ΘΕΜΑ: «ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΜΩΝ»

Σχετικά έγγραφα
ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΘΕΜΑ : «Η ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική Μαρτίου Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ» ΘΕΜΑ: ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΜΩΝ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Μ. Πλάνη. φορά ποινής των εγκληµάτων µε δόλο από τα εγκλήµατα που τιµωρούνται µε αµέλεια είναι σηµαντική (βλ. π.χ. 299, 302 ΠΚ).

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τομέα Δημοσίου Δικαίου. Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο. Εργασία με θέμα :

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

Το ποινικό φαινόμενο και η τυποποίησή του

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ Ή ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Προπτυχιακή Εργασία. Πέτσας Kωνσταντίνος. Η Αιτιώδης Συνάφεια ως Εργαλείο της Νομικής Επιστήμης

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Περιεχόμενα ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Α ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ. Πρώτο Κεφάλαιο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιµέλεια εργασίας: Πολίτης Σπύρος Εmail: ιδάσκων: ηµητρόπουλος Ανδρέας ΙΑΓΡΑΜΜΑ. 2.Σχολιασµός απόφασης

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

της δίωξης ή στην αθώωση.

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

22/11/2008. Εκδήλωση- ενημέρωση- συζήτηση. με θέματα. «Ηθική και δεοντολογία στο επάγγελμα του οδοντιάτρου & Νομική προσέγγιση ιατρικής ευθύνης»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

Αστική Ευθύνη Προϊόντων Ελίνα Παπασπυροπούλου HDI Global SE. Money Show 2016, Θεσσαλονίκη

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η.

«Οι συνέπειες από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την Περιβαλλοντική Ευθύνη στην Ελληνική Βιομηχανία»

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

Η έννοια της εξωτερικής αμέλειας των ιατρών

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

Ποινικές όψεις της μετάβασης από το θεραπευτικό στον παρηγορικό στόχο σε ασθενείς ανιάτων χρόνιων θανατηφόρων νόσων

Μερικές σκέψεις πάνω στην αρχή της ισότητας µε αφορµή την Α.Π. 668/2003 Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Επιµέλεια Θοδωρής Πιερράτος

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2014

Από τον ευρωβουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ιωάννη Κουκιάδη, αντιπρόεδρο της. Επιτροπής Νοµικών Θεµάτων και Εσωτερικής Αγοράς

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

εναγομένου στην πολιτική δίκη της καταδολίευσης δανειστών (παυλιανή αγωγή)». Το άρθρο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: «ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΜΩΝ» CAUSAL CONNECTION BETWEEN RIGHTS AND INSTITUTIONS ιδάσκων : Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος Φοιτήτρια : Μαχαίρα Ασπασία, ΑΜ 1340200200960 Email : shliamahera@hotmail.com ΤΗΛ: 6936981862 ΑΘΗΝΑ ΜΑΪΟΣ 2006

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...4 Α ΜΕΡΟΣ...5 Α1. ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ...5 1. Έννοια και προβληµατική της αιτιώδους συνάφειας...5 2. Βασικές θεωρίες αιτιώδους συνάφειας...6 α) Θεωρία του ισοδύναµου των όρων (conditio sine qua non)...6 β) Θεωρία της πρόσφορης αιτίας (causa adaequata)...9 3. Σύγκριση των δύο βασικών θεωριών Γιατί στο Ποινικό ίκαιο επικράτησε η θεωρία του ισοδύναµου των όρων...10 4. Άλλες περαιτέρω θεωρίες αιτιώδους συνάφειας...13 α) Η θεωρία του τελευταίου πριν από το αποτέλεσµα όρου...13 β) Η θεωρία της ενεργού αιτίας...13 γ) Οι συναφείς θεωρίες της υπεροχής και της διαµορφωτικής δύναµης του αποτελέσµατος...13 δ) Η θεωρία του νοµοτελούς όρου...13 ε) Η θεωρία της νοµικά σηµαντικής αιτίας...13 στ) Η θεωρία της φυσικής ενότητας της πράξεως...13 ζ) Η θεωρία περί αντικειµενικού καταλογισµού του αποτελέσµατος...14 5. Ειδικά προβλήµατα αιτιώδους συνάφειας...16 α) Σωρευτική αιτιότητα....16 β) Πολλαπλή αιτιότητα ιακοπή του αιτιώδους συνδέσµου...16 γ) Υποθετική αιτιότητα...19 δ) Νόµιµη εναλλακτική συµπεριφορά...19 ε) Η αιτιότητα στην περίπτωση του λεγόµενου «γενικού δόλου»...20 6. Αιτιώδης συνάφεια στα εγκλήµατα παραλείψεως...20 Α2. ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ...23 1.Αιτιώδης συνάφεια προϋπόθεση της ενοχής προς αποζηµίωση...23 2. Σχετικές θεωρίες...24 α) Θεωρία του ισοδυνάµου των όρων (condition sine qua non)...24 β) Θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας (causa adaequata)...25 γ) Θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου...27 3. Εφαρµοστέα άποψη στο Αστικό ίκαιο...28 3. Ιδιαίτερες περιπτώσεις αιτιώδους συνάφειας...29 α) Κοινή, σωρευτική και διαζευκτική αιτιότητα...29 β) Υποθετική αιτιότητα...30 γ) ιακοπή του αιτιώδους συνδέσµου προδιάθεση του παθόνος...31 δ) Νόµιµη εναλλακτική συµπεριφορά...31 4. Ειδικές περιπτώσεις εµφάνισης της αιτιώδους συνάφειας στον Αστικό Κώδικα...32 α) Αδικοπρακτική ευθύνη...32 β) Ευθύνη από πρόστηση...34 γ) Αδικαιολόγητος πλουτισµός...34 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ...36 Β ΜΕΡΟΣ...37 Β1. ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΜΩΝ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ...37 2

1. Εισαγωγικά Θεσµική εφαρµογή...37 2. Έννοια αιτιώδους συνάφειας...40 3. Αρχή του αιτιώδους των περιορισµών...42 4. Η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ως λόγος περιορισµού του δικαιώµατος...44 5. Η έλλειψη αιτιώδους συνάφειας ως λόγος απαγόρευσης περιορισµού του δικαιώµατος...45 6. Περιπτωσιολογία...46 7. Η έκταση του περιορισµού...50 8. Οι αντικειµενικοί εξωτερικοί όροι...54 9. Η αρχή της αναλογικότητας ως µορφή αιτιώδους συνάφειας µέσου και επιδιωκόµενου σκοπού...54 Β2. ΑΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΗΜΟΣΙΟΥ...60 Γ ΜΕΡΟΣ...61 ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ...61 Υπ αριθµόν 3533/1986 απόφαση του ΣτΕ, «Υπόθεση Φιλολόγου, µάρτυρας του Ιεχωβά»...61 Υπ αριθµόν 299/1988 απόφαση του ιοικητ.εφετ.αθηνών, «Υπόθεση αλλόθρησκου δασκάλου»...62 Υπ αριθµόν 251/2001 απόφαση του ΣτΕ, «Υπόθεση συνέντευξης από αστυνοµικό χωρίς άδεια της υπηρεσίας του»...63 Yπ αριθµόν 1080/1995 απόφαση του ΜονΠρΘες, «Υπόθεση συζύγου, µάρτυρας του Ιεχωβά»...65 Υπ αριθµόν 1802/1986 απόφαση του ΣτΕ, «Υπόθεση Στρατιωτικού υπαλλήλου»...66 Υπ αριθµόν 4776/1997 απόφαση του ΣτΕ, «Υπόθεση τραυµατισµού στρατεύσιµου κελευστή από έκρηξη σε πολεµικό πλοίο»....67 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ...68 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...69 ΛΗΜΜΑΤΑ...70 SUMMARY...70 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ...71 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...100 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το θέµα της παρούσας εργασίας αφορά το ρόλο και τη χρησιµότητα της «αιτιώδους συνάφειας» στα πλαίσια της δικαιϊκης τάξης. Σκοπό έχει να καταδείξει και να υπογραµµίσει ότι δεν πρόκειται απλώς για µία αόριστη νοµική έννοια, αλλά για ένα «εργαλείο» της νοµικής επιστήµης. Στη γενική της µορφή, η αιτιώδης συνάφεια εµφανίζεται ως συνδετικός κρίκος µεταξύ του αιτίου και του αιτιατού αποτελώντας έτσι ένα βασικό στοιχείο της υποδοµής του δικαίου. Αναµφισβήτητα πρόκειται για ένα αναγκαίο και πρωταρχικής φύσης νοµικό εργαλείο, το οποίο επεκτείνεται σε περισσότερους του ενός- τοµείς της έννοµης τάξης. Σε καθέναν από αυτούς διαδραµατίζει διαφορετικό ρόλο, κάθε άλλο παρά επουσιώδη. Αν και η παρούσα εργασία εκπονείται στα πλαίσια του µαθήµατος των Εφαρµογών ηµοσίου ικαίου, παρ όλα αυτά δεν µπορούµε να παραβλέψουµε τη θέση που κατέχει η αιτιώδης συνάφεια και σε άλλους τοµείς του δικαίου και κυρίως στο Ενοχικό και στο Ποινικό ίκαιο. Έτσι στο πρώτο µέρος της εργασίας θα παρατεθεί η χρησιµότητα και η έκταση εφαρµογής της αιτιώδους συνάφειας στα πλαίσια του Ποινικού και έπειτα του Αστικού ικαίου. Συνοπτικά αναφέρουµε, ότι υπό το πρίσµα του Ποινικού ικαίου, η αιτιώδης συνάφεια αποτελεί στοιχείο της αντικειµενικής υπόστασης ορισµένων εγκληµάτων. Στο Αστικό ίκαιο αποτελεί προϋπόθεση για τη θεµελίωση της ευθύνης προς αποζηµίωση. Και για τους δύο αυτούς τοµείς του δικαίου θα αναλυθούν οι σχετικές για τον προσδιορισµό της θεωρίες καθώς και κάποιες, ενδεικτικά, αποφάσεις δικαστηρίων για να γίνει κατανοητή και η πραγµατική παρουσία της αιτιώδους συνάφειας και στην δικαστηριακή πρακτική. Στο δεύτερο µέρος της εργασίας παρατίθεται ειδικά η θέση της αιτιώδους συνάφειας στα πλαίσια του ηµοσίου ικαίου. Το Σύνταγµα δεν προστατεύει µόνο δικαιώµατα αλλά και πλέγµατα σχέσεων, δηλαδή θεσµούς. Αναγνωρίζει ότι τα θεµελιώδη δικαιώµατα είναι θεµιτό να περιορίζονται κατά την προσαρµογή τους σε διάφορους θεσµούς (θεσµική εφαρµογή). Στα πλαίσια λοιπόν της θεσµικής εφαρµογής η αιτιώδης συνάφεια παρεµβαίνει καταλυτικά και µε την «αρχή του αιτιώδους των περιορισµών», διευκρινίζει το ποιοι περιορισµοί επιτρέποναι και ποιοι απαγορεύονται, ενώ για τους επιτρεπτούς περιορισµούς καθορίζει και την έκταση τους, εφόσον κανένας περιορισµός δεν µπορεί να είναι απεριόριστος. Η λειτουργία όµως της αιτιώδους συνάφειας δεν αφορά µόνο τον καθορισµό των περιορισµών αλλά επιτελεί και µία δεύτερη λειτουργία στα πλαίσια του ηµοσίου ικαίου: αποτελεί προϋπόθεση για τη θεµελίωση της αστικής ευθύνης του ηµοσίου και των οργάνων της. Στο τέλος της εργασίας σχολιάζονται ορισµένες αποφάσεις δικαστηρίων, σχετικές µε τη θεσµική εφαρµογή των δικαιωµάτων και ακολουθεί το Παράρτηµα νοµολογίας στο οποίο παρατίθενται αυτούσιες ορισµένες αποφάσεις. 4

