Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΞΙΣΟΥ ΜΕΓΑΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΣΚΗΣΕΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΘΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΕΡΜΗΝΕΥΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ ΕΧΟΝΤΑΣ ΩΣ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΕΞΑΓΩΓΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. ΗΤΑΝ ΟΜΩΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΕΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΟΥ 5 ου π.χ. ΑΙΩΝΑ. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουμε για τον μεγαλύτερο ιστορικό της αρχαιότητας είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Έχουν σωθεί δύο βιογραφίες του με εκτενέστερη αυτή του Μαρκελλίνου, γραμμένη τον 5 ο μ.χ. αιώνα, ενώ διάσπαρτες πληροφορίες βρίσκονται σε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Η πιο σίγουρη πηγή για τη ζωή του Θουκυδίδη είναι οι λίγες πληροφορίες που δίνει ο ίδιος για τον εαυτό του, άμεσα ή έμμεσα. Αρχίζοντας το έργο του (Α 1) αναφέρει το όνομα και την πόλη του: «Θουκυδίδης Αθηναίος». Σε άλλο σημείο (Ε 26) πληροφορεί τους αναγνώστες ότι έζησε μέχρι το τέλος του πολέμου και την καταστροφή των Μακρών Τειχών της Αθήνας από τους νικητές. Για τον πόλεμο είχε τη δυνατότητα να μιλήσει άμεσα και με μεγάλη γνώση όσων συνέβησαν καθώς αναφέρει ότι εξελέγη στρατηγός των Αθηναίων (Δ 104) το 424 π.χ. αλλά κατηγορήθηκε για την αποτυχία της πόλης του στις επιχειρήσεις στη Θράκη και εξορίστηκε. Στην εξορία παρέμεινε για είκοσι χρόνια, τα οποία αφιέρωσε στην έρευνα στοιχείων για τη συγγραφή του έργου του. Αν και οι παραπάνω πληροφορίες είναι πενιχρές αποτελούν πολύτιμη βάση για την εξαγωγή έμμεσων αλλά ασφαλών συμπερασμάτων. Για να είναι το 424 π.χ. στρατηγός ο Θουκυδίδης θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον τριάντα ετών. Αν συνδυαστεί αυτό το στοιχείο με πληροφορία του Μαρκελλίνου ότι ο ιστορικός δεν ήταν προχωρημένης ηλικίας το 404 π.χ. όταν τελείωσε ο πόλεμος εξάγεται το συμπέρασμα ότι γεννήθηκε ανάμεσα στο 460 και το 454 π.χ. και ανήκε στον 1
αθηναϊκό δήμο του Αλιμούντα, σημερινού Αλίμου. Την εποχή εκείνη οι Αθηναίοι ήταν κατανεμημένοι σε δήμους με κριτήριο την καταγωγή και τον τόπο κατοικίας των προγόνων τους την περίοδο εισαγωγής των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη και όχι με βάση τον πραγματικό τόπο κατοικίας τους. Το όνομα του πατέρα του σύμφωνα με μαρτυρία του Θουκυδίδη (Δ 104) ήταν Όλορος, ενώ υπάρχει πληροφορία ότι η μητέρα του λεγόταν Ηγησιπύλη. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Αθηναίος στρατηγός και νικητής του Μαραθώνα Μιλτιάδης είχε παντρευτεί την Ηγησιπύλη, κόρη του Θράκα ηγεμόνα Ολόρου, αλλά και η πληροφορία ότι ο Θουκυδίδης είχε στην κατοχή του μεταλλεία στη Θράκη και η αναφορά του Μαρκελλίνου ότι ο τάφος του ιστορικού στην Αθήνα βρισκόταν στα «κιμώνεια» μνήματα, δηλαδή τους τάφους του γένους του Μιλτιάδη, οδήγησαν στην υπόθεση ότι υπήρχε κάποια συγγένεια ανάμεσα στον μεγάλο ιστορικό και στο γένος των Φιλαϊδών στο οποίο ανήκαν ο Μιλτιάδης, ο γιος του Κίμωνας και ο τύραννος Πεισίστρατος. Ο Μιλτιάδης όμως ανήκε σε διαφορετικό δήμο από το γένος του Θουκυδίδη, χωρίς αυτό να αποτελεί αδιαμφισβήτητο στοιχείο ότι δεν υπήρχε κάποιος συγγενικός δεσμός μεταξύ τους. Φαίνεται εξάλλου ότι κάποια συγγένεια υπήρχε ανάμεσα στον συνονόματο του ιστορικού, τον πολιτικό Θουκυδίδη του Μελησίου, ηγέτη της συντηρητικής παράταξης στην Αθήνα και αντίπαλο του Περικλή. Λόγω της υποτιθέμενης σύνδεσης με τους Πεισιστρατίδες δικαιολογείται σύμφωνα με κάποια εκδοχή το ενδιαφέρον του Θουκυδίδη να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια σχετικά με τους γιους του Πεισιστράτου με δύο παρεκβάσεις στο έργο του (Α 20 και Στ 54). Οι σχετικές αναφορές όμως έχουν περισσότερο μεθολογικό χαρακτήρα και στοχεύουν να παρουσιάσουν το διαφορετικό τρόπο που επέλεξε ο Θουκυδίδης να ερευνήσει και να παρουσιάσει τα γεγονότα σε αντίθεση με τους προηγούμενους ιστορικούς. Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ Η οικογενειακή κατάσταση και η κοινωνική θέση του ιστορικού αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο διαφωνίας. Ο ίδιος αναφέρει ότι είναι γνήσιος Αθηναίος (Α 1 και Ε 26), ενώ με βάση νόμο που ίσχυε στην Αθήνα από το 451 π.χ. δεν θα μπορούσε να αναλάβει το αξίωμα του στρατηγού αν και οι δύο γονείς του δεν ήταν Αθηναίοι. Όπως ο ίδιος αναφέρει (Δ 105) κατείχε μεταλλεία χρυσού στις θρακικές ακτές ανάμεσα στην Θάσο και την Αμφίπολη στις όχθες του Στρυμόνα, περιοχή η οποία 2
κατά την αρχαιότητα θεωρείτο τμήμα της Θράκης. Η θέση τον μεταλλείων του ταυτίζεται σήμερα με την τοποθεσία Σκαπτή Ύλη. Η προέλευση των ορυχείων οφειλόταν πιθανότατα στη συγγένεια των προγόνων του Θουκυδίδη με επιφανείς Θράκες ηγεμόνες, οπότε θα πρέπει να γίνει δεκτή και η συγγένεια του ιστορικού με τον Μιλτιάδη και η σύνδεσή του με τους αριστοκρατικούς κύκλους της Αθήνας, καθώς μόνο ισχυρά γένη ευγενών είχαν τη δυνατότητα να συνάψουν γάμους με ηγεμονικές οικογένειες εκτός της πόλης τους. Τη συνήθεια αυτή τερμάτισε ο νόμος του 451 π.χ. ο οποίος περιόρισε τη δυνατότητα των αριστοκρατικής καταγωγής και πλούσιων Αθηναίων να συνάπτουν συνοικέσια εκτός της πόλης τους, τα οποία μπορούσαν να οδηγήσουν στη δημιουργία συμμαχιών επικίνδυνων για το δημοκρατικό πολίτευμα. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, ότι ο Θουκυδίδης ανήκε στη νέα ανερχόμενη τάξη που αναδείχθηκε από την κυριαρχία των δημοκρατικών ιδεών και την πολιτική του Περικλή. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή ο ιστορικός ανήκε στους δυναμικούς επιχειρηματίες που δημιούργησαν την οικονομική άνθηση της Αθήνας κατά τον 5 ο αιώνα π.χ. και τα μεταλλεία στη Θράκη αποκτήθηκαν με παραχώρηση του δήμου των Αθηναίων μετά την αφαίρεση της εκμετάλλευσης των μεταλλευμάτων του Παγγαίου από τους Θασίους το 463 π.χ. ως τιμωρία για την αποστασία τους από την αθηναϊκή συμμαχία. Τελείως απίθανη θεωρείται η εκδοχή του Μαρκελλίνου ότι ο ιστορικός απέκτησε τα μεταλλεία μετά το γάμο του με γυναίκα από την περιοχή, καθώς αυτό θα στερούσε από τους απογόνους του τα πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα σύμφωνα με τον νόμο του 451 π.χ. Στην άποψη ότι ο Θουκυδίδης ανήκε στην ομάδα των νέων και αυτοδημιούργητων Αθηναίων συντείνει η έμφαση που δίνει στην οικονομική διάσταση της ιστορίας και την ανάγκη εξασφάλισης της οικονομικής ισχύος αλλά και ο έπαινος που περιλαμβάνει στον επιτάφιο του Περικλή για όσους προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια (Β 40). Τα στοιχεία αυτά όμως δεν είναι απόλυτη απόδειξη της μη αριστοκρατικής καταγωγής του Θουκυδίδη ο οποίος σε άλλα σημεία δείχνει να είναι επηρεασμένος από τις αριστοκρατικές αντιλήψεις. Είναι φανερό στο έργο του ότι δεν συμπαθούσε τον Κλέωνα, ηγέτη της ακραίας δημοκρατικής παράταξης και μεγαλύτερο πολιτικό παράγοντα της Αθήνας για ένα διάστημα μετά το θάνατο του Περικλή, αλλά και κυριότερο εκπρόσωπο της νέας ανερχόμενης τάξης επιχειρηματιών και εμπόρων οι οποίοι ήρθαν σε ρήξη με την παραδοσιακή γαιοκτητική αριστοκρατία. Παρότι ο Θουκυδίδης αναγνωρίζει στον Κλέωνα την επιτυχία του στην Πύλο και την περιγράφει με τη συνηθισμένη του 3
