Περίληψη : Αρχαία πόλη που ιδρύθηκε στα τέλη του 6ου με αρχές του 5ου αι. π.χ. και έπαψε να υπάρχει τον 6ο αι. μ.χ. Η περίοδος ακμής της χρονολογείται τον 4ο 3ο αι. π.χ. Ανήκει στις ονομαζόμενες μικρές πόλεις του Κιμμερίου Βοσπόρου. Eντάχθηκε στο κράτος του Βοσπόρου πιθανότατα κατά την Κλασική εποχή. Η θέση της ταυτίστηκε αρχαιολογικά. Βρίσκεται πλησίον της νότιας εισόδου στον πορθμό του Κιμμερίου Βοσπόρου, στα βόρεια παράλια της Μαύρης θάλασσας. Άλλες Ονομασίες Κυταία, Κύτα, Κυδεάκα, Κύταιον, Κυταίον Γεωγραφική Θέση Κριμαία Ιστορική Περιοχή Κιμμέριος Βόσπορος 1. Άλλες ονομασίες Η πόλη αναφέρεται με διάφορες ονομασίες ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις του Κιμμερίου Βοσπόρου, και ειδικότερα ως Κύταια στον Περίπλου του Ψευδο Σκύλακα, Κυταία στα Σχόλια στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου του Ροδίου, Cyta στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, Κύταιον στον Κλαύδιο Πτολεμαίο, Κύτα και Κυδεάκα στον Περίπλου του Ψευδο Αρριανού και Κύτα στο Στέφανο το Βυζάντιο. 1 2. Τοπογραφία Τα λείψανα της πόλης βρίσκονται στην Κριμαία, στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου του Κερτς, σε λοφώδες ύψωμα παραθαλάσσιας πεδιάδας, 40 χλμ. νότια της πόλης Κερτς. Ο αρχαιολογικός χώρος στο νότιο τμήμα του παρουσιάζει έντονη θαλάσσια διάβρωση και υπολογίζεται ότι έχει ήδη καταστραφεί, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Με βάση τη σημερινή έκτασή του στα 45 στρέμματα, το αρχικό μέγεθος της πόλης υπολογίζεται στα 80 με 90 στρέμματα. Το νεκροταφείο των Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων βρίσκεται στα βόρεια και βορειοανατολικά της πόλης, ενώ της Υστερορωμαϊκής εποχής στους πρόποδες της λοφοσειράς Ντζουργκ Ομπά. 3. Ιστορικά στοιχεία Τα στοιχεία για την ιστορία της Κύταιας βασίζονται κυρίως στα αποτελέσματα των αρχαιολογικών ερευνών. 2 Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η ίδρυσή της χρονολογείται στα τέλη του 6ου με αρχές του 5ου αι. π.χ. 3 Ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότατα ως αποικία, είτε από Ίωνες της Μικράς Ασίας είτε από κατοίκους μιας από τις πόλεις του Βοσπόρου στο πλαίσιο εσωτερικού αποικισμού. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους οικισμούς του Κιμμερίου Βοσπόρου, οι αρχαίοι συγγραφείς ονομάζουν την Κύταια «πόλιν», 4 γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί ως μαρτυρία της παρουσίας σώματος πολιτών και σειράς Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 1/6
