VOCABULAIRE COURANT DES EXERCICES

Σχετικά έγγραφα
ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ ἄνθρωπος καὶ ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα παρετήρουν καὶ αὐτὸν αὐτόν θεραπεύσει τοῖς σάββασιν κατηγορήσωσιν

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

Πῶς σὺ Ιουδαῖος ὢν παρ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσης;

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

Chapter 26: Exercises

La Déduction naturelle

1st and 2nd Person Personal Pronouns

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Τ Ο Υ Α Σ Ω Τ Ο Υ

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ. (Β Κορ. δ 6 15)

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Io 1:1

ΘΕΙΑΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ. Greek Orthodox Church. Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ecumenical Patriarchate Greek Orthodox Metropolis of New Jersey ASCENSION

ΕΩΘΙΝΟ 3. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς (τρις).

πρεσβύτερος υιός Ιερομονάχου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

Plutarque : Vie de Solon, 19 Le constituant (594)

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

GREEK ORTHODOX CHURCH OF ZOODOHOS PEGHE PELHAM BAY, BRONX, NEW YORK or

Βασιλική Σαμπάνη Μαντάμ Μποβαρύ: Αναπαραστάσεις φύλου και σεξουαλικότητας

1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. 2 οὗτος

Michèle TILLARD Lycée Montesquieu, LE MANS janvier Ἡ φλέψ Φλέψ Τὴν φλέβα Τῆς φλεβός Τῇ φλεβί

4Αυτός ήτανε η ζωή, και ήταν η ζωή αυτή το φως για τους ανθρώπους. 4ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

I am. Present indicative

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

ΜΑΡΤΙΟΣ Θ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ»

Corrigé exercices série #1 sur la théorie des Portefeuilles, le CAPM et l APT

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (ΑΓΝΩΣΤΟ)

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 13: ΤΟ ΝΕΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Verbes à l aoriste thématique.

Vous pouvez me montrer où c'est sur le plan? Vous pouvez me montrer où c'est sur le plan? Παράκληση για ένδειξη συγκεκριμένης τοποθεσίας σε χάρτη

14 Τότε προσέρχονται αὐτῷ οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου λέγοντες, Μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ ὅσον μετ αὐτῶν ἐστιν ὁ

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ". ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΕΤΟΥΣ 2004 ΦΥΛΛΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ.

ΠΟΤΔΗ ΣΗ ΤΝΟΠΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΗ ΚΑΙ ΣΗΝ Q

Leçon 3. L'article défini (singulier) L'article indéfini La déclinaison des substantifs (singulier)

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Τ Η Σ Π Ε Ν Τ Η Κ Ο Σ Τ Η Σ. Η ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Ο ΑΜΝΟΣ Ιερομ. Λεβ Ζιλλέ

Vocabulaire à réviser pour le partiel du S2

Corrections to the Antoniades Patriarchal Greek Text of the New Testament

COURBES EN POLAIRE. I - Définition

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ. (Σχολείο).

J. Wang, grec initiation Vocabulaire de 1 ère année

ΚΑΝΟΝΙΟΝ ΕΤΟΥΣ 2013 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΗΜΕΡΟΜ. ΗΧΟΣ ΕΩΘΙΝΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 6. Τῆς ἑορτῆς Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ (Τίτ.

ST. JOHN'S WEEKLY BULLETIN

persoon praesens imperfectum sigmatische aoristus

Sunday, February 24, 2019 Sunday of the Prodigal Son ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Sunday, February 16, th Sunday of Luke. (Prodigal) ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ -EPISTLE READING - I Corinthians 6:12-20

ST. JOHN'S WEEKLY BULLETIN

ΘΕΜΑ 2o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Immigration Documents

INTRODUCTION À LA GRAMMAIRE DE L'ÉNONCIATION

Καὶ γὰρ ἀνθυβρίζομαι Ὡς τί μ ἱστορεῖς τόδε ;

ST. JOHN'S WEEKLY BULLETIN

Petit précis de grammaire grecque

VADE-MECUM de l helléniste

Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

COURS DE LANGUE FRANÇAISE NIVEAU I - DÉBUTANTS, FAUX DÉBUTANTS UNITÉ 2 AU TÉLÉPHONE UNIVERSITÉ DE PATRAS CENTRE D ENSEIGNEMENT DE LANGUES ÉTRANGÈRES

De incarnatione et contra Arianos

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

John BGT. Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων NAU

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ. (Σχολείο).

The Messengers from John the Baptist. The Messengers from John the Baptist

ΚΑΤΑ ΜΑΘΘΑΙΟΝ Mt 1:1 NOVVM TESTAMENTVM

Petit précis de grammaire grecque

«La nuit offre l abîme, promet la lumière. La poésie promet la lumière, offre l abîme. Et l inverse».

Θέμα εργασίας: Η διάκριση των εξουσιών

ГРЕЦЬКИЙ ТЕКСТ НОВОГО ЗАВІТУ NESTLE-ALAND. покажчик всіх форм грецьких слів, які вживані в Новому Завіті. Львів - Острог 2006

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

La notion de vie chez Aristote GLOSSAIRE

Η Παύλεια Θεολογία. Χριστολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

- 1 - Thess(alonicenses)

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ΚΑΤΑ ΜΑΘΘΑΙΟΝ Mt 1:1

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Και θα γίνει κατά τις έσχατες μέρες να εκχύσω ( αποστείλω ) το Πνεύμα σε κάθε άνθρωπο.

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Μ Ε Τ Α Τ Η Ν Υ Ψ Ω Σ Ι Ν. Η ηθική προσταγή Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

Πού μπορώ να βρω τη φόρμα για ; Où se trouve le formulaire pour? Για να ρωτήσετε που μπορείτε να βρείτε μια φόρμα

Υ-ΓΛΩ 12 Φωνητική-Φωνολογία με εφαρμογές στη Γαλλική γλώσσα. Y-GLO-12 Phonétique-Phonologie Applications à la langue française

Saint Nectarios Greek Orthodox Church and Shrine

ΚΕ-ΓΛΩ-21 Αξιολόγηση δεξιοτήτων επικοινωνίας στις ξένες γλώσσες. KE-GLO-21 Évaluation des compétences de communication en langue étrangère

ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ MEMORIAL SERVICES Μαρία Παρτσανάκη Maria Partsanakis (1 ἔτος) Δημήτριος Ῥουσάκης Demetrios Rousakis (4 ἔτη)

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ. Στη διάρκεια του σχολικού έτους μελετήσαμε παροιμίες κοινές που υπάρχουν στην ελληνική και στη γαλλική γλώσσα.

The Original Gospel of Mark - Greek Text

Θα ήθελα να κλείσω τον τραπεζικό μου λογαριασμό.

Τα μαθήματα : 2, 3, 4, 5, 7, 8, 9, 10, 12, 14, 15, 16, 17, 21, 22, 23, 24, 26

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικομάχεια Β 6, 9-13

Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί σχετικά με. Développement de votre ouverture pour décrire précisément de quoi traite votre thèse

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥ ΩΝ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 12: Ο ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Transcript:

VOCABULAIRE COURANT DES EXERCICES NÉGATIONS οὐ : ne... pas (pour l'indicatif) μή : ne... pas (pour les autres modes) PARTICULES, CONJONCTIONS ET ADVERBES ἀλλά : mais ἀμήν : en vérité γάρ : car (2 e position) δέ : or, mais (2 e position) εἰ + indicatif, ἐάν + subjonctif : si ἰδού : voici ἵνα + subjonctif : pour que καθώς : comme καί : et ou aussi νῦν, νυνί : maintenant ὅτε + indicatif, ὅταν + subjonctif : quand ὅτι : que ou parce que οὖν : donc (2 e position) οὕτως : ainsi πάλιν : de nouveau, encore τί; : pourquoi? τότε : alors ὡς : comme; lorsque PRÉPOSITIONS ἀπό + gén. : (venant) de διά + acc. : à cause de διά + gén. : à travers de ou par l'intermédiaire de εἰς + acc. : dans (avec mouvement) ἐκ, ἐξ + gén. : (venant) de ἐν + dat. : dans (sans mouvement) ἐπί + acc., gén. ou dat. : sur κατά + acc. : selon (et divers autres sens) κατά + gén. : contre μετά + acc. : après μετά + gén. : avec πρός + acc. : vers σύν + dat. : avec PRONOMS PERSONNELS 1 re pers. sing. ἐγώ acc. (ἐ)με gén. (ἐ)μου dat. (ἐ)μοι 2 e pers. sing. σύ acc. σε gén. σου dat. σοι 3 e pers. sing. αὐτός, αὐτή, αὐτό 1 re pers. plur. ἡμεῖς acc. ἡμᾶς gén. ἡμῶν dat. ἡμῖν 2 e pers. plur. ὑμεῖς acc. ὑμᾶς gén. ὑμῶν dat. ὑμῖν 3 e pers. plur. αὐτοί, αὐταί, αὐτά AUTRES PRONOMS - ADJECTIFS οὗτος, αὕτη, τοῦτο : celui-ci ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο : celui-là ἄλλος, η, ο : autre VERBES USUELS εἰμί : je suis εἶ : tu es ἐστίν : il est εἰσίν : ils sont ἦν : il était ἦσαν : ils étaient ἀκολουθέω + dat. : suivre ἀκούω + acc. ou gén. : entendre, écouter ἀναβαίνω : monter ἐγγίζω : approcher ἐκβάλλω : chasser ἰσχύω : être capable de, pouvoir καταβαίνω : descendre καταλύω : détruire, abolir πίνω : boire πίπτω : tomber ὑπάγω : s'en aller ὑπακούω + dat. : obéir φέρω : porter 1

