ΙΓΕ ΚΤΗΜΑ ΣΥΓΓΡΟΥ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ 1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ Το «Κτήµα Συγγρού» συνίσταται σε µία έκταση εµβαδού 970 στρεµµάτων περίπου, από τα οποία 700 στρέµµατα είναι δάσος, 200 στρέµµατα γεωργικές εκτάσεις, ενώ 70 περίπου στρέµµατα καταλαµβάνουν τα υφιστάµενα κτίρια. Βρίσκεται εντός των διοικητικών ορίων του δήµου Αµαρουσίου, στο βορειοανατολικό άκρο του, και συνορεύει βόρεια µε το δήµο Κηφισιάς και ανατολικά µε το δήµο Μελισσίων. Η έκταση αυτή αποτελούσε κατά το παρελθόν τον περιβάλλοντα χώρο της έπαυλης του Ανδρέα Συγγρού. Μαζί µε τα κτίσµατα που βρίσκονται στο εσωτερικό της, κληροδοτήθηκε το 1921 από την Ιφιγένεια Συγγρού, σύζυγο του Ανδρέα Συγγρού, προς την «Βασιλική Γεωργική Εταιρεία», µε µόνο σκοπό την ίδρυση σχολής για τη «µόρφωση καλών γεωργών και κηπουρών», µε παράλληλη πρόβλεψη, ώστε σε περίπτωση διάλυσης της Γεωργικής Εταιρείας, το κτήµα να περιέλθει αυτοδικαίως στο δηµόσιο για τον ίδιο σκοπό. Σήµερα, διαχειριστής του κτήµατος είναι το Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστηµών (Ι.Γ.Ε. Π. 590/1988), που έχει ως σκοπό του «να συµβάλλει στην ανάπτυξη της Ελληνικής Γεωργίας και στην άνοδο του επαγγελµατικού και πολιτιστικού επιπέδου των Ελλήνων αγροτών». Μέσα στα ογδόντα περίπου χρόνια που πέρασαν από την εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη της Ιφιγένειας Συγγρού, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καλείται να λειτουργήσει και να εκπληρώσει το σκοπό του το κληροδότηµα έχουν µεταβληθεί ριζικά. Η έντονη αστικοποίηση των όµορων ενοτήτων έχει µεταβάλει την ευρύτερη περιοχή, από αγροτική ενδοχώρα της Αθήνας, σε πόλη µε πυκνό οικιστικό ιστό και ένταση λειτουργιών. Ταυτόχρονα, η αποκλιµάκωση των γεωργικών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό του, και το πέρασµα του χρόνου, οδήγησαν στην αντίστοιχη απαξίωση των παλαιών εγκαταστάσεων (υποστατικά, κτηνοτροφικές µονάδες, συστήµατα συλλογής νερού και άρδευσης, κλπ.) αλλά και στη σταδιακή εγκατάλειψη ορισµένων γεωργικών εκτάσεων. Αντίθετα, η φυσική δασική βλάστηση που προϋπήρχε στο κτήµα, παρά τις πιέσεις που δέχθηκε κυρίως από πυρκαγιές αλλά και από άστοχες αποψιλώσεις, διανοίξεις δρόµων και έλλειψη διαχείρισης αναπτύχθηκε σηµαντικά, δηµιουργώντας ένα ενιαίο δασικό οικοσύστηµα εξαιρετικής οµορφιάς, µε συστάδες ιδιαίτερου ενδιαφέροντος (πχ. δενδρώδη πουρνάρια ύψους 30µ. και ηλικίας 150 ετών). Σ αυτές τις συνθήκες οι αυξανόµενες ανάγκες των κατοίκων της πόλης σε χώρους πρασίνου και αναψυχής οδήγησαν στο άνοιγµα του χώρου στο κοινό, δηµιουργώντας ένα πόλο πρασίνου και ήπιας αναψυχής.
2. ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 2.1. Λειτουργίες Χρήσεις γης Σήµερα, στο Κτήµα Συγγρού λαµβάνουν χώρα διάφορες λειτουργίες µε συγκεκριµένες χωρικές εκφράσεις. Αυτές µπορούν να κωδικοποιηθούν σε : Ήπια αναψυχή. Είναι συνυφασµένη µε το ρόλο του κτήµατος ως χώρο πρασίνου µε δασικό χαρακτήρα και απευθύνεται σε όλους του πολίτες. Το άνοιγµα του χώρου στο κοινό έγινε περίπου το 1982, ad hoc, χωρίς συγκεκριµένες αποφάσεις, προδιαγραφές και µέριµνα αναδιάρθρωσης πόρων, εγκαταστάσεων και προσωπικού. Σε διάφορα εσωτερικά κείµενα, εκθέσεις κλπ., υπάρχουν αναφορές (χωρίς συγκεκριµένα στοιχεία) σε παλαιά απόφαση του ΣΤΕ, σύµφωνα µε την οποία η χρήση αυτή του χώρου δεν είναι συµβατή µε τους σκοπούς του κληροδοτήµατος. Στο βαθµό που υπάρχει τέτοια απόφαση εγείρει ζητήµατα νοµιµότητας της χρήσης και της µελλοντικής αναβάθµισής της. Οι δυσλειτουργίες αυτής της δραστηριότητας σχετίζονται µε την καταστροφή του εξοπλισµού που είχε δηµιουργηθεί κατά το παρελθόν (τραπεζοκαθίσµατα, παιδική χαρά, κρήνες, κάδοι απορριµµάτων κλπ.) αλλά και την αδυναµία ουσιαστικής διαχείρισης του χώρου σε όλα τα επίπεδα (δασική διαχείριση, δρόµοι, διαµορφώσεις κλπ.), λόγω ελλείψεως πόρων και προσωπικού. Εκπαίδευση και έρευνα. ιακρίνεται σε : ηµόσια δευτεροβάθµια εκπαίδευση που λαµβάνει χώρα στο σχολικό συγκρότηµα των Αναβρύτων. Τα προβλήµατα που σχετίζονται µε τη συγκεκριµένη χρήση αφορούν : α. Στην εγγύτητα των αύλειων και αθλητικών εγκαταστάσεων των σχολείων µε το κτίριο της έπαυλης Συγγρού (πύργος), γεγονός που δηµιουργεί προβλήµατα χωρικής, µορφολογικής και λειτουργικής ασυµβατότητας β. Στην ανεξέλεγκτη διάχυση των µαθητών σε όλους τους χώρους του κτήµατος (έλλειψη καθορισµένου αύλειου χώρου) µε αρνητικές επιπτώσεις τόσο στις υφιστάµενες διαµορφώσεις και κτιριακές εγκαταστάσεις όσο και στη σωµατική και γενικότερη ασφάλεια των ίδιων των µαθητών. γ. Στην είσοδο και κυκλοφορία εντός του κτήµατος σηµαντικού αριθµού οχηµάτων του προσωπικού των σχολείων. Γεωργική εκπαίδευση που παρέχεται από το ΙΓΕ (σεµινάρια) και από άλλους φορείς (ΟΓΕΚΑ ήµητρα). Η λειτουργία αυτή είναι εξαιρετικά σηµαντική, καθώς πέρα των άλλων καλύπτει τον ρόλο του κτήµατος σύµφωνα µε τους όρους του κληροδοτήµατος. Για το λόγο αυτό κρίνεται σκόπιµη η αναβάθµισή και η 2
ανακατεύθυνσή της στο πλαίσιο του συνολικού επαναπροσδιορισµού του χαρακτήρα του κτήµατος. Έρευνα για τις αιτίες και τους τρόπους αντιµετώπισης της ερηµοποίησης των εδαφών του ελλαδικού χώρου. Έχει αναληφθεί από την «Επιτροπή κατά της ερηµοποίησης» η οποία τελεί υπό την αιγίδα του ΕΘΙΑΓΕ και στεγάζεται σε κτίριο, η χρήση του οποίου έχει παραχωρηθεί, έναντι αντιτίµου, για το σκοπό αυτό από το ΙΓΕ. Αγροτική παραγωγή. Σχετίζεται άµεσα µε τη γεωργική εκπαίδευση και έρευνα, αλλά και τις συνθήκες αναπαραγωγής φυτικού υλικού για τη διαχείριση των βλαστητικών διαπλάσεων στο σύνολο του κτήµατος. Αναπτύσσεται σε έκταση συνολικού εµβαδού 200 στρεµµάτων περίπου, η οποία εντοπίζεται στο µεγαλύτερο τµήµα της στη νότια πλευρά του κτήµατος και τελεί υπό τη διαχείριση των υπηρεσιών του ΙΓΕ. Στη χρήση αυτή εντάσσεται και η λειτουργία ενός συγκροτήµατος θερµοκηπίων. Μικρότερες εκτάσεις έχουν παραχωρηθεί σε άλλους φορείς όπως το «ινστιτούτο αµπέλου» του Γεωργικού Πανεπιστηµίου Αθηνών ή ο «ΟΓΕΚΑ ήµητρα». Γενικά, η δραστηριότητα αυτή εµφανίζει έντονα σηµάδια κάµψης. 