Νόησις, Ειδικό Αφιέρωμα «Συγκίνηση και Νόηση», 2006, 2, Προλεγόμενα στο Ειδικό Αφιέρωμα «Συγκίνηση και Νόηση»

Σχετικά έγγραφα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Γνωστικοί και Συναισθηματικοί Παράγοντες της Επικοινωνίας

Γνωστικοί και Συναισθηματικοί Παράγοντες της Επικοινωνίας

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 3: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: I

Η Επίδραση της Συγκίνησης ης στη Λήψη Ατομικών Αποφάσεων

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Κοινωνική Ψυχολογία. Διδάσκουσα: Δέσποινα - Δήμητρα Ρήγα. Πανεπιστημιακά Μαθήματα-Έρευνα-Ανάλυση Δεδομένων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. του αντικειμένου προσεγγίσεων...

Γνωστική Ψυχολογία: Οι ανώτερες γνωστικές διεργασίες

Ο όρος μεταγνώση χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη γνώση μας για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, θυμόμαστε, σκεφτόμαστε και ενεργούμε, με

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

Εκπαιδευτική Τεχνολογία και Θεωρίες Μάθησης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος των συγγραφέων για την ελληνική έκδοση... xxiii ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Κεφάλαιο 1. Παρουσίαση της ψυχολογίας της ανάπτυξης...

Δ19. Γνωστική Ψυχολογία- Ψυχολογία Μάθησης. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Η βασική μας εκπαίδευση στο WISC-V GR αποτελείται από 2 μέρη:

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

H μάθηση υπό το πρίσμα των σύγχρονων παιδαγωγικών αντιλήψεων

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Συγκεκριμένα, στο τέλος του μαθήματος, οι φοιτητές αναμένεται να έχουν επιτύχει τα εξής:

Πρόλογος για την ελληνική έκδοση

Γνωστική Ψυχολογία: Οι βασικές γνωστικές διεργασίες

Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας. Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού. Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας

Εφαρμοσμένη Γνωστική Ψυχολογία. Πέτρος Ρούσσος

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Η ράση των Συναισθημάτων στη Λήψη Αποφάσεων στους Οργανισμούς. Περίληψη ιατριβής

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

Η ΕΡΓΑΛΕΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ PRO SKILLS

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 9: Μέθοδοι και Δεοντολογία στην Ψυχολογία

Θεωρίες για την Ανάπτυξη

ΜΑΘΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΕΛΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Οπτική αντίληψη. Μετά?..

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Κασιμάτη Αικατερίνη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος ΑΣΠΑΙΤΕ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Αυτο-ρύθμιση και Αυτο-ρυθμιζόμενη Μάθηση κατά την πρώιμη παιδική ηλικία

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Μοντέλα Εκπαίδευσης με σκοπό τη Διδασκαλία με χρήση Ψηφιακών Τεχνολογιών

Παναής Κασσιανός, δάσκαλος Διευθυντής του 10ου Ειδικού Δ.Σ. Αθηνών (Μαρασλείου)

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θεοδωράκης, Γ., & Χασάνδρα, Μ. (2006). Θεσσαλονίκη. Εκδ. Χριστοδουλίδη

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan)

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Κατερίνα Κασιμάτη Επίκ. Καθηγήτρια, Γενικό Τμήμα Παιδαγωγικών Μαθημάτων Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.

Διδακτική Εννοιών τη Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Διαπολιτισμική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία με μετανάστες

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΑΙΘΟΥΣΑ 4. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 2 Θετικές σχέσεις: θεωρία και πράξη

Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Η αξιολόγηση των μαθητών

Κύρια σημεία. Η έννοια του μοντέλου. Έρευνα στην εφαρμοσμένη Στατιστική. ΈρευναστηΜαθηματικήΣτατιστική. Αντικείμενο της Μαθηματικής Στατιστικής

ΜΑΘΗΜΑ ΚΟΙΝΨΝΙΚΗ ΧΤΦΟΛΟΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΣΙΚΕ ΕΡΨΣΗΕΙ ΓΙΑ ΕΝΔΙΑΜΕΗ ΕΞΕΣΑΗ ΚΕΥΑΛΑΙΟ 1 ΑΝΣΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΟΙΝΨΝΙΚΗ ΧΤΦΟΛΟΓΙΑ (ΜΑΘΗΜΑ 1)