αντικειμενικότητα, αποκαλύπτεται ότι θεωρεί πως έχει ελάχιστα κοινά σημεία με εκείνο τον πετυχημένο δημαγωγό. Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΑΘΗΝΑ Η παιδεία που έλαβε ο νεαρός Θουκυδίδης στην Αθήνα του 5 ου αιώνα είναι δυνατό να βρεθεί με έμμεσο τρόπο καθώς ο ίδιος δεν αποκαλύπτει αρκετά στοιχεία σχετικά με αυτό το ζήτημα. Μια παράδοση αναφέρει ότι σε παιδική ακόμα ηλικία άκουσε τον Ηρόδοτο να αναγιγνώσκει το ιστορικό έργο του και συγκινήθηκε τόσο πολύ ώστε δάκρυσε. Η πληροφορία αυτή είναι αμφίβολη και πιθανότατα πρόκειται για μια από τις εντυπωσιακές αλλά και φανταστικές διηγήσεις που κατασκεύαζαν οι συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας για τους προγενέστερους. Είναι όμως σίγουρο ότι η Αθήνα στην οποία μεγάλωσε ο ιστορικός ήταν επηρεασμένη από το πνεύμα της απόλυτης κυριαρχίας της δημοκρατίας, της ηγεμονίας που ασκούσε στις ελληνικές πόλεις και των σοφιστών. Την εποχή της γέννησης του Θουκυδίδη ο Περικλής και ο συνεργάτης του ρήτορας Εφιάλτης με σειρά νομοθετικών μέτρων είχαν ενισχύσει τη συμμετοχή όλων των τάξεων των Αθηναίων στην Εκκλησία του Δήμου, διαμορφώνοντας ένα πολίτευμα στο οποίο οι πολίτες δεν περιορίζονταν στην ενασχόλησή τους με τα κοινά και στην κατάληψη δημοσίων θέσεων από προσκόμματα σχετικά με την καταγωγή ή το μέγεθος της περιουσίας τους. Οι μεταρρυθμίσεις των μέσων του 5 ου αιώνα ενίσχυσαν την πολιτική θέση των θυτών, τις κατώτερης τάξης των Αθηναίων πολιτών, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τη νεοαποκτηθείσα πολιτική δύναμή τους για να επιβάλλουν την οικονομική ενίσχυση της τάξης τους από το δημόσιο ταμείο. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε έντονη οικονομική αφαίμαξη των συμμάχων της Αθήνας, οι οποίοι πλέον υποχρεώθηκαν να εισφέρουν όχι για την άμυνα των πόλεών τους αλλά για τη στερέωση και την επέκταση του μεγαλείου της Αθήνας και την βελτίωση της ζωής των Αθηναίων. Στην παιδική του ηλικία ο μεγάλος ιστορικός έλαβε τη συνηθισμένη παιδεία των νέων της Αθήνας, βασισμένη στη μελέτη των ομηρικών επών και στη σωματική άσκηση στα γυμνάσια (γυμναστήρια) της πόλης. Σε μεγαλύτερη ηλικία φαίνεται ότι είχε κάποια επαφή με τον κύκλο των σοφιστών, καθώς η επίδραση των ιδεών τους αποκαλύπτεται στα έργα του. Οι σοφιστές κατά τον 5 ο αιώνα είχαν ταράξει τα ήρεμα νερά του πνεύματος της αρχαϊκής εποχής (7 ος -6 ος αιώνας) και της γενιάς των μηδικών πολέμων. Η σταθερότητα των αντιλήψεων, η πίστη στην πόλη, η αφοσίωση στους 4
συμπολίτες και η θρησκευτικότητα τέθηκαν υπό εξέταση και αμφισβήτηση υπό το θεωρούμενο αλάνθαστο κριτήριο της λογικής. Τελικό συμπέρασμα ήταν η αμφισβήτηση της ίδιας της αντικειμενικής αλήθειας ή έστω της δυνατότητας του ανθρώπου να την προσεγγίσει και να τη μεταδώσει στους συμπολίτες του. Αφού η ιδέα της αλήθειας υπονομεύθηκε αντικαταστάθηκε από τη δυνατότητα του ατόμου να επιβάλλει τις απόψεις του στους υπολοίπους μέσω της πειθούς, της δυνατότητας να πείσει τους άλλους με λογικά επιχειρήματα σε ρητορικούς λόγους. Η Αθήνα της εποχής ήταν το λίκνο της ρητορικής τέχνης, η οποία ήταν απαραίτητη στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου και των λαϊκών δικαστηρίων. Κάθε φιλόδοξος νέος που ήθελε να ασχοληθεί με τις δημόσιες υποθέσεις ή έστω να διαφυλάξει την οικογενειακή του περιουσία όφειλε να είναι κάτοχος αυτής της νέας τέχνης. Οι σοφιστές εκπαιδεύοντας τους έφηβους και νέους άνδρες στη ρητορική υποστήριζαν ότι τους έδειχναν το δρόμο για την απόκτηση δύναμης και την ικανότητα να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τον κόσμο. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει τα ονόματα των δασκάλων του στη σοφιστική και ρητορική τέχνη, είναι όμως αναμφίβολο ότι έλαβε σχετικά μαθήματα. Αυτό αποδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο δομεί την σκέψη του με λογικά επιχειρήματα, από την αδιαφορία του για το υπερφυσικό, την επικέντρωση της παρουσίασης της ύλης στις ανθρώπινες προσπάθειες και το ύφος των ρητορικών λόγων που συμπεριλαμβάνει στο έργο του, των περίφημων δημηγοριών οι οποίες αποκαλύπτουν την επίδραση της σοφιστικής ρητορικής. Ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος ιστορικός που αναπτύσσει μια δεδομένη ερευνητική μεθοδολογία την οποία παρουσιάζει στον αναγνώστη του για να αποδείξει την εγκυρότητα όσων γράφει. Στόχος του είναι να αποβάλλει από τη διήγηση το «μυθώδες» και για να το πετύχει καταφεύγει στην προσεκτική έρευνα και διασταύρωση των πληροφοριών που συγκεντρώνει. Για όσα θέματα δεν μπορεί να ανακαλύψει σίγουρα και αδιαμφισβήτητα στοιχεία προσπαθεί να εξάγει συμπεράσματα με τη βοήθεια της λογικής, καταφεύγοντας στη σοφιστική τακτική του είκάζειν, του εντοπισμού του εύλογου (εἰκότος), μέσω μιας διαδικασίας που αναπτύχθηκε στη δικαστηριακή πρακτική. Στη λογική μέθοδο των σοφιστών και του Θουκυδίδη δεν έχει θέση η υπερφυσική παρουσία των θεών ως παράγοντα επηρεασμού των ιστορικών εξελίξεων. Σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο του οποίου το έργο περιέχει πληθώρα μυθολογικών παρεκβάσεων και φανταστικών διηγήσεων για την παρουσία και τη 5
συμμετοχή των θεών στην ιστορική εξέλιξη, ο Θουκυδίδης απορρίπτει τελείως την επίδραση του υπερφυσικού στοιχείου. Οι μυθολογικές διηγήσεις απουσιάζουν και κυριαρχεί η παρουσία των ανθρώπων οι οποίοι δημιουργούν τις ιστορικές εξελίξεις ανάλογα με τις πράξεις, τις αποφάσεις και τα σφάλματά τους. Εκτός του ανθρώπινου ελέγχου βρίσκεται μόνο το τυχαίο, τα δεδομένα δηλαδή που είναι δυνατό να μεταβληθούν απότομα και απρόβλεπτα αλλάζοντας τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν οι προηγούμενες εκτιμήσεις και αποφάσεις. Σχετικά με την επίδραση συγκεκριμένων δασκάλων της εποχής στο Θουκυδίδη υποστηρίχθηκε ότι στο έργο του είναι δυνατό να εντοπιστεί η επίδραση του σοφιστή Αναξαγόρα και του ρήτορα Αντιφώντα. Ο Αναξαγόρας υπήρξε σύμβουλος και δάσκαλος του Περικλή και λόγω της σχέσης του με τον μεγάλο Αθηναίο πολιτικό κατηγορήθηκε ως άθεος και καταδικάστηκε. Η ρήση του Αναξαγόρα «ὄψεις ἀδήλων τὰ φαινόμενα» εφαρμόζεται από τον Θουκυδίδη στην προσπάθειά του να εξαγάγει λογικά συμπεράσματα για όσα γεγονότα δεν ανακάλυψε αρκετά ή ασφαλή στοιχεία. Η σκέψη του ιστορικού έχει επηρεαστεί και από τη φιλοσοφία του Ηρακλείτου η οποία αποκαλύπτεται στα αντιθετικά ζεύγη που αναπτύσσονται κατά την παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων. Στο έργο του Θουκυδίδη κάθε δράση έχει ως λογικό επακόλουθο μια αντίστοιχη αντίδραση, ενώ από την αρχή των γεγονότων που οδήγησαν στον πόλεμο παρουσιάζεται το αντιθετικό ζεύγος του δυναμικού και ρηξικέλευθου πνεύματος των Αθηναίων σε αντιπαράθεση με τη συντηρητική και σταθερή νοοτροπία των Σπαρτιατών. Η επίδραση του Αντιφώντα εντοπίζεται στη σύνθεση των δημηγοριών, των ρητορικών λόγων που παρεμβάλλει ο Θουκυδίδης στο έργο του, ενώ περιγράφοντας την πολιτειακή μεταβολή του 411 π.