τυπικών στοιχείων της πολιτειακής δομής μιας πόλης. 5 Η ακριβής χρονολογία και ο τρόπος της ενσωμάτωσης της Κύταιας στο κράτος του Βοσπόρου μάς είναι άγνωστες. Η πόλη ανήκε αναμφίβολα στο κράτος των Σπαρτοκιδών ήδη από τον 4ο αι. π.χ., όταν η διαμόρφωση του κράτους αυτού, στην ευρωπαϊκή του πλευρά, είχε πλέον ολοκληρωθεί. Η περίοδος της ακμής της πόλης τοποθετείται στον 4ο 3ο αι. π.χ. Στο α μισό του 4ου αι. π.χ. χρονολογείται η αρχή της αστικής της ανάπτυξης, με την κατασκευή λιθόκτιστων κτηρίων και οχυρώσεων. Η Κύταια, μολονότι μάλλον δεν ήταν ιδιαίτερα ευλίμενος, έπαιζε σημαντικό ρόλο στο εμπόριο σιτηρών του Βοσπόρου. Εμπορικοί εταίροι της Κύταιας υπήρξαν η Χίος, η Αθήνα και οι νότιες πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Πρωτεύουσα θέση στην οικονομία της πόλης καταλάμβανε η γεωργία, ενώ σπουδαίο ρόλο έπαιζε και η αλιεία. Η πόλη αναμφίβολα διέθετε δική της χώρα, η οργάνωση και τα όρια της οποίας παραμένουν ασαφή. Τον 4ο αι. π.χ. στην Κύταια εμφανίζεται η βιοτεχνία παράγονται κυρίως απλά κεραμικά σκεύη, ενώ από τον 3ο αι. π.χ. κάνουν την εμφάνισή τους εργαστήρια κεραμικής. 6 Υπάρχουν στοιχεία ενδεικτικά για την ύπαρξη μεταλλουργίας, για την οποία χρησιμοποιούσαν το τοπικό μετάλλευμα της περιοχής του Κερτς και του Κριβόι Ρογκ. 7 Κατά την Ελληνιστική εποχή η Κύταια διέρχεται κατάσταση οικονομικής κρίσης, η οποία εκδηλώνεται με σημαντική συρρίκνωση του εμπορίου και περιορισμό των εμπορικών σχέσεων. Στα τέλη του 2ου αι. π.χ., μαζί με τις άλλες πόλεις του Κιμμερίου Βοσπόρου, ενσωματώνεται στο κράτος του Πόντου του Μιθριδάτη ΣΤ Ευπάτορα. Το β μισό του 1ου αι. π.χ. η πόλη επιζεί κάποιας καταστροφής, που ήταν πιθανότατα αποτέλεσμα της πολεμικής δραστηριότητας του βασιλιά Πολέμωνα. Τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, μαζί με όλο τον Κιμμέριο Βόσπορο, η Κύταια βρίσκεται πλέον υπό την εξουσία της Ρώμης και βιώνει, έως τον 4ο αι. μ.χ., τη δεύτερη περίοδο ακμής της. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η πόλη παύει να υπάρχει το β μισό του 6ου αιώνα. 4. Μνημεία 4.1. Οχυρωματικά τείχη Στα τέλη του 4ου αι. π.χ. η πόλη περιβάλλεται από οχυρωματικά τείχη, πάχους 2,20 2,50 μ., με δύο παρειές, εκ των οποίων η μεν εξωτερική αποτελείται από ελαφρώς κατεργασμένους λίθους από ασβεστόλιθο, η δε εσωτερική από ακατέργαστους λίθους, αρκετά μεγάλων διαστάσεων, με γέμιση ξερολιθιάς. Τα τείχη ενισχύθηκαν με πύργους, ενώ κατασκευάστηκε και τάφρος πλάτους έως 6 μ. Τα πλέον ισχυρά τείχη βρίσκονταν στην παραθαλάσσια, την ανατολική, και στη βόρεια πλευρά της πόλης (με πάχος έως 3,20 και 2,90 μ. αντίστοιχα). Κατά τον 2ο αι. π.χ. κατασκευάστηκε το δυτικό τείχος, πλάτους 1,7 μ., που σώζεται τμηματικά. Ο δυτικός πύργος που προστάτευε τη βόρεια πύλη ήταν κατασκευασμένος από μεγάλους, καλά επεξεργασμένους από την εμπρόσθια πλευρά λιθοπλίνθους από ασβεστόλιθο. Οι αρχικές διαστάσεις του πύργου ήταν 5,00 x 4,20 μ. Τον 1ο αι. μ.χ. το αρχικό τείχος ενισχύθηκε με πρόσκτισμα (συμπληρωματικό τείχος), πάχους έως 3 μ., από ογκώδεις ακατέργαστες ασβεστολιθικές πλάκες με γέμιση ξερολιθιάς. Τον 3ο έως το α μισό του 4ου αιώνα, ο Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 2/6