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

ΡΟΜΠΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 7 Α: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: V

Μεθοδολογία Επιστημονικής Έρευνας

Α)Η ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΡΟΦΗΣ

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

COMPETENCIES για την ΕΑΑ και ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ. Δρ. Αραβέλλα Ζαχαρίου. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Πεδουλά, 4-5 Φεβρουαρίου 2012

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

Βασικές αρχές του αντι θετικιστικού κινήματος. Τα άτομα έχουν πρόθεση και δημιουργικότητα στη δράση τους, δρουν εσκεμμένα και κατασκευάζουν νοήματα.

Περιβαλλοντικό άγχος. Ορισμοί και μοντέλα Πυκνότητα Αίσθημα συνωστισμού Θόρυβος

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46).

Γενικός προγραμματισμός στην ολομέλεια του τμήματος (διαδικασία και τρόπος αξιολόγησης μαθητών) 2 ώρες Προγραμματισμός και προετοιμασία ερευνητικής

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

«Η κανονική νοητική συνθήκη των ανθρώπων σε κατάσταση εγρήγορσης, που χαρακτηρίζεται από την εμπειρία των αντιλήψεων, σκέψεων, συναισθημάτων,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕΤΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Το μάθημα της Τεχνολογία ευκαιρία μεταγνωστικής ανάπτυξης

28/02/17. Σεμινάριο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης. Φιλοσοφία & διαδικασία της εκπαιδευτικής έρευνας & αξιολόγησης ΣΕΜ 133. Ορισμός. Ορισμός της έρευνας

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 13

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΔΙΑΦΥΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Σεμινάριο Τελειοφοίτων. 2 - Επιλογή Επεξεργασία Ερευνητικού Θέματος

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ

Μέση παιδική ηλικία Γνωστική ανάπτυξη. Ανάπτυξη του παιδιού ΙΙ Καλλιρρόη Παπαδοπούλου- Λήδα Αναγνωστάκη ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

«Μαζί για την γυναίκα» Κακοποίηση: Ισότητα και Ενεργή Κοινωνία

Μετανάστευση και ψυχική υγεία:

Η συμβολή της ανάλυσης των κοινωνικών αναπαραστάσεων στη βελτίωση των διδακτικών πρακτικών: Το παράδειγμα του ζητήματος της σχολικής μετάβασης

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Transcript:

