ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΡΓΑΤΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ (1870-1922)



Σχετικά έγγραφα
Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

3 Τοποθετήσεις Διευθυντών/ντριών Διευθύνσεων και Προϊσταμένων Γραφείων για τα έτη 1982, 1983, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1995, 1997,

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίμηνο 2006

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2005

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2017 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Βιομηχανική Επανάσταση. 6η διάλεξη

ΟΜΑ Α Α ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας Γ Λυκείου Κλάδος Οικονομίας. Διδακτική ενότητα: H ελληνική οικονομία μετά την επανάσταση

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2003

Πίνακας 2: Η ιάρθρωση της Απασχόλησης κατά Τµήµα στα Ελληνικά Ξενοδοχεία Ποσοστό απασ χολο

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2002 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΟΜΑ Α Α

Μερική απασχόληση γυναικών

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2009

Πειραιάς, 17 Σεπτεμβρίου 2009 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Β τρίμηνο 2009

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΑΡΚΕΙΑ : 3 ΩΡΕΣ. Επιμέλεια : Ιωάννα Καλαϊτζίδου

Δεκέμβριος ο Ενημερωτικό Σημείωμα

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2007

1. Γυναίκα & Απασχόληση

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2018 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

O A E Δ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2011 «ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΡΟΕΣ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ»

ΖΗΤΗΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΧΙΟΥ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ Β. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΕΝΗ ΝΙΝΑ-ΠΑΖΑΡΖΗ ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

δίπλα στον αριθμό που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση.

A. ΠΗΓΕΣ &ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Γ τρίµηνο 2007

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ B τρίµηνο 2004

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

σωβινιστικός: εθνικιστικός

Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας & Ανθρώπινου Δυναμικού (Ε.Ι.Ε.Α.Δ Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας

ΘΕΜΑ Α. α)εθνικές. ελληνικού. μέσω της. ανερχόταν. β) Μεγάλη. Ιδέα. ύση. Το (ΜΟΝΑ ΕΣ 20) ΘΕΜΑ Β 1. α. 3. δ 4. σελ. 18. » 5. α. 7. α.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Α Τρίμηνο 2013 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 13 Ιουνίου 2013

2 Η απασχόληση στο εμπόριο: Διάρθρωση και εξελίξεις

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Β Τρίμηνο 2010 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 16 Σεπτεμβρίου 2010

Σάββατο, 01 Ιουνίου 2002 ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑ Α Α

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ. Παρουσίαση του προβλήματος της λαθρομετανάστευσης στην Κύπρο:

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2004

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓ. ΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Γ Τρίμηνο 2016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 15 Δεκεμβρίου 2016

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

4. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

ΕΡΕΥΝΑ ΧΡΗΣΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ, ΕΤΟΥΣ 2007 ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίµηνο 2005

ΟΜΑ Α Α ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ (ΕΣΥΕ)

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Κ.Ε.) ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΥΨΗΛΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ (Ν. 4071/2012)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Α Τρίμηνο 2011 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 16 Ιουνίου 2011

Συντοµογραφίες 11 Πρόλογος 13 Εισαγωγή 15

Φλώρινα, Δεκέμβριος 2012 Η εξωτερική μετανάστευση από και προς τη Δυτική Μακεδονία στην περίοδο και οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας

ΓυμΚαρλ1. 1ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Στατιστικής. Περιφερειακή Ενότητα Σάμου. Δημόπουλος Ρένος Λεκιώτη Νεφέλη Μαρμαράς Ηλίας

ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ (ΕΣΥΕ) ΤΙΤΛΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΟΣ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ: Γ Τρίµηνο 2013 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 19 εκεµβρίου 2013

ΖΗΤΗΣΗ ΕΙ ΙΚΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ Ι ΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Οικονοµικές δραστηριότητες στον χώρο

Μεταβολή αριθμού μαθητών από την Β' Λυκείου ( ) στην Γ' Λυκείου (το )

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ B ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2013 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΙΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - AD HOC MODULE 2015

Ταυτότητα της έρευνας

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Θεσσαλίας

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. σε χιλιάδες

ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΞΕΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ηµογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στις περιφέρειες της Ελλάδας

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ. Η ΠΕΤΑ Α.Ε. τηρεί το Μητρώο των Δημοτικών Επιχειρήσεων της Αυτοδιοίκησης Α

Κάθε οικονομία έχει ένα ορισμένο μέγεθος πληθυσμού. Για

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ TOT ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΤΑ ΑΕΙ ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΑΒΣΘ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ερευνητική εργασία ( Project) Α Λυκείου. Καταγραφή επαγγελμάτων των γονέων των μαθητών της Α Λυκείου και κατανομή τους στους τρεις τομείς παραγωγής

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ: Τρίµηνο 2011 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 15 Μαρτίου 2012

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ A ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2013 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Συμμετοχή σε Εκπαίδευση και Κατάρτιση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 26 Απριλίου 2018 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2016

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2006 Πειραιάς, 15 Μαρτίου 2007

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

Hλίας Αθανασιάδης * Συγκριτική θέση της Ηπείρου ως προς τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας με κριτήριο τους δείκτες ευημερίας

Στη Μινωική Κρήτη απεικονίζονται χοροί με μορφή λιτανείας ή πομπής.οι αρχαίοι Έλληνες προκειμένου να μιλήσουν για το χορό, χρησιμοποιούσαν

Γραφείο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Πληροφόρησης Νέων Δήμου Ρεθύμνης

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Γ τρίµηνο 2008

ΤΟ ΚΡΑΧ ΤΗΣ WALL STREET

M.B.A. EXECUTIVE ΓΕΩΡΓΟΥΔΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝ ΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ: Τρίµηνο 2015 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 17 Μαρτίου 2016

ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

Transcript:

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΡΓΑΤΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ (1870-1922)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΣΠΥΡΟΣ I. ΑΣΔΡΑΧΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟς Ε. ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗς ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ Αχαρνών 417, Τ.Θ. 1048, 111 43 Αθήνα, τηλ. 210-25 99 485 και 210-25 99 302 ISBN 960-7138-28-7

ΖΙΖΗ ΣΑΛΙΜΠA ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΡΓΑΤΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ (1870-1922) ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ 37 ΚΕΝΤΡΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΑΘΗΝΑ 2002 Ε.Ι.Ε.

Στον Θόδωρο

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Το πρωί απλώνονταν στην παραλία για να ρουφήξουν τον ήλιο που έλειπε από τη μακρινή πατρίδα τους σώματα στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο που ανέδιναν όλα ακριβώς την ίδια μυρωδιά καρύδας. Το βράδυ φορούσαν όλες το ίδιο μαύρο φουστάνι, που δεν είχε όμως καθόλου να κάνει με το κομψό «μικρό μαύρο φουστάνι». Τα βαριά σκουλαρίκια που κρέμονταν από τ' αυτιά τους, οι γυαλιστερές πέρλες και οι χρυσές αλυσίδες εξαφάνιζαν κάθε ίχνος κομψότητας από την εμφάνισή τους. Θυμάμαι και τον ήχο που έβγαινε από τις κάτασπρες, πάντα καλογυαλισμένες γόβες τους με το φαγωμένο τακούνι-στιλέτο" ήταν βαρύς και ρυθμικός καθώς έβγαιναν πάντα ομάδες-ομάδες. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '80, που τα κορίτσια των εργοστασίων του Λίβερπουλ και του Μάντσεστερ έρχονταν με τις βραδινές πτήσεις charter στο αεροδρόμιο της Ρόδου και μετά προωθούνταν προς τη Λίνδο για ολιγοήμερες διακοπές. Η εικόνα αυτή επανερχόταν συχνά-πυκνά στη μνήμη μου. Μια μνήμη χωρίς καμιά ιδιαίτερη απεικόνιση για τις αντίστοιχες γυναίκες-εργάτριες του τόπου μου, παρεκτός για κάποιες μεσόκοπες, κουρασμένες γυναίκες που εμφανίζονταν στις διαδηλώσεις και μερικές πωλήτριες, πρώην εργάτριες, που συναντούσα στο πρατήριο του εργοστασίου, όταν πήγαινα στις αρχές του '70 για να αγοράσω φθηνά πλεκτά στη Ν. Ιωνία. Κι όμως, προέρχομαι από μια γενιά που πέρασε από κόμματα και συνδικάτα, με ατέλειωτες ώρες συζητήσεων για την εργατική τάξη και το «δίκαιο του εργάτη». Κι όμως, εκτός από μια ιστορία των «ταξικών και συνδικαλιστικών αγώνων», όπου ως δρώντα υποκείμενα έμπαιναν και οι «συντρόφισσες», δεν διέθετα κανένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς για την εικόνα της εργάτριας στον καθημερινό χρόνο και χώρο μέσα στον ανθρώπινο περίγυρο. Έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με το παρελθόν της, να αναζητήσω τα ίχνη της και να αποπειραθώ να βάλω σε τάξη όλα αυτά τα σκορπισμένα δώθε και κείθε θραύσματα της μνήμης. Η εργασία αυτή έχει ως αντικείμενο την ιχνογράφηση της φυσιογνωμίας της ελληνίδας εργάτριας από την εμφάνισή της στον κόσμο της μισθωτής εργασίας ως τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων στην

