαφορά κατανάλωσης μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας με την υψηλότερη κατανάλωση (Βέλγιο) ήταν 56,3%, ενώ το 2003 ήταν μόνο 24,1%. Το 2003 υπάρχουν πλέον αρκετές χώρες, όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Μ. Βρετανία, με κατανάλωση λιπιδίων χαμηλότερη από ότι η Ελλάδα. Εξαιτίας των μεταπολεμικών αλλαγών στον τρόπο ζωής στη χώρα μας, σημειώθηκε σημαντική διαφοροποίηση στην ποιοτική σύνθεση της θερμιδικής πρόσληψης. Το ποσοστό συμμετοχής των λιπιδίων στη συνολική θερμιδική κατανάλωση αυξάνει σταδιακά και από 27% το 1960 φτάνει στο 35,6% το 2003 (WHO 2008) 13. Συνεπώς, το κύριο χαρακτηριστικό των μεταπολεμικών εξελίξεων στην ποιοτική σύνθεση της θερμιδικής κατανάλωσης είναι η συνεχής αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής των λιπιδίων και κυρίως των ζωικών λιπών. 12
Πίνακας 3.2: Μέση ημερήσια κατά κεφαλή κατανάλωση λιπιδίων (γρ.) σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες. Πηγή WHO, Health for all Database, 2008. Σε απόλυτες τιμές, η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση λιπιδίων στην Ελλάδα, από 92,8gr το 1961-3, ανήλθε σε 150gr το 1997 για να μειωθεί στη συνέχεια σε 145gr μέχρι το 2003. Στις ανεπτυγμένες χώρες η διαθεσιμότητα των τροφίμων πλούσια σε λίπος είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν σε αναπτυσσόμενες και υποανάπτυκτες χώρες όπως διαφαίνεται από το επόμενο γράφημα 14. Πίνακας 3.3: Διαθεσιμότητα λίπους της τελευταίες τέσσερις δεκαετίες Πηγή: WHO 2010 Σύμφωνα με τα πορίσματα των μελετών «Cardio» 2000 σε δείγμα 2.100 ατόμων (Pitsavos et al. 2002) και «ATTICA» σε δείγμα 3.200 ατόμων (Pitsavos et al. 2003) της Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών 15,16 : H μεσογειακή δίαιτα δρα ευεργετικά ακόμη και στους βαρείς καπνιστές, στους διαβητικούς και στους υπερτασικούς, ενώ χάνει τον προστατευτικό της ρόλο αν συνυπάρχουν έντονο ψυχοκοινωνικό άγχος και ένας τουλάχιστον κλασικός παράγοντας κινδύνου. 13
Η συστηματική κατανάλωση φρούτων και λαχανικών έχει αποδειχθεί ότι ευνοεί, τη συνολική υγεία του ανθρώπου. Τα φρούτα και τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες, φυτικές ίνες, ιχνοστοιχεία και χιλιάδες άλλες δραστικές φυτοχημικές ουσίες, που όταν όλα μαζί προσφέρονται στον οργανισμό, δρουν σε συνεργεία και προάγουν την υγεία, μειώνοντας τον κίνδυνο διαφόρων ασθενειών. Η μεσογειακή, δηλαδή η ελληνική διατροφή, καθώς και η μεγάλη αγροτική μας παραγωγή σε φρούτα και λαχανικά, αποτελούν δύο σημαντικά επιπλέον στοιχεία, που κατατάσσουν τη χώρα μας πρώτη στην κατανάλωση φρούτων και λαχανικών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Γράφημα 3.1:Κατανάλωση φρούτων και λαχανικών σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες για το 2001-2003 (γρ/ατομο/ημέρα) Πηγή:European cardiovascular disease Statistics 2008 Τέλος, λόγω της βαρύτητα της διατροφής στην δημιουργία και επιδείνωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων αξίζει να αναφερθούν οι κυριότεροι διατροφικοί παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο 17,18. Κορεσμένα λιπαρά οξέα: Είναι το κυριότερο συστατικό της διατροφής που επηρεάζει τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα τείνουν να αυξάνουν τα επίπεδα της χοληστερόλης που περιέχεται σε όλα τα επιμέρους κλάσματα λιποπρωτεϊνών του ορού όταν αντικαθιστούν τους υδατάνθρακες ή άλλα λιπαρά οξέα της δίαιτας. Πολλές μετά-αναλύσεις και ανασκοπήσεις έχουν πραγματοποιηθεί για τον υπολογισμό της επίδρασης των κορεσμένων λιπαρών οξέων στα επίπεδα της χοληστερόλης. Οι αναλύσεις αυτές υποδεικνύουν πως για κάθε αύξηση της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών οξέων κατά ένα τοις εκατό της επί τοις εκατό πρόσληψης θερμίδων, τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης του ορού αυξάνονται κατά δύο τοις εκατό. Πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα των διαιτών με χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά οξέα στη μείωση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης. Τα ευεργετικά αποτελέσματα του περιορισμού της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών και χοληστερόλης ενισχύονται με τη μείωση του βάρους των υπέρβαρων ατόμων. Τα λιπαρά οξέα της δίαιτας έχουν επίσης συσχετισθεί με την ανάπτυξη στεφανιαίας όσου κυρίως στους άνδρες. 14