Νόησις, Ειδικό Αφιέρωμα «Συγκίνηση και Νόηση», 2006, 2, 5-12. Προλεγόμενα στο Ειδικό Αφιέρωμα «Συγκίνηση και Νόηση» Είναι γνωστό πλέον πώς ιδιαιτέρως την τελευταία δεκαπενταετία, η επιστροφή στη μελέτη της συγκίνησης χαρακτηρίζει σχεδόν όλα τα ερευνητικά πεδία στις επιστήμες του ανθρώπου και της κοινωνίας. Στο νεότερο και διεπιστημονικότερο από αυτά, στη γνωσιακή επιστήμη, η μελέτη της συγκίνησης και των συναισθημάτων αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς από τη στιγμή που το προφανές της καθημερινής ζωής επιβεβαιώθηκε και ερευνητικά, ότι δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης σκέψης και των προϊόντων της έχει σχεδόν πάντοτε συναισθηματικές αποχρώσεις. Έτσι, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα από την μελέτη των υποτιθέμενων «αμιγών» γνωσιακών ή συγκινησιακών διεργασιών, έχουμε πλέον αποδεχθεί τη γενική θέση περί αλληλεπίδρασης της νόησης με τη συγκίνηση κι είναι πλέον η ώρα να αναζητήσουμε πιο εξειδικευμένες συνάφειες μεταξύ επιμέρους διεργασιών που ορίζονται λειτουργικά. Στο παρόν τεύχος, περιλαμβάνονται άρθρα που επικεντρώνονται στα πεδία μελέτης της νόησης και της συγκίνησης, θεωρητικού και ερευνητικού περιεχομένου, τα οποία αναδεικνύουν τη συνάφεια αυτών των δύο ανθρώπινων λειτουργιών. Να επισημάνουμε όμως εξ αρχής, ότι ενώ η συστηματική επιστημονική μελέτη της νόησης έχει ήδη κλείσει πάνω από μισό αιώνα ζωής στους κόλπους της γνωστικής ψυχολογίας και της γνωσιακής επιστήμης, η συστηματική μελέτη της συγκίνησης είναι πολύ νεότερη, ενώ ο διάλογος μεταξύ προσεγγίσεων και επιστημών σχετικά με την αλληλεπίδραση της νόησης με τη συγκίνηση έχει μόλις ξεκινήσει. Ως αποτέλεσμα, πολλά ερωτήματα παραμένουν ακόμη αναπάντητα και αρκετά ζητήματα βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση. Το κυριότερο από αυτά είναι η αποδοχή μιας κοινής επιστημονικής γλώσσας, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε λειτουργικό (και συνεπώς ερευνητικά αξιοποιήσιμο) επίπεδο. Προς το παρόν δεν υπάρχει ένας διεθνώς αποδεκτός ορισμός της έννοιας και των διακριτών εκφάνσεων και εκφράσεων της συγκίνησης (όπως είναι παραδείγματος χάριν το αίσθημα, το συναίσθημα, η διάθεση ή κάποιες ασυνείδητες εκτιμήσεις ερεθισμάτων που κινητοποιούν συγκινησιακά τον οργανισμό). Μολονότι οι έννοιες ορίζονται λειτουργικά προς ερευνητική χρήση, σε κάθε απόπειρα συγκρότησης των ερευνητικών ευρημάτων σε θεωρία ανακύπτουν αντιφάσεις και ασυμφωνίες που θέτουν ζητήματα εννοιολογικής εγκυρότητας. Σε πολλά ξενόγλωσσα επιστημονικά κείμενα η λέξη emotion, χρησιμοποιείται άλλοτε στον ενικό και άλλοτε στον πληθυντικό. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται αντιληπτή σε αναλογία με τη λέξη cognition (νόηση), δηλαδή ως μια γενική κατηγορία που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως θυμικό αλλά και ως συγκίνηση. Όταν χρησιμοποιείται στον πληθυντικό (emotions) αναφέρεται συνήθως σε συγκεκριμένα επιμέρους συναισθήματα, είτε βασικά (όπως π.χ. θυμός, χαρά, λύπη) είτε σύνθετα (όπως π.χ. ενοχή, μνησικακία, ενσυναίσθηση), που όμως είναι εύλογο ότι σε λειτουργικό ερευνητικό επίπεδο δεν μπορούν να