JEAN 10 (LEÇON 22) LA VOIX MOYENNE (cf. leçon 23) A la voix moyenne, les désinences sont passives, mais le sens est actif. Certains verbes n'existent qu'à la voix moyenne. D'autres utilisent tantôt des formes actives, tantôt des formes moyennes selon le temps, cf. note 1. L'AORISTE (cf. leçons 24-25) L'aoriste indique une action ponctuelle. A l'indicatif, l'aoriste prend un augment et équivaut au passé simple. A l'impératif, au subjonctif et à l'infinitif, il n'y a généralement pas de différence de traduction avec le présent. L'aoriste premier a des désinences propres, cf. note **. L'aoriste second a les mêmes désinences que l'imparfait (à l'indicatif) et que le présent (aux autres modes), mais sur un autre thème de conjugaison (ex. : ἐλάμβανον, λαμβάνειν; aoriste 2 : ἔλαβον, λαβεῖν; cf. note 47). LE SUBJONCTIF Le subjonctif est caractérisé par un allongement de la désinence, cf. note ***. 1 Ἀμὴν* ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος 1 διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν 2 τῶν προβάτων ἀλλὰ ἀναβαίνων 3 ἀλλαχόθεν 4 ἐκεῖνος κλέπτης 5 ἐστὶν καὶ λῃστής 6 2 ὁ δὲ εἰσερχόμενος 1 διὰ τῆς θύρας ποιμήν 7 ἐστιν τῶν προβάτων. 3 τούτῳ ὁ θυρωρὸς 8 ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει καὶ τὰ ἴδια πρόβατα φωνεῖ κατ ὄνομα 9 καὶ ἐξάγει 10 αὐτά. 4 ὅταν* τὰ ἴδια πάντα 11 ἐκβάλῃ*** 12, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται 13, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι* οἴδασιν 14 τὴν φωνὴν αὐτοῦ 5 ἀλλοτρίῳ 15 δὲ οὐ μὴ 16 ἀκολουθήσουσιν, ἀλλὰ φεύξονται 17 ἀπ αὐτοῦ, ὅτι* οὐκ οἴδασιν 14 τῶν ἀλλοτρίων 15 τὴν φωνήν. 6 Ταύτην τὴν παροιμίαν 18 εἶπεν 19 αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν 20 τίνα 21 ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. 7 Εἶπεν 19 οὖν πάλιν* ὁ Ἰησοῦς, Ἀμὴν* ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι* ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. 8 πάντες 11 ὅσοι 22 ἦλθον 1 [πρὸ ἐμοῦ] κλέπται 5 εἰσὶν καὶ λῃσταί 6, ἀλλ οὐκ * Cf. Vocabulaire courant ** Formes de l'indicatif aoriste premier actif : 1 re pers. sing. ἔλυσα 3 e pers. sing. ἔλυσε(ν) 3 e pers. plur. ἔλυσαν Infinitif aoriste premier actif : λῦσαι ***Formes du subjonctif actif : présent aoriste 1 aoriste 2 1 re pers. sing. λύω λύσω λάβω 3 e pers. sing. λύῃ λύσῃ λάβῃ 2 e pers. plur. λύητε λύσητε λάβητε 3 e pers. plur. λύωσιν λύσωσιν λάβωσιν 1 ἔρχομαι : venir (indicatif présent moyen) ἐρχόμενος, η, ον : participe présent (moyen) ἐλεύσο :μαι : indicatif futur (moyen) ἦλθον : indicatif aoriste 2 (actif) ἀπέρχομαι : s'en aller εἰσέρχομαι : entrer ἐξέρχομαι : sortir 2 ἡ αὐλή : la cour, l'enclos 3 Participe présent actif nom. masc. sing. 4 ἀλλαχόθεν : par ailleurs 5 ὁ κλέπτης : le voleur 6 ὁ λῃστής : le brigand 7 ὁ ποιμήν, ένος : le berger 8 ὁ θυρωρός : le portier 9 τὸ ὄνομα, ατος : le nom (dat. ὀνόματι) 10 ἐξάγω : conduire dehors, faire sortir 11 πᾶς, πᾶσα, πᾶν : tout nom. masc. plur. πάντες nom. acc. neutre plur. πάντα gén. masc. neutre plur. πάντων 12 ἐκβάλῃ : subj. aor. 2 de ἐκβάλλω 13 πορεύομαι : aller (moyen) 14 οἴδασιν : 3e pers. plur. de οἶδα : connaître 15 ἀλλότρίος : étranger 16 οὐ μὴ : négation renforcée (en général avec le subjonctif) 17 φεύγω : fuir (futur moyen φεύξομαι) 18 ἡ παροιμία : la comparaison, la parabole 19 εἶπον : aoriste 2 de λέγω (impér. aor. 2 εἰπέ) 20 ἔγνωσαν : 3 e pers. plur. indic. aor. 2 de γινώσκω 21 τις, τις, τι : un certain, un (indéfini) τίς, τίς, τί : quel? (interrogatif) nom. acc. neutre plur. τίνα 22 ὅσοι, αι, α : tous ceux qui (relatif) 2

ἤκουσαν** αὐτῶν τὰ πρόβατα. 9 ἐγώ εἰμι ἡ θύρα δι ἐμοῦ ἐάν* τις 21 εἰσέλθῃ 23 σωθήσεται 24 καὶ εἰσελεύσεται 1 καὶ ἐξελεύσεται 1 καὶ νομὴν 25 εὑρήσει 26. 10 ὁ κλέπτης 5 οὐκ ἔρχεται 1 εἰ μὴ 27 ἵνα* κλέψῃ*** 28 καὶ θύσῃ*** 29 καὶ ἀπολέσῃ*** 30 ἐγὼ ἦλθον 1 ἵνα* ζωὴν ἔχωσιν*** καὶ περισσὸν 31 ἔχωσιν***. 11 Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν 7 ὁ καλός ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν 32 ὑπὲρ τῶν προβάτων 12 ὁ μισθωτὸς 33 καὶ οὐκ ὢν 34 ποιμήν 7, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον 35 ἐρχόμενον 1 καὶ ἀφίησιν 36 τὰ πρόβατα καὶ φεύγει 17 - καὶ ὁ λύκος 35 ἁρπάζει 37 αὐτὰ καὶ σκορπίζει 38-13 ὅτι* μισθωτὸς 33 ἐστιν καὶ οὐ μέλει 39 αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. 14 Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν 7 ὁ καλός καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκουσί 40 με τὰ ἐμά, 15 καθὼς* γινώσκει με ὁ πατὴρ 41 κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα 41, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι 32 ὑπὲρ τῶν προβάτων. 16 καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς 2 ταύτης κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν 42 καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν 40, καὶ γενήσονται 43 μία 44 ποίμνη 45, εἷς 44 ποιμήν 7. 17 Διὰ τοῦτό με ὁ πατὴρ 41 ἀγαπᾷ 46 ὅτι* ἐγὼ τίθημι 32 τὴν ψυχήν μου, ἵνα* πάλιν* λάβω 47 αὐτήν. 18 οὐδεὶς 44 αἴρει 48 αὐτὴν ἀπ ἐμοῦ, ἀλλ ἐγὼ τίθημι 32 αὐτὴν ἀπ ἐμαυτοῦ. ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι 32 αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν* λαβεῖν 47 αὐτήν ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον 47 παρὰ τοῦ πατρός 41 μου. 19 Σχίσμα 49 πάλιν* ἐγένετο 43 ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς λόγους τούτους. 20 ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, Δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται 50 τί* αὐτοῦ ἀκούετε; 21 ἄλλοι ἔλεγον, Ταῦτα τὰ ῥήματα 51 οὐκ ἔστιν δαιμονιζομένου 52 μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὄφθαλμοὺς ἀνοῖξαι**; 22 Ἐγένετο 43 τότε* τὰ ἐγκαίνια 53 ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, χειμὼν 54 ἦν, 23 καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ 55 τοῦ Σολομῶνος. 24 ἐκύκλωσαν** 56 οὖν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ, Ἕως πότε 57 τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις 48 ; εἰ* σὺ εἶ ὁ 23 εἰσέλθῃ : subj. aor. 2 de εἰσέρχομαι : entrer 24 σῴζω : sauver (futur passif σωθήσομαι) 25 ἡ νομή : le pâturage 26 εὑρήσω : futur de εὑρίσκω 27 εἰ μὴ : sinon, si ce n'est 28 κλέπτω : voler 29 θύω : sacrifier, tuer 30 ἀπόλλυμι : perdre, détruire (actif; aor. 1 ἀπώλεσα); périr (moyen; aor. 2 ἀπωλόμην 3e pers. plur. subj. aor. 2 ἀπόλωνται) 31 περισσόν : en abondance 32 τίθημι : poser; ici, donner τίθησιν : 3 e pers. sing. indic. prés. θεῖναι : infinitif aoriste 33 ὁ μισθωτός : le mercenaire 34 ὤν : part. prés. nom. masc. sing. de εἰμί 35 ὁ λύκος : le loup 36 ἀφίησιν : 3 e pers. sing. indic. prés. actif de ἀφίημι : abandonner 37 ἁρπάζω : enlever, ravir 38 σκορπίζω : disperser 39 μέλει : il importe; μέλει μοι : je me soucie 40 Accord selon le sens 41 ὁ πατήρ, πατρός : le père (acc. sing. πατέρα; dat. sing. πατρί) 3 42 ἀγαγεῖν : infinitif aor. 2 de ἄγω 43 γίνομαι : devenir (moyen) γενήσομαι : futur moyen ἐγενόμην : aoriste 2 moyen 44 εἷς, μία, ἕν : un (numéral; acc. masc. ἕνα) οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν : personne, aucun 45 ἡ ποίμνη : le troupeau 46 ἀγαπᾷ : 3 e pers. sing. indic. prés. de ἀγαπάω : aimer 47 ἔλαβον : aoriste 2 de λαμβάνω (subjonctif : λάβω; infinitif : λαβεῖν) 48 αἴρω : enlever, ôter 49 τὸ σχίσμα, ατος : la division 50 μαίνομαι : être fou (moyen) 51 τὸ ῥῆμα, ατος : la parole (nom. acc. plur. ῥήματα) 52 δαιμονιζόμενος : part. prés. de δαιμονίζομαι : être possédé par un démon (moyen) 53 τὰ ἐγκαίνια : la fête de la Dédicace 54 ὁ χειμών, ῶνος : l'hiver 55 ἡ στοά : le portique 56 ἐκύκλωσαν : indic. aor. 1 de κυκλόω : entourer 57 πότε : quand?