Trans μονοακόρεστα λιπαρά οξέα: Τα trans στερεοϊσομερή του φυσικού cis-λινελαικού οξέος παράγονται κατά τη διαδικασία υδρογόνωσης για τη στερεοποίηση των ακόρεστων λιπαρών οξέων. Το 50% των trans λιπαρών οξέων που λαμβάνονται με τη δίαιτα προέρχονται από ζωικής προέλευσης τρόφιμα ενώ το υπόλοιπο 50% οφείλεται στα υδρογονωμένα φυτικά έλαια. Σημαντικός αριθμός μελετών υποδεικνύει πως τα trans λιπαρά οξέα αυξάνουν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης, σε σύγκριση με τα ακόρεστα λιπαρά οξέα. Τέλος, τα αποτελέσματα ορισμένων επιδημιολογικών μελετών υποστηρίζουν ότι η αυξημένη πρόσληψη trans λιπαρών οξέων σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Διαιτητική χοληστερόλη: Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση έδειξε ότι η διαιτητική χοληστερόλη αυξάνει το λόγο ολικής προς HDL χοληστερόλης, επηρεάζοντας το προφίλ της χοληστερόλης του ορού. Τα αποτελέσματα επιδημιολογικών μελετών προτείνουν ότι η διαιτητική χοληστερόλη αυξάνει τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου ανεξάρτητα από την επίδρασή της στα επίπεδα της LDL χοληστερόλης. Η διαιτητική χοληστερόλη αυξάνει τα επίπεδα της ολικής και της LDL χοληστερόλης σε μικρότερο όμως βαθμό σε σχέση με τα κορεσμένα λιπαρά οξέα. Γενικά, η πρόσληψη χοληστερόλης έχει θετική συσχέτιση με τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου μετά από τον έλεγχο για άλλους παράγοντες κινδύνου όπως η ηλικία, η αρτηριακή πίεση, τα επίπεδα χοληστερόλης ορού και το κάπνισμα. Υδατάνθρακες: Η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών οξέων από υδατάνθρακες προκαλεί μείωση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης ανάλογη με αυτήν που επιτυγχάνεται όταν τα κορεσμένα λιπαρά οξέα αντικαθίστανται από μονοακόρεστα λιπαρά οξέα. Παρ όλα αυτά μια υψηλή πρόσληψη υδατανθράκων έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση τόσο των επιπέδων των τριγλυκεριδίων νηστείας, όσο και των μεταγευματικών τριγλυκεριδίων του πλάσματος. Οι προτεινόμενοι μηχανισμοί που εξηγούν αυτή την επίδραση των υδατανθράκων είναι η αυξημένη σύνθεση VLDL χοληστερόλης και ο μειωμένος καταβολισμός και εκκαθάριση από την κυκλοφορία των χυλομικρών και VLDL καθώς και των καταλοίπων τους, λόγω μείωσης της δραστικότητας της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης. Επιπρόσθετα, οι υδατάνθρακες σε σχέση με τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα συχνά προκαλούν μείωση των επιπέδων της HDL χοληστερόλης και αύξηση των τριγλυκεριδίων. Μια δεύτερη ανεπιθύμητη δράση της υψηλής πρόσληψης των υδατανθράκων είναι η τροποποίηση των μεγάλων μορίων LDL προς μικρές και πυκνές LDL, οι οποίες παρουσιάζουν μεγαλύτερη αθηρογόνο δράση σε σχέση με τα μεγάλα μόρια LDL. Αλκοόλ: Σε γενικές γραμμές η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ σχετίζεται με χαμηλότερη θνησιμότητα, ενώ η υψηλή κατανάλωση με αυξημένη θνησιμότητα. Προοπτικές κλινικές μελέτες υποδεικνύουν οτι η μικρή έως μέτρια πρόσληψη αλκοόλ (Μέτρια πρόσληψη: 1 ποτό/ ημέρα για γυναίκες και 2 ποτά/ ημέρα για άνδρες) μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Οι προτεινόμενες ερμηνείες για την ευεργετική επίδραση της μέτριας κατανάλωσης αλκοόλ αφορούν την αύξηση της HDL χοληστερόλης και της απολιποπρωτεϊνης Α-1 ενώ σε μικρότερο βαθμό τη βελτίωση αιμοστατικών παραμέτρων. Το αλκοόλ φαίνεται να επηρεάζει επίσης τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων του πλάσματος. 15
Η υπερκατανάλωση αλκοόλ όμως αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την υγεία. Οι παρενέργειες της υψηλής κατανάλωσης αλκοόλ περιλαμβάνουν την αρτηριακή υπέρταση, την αρρυθμία καθώς και την δυσλειτουργία του μυοκαρδίου. Αλάτι: Το αλάτι δεν σχετίζεται με την καρδιαγγειακά νοσήματα αλλά έχει αποδειχθεί πως η αύξηση της πρόσληψης NaCl οδηγεί σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Η υπέρταση είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες κινδύνου για καρδειαγγειακά νοσήματα, επομένως μια αυξημένη πρόσληψη NaCl αυξάνει έμμεσα τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Μια από τις μεγαλύτερες και εγκυρότερες έρευνες, η INTERSALT, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στο προσλαμβανόμενο αλάτι και την αρτηριακή πίεση και πιο συγκεκριμένα ότι διαφοροποίηση στην πρόσληψη NaCl κατά 6 g, είχε ως αποτέλεσμα μεταβολή στην συστολική πίεση κατά 3-6 mmhg. Ένας σημαντικός αριθμός μελετών όμως υπέδειξε ότι η μείωση της πρόσληψης αλατιού από την διατροφή, έχει μόνο άμεσα και όχι βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα στην αρτηριακή πίεση και στην θνησιμότητα γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση την σύσταση για δραστική μείωση του αλατιού σε μακροχρόνιο επίπεδο. Σημαντικό είναι επίσης και το γεγονός ότι μόνο το 30-50% των υπερτασικών ατόμων παρουσιάζουν ευαισθησία στο NaCl. Επίσης έχει παρατηρηθεί οτι τα άτομα που κυρίως παρουσιάζουν ευαισθησία στην πρόσληψη NaCl είναι πληθυσμοί διαβητικών, ηλικιωμένων, παχύσαρκων και άτομα με αφρικάνικη ή αμερικάνικη καταγωγή (παράγοντες κινδύνου για καρδειαγγειακά νοσήματα) 3.1.2 Κάπνισμα Το κάπνισμα επάγει τη νοσηρότητα της καρδιάς και των αγγείων μέσω πολλών μηχανισμών (Smith & Fiscer 2001;Biann et al.1998) 19.