Α ΜΕΡΟΣ Α1. ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ 1. Έννοια και προβληµατική της αιτιώδους συνάφειας. Αιτιώδης συνάφεια είναι ο νοητός σύνδεσµος που υφίσταται µεταξύ της πράξεως ως της έµπρακτης εκδηλώσεως της ανθρώπινης βουλήσεως και των διαφόρων αποτελεσµάτων της. Η αιτιότητα συνίσταται στην a priori, δηλαδή την, πριν από κάθε ατοµική εµπειρία, υφιστάµενη µορφή διαλογισµού, επί της οποίας θεµελιώνονται όλες, γενικά οι εµπειρικές µας κρίσεις. Κατά συνέπεια η διαπίστωση ότι µια πράξη υπήρξε η αιτία ενός αποτελέσµατος δεν σηµαίνει καταρχήν τίποτε άλλο παρά την ύπαρξη νοητού συνδέσµου µεταξύ τους. Η αιτιότητα δηλαδή δεν αποτελεί πραγµατικότητα, την οποία δύναται ενδεχοµένως να ζυγίσει ή να καταµετρήσει κανείς, αλλά λογική κατασκευή. 1 Η έννοια του αιτιώδους συνδέσµου αποτελεί µια νοµική έννοια, δηλαδή η ποινική διδασκαλία για τον αιτιώδη σύνδεσµο δεν είναι προσδεδεµένη στις αντιλήψεις για αιτιότητα των φυσικών επιστηµών. 2 Το ζήτηµα του αιτιώδους συνδέσµου ενδιαφέρει κυρίως στα εγκλήµατα αποτελέσµατος, εκεί δηλαδή όπου µεταξύ της ενέργειας του δράστη και της µεταβολής καταστάσεως του προσβαλλόµενου εννόµου αγαθού παρεµβάλλεται κάποιο χρονικό διάστηµα. Σ αυτά πέρα από τη µεταβολή που επιφέρουν στον εξωτερικό κόσµο, έχουν τυποποιηµένο στην αντικειµενική τους υπόσταση και ένα πρόσθετο αποτέλεσµα µε τη στενή έννοια του όρου, το οποίο ποικίλει κατά περίπτωση : άλλοτε είναι ο θάνατος, άλλοτε η σωµατική βλάβη και άλλοτε η ζηµία κλπ. Σ αυτά τα εγκλήµατα τίθεται το ερώτηµα ποιος επέφερε τελικά το αποτέλεσµα, ποιος δηλαδή σκότωσε ή τραυµάτισε το θύµα, ποιος προξένησε τη ζηµιά στην περιουσία του άλλου κλπ. Για την κατάφαση λ.χ. της ανθρωποκτονίας δεν είναι 1 Ιωάννη Α. Γεωργάκη, «Ποινικό ίκαιο ιδασκαλία», σελ. 212 2 Αντίθετα ο Welzel θεωρεί ότι η αιτιώδης έννοια δεν είναι απλώς λογική σύνδεση περισσοτέρων γεγονότων ο ίδιος υποστηρίζει ότι το δίκαιο πρέπει να στηρίζεται σε µια «οντολογική» αιτιώδη έννοια, αφού δεν υπάρχει καµία νοµική αιτιότητα. 5

επαρκής η διαπίστωση ότι ο Α πυροβόλησε κατά του Β, ο δε Β έπεσε νεκρός, αλλά απαιτείται να επήλθε ο θάνατος του Β εξαιτίας του πυροβολισµού, δηλαδή να υφίσταται µεταξύ των εν λόγω µεγεθών αντικειµενικός αιτιώδης σύνδεσµος. 3 Αντίθετα στα τυπικά εγκλήµατα ή εγκλήµατα απλής συµπεριφοράς, όπου ενέργεια και αποτέλεσµα είναι άρρηκτα συνδεδεµένα, διότι η φυσική µεταβολή επέρχεται άµεσα, θέµα αιτιώδους συνδέσµου, δεν τίθεται. Έτσι αυτός που έφτιαξε π.χ. το ψεύτικο έγγραφο ή αυτός που κατέθεσε ψέµατα στο ικαστήριο, είναι χωρίς αµφιβολία αντίστοιχα ο δράστης της πλαστογραφίας ή της ψευδορκίας. 4 ιαπιστώνοντας αιτιότητα εννοούµε ότι ένα γεγονός αποτελεί όρο για την επέλευση άλλου γεγονότος. Βέβαια η κρίση µας αυτή δεν δύναται να παραβλέψει την ιδιάζουσα σηµασία της συνδροµής ορισµένων παραγόντων στην επέλευση του αποτελέσµατος και ιδιαίτερα το ότι ορισµένοι όροι είναι πιο αποφασιστικοί σε αναφορά µε την επέλευση αυτή από άλλους. Όµως µόνο η αναγκαία και συνολική συνύπαρξη όλων ανεξαιρέτως των όρων παρέχει την πρόσφορη αιτία για την επέλευση του αποτελέσµατος οπότε, κατά λογική ανάγκη, έπεται ότι στη φύση εκάστου όρου έγκειται το απαραίτητο αυτού και εποµένως η απόλυτη ισοτιµία του µε τους άλλους, ως προς την επέλευση ορισµένου αποτελέσµατος. Γι αυτό και στην κρίση για αιτιότητα κάθε όρος έχει την ίδια σηµασία µε τους υπόλοιπους και όλοι από κοινού ισάξιοι. 5 2. Βασικές θεωρίες αιτιώδους συνάφειας Η έρευνα και ο τρόπος υπολογισµού της αιτιώδους συνάφειας µεταξύ συµπεριφοράς και αποτελέσµατος αποτελεί αντικείµενο ενασχόλησης των διαφόρων θεωριών, οι οποίες παρατίθενται στη συνέχεια, δίνοντας έµφαση στις δύο σπουδαιότερες από αυτές, δηλαδή αφ ενός µεν στη θεωρία του ισοδύναµου των όρων και αφετέρου στη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, που αποτελούν άλλωστε και τη βάση για τη διαµόρφωση των υπολοίπων ενδιάµεσων θεωριών. α) Θεωρία του ισοδύναµου των όρων (conditio sine qua non). Επηρεασµένη τόσο από τα πορίσµατα των Φυσικών Επιστηµών του 19 ου αιώνα, σύµφωνα µε τα οποία ισχύει απαρέγκλιτα η αρχή ότι «κάθε συµβάν έχει και µια αιτία» όσο και από τους Φιλοσόφους εκείνης της εποχής, οι οποίοι πρέσβευαν ότι η επέλευση του συγκεκριµένου αποτελέσµατος δεν προκαλείται από µία µεµονωµένη συνθήκη, αλλά από το σύνολο των επιµέρους όρων που συµβάλλουν στην παραγωγή του, η Νοµική Επιστήµη προέβη στη διαµόρφωση και υιοθέτηση της θεωρίας του ισοδυνάµου των όρων (χάριν συντοµίας θα χρησιµοποιείται η συντοµογραφία c.s.q.n.). Εν αντιθέσει προς τις εξατοµικεύουσες θεωρίες, οι οποίες όπως εδείχθη στην προηγούµενη ενότητα λειτουργώντας επιλεκτικά αναδεικνύουν σε αιτία έναν 3 Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη, «Ποινικό ίκαιο Γενικό µέρος», σελ. 198, 199. 4 Αριστοτέλη Ι. Χαραλαµπάκη, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου Γεν. Μέρους», σελ. 134 και Αλέξανδρου Π. Κωσταρά, «Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ικαίου, σελ. 340, 341. 5 Ιωάννη Α. Γεωργάκη, «Ποινικό ίκαιο ιδασκαλία», σελ. 212. 6