Χριστός, εἰπὲ 19 ἡμῖν παρρησίᾳ 58. 25 ἀπεκρίθη 59 αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Εἶπον 19 ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὄνόματι 9 τοῦ πατρός 41 μου ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ 26 ἀλλὰ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε, ὅτι* οὐκ ἐστὲ ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν. 27 τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούουσιν 40, κἀγὼ γινώσκω αὐτά καὶ ἀκολουθοῦσίν 40 μοι, 28 κἀγὼ δίδωμι 60 αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον καὶ οὐ μὴ 19 ἀπόλωνται 30 εἰς τὸν αἰῶνα 61 καὶ οὐχ ἁρπάσει 37 τις αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός 62 μου. 29 ὁ πατήρ 41 μου ὃ δέδωκέν 60 μοι πάντων 11 μεῖζόν 63 ἐστιν, καὶ οὐδεὶς 44 δύναται ἁρπάζειν 37 ἐκ τῆς χειρὸς 62 τοῦ πατρός. 30 ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ 41 ἕν 44 ἐσμεν. 31 Ἐβάστασαν** πάλιν* λίθους οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα* λιθάσωσιν*** 64 αὐτόν. 32 ἀπεκρίθη 59 αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Πολλὰ 65 ἔργα καλὰ ἔδειξα** 66 ὑμῖν ἐκ τοῦ πατρός 41 διὰ ποῖον 67 αὐτῶν ἔργον ἐμὲ λιθάζετε 64 ; 33 ἀπεκρίθησαν 59 αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι, Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν 64 σε ἀλλὰ περὶ βλασφημίας 68, καὶ ὅτι* σὺ ἄνθρωπος ὢν 34 ποιεῖς σεαυτὸν θεόν. 34 ἀπεκρίθη 59 αὐτοῖς [ὁ] Ἰησοῦς, Οὐκ ἔστιν γεγραμμένον 69 ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν ὅτι* Ἐγὼ εἶπα 70, Θεοί ἐστε; 35 εἰ* ἐκείνους εἶπεν 19 θεοὺς πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ θεοῦ ἐγένετο 43, καὶ οὐ δύναται λυθῆναι 71 ἡ γραφή, 36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασεν** καὶ ἀπέστειλεν 72 εἰς τὸν κόσμον ὑμεῖς λέγετε ὅτι* Βλασφημεῖς, ὅτι* εἶπον 19, Υἱὸς τοῦ θεοῦ εἰμι; 37 εἰ* οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός 41 μου, μὴ πιστεύετέ μοι 38 εἰ* δὲ ποιῶ, κἂν 73 ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύετε, ἵνα* γνῶτε 74 καὶ γινώσκητε*** ὅτι* ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ 41 κἀγὼ ἐν τῷ πατρί 41. 39 Ἐζήτουν [οὖν] αὐτὸν πάλιν* πιάσαι** 75, καὶ ἐξῆλθεν 1 ἐκ τῆς χειρὸς 62 αὐτῶν. 40 Καὶ ἀπῆλθεν 1 πάλιν* πέραν 76 τοῦ Ἰορδάνου εἰς τὸν τόπον ὅπου 77 ἦν Ἰωάννης τὸ πρῶτον βαπτίζων 3 καὶ ἔμεινεν 78 ἐκεῖ. 41 καὶ πολλοὶ 65 ἦλθον 1 πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι Ἰωάννης μὲν σημεῖον ἐποίησεν** οὐδέν 44, πάντα 11 δὲ ὅσα 22 εἶπεν 19 Ἰωάννης περὶ τούτου ἀληθῆ 79 ἦν. 42 καὶ πολλοὶ 65 ἐπίστευσαν** εἰς αὐτὸν ἐκεῖ 80. 58 παρρησίᾳ : ouvertement 59 ἀποκρίνομαι : répondre (moyen); indic. aor. 3 e pers. sing. ἀπεκρίθη; 3 e pers. plur. ἀπεκρίθησαν (formes passives ayant le sens actif) 60 δίδωμι : donner δέδωκεν : 3 e pers. sing. indic. parfait 61 εἰς τὸν αἰῶνα : à jamais 62 ἡ χείρ, χειρός : la main 63 μεῖζον + gén. : plus grand que. Ce passage au neutre fait problème. Du point de vue grammatical, il faudrait traduire : Ce que mon Père m a donné est plus grand que tout. Mais la construction la plus conforme au contexte serait : Mon Père qui me [les] a données est plus grand que tout. Cf. Mt 12/6. 64 λιθάζω : lapider 65 πολλοί, πολλαί, πολλά : nombreux 66 ἔδειξα : aor. 1 de δείκνυμι : montrer 67 ποῖος, ποῖα, ποῖον : quel? 68 ἡ βλασφημία : le blasphème 69 γεγραμμένος : part. parfait passif de γράφω 70 εἶπα = εἶπον (cf. note 19) 71 λυθῆναι : infinitif aoriste passif de λύω 72 ἀπέστειλεν : 3 e pers. sing. indic. aor. 1 de ἀποστέλλω : envoyer 73 κἂν + subj. : même si 74 γνῶτε : 2 e pers. plur. subj. aor. 2 de γινώσκω 75 πιάζω : saisir 76 πέραν + gén. : de l'autre côté de 77 ὅπου : là où 78 ἔμεινεν : 3e pers. sing. indic. aor. 1 de μένω 79 ἀληθής, ἀληθής, ἀληθές : vrai (nom. acc. neutre plur. ἀληθῆ) 80 ἐκεῖ : là 4

MATTHIEU 12 (LEÇON 27) LE SUBJONCTIF Le subjonctif est caractérisé par un allongement de la désinence. La particule ἄν donne au subjonctif une valeur éventuelle. LE PARTICIPE A l'actif, les participes présent et aoriste sont caractérisés par la désinence -ων, -οντος. Un participe précédé de l'article équivaut à une proposition relative. 1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐπορεύθη 1 ὁ Ἰησοῦς τοῖς σάββασιν διὰ τῶν σπορίμων 2 οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπείνασαν 3 καὶ ἤρξαντο τίλλειν 4 στάχυας 5 καὶ ἐσθίειν. 2 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἰδόντες*** εἶπαν αὐτῷ, Ἰδοὺ οἱ μαθηταί σου ποιοῦσιν ὃ οὐκ ἔξεστιν ποιεῖν ἐν σαββάτῳ. 3 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Οὐκ ἀνέγνωτε τί 6 ἐποίησεν Δαυὶδ ὅτε ἐπείνασεν 3 καὶ οἱ μετ αὐτοῦ 7, 4 πῶς 8 εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως 9 ἔφαγον, ὃ οὐκ ἐξὸν 10 ἦν αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ αὐτοῦ εἰ μὴ 11 τοῖς ἱερεῦσιν 12 μόνοις; 5 ἢ 13 οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῷ νόμῳ ὅτι τοῖς σάββασιν οἱ ἱερεῖς 12 ἐν τῷ ἱερῷ τὸ σάββατον βεβηλοῦσιν 14 καὶ ἀναίτιοί 15 εἰσιν; 6 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι τοῦ ἱεροῦ μεῖζόν 16 ἐστιν ὧδε 17. 7 εἰ* δὲ ἐγνώκειτε 18 τί 6 ἐστιν, Ἔλεος 19 θέλω καὶ οὐ θυσίαν, οὐκ ἂν 20 κατεδικάσατε 21 τοὺς ἀναιτίους 15. 8 κύριος γάρ ἐστιν τοῦ σαββάτου ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. 9 Καὶ μεταβὰς 22 ἐκεῖθεν 23 ἦλθεν εἰς τὴν συναγωγὴν αὐτῶν 10 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος χεῖρα 24 ἔχων*** ξηράν 25. καὶ ἐπηρώτησαν 26 αὐτὸν λέγοντες***, Εἰ 27 ἔξεστιν τοῖς * Cf. Vocabulaire courant ** Formes du subjonctif actif : présent aoriste 1 aoriste 2 1 re pers. sing. λύω λύσω λάβω 3 e pers. sing. λύῃ λύσῃ λάβῃ 2 e pers. plur. λύητε λύσητε λάβητε 3 e pers. plur. λύωσιν λύσωσιν λάβωσιν La particule ἄν donne au subjonctif une valeur éventuelle. *** Formes du participe actif : présent aoriste 1 aoriste 2 nom. masc. sing. λύων λύσας λαβών nom. neut. sing. λύον λύσαν λαβόν gén. masc. sing. λύοντος λύσαντος λαβόντος dat. masc. sing. λύοντι λύσαντι λαβόντι nom. masc. plur. λύοντες λύσαντες λαβόντες Un participe précédé de l'article équivaut à une proposition relative. 1 ἐπορεύθη : 3e pers. du sing. de l aor. passif de πορεύομαι 2 τὰ σπόριμα, ων : champs de blé 3 πεινάω : avoir faim (verbe contracte en αω) 4 τίλλω : arracher 5 ὁ στάχυς, ος : épi, acc. plur. στάχυας 6 τίς : qui, lequel (accentué, pronom interrogatif), nom.-acc. neutre sing. τί : quoi, ce que, gén. sing. τίνος, dat. sing. τίνι 7 L article peut substantiver n importe quelle expression : ceux [qui étaient] avec lui 8 πῶς : comment 9 ἡ πρόθεσις, εως : proposition, offrande 10 ἐξὸν ἦν : temps périphrastique (l. 37), ἐξόν : nom. neutre sing. du part. présent de ἔξεστι 11 εἰ μὴ : sinon, si ce n est, sauf 12 ὁ ἱερεύς, έως : prêtre, nom.-acc. plur. ἱερεῖς, dat. plur. ἱερεῦσιν 13 ἤ : ou bien 14 βεβηλόω : profaner (verbe contracte en οω) 15 ἀναίτιος, ον : innocent 16 μεῖζον : nom.-acc. neutre sing. du comparatif μείζων : plus grand (avec un complément au génitif) 17 ὧδε : ici 18 ἐγνώκειτε : 2 e pers. plur. du plus-que-parfait de γινώσκω 19 τὸ ἔλεος, ους : miséricorde 20 L indicatif aoriste avec ἄν équivaut au conditionnel passé 21 καταδικάζω : condamner; futur passif : καταδικασθήσομαι 22 μεταβάς : nom. masc. sing. du part. aor. 2 actif de μεταβαίνω : partir 23 ἐκεῖθεν : de là 24 χεῖρα : acc. sing. de ἡ χείρ, χειρός : la main 25 ξηρός, ά, όν : sec, paralysé 26 ἐπερωτάω : interroger (verbe contracte en αω) 27 εἰ : si, est ici interrogatif : est-ce que 5