Ελλάδα το 1922, χρονολογία κατά την οποία αλλάζει το κοινωνικό σκηνικό στις ελληνικές πόλεις. Όταν αρχίζουν τα πρώτα φουγάρα των εργοστασίων να ξεφυτρώνουν έναένα σαν τα μανιτάρια στον Πειραιά και η Αθήνα να αποκτά σιγά-σιγά τα χαρακτηριστικά ευρωπαϊκής μεγαλούπολης, τότε εμφανίζονται επί της οθόνης του ιστορικού γίγνεσθαι οι πρώτες εργάτριες. Είμαστε στα 1870. Μέσα από το καλειδοσκόπιο του ανθρώπινου συρφετού της ελληνικής πόλης οι εργάτριες αρχίζουν να ξεχωρίζουν, βγαίνοντας από το σταθμό του τρένου στον Πειραιά, αγοράζοντας κλωστές από τα εμπορικά μαγαζιά της Αθήνας ή βαδίζοντας με γοργό βήμα για να φθάσουν εγκαίρως στα εργοστάσια που βρίσκονται στις παρυφές της Ερμούπολης. Ποιες ήταν αυτές οι νεοφερμένες γυναίκες; Από πού προέρχονταν; Πώς εντάσσονταν στον κόσμο του καθημερινού μόχθου; Πώς αξιοποιούσαν τον καθημερινό χρόνο τους; Ποιες ήταν οι συλλογικές αναπαραστάσεις των άλλων γι' αυτές; Αυτά και άλλα ερωτήματα τίθενται σ' αυτήν εδώ τη μελέτη. Θα πρέπει, ωστόσο, να εκφράσω τους φόβους μου ότι ο αναγνώστης πιθανόν να μην βρίσκει πάντα επαρκείς απαντήσεις. Εκτός από τις υπερβάσεις ή τις μη υπερβάσεις των δυνατοτήτων που διαθέτει ο κάθε ερευνητής, ελλοχεύει πάντα η «ένδεια των πηγών». Και όταν εστιάζουμε τον φακό μας στις γυναίκες, η ένδεια μεταμορφώνεται σε σιωπή. Οι γυναίκες-εργάτριες δεν μιλούν οι ίδιες για τον εαυτό τους, δεν γράφουν για το παρελθόν τους. Δεν διαθέτουμε αναλυτικές μελέτες. Τα ποσοτικά στοιχεία λειτουργούν κάποιες φορές σαν παραμορφωτικοί φακοί και μας εμποδίζουν να ψηλαφίσουμε την εικόνα της εργάτριας. Υπάρχει ακόμα μια ιδεολογική φόρτιση στην ιστορία του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος που οδηγεί σε υπεραπλουστεύσεις, εξαλείφοντας τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του προφίλ της ίδιας της εργάτριας. Οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν ως βασικό υλικό για να απεικονίσουμε τη φυσιογνωμία της εργάτριας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία ήταν ποικίλες, ετερογενείς και διάσπαρτες. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για δημιουργήματα των «άλλων», των κρατικών φορέων και των υποκειμένων της αστικής τάξης που εμπλέκονταν στο ανθρώπινο περιβάλλον της. Η εικόνα της εργάτριας σχηματίζεται τις περισσότερες φορές με τη διαμεσολάβηση τρίτων. Ο φακός την εντοπίζει διαρκώς να διαπλέκεται με άλλα κοινωνικά μορφώματα και σε αυτήν εστιάζει τις περισσότερες φορές έξω από τον αυτόν καθ' αυτόν εργατικό κόσμο, προκειμένου να καταδείξει το είδωλο της μέσα από τις διαφορετικότητες των συμπεριφορών και των νοοτροπιών άλλων κοινωνικών ομάδων. Με κριτήριο την αποστασιοποίηση των πηγών από ιδεολογικά σχήματα και συστήματα αξιών, μπορούμε να χωρίσουμε τις πηγές σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στις αποστασιοποιημένες και σ' αυτές που διαχειρίζονται τον λόγο

περί της γυναικείας εργασίας. Έτσι, από τη μια πλευρά έχουμε τις απογραφές, τις στατιστικές, τους νόμους και τα βασιλικά διατάγματα, ενώ από την άλλη έχουμε τα καταστατικά και τις λογοδοσίες των φιλανθρωπικών συλλόγων που ασχολούνται με την εργάτρια, τις εκθέσεις του προσωπικού Επιθεωρήσεως Εργασίας «επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων», τα άρθρα στον τύπο και τα περιοδικά που σχολιάζουν τη γυναικεία εργασία, αλλά και τα αστυνομικά δελτία των εφημερίδων που αναφέρονται στην ίδια την εργάτρια μέσα από γεγονότα που ξεπερνούν τα όρια της καθημερινότητας. Τα γραπτά ίχνη τα οποία αφήνουν οι εργάτριες στα αρχεία, συνιστούν την πολυτιμότερη και βασικότερη πηγή προκειμένου να μελετηθεί και να αναδειχθεί η φυσιογνωμία τους. Τα αρχεία αυτά, όμως, έχουν τη δική τους λογική και οι πληροφορίες που δίνουν δύσκολα μπορούν να καταχωρηθούν στη μία ή την άλλη κατηγορία. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνω ότι κατά την περίοδο της έρευνας το αρχείο της κλωστοϋφαντουργίας των Αφών Ρετσίνα, το οποίο σώζεται στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ήταν αταξινόμητο και μη προσβάσιμο, γι' αυτό και δεν μελετήθηκε. Το διαρκές πέρασμα από την αντικειμενικότητα των αριθμών στην υποκειμενικότητα που παράγουν τα πρόσωπα-διαχειριστές του λόγου περί της εργάτριας και αντίστροφα, με οδήγησε στην περιγραφή των οικονομικών μηχανισμών στους οποίους εντάσσεται η γυναικεία εργασία και στην ερμηνεία νοοτροπιών και συμπεριφορών. Το εγχείρημά μου στηρίζεται στην παρακάτω υπόθεση: Η εργάτρια, μια νέα συλλογική φυσιογνωμία, συγκροτείται μέσα από τις διαδικασίες μετάβασης από τον αγροτικό κόσμο, τον αγροτικό χρόνο, το αγροτικό σύστημα παραγωγής στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Η φυσιογνωμία της εργάτριας εντάσσεται μέσα σ' ένα σύστημα αξιών, δημιούργημα των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Υπακούει σε ρόλους και υποτάσσεται στα στερεότυπα μιας κοινωνίας με ηθικολογικά πρότυπα. Οι συλλογικές αναπαραστάσεις δημιουργούν τη συνθετότητα του ειδώλου της εργάτριας από διαφορετικές οπτικές γωνίες: επαγγελματική ιδιότητα, οικογενειακή κατάσταση, εξωτερική εμφάνιση, βαθμός εκπολιτισμού. Στο πρώτο κεφάλαιο θα περιγραφούν οι διαδικασίες σχηματισμού του γυναικείου εργατικού δυναμικού στη νεοελληνική πόλη. Με τη βοήθεια ποσοτικών στοιχείων θα δείξω την έκταση που είχε λάβει το φαινόμενο της γυναικείας εργασίας κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται η μελέτη μου. Στο δεύτερο κεφάλαιο της μελέτης η προσοχή θα εστιασθεί στους χώρους εργασίας και στο εργασιακό καθεστώς της εργάτριας για τον κάθε βιομηχανικό-βιοτεχνικό κλάδο ξεχωριστά. Το τρίτο κεφάλαιο αφορά στο «(βλέμμα των άλλων» για την εργάτρια. Μέσα από τα άρθρα των εφημερίδων και των περιοδικών, μέσα από το φιλαν-

φιλανθρωπικό λόγο και τη φιλανθρωπική δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα γυ κεία σωματεία θα δούμε τις συλλογικές αναπαραστάσεις των άλλων γι' αυτήν. Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται το πλαίσιο λειτουργίας και η οργανωτική δομή των χειροτεχνικών εργαστηρίων τα οποία ιδρύουν γυναικείοι σύλλογοι με στόχο την εξειδίκευση των απόρων γυναικών στις γυναικείες τέχνες για την άρση του επαγγελματικού αδιεξόδου που δημιουργεί η έλλειψη τεχνικής εκπαίδευσης. Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζονται τα φιλανθρωπικά σχήματα τα οποία επικεντρώνουν τη δραστηριότητά τους στην καταπολέμηση της αμάθειας των «γυναικών και κορασιών του λαού» με την ίδρυση των Κυριακών Σχολείων. Μέσα από τα Κυριακά Σχολεία αναπτύσσεται για τις γυναίκες μια ολόκληρη διαδικασία μετασχηματισμού της μόρφωσης σε επαγγελματική κατάρτιση, αφού με την πάροδο του χρόνου τα ιδρύματα αυτά από σχολεία μετατρέπονται σιγάσιγά σε σχολές εκμάθησης επαγγελμάτων, προκειμένου να διευρυνθεί ο επαγγελματικός ορίζοντας των γυναικών. Στο έκτο κεφάλαιο θα παρουσιασθούν οι συνθήκες ζωής της εργάτριας. Θα εισέλθουμε στον ιδιωτικό της βίο προκειμένου να ολοκληρώσουμε τη συγκρότηση της φυσιογνωμίας της. Το παράρτημα απαρτίζεται καταρχάς από πίνακες οι οποίοι συντελούν στην αποτύπωση της γυναικείας εργασίας με την παροχή ποσοτικών στοιχείων. Ακολουθούν οι πίνακες που αφορούν τα φιλανθρωπικά σχήματα, διαφωτίζουν τον τρόπο λειτουργίας τους με πολύτιμες πληροφορίες για τα έσοδα και έξοδα που αυτά πραγματοποιούν. Το παράρτημα περιέχει ακόμη κατάλογο των μελών του Συλλόγου Γυναικών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως. Στον πίνακα αυτό καταγράφονται, επίσης, πληροφορίες για την καταγωγή των γυναικώνμελών του. Η εργασία αυτή, με ορισμένες αλλαγές που έγιναν, αποτελεί τη διδακτορική διατριβή μου, την οποία υποστήριξα τον Φεβρουάριο του 1999. Θα ήθελα να ευχαριστήσω εκείνους που μου συμπαραστάθηκαν στη μακρόχρονη αυτή περιπέτεια. Ευχαριστώ τον καθηγητή μου Σπύρο Ασδραχά που δέχτηκε να τη διευθύνει και με παρότρυνε να την ολοκληρώσω. Τον Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη για το χρόνο που μου αφιέρωσε, ακούγοντας και προσπαθώντας να δώσει λύσεις στα ερωτήματά μου, άλλοτε συζητώντας και άλλοτε εντοπίζοντας πολύτιμο υλικό για τη μελέτη μου. Τον καθηγητή Χρήστο Λούκο που δεν δίστασε κι αυτός με τη σειρά του να θέσει στη διάθεση μου δυσπρόσιτα αρχειακά έγγραφα και έντυπα. Τον καθηγητή Μιχάλη Κοπιδάκη για τον ευρηματικό τρόπο προσέγγισης της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής μέσα από τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Τα μέλη της Επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου Ελληνικής Νεολαίας που δέχθηκαν να συμπεριλάβουν τη μελέτη αυτή στη σειρά των ερευνών και εκδόσεων του ΙΑΕΝ. Το Μάνο Χαριτάτο και τους συνεργάτες τού