χ. ο ιστορικός δεν κρύβει την εκτίμησή του στο πρόσωπο του μεγάλου ρήτορα (Η 68). Το συγκεκριμένο χωρίο όμως μπορεί να εκφράζει απλά τον θαυμασμό του Θουκυδίδη και την επιδοκιμασία του στις πολιτικές ιδέες του Αντιφώντα χωρίς να αποτελεί αναγκαστικά έκφραση σεβασμού ενός μαθητή προς τον παλιό του δάσκαλο. Επίδραση στις δημηγορίες έχει ασκήσει και το ύφος του σοφιστή Γοργία, ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 427 π.χ., ως πρέσβης της πατρίδας του, της πόλης των Λεοντίνων στη Σικελία. Ο Θουκυδίδης αναμφίβολα παρακολούθησε την αγόρευση του μεγάλου ρήτορα στην αθηναϊκή εκκλησία του δήμου και ίσως είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον σοφιστή σε στενότερο κύκλο. 6
Ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων και του τρόπου σκέψης του ιστορικού έχει η σχέση του με το έργο του Ιπποκράτη και τις ιατρικές γνώσεις της εποχής του. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει το λοιμό φανερώνει τις ιατρικές γνώσεις που διέθετε. Η ιατρική όμως είναι για τον Θουκυδίδη κάτι παραπάνω, αποτελεί μέθοδο ερμηνείας της ιστορίας. Οι κρίσεις του διακρίνονται από την ψυχρή παρατήρηση ενός επιστήμονα ο οποίος καταγράφει τα συμπτώματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς στον πόλεμο με στόχο να προϊδεάσει τις επόμενες γενιές, όπως ακριβώς υποστηρίζει ότι γράφει για τον λοιμό ώστε να μην είναι απροετοίμαστοι όσοι θα τον αντιμετωπίσουν στο μέλλον. Η παρουσίαση αυτή δεν σημαίνει και την προσφορά προτάσεων για την αποφυγή ή ανατροπή παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον, όπως η ιατρική δεν υπόσχεται πάντα τη θεραπεία των ασθενειών που ανακαλύπτει. Η καταγραφή τους όμως είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα και αυτό ο Θουκυδίδης το ξέρει καλά, εντοπίζοντας εκεί όλη την αξία του έργου του. ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Οι προσωπικές αντιλήψεις του ιστορικού αποκαλύπτονται από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις δύο χαρακτηριστικότερες προσωπικότητες της εποχής του, τον Περικλή και τον Αλκιβιάδη. Ο Περικλής παρουσιάζεται ως πρότυπο ηγέτη, ο οποίος ηγείται με την πλήρη έννοια του όρου, καθοδηγώντας τους Αθηναίους στις ορθότερες αποφάσεις. Ο θάνατός του οδήγησε στη δραματική αλλαγή των συνθηκών του πολέμου και την τελική κατάρρευση της αθηναϊκής ηγεμονίας, αποδεικνύοντας τη βαρύτητα που αποδίδει ο Θουκυδίδης στην αξία της προσωπικότητας για την εξέλιξη της ιστορίας. Ο Αλκιβιάδης παρουσιάζεται ως μια χαρισματική επίσης προσωπικότητα. Αν και δεν διακρίνεται από τις ίδιες ηθικές αρχές και τους υψηλούς στόχους του Περικλή είναι εξαιρετικά ικανός, όπως αποδεικνύεται από τις πολιτικές και στρατηγικές κινήσεις και την ευφυέστατη ρητορεία του. Ίσως εξάλλου ο Αλκιβιάδης και ο Θουκυδίδης να συναντήθηκαν κατά την εξορία τους, όταν τα τελευταία χρόνια του πολέμου είχαν και οι δύο καταφύγει στη Θράκη. Η ανεύρεση των πολιτικών πεποιθήσεων του Θουκυδίδη δεν είναι εύκολη καθώς ο ιστορικός ως βράχος αντικειμενικότητας αποφεύγει οποιαδήποτε έκφραση προσωπικών προτιμήσεων ή δυσαρέσκειας η οποία βασίζεται σε ατομική του 7