εξομοιωθούν. Ορισμένες φορές στην ξένη βιβλιογραφία συναντάμε τις λέξεις affect και feeling, με χρήσεις που άλλοτε είναι συνώνυμες και άλλοτε υποδηλώνουν ταξινομικές και λειτουργικές διακρίσεις. Στην ελληνική βιβλιογραφία, η λειτουργική διάκριση μεταξύ των όρων affect και emotion οδήγησε στην απόδοσή τους ως θυμικό και ως συναίσθημα, αντιστοίχως 1, ενώ άλλες διακρίσεις που βασίζονται περισσότερο στην εννοιολογική παρά στη λειτουργική διαφορά των όρων, προτείνουν την απόδοσή τους ως συναίσθημα και συγκίνηση, αντιστοίχως 2. Στο παρόν τεύχος, η Μπετίνα Ντάβου πραγματεύεται στο κείμενό της αναλυτικότερα το θέμα των εννοιολογικών και λειτουργικών ορισμών της συγκίνησης και προτείνει όρους και διακρίσεις μεταξύ εννοιών. Ωστόσο, επειδή το ζήτημα παραμένει ανοικτό, αποφύγαμε ως επιμελητές να ζητήσουμε ομοφωνία στην χρήση της ορολογίας. Κάθε συγγραφέας έχει επιλέξει τον ορισμό και την απόδοση των όρων σύμφωνα με την δική του επιστημολογική θέση, συμβάλλοντας κατ αυτόν τον τρόπο και στο γενικότερο διάλογο. Στο πρώτο, κατά σειρά παρουσίασης κείμενο, ο Στέλιος Βιρβιδάκης, από μια φιλοσοφική οπτική, τοποθετεί τα συναισθήματα ανάμεσα στην πεποίθηση και την επιθυμία, εξηγώντας έτσι και την κινητοποιό δράση και σχέση των συναισθημάτων με την πράξη και την ηθική συμπεριφορά. Στόχος του είναι να αναδείξει την αναγκαιότητα της μελέτης του ρόλου των συναισθημάτων για την καλύτερη δυνατή διασάφηση της πρακτικής ισχύος των λόγων δράσης, και ειδικότερα των ηθικών λόγων δράσης. Ως λόγους δράσης ορίζει κάθε πεποίθηση ή επιθυμία που δικαιολογεί, αλλά μπορεί να αποτελέσει και κίνητρο για τις ανθρώπινες πράξεις, και επιπλέον υπόκειται σε αντικειμενικά κριτήρια ορθότητας. Προτείνει τη μελέτη των συναισθημάτων ως ενδιάμεσων νοητικών καταστάσεων, ικανών να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ επιθυμίας και πεποίθησης, παίζοντας το ρόλο «πεποιθυμιών» που μπορούν να αντικαταστήσουν τα αυστηρά διαχωρισμένα στοιχεία των δυιστικών μοντέλών. Το επιχείρημά του συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας της κινητήριας δύναμης των συναισθημάτων. Ο Βιρβιδάκης θέτει το ζήτημα του διαχωρισμού μεταξύ «θέλω και πρέπει» (επιθυμίας και πεποίθησης) τοποθετώντας τα συναισθήματα ανάμεσα. Μια κουβέντα χρήσιμη και για τη συζήτηση της ανάπτυξης της των «δευτερογενών», κοινωνικού τύπου συναισθημάτων, όπως ο κυνισμός ή η αλληλεγγύη. Η άποψη που μάς μεταφέρει, ο Βιρβιδάκης, ότι τα συναισθήματα και οι επιθυμίες μπορούν να γίνουν αντιληπτά και ως κρίσεις με βιωματική φόρτιση, δηλαδή ως «αξιολογήσεις που αισθανόμαστε» ( felt evaluations )» συμβάλλει στο θέμα που τίθεται από την Μπετίνα Ντάβου 1 Ενδεικτικά βλ. Ευκλείδη, Α., Σαμαρά, Α., Πετροπούλου, Μ. (1996) «Η Μικρο- και Μακρο- Εξέλιξη των Μεταγνωστικών Εμπειριών: Η Επίδραση ιαφόρων Φάσεων Λύσης Προβλήματος και Ατομικών Παραγόντων», Ψυχολογία, 3(2), 1-20, καθώς επίσης και Μεταλλίδου, Π. & Ευκλείδη, Α. (1998) «Θυμικές, Γνωστικές και Μεταμνημονικές Επιδράσεις στην Εκτίμηση της Ορθότητας της Λύσης Προβλημάτων και της Ικανοποίησης από Αυτή τη Λύση», Ψυχολογία, 5(1), 53-70. 2 Βλ. Ντάβου, Μπ. (2000) Οι ιεργασίες της Σκέψης στην Εποχή της Πληροφορίας: Θέματα Γνωστικής Ψυχολογίας και Επικοινωνίας, Αθήνα, Παπαζήσης, σελ. 117-130, καθώς επίσης και Ντάβου, Μπ. (2004) «Περί Μελέτης της Συγκίνησης», Εισαγωγή στο K. Oatley & J. Jenkins, Συγκίνηση: Ερμηνείες και Κατανόηση, Αθήνα, Παπαζήσης, σελ. 41-60.