µόνο όρο από περισσότερους που διαδραµάτισαν ρόλο στην επέλευση του εγκληµατικού αποτελέσµατος, η θεωρία της conditio sine qua non, όπως άλλωστε µαρτυρεί ο τίτλος της, αντιµετωπίζει όλους τους όρους που συνετέλεσαν στην παραγωγή του αξιόποινου αποτελέσµατος ως ισοδύναµους. Έτσι λοιπόν η θεωρία αυτή προχώρησε ένα βήµα παραπέρα σε σχέση µε τις φιλοσοφικές θεωρίες που αναγόρευαν σε αιτία το σύνολο των επιµέρους όρων : εν προκειµένω αιτία δεν είναι µόνο το σύνολο των επιµέρους όρων, αλλά και κάθε όρος ξεχωριστά, έκαστος δε όρος θεωρείται ισοδύναµος µε οποιονδήποτε άλλον : aequum volet. 6 Στο Ποινικό ίκαιο η θεωρία της c.s.q.n. φαίνεται να διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Stübel, ενώ µισό αιώνα αργότερα υποστηρίχθηκε από τον αυστριακό δικονοµολόγο Glaser. Εκείνος όµως που υπερασπίστηκε σε πολλές µελέτες του την θεωρία c.s.q.n., συµβάλλοντας ταυτοχρόνως στην περαιτέρω διαµόρφωση και διάδοσή της ήταν ο γερµανός αρεοπαγίτης Maximilian von Buri. Σύµφωνα µε την c.s.q.n., όρο ενός αποτελέσµατος είναι καθετί το οποίο δεν είναι δυνατό να απαλειφθεί χωρίς να πάψει και το συγκεκριµένο αποτέλεσµα. Πρέπει η ανθρώπινη ενέργεια, προκειµένου να συνδεθεί αιτιακά µε το αποτέλεσµα να αποτελεί «όρον εκ των ουκ άνευ» γι αυτό. 7 Όλοι οι όροι που συνέτειναν στην επέλευση ενός αποτελέσµατος αποτελούν ισοδύναµους κρίκους της «αιτιώδους αλυσίδας», διότι οποιοσδήποτε από αυτούς σπάσει, καταστρέφεται και η αλυσίδα. 8 «Η ισχύς ολόκληρης της αιτιώδους αλυσίδας είναι ίση προς την ισχύ οποιουδήποτε από τους κρίκους της», εφ όσον η θραύση οποιουδήποτε κρίκου σηµαίνει θραύση της αλυσίδας, η έλλειψη οποιουδήποτε όρου σηµαίνει απάλειψη του αποτελέσµατος. 9 Παραδείγµατα : 1) Ο Α πυροβολεί τον Β για να τον σκοτώσει, δεν τον πετυχαίνει όµως και τότε ειδοποιείται το ασθενοφόρο το οποίο παραλαµβάνει τον βαριά τραυµατισµένο Β για να τον µεταφέρει στο νοσοκοµείο. Λίγα µέτρα πιο κάτω από τον τόπο του πυροβολισµού ο οδηγός του ασθενοφόρου Γ αναγκάζεται να κάνει παράκαµψη και να πάει από άλλο δρόµο. Την ώρα όµως που ανάβει το πράσινο φως και βγαίνει στη λεωφόρο από την παρακαµπτήριο οδό, ο οδηγός του ασθενοφόρου, έρχεται µε ιλιγγιώδη ταχύτητα ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο, ο οδηγός του οποίου παραβιάζει τον ερυθρό σηµατοδότη κι έτσι διεµβολίζει το νοσοκοµειακό αυτοκίνητο µε συνέπεια το θάνατο του µεταφερόµενου ασθενούς Β και του συνοδού του ιατρού Ι. Στο παράδειγµα αυτό όλοι οι όροι που σχετίζονται µε το τελικό αποτέλεσµα είναι σύµφωνα µε την c.s.q.n., ισοδύναµοι µεταξύ τους διότι αν έλειπε κάποιος από αυτούς, δεν θα επήρχετο θανατηφόρο αποτέλεσµα. 10 2) Ο Α τραυµατίζει τον Β, ο οποίος (λίγα χρόνια αργότερα) λόγω της δυσκινησίας του κατάλοιπο του παλαιού τραυµατισµού σκοντάφτει κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου ή δέχεται την επίθεση του Γ, απέναντι στον οποίο δεν είναι σε θέση να αµυνθεί λόγω της αναπηρίας του και σκοτώνεται. Η πράξη του Α συνιστά αιτιώδη όρο του επελθόντος αποτελέσµατος, αφού εάν είχα εκλείψει, το αποτέλεσµα θα είχε συναπολειφθεί. Εποµένως ο όρος δύναται να 6 Κωνσταντίνου Ι. Βαθιώτη, «Απαγόρευση αναδροµής και αντικειµενικός καταλογισµός κατανοµή ποινικής ευθύνης επί αιτιώδους συµβολής περισσοτέρων στο εγκληµατολογικό αποτέλεσµα», σελ.13, 14. 7 Ι. Μανωλεδάκη Ν. Παρασκευοπούλου, «Εγχειρίδιο ποινικού δικαίου Γενικό µέρος», σελ. 45. 8 Αριστοτέλη Ι. Χαραλαµπάκη, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου», σελ. 135. 9 Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη, «Ποινικό ίκαιο Γενικό µέρος», σελ. 200. 10 Αλέξανδρου Π. Κωσταρά, «Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ικαίου», σελ. 342. 7

είναι αιτιώδης, ανεξάρτητα από την χρονική απόσταση που µπορεί να έχει από το επελθόν αποτέλεσµα. 3) Η πράξη του Α από την οποία τραυµατίσθηκε ο Β θεωρείται αιτιώδης συνθήκη για την επέλευση του θανάτου του Β, σε περίπτωση που ο τελευταίος πέθανε εξαιτίας πυρκαγιάς που ξέσπασε κατά τη παραµονή του στο νοσοκοµείο. Εποµένως ένας όρος δεν παύει να είναι αιτιώδης εκ µόνου του γεγονότος ότι στο αποτέλεσµα οδήγησε η πραγµάτωση µιας µη τυπικής αιτιώδους διαδροµής. 4) Ο Α χορηγεί στον Β θανατηφόρα δόση δηλητηρίου. Προτού το δηλητήριο επιδράσει στον οργανισµό του Β, ο Γ πυροβολεί και σκοτώνει τον Β. Η ενέργεια του Α δεν ήταν αιτιώδης για την επέλευση του θανάτου του Β. Σ αυτή την περίπτωση η αιτιώδης αλυσίδα «πυροβολισµός θάνατος» υπερκέρασε την αιτιώδη αλυσίδα «χορήγηση δηλητηρίου θάνατος». Η πράξη της δηλητηρίασης δεν µπορούσε πλέον να επιδράσει, η αιτιότητά της διακόπηκε. 11 Η θεωρία του ισοδύναµου των όρων εµφανίζεται εποµένως να διαγράφει τον κύκλο της αιτιώδους συνάφειας ιδιαίτερα πλατιά κι έτσι να οδηγεί σε υπερβολές. Χαρακτηρίζει ως αιτίες ενός αποτελέσµατος και όρους που κανείς δεν θα περίµενε εκ των προτέρων ότι θα συντελούσαν στην επέλευση του συγκεκριµένου αποτελέσµατος. Αν για παράδειγµα ο Α παρακινεί τον Β να ταξιδέψει µε το τρένο ελπίζοντας ότι θα εκτροχιαστεί και θα σκοτωθεί και πράγµατι θα επέλθει ο εκτροχιασµός και ο θάνατος του Β, µε την c.s.q.n. θα πρέπει να δεχτούµε ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, διότι εάν δεν τον παρακινούσε, δεν θα ταξίδευε. Γι αυτή την ικανότητά της να διευρύνει στο διηνεκές τους αιτιακούς όρους του αποτελέσµατος κατηγορήθηκε η θεωρία του ισοδύναµου των όρων ότι δηµιουργεί µια χαώδη κατάσταση στο Ποινικό ίκαιο. Η κατηγορία όµως αυτή δεν ευσταθεί, διότι η κατάφαση της αιτιώδους συνάφειας δεν σηµαίνει άνευ ετέρου και ποινική ευθύνη του δράστη για το επελθόν τελικό αποτέλεσµα. Για να συµβεί αυτό το πράγµα πρέπει η συγκεκριµένη πράξη όρος να είναι κατ αρχάς τυποποιηµένη στο νόµο ως έγκληµα, να είναι δηλαδή µια αρχικά άδικη πράξη και βέβαια να συντρέχουν σε σχέση µε την πράξη αυτή όλα τα στοιχεία της αντικειµενικής και υποκειµενικής υπόστασης. 12 Επιπλέον διατυπώθηκε σε βάρος της θεωρίας του ισοδύναµου των όρων η πρόσθετη κατηγορία ότι δηµιουργεί δογµατικά πρωθύστερα σχήµατα, αφού για να κρίνει ένα αντικειµενικό γεγονός, την ύπαρξη δηλαδή ή µη αιτιώδους συνάφειας, καταφεύγει στις υπηρεσίες υποκειµενικών στοιχείων, όπως είναι η υπαιτιότητα του δράστη. Και αυτή όµως η κατηγορία αδικεί ή πάντως παρερµηνεύει τη θεωρία του ισοδύναµου των όρων, η οποία µε την υπόδειξη της συνεκτίµησης του αρχικά άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της υπαιτιότητας του δράστη ούτε τον αντικειµενικό της χαρακτήρα χάνει ούτε την επίλυση των ζητηµάτων του αδίκου ή της υπαιτιότητας επιδιώκει σε αυτό το επίπεδο. Η θεωρία του ισοδύναµου των όρων προσπαθεί να µας βοηθήσει να διαλέξουµε από τους πολλούς ισοδύναµους και αντικειµενικά διαπιστωµένους όρους µόνον εκείνους για τους οποίους υπάρχει ποινική πρόβλεψη της συµπεριφοράς ή υπαιτιότητα του δράστη, ώστε να αποφύγουµε την άσκοπη και ανώφελη ενασχόληση µε όρους, που εκ των υστέρων θα αποδειχτούν εντελώς άχρηστοι και ακατάλληλοι για την σύνδεσή τους µε το επελθόν αποτέλεσµα. 13 11 Κων/νου Ι. Βαθιώτη, «Απαγόρευση αναδροµής και αντικειµενικός καταλογισµός κατανοµή ποινικής ευθύνης επί αιτιώδους συµβολής περισσοτέρων στο εγκληµατικό αποτέλεσµα», σελ. 17, 18. 12 Νικολάου Α. Χωραφά, «Ποινικό ίκαιο», σελ. 118 και Αλέξανδρου Π. Κωσταρά «Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ικαίου», σελ. 342, 343. 13 Αλέξανδρου Π. Κωσταρά, «Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ικαίου», σελ. 343 8