Προκαλεί στένωση των αγγείων και παραγωγή χοληστερόλης, η οποία προάγει την αθηροσκλήρωση. Με τους μηχανισμούς αυτούς, το κάπνισμα βλάπτει τη λειτουργία των στεφανιαίων αγγείων, όπως και άλλων αγγείων και οδηγεί στην εκδήλωση στεφανιαίας νόσου. Το κάπνισμα είναι ο σημαντικότερος τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Το κάπνισμα ευθύνεται για το 1/5 των καρδιαγγειακών παθήσεων παγκοσμίως και για το 30-40% του συνόλου των θανάτων από καρδιαγγειακή νόσο (WHO 2008). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της διεθνούς μελέτης «INTERHEART» (Teo et al.2006) 20, υπολογίστηκε ότι το 29% των εμφραγμάτων στη Δυτική Ευρώπη και το 30% στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη οφείλονται στο κάπνισμα. Επίσης, στις ίδιες περιοχές οι καπνιστές διατρέχουν το διπλάσιο κίνδυνο καρδιακής προσβολής σε σχέση με όσους δεν έχουν καπνίσει ποτέ. Στην Ευρώπη περίπου το 20% των θανάτων από καρδιαγγειακή νόσο στους άνδρες και το 3% στις γυναίκες οφείλεται στο κάπνισμα (European Cardiovascular Disease Statistics 2008) 21. Στον ευρωπαϊκό χώρο η επίδραση του καπνίσματος ως παράγοντας κινδύνου για στεφανιαία νόσο, φαίνεται να είναι μικρότερη στους μεσογειακούς πληθυσμούς από ότι στους βόρειους (Keys 1980) 22. Η Ελλάδα είναι μία από τις πρώτες χώρες σε σχετικό αριθμό κατανάλωσης τσιγάρων στην Ευρώπη. To 2000, οι Έλληνες κατανάλωσαν 56% περισσότερα τσιγάρα κατά άτομο, από 16
το μέσο όρο του Ευρωπαίου (Mahonen et al. 2004) 23. Σύμφωνα με το πανευρωπαϊκό δίκτυο καταπολέμησης του καπνίσματος (ENSP) 24, το 51% των Ελλήνων ανδρών και το 31% των Ελληνίδων είναι καπνιστές. Τα ίδια περίπου ποσοστά προκύπτουν και από τη μελέτη «ΑTTICA» το 2003 (Pitsavos et al. 2003). Η χρήση καπνού αποτελεί αίτιο καρδιακής προσβολής σε οποιαδήποτε ηλικιακή ομάδα και όχι μόνο σε ηλικιωμένους. Σύμφωνα με τη διαχρονική μελέτη του Π.Ο.Υ., MONICA, περισσότερα από το 50% από τα μη θανατηφόρα καρδιολογικά επεισόδια σε νέους ανθρώπους ηλικίας 35-39 ετών, αποδίδονται στο κάπνισμα (Mahonen et al. 2004). Στις ηλικίες κάτω των 65 ετών, ευθύνεται για το 45% των θανάτων στους άνδρες και το 41% στις γυναίκες (US DHHS 1989b) 25. Στα άτομα άνω των 65 ετών, ευθύνεται για το 15-20% των θανάτων από τη νόσο. Το κάπνισμα εξάλλου, αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου της στεφανιαίας νόσου. Ο κίνδυνος προσβολής από στεφανιαία νόσο είναι στους καπνιστές περίπου 2-3 φορές υψηλότερος από ότι στους μη καπνιστές. Ο σχετικός κίνδυνος είναι υψηλότερος στις ηλικίες κάτω των 55 ετών (US Department of Health and Human Services 2004). Υπάρχει πληθώρα βιβλιογραφικών αναφορών που στηρίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία (US Department of Health and Human Services 2004) 26.Ο κίνδυνος αυξάνει δραματικά όταν η έναρξη του καπνίσματος γίνεται πριν από την ηλικία των 16 ετών, επίσης ο κίνδυνος εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον αριθμό των τσιγάρων ανά ημέρα (Wilhelmsen 1998) 27. Από διάφορες έρευνες φαίνεται, ότι αυτοί που καπνίζουν μέχρι 10 τσιγάρα την ημέρα έχουν 25-30% μεγαλύτερη πιθανότητα εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου από τους μη καπνιστές, αυτοί που καπνίζουν 10-20 τσιγάρα την ημέρα έχουν 30-50% μεγαλύτερη πιθανότητα, αυτοί που καπνίζουν 20-40 τσιγάρα έχουν 75% μεγαλύτερη πιθανότητα και αυτοί που καπνίζουν πάνω από 40 τσιγάρα πιθανότητα 100% μεγαλύτερη από τους μη καπνιστές (Fielding 2002) 28. Η χρήση καπνού με οποιοδήποτε τρόπο πέραν του τσιγάρου, καθώς και το παθητικό κάπνισμα περιλαμβάνονται στους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί ότι υπάρχει ένα γονίδιο το οποίο όταν το έχει ένας καπνιστής διατρέχει τέσσερις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσει καρδιαγγειακή νόσο. (Atlas of Heart Disease and Stroke 2004) 29. Πρόσφατες μελέτες διαπίστωσαν επίσης ότι η θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα είναι υψηλότερη στις γυναίκες καπνίστριες σε σχέση με άνδρες καπνιστές. Οι γυναίκες καπνίστριες έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων σε σχέση με τους άνδρες. Συγκεκριμένα, όπως έχει φανεί από μελέτες, ο κίνδυνος εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου διπλασιάζεται στις γυναίκες οι οποίες καπνίζουν 3-5 τσιγάρα ημερησίως, ενώ στους άνδρες διπλασιάζεται στα 6-9 τσιγάρα ημερησίως. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί, ότι η επίδραση του τσιγάρου στη δημιουργία αθηρωματικών πλακών είναι μεγαλύτερη αν συνυπάρχει υπέρταση και σακχαρώδης διαβήτης (Howard et al. 1998) 30. Οι αρνητικές επιδράσεις του καπνίσματος φαίνονται ακόμη περισσότερο, στην περίπτωση διακοπής του σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο στους οποίους ο κίνδυνος επεισοδίου μετά 17