στο κείμενο που ακολουθεί. Η διάκριση των συναισθημάτων από τις αξιολογικές κρίσεις βάσει του ότι τα συναισθήματα είναι παθητικά, ενώ οι κρίσεις ενεργητικές και για αυτό υπόκεινται περισσότερο άμεσα στον ορθολογικό έλεγχό μας, είναι απολύτως συμβατή με τη λειτουργική διάκριση που αποπειράται η Ντάβου, από μια ψυχολογική οπτική. Στο κείμενό της αποσαφηνίζει τη λειτουργία της «εκτίμησης» ως παραμέτρου που εμπλέκεται στο μηχανισμό της συγκίνησης, αλλά όχι πάντοτε ως το γνωστικό της συστατικό, με στόχο να δείξει πως μολονότι οι έννοιες εκτίμηση (assessment), αξιολόγηση (evaluation), αποτίμηση (appraisal), ερμηνεία (interpretation), και κρίση (judgment), είναι εννοιολογικά συγγενείς, όταν χρησιμοποιούνται ως λειτουργικοί ορισμοί παραπέμπουν σε διαφορετικές νοητικές λειτουργίες. Η Ντάβου επισημαίνει πως υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης και ερμηνείας (δηλαδή, εκτίμησης) των ερεθισμάτων τα οποία δεν παράγουν απαραιτήτως συγκίνηση αλλά ούτε και εμπλέκουν πάντοτε γνωστικές διεργασίες, και τοποθετεί τις διάφορες ερμηνευτικές διεργασίες ανάλογα με το επίπεδο επεξεργασίας των πληροφοριών, προτείνοντας συγκεκριμένους λειτουργικούς ορισμούς. Τοποθετεί την αποτίμηση σε ένα πρωτογενές και ακατέργαστο επίπεδο και την ερμηνεία σε ένα δευτερογενές και πιο επεξεργασμένο, προτείνοντας ότι η αποτίμηση διεξάγεται σε νευρολογικό επίπεδο και δεν είναι γνωστική και ότι μόνον στη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να αναφερόμαστε σε γνωστική επεξεργασία ή στο γνωστικό συστατικό της συγκίνησης. Η θέση αυτή βοηθά στην αποσαφήνιση του γνωστικού συστατικού της συγκίνησης και προσφέρει μιαν απάντηση στο ερώτημα του αν η συγκίνηση μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημη με τη γνωστική λειτουργία. Μελετώντας προσεκτικά τα δύο άρθρα, ο αναγνώστης θα επισημάνει μεταξύ άλλων και μια συγγένεια ανάμεσα στην κατά Arnold 3 λειτουργία της αποτίμησης με τη δράση της, κατά τον Βιρβιδάκη, πεποιθυμίας. Και οι δυο αυτές διεργασίες παρακινούν την τελική δράση του υποκειμένου, άρα ίσως εδώ υπάρχει μια νέα συνάφεια που απαιτεί περαιτέρω θεωρητική και ερευνητική διερεύνηση. Τα επόμενα δύο άρθρα παρουσιάζουν πειραματικές εργασίες αναφορικά με τη συγκίνηση και συγκεκριμένες νοητικές λειτουργίες. Πέρα από τα επιμέρους ξεχωριστά αποτελέσματα της κάθε έρευνας, τα ευρήματα και των δύο εργασιών φανερώνουν και την αποτιμητική διάσταση των συναισθημάτων καθώς επίσης και την επίδραση συγκινησιακών λειτουργιών (όπως π.χ. η διάθεση που προκαλείται από ένα ευχάριστο ή ένα δυσάρεστο άρωμα) στην αποτίμηση ερεθισμάτων που ακολουθούν. Η Κωνσταντίνα Μπουγονικολού και η Στέλλα Βοσνιάδου παρουσιάζουν μια έρευνα που μελέτησε την επίδραση των οσμών στην αξιολόγηση συγκινησιακών εκφράσεων του προσώπου ως θετικών ή αρνητικών, με στόχο να αναδείξουν τη διασύνδεση αισθητηριακών (και συγκεκριμένα οσφρητικών), συγκινησιακών και γνωσιακών διεργασιών. Η έρευνα διεξάχθηκε με ογδόντα τρεις συμμετέχοντες οι οποίοι κλήθηκαν να αξιολογήσουν τις συγκινησιακές εκφράσεις προσώπου ως θετικές ή αρνητικές. Το εξωτερικό ερέθισμα-στόχος, οι συγκινησιακές εκφράσεις 3 Η θέση της Arnold παρουσιάζεται συνοπτικά στο κείμενο της Ντάβου στο παρόν τεύχος. Αναλυτικότερα βλ. Arnold, M.B. (1969) Human Emotion and Action in T. Mischel (Ed.) Human Action, London, Academic Press, καθώς επίσης και Aronld, M.B. (1970) Brain Function and Emotions: A Phenomenological Analysis in P. Black (Ed.) Physiological Correlates of Emotion, London, Academic Press.