πύργος περιβλήθηκε από θωράκιση κατά των πολιορκητικών κριών, πάχους 1,50 2,50 μ., ενώ κατά μήκος της γραμμής της βόρειας πύλης κατασκευάστηκε προτείχισμα. 8 4.2. Δημόσια κτήρια: ναός θεού Βροντώντος, ιερό Αν και δε σώζονται λείψανα δημόσιων κτηρίων της Κλασικής και της Ελληνιστικής εποχής, τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν τη χρήση αρχιτεκτονικού ρυθμού κατά την οικοδόμηση της πόλης. Οι ανασκαφές στην παραλιακή ζώνη έδειξαν την παρουσία κάποιου ιερού κατά το β μισό του 4ου αι. π.χ., από το οποίο σώζονται μόνο βωμοί και βόθροι. Το 1918 στην περιοχή της πόλης βρέθηκε ενεπίγραφη τράπεζα από ασβεστόλιθο, ύψους 1,35 μ. και πλάτους 1,38 μ., με δύο γλυπτά στηρίγματα. Αυτά παριστάνουν γυναικείες προτομές, οι οποίες απολήγουν σε άκρα λέοντα. Τα γλυπτά φέρουν έντονα στοιχεία της τοπικής σχολής γλυπτικής και πιθανότατα εικονίζουν κάποια τερατοειδή μυθολογική μορφή, του τύπου της σφίγγας. Η πλάκα της τράπεζας φέρει επιγραφή από την οποία συνάγεται η κατασκευή από τους πολίτες ναού αφιερωμένου στο θεό (Δία) Βροντώντα το έτος 531 του βοσποριανού ημερολογίου (234 μ.χ.). 9 Ο ναός βρισκόταν πιθανότατα σε κεντρικό σημείο της πόλης, βόρεια του λόφου αποθέτη στάχτης. 4.3. Οικίες Από την πρώιμη περίοδο σώζονται τμήματα υπόσκαφης κατασκευής αταύτιστης χρήσης. Κατ αναλογία προς τις άλλες πόλεις του Κιμμερίου Βοσπόρου μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πρώτες κατοικίες της Κύταιας ήταν υπόσκαφες ή ημιυπόσκαφες. Οι πρωιμότερες λιθόκτιστες κατοικίες χρονολογούνται στο α μισό του 4ου αι. π.χ. και πρόκειται συνήθως για οικίες με ένα δωμάτιο, αυλή, λιθοστρώσεις και δεξαμενές για τη συλλογή νερού. 10 Ήδη από τα Πρώιμα Κλασικά χρόνια στην πόλη υπήρχαν πολλοί σιροί για τη φύλαξη σιτηρών. 4.4. Λόφος αποθέτης στάχτης Σε κεντρικό σημείο της πόλης εντοπίστηκε αποθέτης στάχτης σε μορφή λόφου, με πάχος στρώματος έως 12 μ. και συνολικό εμβαδόν περί τα 5 στρέμματα, από τα οποία σώζονται κατά προσέγγιση τα 2/3. Ο λόφος αποτελείται από στάχτη με κομμάτια καμένου πηλού, κοχύλια και υπολείμματα από φύκια. Στα ευρήματα συμπεριλαμβάνονται πλήθος κεραμικών οστράκων, κυρίως αμφορέων, λίθινα και οστέινα λατρευτικά αναθήματα, πήλινα ειδώλια και νομίσματα. Ο αποθέτης χρονολογείται από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.χ. έως τον 4ο αι. μ.χ. και συσχετίζεται πιθανότατα με τη δραστηριότητα κάποιου κεντρικού ιερού της πόλης, όπου λατρεύονταν γυναικείες αγροτικές θεότητες. 11 Τα πρωιμότερα στοιχεία δείχνουν ότι ήδη από την ίδρυση του ιερού τον 5ο αι. π.χ. στην Κύταια λατρεύονταν η Δήμητρα και η Κόρη, ενώ κατά τον 4ο αι. π.χ. σε αυτές τις λατρείες προστέθηκαν της Αφροδίτης, του Διονύσου, του Ηρακλή, του Δία, του Απόλλωνα, του Ανωνύμου Ήρωα (πιθανότατα, του ιδρυτή της πόλης) και της Μητέρας των Θεών (Κυβέλης). Η λατρεία των συγκεκριμένων θεών τεκμηριώνεται από πήλινα ειδώλια και πλήθος εγχάρακτων επιγραφών σε όστρακα. 12 4.5. Νεκροταφείο Οι πρωιμότερες ταφές του νεκροταφείου της πόλης ανήκουν στον 4ο αι. π.χ., ενώ οι περισσότερες χρονολογούνται στους Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 3/6
πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Στις ταφικές κατασκευές συμπεριλαμβάνονται τάφοι από κατεργασμένους λιθοπλίνθους με δρόμο μήκους έως 2,50 μ., οι ονομαζόμενοι «τάφοι-κατακόμβες», διαστάσεων 2,50 έως 3,00 μ., ταφές με επένδυση από ακατέργαστες λίθινες πλάκες, καθώς και λακκοειδείς ταφές. 1. Ψ.-Σκύλ. 68 Σχόλ. Απολ. Ροδ. 399 Plin., ΗΝ 4.86 Κλ. Πτολ. 3.6.1-2, 6.8.3 Ψ.-Αρρ., Περίπλ. 50. 2. Η πρώτη χαρτογράφηση έγινε από τον P. Dubrux το 1820, αν και θεώρησε ότι τα λείψανα ανήκουν στην Άκρα: Молев, Е.А., Планы Китея, составленные П. Дюбрюксом и Ю. Ю. Марти, как источник по топографии города, στο Боспорский феномен: Греческая культура на периферии античного мира (Санкт-Петербург 1999), σελ. 46-51. Вλ. επίσης: Дюбрюкс, П., Описание развалин и следов древних городов и укреплений, некогда существовавших на европейском берегу Босфора Киммерийского, от входа в пролив близ Еникальского маяка до горы Опук включительно, при Черном море, Записки Одесского Общества Истории и Древностей 4(1) (Одесса 1858), σελ. 67-69. Η σύγχυση επικράτησε έως το 1918, όταν κοντά στην πόλη βρέθηκε η επιγραφή CIRB 942, από την οποία προέκυπτε ότι τα λείψανα ανήκουν στην. Από το 1927 έως το 1929 με την αρχαιολογική έρευνα της πόλης ασχολήθηκε ο Yu. Marti: Марти, Ю.Ю., Раскопки городища Китея в 1928 году, Известия Таврического Общества Истории, Археологии и Этнографии III(60) (Симферополь 1929), σελ. 116-130, το 1957 η N. Belova: Белова, Н.С., Археологические разведки в Китее, КСИА 83 (1961), σελ. 83-90, από το 1970 έως το 1973 η S. Bessonova: Бессонова, С.С., Раскопки Китея (Археологические открытия 1970 года, Москва 1971), σελ. 249, από το 1974 έως σήμερα ο E. Molev: Молев, Е.А. Молева, Н.В., 25 лет Китейской экспедиции, στο Нижегородские исследования по краеведению и археологии (Нижний Новогород 1996), σελ. 76-94 Молев, Е.А. Шестаков, С.А., Некрополь Китея (по материалам раскопок 1972-1986 гг.)», στο Вопросы истории и археологии Боспора (Воронеж Белгород 1991), σελ. 74 101. Το νεκροταφείο ερευνάται από το 1989 από τον V. Khrshanovsky: Хршановский, В.А., Некрополи Илурата и Китея: Археологическая экспедиция ГМИР 1968-1998 (предварительные итоги), στο Боспорский феномен: Боспорское царство как историко культурный феномен (Санкт-Петербург 1998), σελ. 102-105. 3. Молев, Е.А., О времени основания Китея, στο Боспорский феномен: Проблемы хронологии и датировки памятников 5(1) (Санкт- Петербург 2004), σελ. 69-74. 4. Με πρωιμότερο τον Ψευδο-Σκύλακα (4ος αι. π.χ.): «Μετὰ δὲ ταῦ τά εἰ σι Σκύ θαι πάλιν, πόλεις δὲ Ελληνί δες αἵ δε ἐ ν αὐ τῇ. Θευδοσί α, Κύ ταια καὶ Νυμφαί α, Παντικάπαιον, Μυρμή κειον» (Ψ.-Σκύλ. 68). 5. Ο E. Molev θεωρεί ότι ο πρώιμος οικισμός ήταν μέρος της χώρας του Νυμφαίου: Molev, Ye.A., Kyta, στο Grammenos, D.V. Petropoulos, E.K. (eds), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (Thessaloniki 2003), σελ. 849. 6. Гайдукевич, В.