ΕΛΙΑ που πάντα είναι πρόθυμοι, ακόμη και εκτός ωραρίου, να προσφέρουν αρχειακό υλικό στο οποίο στηρίχθηκε ένα μεγάλο μέρος της εργασίας μου. Τον Χρίστο Μανουσαρίδη για τις τυπογραφικές του υποδείξεις. Τον Γιώργο Κέη για τη συμβολή του στην εύρεση βιογραφικών στοιχείων για τις γυναίκες που συμμετείχαν στα φιλανθρωπικά σχήματα. Ευχαριστώ θερμά την Ελένη Μολφέση, το Μανώλη Βουρλιώτη, τη Λία Παπαδάκη και την Έλλη Κραββαρίτη που γνώρισαν από κοντά, άκουσαν και συμμετείχαν σ' αυτό το εγχείρημα και ακόμα τη Μαρία Μαυροειδή για την ευσυνείδητη επιμέλεια του βιβλίου αυτού. Ζητώ εκ των υστέρων συγγνώμη από την οικογένειά μου, τον Θόδωρο, την Αλεξάνδρα και τη Μελισσάνθη, για το χρόνο που τους στέρησα - τους ευχαριστώ από καρδιάς που δέχθηκαν να είναι συνταξιδιώτες μου στη δύσκολη αυτή διαδρομή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ (1870-1922)

Η είσοδος των γυναικών ως δρώντων υποκειμένων στον οικονομικό χώρο όπου κυριαρχεί η μισθωτή εργασία, ταυτίζεται με την εντατικοποίηση της μετανάστευσης προς την πόλη. Για να μελετήσουμε τη διαμόρφωση του επαγγέλματος της εργάτριας επιβάλλεται να ανατρέξουμε στους μηχανισμούς που συγκροτούν τη γυναικεία εργατική δύναμη στην ελληνική πόλη. Με δεδομένες τις ελλείψεις και τα προβλήματα αξιοπιστίας και ανομοιογένειας που παρουσιάζουν οι διαθέσιμες στατιστικές, θα επιχειρήσω να απαντήσω στα ακόλουθα ερωτήματα: πώς διαμορφώνεται αυτή η τάση εισροής των γυναικών στην πόλη, ποιος είναι ο τόπος προέλευσης και με ποια κριτήρια επιλέγουν οι γυναίκες αυτές το επάγγελμα της εργάτριας. Επιπλέον, η απόδοση με ποσοτικά στοιχεία της εξέλιξης του γυναικείου εργατικού πληθυσμού θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις διαστάσεις που είχε λάβει το φαινόμενο της γυναικείας μισθωτής εργασίας στην ελληνική κοινωνία την εποχή της μελέτης μας. 1. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Ο υπερδιπλασιασμός της εδαφικής έκτασης της Ελλάδας που συντελείται ανάμεσα στις δύο ακραίες χρονολογίες του πεδίου παρατήρησης (1870-1922), έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού της χώρας από 1.457.894 κατοίκους (754.176 άνδρες και 703.718 γυναίκες) σε 5.021.790 (2.497.870 άνδρες και 2.523.920 γυναίκες). Στα στοιχεία αυτά δεν συμπεριλαμβάνεται ο αριθμός των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Ταυτοχρόνως σημειώνεται και αύξηση του αστικού πληθυσμού της χώρας. Ο αστικός πληθυσμός, από 14% επί του συνολικού πληθυσμού που ήταν το 1879, φθάνει το 27 % το 1920. 1 Το φαινόμενο 1. Στον αστικό πληθυσμό περιλαμβάνονται οι οικισμοί με πληθυσμό άνω των 5.001 κατοίκων, βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής τον πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928, τ. II, Αθήναι 1932 και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα 1992, σ. 165.

αυτό παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας και του Πειραιά. Από 60.000 κατοίκους που έχει το συγκρότημα το 1870, οι οποίοι αποτελούν το 4% επί του συνολικού πληθυσμού, φθάνει τους 453.000 το 1920, δηλαδή το 8,19 % επί του συνολικού πληθυσμού. Κατά το ίδιο διάστημα αυξάνεται ο πληθυσμός των πόλεων που χαρακτηρίζονται ως θαλάσσιοι κόμβοι εξαγωγής αγροτικών προϊόντων της ενδοχώρας. Η Πάτρα που εξάγει σταφίδα, από 16.000 κατοίκους (1 % επί του εθνικού πληθυσμού) το 1870, φθάνει τους 30.000 (1,03%) το 1920. Τις ίδιες χρονιές αντίστοιχα, η Καλαμάτα που εξάγει σταφίδα, λάδι και σύκα, από 11.000 κατοίκους (0,4% επί του εθνικού πληθυσμού), φθάνει τους 20.000 (0,4%). Ο Βόλος που εξάγει δημητριακά και καπνό, από 11.000 (0,4% επί του συνολικού πληθυσμού) το 1889 (μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα), το 1920 φθάνει τους 30.000 κατοίκους (0,6%). Παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός των πόλεων αυτών αυξάνεται σε απόλυτους αριθμούς, παρατηρούμε ότι σε ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού παραμένει στάσιμος, με εξαίρεση το Βόλο. Οι μεταποιητικές μονάδες του Βόλου κλωστήρια, αλευρόμυλοι, καπναποθήκες, καπνεργοστάσια αποτελούν πόλο έλξης για τους κατοίκους της θεσσαλικής ενδοχώρας. Στην Ερμούπολη της Σύρου, κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, η οποία αποτέλεσε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα το κυριότερο αστικό κέντρο μετά την Αθήνα, 2 παρατηρείται το φαινόμενο της συρρίκνωσης του πληθυσμού από 21.000 κατοίκους (1,4% επί του συνολικού πληθυσμού) το 1870, σε 19.000 (0,4%) το 1920. Οι κυριότερες αιτίες της παρακμής της είναι ο εκτοπισμός της ιστιοφόρου ναυτιλίας από την ατμοκίνητη, η διακοπή των εμπορικών συναλλαγών με τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μ. Ασία, η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου το 1893 και η ανάπτυξη της Αθήνας και του Πειραιά. 3 Τα στοιχεία μας δίνουν την εικόνα συγκέντρωσης του πληθυσμού στις πόλεις: η διαδικασία αυτή συντελείται με ιδιαίτερη ταχύτητα στο συγκρότημα της πρωτεύουσας, ενώ τα υπόλοιπα εμπορικά-μεταποιητικά κέντρα εξελίσσονται 2. Για την ανάπτυξη της Ερμούπολης βλ. Χριστίνα Αγριαντώνη - Αγγελική Φενερλή, Ερμούπολη - Σύρος. Ιστορικό οδοιπορικό, Ερμούπολη - Αθήνα 1999. 3. Για την εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στην Ερμούπολη βλ. Τιμολέων Αμπελάς, Ιστορία της νήσου Σύρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς, Ερμούπολη 1874 (ανατύπωση Χρ. Α. Καλημέρης, Ερμούπολη 1998)" Emile Y. Kolodny, «Ερμούπολις - Σύρος. Γέννησις και εξέλιξις μιας ελληνικής νησιωτικής πόλεως», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. Η' (1969-1970), σ. 249-286" Χριστίνα Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1986, σ. 84-98 Βασίλης Καρδάσης, Σύρος. Σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου (1832-1857), Αθήνα 1987" Χρήστος Λούκος, «Μια ελληνική πόλη σε παρακμή: η Ερμούπολη το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα», Νεοελληνική πάλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, τ. Β', Αθήνα 1985, σ. 591-601.

με μεγάλη βραδύτητα ή περνάνε στη διαδικασία της πληθυσμιακής μείωσης. Ας περάσουμε τώρα στην εξέλιξη του ενεργού πληθυσμού, προκειμένου να ανιχνεύσουμε τη συμμετοχή των γυναικών στο σχηματισμό του εργατικού δυναμικού στις πόλεις. 2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση των ποσοτικών στοιχείων για την εξέλιξη του ενεργού πληθυσμού, οι παρακάτω διευκρινίσεις θεωρούνται αναγκαίες. Καταρχάς οι επίσημες απογραφές του ενεργού πληθυσμού περιλαμβάνουν άτομα ηλικίας 10 ετών και άνω. Μέχρι το 1907 οι απογραφές δεν απεικονίζουν τη διάρθρωση του ενεργού πληθυσμού κατά φύλο. Η καταγραφή του ενεργού πληθυσμού κατά επαγγέλματα διέφερε από απογραφή σε απογραφή τόσο ως προς την επαγγελματική κατηγορία που υπαγόταν το καθένα από αυτά όσο και ως προς το αντικείμενο του επαγγέλματος, το οποίο δεν καθορίζεται σαφώς και με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις απογραφές. Ο παρακάτω πίνακας θα μας βοηθήσει να σχολιάσουμε την εξέλιξη του γυναικείου ενεργού πληθυσμού από το 1907 έως το 1920. ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Διαχρονική εξέλιξη του οικονομικά ενεργού πληθυσμού κατά φύλο (1907,1920) Φύλο Ολικός πληθυσμός Ενεργός πληθυσμός Ποσοστό % Έτος 1907 Άνδρες 1.324.942 678.718 92,25 Γυναίκες 1.307.010 57.052 7,75 Σύνολο 2.631.952 735.770 100,00 Έτος 1920* Άνδρες 2.497.870 1.391.104 86,40 Γυναίκες 2.523.920 219.188 13,60 Σύνολο 5.021.790** 1.610.286 100,00 * Το 1920 έχουν ήδη προσαρτηθεί η Μακεδονία, η Θράκη, η Ήπειρος, η Κρήτη, τα νησιά του ΒΑ. Αιγαίου με την Ίμβρο και την Τένεδο. ** Μεταγενέστεροι υπολογισμοί: Άνδρες 2.495.316+Γυναέκες 2.521.573 = 5.016.889. Πηγή: Ε. Μακρής, Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός και η απασχόλησις αυτού, Στατιστικαί μελέται 1821-1971, Αθήνα 1972, σ. 208. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των απογραφών έχουμε αύξηση του συνολικού πληθυσμού από το 1907 ως το 1920 κατά 91 % και αύξηση του ενεργού