σάββασιν θεραπεῦσαι; ἵνα* κατηγορήσωσιν 28 αὐτοῦ. 11 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Τίς 6 ἔσται ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος ὃς ἕξει πρόβατον ἕν 29 καὶ ἐὰν* ἐμπέσῃ 30 τοῦτο τοῖς σάββασιν εἰς βόθυνον 31, οὐχὶ κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ; 12 πόσῳ 32 οὖν διαφέρει 33 ἄνθρωπος προβάτου. ὥστε ἔξεστιν τοῖς σάββασιν καλῶς 34 ποιεῖν. 13 τότε* λέγει τῷ ἀνθρώπῳ, Ἔκτεινόν 35 σου τὴν χεῖρα. καὶ ἐξέτεινεν καὶ ἀπεκατεστάθη 36 ὑγιὴς 37 ὡς ἡ ἄλλη. 14 ἐξελθόντες*** δὲ οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον 38 ἔλαβον κατ αὐτοῦ ὅπως 39 αὐτὸν ἀπολέσωσιν 40. 15 Ὁ δὲ Ἰησοῦς γνοὺς 41 ἀνεχώρησεν 42 ἐκεῖθεν 23. καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ [ὄχλοι] πολλοί 43, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πάντας 44 16 καὶ ἐπετίμησεν 45 αὐτοῖς ἵνα* μὴ φανερὸν 46 αὐτὸν ποιήσωσιν**, 17 ἵνα* πληρωθῇ 47 τὸ ῥηθὲν 48 διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος, 18 Ἰδοὺ ὁ παῖς 49 μου ὃν ᾑρέτισα 50, ὁ ἀγαπητός μου εἰς ὃν εὐδόκησεν 51 ἡ ψυχή μου θήσω 52 τὸ πνεῦμά 53 μου ἐπ αὐτόν, καὶ κρίσιν 54 τοῖς ἔθνεσιν 55 ἀπαγγελεῖ. 19 οὐκ ἐρίσει 56 οὐδὲ κραυγάσει 57, οὐδὲ ἀκούσει τις 58 ἐν ταῖς πλατείαις 59 τὴν φωνὴν αὐτοῦ. 20 κάλαμον 60 συντετριμμένον 61 οὐ κατεάξει 62 καὶ λίνον 63 τυφόμενον 64 οὐ σβέσει 65, ἕως ἂν ἐκβάλῃ** εἰς νῖκος 66 τὴν κρίσιν. 21 καὶ τῷ ὀνόματι 67 αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσιν 68. 22 Τότε* προσηνέχθη 69 αὐτῷ δαιμονιζόμενος 70 τυφλὸς καὶ κωφός 71, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν, ὥστε τὸν κωφὸν 71 λαλεῖν καὶ βλέπειν. 23 καὶ ἐξίσταντο 72 πάντες 44 οἱ ὄχλοι καὶ ἔλεγον, Μήτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Δαυίδ; 24 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες 73 εἶπον, Οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰ μὴ 11 ἐν τῷ Βεελζεβοὺλ 28 κατηγορήσωσιν : subj. aor. actif de κατηγορέω : accuser 29 εἷς, μία, ἕν : un (numéral) 30 ἐμπέσῃ : subj. aor. 2 actif de ἐμπίπτω : tomber 31 ὁ βόθυνος, ου : fosse, trou 32 πόσῳ : combien 33 διαφέρω : être supérieur (+ gén.) 34 καλῶς : bien (adverbe) 35 ἐκτείνω : étendre, nom. masc. sing. du part. aor. actif : ἐκτείνας 36 ἀπεκατεστάθη : 3 e pers. sing. de l ind. aor. passif de ἀποκαθίστημι : rétablir, restaurer 37 ὑγιής, ές : sain, en bonne santé 38 τὸ συμβούλιον, ου : conseil 39 ὅπως : afin que (+ subj.) 40 ἀπολέσωσιν : subj. aor. actif de ἀπόλλυμι : faire périr 41 γνούς : nom. masc. sing. du part. aor. 2 actif de γινώσκω 42 ἀναχωρέω : se retirer 43 πολλοί, αί, ά : nombreux 44 πᾶς, πᾶσα, πᾶν : tout, nom. masc. plur. πάντες, acc. masc. plur. πάντας 45 ἐπιτιμάω : réprimander (+ dat., verbe contracte en αω) 46 φανερός, ά, όν : clair, évident, manifeste 47 πληρωθῇ : 3 e pers. du sing. du subj. aor. passif de πληρόω : remplir, accomplir (verbe contracte en οω) 48 ῥηθὲν : nom.-acc. neutre sing. du part. aor. passif de λέγω 49 ὁ παῖς, παιδός : serviteur 50 αἰρετίζω : élire 6 51 εὐδοκέω : prendre plaisir, se complaire 52 θήσω : futur actif de τίθημι : poser, mettre 53 τὸ πνεῦμα, ατος : esprit, dat. sing. πνεύματι, nom.-acc. plur. πνεύματα 54 ἡ κρίσις, εως : jugement, droit, dat. sing. κρίσει 55 τὸ ἔθνος, ους : nation, plur. τὰ ἔθνη 56 ἐρίζω : chercher querelle 57 κραυγάζω : crier 58 τις, τι, gén. sing. τινος, nom. plur. τινες : quelqu un (inaccentué, pronom indéfini) 59 ἡ πλατεῖα, ας : place 60 ὁ κάλαμος, ου : roseau 61 συντετριμμένος : part. parfait passif de συντρίβω : écraser 62 κατεάξω : futur de κατάγνυμι : briser 63 τὸ λίνον, ου : lin, mèche 64 τυφόμενος : part. présent passif de τύφω : enfumer 65 σβέσω : futur de σβέννυμι 66 τὸ νῖκος, ους : victoire 67 τὸ ὄνομα, ατος : nom 68 ἐλπιῶ : forme de futur contracte de ἐλπίζω 69 προσηνέχθη : 3 e pers. sing. de l ind. aor. passif de προσφέρω (passif indéfini) 70 δαιμονιζόμενος : part. présent passif de δαιμονίζομαι : être possédé par un démon 71 κωφός, ή, όν : muet 72 ἐξιστάμην : imparfait moyen de ἐξίστημι : être stupéfait 73 ἀκούσαντες : nom. masc. plur. du part. aor. actif de ἀκούω : entendre, d où entendre dire, apprendre (une nouvelle)

ἄρχοντι 74 τῶν δαιμονίων. 25 εἰδὼς 75 δὲ τὰς ἐνθυμήσεις 76 αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς, Πᾶσα 44 βασιλεία μερισθεῖσα 77 καθ ἑαυτῆς ἐρημοῦται 78 καὶ πᾶσα 44 πόλις 79 ἢ οἰκία μερισθεῖσα 77 καθ ἑαυτῆς οὐ σταθήσεται 80. 26 καὶ εἰ* ὁ Σατανᾶς τὸν Σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ ἑαυτὸν ἐμερίσθη 77 πῶς 8 οὖν σταθήσεται 80 ἡ βασιλεία αὐτοῦ; 27 καὶ εἰ* ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι 6 ἐκβάλλουσιν; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν. 28 εἰ* δὲ ἐν πνεύματι 53 θεοῦ ἐγὼ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν 81 ἐφ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ. 29 ἢ 13 πῶς 8 δύναταί τις 58 εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τὰ σκεύη 82 αὐτοῦ ἁρπάσαι 83, ἐὰν* μὴ πρῶτον δήσῃ 84 τὸν ἰσχυρόν; καὶ τότε* τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει 83. 30 ὁ μὴ ὢν 85 μετ ἐμοῦ κατ ἐμοῦ ἐστιν, καὶ ὁ μὴ συνάγων*** μετ ἐμοῦ σκορπίζει 86. 31 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα 44 ἁμαρτία καὶ βλασφημία 87 ἀφεθήσεται 88 τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ πνεύματος 53 βλασφημία 87 οὐκ ἀφεθήσεται 88. 32 καὶ ὃς ἐὰν 89 εἴπῃ** λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται 88 αὐτῷ ὃς δ ἂν εἴπῃ** κατὰ τοῦ πνεύματος 53 τοῦ ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται 88 αὐτῷ οὔτε ἐν τούτῳ τῷ αἰῶνι 90 οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι***. 33 Ἢ 13 ποιήσατε τὸ δένδρον καλὸν καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ καλόν, ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον σαπρὸν 91 καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρόν 91 ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται. 34 γεννήματα 92 ἐχιδνῶν 93, πῶς 8 δύνασθε ἀγαθὰ λαλεῖν πονηροὶ ὄντες 85 ; ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος 94 τῆς καρδίας τὸ στόμα 95 λαλεῖ. 35 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ 96 ἐκβάλλει ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ 96 ἐκβάλλει πονηρά. 36 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν 44 ῥῆμα 97 ἀργὸν 98 ὃ λαλήσουσιν οἱ ἄνθρωποι ἀποδώσουσιν 99 περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως 54 37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ 100, καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ 21. 38 Τότε* ἀπεκρίθησαν 101 αὐτῷ τινες 58 τῶν γραμματέων 102 καὶ Φαρισαίων 73 ἀκούσαντες : nom. masc. plur. du part. aor. actif de ἀκούω : entendre, d où entendre dire, apprendre (une nouvelle) 74 ἄρχοντι : dat. sing de ὁ ἄρχων, οντος : chef (part. présent de ἄρχω : commander, devenu substantif) 75 εἰδὼς : nom. masc. sing. du part. de οἶδα : savoir, connaître (formes de parfait à sens présent) 76 ἡ ἐνθύμησις, εως : pensée, nom.-acc. plur. : ἐνθυμήσεις 77 μερίζω : diviser, 3 e pers. sing. de l ind. aor. passif : ἐμερίσθη, nom. fém. sing. du part. aor. passif : μερισθεῖσα 78 ἐρημοῦται : 3 e pers. sing. de l ind. présent actif de ἐρημόω : rendre désert, dévaster (verbe contracte en οω) 79 ἡ πόλις, εως : ville 80 σταθήσεται : futur passif de ἵστημι : tenir debout (sens intransitif) 81 φθάνω : atteindre 82 τὸ σκεῦος, ους : vase, au plur. τὰ σκεύη : les affaires, les biens 83 ἁρπάζω, διαρπάζω : enlever de force, dérober, piller 84 δήσῃ : subj. aor. actif de δέω : lier 85 ὤν : part. présent de εἰμί, nom. masc. plur. ὄντες (un participe précédé de l article équivaut à une 7 proposition relative) 86 σκορπίζω : disperser 87 ἡ βλασφημία, ας : blasphème 88 ἀφεθήσεται : futur passif de ἀφίημι : pardonner 89 ἐάν, ici pour ἄν : donne au subj. une valeur éventuelle 90 ὁ αἰών, αἰῶνος : période, ère, monde, dat. sing. αἰῶνι 91 σαπρός, ά, όν : mauvais 92 τὸ γέννημα, ατος : descendance 93 ἡ ἔχιδνα, ης : vipère 94 τὸ περίσσευμα, ατος : abondance, surplus 95 τὸ στόμα, ατος : bouche 96 ὁ θησαυρός, οῦ : trésor 97 τὸ ῥῆμα, ατος : parole 98 ἀργός, ή, ὀν : inefficace, inutile, vain 99 ἀποδώσουσιν : futur de ἀποδίδωμι : donner en retour, ἀποδίδωμι λόγον : rendre compte 100 δικαιωθήσῃ : futur passif de δικαιόω : justifier (verbe contracte en οω) 101 ἀποκρίνομαι a un aor. de forme passive : 3 e pers. plur. de l ind. ἀπεκρίθησαν, nom. masc. sing. du part. ἀποκριθείς 102 ὁ γραμματεύς, έως : scribe; gén. plur. : γραμματέων