από διακοπή πέφτει εντός 2-3 ετών στο επίπεδο ίδιο με αυτό αυτών με στεφανιαία νόσο και που δεν καπνίσανε ποτέ (Manson et al. 1992) 31, ενώ ασυμπτωματικά άτομα χρειάζονται 10 έτη να φτάσουν το επίπεδο εκείνων που δεν έχουν καπνίσει ποτέ. Όσον αφορά τις μελέτες που έχουν γίνει στην Ελλάδα σύμφωνα με την μελέτη ATTICA το 47,4% των ανδρών και το 39,6% των γυναικών είναι καπνιστές 32. Επίσης άνδρες που είναι καπνιστές είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα κάποιων δεικτών φλεγμονής σε σχέση με τους μη καπνιστές. Στις γυναίκες καπνίστριες βρέθηκαν υψηλότερα επίπεδα των λευκών αιμοσφαιρίων και της C αντιδρώσας πρωτεΐνης. Μετά από διόρθωση για ηλικία, φύλο, ΔΜΣ, φυσική δραστηριότητα και διαιτητικές συνήθειες βρέθηκε μια σύνδεση μεταξύ του καπνίσματος και υψηλότερων επιπέδων ομοκυστεΐνης, C αντιδρώσας πρωτεΐνης, οξειδωμένης LDL και λευκών αιμοσφαιρίων 33. 3.1.3 Παθητικό Κάπνισμα Στους μη καπνιστές που εκτίθενται παθητικά στο κάπνισμα στην οικογένεια ή στη δουλειά τους, o κίνδυνος εκδήλωσης καρδιοπάθειας είναι 25-30% μεγαλύτερος σε σχέση με τους μη καπνιστές (US Department of Health and Human Services 2004).Υπολογίστηκε ότι το 2002 έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας του παθητικού καπνίσματος 80.000 άνθρωποι, εκ των οποίων οι 32.000 εξαιτίας καρδιαγγειακής νόσου (European Cardiovascular Disease Statistics 2008). Στην μελέτη ATTICA βρέθηκε ότι τα επίπεδα κάποιων δεικτών φλεγμονής όπως τα λευκά αιμοσφαίρια, η C αντιδρώσα πρωτεΐνη και η ομοκυστεϊνη ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα σε μη καπνιστές που είχαν δηλώσει τακτική έκθεση σε καπνό σε σχέση με μη καπνιστές που δήλωσαν ότι δεν εκτίθονταν. Μάλιστα τα επίπεδα των δεικτών φλεγμονής συνδέθηκαν με τα χρόνια παθητικού καπνίσματος. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι είναι πιθανό οι επιπτώσεις του καπνίσματος στην αθηροσκληρυντική διαδικασία να είναι παρόμοια με αυτά του ενεργού καπνίσματος. 3.1.4 Έλλειψη Φυσικής Δραστηριότητας Η βιομηχανοποίηση, η αστικοποίηση και η ευρεία χρήση των μηχανοκίνητων μέσων μεταφοράς έχουν οδηγήσει σε ελάττωση της φυσικής δραστηριότητας, ακόμη και στις αναπτυσσόμενες χώρες, σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον το 60% του πληθυσμού παγκοσμίως να μην ασκείται επαρκώς (Atlas of Heart Disease and Stroke 2004). Η φυσική άσκηση συνδέεται με μακροβιότητα ανεξαρτήτως του κληρονομικού ιστορικού και ακόμη και σε μεγαλύτερες ηλικίες μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην ελάττωση του κινδύνου για στεφανιαία νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση και 18
παχυσαρκία, καθώς επίσης συμβάλλει στη μείωση του άγχους, της κατάθλιψης και στη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ. Την αναγκαιότητα για καθημερινή φυσική άσκηση τονίζει ο Π.Ο.Υ. στην παγκόσμια εκστρατεία για τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και την υγεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν αφιερώνουμε 150 λεπτά ήπιας φυσικής άσκησης ή 60 λεπτά έντονης φυσικής άσκησης εβδομαδιαίως, μειώνουμε τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου κατά 30% (WHO 2004). Σύμφωνα με μια έρευνα (Barengo et al.) 34 τα ποσοστά θνησιμότητας από τα καρδιαγγειακά νοσήματα αλλά και από οποιαδήποτε άλλη αιτία, φαίνεται να είναι χαμηλότερα για άτομα που ασκούνται. Η καθιστική ζωή συνδέεται με διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου και στα δύο φύλα. Γενικότερα η σωματική δραστηριότητα έχει ευνοϊκά αποτελέσματα σε διάφορους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα. Κάποια από τα ευνοϊκά αποτελέσματα στους παράγοντες κινδύνου είναι η μείωση της πίεσης αίματος, η βελτίωση της ανοχής στη γλυκόζη, η βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας, η βελτίωση της σύνθεσης σώματος, η πρόληψη ή μείωση της παχυσαρκίας κλπ 35. 3.1.5 Παχυσαρκία Με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από μελέτες και στατιστικά στοιχεία του Π.Ο.Υ. και της E.E., οι άνθρωποι του πλανήτη γίνονται ολοένα πιο παχύσαρκοι. Οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενοι δείκτες εκτίμησης της παχυσαρκίας είναι η περίμετρος της μέσης, και ο δείκτης μάζας σώματος (BMI)-ΣΒ(kgr)/ύψος 2 (m), ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως για την ταξινόμηση των υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων. Η κατηγοριοποίηση του ΔΜΣ είναι η εξής: ΔΜΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗ (kg/m²) 18,5 Ελλειποβαρής 18,5-24,9 Φυσιολογικός 19