β) Θεωρία της πρόσφορης αιτίας (causa adaequata) Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας αµφισβητεί την ορθότητα των θέσεων της αντιπάλου θεωρίας του ισοδύναµου των όρων και φέρνει στη συζήτηση ένα δικό της κριτήριο για την εύρεση της αιτιώδους συνάφειας : την προσφορότητα της πράξεως να οδηγήσει στο αποτέλεσµα. Πρώτος υποστηρικτής της θεωρίας υπήρξε ο v. Kries. Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή, για να διαπιστώσουµε την ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας, που υπάρχει ανάµεσα σε ορισµένη πράξη και στο επελθόν αποτέλεσµα, δεν αρκεί να αναζητούµε τις πράξεις όρους, που λογικά συνδέονται µε το αποτέλεσµα αυτό, αλλά πρέπει από τους πολλούς σχετικούς όρους να διαλέγουµε εκείνον, ο οποίος µε βάση την κοινή πείρα κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων είναι πρόσφορος να επιφέρει το συγκεκριµένο αποτέλεσµα. Κατά τη θεωρία αυτή οι όροι του αποτελέσµατος διακρίνονται σε «πρόσφορους»και «απρόσφορους», µόνο δε οι πρώτοι είναι αιτιώδεις ως προς το αποτέλεσµα. «Πρόσφορος» θεωρείται κάθε όρος που επέτεινε, κατά όχι ασήµαντο τρόπο, τη δυνατότητα επελεύσεως του παράνοµου αποτελέσµατος, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόκληση του αποτελέσµατος από τον όρο δεν θεωρείται τελείως απίθανη. 14 Πρέπει, δηλαδή, να διαγνώσουµε, έλεγε ο v. Kries, «αν η συνάρτηση µε το αποτέλεσµα µπορεί να γενικευτεί ή συνιστά µόνο µια ιδιορρυθµία της συγκεκριµένης περίπτωσης αν (η συµπεριφορά) είναι γενικώς ικανή, εάν έχει την τάση να παραγάγει ένα αποτέλεσµα τέτοιου είδους ή αν απλώς από τύχη έγινε η αφορµή του». Στην τελευταία περίπτωση ο όρος είναι γενικά απρόσφορος και ως τέτοιος δεν µπορεί κατ αρχήν να θεµελιώσει ποινική ευθύνη. Το ίκαιο, ως γενικεύουσα τάξη, δεν επιτρέπεται να συνδέει κατασταλτικές κυρώσεις µε το τυχαίο και το απρόβλεπτο. 15 Πρόκειται για αντικειµενική (δηλαδή ανεξάρτητη από τις υποκειµενικές γνώσεις του δράστη) εκ των υστέρων (δηλαδή ενόψει του συγκεκριµένου τρόπου κατά τον οποίο επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσµα, επηρεασµένη από το πώς εξελίχθηκαν κάθε φορά τα πράγµατα) πρόγνωση (δηλαδή θεώρηση που συντελείται µε τη νοητή µετάθεση του κρίνοντος στο χρονικό σηµείο που τελέστηκε η πράξη). Μόνο ανάµεσα στο γεγονός που µε βάση την εκ των υστέρων πρόγνωση µπορεί να χαρακτηριστεί όχι απλώς λογικά ως αιτία αλλά ειδικότερα ως πρόσφορη αιτία της συγκεκριµένης µεταβολής στον εξωτερικό κόσµο, υπάρχει για το Ποινικό ίκαιο σύµφωνα µε τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, αιτιώδης συνάφειας. 16 Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας µε την πρώτη µατιά φαίνεται ελκυστική, διότι λέει πράγµατα απόλυτα λογικά. Αλλάζει όµως η εικόνα του πράγµατος ύστερα από µια ειδικότερη παρατήρηση και κριτική της επιχειρηµατολογίας της. Τότε η θεωρία αυτή αποκαλύπτει την άλλη όψη της, µια όψη γεµάτη αδυναµίες, δογµατικές ακολουθίες και αλλοπρόσαλλους συνειρµούς. Ένα από τα µειονεκτήµατα της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας είναι ότι προβαίνει σε νοµικές αξιολογήσεις οι οποίες αντί να διευκολύνουν την προσπάθεια ανευρέσεως του αιτιώδους συνδέσµου την δυσχεραίνουν, ώστε να µην είναι εφαρµόσιµη. Ήδη ο ακριβής προσδιορισµός αυτού του ίδιου κριτηρίου της «προσφορότητας», που αποτελεί τη βάση εφαρµογής της θεωρίας αυτής, είναι δυσχερής και µάλιστα ιδιαίτερα στις περιπτώσεις οι οποίες είναι ιδιαζόντως ενδιαφέρουσες για το ποινικό δίκαιο. Πάνω όµως από όλα αυτά τίθεται το 14. Ιωάννη Α. Γεωργάκη, «Ποινικό ίκαιο ιδασκαλία», σελ. 214 και Αριστοτέλη Ι. Χαραλαµπάκη, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου Γενικό µέρος», σελ. 135. 15 Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη «Ποινικό ίκαιο Γενικό µέρος», σελ. 202, 203. 16 Ι. Μανωλεδάκη Ν. Παρασκευοπούλου, Εγχειρίδιο Ποινικού ικαίου Γενικό µέρος», σελ. 47 και Αριστοτέλη Ι. Χαραλαµπάκη, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου Γενικό µέρος», σελ. 135 και Γ.Α. Μαγκάκη, «Ποινικό ίκαιο ιάγραµµα γενικού µέρους», σελ. 165. 9

εύλογο ερώτηµα : πώς θα προβούµε στην επιλογή του «πρόσφορου όρου» ενός αποτελέσµατος, εάν δεν έχουν κατ αρχήν προσδιορισθεί όλοι του οι «όροι». Κάτω από αυτές τις συνθήκες η διάγνωση της «πρόσφορης αιτίας» εµφανίζεται χρονικά µεταγενέστερη, η δε εφαρµογή της εξαρτάται οπωσδήποτε από τον προσδιορισµό όλου του φάσµατος των πιθανών αιτιών, από τα οποία και γίνεται η επιλογή των πρόσφορων. Ο αρχικός όµως αυτός προσδιορισµός µόνο µε βάση τη θεωρία του ισοδύναµου των όρων είναι δυνατός. 17 Πέρα από τη λογική ανακρίβεια του σχετικού όρου, τίθεται εδώ το ερώτηµα, ποιος και µε ποια κριτήρια θα κρίνει αν ορισµένη ενέργεια έχει τη γενική τάση να παράγει κάποιο αποτέλεσµα, αν έπρεπε να αναµένεται η επέλευση του αποτελέσµατος κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων. Ο δράστης ή ένας λογικά σκεπτόµενος άνθρωπος ; Εάν την πρόγνωση την κάνει ένας τρίτος λογικά σκεπτόµενος άνθρωπος, που λαµβάνει υπ όψη του τα υπάρχοντα αντικειµενικά στοιχεία, τα οποία εκτιµά υπό το πρίσµα της κοινής πείρας, ενδέχεται σε ορισµένες περιπτώσεις αυτός ο αντικειµενικός παρατηρητής να κρίνει εσφαλµένα, εφ όσον δεν λαµβάνει υπόψη του τα στοιχεία, που µόνο ο δράστης γνωρίζει. Εάν ωστόσο την πρόγνωση την κάνει ο ίδιος ο δράστης, τότε πέρα από την απαράδεκτη νόθευση του αντικειµενικού στοιχείου της αιτιώδους συνάφειας µε υποκειµενικά στοιχεία, δηµιουργείται επιπλέον πρόβληµα προαξιολόγησης του υποκειµενικού κριτηρίου της αµέλειας, αλλά ταυτόχρονα και πρόβληµα διάσπασης των κριτηρίων της τελευταίας, αφού το ένα κριτήριο (το υποκειµενικό) θα εκτιµάται στα πλαίσια της αιτιώδους συνάφειας, ενώ το άλλο (το αντικειµενικό) θα κρίνεται στα πλαίσια της υπαιτιότητας µε αποτέλεσµα να προκαλείται σύγχυση του αντικειµενικού αιτιώδους συνδέσµου και της υπαιτιότητας. Έτσι αν π.χ. ο Α λόγω ιδιαίτερων γνώσεων του, χτυπάει το Β σε ορισµένο σηµείο του κεφαλιού του γνωρίζοντας ότι θα επέλθει σίγουρα ο θάνατος, παρόλο που κατά την κανονική και συνήθη πορεία των πραγµάτων δεν επέρχεται ο θάνατος εξαιτίας τέτοιου χτυπήµατος και ούτε ο συνετός άνθρωπος θα µπορούσε να προβλέψει το θάνατο όση επιµέλεια και αν κατέβαλε, θα έπρεπε κατ εφαρµογή της causa adaequata να δεχτούµε ότι δεν υπάρχει εν προκειµένω αιτιώδης σύνδεσµος, κάτι το οποίο είναι άτοπο. 18 3. Σύγκριση των δύο βασικών θεωριών Γιατί στο Ποινικό ίκαιο επικράτησε η θεωρία του ισοδύναµου των όρων. Οι δύο επικρατέστερες θεωρίες, σχετικά µε το ερώτηµα πάνω σε ποιο κριτήριο θεµελιώνεται η ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας ανάµεσα στη συµπεριφορά και στο αποτέλεσµα, είναι η θεωρία του ισοδύναµου των όρων και η θεωρία της πρόσφορης αιτίας. Λογικά υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάµεσα σε δύο φαινόµενα όταν δεν µπορούµε να φανταστούµε να λείπει το χρονικό προηγούµενο από αυτά, χωρίς τότε να λείπει αναγκαστικά και το άλλο. Σε αυτήν την περίπτωση το πρώτο γεγονός είναι αναγκαίος όρος, αλλιώς conditio sine qua non για την ύπαρξη του δευτέρου. Η διαφωνία ανάµεσα στις θεωρίες αρχίζει πάνω στο λογικά επόµενο ερώτηµα, αν αρκεί στο πλαίσιο του Ποινικού ικαίου, για να χαρακτηριστεί µια 17 Ιωάννη Α. Γεωργάκη, «Ποινικό ίκαιο ιδασκαλία», σελ. 214, 215. 18. Αλέξανδρου Π. Κωσταρά, «Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ικαίου», σελ. 344, 345 και Νικολάου Α. Χωραφά, «Ποινικό ίκαιο», σελ. 120, 121. 10