2.2. Κτιριακό δυναµικό Στο εσωτερικό της έκτασης υφίστανται σηµαντικά κτίσµατα. Ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν η έπαυλη (πύργος) του Α. Συγγρού µε τον άµεσο περιβάλλοντα χώρο και τη «λίµνη», το εκκλησάκι του Αγ. Ανδρέα και το παλιό «βουστάσιο», τα οποία εκτιµάται ότι είναι έργα του Αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ και, σύµφωνα µε διάφορες πηγές, χρονολογούνται τουλάχιστον από το έτος 1880. Ακόµη υφίστανται τα κτίρια της σχολής Αναβρύτων (σχολικά κτίρια, οικοτροφείο, οικία διευθυντού κλπ.), διάφορα παλαιά υποστατικά του κτήµατος, παλαιές εγκαταστάσεις γεωργικής υποδοµής και νεώτερα κτίσµατα όπως το συγκρότηµα των θερµοκηπίων κ.ά. Από αυτά, σήµερα (µετά από επισκευές µετατροπές ανεξάρτητα από το βαθµό επιτυχίας τους ως προς το αρχιτεκτονικό αποτέλεσµα) βρίσκονται σε καλή κατάσταση και λειτουργούν, το µεγαλύτερο µέρος των κτιρίων της σχολής Αναβρύτων (σήµερα δηµόσιο γυµνάσιο, λύκειο και ΤΕΕ), το «βουστάσιο» (σήµερα χώρος γεωργικής εκπαίδευσης) και κάποια από τα υποστατικά του κτήµατος στα οποία έχουν στεγαστεί διοικητικές υπηρεσίες του ΙΓΕ και δραστηριότητες γεωργικής εκπαίδευσης. Τα υπόλοιπα κτίσµατα βρίσκονται σε κατάσταση εγκατάλειψης πολλά από αυτά µάλιστα σχεδόν υπό κατάρρευση και, πέρα από το δεοντολογικό ζήτηµα που γεννάται, αποτελούν επικίνδυνους χώρους, εστίες ρύπανσης και καταφύγιο ατόµων µε αποκλίνουσα κοινωνική συµπεριφορά. 3
Οι τελευταίες παρατηρήσεις έχουν ιδιαίτερη σηµασία όσον αφορά στη έπαυλη Συγγρού µε τον περιβάλλοντα χώρο της και στο εκκλησάκι του Αγ. Ανδρέα. Η έπαυλη Συγγρού δεν εµφανίζει ακόµη σηµάδια στατικής αστοχίας. Παρουσιάζει όµως έντονες φθορές σε αρχιτεκτονικά µέλη της, λειτουργικά προβλήµατα, λόγω έλλειψης συντήρησης των συστηµάτων απορροής οµβρίων, των στεγανώσεων κλπ., καθώς και πλήρη απαξίωση του µηχανολογικού της εξοπλισµού. Η γειτνίασή της µε το σχολικό συγκρότηµα δηµιουργεί πρόσθετα προβλήµατα και ανησυχίες που αφορούν τόσο στην περιπτωσιακή χρήση της ως εξωσχολικό καταφύγιο µε κινδύνους για τους ίδιους τους µαθητές, όσο και στις φθορές που προκαλούν κατά καιρούς οµάδες µαθητών µε επιθετική συµπεριφορά. Αντίθετα, το εκκλησάκι του Αγ. Ανδρέα, αν δεν γίνουν άµεσα ολοκληρωµένες εργασίες αποκατάστασης, κινδυνεύει µε κατάρρευση, καθώς πέραν των άλλων σηµαντικών φθορών παρουσιάζει κατάρρευση της στέγης του, µε αποτέλεσµα να είναι εκτεθειµένο στην φυσική φθορά. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο, καθώς το συγκεκριµένο κτίσµα αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγµατα εκκλησίας νεογοτθικού ρυθµού στον ελλαδικό χώρο. 2.3. Φυσικό περιβάλλον βλαστητικές διαµορφώσεις Το φυσικό περιβάλλον και οι βλαστητικές διαµορφώσεις στο Κτήµα Συγγρού συνίστανται στο δασικό τµήµα, στις αγροτικές εκτάσεις και στις επιµέρους καλλωπιστικές διαµορφώσεις. Και οι τρεις ενότητες παρουσιάζουν σηµαντικά προβλήµατα διαχείρισης. Οι κυριότερες αιτίες που σχετίζονται µε την αρνητική αυτή πραγµατικότητα είναι οι ελλείψεις εξειδικευµένου προσωπικού, συγκροτηµένου σχεδίου διαχείρισης και πόρων. Το δάσος χαλέπιας πεύκης έχει υποστεί σηµαντικές πιέσεις από πυρκαγιές, εκ των οποίων η πιο σηµαντική (1981) κατέστρεψε περί τα 410 στρέµµατα δασικής έκτασης. Από αυτά, 280 στρ. ήταν δάσος χαλέπιας πεύκης ηλικίας µεγαλύτερης των 30 ετών. Παρά τις αναδασώσεις που ακολούθησαν η εικόνα του δάσους δεν έχει ακόµη αποκατασταθεί. Ο µη εµπλουτισµός της έκτασης µε πλατύφυλλα είδη οδηγεί στην οικολογική και αισθητική αποδυνάµωση του συνόλου, ενώ δεν ενισχύει την φυσική άµυνα σε ενδεχόµενες πυρκαγιές. Ταυτόχρονα, η έλλειψη συστηµατικής διαχείρισης της όλης έκτασης αλλά και άστοχες ενέργειες που έχουν λάβει χώρα κατά το παρελθόν, οδηγούν σε φαινόµενα υποβάθµισης του χώρου. Σ αυτές περιλαµβάνονται η µη αποµάκρυνση πεσµένων δένδρων και κλάδων, η έλλειψη συστηµατικού καθαρισµού από απορρίµµατα, έλλειψη δικτύου και διαδικασιών άρδευσης, υπερβολικές αποψιλώσεις, µπαζώµατα χώρων, αστοχία κατά την επισκευή του δικτύου δρόµων και µονοπατιών, φυτεύσεις από εθελοντές µε ξενικά είδη κ.ά. Οι αγροτικές καλλιέργειες παρουσιάζουν σηµάδια έντονης υποβάθµισης. Εξαιτίας της έλλειψης συστηµατικής διαχείρισης έχουν καταστεί στο σύνολό τους µη παραγωγικές, έχουν πέσει θύµατα ασθενειών και εµφανίζουν χαµηλή αισθητική ποιότητα. 4
Οι καλλωπιστικές διαµορφώσεις που υφίστανται κατά το παρελθόν έχουν σχεδόν στο σύνολό τους καταστραφεί. Σ αυτό, πέρα από την έλλειψη διαχείρισης και τη βάναυση συµπεριφορά των χρηστών, συµβάλει και η συνολική απαξίωση των διαµορφωµένων χώρων του κτήµατος (περιβάλλοντες χώροι κτιρίων κλπ.). Ως συµπέρασµα πρέπει να κρατήσουµε το γεγονός ότι η υφιστάµενη ποιότητα του χώρου οφείλεται στις αντιστάσεις της ίδιας της φύσης στην άστοχη διαχειριστική συµπεριφορά του ανθρώπου. 3. ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Οι προοπτικές για ανασυγκρότηση του Κτήµατος Συγγρού βασίζεται στην αναγνώριση δύο βασικών σηµείων. Από τη µία πλευρά, οι συνθήκες (οικονοµικές, κοινωνικές και τεχνικές) παραγωγής στον πρωτογενή τοµέα και η ίδρυση εξειδικευµένων φορέων παροχής της αντίστοιχης εκπαίδευσης από το ελληνικό κράτος, διαφοροποιούν σηµαντικά τον αρχικό γενικό προσανατολισµό του κτήµατος για τη γενική εκπαίδευση «καλών γεωργών». Αντίθετα, το Κτήµα Συγγρού και το ΙΓΕ ως φορέας διαχείρισης είναι δυνατόν να παίξουν ένα συµπληρωµατικό ρόλο, παρέχοντας το είδος εκείνο της εκπαίδευσης που σχετίζεται µε τον οικολογικό βιολογικό προσανατολισµό της γεωργίας, στο πλαίσιο τόσο των επιταγών της νέας κοινής αγροτικής πολιτικής της Ε.