Ф., Строительные керамические материалы Боспора, ИГАИМК 104 (Москва 1934), σελ. 257. 7. Molev, Ye.A., Kyta, στο Grammenos, D.V. Petropoulos, E.K. (eds), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (Thessaloniki 2003), σελ. 879. 8. Maslennikov, A.A., Οι αρχαίοι Έλληνες στο Βόρειο Εύξεινο Πόντο (Θεσσαλονίκη 2000), σελ. 85 Молев, Е.А., Крепостные стены Китея, στο Боспор Киммерийский и Понт в период античности и средневековья: Материалы II боспорских чтений (Керчь 2001), σελ. 91-96 Молев, Е.А., «Система обороны Китея», στο Боспорские исследования 2 (Симферополь 2002), σελ. 297-312 Molev, Ye.A., Kyta, στο Grammenos, D.V. Petropoulos, E.K. (eds), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (Thessaloniki 2003), σελ. 843 κ.ε. 9. CIRB 942. 10. Масленников, А.А., Китей, στο Кошеленко, Г.А. Кругликова, И.Т. Долгоруков, В.С. (eds), Античные города Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 71. 11. Молева, Н.В., Некоторые итоги археологических исследований Китейского святилища, στο Боспорский феномен: Греческая культура на периферии античного мира 2 (Санкт-Петербург 1999), σελ. 121-125. 12. Молева, Н.В., О культе Афродиты и Китейском святилище, στο Сизов, С.К. (ed.), Боспор и античный мир (Нижний Новгород 1997), σελ. 93-106 Семичева, Е.А., Граффити Китейского святилища, στο Сизов, С.К. (ed.), Боспор и античный мир (Нижний Новгород 1997), σελ. 136-142 Молев, Е.А., Сакральные граффити из Китея, στο Боспорский феномен: Погребальные памятники и святилища 4:1 (Санкт-Петербург 2002), σελ. 146-151 Молева, Н.В., Дионисийские вотивы в сакральных комплексах Китея, στο Боспорский феномен: Погребальные памятники Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 4/6
и святилища 4:1 (Санкт-Петербург 2002), σελ. 151-154 Молев, Е.А. Молева, Н.В., Терракотовые статуэтки из Китейского святилища, Боспорские исследования 3 (Симферополь 2003), σελ. 252-263. Βιβλιογραφία : Maslennikov A.A., Οι αρχαίοι Έλληνες στο Βόρειο Εύξεινο Πόντο, Θεσσαλονίκη 2000, Πετρόπουλος, Η.Κ. (μτφρ.) Molev Ye.A., "Kyta", Grammenos, D.V. Petropoulos, E.K. (eds), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2, Thessaloniki 2003, 841-893 Sokolova O.Y., "Kytaion", Samoylova, T.L. (ed.), Ancient Greek Sites in the Crimea, Kiev 2004, 131-134 Белова Н.С., "Археологические разведки в Китее", КСИА, 83, 1961, 83-90 Масленников А.А., "Китей", Кошеленко, Г.А. Кругликова, И.Т. Долгоруков, В.С. (eds), Античные города Северного Причерноморья, Москва 1984, 71 Молев Е.А., "Боспорське мiсто Кiтей IV III ст. до н.е. (За матерiалами розкопок 1970-1981 рр.)", Археологiя, 54, 1986, 33-46 Молев Е.А., "Монеты из раскопок Китея", Античный мир и археология, 7, 1990, 111-121 Болгов Н.