ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΟΡΡΕΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΡΛΙΟΥΡΟΣ ΗΛΙΑΣ Αναπληρωτής Καθηγητής Καθηγητής Τμήμα Γεωγραφίας Τμήμα Γεωγραφίας Πανεπιστήμιο Αιγαίου Πανεπιστήμιο Αιγαίου Λόφος Πανεπιστημίου Λόφος Πανεπιστημίου Μυτιλήνη: 81100 Μυτιλήνη: 81100 Λέσβος Λέσβος Τηλ: 697-2188897 Φάξ: 22510-36409 Τηλ: 22510-36429 Email: e.kourliouros@aegean.gr Φάξ: 22510-36409 Email: gkorres@hol.gr Email: gkorres@geo.aegean.gr Περίληψη: Ευρωπαϊκή Ένωση, κράτη, περιφέρειες και τοπικές αρχές συνεργάζονται με στόχο την προώθηση της κοινωνικής, οικονομικής και εδαφικής συνοχής, τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης των κρατών μελών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαμορφώσει πολλές βασικές πολιτικές, όπως για παράδειγμα την αγροτική, βιομηχανική, εμπορική, τεχνολογική, περιβαλλοντική, χωροταξική πολιτική κ.ά. Στις βασικές αυτές πολιτικές ιδιαίτερη σημασία κατέχει η Ευρωπαϊκή περιφερειακή, χωροταξική και η τεχνολογική πολιτική. Στην πορεία του χρόνου έχουν γίνει διάφορες μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις εν λόγω πολιτικές της Ε.Ε. με βασικούς στόχους τον εκσυγχρονισμό και τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ανταγωνιστικότητα και τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης. Το ενδιαφέρον της Ε.Ε. για την περιφερειακή πολιτική συνεχίζεται, όπως αποδεικνύεται από το τέταρτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (Κ.Π.Σ.), στο οποίο προβλέπεται ότι ένα μεγάλο τμήμα του κοινοτικού προϋπολογισμού θα δοθεί στην περιφερειακή πολιτική αλλά και στην ενίσχυση της τεχνολογικής πολιτικής στο πλαίσιο της ενίσχυσης της έρευνας και του ανταγωνισμού. Πρόσφατες εκθέσεις της Ε.Ε. δείχνουν ότι τα Κ.Π.Σ μέσα από τα διαρθρωτικά ταμεία και το ταμείο συνοχής έχουν συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι τα αποτελέσματα και η επιτυχία τόσο ης Ευρωπαϊκής περιφερειακής και χωροταξικής πολιτικής όσο και της τεχνολογικής πολιτικής εξαρτώνται και από την «κατάλληλες» αντίστοιχες εθνικές πολιτικές των κρατών-μελών, την συμμετοχή τους και την αξιοποίηση τους στο νέο «Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι» και στην προσπάθεια ενίσχυσης του ανταγωνισμού και της αναπτυξιακής διαδικασίας στην διεθνή σκηνή. Η άσκηση τόσο της περιφερειακής και χωροταξικής πολιτικής όσο και της τεχνολογικής πολιτικής κρίνεται ιδιαίτερα απαραίτητη δεδομένων των υπαρχόντων περιφερειακών και εδαφικών ανισοτήτων μεταξύ των κρατών της Ε.Ε., αλλά και εντός των ίδιων των κρατών μελών. Για παράδειγμα, υπάρχουν ευημερούσες περιφέρειες και καθυστερημένες περιφέρειες, και αν για τα άλλα κράτη η περιφερειακή και χωροταξική πολιτική είναι απαραίτητη, για την Ελλάδα είναι απολύτως αναγκαία, αφού έχει το μικρότερο κατά Κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (66% του μέσου όρου της Ε.Ε.) και αφού τα προβλήματα χωροταξικής οργάνωσης του ελληνικού χώρου είναι ιδιαίτερα οξυμένα. Το άρθρο αυτό στοχεύει να αναλύσει την Ευρωπαϊκή περιφερειακή, χωροταξική και τεχνολογική πολιτική με ιδιαίτερη έμφαση στα αποτελέσματα και στις επιπτώσεις σύγκλισης και αναπτυξιακής διαδικασίας για την Ελληνική οικονομία. Λέξεις Κλειδιά: Περιφερειακή, Τεχνολογική, Χωροταξική Πολιτική, Συνοχή, Κοινωνικό-Οικονομική Ανάπτυξη. Θεματική Ενότητα: Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Περιφερειακές Ανισότητες και Πολιτικές Συνοχής 1
(%) Κρήτη Ν. Αιγαίο Β. Αιγαίο Αττική Πελοπόννησος Στ.Ελλάδα Δ. Ελλάδα Ιόνια Νησιά Ήπειρος Θεσσαλία Δ. Μακεδονία Κεντ.Μακεδονία Αν.Μακεδονία- Θράκη 1. Η Περιφερειακή και Οικονομική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης Η Ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική είναι η «κοινή πολιτική» που βασίζεται στην χρηματοοικονομική αλληλεγγύη. Επιτρέπει τη μεταφορά ενός ποσοστού χρηματικών πόρων, το οποίο υπερβαίνει το 35% του προϋπολογισμού της Ένωσης, και τροφοδοτείται ως επί το πλείστον από τα πλουσιότερα κράτη μέλη προς όφελος των μειονεκτικών περιφερειών. Οι ενισχύσεις της Ε.Ε. κατά την περίοδο 1989-1993 (πρώτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης), ήταν πολύ σημαντικές για τις χώρες-μέλη. Σύμφωνα με προβλέψεις της Επιτροπής, η συμβολή των κοινοτικών πόρων στους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας ήταν στην περίοδο 1989-1993 0,7%, 0,3%, 0,2%, και 0,5%, αντίστοιχα. Όμως, αν ληφθούν υπόψη οι αντίστοιχοι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης που επιτεύχθηκαν (δηλαδή Πορτογαλία 3,4%, Ιρλανδία 3,7%, Ισπανία 3,2% και Ελλάδα 1,2%) ανεξαρτήτως της κοινοτικής συμβολής, τότε γίνεται φανερή η τεράστια σημασία των ενδογενών παραγόντων που καθορίζουν ουσιαστικά την αναπτυξιακή διαδικασία. Είναι κατανοητό λοιπόν ότι οποιαδήποτε αύξηση των πόρων των διαρθρωτικών Ταμείων, όπως αυτή που επιτεύχθηκε μετά τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μεν εξαιρετικά σημαντική, δεν μπορεί όμως να είναι καθοριστική για τους ρυθμούς ανάπτυξης των χωρών και των περιφερειών που βρίσκονται σε υστέρηση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2004). 6 Διάγραμμα 1: Μεταβολή Ρυθμού Ανάπτυξης ως Ποσοστό Μεταβολής στο Πραγματικό Α.Ε.Π. (Πηγή: I.M.F., 2006) 5 4 3 2 1 0 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 Ευρωπαϊκή Ένωση Κόσμος Ανεπτυγμένες οικονομίες Ζώνη του Ευρώ Διάγραμμα 2: Α.Ε.Π. κατά Κεφαλή, 2005. (Πηγή: Eurostat Database) 25000 20000 15000 10000 5000 0 Στο διάγραμμα 1 παρουσιάζονται η μεταβολή του ρυθμού ανάπτυξης ως ποσοστό της μεταβολής στο πραγματικό Α.Ε.Π για την Ε.Ε. και τις αναπτυγμένες χώρες, καθώς επίσης το κατά κεφαλή Α.Ε.Π. το 2005 για τις ελληνικές περιφέρειες, αντίστοιχα. Περαιτέρω, η συνθήκη του 2
