ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΡΙΛΗΨΕΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ Γλωσσικές διαταραχές στα παιδιά και τους εφήβους: θέματα οριοθέτησης, αξιολόγησης και παρέμβασης Σάββατο 23 Μαϊου 2015
The Better Communication Research Programme: from research to theory and practice impact Professor Geoff Lindsay CEDAR, University of Warwick The Better Communication Programme (BCRP) was a major research programme funded by the UK Government s Department for Children, Schools and Families (now Department for Education) in England. Its origin was the Bercow review of provision for children and young people with speech, language and communication needs (SLCN: 2008) to which we provided research evidence. Most unusually all of the review s recommendations we reaccepted by the Secretary of State. The BCRP was funded at 1.3 million, which demonstrates the Government s commitment. The BCRP comprised 10 different but related research projects. These included a prospective study over 3 years of children with language impairment or autism spectrum disorder; studies of the relationships between SLCN and ASD with ethnicity social disadvantage and movement between different levels of provision; and two studies that developed tools for practitioners and others: the What Works for SLCN database and the Communication Supporting Classrooms Observation Tool. In this paper I shall summarise the BCRP, present the results of some of the studies and consider =the importance of this research programme in terms of having impact on policy, practice and the research agenda.
Ψυχογλωσσολογικά ευρήματα για τους κλινικούς δείκτες πρώιμης διάγνωσης στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή Σπυριδούλα Βαρλοκώστα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ψυχογλωσσολογίας, Τμήμα Γλωσσολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ) αποτελεί μια διαταραχή στην κατάκτηση της γλώσσας με τη μορφή καθυστέρησης ή δυσλειτουργίας ή και των δύο, η οποία δεν συνοδεύεται από άλλες διαταραχές όπως, η νοητική καθυστέρηση, η βαρηκοΐα, οι κινητικές δυσλειτουργίες και οι νευρολογικές ή ψυχολογικές διαταραχές. Η ομιλία των παιδιών με ΕΓΔ χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην άρθρωση και πολλά γραμματικά λάθη. Παρά το γεγονός ότι τα παιδιά με ΕΓΔ παρουσιάζουν προβλήματα σε όλα τα γλωσσικά υποσυστήματα (φωνολογία, λεξικό, μορφολογία, σύνταξη, σημασιολογία, πραγματολογία), η κλιτική μορφολογία και η σύνταξη είναι τομείς που παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες και έχουν συγκεντρώσει την τελευταία εικοσαετία το ενδιαφέρον πολλών γλωσσολογικών ερευνών. Οι δυσκολίες στην κλιτική μορφολογία και τη σύνταξη εντοπίζονται σε αρκετές έρευνες που έχουν γίνει για ένα ευρύ φάσμα γλωσσών όπως, η αγγλική, η γερμανική, η ιταλική, η γαλλική, η σουηδική και η εβραϊκή. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά της ΕΓΔ δεν είναι ίδια σε όλες τις γλώσσες. Τρία από τα βασικότερα ζητήματα που έχουν απασχολήσει τη γλωσσολογική έρευνα στην ΕΓΔ είναι: α) ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ΕΓΔ και τι μπορεί να θεωρηθεί ως κλινικός δείκτης (clinical marker) της ΕΓΔ σε μια γλώσσα, β) ποια είναι η φύση της ΕΓΔ, αν, δηλαδή, πρόκειται για διαταραχή στην κατάκτηση της γλώσσας με τη μορφή καθυστέρησης (delay) ή με τη μορφή απόκλισης/δυσλειτουργίας (disorder) και γ) πώς μπορούν να ερμηνευτούν αυτά τα χαρακτηριστικά. Στην παρούσα ομιλία θα μας απασχολήσει κυρίως το πρώτο θέμα και ειδικότερα το ερώτημα ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ΕΓΔ στην Ελληνική και αν υπάρχουν κλινικοί δείκτες για την πρώιμη διάγνωσή της. Η ανασκόπηση στις έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μελέτη των γλωσσικών χαρακτηριστικών της ΕΓΔ στην Ελληνική χρήζει μιας πιο συστηματικής διερεύνησης κυρίως λόγω του μικρού
αριθμού συμμετεχόντων (μεμονωμένες περιπτώσεις) που έχουν λάβει μέρος στις περισσότερες έρευνες, της διαφοροποίησης των μεθόδων συλλογής δεδομένων σε κάθε έρευνα αλλά και της μη συστηματικής παρακολούθησης των παιδιών με ΕΓΔ.
ΤΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΩΣ ΑΙΤΙΑΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας και Διαταραχών του Λόγου, Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού, Πανεπιστήμιο Αιγαίου Μεγάλος αριθμός ερευνών αλλά και κλινικές παρατηρήσεις καταδεικνύουν πλέον ότι η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ) παρουσιάζει σημαντική ετερογένεια ως προς τα συμπτώματα, ενώ οι δυσκολίες των διαφορετικών υποομάδων φαίνεται ότι εκπορεύονται από διαφορετικούς αιτιακούς παράγοντες. Ορισμένοι από τους παράγοντες αυτούς αφορούν αποκλειστικά και μόνον στη γλώσσα, ενώ άλλοι αφορούν γενικότερες γνωστικές και επικοινωνιακές ικανότητες. Η συγκεκριμένη εργασία εστιάζει στις ικανότητες παιδιών με ΕΓΔ για διυποκειμενική επικοινωνία στο πλαίσιο του παιχνιδιού και παρουσιάζει τα ευρήματα ερευνών τα οποία αποκαλύπτουν τα παιδιά με ΕΓΔ εκδηλώνουν ελλείμματα στο λειτουργικό και το συμβολικό παιχνίδι σε σύγκριση με παιδιά αντίστοιχης γλωσσικής αλλά και χρονολογικής ηλικίας. Ειδικότερα, παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά με ΕΓΔ συνήθως δεν κατευθύνουν τις ενέργειές τους σε κάποιον άλλο (π.χ. μία κούκλα ή τον επικοινωνιακό σύντροφο), εκδηλώνουν σχετικά περιορισμένη χρήση φανταστικών αντικειμένων, ενώ και η αλληλοδιαδοχή των ενεργειών τους στο παιχνίδι είναι περιορισμένη. Οι συγκεκριμένες διαστάσεις του παιχνιδιού δεν αντανακλούν μόνο την ικανότητα για διαμόρφωση αναπαραστάσεων, αλλά και το κίνητρο για συνεργατική επικοινωνία. Τα ευρήματα αυτά συζητούνται σε σχέση με την άποψη ότι η ΕΓΔ ανήκει σε ένα φάσμα διαταραχών οι οποίες έχουν ως πυρηνικό χαρακτηριστικό τα ελλείμματα στην κατανόηση των προθέσεων και των συναισθημάτων των άλλων και τη συνεργατική επικοινωνία
Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗΣ: ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ Αλεξάνδρα Οικονόμου Επίκουρη Καθηγήτρια Νευροψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ) ορίζεται ως μια επιλεκτική και άγνωστης αιτιολογίας αναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αργή ανάπτυξη του λόγου, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε ακουστικό έλλειμμα, σε νοητική υστέρηση, σε νευρολογική βλάβη, σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, ή σε ψυχολογικά προβλήματα. Ο πρόσφατος όρος Γλωσσική Διαταραχή (DSM-V), ωστόσο, είναι αρκετά γενικός και δημιουργεί ερωτήσεις όσον αφορά τη διαφοροποίηση των παιδιών με ΕΓΔ από αυτά με γλωσσικές διαταραχές που συνδέονται με άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως ο αυτισμός, ή με γενικευμένους νοητικούς περιορισμούς. Στην παρουσίαση αυτή θα συζητηθούν οι γνωστικοί τομείς που δυσκολεύουν ιδιαίτερα τα παιδιά με ΕΓΔ ανεξαρτήτως αν αφορούν αποκλειστικά γλωσσικές λειτουργίες ή και άλλες νοητικές λειτουργίες, καθώς και ζητήματα αξιολόγησης παιδιών με ΕΓΔ διαφορετικών ηλικιών.
Η Αφήγηση ως βασικό μέσο οργάνωσης των ελλειμάτων της Ειδικής Γλωσσικής Διαταραχής Γεώργιος Καλομοίρης Λογοθεραπευτής Η ΕΓΔ πλήττει την επικοινωνιακή επάρκεια του - προ-σχολικής και σχολικής ηλικίας - παιδιού κατά τρόπον ο οποίος δεν είναι πάντα εμφανής. Επομένως, πρόκειται για ένα έλλειμμα με σημαντικές πτυχές, το οποίο δεν "ακούγεται" (διότι πολλές φορές το παιδί μιλάει 'καθαρά') αλλά ελλοχεύει και υποσκάπτει το επικοινωνιακό δυναμικό του παιδιού επειδή πλήττει τόσο τον προφορικό όσο και τον γραπτό λόγο αλλά και τις εξω-λεκτικές και παρα-λεκτικές πτυχές της επικοινωνίας. Ουσιαστικά, η ΕΓΔ πλήττει την ψυχική και αφηγηματική συνέχεια του παιδιού. Εδώ, θα αναφερθούμε σε προτάσεις παρέμβασης μέσω της αφήγησης οι οποίες, πιθανώς, βοηθούν το παιδί να δομήσει το γλωσσικό του εργαλείο και την ψυχική του συνοχή αλλά και να καταστεί 'υποκείμενο', δηλαδή να ενταχθεί στην αφηγηματική ιστορία της κοινωνικής του μονάδας