ενέργεια ή παράλειψη ως αιτία ορισµένης µεταβολής στον εξωτερικό κόσµο, η λογική αυτή σύλληψη της αιτιώδους συνάφειας ή µήπως πρέπει να υπάρχει στενότερος και ουσιαστικότερος σύνδεσµος. Την απάντηση ότι αρκεί η αυστηρά λογική έννοια της αιτιώδους συνάφειας δίνει η θεωρία του ισοδύναµου των όρων. Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή κάθε γεγονός είναι πάντα το αποτέλεσµα µιας ολόκληρης σειράς από άλλα γεγονότα που προηγήθηκαν και που συνιστούν τις αιτίες του. Όλα αυτά τα γεγονότα είναι ως όροι του αποτελέσµατος, ισοδύναµα. Η θεωρία c.s.q.n. εµφανίζεται εποµένως να διαγράφει τον κύκλο της αιτιώδους συνάφειας ιδιαίτερα πλατιά κι έτσι να οδηγεί σε υπερβολές. Γιατί χαρακτηρίζει ως αιτίες ενός αποτελέσµατος και ενέργειες ή παραλείψεις που κανείς δεν θα περίµενε εκ των προτέρων ότι θα συντελούσαν στην επέλευση του συγκεκριµένου αποτελέσµατος. Η εντύπωση των υπερβολών αυτών οδήγησε στην διατύπωση της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας. Η θεωρία αυτή επιβάλλει µια αξιολογική επιλογή ορισµένων µόνο από τις πολλές λογικά αιτίες ενός αποτελέσµατος και η αναγωγή µόνο αυτών σε όρους του στο πλαίσιο του Ποινικού ικαίου. Η επιλογή αυτή πρέπει να γίνει µε βάση το κριτήριο της «προσφορότητας». 19 Ποια από τις δύο αυτές θεωρίες είναι για το Ποινικό ίκαιο η σωστότερη ; Η κρατούσα στην ποινική επιστήµη άποψη και η σταθερή νοµολογία του Αρείου Πάγου δέχονται τη θεωρία του ισοδύναµου των όρων. Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας υποστηρίζουν ότι δεν ευσταθεί το λεγόµενο, ότι αυτή άγει σε άτοπα αποτελέσµατα και τούτο γιατί απλούστατα η κατάφαση του αντικειµενικού αιτιώδους συνδέσµου δεν σηµαίνει αναγκαστικά και κατάφαση της ποινικής ευθύνης. Πράγµατι, η αιτιότητα λειτουργεί στο Ποινικό ίκαιο ως στοιχείο της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος, ενώ πέρα από την πλήρωση της τελευταίας για την επιβολή της ποινής απαιτούνται ακόµη η πλήρωση της υποκειµενικής υποστάσεως, το άδικο, ο καταλογισµός της εγκληµατικής συµπεριφοράς σε ενοχή του δράστη και η έλλειψη κάποιων άλλων αρνητικών όρων του ποινικού κολασµού. Το ποινικό δίκαιο σε αντίθεση µε το Αστικό παρέχει στον εφαρµοστή του κατά τις επόµενες αυτές φάσεις της πρακτικής εργασίας του, ένα ανασφαλές µέσο για την άρση των τυχόν ανεπιεικών συνεπειών από την αποδοχή µιας ευρείας έννοιας της αιτιότητας βάσει της c.s.q.n. Το Ποινικό ίκαιο δεν έχει ανάγκη όπως το Αστικό από την θεωρία της πρόσφορης αιτίας προκειµένου να περιορίσει έλλογα τους όρους του εγκληµατικού αποτελέσµατος, οι οποίοι µπορούν όντως να θεµελιώσουν ποινική ευθύνη εκείνου που τους έθεσε γι αυτό και µπορεί να αρκεστεί στην απλή θεωρία της c.s.q.n. 20 Το ασφαλές αυτό µέσο είναι η υπαιτιότητα. Έτσι λ.χ. ποινική ευθύνη του πωλητή του όπλου µπορεί να θεµελιωθεί µόνο αν ενήργησε µε δόλο ή αµέλεια. Εποµένως η θεωρία του ισοδύναµου των όρων, ακριβώς επειδή απλουστεύει την εξακρίβωση της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας εφ όσον την καθιστά καθαρή διάγνωση µε βάση το αυστηρά λογικό κριτήριο της c.s.q.n. χωρίς να τη συνδέει µε αξιολογήσεις και εκτιµήσεις που από τη φύση τους επιδέχονται ευκολότερα αµφισβήτηση, γίνεται δεκτή στο Ποινικό ίκαιο. Και στα εκ του αποτελέσµατος διακρινόµενα εγκλήµατα απαιτείται αµέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσµα, σύµφωνα µε το α.29πκ, κι έτσι κι εδώ κανένας κίνδυνος δεν δηµιουργείται να οδηγηθούµε σε απαράδεκτες και ανεπιεικείς λύσεις εκ της εφαρµογής της c.s.q.n. Άλλωστε, όπως αναλυτικά παρατέθηκε και παραπάνω κατά ανάλυση και κριτική της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας, η θεωρία αυτή ύστερα από µια ειδικότερη παρατήρηση αποκαλύπτει αρκετά µειονεκτήµατα. Κατ αρχήν η εφαρµογή του 19 Γ. Α. Μαγκάκη, «Ποινικό ίκαιο - ιάγραµµα γενικού µέρους», σελ. 162 165. 20 Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη, «Ποινικό ίκαιο Γενικό µέρος», σελ. 204, 205 11

κριτηρίου της προσφορότητας άγει σε αβέβαιες λύσεις. Γιατί ο χαρακτηρισµός µιας συµπεριφοράς ως πρόσφορης να προκαλέσει ορισµένο αποτέλεσµα είναι στην πραγµατικότητα µια αξιολόγηση καθόλου αναµφισβήτητη σε αρκετές περιπτώσεις. Στην περίπτωση π.χ. ενός εµπρησµού ένας πυροσβέστης σκοτώνεται προσπαθώντας να σβήσει την πυρκαγιά που ήταν µικρή. Ήταν ο εµπρησµός πρόσφορη αιτία του θανάτου ; Όχι. Επιπλέον η causa adaequata οδηγείται σε αδιέξοδο από τη στιγµή που τεθεί το ερώτηµα από ποια σκοπιά θα κριθεί η προσφορότητα µιας συµπεριφοράς να προκαλέσει το αποτέλεσµα. Από τη σκοπιά του αντικειµενικού παρατηρητή και µε βάση τις γνώσεις του ή από τη σκοπιά του συγκεκριµένου δράστη; Αν δεχτούµε την πρώτη εκδοχή είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε ορισµένες περιπτώσεις θα οδηγηθούµε σε απαράδεκτη απαλλαγή του δράστη, συγκεκριµένα σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο δράστης γνωρίζει αυτό που ο αντικειµενικός παρατηρητής αγνοεί. Αντίθετα µε τη δεύτερη εκδοχή η κρίση για την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου θα στηριχθεί σε ένα στοιχείο καθαρά υποκειµενικό που αποτελεί ένα από τα κριτήρια της αµέλειας. ηµιουργείται έτσι σύγχυση ανάµεσα στην αιτιώδη συνάφεια και στην αµέλεια µε αποτέλεσµα να προκαταλαµβάνουµε µε την κρίση µας για την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας και την κρίση αν ο δράστης µπορούσε να προβλέψει τη δυνατότητα επέλευσης του αποτελέσµατος, κρίση που αναφέρεται στη συνδροµή της αµέλειας. Συνεπώς η θεωρία της πρόσφορης αιτίας, αντί να διευκολύνει, δυσκολεύει και περιπλέκει τη διάγνωση της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας στο Ποινικό ίκαιο. 21 Έτσι καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι βάση για τον προσδιορισµό της αιτιώδους συνάφειας αποτελεί η θεωρία του ισοδύναµου των όρων. Από τον ευρύ κύκλο των όρων οι οποίοι διαγράφονται αρχικά, η τελική επιλογή όσων έχουν αληθινή σηµασία γίνεται µε ορισµένα ειδικότερα κριτήρια όπως τα ακόλουθα : 22 α) Το κοινωνικό νόηµα της συµπεριφοράς το οποίο προκύπτει από το εκάστοτε γλωσσικό ή δεοντολογικό νόηµα του κανόνα δικαίου ο οποίος προσβλήθηκε µε την πράξη. Εξετάζεται µήπως ο νοµοθέτης δεν απέβλεψε στην τυποποίηση της συγκεκριµένης αιτιώδους συνάφειας ή θέλησε να περιορίσει τον κύκλο της αιτιότητας που θεµελιώνει ποινική ευθύνη µόνο σε ορισµένα πρόσωπα. β) Η επέλευση του αποτελέσµατος : Ελέγχεται αν η επέλευση αυτή έχει συντελεσθεί κατά τρόπο ώστε ο σύνδεσµος του αποτελέσµατος µε τη βούληση του δράστη να ανταποκρίνεται στον µέσο όρο της κοινωνικής και προσωπικής εµπειρίας. γ) Το γεγονός κατά πόσον η συγκεκριµένη συµπεριφορά, αν και αποτέλεσε «όρο» του αποτελέσµατος, δεν συνιστά άδικη πράξη είτε διότι είναι «κοινωνικά πρόσφορη» είτε διότι αποτελεί «επιτρεπτή διακινδύνευση» του αγαθού. δ) Αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί και η υπαιτιότητα, δηλαδή το αν η πράξη κάποιου που θεωρήθηκε σύµφωνα µε την c.s.q.n. όρος ενός αποτελέσµατος, δύναται να αποδοθεί και σε δόλο ή αµέλεια αυτού. Ο αίτιος δεν είναι κατ ανάγκη και υπαίτιος του αξιόποινου αποτελέσµατος. 21 Γ. Α. Μαγκάκη, «Ποινικό ίκαιο ιάγραµµα γενικού µέρους», σελ.167 22 Ιωάννη Γεωργάκη, «Ποινικό ίκαιο ιδασκαλία», σελ. 215, 216 και Αριστοτέλη Ι. Χαραλαµπάκη, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου Γενικό µέρος», σελ. 137 12