Maasticht προσέθεσε δύο παραγράφους στο άρθρο (130 Β) που αναφέρονται στην υποχρέωση της Επιτροπής να υποβάλλει ανά τριετία έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί για την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Στο ίδιο άρθρο ορίζεται το ενδεχόμενο ειδικών δράσεων πέρα από το πλαίσιο των διαρθρωτικών Ταμείων. Στις 20 Ιουλίου 1993 το Συμβούλιο Υπουργών ενέκρινε τον Κανονισμό 2081/1993 με τον οποίο η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών που μπορούν να υπαχθούν στις Κοινοτικές συνδρομές στα πλαίσια των Διαρθρωτικών Κοινοτικών Ταμείων. (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1999) Η περιφερειακή πολιτική για να μπορέσει να γίνει πιο αποτελεσματική προσπάθησε να συγκεντρώσει τη δράση της σε έναν περιορισμένο αριθμό γεωγραφικών ενοτήτων, έστω αρκετά εκτεταμένων. Στη μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών ταμείων, η διαρθρωτική πολιτική της Ε.Ε. επικεντρωνόταν σε πέντε κατά προτεραιότητα στόχους ως ακολούθως, (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2004): (1). Προώθηση των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιφερειών (με κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κατώτερο του 70 % περίπου του κοινοτικού μέσου όρου). (2). Ανασυγκρότηση των περιφερειών, παραμεθόριων περιοχών ή τμημάτων περιοχών που πλήττονται σοβαρά από τη βιομηχανική παρακμή. (3). Καταπολέμηση της μακροχρόνιας ανεργίας, διευκόλυνση της επαγγελματικής αποκατάστασης των νέων και εκείνων που απειλούνται με αποκλεισμό από την αγορά εργασίας. (4). Διευκόλυνση της προσαρμογής των εργαζομένων στις μεταβολές της βιομηχανίας και στην εξέλιξη των συστημάτων παραγωγής. (5). Προώθηση της αγροτικής ανάπτυξης μέσω της επιταχυνόμενης προσαρμογής των γεωργικών διαρθρώσεων και της διευκόλυνσης της ανάπτυξης και της διαρθρωτικής προσαρμογής των αγροτικών περιοχών, συμπεριλαμβανομένης της προσαρμογής των διαρθρώσεων αλιείας. Προϋπόθεση για το σκοπό αυτό είναι η μικρή πυκνότητα πληθυσμού των περιφερειών, το μεγάλο ποσοστό απασχόλησης στη γεωργία σε επίπεδο περιφέρειας, το χαμηλό επίπεδο εισοδημάτων στη γεωργία και το οικονομικό επίπεδο της περιφέρειας κατώτερο του μέσου όρου της Ε.Ε. 2. Ευρωπαϊκή Χωροταξική Πολιτική 1 Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της γεωγραφικής φυσιογνωμίας της ΕΕ είναι η ύπαρξη και αναπαραγωγή πολλαπλών οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και διαιρέσεων ανάμεσα στις επιμέρους περιφέρειες των χωρών-μελών της (Hudson 1999, Perrons 1999). H εμμονή των περιφερειακών ανισοτήτων, παρά τις πολιτικές σύγκλισης (περιφερειακές πολιτικές) που όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα ακολουθούνται μέσω των προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεων των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής, αποδεικνύει ότι οι πολιτικές αυτές δεν αρκούν για μια ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη του εδάφους της Ε.Ε., αλλά απαιτείται και μια συντονισμένη χωροταξική προσέγγιση που να λειτουργεί συμπληρωματικά με τις πολιτικές αυτές. Δηλαδή ένα πλαίσιο στρατηγικών κατευθύνσεων χωροταξικής πολιτικής που χωρίς να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για τα κράτη-μέλη, να είναι σε θέση να συντονίζει και ολοκληρώνει τις επιμέρους τομεακές αλλά και εθνικές χωροταξικές πολιτικές. Τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. διαθέτουν τα δικά τους εθνικά συστήματα χωροταξικού σχεδιασμού, τα οποία και αναπροσαρμόζουν προκειμένου αυτά να ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά στις κοινές χωροταξικές προκλήσεις της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα συστήματα αυτά χαρακτηρίζονται από μεγάλο βαθμό ποικιλομορφίας και ανομοιογένειας λόγω της διαφορετικής ιστορικής πορείας κάθε χώρας, των διαφορετικών εμπειριών οικονομικής, κοινωνικής και χωρικής ανάπτυξης, των διαφορετικών πολιτικών και πολιτιστικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν καθεμία από αυτές, του διαφορετικού νομικού πολιτισμού καθεμίας από αυτές. Οι διαφοροποιήσεις των εθνικών συστημάτων χωροταξικού σχεδιασμού αφορούν τόσο τα είδη και τα επίπεδα σχεδιασμού όσο και τις σχέσεις των διαφόρων φορέων σχεδιασμού με την κεντρική διοίκηση και τα αντίστοιχα θεσμικά πλαίσια που ρυθμίζουν τις σχέσεις αυτές, τα εργαλεία και τα μέσα άσκησης χωροταξικής πολιτικής σε κάθε χώρα (CEC 1997). Ωστόσο, αν προσπαθήσουμε 1 Η ενότητα αυτή αντλεί ελεύθερα από προηγούμενη εργασία μας (Κουρλιούρος 2007) 3
να ομαδοποιήσουμε τα διαφορετικά αυτά συστήματα με βάση κάποια κοινά χαρακτηριστικά, παρατηρούμε ότι στον Ευρωπαϊκό χώρο έχουν διαμορφωθεί τέσσερα βασικά «μοντέλα» άσκησης χωροταξικής πολιτικής (Γετίμης 2007): Ένα πρώτο μοντέλο έχει αναπτυχθεί σε κεντροευρωπαϊκές χώρες (π.χ., Γερμανία, Αυστρία) και στηρίζεται σε αποκεντρωμένες διαδικασίες θεσμικής διαπραγμάτευσης και λήψης αποφάσεων στην άσκηση της χωροταξικής πολιτικής. Ένα δεύτερο μοντέλο στηρίζεται σε συγκεντρωτικές-ιεραρχικές δομές λήψης αποφάσεων (π.χ., Γαλλία). Ένα τρίτο μοντέλο (π.χ., Βρετανία) στηρίζεται σε άτυπες διαδικασίες διαπραγμάτευσης και διαλόγου που είναι εξίσου σημαντικές (από άποψης ουσίας) με τους θεσμοθετημένους μηχανισμούς διαπραγμάτευσης του κεντροευρωπαϊκού μοντέλου. Τέλος, στην περίπτωση της χώρας μας, το μοντέλο που κυριαρχεί είναι αντιφατικό: από τη μία πλευρά, παρατηρούνται ορισμένες σημαντικές βελτιώσεις κατά την τελευταία δεκαετία, όπως, π.χ., η θεσμοθέτηση του νέου Νόμου για το χωροταξικό σχεδιασμό και την αειφόρο ανάπτυξη (Ν. 2742/99), η προετοιμασία εθνικού και ειδικών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού κ.ά. - από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το σύστημα χωροταξικού σχεδιασμού δεν έχει ακόμα απαλλαγεί πλήρως από προβλήματα και δυσλειτουργίες του παρελθόντος, όπως είναι οι συγκεντρωτικές κρατικές δομές, η αδυναμία συντονισμού μεταξύ των επιτελικών οργάνων, η ανίσχυρη κοινωνία των πολιτών, η αδυναμία λειτουργίας των θεσμών διαπραγμάτευσης και συναίνεσης, η κυριαρχία των στενών οικονομικών σκοπιμοτήτων καθώς και η «υπόγεια δράση» πελατειακών κυκλωμάτων στην άσκηση της χωροταξικής πολιτικής (Βασενχόβεν 1993). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός σε όλες τις γεωγραφικές κλίμακες, από την κλίμακα της εθνικής επικράτειας μέχρι την περιφερειακή και τοπική κλίμακα, ασκείται κεντρικά από το αρμόδιο Υπουργείο (ΥΠΕΧΩΔΕ) χωρίς ουσιαστικές συμμετοχικές διαδικασίες. Ενδεικτική της έλλειψης ουσιαστικού συντονισμού, διαλόγου και διαβούλευσης μεταξύ των φορέων κατά την κατάρτιση χωροταξικών προγραμμάτων και σχεδίων, είναι η πρόσφατη απόρριψη του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τον τουρισμό από το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας (Φεβρουάριος 2009). Η διαδικασία Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι γεωγραφικά άνιση. Η Ευρωπαϊκή γεωγραφία είναι ένα «παζλ» άνισης ανάπτυξης, ένα «καλειδοσκόπιο» κερδισμένων και χαμένων στο σκληρό παιχνίδι της ανταγωνιστικότητας, των νέων τεχνολογιών και των επενδυτικών ευκαιριών στη «σκακιέρα» της οικονομικής παγκοσμιοποίησης (Hudson & Williams, eds. 1999). Στο πλαίσιο αυτό, η χωροταξική προσέγγιση κρίνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια περισσότερο αρμονική ανάπτυξη του κοινοτικού χώρου και για την επίτευξη της λεγόμενης «εδαφικής ή χωρικής συνοχής» (territorial cohesion), ενός όρου που συναντάται πλέον πολύ συχνά στα επίσημα κοινοτικά έγγραφα. Η έννοια της εδαφικής συνοχής εισήχθη για πρώτη φορά στο επίσημο κοινοτικό λεξιλόγιο με τη Συμφωνία του Άμστερνταμ το 1997. Το «Σχέδιο Συνθήκης για τη Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης» εισήγαγε την εδαφική συνοχή ως κοινοτικό στόχο ισότιμο με αυτούς της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής (άρθρο 3) καθώς και ως τομέα «συντρέχουσας αρμοδιότητας» μεταξύ της Ένωσης και των κρατών-μελών (άρθρο 13). Η εισαγωγή της έννοιας της εδαφικής συνοχής υποδηλώνει μια έμφαση στο «Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο», ένα μοντέλο που δίνει προτεραιότητα σε κοινωνικούς και προνοιακούς στόχους στη χάραξη των πολιτικών (Faludi 2007). Ορισμένοι αναλυτές εύλογα θεωρούν ότι η εισαγωγή της έννοιας της εδαφικής συνοχής αποτελεί μια προσπάθεια «χωρικοποίησης» (spatialization) του Ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου (Davoudi 2005). H δεύτερη έκθεση για την οικονομική και κοινωνική συνοχή (CEC 2001) χρησιμοποιεί την έννοια της εδαφικής συνοχής για να την αντιπαραθέσει στην άνιση ανάπτυξη του ευρωπαϊκού χώρου και ιδιαίτερα στην υπερσυγκέντρωση πληθυσμών και δραστηριοτήτων στην κεντρική περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία περικλείεται σε ένα νοητό πεντάγωνο με κορυφές το Λονδίνο, το Παρίσι, το Μιλάνο, το Μόναχο και το Αμβούργο (CEC 1999: 8). Η έννοια της εδαφικής συνοχής επανέρχεται και στην τρίτη έκθεση για την οικονομική και κοινωνική συνοχή το 2004 (EE 2004), όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα: «Η έννοια της εδαφικής συνοχής επεκτείνεται πέρα από αυτήν της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής τόσο με το να την εμπλουτίζει όσο και με το να την ενισχύει. Από τη σκοπιά της πολιτικής, ο στόχος είναι να διευκολυνθεί η επίτευξη μιας πιο ισόρροπης ανάπτυξης, μειώνοντας τις υφιστάμενες ανισότητες, αποτρέποντας τις εδαφικές ανισορροπίες και καθιστώντας πιο συνεκτικές τόσο τις τομεακές πολιτικές που έχουν μια χωρική επίπτωση όσο και την περιφερειακή πολιτική. Το μέλημα είναι, επίσης, να βελτιωθεί η εδαφική ολοκλήρωση και να ενθαρρυνθεί η συνεργασία μεταξύ των περιφερειών.» (EE 2004: 27). 4
Οι παράγοντες διαμόρφωσης της κοινοτικής χωροταξικής προσέγγισης είναι οι ακόλουθοι (Γετίμης 2007: 155-156): (α) Η συνειδητοποίηση της αποσπασματικότητας των ασκούμενων τομεακών πολιτικών και η ανάγκη συνέργειας/ολοκλήρωσής τους υπό την «ομπρέλα» μιας κοινής χωρικής/εδαφικής διάστασης. Η διαδικασία της οικονομικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης αυξάνει τις αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα σε πόλεις και περιφέρειες της Ένωσης με τρόπο τέτοιο ώστε οι κοινοτικές και εθνικές τομεακές πολιτικές σε μια χώρα να επιφέρουν αναπόφευκτα επιπτώσεις στη χωρική δομή άλλων χωρών και περιφερειών. Η χωροταξική προσέγγιση προσφέρει μια κοινή «πλατφόρμα» άσκησης των κοινοτικών και εθνικών τομεακών πολιτικών με τρόπο τέτοιο ώστε οι πολιτικές αυτές να αλληλοσυμπληρώνονται και να κατευθύνονται προς κοινούς στόχους χωρικής οργάνωσης και αειφόρου ανάπτυξης του κοινοτικού εδάφους ως ενιαίας και αδιάσπαστης ολότητας. (β) Οι περιορισμένης αποτελεσματικότητας Ευρωπαϊκές περιφερειακές πολιτικές που ασκήθηκαν κατά τις προηγούμενες περιόδους (κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980) από το τότε νεοσύστατο Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν σε κατασπατάληση πόρων χωρίς πολλαπλασιαστικά οφέλη ανάπτυξης. (γ) Οι ανάγκες αντιμετώπισης των νέων γεωγραφικών προκλήσεων που δημιούργησε η διεύρυνση της Ένωσης προς ανατολάς και προς βορρά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (ένταξη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας αντίστοιχα). (δ) Η ανάγκη σφαιρικής αντιμετώπισης των προβλημάτων που υπερβαίνουν τα εδαφικά όρια των επιμέρους κρατών-μελών, όπως, για παράδειγμα, προβλήματα που σχετίζονται με το σχεδιασμό διευρωπαϊκών μεταφορικών και ενεργειακών δικτύων, με διασυνοριακά χωροταξικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, με νέες ανάγκες χωροθέτησης ιδιωτικών επενδύσεων κ.λπ. Τα προβλήματα αυτά υπερβαίνουν τις ρυθμιστικές δυνατότητες των επιμέρους εθνικών πολιτικών, απαιτώντας ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικών κατευθύνσεων χωροταξικής πολιτικής. Παρόλα αυτά, η χωροταξία δεν αποτελεί -τουλάχιστο μέχρι σήμερα- επίσημη κοινοτική πολιτική (όπως π.