γού πληθυσμού κατά 218%. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση της εδαφικής έκτασης της χώρας, η οποία συνεπάγεται και αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού. Πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη μας ότι κατά το διάστημα της πολεμικής περιόδου 1912-1922 σημειώνονται μετακινήσεις και ανταλλαγές πληθυσμών. Στην Ελλάδα καταφθάνουν Έλληνες από την Τουρκία, τη Βουλγαρία και τη Ρωσία. Ειδικότερα ο υπερδιπλασιασμός του ενεργού πληθυσμού μπορεί, νομίζω, να αποδοθεί στο γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού από ης προσαρτηθείσες περιοχές (Μακεδονία, Θράκη) και οι εξ ανταλλαγών αφιχθέντες πρόσφυγες απασχολούνται αφενός στον τομέα της μεταποίησης και αφετέρου στη διεύρυνση της ομάδας των «παραγωγικών ηλικιών». Το γυναικείο ποσοστό στον ενεργό πληθυσμό από 7,75% που ήταν το 1907, φθάνει στα 13,60% το 1920. Η αύξηση του γυναικείου ενεργού πληθυσμού συνδέεται με τη διεύρυνση της γυναικείας συμμετοχής στην παραγωγή. 3. ΟΙ ΑΠΟΓΡΑΦΕΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΡΙΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ - ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ Στο χρονικό πλαίσιο της μελέτης μου αξιοποίησα τα στοιχεία των απογραφών του 1870 και του 1907, καθώς και αυτά της απογραφής βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκε το 1920. Διαπίστωσα ότι για την αριθμητική αποτίμηση της γυναικείας εργασίας υπάρχουν δυσκολίες και προβλήματα, τα οποία οφείλονται άλλοτε στην ελλιπή καταγραφή των ποσοτικών στοιχείων και άλλοτε στην αδυναμία σύγκρισης μεταξύ των απογραφών. Καταρχάς ένας μεγάλος αριθμός εργαζόμενων γυναικών διαφεύγει από τις στατιστικές. Πρόκειται για γυναίκες, κόρες και συζύγους των εργοδοτών, αλλά και για άλλες που εργάζονται «ατύπως» χωρίς να έχουν σχέση μισθωτής εργασίας. Η κατ' οίκον εργασία δεν καταγράφεται στις στατιστικές. Οι πηγές σιωπούν για τις γυναίκες που απασχολούνται εποχιακά ή γι' αυτές που για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους ασκούν ταυτόχρονα δύο επαγγέλματα. Η σιωπή των πηγών αναφορικά με την παράθεση ποσοτικών στοιχείων για τις εργαζόμενες γυναίκες δεν είναι ελληνικό φαινόμενο - ακόμη και στην Αγγλία, στη χώρα όπου η γυναικεία εργασία γνωρίζει τη μεγαλύτερη εξάπλωση, η καταγραφή τους είναι ελλιπής. 4 Ως προς τη σύνθεση του γυναικείου ενεργού πληθυσμού κατά κλάδους δραστηριότητας, από τις απογραφές μπορούμε να αντλήσουμε μόνο κάποιες ενδεικτικές πληροφορίες, γιατί, όπως σημειώσαμε παραπάνω, κάθε φορά χρησιμοποιούν 4. Για τα αγγλικά δεδομένα, βλ. Peter Hennock, Fit and Proper Persons: Ideal and Reality in Nineteenth Century Local Government, Λονδίνο 1973.

ποιούνται διαφορετικά κριτήρια κατάταξης του πληθυσμού στις ποικίλες κατηγορίες επαγγελμάτων. Από τον Πίνακα 2, ο οποίος μας δίνει από τις απογραφές του 1907 και του 1920 τον πληθυσμό άνω των 10 ετών κατά φύλο και κατά κλάδο δραστηριότητας, θα αντλήσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ενώ στην απογραφή του 1907 οι γυναίκες που απασχολούνται στη «Γεωργία - Κτηνοτροφία» και «Θήρα - Αλιεία» είναι 6.992, στην απογραφή του 1920 φθάνουν τις 108.775. Είναι φανερό ότι η διόγκωση της γυναικείας απασχόλησης στους τομείς αυτούς οφείλεται στα διαφορετικά κριτήρια κατάταξης ανάμεσα στις δύο απογραφές. Στην απογραφή του 1907 καταγράφονται μόνο οι γυναίκες που απασχολούνται με σχέσεις μισθωτής εργασίας, ενώ στην απογραφή του 1920 οι κατηγορίες αυτές περιλαμβάνουν ένα μεγάλο αριθμό γυναικών που οι γεωργικο-κτηνοτροφικές δραστηριότητές τους εντάσσονται στο πλαίσιο των οικιακών καθηκόντων τους. ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Κατανομή του πληθυσμού άνω των 10 ετών κατά φύλο και κλάδο δραστηριότητας, 1907 και 1920 Σύνολο Άνδρες Γυναίκες 1907 Ορυχεία 4.365 4.325 40 Βιομηχανία 123.561 102.853 19.708 Μεταφορές 87.624 83.497 4.127 Πίστη 3.394 3.374 20 Εμπόριο 72.793 71.904 889 Προσωπικές Υπηρεσίες 33.862 14.404 19.458 Ελευθέρια Επαγγέλματα 31.580 26.435 5.145 Δημόσιες Υπηρεσίες 32.376 32.231 145 Χωρίς προσδιορισμό 40.610 31.283 9.327 Άνευ επαγγέλματος 1.146.416 251.931 894.485 Γεωργία/Κτηνοτροφία Αλιεία 331.660 5.870 324.682 5.856 6.978 14 Σύνολο 1.914.111 953.775 960.336 1920 Γεωργία/Κτηνοτροφία 914.504 805.896 108.608 Αλιεία 11.810 11.643 167 Ορυχεία 8.516 7.623 893 Βιομηχανία 293.210 234.558 58.652 Μεταφορές 78.178 77.038 1.140 Πίστη 9.565 8.909 656 Εμπόριο 131.887 128.624 3.263 Προσωπικές Υπηρεσίες 52.096 19.414 32.682 Ελευθέρια Επαγγέλματα 61.767 50.978 10.789 Δημόσιες Υπηρεσίες 48.753 46.421 2.332 Χωρίς προσδιορισμό 123.391 99.151 24.240 Άνευ επαγγέλματος 2.184.333 432.401 1.751.932 Σύνολο 3.918.010 1.922.656 1.995.354 Πηγή: Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας (ΥΕΟ), Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΓΣΥΕ), Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος 1930, σ. 75.

Από τον Πίνακα 2 παρατηρούμε ότι το 1907 οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 16% του συνόλου των εργαζομένων στον τομέα της βιομηχανίας - βιοτεχνίας, ενώ το 1920 το ποσοστό είναι 20%. Ως προς την αναλογία των εργατριών σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό (βλ. και Πίνακα 1) παρατηρούμε τα εξής: το 1907 οι εργάτριες αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,75% επί του συνολικού πληθυσμού, ενώ το 1920 το ποσοστό αυξάνεται και φθάνει περίπου στο 1,17%. Αριθμητικά-ποσοτικά η παρουσία της εργάτριας γίνεται ελάχιστα αντιληπτή στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας. Βρισκόμαστε στις απαρχές ενός κοινωνικού φαινομένου που δημιουργεί ποικίλες αντιδράσεις: σε μία παραδοσιακή κοινωνία με κυρίαρχο, ακόμα και στις νεοσύστατες πόλεις, τον αγροτικό χαρακτήρα και το πολύ πρόσφατο οθωμανικό παρελθόν εμφανίζονται οι εργάτριες. Μετά από αυτή τη γενική παρουσίαση, ας δούμε τα ποσοτικά στοιχεία που μας δίνει για τη γυναικεία απασχόληση στη βιομηχανία - βιοτεχνία η κάθε απογραφή ξεχωριστά. 4. Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1870 Στην απογραφή του 1870 καταγράφονται για πρώτη φορά εργάτριες. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 556.507 ατόμων που δηλώνουν επάγγελμα, έχουμε 22.665 εργάτες, 5.735 εργάτριες και 1.437.026 άτομα συνολικό πληθυσμό. Ο αριθμός των εργατριών αντιπροσωπεύει το 1,03% του πληθυσμού που δηλώνει επάγγελμα και το 0,40 % του πληθυσμού ολόκληρης της χώρας. Η εικόνα που προκύπτει από την απογραφή είναι γενική και ατελής, γιατί δεν μας δίνει την κατά κλάδο απασχόληση των γυναικών. 5 Έτσι, δεν είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε αν στην κατηγορία «εργάτριες» καταγράφηκαν μόνο οι εργάτριες των εργοστασίων και των εργαστηρίων και όχι και οι γυναίκες οι οποίες εκτελούσαν γεωργικές εργασίες που συγχέονταν με τις βιομηχανικές, όπως για παράδειγμα η βομβυκοτροφία. Πριν εστιάσουμε την προσοχή μας στην απογραφή του 1907, θα ήθελα να δώσω την πρώτη σαφή εικόνα της γυναικείας απασχόλησης στα ατμοκίνητα βιομηχανικά καταστήματα της χώρας, έτσι όπως καταγράφεται από έναν από τους σημαντικούς παράγοντες του δημόσιου βίου εκείνης της εποχής, τον Αλέ- 5. Πρέπει να σημειωθεί ότι στον πρόλογο της απογραφής γίνεται μνεία για τις δυσκολίες της κατάταξης ορισμένων επαγγελμάτων. Βλ. Υπουργείον Εσωτερικών, Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός 1870, Αθήνα 1872.