λέγοντες***, Διδάσκαλε, θέλομεν ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν. 39 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς 101 εἶπεν αὐτοῖς, Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς 103 σημεῖον ἐπιζητεῖ 104, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται 105 αὐτῇ εἰ μὴ 11 τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. 40 ὥσπερ γὰρ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ 106 τοῦ κήτους 107 τρεῖς 108 ἡμέρας καὶ τρεῖς 108 νύκτας 109, οὕτως* ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς 108 ἡμέρας καὶ τρεῖς 108 νύκτας 109. 41 ἄνδρες 110 Νινευῖται 111 ἀναστήσονται 112 ἐν τῇ κρίσει 54 μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν 113 αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα 114 Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον 115 Ἰωνᾶ ὧδε*. 42 βασίλισσα 116 νότου 117 ἐγερθήσεται 118 ἐν τῇ κρίσει 54 μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ 113 αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων 119 τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος 120 καὶ ἰδοὺ πλεῖον 115 Σολομῶνος ὧδε*. 43 Ὅταν* δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα 53 ἐξέλθῃ** ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι ἀνύδρων 121 τόπων ζητοῦν 122 ἀνάπαυσιν 123 καὶ οὐχ εὑρίσκει. 44 τότε* λέγει, Εἰς τὸν οἶκόν μου ἐπιστρέψω 124 ὅθεν 125 ἐξῆλθον καὶ ἐλθὸν*** εὑρίσκει σχολάζοντα 126 σεσαρωμένον 127 καὶ κεκοσμημένον 128. 45 τότε* πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μεθ ἑαυτοῦ ἑπτὰ 129 ἕτερα πνεύματα 53 πονηρότερα 130 ἑαυτοῦ καὶ εἰσελθόντα 131 κατοικεῖ ἐκεῖ καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα 132 τῶν πρώτων. Οὕτως* ἔσται καὶ τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ πονηρᾷ. 46 Ἔτι 133 αὐτοῦ λαλοῦντος 134 τοῖς ὄχλοις ἰδοὺ ἡ μήτηρ 135 καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἱστήκεισαν 136 ἔξω ζητοῦντες 137 αὐτῷ λαλῆσαι. 47 [εἶπεν δέ τις αὐτῷ, Ἰδοὺ ἡ μήτηρ 135 σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἔξω ἑστήκασιν 136 ζητοῦντές 137 σοι λαλῆσαι.] 48 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς 101 εἶπεν τῷ λέγοντι*** αὐτῷ, Τίς 6 ἐστιν ἡ μήτηρ 135 μου καὶ τίνες 6 εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου; 49 καὶ ἐκτείνας 35 τὴν χεῖρα 24 αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπεν, Ἰδοὺ ἡ μήτηρ 135 μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου. 50 ὅστις 138 γὰρ ἂν ποιήσῃ*** τὸ θέλημα 139 τοῦ πατρός 140 μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς αὐτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ 135 ἐστίν. 103 ἡ μοιχαλίς, ίδος : adultère 104 ἐπιζητέω : rechercher, demander 105 δοθήσεται : futur passif de δίδωμι : donner 106 ἡ κοιλία, ας : ventre 107 τὸ κῆτος, ους : monstre marin (cétacé) 108 τρεῖς : trois 109 ἡ νύξ, νυκτός : nuit, acc. plur. νύκτας 110 ὁ ἀνήρ, ἀνδρός : homme, nom. plur. ἄνδρες 111 ὁ Νινευίτης, ου : habitant de Ninive 112 ἀναστήσονται : futur moyen de ἀνίστημι : se lever (sens intransitif) 113 κατακρίνω : condamner 114 τὸ κήρυγμα, ατος : prédication 115 πλεῖον : nom.-acc. neutre sing. du comparatif πλείων : plus (avec un complément au génitif) 116 ἡ βασίλισσα, ης : reine 117 ὁ νότος, ου : vent du sud, sud 118 ἐγερθήσεται : futur passif de ἐγείρω (sens intransitif) 119 τὸ πέρας, ατος : extrémité 120 ὁ Σολομών, ῶνος : Salomon 121 ἄνυδρος, ον : aride 122 ζητοῦν : nom.-acc. neutre sing. du part. présent actif de ζητέω (se rapporte à πνεῦμα) 123 ἡ ἀνάπαυσις, εως : repos 124 ἐπιστρέφω : s en retourner 125 ὅθεν : d où 126 σχολάζοντα : acc. masc. sing. du part. présent 8 actif de σχολάζω : être inoccupé (se rapporte à οἶκον) 127 σεσαρωμένον : acc. masc. sing. du part. parfait passif de σαρόω : balayer 128 κεκοσμημένον : acc. masc. sing. du part. parfait passif de κοσμέω : parer, mettre en ordre 129 ἑπτὰ : sept (invariable) 130 πονηρότερος, α, ον : comparatif de πονη-ρός (avec complément au gén.) 131 εἰσελθόντα : nom.-acc. neutre plur. du part. aor. 2 actif de εἰσέρχομαι 132 χείρονα : nom.-acc. neutre plur. du comparatif χείρων de κακός (avec complément au gén.) 133 ἔτι : encore 134 λαλοῦντος : gén. masc. sing. du part. présent actif de λαλέω. Avec αὐτοῦ, ce participe forme un génitif absolu : comme il parlait 135 ἡ μήτηρ, μητρός : mère 136 ἑστήκασιν : 3 e pers. plur. du parfait actif (sens de présent intransitif), εἱστήκεισαν : 3 e pers. plur. du plus-que-parfait actif (sens d imparfait intransitif) de ἵστημι : se tenir debout 137 ζητοῦντες : nom. masc. plur. du part. présent actif de ζητέω 138 ὅστις : quiconque (nom. masc. sing.) 139 τὸ θέλημα, ατος : la volonté 140 ὁ πατήρ, πατρός : le père