χ. η περιφερειακή πολιτική) καθόσον δεν περιλαμβάνεται στις σχετικές Συνθήκες. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά, ασκείται μια άτυπη κοινοτική χωροταξική πολιτική μέσω διάφορων πιλοτικών ενεργειών, προγραμμάτων και δράσεων διασυνοριακής και διαπεριφερειακής συνεργασίας με άμεσες επιπτώσεις στην διαδικασία ενοποίησης του Ευρωπαϊκού γεωγραφικού χώρου (Καμχής 2007: κεφ. 5). Τέτοιου είδους δράσεις στον τομέα της διασυνοριακής συνεργασίας υλοποιήθηκαν κύρια μέσω του προγράμματος Interreg I (1990-1993), Interreg IIA (1994-1999) και Interreg ΙΙΙΑ (2000-2006). Ανάλογες δράσεις αναλήφθηκαν στον τομέα της διαπεριφερειακής συνεργασίας μέσω προγραμμάτων όπως Pacte, Recite (1989-1993), Pacte, Recite, Ouverture (1994-1999) και Interreg IIIC (2000-2006) καθώς και της χωροταξίας μέσω προγραμμάτων όπως Terra (1994-1999), Interreg IIC (1997-1999) και Interreg IIIB (2000-2006). Όλα τα παραπάνω είχαν σαν στρατηγικό στόχο την εξάλειψη των εμποδίων διασυνοριακής συνεργασίας (στα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα της ΕΕ), την ολοκληρωμένη χωρική ανάπτυξη και διαχείριση των δραστηριοτήτων και την ανάπτυξη/ενίσχυση των δικτύων συνεργασίας μεταξύ περιφερειακών και τοπικών αρχών των κρατών-μελών της Ένωσης. Στις Ιδρυτικές Συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν υπήρχαν ειδικές διατάξεις για μια κοινοτική χωροταξική πολιτική, γεγονός που εξηγείται από την επικυριαρχία μιας φιλελεύθερης αντίληψης, κατά την οποία οι αυτοματισμοί της ελεύθερης αγοράς θα εξασφάλιζαν υποτίθεται την επίτευξη ισορροπίας στη χωρική κατανομή της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Η πραγματικότητα, ωστόσο, με τις μεγάλες εδαφικές ανισότητες και διαιρέσεις που συνδέθηκαν με την παράλληλη διεύρυνση και εμβάθυνση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διέψευσε την αντίληψη αυτή. Έτσι, το 1988, στον Κανονισμό 4454 για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), περιλήφθηκε το άρθρο 10, με βάση το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποκτούσε θεσμικές αρμοδιότητες σε δύο τομείς δραστηριοτήτων: Πρώτο στη χρηματοδότηση δράσεων χωροταξικής πολιτικής για την ενίσχυση των διασυνοριακών ζωνών, την ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας μεταξύ των πόλεων και των περιφερειών, την ανταλλαγή των καλύτερων πρακτικών (best practices) καθώς και την ανάληψη πιλοτικών δράσεων χωροταξικής πολιτικής, και δεύτερο στην προετοιμασία ενός σχεδίου οργάνωσης του κοινοτικού εδάφους. Στο πλαίσιο άσκησης της αρμοδιότητας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε το 1992 ένα στρατηγικό χωροταξικό κείμενο-έκθεση με τίτλο Ευρώπη 2000: Προοπτικές ανάπτυξης του κοινοτικού εδάφους (ΕΕ 5
1992). Στην έκθεση αυτή, εξετάζονται βασικά θέματα χωροταξικού ενδιαφέροντος που σχετίζονται με τις νέες τάσεις στην οικονομική γεωγραφία της Ευρώπης, με τη δημογραφική κατάσταση, με τις υποδομές και τη συνοχή του χώρου, με το μέλλον των ειδικών περιοχών, καθώς και με τη συνεργασία μεταξύ των πόλεων και των περιφερειών. Στην επόμενη, χρονικά, έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο Ευρώπη 2000+ (ΕΕ 1994), επισημαίνονται οι εξής κύριοι λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε να επιταχυνθεί η διαδικασία συγκρότησης μιας κοινοτικής χωροταξικής προσέγγισης: (α) Η συνθήκη του Maastricht, που έθεσε στόχους προστασίας του περιβάλλοντος και δημιουργίας των διευρωπαϊκών δικτύων. (β) Η Λευκή Βίβλος για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, που σκιαγράφησε ένα πρόγραμμα δράσης επιμένοντας στην αναγκαιότητα ενίσχυσης της αλληλεγγύης μεταξύ των περιφερειών και των κοινωνικών ομάδων, με τρόπο τέτοιον ώστε να υποστηριχτούν οι πολιτικές της αειφόρου ανάπτυξης και της μείωσης της ανεργίας στην Κοινότητα. (γ) Η βούληση να μειωθούν οι περιφερειακές ανισότητες με τη διάθεση αυξημένων πόρων υπέρ των περιοχών που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους και με τη θέσπιση διαδικασιών που συνεπάγονται πιο έντονη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής, των κρατών-μελών και των περιφερειακών αρχών. (δ) Οι νέες προκλήσεις που σχετίζονται με την ενσωμάτωση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, καθώς και με τη διεύρυνση της ΕΕ με νέα μέλη (Αυστρία, Φινλανδία, Νορβηγία και Σουηδία). (ε) Η ανάγκη στενότερης συνεργασίας της ΕΕ με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και με τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που βρίσκονται σε διαδικασία μετάβασης, ειδικά σε θέματα υποδομών και περιβάλλοντος. Στην έκθεση Ευρώπη 2000+, εξετάζονται θέματα που είχαν εξεταστεί και στην προηγούμενη έκθεση, καθώς και μια σειρά νέων θεμάτων που σχετίζονται με τα διευρωπαϊκά δίκτυα, το περιβάλλον, τις σχέσεις μεταξύ πόλεων και υπαίθρου, τα συστήματα χωροταξικού σχεδιασμού στα κράτη-μέλη, καθώς και με τις διακρατικές προοπτικές ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού χώρου. Το σημαντικότερο όμως γεγονός της περιόδου είναι ότι μετά από μια σειρά άτυπων συναντήσεων οι Υπουργοί Χωροταξίας των χωρών-μελών κατέληξαν το 1999 μέσω μιας δύσκολης πορείας διαπραγματεύσεων στην έγκριση ενός ακόμα σημαντικού χωροταξικού ντοκουμέντου με τίτλο: European Spatial Development Perspective - ESDP (Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου ΣΑΚΧ CEC 1999). Η έκθεση αυτή αποτελεί από πολλές απόψεις μετεξέλιξη των προηγούμενων εκθέσεων, καθώς συμπυκνώνει τόσο τα βασικά τους σημεία όσο και τους προβληματισμούς στο εσωτερικό των κρατών μελών, την εμπειρία από τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των άτυπων συναντήσεων των Υπουργών Χωροταξίας που διήρκεσαν σχεδόν μία δεκαετία πριν από την οριστική έγκριση του τελικού κειμένου της έκθεσης στο Potsdam το 