Αλέξανδρο Μανσόλα, 6 το 1875. Αν και δεν πρόκειται για απογραφή, θεωρώ σκόπιμο στο σημείο αυτό να τη σχολιάσω, δεδομένου ότι ο Αλέξανδρος Μανσόλας, λόγω της δημόσιας θέσης που κατέχει, έχει τη δυνατότητα να αποδώσει με έγκυρο τρόπο την εικόνα της εργάτριας. ΠΙΝΑΚΑΣ 3 Εργαζόμενοι στα ατμοκίνητα βιομηχανικά καταστήματα, 1875 Είδος βιομηχανίας Αγόρια Άνδρες Κορίτσια Γυναίκες Σύνολο Βαμβακοκλωστήρια 234 243 161 447 1.085 Μεταξουργεία 50 304 515 869 Αλευρόμυλοι 52 755 8 815 Ελαιοτριβεία 6 196 202 Μηχανουργεία 128 215 343 Βυρσοδεψεία 90 696 786 Εκκοκιστήρια 24 91 21 136 Υφαντήρια 9 45 184 238 Μεταλλουργεία 1.904 1.904 Μεταλλευτικά εργοστάσια 318 318 Θειωρυχεία 2 70 72 Αγγειοπλαστεία 15 80 13 6 114 Υαλουργεία 29 108 26 34 197 Οινοποιεία 35 6 41 Πνευματοποιεία 4 18 22 Σαπωνοποιεία 1 11 2 14 Πυριτιδοποιεία 7 21 28 Διάφορα 28 104 20 7 159 Σύνολο 629 4.960 524 1.230 7.343 Πηγή: Αλέξανδρος Μανσόλας, Απογραφικοί πληροφορίαι περί των εν Ελλάδι ατμοκίνητων βιομηχανικών καταστημάτων, Αθήνα 1876, σ. 44. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τα όρια των ηλικιών ανάμεσα στα αγόρια και τους άνδρες, καθώς και ανάμεσα στα κορίτσια και τις γυναίκες. Δεν υπάρχει δυνατότητα καθορισμού, με βάση τις εν λόγω απογραφικές πληροφορίες για εκείνη την εποχή, της «ηλικίας της νεότητος» και διαχωρισμού της τόσο από την παιδική όσο και από την ώριμη ηλικία. Επιπλέον, δεν μπορούμε 6. Ο Αλέξανδρος Μανσόλας διατέλεσε τμηματάρχης και διευθυντής υπουργείου, αντιπρόσωπος της Ελλάδας σε ευρωπαϊκά συνέδρια και εκθέσεις, γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής της Διεθνούς Εκθέσεως των Παρισίων, γενικός διευθυντής Ταχυδρομείων - Τηλεγράφου, βασιλικός επίτροπος στην Εθνική Τράπεζα το 1875, μέλος της Επιτροπής επί της Εμψυχώσεως της Εθνικής Βιομηχανίας και το 1884 αντιπρόεδρος στην «επί των Ολυμπίων και των Κληροδοτημάτων» Επιτροπή.

να εξακριβώσουμε την ηλικία εισόδου των γυναικών στη μισθωτή εργασία. Από τον παραπάνω πίνακα γίνεται ορατή η είσοδος των γυναικών στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Τα κορίτσια απαρτίζουν το 7,13 % και οι γυναίκες το 16,75 % του συνόλου των εργαζομένων στη βιομηχανία. Από το σύνολο των εργαζομένων γυναικών και κοριτσιών το 46,46% εργάζεται στα μεταξουργεία και το 34,66% στα βαμβακοκλωστήρια. 5. ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1907 Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΟΠΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΥ Στην απογραφή του 1907 καθορίζεται για πρώτη φορά λεπτομερώς η επαγγελματική διάρθρωση του πληθυσμού. 7 Τα επαγγέλματα χωρίζονται σε 12 κατηγορίες. Η τέταρτη (Δ) κατηγορία «Βιοτεχνία», η οποία έχει ως υπότιτλο «Βιομηχανία, χειροτεχνία, χειρωνακτική», περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό εργατών. Εκ πρώτης όψεως το γεγονός ότι η λέξη «Βιομηχανία» εμφανίζεται ως υπότιτλος και όχι ως τίτλος αυτής της κατηγορίας, φανερώνει την κυριαρχία της παραδοσιακής βιοτεχνικής - οικοτεχνικής επιχείρησης. 8 Στη «Βιοτεχνία» καταγράφονται 189.442 πρόσωπα, εκ των οποίων 165.618 είναι άνδρες και 23.824 γυναίκες. Παρόλο που η κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε 97 κλάσεις (υποκατηγορίες επαγγελμάτων), αρκετές από αυτές περιλαμβάνουν περισσότερα από ένα επαγγέλματα. Έτσι, δεν διαθέτουμε ποσοτικά στοιχεία για τις επιμέρους επαγγελματικές υποδιαιρέσεις. Για παράδειγμα, η κλάση «υφανταί, εριουργοί, φλανελλοποιοί, ταπητουργοί, μεταξουργοί, νηματουργοί, ξάνται» περιλαμβάνει πολλά επαγγέλματα, χωρίς να μας δίδονται ξεχωριστά για το καθένα αριθμοί. Ας σημειωθεί ότι στην κατηγορία «Βιοτεχνία» περιλαμβάνονται οι κλάσεις/υποκατηγορίες: «Βιομήχανοι άνευ μνείας ειδικότητος» με 2.132 άνδρες και 1.432 γυναίκες και «Χειρώνακτες άνευ μνείας ειδικότητος» με 48.723 άνδρες και 4.057 γυναίκες. Όσον αφορά τις γυναίκες, αυτό σημαίνει ότι σε ποσοστό 23 % επί του συνόλου των εργαζομένων γυναικών δεν προσδιορίζεται η επαγγελματική ειδικότητα (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 1). Ασφαλώς σ' αυτές τις κλάσεις εντάσσονται και γυναίκες που εξασφαλίζουν το μεροκάματο δουλεύοντας εδώ κι εκεί, σε εποχικές, ακόμα και σε ευκαιριακές εργασίες χωρίς ειδίκευση. 7. Στις προηγούμενες απογραφές του 1861 και του 1870 αναγραφόταν το επάγγελμα χωρίς να καθορίζονται επί μέρους επαγγελματικές κατηγορίες. 8. Βλ. Στάθης Τσοτσορός, Η συγκρότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα (1898-1939), τ. Α', Αθήνα 1993, σ. 90.

Στην απογραφή του 1907, όσον αφορά τις γυναίκες, τα παραδοσιακά - χειροτεχνικά επαγγέλματα, ιδίως αυτά που σχετίζονται με τη «βελόνα», κυριαρχούν. Έχουμε γυναίκες που ασχολούνται με την υφαντική, την καλαθοπλεκτική, τη δικτυοπλεκτική, την κεντητική και τη χρυσοκεντητική. Τα υψηλότερα ποσοστά της γυναικείας απασχόλησης σε σχέση με την συνολική γυναικεία απασχόληση στη «Βιοτεχνία» συγκεντρώνονται στις παρακάτω επαγγελματικές κατηγορίες (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 1): Ράπται, κατασκευασταί ασπρορούχων, λαιμοδετών, 9 ρινομάκτρων 42,49 % Υφανταί, εριουργοί, φλανελλοποιοί, ταπητουργοί, μεταλλουργοί, νηματουργοί, ξάνται 16,53% Πλέκται, κεντηταί, χρυσοποικιλταί, κατασκευασταί περικνημίδων 3,95% Πιλοποιοί 3,70% Καπνοκόπται, καπνοσυσκευασταί, σιγαροποιοί, καφεκόπται, κατασκευασταί ταμβάκου 3,13 %. Όσον αφορά τη γεωγραφική συγκέντρωση της γυναικείας απασχόλησης (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 2), η επαρχία Αττικής (συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς) συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου, δηλαδή 40,9 %, ακολουθούν η επαρχία Ζακύνθου με 4,39%, Πατρών με 4,31% και Κερκύρας με 3,7 %. Τα χαμηλότερα ποσοστά στη γυναικεία απασχόληση παρουσιάζουν οι επαρχίες Μεγαλοπόλεως (0,08%) και Παξών (0,05%). Στο σημείο αυτό νομίζω ότι επιβάλλεται να μιλήσουμε διεξοδικότερα για τις δύο κατηγορίες που συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης. Όπως είδαμε παραπάνω, στην επαγγελματική υποκατηγορία «ράπται, κατασκευασταί ασπρορούχων, λαιμοδετών, ρινομάκτρων» έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικείας απασχόλησης. Συγκεκριμένα απασχολούνται 10.124 γυναίκες και 8.145 άνδρες, δηλαδή η κατά φύλο συμμετοχή σε ποσοστά είναι 55,42% και 44,58% αντιστοίχως (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 3). Από τον Οδηγό της Ελλάδος 1905-1906 του Νικολάου Ιγγλέση 10 σημειώνουμε ότι τα πρόσωπα που ασχολούνται με τη ραπτική διαχωρίζονται ως εξής, ανάλογα με το είδος της ενδυμασίας που κατασκευάζουν: φραγκοράπτες, δηλαδή ράπτες ανδρικών «ευρωπαϊκών» ενδυμάτων ελληνοράπτες, αυτοί που ράβουν ελληνικές φορεσιές ράπτες ιερών ενδυμάτων 9. Το 1884 κατασκευάζεται ο πρώτος εγχώριος λαιμοδέτης. Το 1894 λειτουργούν στην Αθήνα δύο μεγάλα καταστήματα που παράγουν και πωλούν εγχώριους λαιμοδέτες. Το ένα, του Κασδόνη, στην οδό Σταδίου και το άλλο, του Σταθόπουλου, στην οδό Αιόλου. Στα δύο αυτά καταστήματα απασχολούνται συνολικά 50 κορίτσια" βλ. Μποέμ, «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Η λαιμοδετοποιία», Το Άστυ, αρ. 1157, 13-2-1894. 10. Νικόλαος Ιγγλέσης, Οδηγός της Ελλάδος 1905-1906.