4. Άλλες περαιτέρω θεωρίες αιτιώδους συνάφειας 23 Πέρα από τις προαναφερθείσες θεωρίες του ισοδύναµου των όρων και της πρόσφορης αιτίας, στην επιστηµονική βιβλιογραφία, ιδίως στη γερµανική υποστηρίζονται και ορισµένες άλλες ενδιάµεσες θεωρίες, οι οποίες προσπαθούν να βελτιώσουν τη µία ή την άλλη από τις δύο βασικές θεωρίες. α) Η θεωρία του τελευταίου πριν από το αποτέλεσµα όρου Η θεωρία αυτή, που υποστηρίχθηκε από τον Ortmann ενδιαφέρεται µόνο για τον χρονικά τελευταίο όρο που οδήγησε στην επέλευση του αποτελέσµατος, παραβλέποντας ωστόσο την αποφασιστική συµβολή, που µπορεί να έχουν µερικές φορές και άλλοι προγενέστεροι όροι. β) Η θεωρία της ενεργού αιτίας Η θεωρία αυτή υποστηρίχθηκε από τον Birkmeyer και συνδέει το αποτέλεσµα µε τον δραστικότερο όρο από όλους τους άλλους όρους που συνετέλεσαν στην παραγωγή ενός αποτελέσµατος. ηµιουργείται όµως δυσχέρεια προσδιορισµού του ποιος ήταν ο δραστικότερος όρος. γ) Οι συναφείς θεωρίες της υπεροχής και της διαµορφωτικής δύναµης του αποτελέσµατος Υποστηρίχθηκαν αντίστοιχα από τον Binding και τον Kohler και δέχονται ως παραγωγικό του αποτελέσµατος όρο η µεν πρώτη τον όρο, που κατά κύριο λόγο επιφέρει το αποτέλεσµα, ενώ η δεύτερη τον όρο που έχει η δύναµη να διαµορφώνει το αποτέλεσµα. δ) Η θεωρία του νοµοτελούς όρου Υποστηρίχθηκε από τον Englisch και δέχεται ότι αίτιο ενός αποτελέσµατος είναι κάθε δεδοµένο που συνδέεται νοµοτελώς µε αυτό. Αποτελεί συµπλήρωση της αρχής του ισοδύναµου των όρων. ε) Η θεωρία της νοµικά σηµαντικής αιτίας Υποστηρίχθηκε από τον Mezger και θεωρεί ότι ενδιαφέρουν µόνο οι νοµικά σηµαντικοί όροι του αποτελέσµατος. Η θεωρία αυτή κατά το ένα σκέλος της στηρίζεται στη θεωρία του ισοδύναµου των όρων και κατά το άλλο στη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, αφού δέχεται την αιτιότητα, όπως την υποστηρίζει η θεωρία του ισοδύναµου των όρων, απαιτεί όµως, µόνο για την τιµωρία του δράστη και προσφορότητα της σχετικής ενέργειας, που παρήγαγε το αποτέλεσµα. στ) Η θεωρία της φυσικής ενότητας της πράξεως 24 Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή, που υποστηρίχθηκε από τον Μανωλεδάκη, η αδυναµία της θεωρίας για την ισοδυναµία των όρων και τον αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο, καθώς και των διαφόρων αποκλίσεών της, βρίσκεται στη διάσπαση της φυσικής ενότητας της πράξης και στην αντικατάστασή της ως οντικού στοιχείου του εγκλήµατος µε τους όρους παραγωγής ενός αποτελέσµατος, οι οποίοι αποτελούν 23 Αριστοτέλης Ι. Χαραλαµπάκης, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου», σελ. 135, 136, 137 24 Ι. Μανωλεδάκη, «Ποινικό ίκαιο Επιτοµή Γενικού Μέρους (α. 1-49 ΠΚ)», σελ. 200 213. και Αλέξανδρου Π. Κωσταρά, «Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ικαίου», σελ. 345, 346, 347. 13

στοιχεία απλώς στη λογική ταξινόµηση της αλληλουχίας των γεγονότων. Η αιτιώδης συνάφεια µπορεί να ενδιαφέρει µόνο ως φυσική αιτιακή παραγωγή ενός αποτελέσµατος από την αυτοκυβερνούµενη µυϊκή ενέργεια του υπαιτίου. Συνδέει συνεπώς µια µυϊκή κίνηση µε ένα φυσικό αποτέλεσµα που αυτή άµεσα παρήγαγε. Αυτή η σύνδεση δεν είναι παρά η διαπίστωση της φυσικής ενότητας µιας πράξης, αφού µυϊκή κίνηση και φυσικό αποτέλεσµα δοµούνται σε πράξη. Έτσι το αποτέλεσµα το επιφέρει ο όρος εκείνος, ο οποίος κατά τη φυσική αντίληψη οδηγεί σε αυτό και όχι οποιοσδήποτε όρος συνετέλεσε στην παραγωγή του. Μια µυϊκή κίνηση συνδέεται αιτιακά προς ένα φυσικό αποτέλεσµα, αποτελώντας αιτιακή ενέργεια, όταν ενσωµατώνεται στο αποτέλεσµα σε ένα ενιαίο φυσικό γεγονός µε άλλα λόγια όταν διαχέεται από το φορέα της αιτίας στον φορέα του αποτελέσµατος, όταν δηλαδή θέτει όρους κινδύνου για το έννοµο αγαθό, οι οποίοι εξελίσσονται αυτοδύναµα στην προσβολή του. Η φυσική ενότητα της πράξης υπάρχει ακόµη κι όταν ανάµεσα στη µυϊκή ενέργεια του θύµατος, εφ όσον ο δράστης «παγιδεύει» το έννοµο αγαθό, παρεµβαίνοντας στην αιτιώδη διαδροµή και καθιστώντας το αποτέλεσµα αναπόδραστο. Πράξη λοιπόν µε τη θεωρία της φυσικής ενότητας δεν είναι µόνο η µυϊκή ενέργεια που µετατρέπεται άµεσα στο βλαπτικό αποτέλεσµα, αλλά και εκείνη που καθιστά αναπόδραστη την ενέργεια του θύµατος, η οποία µετατρέπεται σε αποτέλεσµα. Το στοιχείο του «αναπόδραστου» για το θύµα αποτελέσµατος, ως στοιχείο της πράξης, έχει αρχίσει να το υιοθετεί και η νοµολογία µας. 25 Όταν η συµπεριφορά του υπαιτίου συνίσταται σε αδράνεια (παράλειψη), αυτή συνδέεται αιτιακά προς το αποτέλεσµα όταν επιτρέπει τη δηµιουργία του από άλλη αιτιακή ενέργεια, η οποία και µετατρέπεται στο αποτέλεσµα, όταν δηλαδή η κοινωνικά αναµενόµενη ενέργεια δεν θα επέτρεπε τη δηµιουργία κινδύνου ή θα ανέκοπτε την εξέλιξη ενός υφιστάµενου κινδύνου προς την προσβολή του αγαθού. Αυτή η παράλειψη εµφανίζεται ως αιτιακή συνθήκη για την επέλευση του αποτελέσµατος. Η θεωρία αυτή, παρά τη λογική της δόµηση, δεν αποφεύγει ωστόσο µερικές φορές τις υπερβολές. Κρίνεται ορθή η σκέψη κατά το µέτρο που φαίνεται να δέχεται το γλωσσικό νόηµα της πράξεως, όπως αυτό είναι τυποποιηµένο στον κανόνα δικαίου, αποτελεί το όριο καταφάσεως αιτιακής σχέσεως µεταξύ πράξεως και αποτελέσµατος. Όµως τελικά κι εδώ προϋποτίθεται το ζητούµενο, δηλαδή το εάν υπάρχει ενότητα της πράξεως µε το αξιόποινο αποτέλεσµα. ζ) Η θεωρία περί αντικειµενικού καταλογισµού του αποτελέσµατος Το δόγµα της θεωρίας περί αντικειµενικού καταλογισµού 26 µπορεί να συνοψισθεί στην ακόλουθη πρόταση : Το αποτέλεσµα µιας ανθρώπινης πράξης µπορεί να καταλογιστεί αντικειµενικά στο πρόσωπο του δράστη µόνο όταν από την πράξη αυτή δηµιουργήθηκε ένας δικαστικά ανεπίτρεπτος κίνδυνος για το προστατευόµενο έννοµο αγαθό, ο οποίος υλοποιήθηκε µε την επέλευση του εγκληµατικού αποτελέσµατος. 27 Από τους πρώτους διδάξαντες τη θεωρία αυτή υπήρξε ο Honig, η πληρέστερη όµως ανάπτυξη της ανάγεται στον Roxin, ακολουθούµενο και από άλλους συγγραφείς. 25 ΑΠ 433/01 : έκρινε ότι η καταδικαστική απόφαση για ανθρωποκτονία από αµέλεια δεν είχε την απαιτούµενη αιτιολογία ως προς την αιτιώδη συνάφεια» 26 Στην ελληνική νοµολογία η θεωρία του αντικειµενικού καταλογισµού δεν γίνεται δεκτή. Στην ελληνική ποινική επιστήµη πάντως έχει βρει απήχηση. 27 Κων/νου Ι. Βαθιώτη, «Απαγόρευση αναδροµής και αντικειµενικός καταλογισµός κατανοµή ποινικής ευθύνης επί αιτιώδους συµβολής περισσοτέρων στο εγκληµατικό αποτέλεσµα», σελ. 42. 14