1999. Τα νέα στοιχεία της έκθεσης αυτής, σε σχέση με τις δύο προηγούμενες εκθέσεις, είναι: Πρώτο, η ιδιαίτερη έμφαση που δίδεται στο στόχο της αειφόρου ανάπτυξης ως ισοδύναμου με το στόχο της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και το στόχο της ανταγωνιστικότητας. Δεύτερο, η διατύπωση κατευθυντήριων αρχών χωροταξικής πολιτικής, οι οποίες, χωρίς να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα κράτη-μέλη, μπορούν να αποτελέσουν μια διαρκή πλατφόρμα επικοινωνίας, συντονισμού και σύγκλισης μεταξύ των επιμέρους εθνικών συστημάτων σε θέματα χωροταξίας. Οι κατευθυντήριες αυτές αρχές χωροταξικής πολιτικής αναφέρονται: (α) Στην πολυκεντρική ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού χώρου και στην εγκαθίδρυση εταιρικών σχέσεων μεταξύ των πόλεων και της υπαίθρου. (β) Στην ισότητα πρόσβασης στις υποδομές και στη γνώση. (γ) Στη συνετή διαχείριση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι στρατηγικές κατευθύνσεις της κοινοτικής χωροταξικής προσέγγισης όπως αυτές διατυπώνονται στο ΣΑΚΧ (CEC 1999: 19-35) αναπτύσσονται σε τρεις άξονες: Πρώτο, στην ανάπτυξη ενός πολυκεντρικού και ισορροπημένου αστικού συστήματος και ενδυνάμωση των σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των πόλεων και της υπαίθρου. Δεύτερο, στην προώθηση της ανάπτυξης ολοκληρωμένων συστημάτων μεταφορών και επικοινωνιών, που θα στηρίζουν την πολυκεντρική ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού εδάφους και που θα αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση ενσωμάτωσης των Ευρωπαϊκών περιφερειών και πόλεων στην ΟΝΕ. Τρίτο, στην ανάπτυξη και 6
προστασία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω μιας συνετής διαχείρισής της, γεγονός που συμβάλλει τόσο στη διατήρηση και εμβάθυνση των περιφερειακών ταυτοτήτων όσο και στη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής διαφοροποίησης και ποικιλομορφίας των περιφερειών και των πόλεων της ΕΕ στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Οι παραπάνω κατευθύνσεις και στόχοι του ΣΑΚΧ προωθούνται κυρίως μέσω του προγράμματος ESPON (European Spatial Planning Observation Network Ευρωπαϊκό Δίκτυο Παρατηρητηρίων Χωρικού Σχεδιασμού, βλ. ESPON 2003, 2005, 2006). Το πρόγραμμα αυτό σχεδιάστηκε για να λειτουργήσει ως «εργαλείο» υποστήριξης / τροφοδότησης του ΣΑΚΧ και στοχεύει στην ανάλυση των επιπτώσεων των τομεακών πολιτικών στη χωρική οργάνωση της Ένωσης και στη δημιουργία ενός συστήματος παρατήρησης χωρικών δεικτών που θα καταγράφουν και παρακολουθούν με έναν ενιαίο τρόπο τις μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στο Ευρωπαϊκό έδαφος. Κατά την προγραμματική περίοδο 2007-2013 το ESPON προσανατολίζεται στην σύνδεση της έρευνας των χωρικών διαδικασιών της ΕΕ με πρακτικές εφαρμογές και με τη διαμόρφωση συγκεκριμένων χωροταξικών πολιτικών. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι επίσημες κοινοτικές αναφορές στο ΣΑΚΧ μειώνονται με την πάροδο του χρόνου καθώς αντικαθίστανται με την έννοια της «εδαφικής συνοχής» που είδαμε στα προηγούμενα. Οι προβληματισμοί ωστόσο που ξεκίνησαν με το ΣΑΚΧ, ανανεώνονται και εμπλουτίζονται με νέες προσεγγίσεις. Το 2004, στο Ρότερνταμ, οι Υπουργοί Χωροταξίας συμφώνησαν στην εκπόνηση μιας έκθεσης που είχε σαν αντικείμενο την εξέταση της εδαφικής κατάστασης και των προοπτικών της ΕΕ στα πλαίσια ενίσχυσης της εδαφικής συνοχής υπό το πρίσμα των φιλοδοξιών της Λισαβώνας και του Γκέτεμποργκ (CEC 2005). Η έκθεση αυτή αποτέλεσε βάση κατάρτισης της λεγόμενης «εδαφικής ατζέντας» (territorial agenda) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CEC 2007) που συμφωνήθηκε στην άτυπη σύνοδο των Υπουργών Χωροταξίας τις 24-25 Μάιου 2007 στη Λειψία της Γερμανίας. Η εδαφική ατζέντα υιοθετεί δυο βασικές στρατηγικές στοχεύσεις: πρώτον το μελλοντικό καθήκον της ενδυνάμωσης της εδαφικής συνοχής και δεύτερον την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που σχετίζονται με την ενδυνάμωση των περιφερειακών ταυτοτήτων και την καλύτερη χρήση των εδαφικών διαφοροποιήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CEC 2007: 1-4). Αναφορικά με την πρώτη στόχευση, η εδαφική ατζέντα: (α) Αποτελεί ένα πολιτικό πλαίσιο δράσης που θα συμβάλλει στη βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση και δημιουργία θέσεων απασχόλησης, καθώς και στην κοινωνική και οικολογική ανάπτυξη όλων των περιφερειών της Ένωσης. (β) Επιδιώκει την προώθηση μιας πολυκεντρικής εδαφικής ανάπτυξης (όπως και το ΣΑΚΧ) που θα κάνει καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων σε περιφερειακό επίπεδο και θα εξασφαλίζει έτσι καλύτερη ποιότητα ζωής και ισότητα ευκαιριών. (γ) Προωθεί την εδαφική συνοχή ως μια διαδικασία πολυεπίπεδης δικτυακής συνεργασίας, αλληλεπίδρασης και διαλόγου ανάμεσα σε διάφορους φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα καθώς και των επιστημονικών κοινοτήτων. Αναφορικά με τη δεύτερη στόχευση, οι νέες προκλήσεις αφορούν: (α) Τις περιφερειακά διαφοροποιημένες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. (β) Τις αυξανόμενες τιμές της ενέργειας, την ενεργειακή αναποτελεσματικότητα και τις διαφορετικές εδαφικές ευκαιρίες παροχής νέων μορφών ενέργειας. (γ) Την επιταχυνόμενη ενσωμάτωση των περιφερειών της Ένωσης στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. (δ) Τις επιπτώσεις της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή, ειδικότερα αναφορικά με την ενσωμάτωση της ανατολικής Ευρώπης και των νέων κρατών-μελών στα δίκτυα μεταφορικής και ενεργειακής υποδομής. (ε) Την υπερεκμετάλλευση των οικολογικών και πολιτιστικών πόρων και την απώλεια της βιοποικιλότητας. (στ) Τις χωρικές συνέπειες των δημογραφικών αλλαγών (γήρανση) και των μεταναστευτικών κινήσεων στις αγορές εργασίας, στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος, στην αγορά κατοικίας και στη γενικότερη οικιστική ανάπτυξη. Η εδαφική συνοχή αποτελεί προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων και την επίτευξη βιώσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και ταυτόχρονα οικονομικής και κοινωνικής συνοχής που είναι η βάση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Η εδαφική ατζέντα επιδιώκει ακόμα να υπογραμμίσει τις αυξανόμενες χωρικές επιπτώσεις των κοινοτικών πολιτικών και να τονίσει την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι σχέσεις και διασυνδέσεις ανάμεσα στο εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο από τη μια, και στο κοινοτικό επίπεδο από την άλλη στη χάραξη και εφαρμογή των πολιτικών αυτών. 7