25-29.9 Υπέρβαρος 30-34,9 Παχύσαρκος 1 ου βαθμού 35,39,9 Παχύσαρκος 2 ου βαθμού >40 Παχύσαρκος 3 ου βαθμού Πίνακας 3.4. Κατηγοριοποίηση του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ kg/m²) Γενικότερα όμως έχει αμφισβητηθεί η δυνατότητα του ΔΜΣ να προβλέψει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο 36. Αυτό γιατί μέσω του ΔΜΣ δεν μπορεί να διακριθεί το ποσοστό του λίπους σώματος σε σχέση με την ισχνή μάζα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ένας αυξημένος ΔΜΣ, λόγω αυξημένης ισχνής μάζας σώματος, να μπορεί να ερμηνευθεί ψευδώς ως αυξανόμενος καρδιαγγειακός κίνδυνος, ενώ στην πραγματικότητα μια υψηλή ισχνή μάζα σώματος συνεπάγεται αυξημένη φυσική δραστηριότητα κάτι που συμβάλλει στην μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου 37. Η περίμετρος της μέσης και ο λόγος μέση/περιφέρεια είναι ο καλύτερος δείκτης εκτίμησης του καρδιαγγειακού κινδύνου (Yusuf et al. 2004) 38. Οι επιθυμητές τιμές της περιφέρειας μέσης είναι: <102 εκ για τους άνδρες, <88 εκ για τις γυναίκες Εξαιτίας των αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων, της αφθονίας των αγαθών και της αλλαγής του καθημερινού τρόπου διαβίωσης, η ανθρωπότητα καλείται να αντιμετωπίσει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Η παχυσαρκία είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, ενώ αποτελεί και μείζονα παράγοντα κινδύνου για: Σακχαρώδη διαβήτη Αρτηριακή υπέρταση Υπερλιπιδαιμία Μεταβολικό σύνδρομο Με βάση στοιχεία του Π.Ο.Υ 39,το 2002 εκτιμάται ότι η παχυσαρκία απορροφά περισσότερο από το 7% των δαπανών της υγειονομικής περίθαλψης. Με τα ίδια επίσης στοιχεία εκτιμάται ότι η παχυσαρκία ευθύνεται για το 30% των εμφραγμάτων και των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, καθώς και για το 60% της υπερτασικής νόσου. Περισσότεροι από 60% των ενηλίκων Αμερικανών είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι (WHO 2002).Πληθυσμιακές μελέτες στον ευρωπαϊκό χώρο δείχνουν ότι το 63% των εμφραγμάτων στη δυτική Ευρώπη και το 28% στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη αποδίδονται στην παχυσαρκία, ενώ τα άτομα με κοιλιακή παχυσαρκία (αναλογία 20
μέση/περιφέρεια>0.91), διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου (Yusuf et al. 2004). Αξιοσημείωτο είναι ότι η παχυσαρκία δρα συνεργικά και με τους υπόλοιπους παράγοντες καρδιαγγειακών νοσημάτων. Συγκεκριμένα οι παχύσαρκοι καπνιστές ζουν κατά μέσο όρο 14 έτη λιγότερα σε σχέση με τους καπνιστές που έχουν φυσιολογικό βάρος (Atlas of Heart Disease and Stroke 2004). Στην Ελλάδα, ο επιπολασμός της παχυσαρκίας στο γενικό πληθυσμό βρίσκεται πλέον στα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπη, όπως βλέπουμε στον πίνακα 3. Πίνακας 3.5:Ποσοστά (%) παχυσαρκίας σε άτομα άνω των 15 ετών, κατά φύλο, σε ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες. Στους άνδρες άνω των 15 ετών φθάνει το 26%,που αποτελεί την υψηλότερη τιμή, ενώ στις γυναίκες το 18,2%,που είναι η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των γυναικών. Στις ηλικίες 15-24 ετών: Η Ελλάδα παρουσιάζει στους μεν άνδρες το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό υπέρβαρων (30%) μετά τη Γερμανία, ενώ στις γυναίκες ένα ποσοστό 13% που βρίσκεται στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Στις ηλικίες:35-44 ετών: Η Ελλάδα παρουσιάζει στους μεν άνδρες το υψηλότερο ποσοστό υπέρβαρων (69,6%), ενώ στις γυναίκες το τρίτο υψηλότερο ποσοστό (41,9%). Στις ηλικίες 55-64 ετών: Στους μεν άνδρες το ποσοστό των υπέρβαρων φτάνει το 71,1% και είναι το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών του πίνακα, ενώ στις γυναίκες το 68,9% και είναι το δεύτερο υψηλότερο. 21