ράπτες στρατιωτικών ενδυμάτων μοδίστρες, που ασχολούνται με την ραπτική των γυναικείων ενδυμάτων σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό συρμό. Ο Οδηγός της Ελλάδος του Νικολάου Ιγγλέση δεν μας διαφωτίζει για το πώς και από ποιους συγκεκριμένα κατασκευάζεται η ελληνική φορεσιά. Προφανώς γιατί στα αστικά κέντρα, από τα οποία αντλεί το αναγνωστικό κοινό του ο Οδηγός, οι γυναίκες κυκλοφορούν καθημερινές και γιορτές με ευρωπαϊκά ρούχα. Παρόλα αυτά, σχεδόν σε όλα τα σπίτια των μεγάλων ελληνικών πόλεων μπορεί και σήμερα ακόμα να βρει κανείς φυλαγμένη στην κασέλα μια φορεσιά ή έστω τμήματα μιας φορεσιάς 11 η οποία μεταβιβάζεται ως κειμήλιο από τη μητέρα στην κόρη της οικογένειας. Οι γυναίκες με σχέσεις μισθωτής εργασίας δουλεύουν είτε στα ραφεία ανδρικών ενδυμάτων (κατασκευάζουν ανδρικά παντελόνια) και στα λαιμοδετοποιεία, είτε στα ατελιέ μοδιστρικής. Όσον αφορά την κατασκευή ασπρορούχων, αυτή είναι κατ' εξοχήν γυναικείο επάγγελμα. Οι περιοχές στις οποίες υπερισχύουν οι άνδρες που ασχολούνται με την ραπτική είναι η επαρχία Καλαμπάκας με ποσοστό 98,70%, η επαρχία Φαρσάλων με 95,80 %, η επαρχία Καρδίτσης με 95,50 % και η επαρχία Ευρυτανίας με 92,75 %. Η συντριπτική υπεροχή των αντρών-ραπτών έναντι των γυναικώνμοδιστρών στην απογραφή υποδηλώνει ότι στις περιοχές αυτές οι άντρες και κυρίως οι γυναίκες στην πλειοψηφία τους εξακολουθούν να ντύνονται με την παραδοσιακή φορεσιά. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί με γεωγραφικούς και πολιτιστικούς όρους. Οι περιοχές αυτές ανήκουν στο κεντρικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η επικοινωνία, εξαιτίας της απόστασης τους από τη θάλασσα, εξασφαλίζεται μόνο μέσω ενός ατελούς οδικού δικτύου. Έτσι, η διείσδυση του ευρωπαϊκού-δυτικού τρόπου ζωής και των πολιτιστικών φαινομένων που τον συνοδεύουν, όπως είναι η ενδυμασία, καθίσταται δυσχερής. Όσον αφορά τους άνδρες, στην ηπειρωτική ενδοχώρα επικρατούν δύο τύποι ενδυμασίας: η παραδοσιακή φορεσιά και αυτός που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «νόθο τύπο» ενδυμασίας. Στον τελευταίο η φουστανέλα έχει αντικατασταθεί με το «φράγκικο» παντελόνι. 11. Οι περισσότερες φορεσιές αποτελούνται από τα εξής κομμάτια: 1) το πουκάμισο, 2) το καφτάνι, καβάδι, αντερί, σαγιά, γιουρντί, σιγκούνι (είδη φορέματος-πανωφοριού από μάλλινο υφαντό ύφασμα), 3) το φουστάνι, τσούκνα (είδη φορέματος με ή χωρίς μέση), 4) το ζωνάρι, τη ζώνη και την ποδιά, 5) το κοντογούνι, γιλέκι (είδη κοντής με ή χωρίς μανίκια ζακέτας), 6) τα διάφορα εσώρουχα και μικροεξαρτήματα, 7) τα πολύπλοκα κεφαλοκαλύμματα και κεφαλοδέματα, 8) τα στολίδια-κοσμήματα, 9) τις κάλτσες και τα παπούτσια. Βλ. Ιωάννα Παπαντωνίου, «Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς», Εθνογραφικά 1 (1978), σ. 7.

Οι διαδικασίες για τη μετατροπή της ενδυμασίας ακολουθούν την ίδια τροχιά με τις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που ξεκινούν με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Όμως δεν θα πρέπει να υποβαθμίσουμε και το ρόλο της μετανάστευσης στην αλλαγή των ενδυματολογικών συνηθειών. Οι μετανάστες στέλνουν από το Νέο Κόσμο στους συγγενείς τους παλαιά ρούχα, τα αποφόρια τους, και καινούργια ή επιστρέφοντας πίσω στην πατρίδα τους φορούν δυτικά ρούχα. Μερικά χρόνια μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων μια άλλη ενδυματολογική εικόνα εμφανίζεται με τα στρατιωτικά ενδύματα, τις χλαίνες, τα σακάκια και τα παντελόνια που φορούν μέχρι να λιώσουν οι απόστρατοι. Οι ραφτάδες της ανδρικής παραδοσιακής φορεσιάς ανήκαν στα οικογενειακά επαγγέλματα των ανδρικών μελών της οικογένειας. Η πελατεία τους κατά γεωγραφική περιφέρεια ήταν κληρονομική. Από την τάξη των ραφτάδων προήλθαν οι «φραγκοράφτες». Επειδή στις ορεινές περιοχές η πελατεία των ραφτάδων ήταν συγκεκριμένη και δεν σημειωνόταν αύξηση της ζήτησης ώστε να χρειάζονται περισσότερα χέρια, η κατασκευή της ανδρικής ενδυμασίας παρέμεινε ανδρικό επάγγελμα. ακολουθείται ένας ενιαίος κανόνας. Πρώτον, γιατί οι φορεσιές διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Δεύτερον, γιατί η κάθε φορεσιά, όπως ήδη αναφέραμε, αποτελείται από πολλά κομμάτια, το καθένα από τα οποία απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις κοπτικής, ραπτικής, κεντητικής και διαφορετικών ειδών υφάσματα (βαμβακερό, λινό, μάλλινο). Στις περισσότερες περιοχές το πουκάμισο, που αποτελεί τη βάση της γυναικείας φορεσιάς και εφάπτεται στο σώμα, το ράβουν στα χωριά οι ίδιες οι γυναίκες που το φορούν, ενώ στα αστικά κέντρα και αργότερα στα μεγάλα χωριά οι γυναίκες το αγοράζουν από τους πλανόδιους πραματευτάδες. Επειδή το πουκάμισο δεν εφαρμόζει στο σώμα, μπορεί εύκολα η κατασκευή του να εμπορευματοποιηθεί. Συνήθως το πουκάμισο είναι από βαμβακερό ύφασμα. Οι «επενδύτες» που φοριούνται πάνω από το πουκάμισο συνήθως έχουν ραφτεί και κεντηθεί από άνδρες, ειδικούς τεχνίτες. Η κατασκευή του «φορέματος» γίνεται άλλοτε από άνδρες ράπτες και άλλοτε από γυναίκες ράπτριες, ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. 12 Οι περιοχές της Ελλάδας που έχουν πρόσβαση στη θάλασσα και παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικείας συμμετοχής στα επαγγέλματα της ραπτικής είναι: οι Κυκλάδες (Επαρχίες Θήρας 73,63%, Μήλου 72,22%, Νάξου 68%, Σύρου 54,60%), τα Ιόνια Νησιά (Επαρχίες Κραναίας 91,25%, Ζακύνθου 90,41% και Πάλης 89,04%) και η Πελοπόννησος (Επαρχίες Επιδαύρου Λιμηράς 83,33 %, Αιγιαλείας 73,66 %, Οιτύλου 70,09 %, Πατρών 68,35 %). 12. Για την περιγραφή και τον τρόπο κατασκευής του κάθε τμήματος της ελληνικής φορεσιάς βλ. Ιωάννα Παπαντωνίου, ό.π., σ. 5-84.

Πραγματικά, η εικόνα που διαμορφώνουμε από την απογραφή του 1907 για τα επαγγέλματα της ραπτικής μας αποκαλύπτει τη διαίρεση του ελληνικού χώρου: σε παράλιες πόλεις και στην ηπειρωτική ενδοχώρα. Βρισκόμαστε σ' ένα μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο η παραδοσιακή ελληνική φορεσιά αντικαθίσταται σιγά-σιγά από την ευρωπαϊκή. Η ευρεία είσοδος των γυναικών στα επαγγέλματα της ραπτικής και της μοδιστρικής είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ταχύτητα με την οποία ενσωματώνεται στην ελληνική κοινωνία η δυτικήευρωπαϊκή ενδυμασία. Ας περάσουμε στη δεύτερη κατά σειρά υποκατηγορία επαγγελμάτων που εμφανίζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης. Στην υποκατηγορία «υφανταί, εριουργοί, φλα»ποιοί, ταπητουργοί, μεταξουργοί, νηματουργοί, ξάνται» καταγράφονται 2.050 άνδρες και 3.939 γυναίκες, ποσοστά 34,23 % και 65,77% αντιστοίχως (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 4). Διαπιστώνουμε μελετώντας την υποκατηγορία αυτών των επαγγελμάτων ότι είναι συγκεχυμένη η εικόνα της γυναικείας απασχόλησης. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν καθορίζεται αριθμητικά η γυναικεία συμμετοχή σε κάθε κλάδο της υποκατηγορίας ξεχωριστά και στο ότι δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με σαφήνεια ποιες από τις γυναίκες δουλεύουν ως εργάτριες στα εργοστάσια υφαντουργίας και ποιες στις μικρές βιοτεχνίες και οικοτεχνίες που είναι διάσπαρτες στην ελληνική ύπαιθρο. Τα μεγαλύτερα ποσοστά επί του συνόλου της γυναικείας απασχόλησης στην υποκατηγορία των επαγγελμάτων της υφαντικής παρουσιάζονται στην επαρχία Αττικής (69,20%), στην επαρχία Ζακύνθου (11,22%) και στην επαρχία Σύρου (6,98%). Ας σημειωθεί ότι υπάρχουν πόλεις στην ελληνική ύπαιθρο που φημίζονται για τα προϊόντα υφαντικής τους. Αναφέρω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: το Αγρίνιο, το Μεσολόγγι, τα Φάρσαλα, τα Τρίκαλα, τα χωριά του Πηλίου παράγουν τέτοια προϊόντα. Στην Πελοπόννησο η Τρίπολη έχει εργαστήρια φανελοποιίας και η Καλαμάτα εργαστήρια μεταξοϋφαντικής. Το επάγγελμα της υφαντικής στη Θεσσαλία, κυρίως στη Λάρισα, στον Τύρναβο, στα Τρίκαλα, καθώς και στα χωριά του Πηλίου, ασκείται από άνδρες. Στους βιομηχανικούς κλάδους της μηχανουργίας, της χημικής βιομηχανίας και της βιομηχανίας παραγωγής ενέργειας τα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης είναι μηδαμινά. Στο τοπίο των γυναικείων επαγγελμάτων που ιχνογραφεί η απογραφή του 1907 αποκαλύπτεται η συνύπαρξη της παραδοσιακής βιοτεχνίας-οικοτεχνίας, η οποία κυριαρχεί στον κόσμο της υπαίθρου, με τις μεταποιητικές επιχειρήσεις των αστικών κέντρων.

6. Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1920 Στη βιομηχανική απογραφή που πραγματοποιήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1920 τα επαγγέλματα χωρίζονται σε κατηγορίες σύμφωνα με τους κλάδους παραγωγής. Η απογραφή αυτή μας παρέχει μια καλύτερη προσέγγιση των ποσοτικών στοιχείων που αφορούν τους εργαζόμενους σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων, την ηλικία και την ιδιότητά τους στην επιχείρηση. Το 1920 οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία-βιοτεχνία σύμφωνα με την απογραφή είναι 146.806 άτομα, δηλαδή 122.340 άνδρες και 24.466 γυναίκες (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 5). Ως προς τον αριθμό των γυναικών, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι στην απογραφή δεν καταγράφονται οι γυναίκες που ασχολούνται με την κατ' οίκον εργασία. Για να εξετάσω αναλυτικότερα τη γυναικεία απασχόληση κατά κλάδους παραγωγής και κατά μέγεθος επιχειρήσεων συνέταξα τον Πίνακα 4. ΠΙΝΑΚΑΣ 4 Συμμετοχή των γυναικών στη βιομηχανία κατά το έτος 1920 Κλάδοι Αριθμ. γυναικών Κατεργασία ορυκτών 246 1,01 Βιομηχανία καπνού 3.417 13,97 Βιομηχανία τροφίμων 3.229 13,20 Βιομηχανία δέρματος 964 3,94 Χημική βιομηχανία 490 2,00 Υφαντουργία 7.119 29,10 Βιομηχανία ενδυμάτων 6.000 24,54 Βιομηχανία χάρτου 1.548 6,33 Βιομηχανία ξύλου 951 3,89 Παραγωγή ενέργειας 39 0,16 Μεταλλουργία/Μηχανουργία 462 1,89 Σύνολο 24.466 100,00 Πηγή: ΓΣΥΕ, Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων της 18-2-1920, Αθήνα 1926. Παρατηρούμε ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικών συγκεντρώνονται στον κλάδο της υφαντουργίας (29,10%). Ακολουθούν η βιομηχανία ενδυμάτων (24,52)%,η βιομηχανία καπνού (13,97%) και η βιομηχανία τροφίμων (13,20%). Τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών παρατηρούνται στον κλάδο παραγωγής ενέργειας (0,16%). Τα στοιχεία αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι οι γυναίκες συγκεντρώνονται στους παραδοσιακούς κλάδους: στην υφαντουργία, τη βιομηχανία ενδυμάτων και στην κατεργασία αγροτικών προϊόντων (τρόφιμα, καπνός). Σ' αυτό το σημείο είναι, νομίζω, σκόπιμο να υπεν-

υπενθυμίσω ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι προκάλεσαν την αύξηση των υφαντουργικ επιχειρήσεων και των μονάδων επεξεργασίας αγροτικοί προϊόντων. Το γράφημα που ακολουθεί μας βοηθά να δούμε με παραστατικό τρόπο τη συμμετοχή των γυναικών κατά κλάδους παραγωγής. ΓΡΑΦΗΜΑ 1 Συμμετοχή των γυναικών στη βιομηχανία, 1920 Πηγή: ΓΣΥΕ, Απογραφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών καταστημάτων, 1926. Πριν περάσουμε στον καταμερισμό της γυναικείας απασχόλησης σε σχέση με το μέγεθος της επιχείρησης, ας δούμε στο παρακάτω γράφημα πώς κατανέμονται οι επιχειρήσεις ανάλογα με το μέγεθος τους στο χάρτη της ελληνικής βιομηχανίας. Η μικρή βιοτεχνική επιχείρηση που απασχολεί 1-5 άτομα καταλαμβάνει το 91,79% του συνόλου των βιομηχανικών - βιοτεχνικών μονάδων, ακολουθούν οι μεσαίες επιχειρήσεις 6-25 ατόμων με ποσοστό 6,9% επί του συνόλου και τέλος, οι μεγάλες που απασχολούν πάνω από 25 άτομα με ποσοστό 1,31%. Πραγματικά, είναι εμφανής η κυριαρχία της μικρής βιοτεχνίας. Πρόκειται για

ΓΡΑΦΗΜΑ 2 Κατανομή των επιχειρήσεων στην ελληνική βιομηχανία κατά μέγεθος, 1920 1-5 άτομα 6-25 άτομα 25+ άτομα Πηγή: ΓΣΥΕ, ό.π. μονάδες έντασης εργασίας με ελάχιστες μηχανικές εγκαταστάσεις. Οι βιομηχανίες-βιοτεχνίες τροφίμων κατέχουν την πρώτη θέση με ποσοστό 44% επί του συνόλου των μικρών και 37 % των μεσαίων μονάδων, ενώ στις μεγάλες μονάδες η καπνοβιομηχανία κατέχει την πρώτη θέση με 20%. Με το παρακάτω γράφημα και με τη βοήθεια του Πίνακα 5 στο Παράρτημα θα δούμε πώς κατανέμεται η γυναικεία απασχόληση σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Διαπιστώνουμε ότι το μεγαλύτερο αριθμό γυναικών συγκεντρώνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις (25+ άτομα), δηλαδή ποσοστό 55,49% επί του συνόλου των απασχολουμένων γυναικών. Ενώ οι υπόλοιπες δύο κατηγορίες, αναφορικά με το ποσοστό της γυναικείας απασχόλησης, παρουσιάζουν μικρή απόκλιση μεταξύ τους. Στις μεγάλες επιχειρήσεις τα μεγαλύτερα ποσοστά επί του συνόλου των απασχολουμένων γυναικών τα συγκεντρώνει η υφαντουργία (44,72 %) και ακολουθεί η βιομηχανία καπνού (21,31%). Έπονται οι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις (1-5 άτομα) που απασχολούν το 23,51 % επί του συνόλου των απασχολουμένων γυναικών. Στις μικρές επιχειρήσεις οι γυναίκες εργάζονται στις βιοτεχνίες ενδυμάτων (44,95 %) και στη βιομηχανία τροφίμων (28,96%). Την τελευταία θέση καταλαμβάνουν οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (6-

ΓΡΑΦΗΜΑ 3 Κατανομή της γυναικείας απασχόλησης κατά μέγεθος επιχείρησης, 1920 1-5 άτομα 6-25 άτομα 25+ άτομα Πηγή: ΓΣΥΕ, ό.π., σ. 2-9. 25 άτομα) που απασχολούν το 21 % επί του συνόλου των εργαζομένων γυναικών. Στην κατηγορία αυτή οι γυναίκες απασχολούνται κυρίως στον κλάδο της βιομηχανίας ενδυμάτων (40,63%), ακολουθεί η υφαντουργία (13,85%) και η βιομηχανία τροφίμων (13,27 %). Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να παραθέσω τα αντίστοιχα στοιχεία που αφορούν την ανδρική εργασία, προκειμένου ο αναγνώστης να διαπιστώσει τα αποτελέσματα του μηχανισμού συγκέντρωσης που προκύπτουν από την ανδρική απασχόληση ως προς το μέγεθος των επιχειρήσεων. Αντίθετα με την πλειοψηφία των εργαζόμενων γυναικών που συγκεντρώνεται, όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, στις μεγάλες επιχειρήσεις, το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζόμενων ανδρών (64,26%) απασχολείται στις επιχειρήσεις μικρού μεγέθους (1-5 άτομα). Οι μεγάλες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν το μικρότερο ποσοστό (17,42%) των απασχολουμένων ανδρών. Ενώ οι μεσαίες (6-25 άτομα) συγκεντρώνουν ποσοστό 18,32 %. Ας περάσουμε στη συνέχεια στη γεωγραφική συγκέντρωση της γυναικείας απασχόλησης. Ο Νομός Αττικής-Βοιωτίας συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζόμενων γυναικών, δηλαδή 39,09% επί του συνόλου, και ακολουθεί ο Νομός Θεσσαλονίκης με ποσοστό 16,60%. Μετά το σχολιασμό της γεωγραφικής συγκέντρωσης ας επιχειρήσουμε με τον Πίνακα 5 να εντοπίσουμε τις απασχολούμενες γυναίκες σε σχέση με την επαγγελματική τους ιδιότητα στην παραγωγή. Ο μεγαλύτερος αριθμός των απασχολουμένων γυναικών στην ελληνική βιομηχανία εμφανίζεται ως «εργάτριες». Πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό 86,20% που έχει σχέση μισθωτής εργασίας. Βεβαίως, δεν θα πρέπει να παρα-