Η εδαφική ατζέντα υιοθετεί τους τρεις κύριους χωροταξικούς στόχους του ΣΑΚΧ (δηλ. την ανάπτυξη ισόρροπου και πολυκεντρικού αστικού συστήματος και μια νέα εταιρική σχέση πόληςυπαίθρου, την ισότητα πρόσβασης στις υποδομές και στη γνώση και στην αειφόρο ανάπτυξη, συνετή διαχείριση και προστασία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς) και τους αναδιατυπώνει-εμπλουτίζει σε έξι βασικές εδαφικές προτεραιότητες (CEC 2007: 4-8): 1. Την ενδυνάμωση της πολυκεντρικής ανάπτυξης και της καινοτομίας μέσω της δικτύωσης αστικών περιφερειών και πόλεων 2. Την ανάπτυξη νέων μορφών εταιρικής συνεργασίας και χωρικής διακυβέρνησης ανάμεσα σε αγροτικές και αστικές περιοχές 3. Την προώθηση περιφερειακών «συστάδων» (clusters) ανταγωνιστικών και καινοτομικών δραστηριοτήτων μέσω της ανάληψης πρωτοβουλιών συνεργασίας και δικτύωσης 4. Την ενδυνάμωση και γεωγραφική επέκταση των διευρωπαϊκών δικτύων (μεταφορών, ενέργειας, επικοινωνιών και πληροφορικής) 5. Την προώθηση σε διευρωπαϊκό επίπεδο μεθόδων διαχείρισης και αντιμετώπισης φυσικών και τεχνολογικών κινδύνων ή καταστροφών 6. Την ενδυνάμωση των οικολογικών δομών και της πολιτιστικής κληρονομιάς των διάφορων περιοχών ως προστιθέμενης αξίας στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η εδαφική ατζέντα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση του ενδογενούς δυναμισμού και της διαφορετικότητας των Ευρωπαϊκών περιφερειών και στις διαδικασίες συνεργασίας και δικτύωσης μεταξύ τους (Καμχής 2007: 128). Το σημαντικό αυτό ντοκουμέντο επιδιώκει την ενεργό στήριξη, με διάφορους τρόπους, των κοινοτικών θεσμών για την αποτελεσματική εφαρμογή των εδαφικών προτεραιοτήτων της ατζέντας καθώς και την ανάπτυξη στενής συνεργασίας και διαλόγου ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτημέλη σε θέματα στρατηγικής χωρικής ανάπτυξης (CEC 2007: 8-9). 3. Ευρωπαϊκή Τεχνολογική Πολιτική Η ιδρυτική Συνθήκη της Ρώμης δεν είχε δώσει αρκετές δικαιοδοσίες στην Κοινότητα για την άσκηση μιας αποτελεσματικής και δυναμικής τεχνολογικής και ερευνητικής πολιτικής. Η τεχνολογική και ερευνητική πολιτική βασιζόταν μόνο σε διάφορες αποφάσεις του Συμβουλίου Υπουργών. Στην Συνθήκη της Ατομικής Ενέργειας (Euratom) υπήρχαν μονάχα οκτώ άρθρα για την άσκηση του πλαισίου της τεχνολογικής και ερευνητικής πολιτικής. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960 έγιναν ορισμένες προσπάθειες για την ανάπτυξη των διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων. Ο πιο αναπτυσσόμενος ερευνητικός και τεχνολογικός τομέας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 ήταν ο τομέας της αεροδιαστημικής. Κατά την χρονική περίοδο 1974-1982 υπήρξε μια τάση για αύξηση των δαπανών σε έρευνα και τεχνολογία και την υιοθέτηση νέων Κοινοτικών προγραμμάτων όπως το FAST και το EUREKA. Στους πίνακες 1 και 2 παρουσιάζονται το προσωπικό Ε&ΤΑ σε ισοδύναμα πλήρους εργασίας ανά χώρα για το 2004 και η ένταση Ε&ΤΑ, δηλαδή οι δαπάνες Ε&ΤΑ ως ποσοστό Α.Ε.Π για Ε.Ε.-25, αντίστοιχα. Η Κοινοτική πολιτική στον τομέα της έρευνας σχεδιάσθηκε και αναπτύχθηκε μέσω των τεχνολογικών και ερευνητικών προγραμμάτων Πλαισίων (Technological Framework Programmes). Οι τεχνολογικές διαφορές μεταξύ των περιοχών της Κοινότητας είναι πολύ μεγαλύτερες από τις οικονομικές τους διαφορές. Για παράδειγμα, παρά των διπλασιασμό των συνολικών δαπανών τους στον τομέα της έρευνας και τεχνολογίας σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν κατά τα τελευταία έτη, η Ελλάδα και η Πορτογαλία δεν φθάνουν το 1/3 του μέσου όρου των δώδεκα κρατών μελών. Η ακαθάριστη δαπάνη για έρευνα και τεχνολογία στην Ελλάδα περιορίζεται μόλις στο 0,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ενώ οι αντίστοιχοι δείκτες για την Γερμανία, την Γαλλία και την Βρετανία είναι 2,8%, 2,3% και 2%. Ιδιαίτερα η δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας και τεχνολογίας σε σχέση με τον κρατικό προϋπολογισμό αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1% στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, ενώ ο κοινοτικός μέσος όρος ανέρχεται στο 3,4% περίπου. Στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία πάνω από τα 2/3 των ακαθαρίστων δαπανών σον τομέα της έρευνας και τεχνολογίας προέρχονται από τον δημόσιο τομέα, δηλαδή η αντίστροφη αναλογία που ισχύει για τα πιο αναπτυγμένα κράτη μέλη της Κοινότητας. Στα διαγράμματα 3, 4 και 5 παρουσιάζονται το προσωπικό Ε&ΤΑ ως 8