Πίνακας 3.6:Ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων (ΔΜΣ>27) κατά φύλο, σε επιλεγμένες ομάδες ηλικιών, σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες (1996-2003)*. 3.1.6 Αρτηριακή Υπέρταση Ως αρτηριακή υπέρταση ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία οι τιμές της συστολικής αρτηριακής πίεσης είναι υψηλότερες από 140 mmhg και/ή οι τιμές της διαστολικής είναι υψηλότερες από 90 mmhg 40. Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αίτια πρόωρου θανάτου παγκοσμίως. Ο επιπολασμός της νόσου τόσο στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όσο και στον ανεπτυγμένο είναι πλέον σχεδόν ο ίδιος. Έχει εξελιχθεί σε μείζων θέμα Δημόσιας Υγείας, λόγω της αύξησης του μέσου όρου ζωής, καθώς και της αύξησης του επιπολασμού των αιτιολογικών της παραγόντων, όπως η παχυσαρκία, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και η ανθυγιεινή διατροφή (Yusuf et al. 2001). Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί το αίτιο για 7 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους παγκοσμίως κάθε έτος. Υπολογίζεται ότι κοστίζει το 4,5% των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης και ευθύνεται για 64 εκατομμύρια χαμένα έτη ζωής από πρόωρη θνησιμότητα ή ανικανότητα (DALY s).περίπου το 30% των ενηλίκων πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση. Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου για αγγειακή εγκεφαλική νόσο, στεφανιαία νόσο, καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια και ευθύνεται για το 50% των καρδιαγγειακών νοσημάτων παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος καρδιαγγειακών νοσημάτων διπλασιάζεται για κάθε 10 βαθμούς αύξησης της διαστολικής πίεσης ή για κάθε 20 βαθμούς αύξησης της συστολικής (Αtlas of Ηeart Disease and Stroke 2004). Σύμφωνα με στοιχεία του Π.Ο.Υ., υπολογίζεται ότι περισσότερα από το 50% των καρδιαγγειακών επεισοδίων και περίπου το 75% των αγγειακών εγκεφαλικών 22
προκαλούνται εξαιτίας αρτηριακής υπέρτασης (US Department of Health and Human Services 2004). Πληθυσμιακές μελέτες στον ευρωπαϊκό χώρο καταδεικνύουν ότι ασθενείς με υπέρταση διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, σε σχέση με όσους έχουν κανονική αρτηριακή πίεση (Yusuf et al. 2004). Σύμφωνα με την AHA, γύρω στο 28% των Αμερικανών ενηλίκων έχουν υπέρταση 41, ενώ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι το 36,6% των ανδρών και το 23,7% των γυναικών έχουν υπέρταση 42 Η αρτηριακή υπέρταση συνήθως συνυπάρχει με άλλους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, γεγονός που συμβάλει στη μεγέθυνση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Η αρτηριακή πίεση συνήθως αυξάνει με την ηλικία, εκτός από περιπτώσεις χαμηλής πρόσληψης άλατος, συστηματικής σωματικής άσκησης και ικανοποιητικού ελέγχου του σωματικού βάρους. Έχει φανεί από πολλές μελέτες ότι η θεραπεία της υπέρτασης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα. Η θεραπεία οδηγεί σε μείωση κατά περίπου 40% του κινδύνου ανάπτυξης εγκεφαλικού επεισοδίου και κατά περίπου 15% στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου 43. 3.1.7 Δυσλιπιδαιμία Τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων και άλλων λιπιδίων στο αίμα είναι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο και ευθύνονται για το 1/3 του συνόλου των καρδιαγγειακών νοσημάτων παγκοσμίως (Αtlas of Heart Disease and Stroke 2004). Η HDL χοληστερόλη δεν προκαλεί αθηροσκλήρωση, αντιθέτως έχει αντιαθηρογενείς ιδιότητες. Από την άλλη η LDL χοληστερόλη, προκαλεί το σχηματισμό αθηρωματικών πλακών στο εσωτερικό τοίχωμα των αγγείων, κυρίως των στεφανιαίων και εγκεφαλικών, με αποτέλεσμα την παρακώλυση της αιματικής ροής στην καρδιά και στον εγκέφαλο αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου και ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (Neaton et al. 1992) 44. Όπως διατυπώνεται σε πολλές επιδημιολογικές μελέτες, το πρόβλημα αφορά τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, παρόλο που οι γυναίκες προεμμηνοπαυσιακά έχουν συνολικά μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, διότι προστατεύονται από τα οιστρογόνα τα οποία προκαλούν αύξηση της HDL. Η θετική συσχέτιση μεταξύ καρδιαγγειακού κινδύνου και υπερλιπιδαιμίας φαίνεται από το γεγονός ότι αύξηση κατά 10% της ολικής χοληστερόλης στον ορό του αίματος προκαλεί κατά 27% αύξηση στην επίπτωση της στεφανιαίας νόσου (Law et al.1994) 45. Αντιθέτως,10% μείωση της ολικής χοληστερόλης συνδέεται με 25% μείωση του κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου μετά από 5 έτη, ενώ η μείωση της LDL κατά 40mg/dl, συνοδεύεται από μείωση του κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου κατά 23%, εγκεφαλικού κατά 19% και συνολικά καρδιαγγειακής νόσου κατά 21% (Baigent et al. 2005) 46. 23