LUC 15 (LEÇON 30) ADJECTIFS DE LA 3 e CLASSSE Les pronoms et adjectifs de la 3 e classe suivent la 3 e déclinaison au masculin et au neutre, la 1 re déclinaison au féminin (cf. leçon 32). Les participes actifs se déclinent comme des adjectifs de la 3 e classe. 1 Ἦσαν δὲ αὐτῷ ἐγγίζοντες** πάντες 1 οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ. 2 καὶ διεγόγγυζον 2 οἵ τε 3 Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς 4 λέγοντες** ὅτι Οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται 5 καὶ συνεσθίει 6 αὐτοῖς. 3 εἶπεν δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων**, 4 Τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων** ἑκατὸν 7 πρόβατα καὶ ἀπολέσας 8 ἐξ αὐτῶν ἓν 9 οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα 10 ἐννέα 11 ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς 8 ἕως εὕρῃ*** αὐτό; 5 καὶ εὑρὼν** ἐπιτίθησιν 12 ἐπὶ τοὺς ὤμους 13 αὐτοῦ χαίρων** 6 καὶ ἐλθὼν** εἰς τὸν οἶκον συγκαλεῖ 14 τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας 15 λέγων** αὐτοῖς, Συγχάρητέ 16 μοι, ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός 8. 7 λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτως* χαρὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἔσται ἐπὶ ἑνὶ 9 ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι** ἢ 17 ἐπὶ ἐνενήκοντα 10 ἐννέα 11 δικαίοις οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσιν μετανοίας. 8 Ἢ τίς γυνὴ δραχμὰς 18 ἔχουσα** δέκα 19 ἐὰν* ἀπολέσῃ 8 δραχμὴν μίαν 9, οὐχὶ ἅπτει 20 λύχνον 21 καὶ σαροῖ 22 τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς 23 ἕως οὗ 24 εὕρῃ***; 9 καὶ εὑροῦσα** συγκαλεῖ 14 τὰς φίλας καὶ γείτονας 15 λέγουσα**, Συγχάρητέ 16 μοι, ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν 18 ἣν ἀπώλεσα 8. 10 οὕτως*, λέγω ὑμῖν, γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ 9 ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι**. * Cf. Vocabulaire courant ** Exemple d adjectif de la 3 e classe: masc. : πᾶς gén. πάντος fém. : πᾶσα gén. πάσης neutre : πᾶν gén. πάντος Participes actifs: prés. : λύων gén. λύοντος, λύουσα, λῦον aor. 1 : λύσας gén. λύσαντος, λύσασα, λῦσαν aor. 2 : λαβών gén. λαβόντος, λαβοῦσα, λαβόν Un participe précédé de l'article équivaut à une proposition relative. *** Formes du subjonctif actif: présent aoriste 1 aoriste 2 1 re pers. sing. λύω λύσω λάβω 3 e pers. sing. λύῃ λύσῃ λάβῃ 1 re pers. plur. λύωμεν λύσωμεν λάβωμεν La particule ἄν donne au subjonctif une valeur éventuelle. 1 πᾶς, πᾶσα, πᾶν : tout (note **) 2 διαγογγύζω : murmurer 3 τε : et (particule de coordination qui suit le mot; elle annonce ici le καί) 4 ὁ γραμματεύς, έως : scribe, nom. plur. : γραμματεῖς 5 προσδέχομαι : accueillir 6 συνεσθίω : manger avec (+ dat.) 7 ἑκατόν : cent (invariable) 8 ἀπόλλυμι : à l actif, perdre ; au moyen, périr, mourir ; aor. 1 actif, indic. : ἀπώλεσα ; part. : ἀπολέσας ; subj. : ἀπολέσω*** ; part. parf. 2 à sens intransitif : ἀπολωλώς, ός : s étant perdu 9 εἷς, μία, ἕν : un (note **) ; οὐδεὶς : personne 10 ἐνενήκοντα : quatre-vingt-dix (invariable) 11 ἐννέα : neuf (invariable) 12 ἐπιτίθησιν : 3 e pers. sing. de l indic. prés. actif de ἐπιτίθημι : poser, placer (sur). 13 ὁ ὦμος, ου : l épaule 14 συγκαλέω : convoquer 15 ὁ, ἡ γείτων, ονος : le (la) voisin(e) 16 συγχαίρω : se réjouir avec (+ dat.), aor. 2 actif : συνεχάρην (type ἔβην) 17 La conjonction ἤ signifie ou bien ; elle peut aussi introduire un complément du comparatif. Ici, elle suffit à donner à la phrase un sens comparatif (sémitisme). 18 ἡ δραχμή, ῆς : la drachme 19 δέκα : dix (invariable) 20 ἅπτω : allumer (ne pas confondre avec ἅπτομαι : toucher) 21 ὁ λύχνος, ου : la lampe 22 σαροῖ : 3 e pers. sing. de l indic. prés. actif de σαρόω :balayer 23 ἐπιμελῶς : avec soin 24 ἕως οὗ : le gén. du relatif οὗ n ajoute rien au sens de ἕως 9

11 Εἶπεν δέ, Ἄνθρωπός τις εἶχεν δύο 25 υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος 26 αὐτῶν τῷ πατρί, Πάτερ, δός 27 μοι τὸ ἐπιβάλλον** 28 μέρος τῆς οὐσίας 29. ὁ δὲ διεῖλεν 30 αὐτοῖς τὸν βίον 31. 13 καὶ μετ οὐ πολλὰς 32 ἡμέρας συναγαγὼν** πάντα 1 ὁ νεώτερος 26 υἱὸς ἀπεδήμησεν 33 εἰς χώραν μακράν 34 καὶ ἐκεῖ 35 διεσκόρπισεν 36 τὴν οὐσίαν 29 αὐτοῦ ζῶν 37 ἀσώτως 38. 14 δαπανήσαντος 39 δὲ αὐτοῦ πάντα 1 ἐγένετο λιμὸς 40 ἰσχυρὰ κατὰ 41 τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι 42. 15 καὶ πορευθεὶς 43 ἐκολλήθη 44 ἑνὶ 9 τῶν πολιτῶν 45 τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν 46 χοίρους 47, 16 καὶ ἐπεθύμει 48 χορτασθῆναι 49 ἐκ τῶν κερατίων 50 ὧν 51 ἤσθιον οἱ χοῖροι 47, καὶ οὐδεὶς 9 ἐδίδου 27 αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν** ἔφη 52, Πόσοι 53 μίσθιοι 54 τοῦ πατρός μου περισσεύονται ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ 40 ὧδε 35 ἀπόλλυμαι 8. 18 ἀναστὰς 55 πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ, Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, 19 οὐκέτι 56 εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι 57 υἱός σου ποίησόν με ὡς ἕνα 9 τῶν μισθίων 54 σου. 20 καὶ ἀναστὰς 55 ἦλθεν πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι 56 δὲ αὐτοῦ μακρὰν 34 ἀπέχοντος 58 εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη 59 καὶ δραμὼν 60 ἐπέπεσεν 61 ἐπὶ τὸν τράχηλον 62 αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν 63 αὐτόν. 21 εἶπεν δὲ ὁ υἱὸς αὐτῷ, Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, οὐκέτι 56 εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι 57 υἱός σου. 22 εἶπεν δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ, Ταχὺ 64 ἐξενέγκατε 65 στολὴν 66 τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε 27 δακτύλιον 67 εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα 68 εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ φέρετε τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν 69, θύσατε 70, καὶ φαγόντες** εὐφρανθῶμεν 71, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν 37, ἦν ἀπολωλὼς 8 καὶ 25 δύο : deux (invariable, sauf dat. δυσίν) 26 νεώτερος : comparatif de νέος 27 δίδωμι :donner ; 3 e pers. sing. de l imparfait actif : ἐδίδου ; aor. actif, indic. : ἔδωκα ; impér. : δός, δότε ; 28 ἐπιβάλλω : revenir à 29 ἡ οὐσία, ας : les biens, la fortune 30 διεῖλεν : aor. 2 actif de διαιρέω : partager, répartir 31 ὁ βίος, ου : la vie, d où moyens de vivres, biens 32 πολλοί, αί, ά : nombreux, beaucoup de 33 ἀποδημέω : partir en voyage 34 μακρός, ά, όν : long, éloigné ; μακράν : au loin (acc. adverbial) 35 ἐκεῖ : là ; ὧδε : ici 36 διασκορπίζω : dilapider 37 ζάω : vivre ; ἀναζάω : revenir à la vie ; part. prés. actif : ζῶν ; aor. : ἔζησα 38 ἀσώτως : dans la débauche (adv.) 39 δαπανήσαντος : part. aor. actif de δαπανάω : dépenser ; δαπανήσαντος αὐτοῦ : comme il avait dépensé (génitif absolu, leçon 37) 40 ἡ λιμός, οῦ : la famine 41 κατά + acc. : ici, dans 42 ὑστερέομαι : être dans le besoin 43 πορευθεὶς : part. aor. passif de πορεύομαι 44 ἐκολλήθη : 3 e pers. sing. de l indic. aor. passif de κολλάομαι : s attacher à 45 ὁ πολίτης, ου : le citoyen 46 βόσκω : faire paître 47 ὁ χοῖρος, ου : le porc 48 ἐπιθυμέω : désirer 49 χορτασθῆναι : inf. aor. passif de χορτάζομαι : être rassasié 50 τὸ κεράτιον, ου : la caroube 51 Attraction du relatif (leçon 18) 52 ἔφη : il dit (imparfait du verbe défectif φημί) 53 πόσοι, αι, α : combien de 54 ὁ μίσθιος, ου : le salarié 55 ἀναστάς : part. aor. 2 actif de ἀνίστημι : se lever 56 ἔτι : encore ; οὐκέτι : ne... plus 57 κληθῆναι : inf. aor. passif de καλέω 58 ἀπέχοντος : part. prés. actif de ἀπέχω : être éloigné ; αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος : comme il était loin (génitif absolu, leçon 37) 59 ἐσπλαγχνίσθη : 3 e pers. sing. de l indic. aor. passif de σπλαγχνίζομαι : être pris de pitié 60 δραμὼν : part. aor. 2 actif de τρέχω : courir 61 ἐπιπίπτω : tomber sur, se jeter à 62 ὁ τράχηλος, ου : le cou 63 καταφιλέω : embrasser 64 ταχύ : vite 65 ἐκφέρω : emporter, apporter 66 ἡ στολή, ῆς : la robe 67 τὸ δακτύλιον, ου : l anneau 68 τὸ ὑπόδημα, ατος : la sandale 69 ὁ μόσχος ὁ σιτευτός : le veau gras 70 θύω : sacrifier, abattre 71 εὐφραίνομαι : se réjouir, faire la fête ; aor. passif, subj. : εὐφρανθῶ*** ; inf. : εὐφρανθῆναι 10