προσώπου, ήταν καθαρές (καθαρή έκφραση της συγκίνησης) και μηκαθαρές (αμφίσημες ή ουδέτερες συγκινήσεις), δανεισμένες από το πειραματικό υλικό των Ekman and Friesen 4. Ένα ερέθισμα προετοιμασίας, μια οσμή, εκλυόταν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του ερεθίσματος-στόχου σε δύο πειραματικές συνθήκες. Στη συνθήκη της ενημερότητας οι συμμετέχοντες είτε είχαν είτε δεν είχαν επίγνωση της ύπαρξης αρωμάτων στο πείραμα, και στη συνθήκη της συνέπειας άλλαζε η σχέση ανάμεσα στο θετικό/αρνητικό σθένος του αρώματος και της συγκίνησης. Μεταξύ των κύριων αποτελεσμάτων της έρευνας ήταν ότι οι καθαρά εκφραζόμενες συγκινήσεις στο πρόσωπο αξιολογούνταν επιτυχώς ως θετικές ή αρνητικές ανεξάρτητα από το οσφρητικό πλαίσιο, καθώς επίσης και ότι οι συμμετέχοντες που δεν ήταν ενήμεροι για την ύπαρξη μεταβλητής αρώματος στο πείραμα αξιολογούσαν πιο γρήγορα τις συγκινησιακές εκφράσεις προσώπου, όταν αυτές συνοδεύονταν από άρωμα ίδιου συγκινησιακού περιεχομένου (συνεπές), παρά σε συνθήκες ασυνέπειας. Στην επόμενη εργασία η Κατερίνα Λιγκοβανλή και η Στέλλα Βοσνιάδου διερευνούν κατά πόσο οι εκφράσεις των βασικών συγκινήσεων στο πρόσωπο, τις οποίες η νευροπολιτισμική θεωρία του Ekman θεωρεί αναπόσπαστο χαρακτηριστικό των ίδιων των συγκινήσεων, εξακολουθούν να ερμηνεύονται στην καθημερινή ζωή με βάση το εξελικτικά τυποποιημένο συγκινησιακό τους νόημα ή αν αποκτούν επικοινωνιακό περιεχόμενο, η ερμηνεία του οποίου προϋποθέτει την ανίχνευση και ερμηνεία των πολιτισμικά καθορισμένων κανόνων εκδήλωσής τους. Τα αποτελέσματά τους παρέχουν ενδείξεις για το πόσο αναγκαία είναι η γνωστική επεξεργασία των ερεθισμάτων για την αποτίμηση και απόδοση συγκινησιακής κατάστασης στον άλλο, και μάλιστα, σε ένα δευτερογενές επίπεδο όπου διεξάγεται συνειδητή σύγκριση του σημασιολογικού τους περιεχομένου, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η σύζευξη ή η διάκριση της συγκίνησης. Η έρευνα αυτή συμβάλλει στον γενικότερο προβληματισμό αναφορικά με την αλληλεπίδραση της νόησης με τη συγκίνηση, που υπήρξε αφορμή για το ειδικό αφιέρωμα αυτού του τεύχους. Επίσης, από την έρευνα αυτή, αναδεικνύεται σε πειραματικό επίπεδο και στην επιμέρους διεργασία της αναγνώρισης των συγκινήσεων, η διάκριση μεταξύ πρωτογενούς αποτίμησης και δευτερογενούς ερμηνείας που ανέπτυξε στο κείμενό της η Ντάβου. Στο επόμενο κείμενο, ο Φάνης Παναγιωταρόπουλος και η Φωτεινή Στυλιανοπούλου μας μεταφέρουν από τις ανώτερου τύπου γνωσιακές διεργασίες που σχετίζονται με τη συγκίνηση στη μελέτη του νευροβιολογικού της υπόβαθρου, και δη του υπόβαθρου μια πολύ σύνθετης συγκινησιακής κατάστασης που προκύπτει από τη διατάραξη της πρώιμης σχέσης δεσμού του βρέφους με τη μητέρα του. Μελετούν τους ψυχοβιολογικούς μηχανισμούς της επίδρασης της ματαίωσης στον επίμυ, ορίζοντας ως ματαίωση την κατάσταση ενός οργανισμού όταν αυτός υποβάλλεται στην απουσία ενός ευχάριστου ερεθίσματος και ως ανταμοιβή την αντίστοιχη κατάσταση όταν ο οργανισμός υποβάλλεται στην παρουσία ενός ευχάριστου ερεθίσματος. Από τα πειραματικά ευρήματα που παρουσιάζουν, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι η πρώιμη εκπαίδευση αφήνει τα ίχνη της στην ιδιοσυγκρασία του οργανισμού, τα οποία γίνονται ορατά στην γνωσιακή επεξεργασία της ασυμφωνίας κατά την ενηλικίωση. 4 Βλ. αναλυτικότερα Ekman, P. & Friesen, W.V. (1975). Unmasking the face. New Jersey: Prentice Hall, INC.