Η λογοθεραπευτική παρέμβαση στα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή Αναστασία Αρχοντή Λογοθεραπεύτρια Τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ) εμφανίζουν δυσκολίες σε δομικές πτυχές της γλώσσας, όπως στην φωνολογία, τη σημασιολογία, τη σύνταξη, την μορφολογία ή/και την πραγματολογία, στο πλαίσιο μίας, κατά τα άλλα, τυπικής ανάπτυξης (πχ Fey et al., 2003). Τέτοιου είδους δυσκολίες συχνά συνεχίζουν να επιμένουν στη σχολική ή ακόμη και την ενήλικη ζωή των παιδιών με ΕΓΔ (πχ Beitchman et al., 1996; 2001). Επίσης, μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την ακαδημαϊκή πορεία, τις κοινωνικές δεξιότητες, καθώς και την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών με ΕΓΔ (πχ Durkin & Conti-Ramsden, 2001). Στη διεθνή βιβλιογραφία, αναφέρονται, αν και περιορισμένα, μελέτες λογοθεραπευτικών προγραμμάτων που εστιάζουν στη βελτίωση των γλωσσικών δεξιοτήτων των παιδιών με ΕΓΔ, με έμφαση σε διαφορετικές πτυχές του γλωσσικού συστήματος, κυρίως στη διευκόλυνση της γραμματικής και τις μεταγλωσσικές προσεγγίσεις (πχ Bishop et al., 2006; Kaldor et al., 2001). Οι περισσότερες μελέτες αναφέρουν θετικά αποτελέσματα της λογοθεραπευτικής παρέμβασης, ανεξάρτητα από τους στόχους ή/και τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν. Ωστόσο, επισημαίνεται η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα προκειμένου να αναδειχθούν οι πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις για κάθε τομέα της γλώσσας και για παιδιά με ΕΓΔ όλων των ηλικιών. Να σημειωθεί ότι οι περισσότερες λογοθεραπευτικές παρεμβάσεις αφορούν σε παιδιά με ΕΓΔ προσχολικής ή/και πρώτης σχολικής ηλικίας, με αποτέλεσμα σημαντικό περιορισμό ερευνητικών δεδομένων και διαθέσιμων παρεμβάσεων για παιδιά μεγαλύτερων ηλικιών. Επίσης, αναφέρεται ότι η αποτελεσματικότητα ενός
λογοθεραπευτικού προγράμματος πρέπει να σχετίζεται και με παράγοντες, όπως το βαθμό διατήρησης των θετικών αποτελεσμάτων μετά το πέρας της λογοθεραπείας, το ποσοστό γενίκευσης των αποτελεσμάτων παρέμβασης σε παρόμοιες γλωσσικές δεξιότητες και σε διαφορετικά πλαίσια, καθώς και τον τύπο παρέμβασης (ατομική ή ομαδική). Συμπληρωματικά, η εκτενέστερη και βαθύτερη κατανόηση των αιτιών της ΕΓΔ μπορεί να συμβάλλει στον σχεδιασμό πιο αποτελεσματικών προγραμμάτων λογοθεραπευτικής παρέμβασης. Συλλήβδην, η λογοθεραπευτική παρέμβαση πρέπει να στηρίζεται σε ερευνητικά δεδομένα, να είναι συστηματική και σχεδιασμένη ανάλογα με το προφίλ των δυσκολιών του παιδιού με ΕΓΔ, όπως αυτό προκύπτει από την αρχική λογοθεραπευτική αξιολόγηση. Επίσης, η χορήγηση λογοθεραπευτικής παρέμβασης πρέπει να συνοδεύεται από την παροχή και άλλων παρεμβάσεων ανάλογα με τις ανάγκες του παιδιού με ΕΓΔ, καθώς και να υποστηρίζεται από τα περιβάλλοντα στα οποία κινείται το παιδί με ΕΓΔ, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη αποτελεσματικότητα.
Γλώσσα και Διαταραχές Ροής της Ομιλίας Γιώργος Φούρλας, Θεραπευτής Λόγου και Ομιλίας. Κέντρο Έρευνας και Θεραπείας Τραυλισμού. Ένα στα είκοσι παιδιά προσχολικής ηλικίας (5%) εμφανίζει συμπτώματα τραυλισμού. Η πλειοψηφία των παιδιών αυτών εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα δυσροής σε μια περίοδο που ο λόγος εξελίσσεται ραγδαία ενώ σχεδόν για όλα τα παιδιά που ξεκινούν να τραυλίζουν έχει προηγηθεί μία περίοδος τυπικής ομιλίας. Ο τραυλισμός θεωρείται πολυπαραγοντική δυσκολία για την οποία οργανικοί, γλωσσικοί, ψυχολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, αλληλεπιδρούν και συμμετέχουν στην εκδήλωση και στην ανάκαμψη ή εδραίωσή της. Η παρουσίαση, διαπραγματεύεται τη σχέση μεταξύ γλωσσικής ανάπτυξης, γλωσσικών δεξιοτήτων και εκδήλωσης του τραυλισμού. Συζητά με ποιον τρόπο το γλωσσικό προφίλ του παιδιού που ξεκινά να τραυλίζει συμμετέχει στην πρόγνωση για αυθόρμητη ανάκαμψη ή εδραίωση της δυσκολίας. Περιγράφεται πώς ο τραυλισμός αποτυπώνεται στο λόγο του παιδιού και πώς τα συμπτώματα του τραυλισμού μπορεί να συγκαλύψουν γλωσσικές δυσκολίες, όπως η ειδική γλωσσική διαταραχή, και αντιστρόφως. Επίσης, γίνεται αναφορά στη διαταραχή του βατταρισμού (cluttering) και στο γλωσσικό της υπόστρωμα.