Για την αναγωγή ενός παράνοµου αποτελέσµατος στη συγκεκριµένη συµπεριφορά ενός ατόµου δεν αρκεί η κατάφαση της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσµου µε την παραδοσιακή του µορφή. Η αναγωγή αυτή λαµβάνει χώρα σε δύο στάδια τα οποία διακρίνονται λογικά και χρονικά µεταξύ τους. Το πρώτο στάδιο αναφέρεται στη διαπίστωση αντικειµενικού αιτιώδους συνδέσµου : γι αυτήν αρκεί η εφαρµογή της c.s.q.n. Στο δεύτερο στάδιο ερευνάται αν το αποτέλεσµα το οποίο συνδέεται αιτιωδώς µε µια συµπεριφορά είναι δυνατό να καταλογιστεί αντικειµενικά σε αυτή. 28 Οι βασικές αρχές που διέπουν τον αντικειµενικό καταλογισµό είναι οι ακόλουθες: α. Το αποτέλεσµα καταλογίζεται αντικειµενικά στην τυπική υπόσταση ενός εγκλήµατος µόνο όταν η συµπεριφορά του δράστη προξένησε παράνοµο κίνδυνο για το αντικειµενικό της πράξεως, όπως αυτό µορφοποιήθηκε στο συγκεκριµένο αποτέλεσµα. β. Κατ εξαίρεση των ανωτέρω λείπει ο αντικειµενικός καταλογισµός όταν η προστατευτική λειτουργία του συγκεκριµένου κανόνα δικαίου δεν αναφέρεται στην αποτροπή τέτοιου είδους κινδύνων. 29 Σύµφωνα µε τα παραπάνω αποκλείεται ο αντικειµενικός καταλογισµός : 30 Όταν ο δράστης άλλαξε τη ροή µιας αιτιώδους συνέχειας, µε συνέπεια να µειωθεί ο κίνδυνος για το θύµα. Όταν ο δράστης δεν αύξησε τον ήδη υπάρχοντα κίνδυνο κατά νοµικά σηµαντικό τρόπο. Π.χ. : ο δράστης συνιστά στο θύµα περίπατο στο δάσος όπου το θύµα πλήττεται από κεραυνό. Όταν ο δράστης προξένησε µεν κίνδυνο για το έννοµο αγαθό, το αποτέλεσµα όµως δεν προήλθε από αυτόν τον κίνδυνο. Στις περιπτώσεις «επιτρεπόµενης διακινδύνευσης». Όταν η προστατευτική λειτουργία του κανόνα δικαίου δεν έχει ως αντικείµενο την αποτροπή κινδύνων όπως αυτός που πραγµατοποιήθηκε (εκ προθέσεως αυτοδιακινδύνευση ή διακινδύνευση τρίτου µε την θέλησή του). Γενικώς διατυπώνεται η θέση ότι ο αντικειµενικός καταλογισµός δεν ταυτίζεται στο Ποινικό ίκαιο πάντοτε µε την αιτιότητα, ότι δηλαδή η αιτιότητα δεν αποτελεί αναγκαία αλλά ούτε και επαρκή προϋπόθεση για τον καταλογισµό της πράξεως. Όµως αν το Ποινικό ίκαιο εγκατέλειπε το προαπαιτούµενο της αιτιώδους συνάφειας του αποτελέσµατος προς την ανθρώπινη συµπεριφορά, τότε ο αντικειµενικός καταλογισµός θα προσφερόταν για µία αυθαίρετη αναγωγή σε πρόσωπα που δεν συνδέονται κατά κανένα τρόπο µε το επελθόν αποτέλεσµα. 31 Στην κρινόµενη θεωρία διαγράφεται προσπάθεια συνδυασµού πολλών κριτηρίων που ανήκουν σε διαφορετικά πεδία. εν κρίνεται απαραίτητη όµως αυτή η θεωρία. Τα συναφή προβλήµατα λύνονται απλούστερα µε εφαρµογή της θεωρίας του ισοδύναµου των όρων, περιορισµένης κατά τα ανωτέρω από το γλωσσικό δεοντολογικό νόηµα του κανόνα δικαίου και από τις αρχές της υπαιτιότητας. 32 28 Ιωάννη Α. Γεωργάκη, «Ποινικό ίκαιο ιδασκαλία», σελ. 217 29 Αριστοτέλης Ι. Χαραλαµπάκης, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου Γενικό µέρος», σελ. 138. 30 Οµοίως µε υποσηµειώσεις 20 και 21 παραπάνω, σελ. 218, 219 και σελ. 138 αντίστοιχα 31 Κων/νου Ι. Βαθιώτη,, «Απαγόρευση αναδροµής και αντικειµενικός καταλογισµός κατανοµή ποινικής ευθύνης επί αιτιώδους συµβολής περισσοτέρων στο εγκληµατικό αποτέλεσµα», σελ. 42, 43. 32 Αριστοτέλη Ι. Χαραλαµπάκη, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου Γενικό µέρος», σελ. 138. 15

5. Ειδικά προβλήµατα αιτιώδους συνάφειας α) Σωρευτική αιτιότητα. Σωρευτική αιτιότητα υπάρχει όταν την επέλευση του αποτελέσµατος την επηρεάζουν δύο ή περισσότεροι όροι, που δρουν παράλληλα ο ένας προς τον άλλο. Παράδειγµα : οι Α και Β ρίχνουν στο φαγητό του Γ ταυτόχρονα την ίδια θανατηφόρο ποσότητα δηλητηρίου, καθεµία από τις δύο θα ήταν από µόνη της ικανή να επιφέρει τον θάνατο του θύµατος. Η σωρευτική αιτιότητα δηµιουργεί µια φαινοµενική ανακολουθία της θεωρίας του ισοδύναµου των όρων, αφού φαίνεται ότι δεν ακολουθείται η βασική θέση της, ότι αν έλειπε ένας από τους ισοδύναµους όρους, δεν θα επήρχετο το αποτέλεσµα. στο παραπάνω παράδειγµα εάν έλειπε η θανατηφόρος δόση δηλητηρίου του Α, το αποτέλεσµα θα επέρχονταν µε απόλυτη βεβαιότητα, διότι αρκούσε η θανατηφόρος δόση του άλλου δράστη. Έτσι φαίνεται ότι οι σχετικοί όροι δεν είναι ισοδύναµοι µεταξύ τους και συνεπώς θα έπρεπε να δεχτούµε ότι κανένας από τους δύο δράστες δεν σκότωσε το θύµα, µολονότι η δόση που χορήγησε ο καθένας ήταν από µόνη της ικανή να επιφέρει τον θάνατό του. 33 Για να µην οδηγούµαστε σε τέτοιους παραλογισµούς, σε αυτές τις περιπτώσεις κάθε όρος πρέπει να κρίνεται ανεξάρτητα από τον άλλο για να προσδιορισθεί σωστά η αιτιακή του σχέση, προς το αποτέλεσµα. δεν ενδιαφέρει το τι θα µπορούσε να προκαλέσει η συµπεριφορά του άλλου (οιονεί υποθετικός αιτιώδης σύνδεσµος) αλλά το ότι η συµπεριφορά του συγκεκριµένου δράστη επέφερε το αποτέλεσµα. Έτσι αν η συµβολή καθενός ξεπερνά το όριο της θανατηφόρου δόσης και οι δύο τιµωρούνται είτε ως συναυτουργοί (αν υπάρχει συναπόφαση) είτε ως παραυτουργοί. Εάν η θανατηφόρα δόση ξεπεράσθηκε µόνο από τον έναν χωρίς να έχουν συνεννοηθεί, τότε αυτός θα τιµωρηθεί ως αυτουργός τετελεσµένου εγκλήµατος και ο άλλος για απόπειρα ενώ αν έχουν συνεννοηθεί τιµωρούνται και οι δύο για συναυτουργία τετελεσµένου εγκλήµατος. Εάν κανένας από τους δύο δεν ξεπέρασε τη θανατηφόρα δόση, ούτε το σύνολο των συµβόλων τους αρκεί, τότε τιµωρούνται για απόπειρα ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει ή όχι προσυνεννόηση. 34 β) Πολλαπλή αιτιότητα ιακοπή του αιτιώδους συνδέσµου. Πολλαπλή αιτιότητα συντρέχει σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες η συµπεριφορά ορισµένου ανθρώπου «δροµολογεί» µεν έναν όρο επέλευσης του αποτελέσµατος, αυτό όµως επέρχεται τελικά από την µεταγενέστερη συµπεριφορά κάποιου άλλου ανθρώπου. Παράδειγµα : ο Α επιστρέφοντας από το κυνήγι, αφήνει το γεµάτο όπλο του σε µια γωνία του καφενείου. Ο Β εκµεταλλευόµενος την ευκαιρία αρπάζει το όπλο και φονεύει τον Γ. Ευθύνεται ο Α για το θάνατο του Γ ; Στην περίπτωση αυτή µεταξύ του αιτιώδους συνδέσµου που έθεσε σε κίνηση ο πρώτος δράστης και του αποτελέσµατος παρεµβάλλεται ένας νέος αιτιώδης σύνδεσµος που έθεσε σε κίνηση ο δεύτερος. Το ζήτηµα που θέτει η πολλαπλή αιτιότητα συνίσταται στο ερώτηµα, εάν διακόπτει ή όχι ο µεταγενέστερος όρος την αιτιώδη συνάφεια, που δροµολόγησε ο πρώτος. 35 Σύµφωνα µε παλαιότερη ευρύτατα διαδεδοµένη θεωρία, σε αυτές τις περιπτώσεις έχουµε µια απαγόρευση αναδροµής : ο δεύτερος αιτιώδης σύνδεσµος 33 Αλέξανδρου Π. Κωσταρά, «Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ικαίου», σελ. 347. 34 Αριστοτέλη Ι. Χαραλαµπάκη, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου Γενικό µέρος», σελ. 144, 145. 35 Αλέξανδρου Π. Κωσταρά, «Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ικαίου», σελ. 348 16