Ε., όσο και του αιτήµατος για ποιότητα ζωής και διατροφής στο σύγχρονο κόσµο. Ταυτόχρονα, στόχος του ΙΓΕ πρέπει να είναι η γενικότερη ευαισθητοποίηση των πολιτών σε θέµατα περιβάλλοντος και βιολογικής γεωργίας µέσα από συγκροτηµένα προγράµµατα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης. Από την άλλη, η χρήση του κτήµατος (ήδη από το 1981) ως πόλου πρασίνου και δασικής αναψυχής από τους πολίτες, έχει εγγράψει στις τοπικές κοινωνίες δεσµεύσεις και προσδοκίες για τον χαρακτήρα του. Μ αυτή την έννοια το ΙΓΕ έχει υποχρέωση να δηµιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που θα αναδείξουν το Κτήµα Συγγρού ως χώρο δασικού πρασίνου Μητροπολιτικού επιπέδου και να διαχειριστεί το χώρο εξασφαλίζοντας υψηλή οικολογική ποιότητα. Σ αυτό το πλαίσιο, το «Κτήµα Συγγρού» ως χώρος και το ΙΓΕ ως οργανισµός, καλούνται να αντιµετωπίσουν την πρόκληση του µετασχηµατισµού τους για να ανταποκριθούν στο νέο τους ρόλο. Έτσι, τίθενται ως άµεσοι στόχοι: 5
Την ανάδειξη και αναβάθµιση των οικολογικών ποιοτήτων του φυσικού περιβάλλοντος. Αυτό είναι δυνατόν να επιτευχθεί µε προσεκτική διαχείριση και εµπλουτισµό της δασικής βλάστησης στην κατεύθυνση της δηµιουργίας ενός δασικού οικοσυστήµατος µε αισθητική και βιολογική αξία. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και άλλες ενέργειες διαχείρισης όπως καθαρισµός του δάσους, αποκατάσταση µονοπατιών µε ήπια και προσαρµοσµένα υλικά, συστήµατα άρδευσης, διαµορφώσεις απορροής οµβρίων κλπ. Την αναβάθµιση των αγροτικών καλλιεργειών. Η ενέργεια αυτή θα έχει ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία ενός εκπαιδευτικού αγροκτήµατος γύρω από τη βιολογική γεωργία που ταυτόχρονα θα εκπαιδεύει και θα ευαισθητοποιεί τους πολίτες και τα νέα παιδιά φέρνοντάς τους σε επαφή µε ξεχασµένες πτυχές της ζωής και της παραγωγής στην ύπαιθρο. Τη δηµιουργία κέντρου Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης σε συνεργασία µε το ήµο Αµαρουσίου, στο πλαίσιο σχετικού προγράµµατος του Υπ. Παιδείας. Και εδώ στόχος είναι η ευαισθητοποίηση της νέας γενιάς και η τόνωση του εθελοντισµού σε δράσεις για το περιβάλλον. Άµεσος επίσης στόχος είναι η δηµιουργία ενός σώµατος εθελοντών για την προστασία και διαχείριση του ίδιου του κτήµατος. Την αποκατάσταση και αξιοποίηση του υφιστάµενου αξιόλογου κτιριακού δυναµικού για τη δηµιουργία χώρων πολιτισµού. Αυτή η ενέργεια έχει σηµαντική κοινωνική αξία και ως προς τα δύο της σκέλη. Από τη µία για την ανάδειξη και διαφύλαξη της αρχιτεκτονικής κληρονοµιάς της χώρας και από την άλλη για τη φιλοξενία µίας σηµαντικής πολιτιστικής λειτουργίας. Επίσης, η ενέργεια αυτή θα αναβαθµίσει την αισθητική ποιότητα του χώρου στο σύνολό του και θα τον κάνει γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό. Την αποκατάσταση των διαµορφώσεων στο εσωτερικό του κτήµατος. Πέρα από το δασικό και αγροτικό τµήµα, ο χώρος χρειάζεται την αρχιτεκτονική και τοπιοτεχνική αποκατάσταση επιµέρους διαµορφώσεων σε σηµεία στάσης και αναψυχής µε αναβαθµισµένη αισθητική. Αυτή η ενέργεια αφορά κυρίως τον περιβάλλοντα χώρο των σηµαντικών κτιρίων και τις κύριες εισόδους του κτήµατος. 6