εὑρέθη 72. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι 71. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος 73 ἐν ἀγρῷ καὶ ὡς ἐρχόμενος 74 ἤγγισεν τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσεν συμφωνίας 75 καὶ χορῶν 76, 26 καὶ προσκαλεσάμενος 77 ἕνα 9 τῶν παίδων ἐπυνθάνετο 78 τί ἂν εἴη 79 ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι Ὁ ἀδελφός σου ἥκει 80, καὶ ἔθυσεν 70 ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν 69, ὅτι ὑγιαίνοντα** 81 αὐτὸν ἀπέλαβεν 82. 28 ὠργίσθη 83 δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν, ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν** παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς 84 εἶπεν τῷ πατρὶ αὐτοῦ, Ἰδοὺ τοσαῦτα 85 ἔτη δουλεύω 86 σοι καὶ οὐδέποτε 87 ἐντολήν σου παρῆλθον 88, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε 87 ἔδωκας 27 ἔριφον 89 ἵνα* μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ 71 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος ὁ καταφαγών** 90 σου τὸν βίον 31 μετὰ πορνῶν 91 ἦλθεν, ἔθυσας 70 αὐτῷ τὸν σιτευτὸν μόσχον 69. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, Τέκνον, σὺ πάντοτε 87 μετ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα 1 τὰ ἐμὰ σά ἐστιν 32 εὐφρανθῆναι 71 δὲ καὶ χαρῆναι 16 ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἔζησεν 37, καὶ ἀπολωλὼς 8 καὶ εὑρέθη 72. 72 εὑρέθη : 3 e pers. sing. de l indic. aor. passif de εὑρίσκω 73 πρεσβύτερος : ici, plus âgé (comparatif) 74 ἐρχόμενος : part. prés. moyen de ἔρχομαι 75 ἡ συμφωνία, ας : la musique 76 ὁ χορός, οῦ : le choeur de danse 77 προσκαλεσάμενος : part. aor. moyen de προσκαλέομαι : appeler, faire venir 78 πυνθάνομαι : s informer 79 εἴη : 3 e pers. sing. de l optatif de εἰμί (usage rare dans une proposition interrogative indirecte, cf. leçon 39 ; la particule ἂν donne une valeur potentielle) 80 ἥκω : être là, être arrivé 81 ὑγιαίνω : être en bonne santé 82 ἀπολαμβάνω : recevoir, retrouver 83 ὠργίσθη : 3 e pers. sing. de l indic. aor. passif de ὀργίζομαι : être en colère 84 ἀποκριθεὶς : part. aor. passif de ἀποκρίνομαι 85 τοσοῦτοι, τοσαῦται, τοσαῦτα : tant de 86 δουλεύω : être au service de 87 πάντοτε : toujours ; οὐδέποτε : ne... jamais 88 παρέρχομαι : transgresser 89 ὁ ἔριφος, ου : le chevreau 90 κατεσθίω : dévorer 91 ἡ πόρνη, ης : la prostituée 11

GALATES 3 (LEÇON 33) 1 Ὦ ἀνόητοι 1 Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανεν 2, οἷς κατ ὀφθαλμοὺς Ἰησοῦς Χριστὸς προεγράφη 3 ἐσταυρωμένος 4 2 τοῦτο μόνον θέλω μαθεῖν ἀφ ὑμῶν ἐξ ἔργων νόμου τὸ πνεῦμα ἐλάβετε ἢ ἐξ ἀκοῆς 5 πίστεως; 3 οὕτως ἀνόητοί 1 ἐστε; ἐναρξάμενοι 6 πνεύματι νῦν 7 σαρκὶ ἐπιτελεῖσθε 8 ; 4 τοσαῦτα 9 ἐπάθετε εἰκῇ 10, εἴ γε καὶ 11 εἰκῇ 10. 5 ὁ οὖν ἐπιχορηγῶν 12 ὑμῖν τὸ πνεῦμα καὶ ἐνεργῶν 13 δυνάμεις ἐν ὑμῖν, ἐξ ἔργων νόμου ἢ ἐξ ἀκοῆς 5 πίστεως; 6 καθὼς Ἀβραὰμ ἐπίστευσεν τῷ θεῷ, καὶ ἐλογίσθη 14 αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην 7 γινώσκετε ἄρα ὅτι οἱ ἐκ πίστεως, οὗτοι υἱοί εἰσιν Ἀβραάμ. 8 προϊδοῦσα 15 δὲ ἡ γραφὴ ὅτι ἐκ πίστεως δικαιοῖ 16 τὰ ἔθνη ὁ θεὸς, προευηγγελίσατο 17 τῷ Ἀβραὰμ ὅτι Ἐνευλογηθήσονται 18 ἐν σοὶ πάντα τὰ ἔθνη 9 ὥστε οἱ ἐκ πίστεως εὐλογοῦνται σὺν τῷ πιστῷ Ἀβραάμ. 10 Ὅσοι 19 γὰρ ἐξ ἔργων νόμου εἰσὶν, ὑπὸ κατάραν 20 εἰσίν γέγραπται 21 γὰρ ὅτι Ἐπικατάρατος 22 πᾶς ὃς οὐκ ἐμμένει 23 πᾶσιν τοῖς γεγραμμένοις 24 ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τοῦ ποιῆσαι αὐτά. 11 ὅτι δὲ ἐν νόμῳ οὐδεὶς δικαιοῦται 25 παρὰ τῷ θεῷ δῆλον 26, ὅτι Ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται 27 12 ὁ δὲ νόμος οὐκ ἔστιν ἐκ πίστεως, ἀλλ Ὁ ποιήσας αὐτὰ ζήσεται 27 ἐν αὐτοῖς. 13 Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν 28 ἐκ τῆς κατάρας 20 τοῦ νόμου γενόμενος 33 ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα 20, ὅτι γέγραπται 21, Ἐπικατάρατος 22 πᾶς ὁ κρεμάμενος 29 ἐπὶ ξύλου 30, 14 ἵνα 31 εἰς τὰ ἔθνη ἡ εὐλογία 32 τοῦ Ἀβραὰμ γένηται 33 ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα 31 τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πνεύματος λάβωμεν 34 διὰ τῆς πίστεως. 15 Ἀδελφοί, κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως 34b ἀνθρώπου κεκυρωμένην 35 διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῖ 36 ἢ ἐπιδιατάσσεται 37. 16 τῷ δὲ Ἀβραὰμ ἐρρέθησαν 38 αἱ ἐπαγγελίαι καὶ τῷ 1 ἀνόητος, ος, ον : stupide, insensé 2 βασκαίνω : ensorceler, aor. 1 ἐβάσκανα 3 προεγράφη : 3 e pers. sing. indic. aor. 2 passif de προγράφω : exposer publiquement 4 έσταυρωμένος : part. parfait passif de σταυρόω : crucifier 5 άκοή, ῆς : écoute ; prédication 6 ἐναρξάμενος : part. aor. moyen de ἐνάρχομαι : commencer 7 νῦν : maintenant 8 ἐπιτελέω : terminer (ici au moyen) 9 τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο : tel, aussi grand 10 εἰκῇ : en vain 11 εἴ γε καὶ : et encore si 12 ἐπιχορηγῶν : part. prés. actif de ἐπιχορηγέω : pourvoir, dispenser 13 ένεργῶν : part. prés. actif de ἐνεργέω : agir ; produire 14 ἐλογίσθη : 3 e pers. sing. indic. aor. passif de λογίζομαι 15 προϊδοῦσα : fém. du part. aor. 2 actif de προοράω : prévoir 16 δικαιοῖ : 3 e pers. sing. indic. prés. actif de δικαιόω : justifier 17 προευαγγελίζομαι : annoncer une bonne nouvelle à l avance 18 ἐνευλογηθήσομαι : fut. passif de ἐνευλογέω = εὐλογέω 12 19 ὅσοι, ὅσαι, ὅσα : tous ceux qui (relatif) 20 κατάρα, ας : malédiction 21 γέγραπται : 3 e pers. sing. indic. parfait passif de γράφω 22 ἐπικαράρατος, ος, ον : maudit 23 ἐμμένω + dat. : persévérer dans 24 γεγραμμένος : part. parfait passif de γράφω 25 Présent passif de δικαιόω : justifier 26 δῆλος, η, ον : évident 27 Futur (moyen) de ζάω : vivre 28 ἐξαγοράζω : racheter 29 κρεμάμενος : part. prés. passif de κρεμάννυμι : suspendre 30 ξύλον, ου : bois, arbre 31 ἵνα + subj. : afin que 32 εὐλογία, ας : bénédiction 33 γενόμενος : part. aor. 2 moyen, γένηται subj. aor. 2 moyen de γίνομαι 34 Subj. aor. 2 actif de λαμβάνω 34b ὅμως : même 35 κεκυρωμένος : part. parfait passif de κυρόω : valider 36 ἀθετέω : annuler 37 ἐπιδιατάσσομαι : ajouter une clause, compléter 38 ἐρρέθησαν : 3 e pers. plur. indic. aor. passif de λέγω