διάθεση και όχι σε αντικειμενικά και λογικά θεμελιωμένα κριτήρια. Κάποια σχόλια του ωστόσο οδηγούν στο συμπέρασμα να θεωρηθεί ορθότερη η άποψη η οποία τον συνδέει με την αριστοκρατική παράταξη. Ο Θουκυδίδης είναι βέβαια ένας υμνητής της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως όμως αυτή λειτουργούσε την εποχή που ο Περικλής είχε τον απόλυτο έλεγχο της πόλης. Το πολίτευμα αυτό, όπως ο ίδιος ο ιστορικός έγραψε ήταν «λόγῳ μέν δημοκρατία, ἔργῳ δὲ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή» (Β 65). Φαινομενικά υπήρχε εξουσία του δήμου, ο οποίος όμως καθοδηγείτο στις σωστές αποφάσεις από τη χαρισματική προσωπικότητα ενός λαμπρού ηγέτη. Έτσι ο Θουκυδίδης φαίνεται να ερμηνεύει το πολίτευμα της Αθήνας μέσα από την οπτική ενός οπαδού της κυριαρχίας των αρίστων. Όταν μετά το θάνατο του Περικλή η δημοκρατία μετατρέπεται σε οχλοκρατία και ο δήμος παρασυρόμενος από ανεύθυνους και απερίσκεπτους δημαγωγούς διέπραξε σειρά πολιτικών σφαλμάτων ο Θουκυδίδης καυτηρίασε την ανικανότητα των ηγετών να καθοδηγήσουν σωστά το πλήθος και την τάση τους να παρασύρονται από τις επιθυμίες της μάζας και την τάση να κολακεύσουν την λαϊκή πλειοψηφία. Όταν το 411 η δημοκρατία στην Αθήνα ανατράπηκε για μικρό χρονικό διάστημα από μια ομάδα ολιγαρχικών και η εξουσία ανατέθηκε σε ένα συμβούλιο τετρακοσίων μελών, ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει στο έργο του τη συμπάθειά του για τον ρήτορα Αντιφώντα, ηγέτη της πολιτικής ανατροπής, αλλά ως αντικειμενικός και μετριοπαθής παρουσιαστής και κριτής των γεγονότων δεν μπορεί να μην στηλιτεύσει τη σκληρότητα των μεθόδων που χρησιμοποίησαν οι τετρακόσιοι για να κρατήσουν την εξουσία (Η 68-70). Υποστηρίζει όμως τη νέα μεταρρύθμιση του πολιτεύματος, η οποία ανέτρεψε τους τετρακοσίους και έδωσε την εξουσία σε μια συνέλευση αποτελούμενη από πέντε χιλιάδες πολίτες, δηλαδή όσους υπερείχαν με βάση την περιουσία και συμμετείχαν στην άμυνα της πόλης με τον προσωπικό οπλισμό τους, ενώ καταργήθηκε η πληρωμή επιδομάτων στους Αθηναίους για την κατοχή δημοσίου αξιώματος. Η μεταβολή αυτή κατά τη γνώμη του θα απέτρεπε τις υπερβολές της δημοκρατίας ενώ δεν χαρακτηριζόταν από την ακρότητα της ολιγαρχίας (Η 97). Σίγουρο είναι ότι η πολιτική δράση είχε απασχολήσει τον Θουκυδίδη. Ο ίδιος εξάλλου βάζει στο στόμα του Περικλή τον βαρύ απαξιωτικό χαρακτηρισμό του «αχρείου» (Β 40) για όποιον αποφεύγει την ενασχόληση με τις υποθέσεις της πόλης. Την εποχή εκείνη, καθώς τα περισσότερα αξιώματα του δημοκρατικού πολιτεύματος απονέμονταν με κλήρωση, ένας φιλόδοξος νέος μπορούσε να επηρεάσει τα κοινά 8
αρχικά συμμετέχοντας ως ομιλητής στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου και στη συνέχεια επιδιώκοντας την εκλογή του στο αξίωμα του στρατηγού, μία από τις λίγες θέσεις που απονέμονταν με ψηφοφορία. Ως νέος σε ηλικία περίπου είκοσι πέντε με τριάντα ετών ο ιστορικός έζησε την έναρξη και τα πρώτα χρόνια του πολέμου και έλαβε μέρος στις θυελλώδεις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου κατά την αποστασία των Μυτιληναίων και την πολιορκία των Πλαταιών, έζησε τις συνεχείς επιδρομές των Λακεδαιμονίων στην ύπαιθρο της Αττικής και τον φοβερό λοιμό, από τον οποίο ασθένησε και ο ίδιος. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ Η ΕΞΟΡΙΑ ΤΟΥ Μόλις έφτασε στη νόμιμη ηλικία ο Θουκυδίδης ανέλαβε τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων στη Θράκη το 424 π.χ., καθώς οι προσωπικές σχέσεις του με την περιοχή τον καθιστούσαν τον πλέον κατάλληλο Αθηναίο για μια τέτοια αποστολή. Είναι πολύ πιθανό πριν του ανατεθεί μια τόσο σημαντική ευθύνη να είχε λάβει μέρος σε άλλες εκστρατείες. Ειδικά ο τρόπος που παρουσιάζει τις επιχειρήσεις του στρατηγού Δημοσθένη στην Αιτωλία το 426 π.