Η εμφάνιση δυσλιπιδαιμίας μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς (πρωτοπαθής),φαρμακευτικούς και διατροφικούς παράγοντες. Κατά κύριο λόγο όμως συνδέεται με τη διατροφή. Ο οργανισμός μπορεί να συνθέσει χοληστερόλη ή μπορεί να την προσλάβει από τις τροφές κυρίως ζωικής προέλευσης π.χ. κρέας, κοτόπουλο, ψάρι, αυγό. Η αυξημένη πρόσληψη κεκορεσμένων λιπών, ζωικής κυρίως προέλευσης, οδηγεί σε αύξηση της χοληστερόλης, ενώ τα πολυακόρεστα, τα οποία περιέχονται στα ψάρια και στις φυτικές τροφές, οδηγούν σε μείωση της χοληστερόλης. Τα μονοακόρεστα (κύρια πηγή των οποίων είναι το ελαιόλαδο), καθώς και τα ω-3 λιπαρά οξέα που υπάρχουν στα ψάρια, επιφέρουν μείωση του επιπέδου της ολικής χοληστερόλης, έχουν θετική επίπτωση στο επίπεδο της HDL και έχουν προστατευτική δραση έναντι των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Τα φρούτα, τα λαχανικά και τα δημητριακά δεν περιέχουν χοληστερόλη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση μέσης τιμής ολικής χοληστερόλης όπως προκύπτει από τη μελέτη «ΑTTICA» (Pitsavos et al. 2003) στην οποία καταγράφεται το 46% των ανδρών και 40% των γυναικών να έχουν τιμές ολικής χοληστερόλης άνω του 200mg/dl. Επίσης σύμφωνα με την ίδια μελέτη ο επιπολασμός της δυσλιπιδαιμίας στον ελληνικό πληθυσμό είναι 39,9% για τους άνδρες και 35,2% για τις γυναίκες 42. Η κατηγοριοποίηση των επιπέδων της ολικής, LDL και HDL χοληστερόλης φαίνονται στον παρακάτω πίνακα 47 : ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΗΣ ΟΛΙΚΗΣ, HDL KAI LDL ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗΣ(mg/dl) ΟΛΙΚΗ ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗ: <200 200-239 240 Επιθυμητά Οριακά αυξημένα Πολύ αυξημένα HDL ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗ: <40 60 Χαμηλά Αυξημένα/ επιθυμητά LDL ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗ: <100 100-129 130-159 160-189 190 Ιδανικά Πάνω από το ιδανικό Οριακά αυξημένα Αυξημένα Πολύ αυξημένα Πίνακας 3.7: Ταξινόμηση των επιπέδων της ολικής, HDL και LDL χοληστερόλης (mg/dl) 24
3.1.8 Σακχαρώδης Διαβήτης Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ένας από τους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς και το συχνότερο αίτιο ακρωτηριασμών μη τραυματικής αιτιολογίας. Πάνω από 70 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη. Η αλλαγή του τρόπου ζωής και διατροφής, καθώς και η έλλειψη σωματικής άσκησης έχουν οδηγήσει σε αύξηση της επίπτωσης της νόσου ήδη από την παιδική ηλικία. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, μπορεί να προληφθεί με φυσική δραστηριότητα, υγιεινή διατροφή και καταπολέμηση της παχυσαρκίας. Ο σακχαρώδης διαβήτης όχι μόνο αποτελεί παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, αλλά δρα συνεργιστικά και μεγεθύνει την επίδραση των υπολοίπων παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων όπως υπερλιπιδαιμία, αρτηριακή υπέρταση, κάπνισμα και παχυσαρκία. Πληθυσμιακές μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη διατρέχουν τριπλάσιο κίνδυνο να προσβληθούν από ισχαιμική καρδιοπάθεια, σε σχέση με τους υγιείς (Yusuf et al. 2001). Η επίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη φαίνεται ότι αυξάνει σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Η επίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη στην ευρωπαϊκή ήπειρο υπολογίζεται στο 7,8%. Συγκεκριμένα το 2003, 48 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 20-79 ετών έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη (IDF 2003) 48. Πίνακας 3.8: Εκτίμηση του επιπολασμού του διαβήτη στην Ευρώπη. Ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη υπολογίζεται στην Ελλάδα σε 6,1%, ενώ μέχρι το 2025 εκτιμάται ότι θα φτάσει το 7,3% (πίνακας 5)(IDF).Στη μελέτη ATTICA (Pitsavos et al., 2003), ο επιπολασμός του διαβήτη σε άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών βρέθηκε 7,8% στους άνδρες και 6% στις γυναίκες. Τα ποσοστά ήταν υψηλά ήδη από την ηλικία 45-54 ετών. Παρουσίαζαν όμως ιδιαίτερα υψηλές τιμές, από την ηλικία άνω των 55 ετών, όπου κυμαίνονται στους άνδρες μεταξύ 21,3% και 23,8%, ενώ στις γυναίκες από 13,6% μέχρι 40%. 25
Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας σχετικά με το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (Andrikopoulos et al. 2007) 49, αναφέρεται ότι το 31% των ατόμων που έχουν προσβληθεί από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου έπασχαν ήδη από σακχαρώδη διαβήτη. Η αναλογία αυτή είναι από τις μεγαλύτερες που αναφέρονται στον ευρωπαϊκό χώρο, γεγονός που καταδεικνύει το σακχαρώδη διαβήτη ως μείζονα παράγοντα κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι καρδιακές προσβολές στους ανθρώπους με διαβήτη είναι σοβαρότερες και είναι πιθανότερο να οδηγήσουν σε θάνατο, ενώ για τις γυναίκες στην αναπαραγωγική ηλικία με διαβήτη, τα οιστρογόνα δεν ασκούν πλέον προστατευτική δράση πράγμα που οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά 50. 