διακόπτει τον πρώτο. Η θεωρία αυτή συνεπώς απέκλειε την τιµώρηση εκείνου ο οποίος συµβάλλει µε την αµελή του συµπεριφορά στην πρόκληση του αποτελέσµατος. 36 Η άποψη αυτή εφαρµόζεται συχνά και από τη νοµολογία και παρατίθενται ενδεικτικά οι ακόλουθες αποφάσεις : 37 ΑΠ 1487/1991 : Αιτιολογηµένη απαλλαγή για ανθρωποκτονία από αµέλεια, δεδοµένου ότι ο θάνατος του παθόντος οφειλόταν σε αποκλειστική δική του υπαιτιότητα, αφού χωρίς να έχει ειδικές ηλεκτρολογικές γνώσεις επιχείρησε να αποσυνδέσει αγωγό από κολώνα της ΕΗ χωρίς για την επέλευση του αποτελέσµατος να ευθύνονται οι κατηγορούµενοι υπάλληλοι της ΕΗ, αφού η αποκλειστική αµέλεια του παθόντος αποκόπτει τον αιτιώδη σύνδεσµο µεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης των κατηγορουµένων και του θανάτου. ΑΠ 740/1995 : Ορθή η αθώωση κατηγορουµένου για ανθρωποκτονία από αµέλεια, ο οποίος άφησε τα κλειδιά στον γεωργικό ελκυστήρα που οδηγούσε, µε αποτέλεσµα να τον θέσει σε λειτουργία συγκατηγορούµενος του, άπειρος περί την οδήγηση αυτού και να τραυµατίσει θανάσιµα παρευρισκόµενο πρόσωπο. Πάντως η νοµολογία έχει προ πολλού διευκρινίσει ότι ο αιτιώδης σύνδεσµος διακόπτεται «µόνο όταν η παρεµβαλλόµενη συµπεριφορά του τρίτου εξουδετερώνει και καθιστά ανενεργή την αρχική συµπεριφορά». Σύµφωνα µε σύγχρονη άποψη και οι δύο δράστες θεωρούνται αιτιώδεις, αλλά γίνεται διαφορετική εκτίµηση ανάλογα µε το βαθµό υπαιτιότητας. Όταν το αξιόποινο αποτέλεσµα επέρχεται σε στιγµή κατά την οποία η διαφύλαξη του έννοµου αγαθού έχει περιέλθει στον «τοµέα ευθύνης» του δεύτερου παρεµβαλλόµενου προσώπου, τότε ο καταλογισµός του επέρχεται µόνο στο πρόσωπο αυτού. Όταν η παρεµβολή του τρίτου δεν σηµαίνει ταυτόχρονα και ανάληψη ιδιαίτερης ευθύνης απέναντι στο έννοµο αγαθό, διατηρείται ακέραιη η ευθύνη και του αρχικού δράστη, µε συνέπεια να τιµωρηθούν και οι δύο για πρόκληση του αποτελέσµατος από αµέλεια κατά παραυτουργία. Όταν ο αρχικά δρών ενεργεί µε δόλο, ο δε παρεµβαλλόµενος από αµέλεια, ο καθένας τιµωρείται ανάλογα µε το βαθµό υπαιτιότητάς του. Αν και οι δύο ενεργούν µε δόλο (αν δεν υπάρχει συναπόφαση = συναυτουργία) ο πρώτος θα τιµωρηθεί για απόπειρα και ο δεύτερος για τετελεσµένο έγκληµα. 38 Σύµφωνα µε την άποψη του Κωστάρα 39, εφ όσον ο µεταγενέστερος όρος εξουδετερώνει τον αρχικό όρο και δηµιουργεί νέα δική του αιτιώδη διαδροµή προς το αποτέλεσµα, τότε πρέπει να γίνεται δεκτή η διακοπή της αιτιώδους συνάφειας του αρχικού όρου µε το επελθόν αποτέλεσµα. Εξουδετέρωση δε του αρχικού όρου υπάρχει όταν ο µεταγενέστερος όρος «εκτρέπει» τη «ροή» των γεγονότων από την «κοίτη», που είχε δηµιουργήσει ο αρχικός όρος σε µια νέα παράλληλη ή ανεξάρτητη δική του «κοίτη». Εφ όσον όµως ο µεταγενέστερος όρος δεν εξουδετερώνει τον αρχικό όρο, δεν δηµιουργεί δηλαδή νέα δική του «κοίτη» αλλά απλά διευκολύνει τη «ροή» των γεγονότων µέσα στην ίδια µοναδική «κοίτη», που δηµιούργησε ο αρχικός όρος, τότε πρέπει να καταφάσκεται η αιτιώδης συνάφεια µεταξύ του αρχικού όρου και του επελθόντος αποτελέσµατος. Βέβαιο είναι ότι παρά την απαγόρευση αναδροµής η συµπεριφορά του δράστη από αµέλεια δεν παύει να αποτελεί όρο του εγκληµατικού αποτελέσµατος, διότι χωρίς αυτόν δεν θα ήταν δυνατόν να επέλθει το τελευταίο (c.s.q.n.). Το ορθό σηµείο αυτής της θεωρίας συνίσταται στην αναντίρρητη ανάγκη διαφορετικής 36 Ιωάννη Α. Γεωργάκη, «Ποινικό ίκαιο ιδασκαλία», σελ. 220 37 Αριστοτέλη Ι. Χαραλαµπάκη, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου Γενικό µέρος», σελ. 139, 140. 38 Αριστοτέλη Ι. Χαραλαµπάκη, «ιάγραµµα Ποινικού ικαίου», σελ. 140, 141. 39 Αλέξανδρου Π. Κωστάρα, «Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ικαίου», σελ. 348, 349. 17

εκτιµήσεως της συµπεριφοράς αυτού που συνέβαλε στην επέλευση του αποτελέσµατος από αµέλεια µε αυτόν που το προξένησε µε δόλια πράξη. 40 Ένεκα της ευρείας ποινικής ευθύνης που είχε ως συνέπεια για τον προγενέστερο δράσαντα η ταύτιση η ταύτιση της αιτιότητας µε τον καταλογισµό του αξιόποινου αποτελέσµατος, αναπτύχθηκε µια θεωρία, η εφαρµογή της οποίας στοιχειοθετεί απαλλαγή του προγενεστέρα ενεργήσαντος για το αξιόποινο αποτέλεσµα που παρήχθη από την εγκληµατική συµπεριφορά του µεταγενέστερα πράξαντος : πρόκειται για τη θεωρία της «διακοπής του αιτιώδους συνδέσµου». Πρώτη φορά γίνεται ρητά λόγος για διακοπή του αιτιώδους συνδέσµου από την Goltdammer, ο οποίος υποστήριξε ότι «οι ελεύθερες πράξεις τρίτων προσώπων που βρίσκονται ανάµεσα στην αρχική πράξη του πρώτου δράστη και του επελθόντος αποτελέσµατος, ως συγκαθορίζοντα αίτια του τελευταίου, διακόπτουν τον αιτιώδη σύνδεσµο συνεπώς δεν µπορούν να καταλογιστούν στον πρώτο δράστη». 41 ιακοπή της αιτιώδους συνάφειας υπάρχει µόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η παρεµβαλλόµενη συµπεριφορά του τρίτου εξουδετερώνει και καθιστά ανενεργή την αρχική συµπεριφορά. Αυτό συµβαίνει π.χ. στην περίπτωση που κάποιος δίνει σε άλλον ένα δηλητήριο, αλλά πριν προφτάσει το δηλητήριο αυτό να επενεργήσει και να τον θανατώσει, ένας τρίτος τον χτυπά µε το αυτοκίνητο του και τον σκοτώνει. Στην περίπτωση αυτή έχουµε διακοπή της αιτιώδους αφού η αρχική ενέργεια δεν πρόφτασε να λειτουργήσει αιτιοκρατικά, γιατί παρεµβλήθηκε η συµπεριφορά του τρίτου που δεν προώθησε τη ροή των γεγονότων προς το αποτέλεσµα, αλλά που δηµιούργησε µια δική της ξεχωριστή εξέλιξη. 42 Η θεωρία περί «διακοπής του αιτιώδους συνδέσµου» περιπίπτει στο σφάλµα της contradictio in adjecto, στο µέτρο που δέχεται ότι µπορεί να διακοπεί ο άπαξ θεµελιωθείς αιτιώδης σύνδεσµος, κάτι τέτοιο, όµως, είναι λογικώς αδύνατο. Όταν γίνεται λόγος για αιτιώδη σύνδεσµο ανάµεσα σε δύο τουλάχιστον γεγονότα, προϋπόθεση για την κατάφαση του είναι να έχει προκληθεί το δεύτερο από το πρώτο. Εφ όσον δε το αίτιο έχει προκαλέσει το αιτιατό, τότε αυτή η περαιωµένη διαδικασία δεν µπορεί ούτε να διακοπεί ούτε να θεωρηθεί ως µη γενοµένη. Εάν όµως το αποτέλεσµα δεν έχει ακόµη προκύψει από τη συγκεκριµένη αιτία, σε αυτήν την περίπτωση δεν µπορούµε να µιλάµε για αιτιώδη σύνδεσµο, αλλά για προσδοκία καθιδρύσεώς του. Εποµένως άπαξ υφιστάµενος ο αιτιώδης σύνδεσµος, δεν µπορεί να διακοπεί. Αυτά ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι το Ποινικό ίκαιο στηρίζεται σε µια έννοια «φυσικής» αιτιότητας που είναι απαλλαγµένη από νοηµατικές και αξιολογικές κρίσεις. Σε τελική ανάλυση όµως η έννοια της αιτιότητας συνιστά µια νοµική ποινική έννοια, στο µέτρο που οτιδήποτε τίθεται ως πρόβληµα µιας νοµικής πρότασης µετατρέπεται σε νοµική έννοια. 43 Ένα ειδικότερο πρόβληµα καταγνώσεως συνδέσµου ανακύπτει στις περιπτώσεις όπου το αποτέλεσµα επέρχεται σε πολύ µεταγενέστερο χρονικό σηµείο από αυτό κατά το οποίο ενήργησε ο δράστης. Εδώ η νοµολογία δέχεται συνέχεια της ευθύνης του δράστη υπό την προϋπόθεση ότι «συνεχίζει να υφίσταται η αντικειµενική αιτιώδης σχέση, υπό το πρίσµα της θεωρίας του ισοδύναµου των όρων, κατά την οποία για την ύπαρξη αντικειµενικού αιτιώδους συνδέσµου, αρκεί η δράση 40 Ιωάννη Α. Γεωργάκη, «Ποινικό ίκαιο ιδασκαλία», σελ. 220 41 Κων/νου Ι. Βαθιώτη,«Απαγόρευση αναδροµής και αντικειµενικός καταλογισµός κατανοµή ποινικής ευθύνης επί αιτιώδους συµβολής περισσοτέρων στο εγκληµατολογικό αποτέλεσµα», σελ.49,50 42 Γ. Α. Μαγκάκη, «Ποινικό ίκαιο ιάγραµµα γενικού µέρους», σελ. 170. 43 Κων/νου Ι. Βαθιώτη, όπως παραπάνω, σελ. 49, 50 (Κριτική της θεωρίας περί «διακοπής του αιτιώδους συνδέσµου») 18