χ. δίνει την εντύπωση ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας συμμετέχοντας στο εκστρατευτικό που έστειλαν οι Αθηναίοι στην περιοχή. Ίσως όμως οι πληροφορίες του Θουκυδίδη να οφείλονται σε κάποια φιλική σχέση προς τον Δημοσθένη, ο οποίος ίσως έδινε πληροφορίες στον ιστορικό καθώς οι επιχειρήσεις του παρουσιάζονται συχνά με αρκετές λεπτομέρειες. Ο ιστορικός ανέλαβε στρατιωτική διοίκηση σε ένα κρίσιμο σημείο του πολέμου. Η Αθήνα με αλλεπάλληλες επιτυχίες είχε οδηγήσει τη Σπάρτη στα όρια των δυνάμεών της. Οι επιχειρήσεις στην Πύλο και στα Κύθηρα είχαν εξασφαλίσει στους Αθηναίους πολύτιμες βάσεις στα όρια του Λακωνικού κράτους, το οποίο απειλείτο με εξέγερση των ειλώτων. Οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να ανατρέψουν την κατάσταση χάρη σε μια χαρισματική προσωπικότητα, τον Βρασίδα, ο οποίος μετέφερε τον πόλεμο στο βόρειο Αιγαίο, στην περιοχής της Αμφίπολης, πολύ κοντά στα πολύτιμα μεταλλεία χρυσού του Παγγαίου. Αποστολή του Θουκυδίδη ήταν η αποτροπή του Βρασίδα και η προστασία των μεταλλείων και των αθηναϊκών θέσεων στην περιοχή. Τα γεγονότα που ακολούθησαν περιγράφει ο ίδιος με αρκετά συνοπτικό τρόπο στο Δ βιβλίο (102-107). Ο Βρασίδας εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά στην Αμφίπολη στις όχθες του Στρυμόνα, ενώ ο Θουκυδίδης με επτά αθηναϊκά πλοία βρισκόταν στη Θάσο. Ο Θουκυδίδης έσπευσε σε βοήθεια της μικρής αθηναϊκής φρουράς που 9
προστάτευε την πόλη υπό τον στρατηγό Ευκλή, έφτασε όμως αργά. Ο Βρασίδας είχε κατορθώσει να καταλάβει την Αμφίπολη, ο Θουκυδίδης όμως διαφύλαξε για τους Αθηναίους το επίνειο της πόλης, την Ηιόνα. Η άφιξη των ενισχύσεων καθυστέρησε λόγω της κακοκαιρίας αλλά και της καθυστέρησης της φρουράς της Αμφίπολης να ειδοποιήσει τον Θουκυδίδη, ο οποίος με κατώτερες δυνάμεις κατόρθωσε να απωθήσει δύο επιθέσεις του Βρασίδα. Παρά τις προσπάθειές του όμως θεωρήθηκε υπεύθυνος για την απώλεια της Αμφίπολης και μάλιστα όχι λόγω ανικανότητας αλλά συνεννόησης με τον εχθρό. Κλήθηκε στην Αθήνα για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες αλλά θεώρησε καλύτερο να μην ριψοκινδυνεύσει και εξορίστηκε. Η δίκη εναντίον του ίσως να είχε πολιτικά κίνητρα. Αν μάλιστα ληφθεί υπ όψιν ότι εκείνη την εποχή στην πολιτική σκηνή της Αθήνας κυριαρχούσε ο δημαγωγός Κλέωνας είναι εύκολο να υποτεθεί ότι αυτός και οι οπαδοί του αναμείχθηκαν στην εκδίωξη του Θουκυδίδη. Η εξορία του ιστορικού κράτησε για είκοσι χρόνια, διάστημα στο οποίο εγκαταστάθηκε στη Θράκη, όπου είχε συγγενικούς δεσμούς και τα μεταλλεία του και αφοσιώθηκε στη συγγραφή του έργου του. Όπως ο ίδιος αναφέρει συνέλεξε πολλές πληροφορίες με προσωπική επιτόπια έρευνα, επομένως τα είκοσι αυτά χρόνια πραγματοποίησε κάποια ταξίδια σε μέρη που αποτέλεσαν θέατρο του πολέμου ή για να συναντήσει τους πρωταγωνιστές του. Το γεγονός ότι είχε φύγει από την Αθήνα του έδωσε τη δυνατότητα να επισκεφτεί και αντίπαλες πόλεις και να μιλήσει με ανθρώπους από το στρατόπεδο των Πελοποννησίων. Εξάλλου η λεπτομέρεια με την οποία παραθέτει όσα ανέφεραν διάφοροι αντίπαλοι των Αθηναίων στις δημηγορίες τους ίσως να οφείλεται στις επαφές που είχε με το αντίπαλο στρατόπεδο. Είναι πιθανό να επισκέφτηκε την Πελοπόννησο ενώ η λεπτομερής περιγραφή της τοπογραφίας των Συρακουσών έδωσε λαβή να υποτεθεί ότι έφτασε μέχρι τη Σικελία για να δει ο ίδιος το δραματικότερο πεδίο του πολέμου. Η εξορία του ιστορικού τελείωσε όταν στο τέλος του πολέμου (404 π.χ.) εκδόθηκε ψήφισμα που επέτρεπε την επιστροφή όλων των εξορίστων. Ειδικά για τον Θουκυδίδη ίσως να υπήρξε νωρίτερα ειδικό ψήφισμα, το οποίο πρότεινε στους Αθηναίους ο Οινόβιος. Είναι βέβαιο ότι ο ιστορικός επανήλθε στην πόλη του καθώς ο ίδιος αναφέρει ότι είδε κατεδαφισμένα τα τείχη του Πειραιά (Α 93), μετά όμως από σύντομη παραμονή μπορεί να υποτεθεί ότι επέστρεψε τη Θράκη, όπου ζούσε ήδη για δύο δεκαετίες. Εξάλλου είναι λογικό να υποτεθεί ότι διαφωνούσε με το καθεστώς τον τριάκοντα τυράννων που επιβλήθηκε στην πόλη αρχικά αλλά και με τη δημοκρατία 10