Н., "Локальный территориально-хозяйственный комплекс (Китей и его округа в IV-VI вв.)", Древности-2004, Харьковский историко-археологический ежегодник, Харьков 2004, 179-184 Дюбрюкс П., "Описание развалин и следов древних городов и укреплений, некогда существовавших на европейском берегу Босфора Киммерийского, от входа в пролив близ Еникальского маяка до горы Опук включительно, при Черном морe", Записки Одесского Общества Истории и Древностей, 4(1), 1858, 3-84 Марти Ю.Ю., "Городища Боспорского царства к югу от Керчи. Киммерик, Китей, Акра", Известия Таврического Общества Истории, Археологии и Этнографии, 2(59), 1928, 103-126 Марти Ю.Ю., "Раскопки городища Китея в 1928 году", Известия Таврического Общества Истории, Археологии и Этнографии, 3(60), 1929, 116-130 Молев Е.А., "Клейма Родоса из раскопок Китея", Боспорский феномен: Боспорское царство как историко-культурный феномен 1, Санкт-Петербург 1998, Боспорский феномен, 76-81 Молев Е.А., "Планы Китея, составленные П. Дюбрюксом и Ю. Ю. Марти, как источник по топографии города", Боспорский феномен: Греческая культура на периферии античного мира, Санкт-Петербург 1999, Боспорский феномен, 46-51 Молев Е.А., "Дипинти на амфорах из раскопок Китея", Боспор Киммерийский на перекрестке греческого и варварского миров (античность средневековье): Материалы I Боспорских чтений, Керчь 2000, 85-95 Молев Е.А., "Крепостные стены Китея", Боспор Киммерийский и Понт в период античности и средневековья: Материалы II боспорских чтений, Керчь 2001, 91-96 Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 5/6
Молев Е.А., "Сакральные граффити из Китея", Боспорский феномен: Погребальные памятники и святилища, 4(1), Санкт-Петербург 2002, Боспорский феномен, 146-151 Молев Ε. Α., Система обороны Китея, Симферополь 2002, Боспорские исследования 2 Молев Е.А., Молева Н.В., "25 лет Китейской экспедиции", Нижегородские исследования по краеведению и археологии, Нижний Новогород 1996, 76-94 Молев Е.А., Шестаков С.А., "Некрополь Китея (по материалам раскопок 1972-1986 гг.)", Вопросы истории и археологии Боспора, Воронеж Белгород 1991, 74-101 Молева Н.В., "О культе Афродиты и Китейском святилище", Сизов, С.К. (ed.), Боспор и античный мир, Нижний Новгород 1997, 93-106 Δικτυογραφία : Remapping the Mediterranean http://www.princeton.edu/~pswpc/pdfs/stephens/050702.pdf Γλωσσάριo : αμφορέας, ο Aπό τις λέξεις «αμφί» και «φέρω». Αγγείο με μακρόστενο ωοειδές σώμα και λαιμό στενότερο αυτού, που φέρει εκατέρωθεν δύο όμοιες κάθετες λαβές και στηρίζεται σε μικρό πόδι. Παραγόταν σε διάφορα μεγέθη, από τα μικρά δοχεία αρωματικών ελαίων έως τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία για τη μεταφορά ή την αποθήκευση κυρίως υγρών αλλά και στερεών. Υπάρχουν πολλοί τύποι αμφορέων, όπως οι οξυπύθμενοι, οι παναθηναϊκοί, οι αμφορείς με λαιμό, οι νικοσθενικοί, οι αμφορείς SOS, οι τυρρηνικοί, οι τύπου Nola. σιρός, ο σιταποθήκη κυκλικού συνήθως σχήματος, σιλό. χώρα, η Η αγροτική περιοχή (χωριά και καλλιεργήσιμες εκτάσεις) που περιέβαλλε μια πόλη και ήταν άμεσα συνδεδεμένη με αυτή διοικητικά και οικονομικά. Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 6/6