Η προσαρμογή στην ασυμφωνία φαίνεται να αποτελεί έναν επιγενετικό παράγοντα ρύθμισης της πλαστικότητας και της προσαρμοστικότητας σε μεταγενέστερες καταστάσεις ματαίωσης. Στη συνέχεια ο Αναστάσιος Σταλίκας, η Αλκμήνη Μπούτρη και η Χριστίνα Σεργιάννη περιγράφουν τη σχέση μεταξύ θετικών συναισθημάτων και διεύρυνσης των γνωστικών λειτουργιών υπό το πρίσμα της θεραπευτικής πρακτικής. Στο πρώτο μέρος του κειμένου οι συγγραφείς εστιάζονται στις βασικές αρχές της θεωρίας «Διεύρυνσης και Δόμησης των Θετικών Συναισθημάτων» της Fredrickson. Σύμφωνα με τη θεωρία, όταν τα άτομα βιώνουν θετικά συναισθήματα τότε εκδηλώνεται μία στιγμιαία διαδικασία η οποία διευρύνει το πεδίο σκέψης και δράσης των ατόμων, επεκτείνει το πεδίο έκφρασης σκέψεων, ιδεών, λύσεων και δράσεων τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, μάλιστα, τα άτομα γίνονται περισσότερο δημιουργικά και η σκέψη τους περισσότερο εύκαμπτη και δεκτική σε νέες πληροφορίες. Στη συνέχεια, οι συγγραφείς υποστηρίζουν, με βάση ερευνητικά δεδομένα, ότι η θεωρία της Fredrickson έχει άμεσες πρακτικές εφαρμογές στο πεδίο της ψυχοθεραπείας. Άλλωστε, όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, τόσο τα θετικά συναισθήματα όσο και η διεύρυνση με την έννοια της μετάβασης του θεραπευόμενου σε μία κατάσταση «ανοίγματος» της σκέψης, δημιουργικότητας δεκτικότητας σε επανατροφοδότηση και νέες εμπειρίες, βελτίωσης των ικανοτήτων λύσης προβλημάτων συνιστούν παράγοντες που είναι κοινοί σε πολλές θεραπευτικές προσεγγίσεις. Το κείμενο των Σταλίκα, Μπούτρη και Σεργιάννη αναδεικνύει την αλληλεπίδραση της νόησης με τη συγκίνηση μέσα από εφαρμογές στην κλινική ψυχολογική πρακτική. Η Μαίρη Κοσμίδου παρουσιάζει τρόπους με τους οποίους συγκεκριμένες συγκινησιακές λειτουργίες όπως η αντίληψη συναισθημάτων, «συνεργάζονται» με τη θεωρία του νου, δηλαδή, με την ικανότητα που επιτρέπει στο άτομο να αποδίδει στον εαυτό του και στους άλλους νοητικές καταστάσεις, όπως επιθυμίες, πεποιθήσεις, σκοπούς και ταυτόχρονα να ερμηνεύει την ατομική συμπεριφορά και τη συμπεριφορά των άλλων με βάση αυτές τις νοητικές καταστάσεις. Από αυτή την συνεργασία αναπτύσσεται η κοινωνική νόηση, δηλαδή η ικανότητα του ατόμου να διαπραγματεύεται διακριτικές ισορροπίες, ώστε να εξασφαλίζει για τον εαυτό του τα απαραίτητα αγαθά και να βελτιώνει τις πιθανότητες της επιβίωσής του. Μια τέτοια δεξιότητα προϋποθέτει την ικανότητα του ατόμου να κατασκευάζει νοητικές αναπαραστάσεις τόσο για τον εαυτό του όσο και για τη σχέση του εαυτού με άτομα που έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις. Προϋποθέτει επίσης την ικανότητα της προσαρμογής αυτών των αναπαραστάσεων και της εφαρμογής τους στο εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο, ώστε να καθοδηγούν τη συμπεριφορά του ατόμου και τις κοινωνικές και διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις του. Το κείμενο της Κοσμίδου προτείνει μια απευθείας σύνδεση της συγκινησιακής κατάστασης του ατόμου με τη θεωρία του νου, μέσω της έννοιας της κοινωνικής νόησης. Ένα σημαντικό συστατικό της κοινωνικής νόησης είναι η κατανόηση των προθέσεων και πεποιθήσεων ενός άλλου ατόμου, η επίγνωση δηλαδή ότι οι άλλοι έχουν διαφορετικές σκέψεις από εμάς, και η ικανότητα να ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά του άλλου με βάση τις προθέσεις και τις πεποιθήσεις του για την πραγματικότητα και όχι με βάση την πραγματικότητα καθαυτή. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν μέρος της ευρύτερης ικανότητας της θεωρίας του νου.