3.2 ΜΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΙΜΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ: 3.2.1 Ηλικία: Η ηλικία αποτελεί έναν από τους μη τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές νόσους. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες η αύξηση της ηλικίας συνεπάγεται αύξηση τόσο της νοσηρότητας όσο και της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα. Η σχέση αυτή αποδεικνύεται και από την μελέτη Framingham 2009 51 (Framingham score). Μια μελέτη μάλιστα απέδειξε πως η διαδικασία της αθηρωμάτωσης ξεκινάει από μικρή ηλικία και πως η έκταση των κακώσεων ινώδους μορφής στις στεφανιαίες και αορτικές αρτηρίες αυξάνουν με την πάροδο της ηλικίας. Η ύπαρξη μάλιστα κακώσεων ινώδους μορφής ήταν πολύ εντονότερη στις στεφανιαίες αρτηρίες (r = 0,60, P <0,001) εν συγκρίσει με τις αορτικές αρτηρίες (r = 0,23,P = 0,03) με την πάροδο του χρόνου (Berenson et al.) 52 Στην μελέτη CARDIO 2000, τα στατιστικά στοιχεία έδειξαν πως οι γυναίκες βιώνουν το πρώτο τους οξύ στεφανιαίο σύνδρομο, ήταν σαφώς σε μεγαλύτερη ηλικία απ ότι οι άνδρες (65.3±8 για γυναίκες vs. 59.7±10 έτη για άνδρες; p<0.01)(χρυσοχόου et al.) 53 3.2.2 Φύλο Μια παρανόηση σχετικά με τα καρδιαγγειακά νοσήματα, είναι η εντύπωση ότι αποτελούν πρωτίστως νόσημα των μεσηλίκων ανδρών. Στην πραγματικότητα τα καρδιαγγειακά νοσήματα επηρεάζουν τόσες γυναίκες, όσους και άνδρες. Πολλές γυναίκες επίσης πιστεύουν ότι κινδυνεύουν περισσότερο από τον καρκίνο παρά από τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Όσον αφορά τον Ελληνικό πληθυσμό μελέτες έχουν δείξει πως η στεφανιαία νόσος εμφανίζεται πιο συχνά στους άνδρες απ ότι στις γυναίκες. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στην διαφορετική επίδραση που έχουν οι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές νόσους στα δύο φύλα, στην ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου. Συγκεκριμένα στη μελέτη CARDIO 2000 βρέθηκε πως το οξύ στεφανιαίο σύνδρομο εμφανίζεται συχνότερα σε 26
άντρες απ ότι σε γυναίκες. Ο λόγος συχνοτήτων μεταξύ ανδρών και γυναικών ήταν 4 προς 1, κάτι που επιβεβαιώνει την προστατευτική επίδραση του γυναικείου φύλου στην πρώιμη εκδήλωση καρδιαγγειακών νόσων (Χρυσοχόου et al.). Μία πρόσφατη μελέτη με δεδομένα της Eurostat, έδειξε ότι οι Ελληνίδες βρίσκονται στη δεύτερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο αφορά στους θανάτους από καρδιαγγειακά στις γυναίκες ηλικίας 45-74, για το 2000 με συχνότητα 50-92 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους. Αντίθετα, χώρες που κάποτε έπονταν της Ελλάδας στην καρδιαγγειακή υγεία, όπως η Γαλλία και η Ισπανία, σήμερα εμφανίζουν μόνο 0-28 θανάτους ανά 100.000 άτομα. Στον αντίποδα, σύμφωνα με μια Αμερικανική μελέτη, πενήντα μία χιλιάδες περισσότερες γυναίκες πέθαναν από καρδιαγγειακές νόσους στις Η.Π.Α το 2004, συγκριτικά με τους άνδρες. Στην πραγματικότητα η μελέτη έδειξε πως μια γυναίκα πεθαίνει κάθε λεπτό, λόγω καρδιαγγειακών νόσων. Αυτό καθιστά τα καρδιαγγειακά πρώτη αιτία θανάτου(jenny Hamner et al.) 54 Η άποψη πάντως ότι οι άνδρες βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακή θνησιμότητα απ ότι οι γυναίκες, μπορεί να οφείλεται σε απουσία της δράσης των οιστρογόνων(γυναικεία ορμόνη), για τη μείωση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης, αφού τα οιστρογόνα θεωρείται ότι αυξάνουν τον αριθμό των υποδοχέων της LDL στο ήπαρ. Ένα ακόμα γεγονός που υποστηρίζει την άποψη περί «προστατευτικής» δράσης των οιστρογόνων, είναι ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου αυξάνεται σημαντικά μετά την εμμηνόπαυση, όπου σταματάει η παραγωγή οιστρογόνων. Οι παράγοντες κινδύνου για τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι εφάμιλλοι για τους άνδρες και τις γυναίκες, αλλά ο καπνός είναι περισσότερο επικίνδυνος για τις γυναίκες. Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων αποτελούν σημαντικό παράγοντα αθηροσκλήρωσης στις νέες γυναίκες, αλλά όχι στους νέους άνδρες. Επίσης έχει φανεί πως η ορμονοθεραπεία υποκατάστασης αυξάνει τον κίνδυνο πρόκλησης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Επίσης, όσον αφορά στο γυναικείο πληθυσμό και ιδιαίτερα στις νεότερες γυναίκες, γίνεται υποδιάγνωση της νόσου. Στις ανεπτυγμένες χώρες οι γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό να αποταθούν σε ειδικό καρδιολόγο, να νοσηλευθούν για καρδιαγγειακή νόσο, να λάβουν φαρμακοθεραπεία ή επεμβατική θεραπεία, να προβούν στη διενέργεια δοκιμασίας κοπώσεως ή ηλεκτροκαρδιογραφικής μελέτης.(who 2003b) 55 27