που το διαδέχθηκε και δεν έμοιαζε στη δημοκρατία του Περικλή. Ο ακριβής χρόνος και τόπος του θανάτου του είναι άγνωστος. Από μια αναφορά που κάνει για τον βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο, του οποίου τη βασιλεία αντιμετωπίζει ως τελειωμένη, προκύπτει ότι ζούσε το 399 π.χ., έτος θανάτου του Αρχέλαου. Δεν υπάρχει όμως καμία αναφορά στην ανοικοδόμηση των τειχών από τον Κόνωνα το 394 π.χ., οπότε μπορεί να υποτεθεί ότι εκείνο το έτος ο Θουκυδίδης ήταν νεκρός. Ίσως να ήταν νεκρός ήδη από το 396 π.χ. καθώς δεν αναφέρει τη μεγάλη έκρηξη της Αίτνας που συνέβη εκείνη τη χρονιά στην παρέκβαση που κάνει για το ηφαίστειο και τις εκρήξεις του (Γ 116). Πεθαίνοντας άφησε το έργο του ημιτελές. Η διήγηση σταματά απότομα το 411 π.χ., ενώ το Η βιβλίο δεν περιλαμβάνει δημηγορίες, οι οποίες είναι το κυριότερο γνώρισμα του τρόπου γραφής του Θουκυδίδη και διανθίζουν όλο το υπόλοιπο έργο του. Η παράδοση αναφέρει την ύπαρξη μιας κόρης του μεγάλου ιστορικού, η οποία συντήρησε και διαφύλαξε τα γραπτά του, ενώ υποστηρίχθηκε ότι προέβη ακόμα και σε παρεμβάσεις και προσθήκες στο κείμενο. Το έργο του Θουκυδίδη έχει όλα τα στοιχεία που δικαιολογούν το χαρακτηρισμό του ως κλασσικό. Ο λιτός και περιεκτικός τρόπος παρουσίασης του Πελοποννησιακού πολέμου και η ανάδειξη των επιμέρους γεγονότων σε αιώνια παραδείγματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθιστούν τη συγγραφή του αιώνιο κτήμα, όπως επιθυμούσε ο ίδιος. Ο Θουκυδίδης υπήρξε ένα γνήσιο τέκνο της εποχής του και επηρεάστηκε από το πνεύμα λογικής και αμφισβήτησης των σοφιστών, χωρίς όμως να καταλήξει στο μηδενισμό και στην τυχοδιωκτική νοοτροπία του Αλκιβιάδη. Αντίθετα προσπάθησε να εντοπίσει αντίστοιχους με τους φυσικούς νόμους σε αξία και βαρύτητα κανόνες οι οποίοι ελέγχουν μια από τις σημαντικότερες πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, την επιδίωξη της δύναμης. Η δύναμη στο έργο του αποτελεί τη σπουδαιότερη κινητήρια δύναμη της πολικής πρακτικής, και όταν ο Θουκυδίδης αναφέρεται στην πολιτική επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στις επαφές και συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες πόλεις, υποτάσσοντας στις εξωτερικές σχέσεις την εσωτερική πολιτική δραστηριότητα. Το έργο του αποτελεί καταγραφή σύγχρονων με αυτόν γεγονότων, όχι στοιχείων του παρελθόντος. Ο τίτλος του ιστορικού όμως του ανήκει απόλυτα καθώς τα γεγονότα τίθενται στο κέντρο της προσοχής του και ερμηνεύονται ιστορικά, με βάση την αφετηρία τους και τις απώτερες συνέπειές τους. Υπήρξε παράλληλα ένας μεγάλος πολιτικός νους, ο πρώτος που αντιμετώπισε με επιστημονικά κριτήρια το πολιτικό φαινόμενο, πάντα όμως από ιστορική πλευρά, καθώς σε αντίθεση με πολλούς μεταγενέστερους δεν 11
εκμεταλλεύτηκε την ιστορία για να στηρίξει μια πολιτική θέση, αλλά αξιοποίησε την πολιτική για να γράψει ιστορία. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (1) Θουκυδίδης: ΙΣΤΟΡΙΑ (2) Κ. Δ. Γεωργούλης: λήμμα ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΛΙΟΥ, Αθήνα. (3) Werner Jaeger: ΠΑΙΔΕΙΑ, Εκδόσεις «Παιδεία», Αθήνα, 1968. (4) Albin Lesky: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1990. (5) T. A. Sinclair: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΕΩΣ, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1969. 12