ποσοστό των απασχολουμένων στην Ε.Ε. καθώς επίσης τον ετήσιος μέσος όρο της μεταβολής για δαπάνες Ε&ΤΑ στην Ε.Ε. και τέλος οι κρατικές δαπάνες για Ε&ΤΑ ως ποσοστό του Α.Ε.Π. για την Ε.Ε., αντίστοιχα. Πίνακας 1: Προσωπικό Ε&ΤΑ σε ισοδύναμα πλήρους εργασίας, ανά χώρα, 2004 Σύνολο, σε ΙΠΕ Εκ των οποίων, στον τομέα των ιδιωτικών επιχειρήσεων Ισοδύναμα Πλήρους Εργασίας Εκ των οποίων, στον τομέα του κράτους Εκ των οποίων, στον τομέα της ανώτερης εκπαίδευσης Ε.Ε. 25 2040667 1095490 292185 632313 Ε.Ε. 15 1867505 1050147 247008 550269 Βέλγιο 53938 32004 4039 17302 Δανία 42687 28040 3250 11139 Γερμανία 469100 298100 72000 99000 Εσθονία 4735 1083 810 2752 Ελλάδα 31843 10985 5137 15519 Ισπανία 161933 71123 27166 63331 Γαλλία 346078 193256 51372 95234 Ιρλανδία 15713 9650 1222 4841 Ιταλία 161828 67958 31463 59406 Κύπρος 940 230 350 295 Λάτβια 5103 881 1013 3208 Λιθουανία 10557 981 3041 6535 Λουξεμβούργο 4318 3655 512 151 Ουγγαρία 22826 6704 7595 8527 Μάλτα 717 383 45 288 Ολλανδία 91594 49915 13579 28100 Αυστρία 38893 26728 2060 9879 Πολωνία 78362 12978 19685 45572 Πορτογαλία 27385 7698 4462 11668 Σλοβενία 7132 3855 1750 1482 Σλοβακία 14329 3473 3493 7285 Φιλανδία 58281 32612 7337 17822 Σουηδία 72459 47123 3056 21910 Μεγ. Βρετανία 162899 20763 Ισλανδία 3050 1422 794 746 Νορβηγία 29635 16150 4985 8500 Τσεχία 52250 33085 810 18355 Βουλγαρία 15647 58 10384 3036 Ρουμανία 33361 16368 9853 6917 Πηγή: Ευρωπαϊκή Ένωση 9
Πίνακας 2: Ένταση Ε&ΤΑ: Δαπάνες Ε&ΤΑ ως ποσοστό Α.Ε.Π για Ε.Ε.-25 Σουηδία 3,7 Φιλανδία 3,51 Ιαπωνία 3,2 Ελβετία 2,94 Ισλανδία 2,92 Η.Π.Α. 2,66 Γερμανία 2,49 Δανία 2,48 Αυστρία 2,24 Γαλλία 2,16 Ε.Ε. 15 1,92 Βέλγιο 1,9 Ε.Ε. 25 1,86 Μεγ. Βρετανία 1,79 Ολλανδία 1,78 Λουξεμβούργο 1,65 Νορβηγία 1,61 Σλοβενία 1,45 Τσεχία 1,27 Ιρλανδία 1,2 Ρωσία 1,15 Ιταλία 1,11 Ισπανία 1,07 Εσθονία 0,91 Ουγγαρία 0,89 Λιθουανία 0,78 Πορτογαλία 0,74 Μάλτα 0,64 Ελλάδα 0,57 Πολωνία 0,56 Σλοβακία 0,53 Λάτβια 0,42 Ρουμανία 0,39 Κύπρος 0,37 Πηγή: Ευρωπαϊκή Ένωση 10
Ισλανδία Η.Π.Α. Φιλανδία Γαλλία Σουηδία Ισπανία Ε.Ε. 15 Γερμανία Ελβετία Ε.Ε. 25 Πορτογαλία Βρετανία Ολλανδία Δανία Νορβηγία Ιαπωνία Ιταλία Αυστρία Ρωσία Σλοβενία Βέλγιο Τσεχία Ιρλανδία Ουγγαρία Εσθονία Λιθουανία Ελλάδα Κύπρος Λουξεμβούργο Σλοβακία Ρουμανία Λάτβια Μάλτα Πολωνία (%) 3,5 Διάγραμμα 3: Προσωπικό Ε&ΤΑ ως % των Απασχολουμένων (Πηγή: Eurostat Database) 3 1,6 1,4 1,2 0,8 0,6 0,4 0,2 2,5 2 1,5 1 0,5 1 0 0 30 25 20 15 10-5 -10 Φιλανδία Ισλανδία Σουηδία 5 0 Εσθονία Δανία Νορβηγία Λουξεμβούργο Ελβετία Γερμανία Βέλγιο Αυστρία Γαλλία Ιαπωνία Ε.Ε. 15 Ισπανία Ε.Ε. 25 Ιρλανδία Ελλάδα Ολλανδία Τσεχία Εσθονία Ουγγαρία Ρωσία Ιταλία Σλοβενία Σλοβακία Λιθουανία Πολωνία Μάλτα Πορτογαλία Λάτβια Κύπρος Ρουμανία Διάγραμμα 4: Ετήσιος Μέσος Όρος Μεταβολής για Δαπάνες Ε&ΤΑ (Πηγή: Eurostat Database) Κύπρος Λιθουανία Ρωσία Ουγγαρία Ρουμανία Ισπανία Ιρλανδία Τσεχία 1995-2000 2000-2004 Αυστρία Σλοβενία Δανία Ιταλία Λάτβια Λουξεμβούργο Σλοβακία Φιλανδία Διάγραμμα 5: Κρατικές Δαπάνες για Ε&ΤΑ ως Ποσοστό του Α.Ε.Π. (Πηγή:Eurostat Database) Ελλάδα Ισλανδία Γαλλία Ε.Ε. 15 Ε.Ε. 25 Πορτογαλία Ολλανδία Νορβηγία Βέλγιο Γερμανία Βρετανία Πολωνία Η.Π.Α. Ιαπωνία Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην ακαθάριστη δαπάνη για έρευνα και τεχνολογία υπολογίζεται στο 22%, ενώ αντίστοιχα η αντίστοιχη συμμετοχή στην Ισπανία, Ιρλανδία και Γερμανία είναι 48%, 60% και 45%. Το τεχνικό και επιστημονικό προσωπικό που απασχολείται 11
στις δραστηριότητες της έρευνας και τεχνολογίας επιβεβαιώνει επίσης την διαφορά που υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών. Για παράδειγμα η Γαλλία και η Γερμανία απασχολούν τρεις φορές περισσότερο επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό ανά χιλιάδα εργαζομένων από ότι απασχολούν η Ελλάδα, η Ισπανία και η Νότια Ιταλία, ενώ η Δανία απασχολεί συνολικά περισσότερα άτομα στις δραστηριότητες της έρευνας και τεχνολογίας από ότι η Ελλάδα και η Πορτογαλία συνολικά. 4. Συμπεράσματα, Προτάσεις, Πολιτικές Η Ευρωπαϊκή περιφερειακή, χωροταξική και τεχνολογική πολιτική στοχεύει στη μείωση των ανισοτήτων και στη σύγκλιση των περιφερειών, στη χωρική ολοκλήρωση των κοινωνικοοικονομικών τους δραστηριοτήτων καθώς επίσης και στην επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και συνοχής της Ε.Ε. Τα αποτελέσματα των παραπάνω πολιτικών δεν μπορούν να συνοψιστούν απλώς και μόνο σε στατιστικά δεδομένα. Αναφορικά με την μέχρι σήμερα εμπειρία στα κράτη μέλη της Ε.Ε., και ιδιαίτερα στις λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες που συμπεριλαμβάνουν και την Ελλάδα, στο σχεδιασμό των παραγόντων και των προοπτικών της περιφερειακής ανάπτυξης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι τρεις ειδικοί παράγοντες: Πρώτον, οι ανάγκες σε υποδομή σε ολόκληρη τη χώρα επιβάλλουν το καθορισμό ορισμένων προτεραιοτήτων και την εκπόνηση συγκεκριμένων προγραμμάτων στρατηγικής και προγραμματισμού που σχετίζονται ιδιαίτερα με την ανάπτυξη του συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας. Δεύτερον, η βελτίωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας των δραστηριοτήτων στην περιφέρεια εξαρτάται από τον εξοπλισμό της σε έργα υλικών και τεχνολογικών υποδομών, καθώς και από την ορθολογική χωροταξική κατανομή των δραστηριοτήτων, τη προστασία του περιβάλλοντος, των πολιτιστικών πόρων και την ανάπτυξη και διάχυση των νέων τεχνολογιών τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στους άλλους οργανισμούς του δημόσιου, του ιδιωτικού και του κοινωνικού τομέα. Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία, η προσδοκώμενη ανάπτυξη στις περιφέρειες μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν το εργατικό δυναμικό εκπαιδευθεί και αφομοιώσει τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και αναπτύξει τις ικανότητές του να τις εφαρμόσει. 5. Βιβλιογραφία Βασενχόβεν, Λ. (1993). Περιφερειακή και χωροταξική πολιτική: η Ευρωπαϊκή στρατηγική της Ελλάδας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου: Η Ελλάδα στην Ευρώπη: Χωροταξία και Περιφερειακή Πολιτική προς τo 2000. ΕΕ-ΥΠΕΘΟ-ΥΠΕΧΩΔΕ-ΤΕΕ, Αθήνα Biagi, Marco (2000) «The Impact of European Employment Strategy on the Role of Labour Law and Industrial Relations», The International Journal of Comparative Labour Law and Industrial Relations, 16 (2). Blair T. & Schröder G. (1999) Europe The Third Way. Die Neue Mitte, London. Γετίμης, Π. (2007). Ευρωπαϊκές διαστάσεις της χωροταξίας: Χωρική συνοχή και στρατηγικός σχεδιασμός, Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, (4): 154-165 Ευρωπαϊκή Ένωση (2001) Στην Υπηρεσία των Περιφερειών. Ευρωπαϊκές Κοινότητες CEC (1993a) Growth, Competitiveness, Employment, the Challenges and Ways Forward into the 21st Century. European Commission, Luxembourg. CEC (1994) European Social Policy. A Way Forward for the Union, COM(94)333. CEC (1997) The EU Compendium of Spatial Planning Systems and Policies. European Commission, Luxembourg CEC (1999) ESDP: European Spatial Development Perspective: Towards Balanced and Sustainable Development of the Territory of the European Union. European Commission, Luxembourg CEC (1999a) Community Policies in Support of Employment, COM(99)127. CEC (1999b) A Concerted Strategy for Modernising Social Protection, COM(99)347. CEC (1999c) Proposal for Guidelines for Member States Employment Policies 2000. European Commission, Luxembourg 12