ΠΙΝΑΚΑΣ 5 Επαγγελματική διάρθρωση των απασχολούμενων γυναικών στη βιομηχανία, 1920 Ιδιότητα Αριθμός /ο Κύριοι, αρχηγοί ή διευθύντριες 781 3,19 Μέλη της οικογένειας του εργοδότη 2.272 9,29 Υπάλληλοι 324 1,32 Εργάτριες 21.089 86,20 Σύνολο 24.466 100,00 Πηγή: ΓΣΥΕ, ό.π. γνωρίσουμε το γεγονός ότι ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό (9,29 %) είναι μέλη της οικογένειας του εργοδότη. Οι γυναίκες εργοδότριες, που συγκεντρώνουν ποσοστό 3,19%, είναι συνήθως ιδιοκτήτριες εργαστηρίων ενδυμάτων. Ας στραφούμε στη συνέχεια στην κατανομή του γυναικείου εργατικού δυναμικού σε σχέση με την ηλικία. Η απογραφή χωρίζει το εργατικό δυναμικό κατά φύλο σε 2 ομάδες σύμφωνα με την ηλικία: η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει αυτούς που είναι κάτω των 18 ετών και η δεύτερη αυτούς που είναι άνω των 18 (βλ. Παράρτημα, Πίνακας 6α). Στο σύνολο των απασχολουμένων προσώπων οι γυναίκες κάτω των 18 είναι 9,68% και άνω των 18 13,32%. Στο σύνολο των απασχολουμένων γυναικών οι γυναίκες κάτω των 18 είναι 42,07 % και άνω των 18 57,93 %. Το μεγαλύτερο ποσοστό στην πρώτη κατηγορία συγκεντρώνεται στη βιομηχανία ενδυμάτων (36,20%), στην υφαντουργία (26,02 %), και στη βιομηχανία χάρτου (23,20 %). Το μεγαλύτερο ποσοστό των εργατριών που έχουν ηλικία άνω των 18 απασχολείται στην υφαντουργία (48,06%), στη βιομηχανία καπνού (38,95%) και στη βιομηχανία ενδυμάτων (24,86%). Σε ό,τι αφορά το σχηματισμό της φυσιογνωμίας της εργάτριας από την απογραφή, είναι μάλλον ριψοκίνδυνο να αποτολμήσει κανείς γενικές εκτιμήσεις χωρίς να λάβει υπόψη του τις διαφορετικότητες και τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά της στον κάθε βιομηχανικό - βιοτεχνικό κλάδο. Για το λόγο αυτό θεώρησα σκόπιμο να αφιερώσω ειδικό κεφάλαιο, σχολιάζοντας τις συνθήκες εργασίας και το προφίλ της εργάτριας για τον κάθε κλάδο ξεχωριστά. Ωστόσο, μια σύνοψη των γενικών πληροφοριών με βάση τα ποσοτικά στοιχεία της απογραφής του 1920 θα ξεδιαλύνει λίγο τον ορίζοντα της γυναικείας απασχόλησης στη βιομηχανία - βιοτεχνία: Το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου των εργατριών προσελκύεται από την υφαντουργία (29,10%). Παρά την εμφανέστατη κυριαρχία των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων

στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των εργατριών (55,48%) συγκεντρώνεται στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους. Υπάρχει έντονη γεωγραφική συγκέντρωση της γυναικείας απασχόλησης στο Νομό Αττικής-Βοιωτίας. Το ποσοστό των γυναικών-εργοδοτριών επί του συνόλου των εργαζομένων γυναικών είναι εξαιρετικά μικρό (3,19%). Υπερισχύουν οι εργάτριες ηλικίας άνω των 18 ετών. 7. ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ Η επιλεκτική μετανάστευση Η οικογενειακής μορφής αγροτική ιδιοκτησία και η εκμετάλλευση αγροτικών προϊόντων προς εξαγωγή που απαιτούν εντατικοποίηση της εργασίας, όπως η καλλιέργεια της σταφίδας, συγκρατούν τον αγροτικό πληθυσμό στην ύπαιθρο. Όπως παρατηρεί ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος: «Ο μηχανισμός της αγροτικής εξόδου, στην κλασική και αναγνωρίσιμη μορφή του, της διάλυσης δηλαδή των αγροτικών ισορροπιών και της μετατροπής των κατεστραμμένων αγροτών σε βιομηχανικούς εργάτες στην πόλη, δεν ελειτούργησε στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας». 13 Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στον ελληνικό χώρο δεν έχουμε φαινόμενα βίαιης αποστέρησης των αγροτών από τις ιδιοκτησίες τους, έτσι ώστε αυτοί στη συνέχεια να τροφοδοτήσουν την πόλη με φθηνά εργατικά χέρια. Όμως, παρουσιάζονται μικρότερης έκτασης μετακινήσεις προς την πόλη εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός της υπαίθρου, οι οποίες αξίζει τον κόπο να σχολιαστούν. Ο κόσμος της υπαίθρου επικοινωνεί με τον κόσμο της πόλης με την ανάπτυξη του δικτύου των θαλάσσιων συγκοινωνιών, με τις ακτοπλοϊκές γραμμές που προσεγγίζουν στα μικρά και μεγάλα λιμάνια της Ελλάδας εξυπηρετώντας και την εσωτερική ενδοχώρα με το οδικό δίκτυο και με το σιδηροδρομικό δίκτυο Αθηνών-Πελοποννήσου και Θεσσαλίας. Είναι πιθανό ότι τα κίνητρα των μεταναστών αγροτικής προέλευσης δεν δημιουργούνται μόνο από την ανάγκη επαγγελματικής απασχόλησης. Η έκρηξη του φαινομένου της αστικής ανάπτυξης τροφοδοτεί κάθε είδους όνειρα, ουτοπίες, ενθουσιασμούς, προκαταλήψεις για την πόλη. Η πόλη παρουσιάζεται, κυρίως για τους αγρότες, ως ο ιδανικός τόπος εξεύρεσης εργασίας και επιλογής 13. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Αγροτική έξοδος και σχηματισμός της εργατικής δύναμης», Νεοελληνική πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, τ. Β', Αθήνα 1985, σ. 521-531.

γής ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Επιπλέον, η προσδοκώμενη βελτίωση του επιπέδου ζωής στην πόλη, η εξασφάλιση κοινωνικής θέσης και η επιθυμία για διαφυγή από το στενό πλαίσιο της κοινωνίας του χωριού ασκούν μια ελκτική δύναμη προς αυτήν. 14 Ας κρατήσουμε, λοιπόν, αυτή την ελκτική δύναμη της πόλης ως μια συνιστώσα της μετακίνησης των αγροτικών στρωμάτων. Πριν προχωρήσω θα πρέπει να κάνω μια διευκρίνιση ως προς τις δυνατότητες απασχόλησης που έχουν οι νέες της υπαίθρου στην πόλη. Με αυτόν τον τρόπο θα κατανοήσουμε και το μηχανισμό μετανάστευσης. Δύο δυνατότητες επαγγελματικής επιλογής έχουν οι γυναίκες όταν έρχονται στην πόλη: να γίνουν υπηρέτριες 15 ή εργάτριες. Η φύση του επαγγέλματος της υπηρέτριας επιτρέπει ή και επιβάλλει την ατομική μετανάστευση. 16 Μικρή εξαίρεση αποτελεί ένας περιορισμένος αριθμός περιπτώσεων, στις οποίες προσλαμβάνεται για να ασκήσει υπηρετικά καθήκοντα όλη η οικογένεια. Όταν οι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την επιβίωση, τότε η οικογένεια είναι υποχρεωμένη να αναπροσαρμόσει το μέγεθος της αποστέλλοντας ένα από τα γυναικεία μέλη της στην πόλη ως υπηρέτρια. Στις αγροτικές οικογένειες τα καθήκοντα των μελών τους διαφοροποιούνται αναλόγως του φύλου και της ηλικίας. 17 Οι άνδρες φροντίζουν για τις γεωργικές εργασίες αυτοί που πλεονάζουν πηγαίνουν στην πόλη ή αλλού, σύμφωνα με την παράδοση, γίνονται ναυτικοί. Οι γυναίκες ασχολούνται με την οικοτεχνία και με αγροτικές εργασίες που δεν απαιτούν μεγάλη δύναμη, με την καλλιέργεια του λαχανόκηπου, τα κατοικίδια ζώα και τη φροντίδα των παιδιών. Όταν υπάρχει πλεόνασμα γυναικείων χεριών, μία προσοδοφόρα λύση είναι να σταλεί το κορίτσι στην πόλη υπηρέτρια. Το επάγγελμα της υπη- 14. Για το φαινόμενο της μετανάστευσης των αγροτικών πληθυσμών στην πόλη βλ. Louis Bergeron - Marcel Roncayolo, Από την προβιομηχανική στη βιομηχανική πόλη, Αθήνα 1984" Jean-Luc Pinol, Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα, Αθήνα 2000" Monique Vincienne, Du village à la ville, Παρίσι 1972. 15. Για το επάγγελμα της υπηρέτριας τον 19ο αιώνα βλ. Pamela Horn, The rise and fall of the Victorian servant, Λονδίνο 1975" Anne Martin-Pugier, La place des bonnes. La donesticité féminine Paris en 1900, Παρίσι 1979" Martha Vicinus, Independent Women and Community for Single Women, Λονδίνο 1985" E. Higgs «Domestic service and household production», A. Y. John (επιμ.) Unequal opportunities : Women's employment in England 1800-1918, Οξφόρδη 1986, σ. 125-150' Elizabeth Roberts, Women's work 1840-1940, Λονδίνο 1988, σ. 29-32 Geneviève Fraise - Michelle Perrot (επιμ.), Histoire des femmes en Occident, τ. 4: le XIX siècle, Παρίσι 1991, σ. 450-452. 16. Για τη διαδικασία μετανάστευσης της νεαρής αγρότισσας που πρόκειται να ασκήσει το επάγγελμα της υπηρέτριας στην πόλη βλ. Ζιζή Σαλίμπα, «Από τους φόβους της πόλης: άμυνα και στρατηγικές επιβίωσης των νεήλυδων στην ελληνική πόλη κατά τον 19ο αιώνα», Οι συλλογικοί φόβοι στην ιστορία, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, σ. 75-91. 17. Louise Tilly - Joan W. Scott, Les femmes, le travail et la famille, Παρίσι 1987, σ. 50-51.