σπέρματι αὐτοῦ. οὐ λέγει, Καὶ τοῖς σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ ὡς ἐφ ἑνός, Καὶ τῷ σπέρματί σου, ὅς ἐστιν Χριστός. 17 τοῦτο δὲ λέγω διαθήκην προκεκυρωμένην 39 ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὁ μετὰ τετρακόσια 40 καὶ τριάκοντα 41 ἔτη γεγονὼς 42 νόμος οὐκ ἀκυροῖ 43 εἰς τὸ καταργῆσαι 44 τὴν ἐπαγγελίαν. 18 εἰ γὰρ ἐκ νόμου ἡ κληρονομία 45, οὐκέτι 46 ἐξ ἐπαγγελίας τῷ δὲ Ἀβραὰμ δι ἐπαγγελίας κεχάρισται 47 ὁ θεός. 19 Τί οὖν ὁ νόμος; τῶν παραβάσεων 48 χάριν 49 προσετέθη 50, ἄχρις οὗ 51 ἔλθῃ 52 τὸ σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται 53, διαταγεὶς 54 δι ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου 55. 20 ὁ δὲ μεσίτης 55 ἑνὸς οὐκ ἔστιν, ὁ δὲ θεὸς εἷς ἐστιν. 21 Ὁ οὖν νόμος κατὰ τῶν ἐπαγγελιῶν [τοῦ θεοῦ]; μὴ γένοιτο 56. εἰ γὰρ ἐδόθη 57 νόμος ὁ δυνάμενος 58 ζῳοποιῆσαι 59, ὄντως 60 ἐκ νόμου ἂν 61 ἦν ἡ δικαιοσύνη 22 ἀλλὰ συνέκλεισεν 62 ἡ γραφὴ τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν, ἵνα ἡ ἐπαγγελία ἐκ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ δοθῇ 63 τοῖς πιστεύουσιν 64. 23 Πρὸ τοῦ δὲ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα 65 συγκλειόμενοι 66 εἰς τὴν μέλλουσαν 67 πίστιν ἀποκαλυφθῆναι 68, 24 ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς 69 ἡμῶν γέγονεν 70 εἰς Χριστόν, ἵνα 31 ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν 71 25 ἐλθούσης 72 δὲ τῆς πίστεως 73 οὐκέτι 46 ὑπὸ παιδαγωγόν 69 ἐσμεν. 26 Πάντες γὰρ υἱοὶ θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ 27 ὅσοι 19 γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε 74, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. 28 οὐκ ἔνι 75 Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι 75 δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι 75 ἄρσεν 76 καὶ θῆλυ 77 πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 29 εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστέ, κατ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι 78. 39 προκεκυρωμένος : part. parfait passif de προκυρόω : valider à l avance 40 τετρακόσιοι, αι, α : quatre cents 41 τριάκοντα : trente (indécl.) 42 γεγονώς : nom. masc. sing. du part. parfait actif de γίνομαι 43 ἀκυροῖ : 3 e pers. sing. indic. prés. actif de ἀκυρόω : invalider 44 καταργέω : rendre sans effet 45 κληρονομία, ας : héritage 46 οὐκέτι : ne... plus 47 κεχάρισται : 3 e pers. sing. indic. parfait passif de χαρίζομαι : accorder 48 παράβασις, εως : transgression 49 χάριν + gén. : à cause de, pour (placé après le mot au gén.) 50 προσετέθη : 3 e pers. sing. indic. aor. passif de προστίθημι : ajouter 51 ἄχρις οὗ + subj. : jusqu à ce que 52 ἔλθῃ : 3 e pers. sing. subj. aor. 2 actif de ἔρχομαι 53 ἐπήγγελται : 3 e pers. sing. indic. parfait passif de ἐπαγγέλλω : promettre 54 διαταγείς : nom. masc. sing. du part. aor. 2 passif de διατάσσω : ordonner 55 μεσίτης, ου : médiateur 56 μὴ γένοιτο : absolument pas (optatif de γίνομαι) 57 ἐδόθη : 3 e pers. sing. indic. aor. passif de δίδωμι : donner 58 Part. prés. moyen de δύναμαι 59 ζῳοποιέω : faire vivre 60 ὄντως : réellement 61 L imparfait de l indicatif avec ἄν est l équivalent du conditionnel présent 62 συγκλείω : enfermer 63 δοθῇ : 3 e pers. sing. subj. aor. passif de δίδωμι : donner 64 πιστεύουσιν : dat. masc. plur. du part. prés. actif de πιστεύω 65 φρουρέω : tenir sous bonne garde 66 Part. prés. passif de συγκλείω : enfermer 67 μέλλουσα : nom. fém. sing. du part. prés. actif de μέλλω 68 ἀποκαλυφθῆναι : infinitif aor. passif de ἀποκαλύπτω 69 παιδαγωγός, οῦ : pédagogue (esclave responsable de la scolarité d un enfant) 70 γέγονα : 1 re pers. sing. indic. parfait actif de γίνομαι 71 δικαιωθῶμεν : 1 re pers. plur. subj. aor. passif de δικαιόω : justifier 72 ἐλθούσης : gén. fém. sing. du part. aor. 2 actif de ἔρχομαι 73 ἐλθούσης τῆς πίστεως : quand la foi est venue (génitif absolu) 74 ἐβαπτίσθητε : 2 e pers. plur. indic. aor. passif de βαπτίζω 75 ἔνι = ἔνεστι : il y a 76 ἄρσην, εν, ενος : mâle 77 θῆλυς, εια, υ : femelle 78 κληρονόμος, ου : héritier 13

JACQUES 2 (LEÇON 39) Pour le vocabulaire, l utilisation d un lexique est nécessaire. 1 Ἀδελφοί μου, μὴ ἐν προσωπολημψίαις 1 ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης. 2 ἐὰν 2 γὰρ εἰσέλθῃ εἰς συναγωγὴν ὑμῶν ἀνὴρ χρυσοδακτύλιος 3 ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ 4, εἰσέλθῃ δὲ καὶ πτωχὸς ἐν ῥυπαρᾷ ἐσθῆτι, 3 ἐπιβλέψητε δὲ ἐπὶ τὸν φοροῦντα τὴν ἐσθῆτα τὴν λαμπρὰν καὶ εἴπητε, Σὺ κάθου 5 ὧδε καλῶς, καὶ τῷ πτωχῷ εἴπητε, Σὺ στῆθι 6 ἐκεῖ ἢ κάθου ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν 7 μου, 4 οὐ διεκρίθητε 8 ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐγένεσθε κριταὶ διαλογισμῶν πονηρῶν; 5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί οὐχ ὁ θεὸς ἐξελέξατο 9 τοὺς πτωχοὺς τῷ κόσμῳ πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας ἧς 10 ἐπηγγείλατο 11 τοῖς ἀγαπῶσιν 12 αὐτόν; 6 ὑμεῖς δὲ ἠτιμάσατε τὸν πτωχόν. οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς εἰς κριτήρια; 7 οὐκ αὐτοὶ βλασφημοῦσιν τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν 13 ἐφ ὑμᾶς; 8 εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις 14 τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε 9 εἰ δὲ προσωπολημπτεῖτε ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε ἐλεγχόμενοι 15 ὑπὸ τοῦ νόμου ὡς παραβάται. 10 ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ 16 πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονεν πάντων ἔνοχος. 11 ὁ γὰρ εἰπών, Μὴ μοιχεύσῃς 17, εἶπεν καί, Μὴ φονεύσῃς εἰ δὲ οὐ μοιχεύεις φονεύεις δέ, γέγονας παραβάτης νόμου. 12 Οὕτως λαλεῖτε καὶ οὕτως ποιεῖτε ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι. 13 ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως. 14 Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; 15 ἐὰν ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσιν καὶ λειπόμενοι τῆς ἐφημέρου τροφῆς 16 εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν, Ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε 18 δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος; 17 οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ ἑαυτήν. 18 Ἀλλ ἐρεῖ τις 19, Σὺ πίστιν ἔχεις, κἀγὼ ἔργα ἔχω δεῖξόν 20 μοι τὴν πίστιν σου 1 Le pluriel peut indiquer les manifestations concrètes d une notion abstraite 2 Les subjonctifs des v. 2 et 3 dépendent tous de cet ἐάν 3 χρυσοδακτύλιος, ον : qui porte un anneau d or (χρυσός) au doigt (δάκτυλος) 4 λαμπρός, ά, όν : brillant ; d une blancheur éclatante (pour une toge) 5 κάθου : 2 e pers. sing. impératif de κάθημαι : être assis, s asseoir 6 στῆθι : 2 e pers. sing. impératif aor. 2 de ἵστημι : se tenir debout (ce verbe est transitif à l aoriste 1 et intransitif à l aoriste 2) 7 τὸ ὑποπόδιον, ου : marchepied, repose-pied 8 διακρίνω : au passif, être partagé, douter ; ici, faire des distinctions 9 ἐξελεξάμην : aor. moyen de ἐκλέγομαι : choisir 10 attraction du relatif (leçon 18) 11 ἐπηγγειλάμην : aor. moyen de έπαγγέλλομαι : promettre 12 ἀγαπῶσιν : dat masc. plur. du part. présent actif de ἀγαπάω : aimer (verbe contracte en αω) 13 ἐπικληθέν : nom.-acc. neutre sing. du part. aor. passif de ἐπικαλέω : invoquer 14 ἀγαπήσεις : futur de ἀγαπάω : aimer 15 Le verbe ἐλέγχω peut indiquer les différentes phases d'un processus judiciaire : accuser, convaincre d'une faute, condamner 16 La particule ἄν est parfois omise dans une relative au subjonctif 17 A l aoriste, la défense s exprime par le subjonctif et non par l impératif 18 δῶτε : 2 e pers. plur. du subj. aor. 2 actif de δίδωμι : donner (ce subj. dépend toujours de ἐάν v. 15) 19 Il est difficile de savoir où se termine la parole rapportée au style direct 20 Les temps primitifs du verbe δείκνυμι : montrer, se forment normalement sur le radical δεικ- : futur : δείξω, aor. 1 : ἔδειξα 14

χωρὶς τῶν ἔργων, κἀγώ σοι δείξω ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πίστιν. 19 σὺ πιστεύεις ὅτι εἷς ἐστιν ὁ θεός, καλῶς ποιεῖς καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσιν καὶ φρίσσουσιν. 20 Θέλεις δὲ γνῶναι, ὦ ἄνθρωπε κενέ, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων ἀργή 21 ἐστιν; 21 Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ἡμῶν οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη 22 ἀνενέγκας 23 Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον; 22 βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνήργει τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη 24, 23 καὶ ἐπληρώθη 25 ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα, Ἐπίστευσεν δὲ Ἀβραὰμ τῷ θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην καὶ φίλος θεοῦ ἐκλήθη. 24 ὁρᾶτε ὅτι ἐξ ἔργων δικαιοῦται 26 ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον. 25 ὁμοίως δὲ καὶ Ῥαὰβ ἡ πόρνη οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη ὑποδεξαμένη τοὺς ἀγγέλους καὶ ἑτέρᾳ ὁδῷ ἐκβαλοῦσα; 26 ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος 27 νεκρόν ἐστιν, οὕτως καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργων νεκρά ἐστιν. 21 ἀργός, ή, όν : inactif ; paresseux ; inutile (ἀprivatif, ἔργον) 22 ἐδικαιώθην : aor. passif de δικαιόω : justifier (verbe contracte en οω) 23 ἀνήνεγκα : aor. actif de ἀναφέρω : offrir (un sacrifice) 24 ἐτελειώθην : aor. passif de τελειόω : rendre parfait ; mener à bien, accomplir ; achever 25 ἐπληρώθην : aor. passif de πληρόω : remplir ; accomplir 26 δικαιοῦται : 3 e pers. sing. de l indic. présent actif de δικαιόω : justifier 27 Rappelez-vous que ce mot peut signifier souffle 15