CEC (1999d) Commission Recommendations for Council Recommendations on the Implementation of Member States Employment Policies. European Commission, Luxembourg CEC (1999e) Joint Employment Report 1999. European Commission, Luxembourg CEC (2000) Structural Indicators, COM(2000)594. CEC (2001) Unity, Solidarity, Diversity for Europe, its People and its Territory: Second Report on Economic and Social Cohesion. European Commission, Luxembourg CEC (2005) Territorial state and perspectives of the European Union. Towards a stronger European territorial cohesion in the light of the Lisbon and Gothenburg ambitions. European Commission, Luxembourg CEC (2007) Territorial agenda of the Euopean Union. Towards a more competitive and sustainable Europe of diverse regions. Agreed on the occasion of the Informal Ministerial Meeting on Urban Development and Territorial Cohesion in Leipzig on 24/25 May 2007. Cram, L. (1997) Policy-making in the EU, London: Routledge. Davoudi, S. (2005). Understanding territorial cohesion, Planning, Practice and Research, 20, 4: 433-441 ESPON. (2003). ESPON in progress: Preliminary Results by Autumn 2003. Διαθέσιμο από το δικτυακό τόπο: www.espon.eu ESPON. (2005). In Search of Territorial Potentials. Διαθέσιμο από το δικτυακό τόπο: www.espon.eu ESPON. (2006). ESPON Atlas: Mapping the Structure of the European Territory. Διαθέσιμο από το δικτυακό τόπο: www.espon.eu Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1992) Ευρώπη 2000. Προοπτικές Ανάπτυξης του Κοινοτικού Εδάφους. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Λουξεμβούργο Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1994) Ευρώπη 2000+: Συνεργασία για τη Χωροταξία στην Ευρώπη. Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Λουξεμβούργο Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1999) Συνθήκη του Άμστερνταμ:Τι άλλαξε στην Ευρώπη, εκδόσεις Ευρωπαϊκή Ένωση, Λουξεμβούργο Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2004) Νέα Εταιρική Σχέση για τη Συνοχή: Σύγκλιση, Ανταγωνιστικότητα και Συνεργασία, τρίτη έκθεση για την οικονομική και κοινωνική συνοχή, εκδόσεις Ευρωπαϊκή Ένωση, Λουξεμβούργο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο / Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1998), Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδόσεις Ευρωπαϊκή Ένωση, Λουξεμβούργο Faludi, A. (2007). Territorial cohesion policy and the European model of society, European Planning Studies, 15, 4: 567-583 Goetschy, J. (1999) The European Employment strategy. Genesis and Development». European Journal of Industrial Relations. Goetschy, J. (2000) The European Employment Strategy. European Community Studies Association Review. 13 (3). Hudson, R. (1999). The new economy of the new Europe: eradicating divisions or creating new forms of uneven development? Στο Hudson, R., Williams, A. M. (επιμ.) Divided Europe: Society and Territory. Sage, London: 29-62. Καμχής, Μ. (2007) Η Ενοποίηση του Ευρωπαϊκού Χώρου 1986-2006: Ένα σχεδιαστικό εγχείρημα μεγάλης κλίμακας. Κριτική, Αθήνα ΚΕΠΕ (1991). Περιφερειακή Πολιτική, Εκθέσεις για το Πρόγραμμα 1988-1992, Αθήνα. Κόνσολας Νικ (1995) Περιφερειακή Οικονομική Πολιτική» Ι Γενική θεώρηση, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα Κουρλιούρος Η. (2007). Χωροταξική πολιτική και σχέδιο ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού χώρου. Στον συλλογικό τόμο Η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Αυγή της Τρίτης Χιλιετίας: Θεσμοί, Οργάνωση και Πολιτικές. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (υπό έκδοση). Κυλπάση Ντ. - Μ.Νικηταρίδης (Επιμ.) 1996. Τεχνοπόλεις, Νέο Μέσο της Περιφερειακής Πολιτικής, Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτύξης, Αθήνα. Μαραβέγιας Ν., Τσινισιζέλης, M. Η ολοκλήρωση της Ε.Ε., Εκδόσεις Θεμέλιο, Βιβλιοθήκη Ευρωπαϊκών Θεμάτων, Παπαδάκη-Γιώτη (1989) Η επίδραση της Περιφερειακής Πολιτικής σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο στην διαρθρωτική μεταβολή της οικονομίας των Ελληνικών Περιφερειών, Αθήνα. 13
Παπαδασκαλόπουλος Αθ., (1995) Πρότυπα και Πολιτικές Περιφερειακής Ανάπτυξης, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα Perrons, D. (1999). Deconstructing the Maastricht myth? Εconomic and social cohesion in Europe: regional and gender dimensions of inequality. Στο Hudson, R., Williams, A. M. (επιμ.) Divided Europe: Society and Territory, Sage, London: 186-209. Radaelli, Claudio M. (1995) The Role of Knowledge in the Policy Process, Journal of European Public Policy, 2 (2). Σκούντζος Θ. (1989) Περιφερειακή Οικονομική Ανάλυση και Πολιτική, Εκδόσεις Σταμούλης Πειραιάς. Στεφάνου Κ. (2002) Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση Τόμος Α : Γενικά και θεσμικά χαρακτηριστικά μετά τη Νίκαια, 6 η Έκδοση. Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα. Χατζημιχάλης Κ. επιμ., (1992) Περιφερειακή Ανάπτυξη και Πολιτική, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 14