Τέλος, ο Νίκος Μακρής και ο Δημήτρης Πνευματικός παρουσιάζουν απόψεις σχετικά με την αναπτυξιακή πορεία και τα χαρακτηριστικά της ικανότητας των παιδιών να κατανοούν τη δράση των άλλων ανθρώπων, τις προεκτάσεις της ικανότητας αυτής στην αποτελεσματική κοινωνική αλληλεπίδραση καθώς και ευρήματα από τέσσερις έρευνες που διερεύνησαν το ζήτημα του αν τα παιδιά εκδηλώνουν μία θεωρία για τον υπερανθρώπινο νου πριν τη διαμόρφωση της κατανόησης των αναπαραστατικών ιδιοτήτων του ανθρώπινου νου. Οι έρευνες τους έγιναν με 79 παιδιά ηλικίας 3.1 έως 7.11 ετών και 66 παιδιά ηλικίας 3.3 έως 7.11 ετών, που εξετάστηκαν με διάφορα έργα (ψευδούς πεποίθησης, λήψης προοπτικής, ή έργα που απευθύνονταν σε πρώιμες εκδηλώσεις της κατανόησης της αναπαραστατικής φύσης του νου, όπως η κατανόηση του υποκειμενικού χαρακτήρα του νου και η κατανόηση του κανόνα που συνδέει την οπτική αντίληψη με τη γνώση). Σε όλες τις έρευνες οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν για τις αναπαραστατικές ιδιότητες ανθρώπων και του θεού. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι τα παιδιά αναλογίζονται εύστοχα για τις αναπαραστατικές ιδιότητες του θεού μόνο όταν έχουν κατακτήσει ένα ανώτερο επίπεδο της κατανόησης της αναπαραστατικής φύσης του ανθρώπινου νου. Αυτό σημαίνει ότι κατά την πορεία της ανάπτυξης, τα παιδιά διαμορφώνουν μία θεωρία για τον ανθρώπινο νου και κατόπιν χρησιμοποιούν τη θεωρία αυτή ως βάση για την κατανόηση των αναπαραστατικών ιδιοτήτων αλλά και τη δράση υπερανθώπινων όντων. Το ειδικό αφιέρωμα κλείνει με τις παρουσιάσεις δύο κλασικών ξενόγλωσσων βιβλίων που πραγματεύονται ειδικότερα θέματα εντός των επιστημονικών πεδίων της συγκίνησης και της νόησης. Ο Πέτρος Γκελεπίδης παρουσιάζει τις Υπολογιστικές Προσεγγίσεις του Θυμικού της Rosalind Picard και ο Δημήτρης Πνευματικός το Προς μια Κατανόηση του Αναπαραστατικού Νου, του Josef Perner. Στόχος του παρόντος ειδικού αφιερώματος δεν είναι μόνον να παρουσιάσει θεωρητικές θέσεις και ευρήματα αλλά και να θέσει ερωτήματα τα οποία ευελπιστούμε ότι θα συμβάλλουν σε ένα γόνιμο διάλογο και στη διατύπωση ερευνητικών υποθέσεων προς διερεύνηση. Μπετίνα Ντάβου, Πανεπιστήμιο Αθηνών Νίκος Μακρής, Πανεπιστήμιο Θράκης