566 ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ. Βαλτερ Πουχνερ

Σχετικά έγγραφα
β. εκφράζουν αλήθειες για τον Χριστό, τη Θεοτόκο, την Αγία Τριάδα, τους αγίους

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

4. Η Καινή Διαθήκη Β : Οι Επιστολές και η Αποκάλυψη

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου.

Μαθημα 1. Η λατρεία στη ζωή των πιστών σήμερα

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 2: Βυζαντινή Ιστοριογραφία: κείμενα, συγγραφείς, στόχοι και συγγραφικές αρχές.

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΑΤΗ Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Η εκπαίδευση των παιδιών από την Αρχαιότητα μέχρι και το Διαφωτισμό, Α

Παρακαλούμε όποιον γνωρίζει το που μπορούμε να βρούμε ολόκληρα τα κείμενα στα ελληνικά, να μας ενημερώσει.

Οι ρίζες του δράματος

ΚΥΚΛΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΡΙΑΣ Σχολικό έτος ΘΕΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: Ήθη και έθιμα του Πάσχα

περιεχομενα ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΑ «ΚΑΝοΝΙΚΑ» ΕΥΑγγΕλΙΑ

Μάθημα. 1 Υ101 1.Εισαγωγή και Κριτική του κειμένου της Κ.Δ. (101Υ) Ο βαθμός μεταφέρεται αυτούσιος 103Υ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

«ΕΛΕΝΗ» ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Ολυμπία Τσαρουχά, «Εισαγωγή» (για το έργο Κλίνη Σολομώντος του Ιωάννη Μορεζήνου)

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5

Μεθοδολογία 2014 (για το Σεμινάριο Όπερες του Μότσαρτ)

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΕ ΘΕΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

Συνδιαλλακτική Ανάλυση (Transactional Analysis - T.A.)

Πώς γράφεται μια προπτυχιακή εργασία στην Ιστορία της Τέχνης. Σχεδιάγραμμα. Γενικές οδηγίες

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

Μετάφραση και δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (DGT/2013/TIPRs)

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ

Ιστορία και Θεολογία των Εκκλησιαστικών Ύμνων

ΔΕ3. Η Καινή Διαθήκη Α: Τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων

Κείμενο Εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού στο Πελέντρι. Ελληνικά

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ: 1 η σκηνή: στίχοι 1-82

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ 21 / Εισαγωγή στην αρχαία Ελληνική και Πρώιμη Βυζαντινή Λογοτεχνία

ραµατική Ποίηση Το δράµα - Η τραγωδία - Το αρχαίο θέατρο Ερωτήσεις κλειστού τύπου ή συνδυασµός κλειστού και ανοικτού τύπου 1. Αφού λάβετε υπόψη σας τι

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ : Εθνικόν και Καποδιαστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών ΑΡ. ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ECTS ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Α/Α

Από τις διαλέξεις του μαθήματος του Α εξαμήνου σπουδών του Τμήματος. Κ. Παπαθεοδώρου, Αναπληρωτής Καθηγητής Οκτώβριος 2013

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ( )- ΦΑΣΗ Γ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΥΣΤΕΡΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ

4 Ο - ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Αποστολή Ιερουσαλήμ: Από εδώ ο Ιησούς ξεκίνησε την πορεία του για την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ. (δείτε το βίντεο)

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου

Από τον Όμηρο στον Αισχύλο: Η Τριλογία του Αχιλλέα

Μελέτη περίπτωσης: «Εκκλησία και νέοι» Ζαπάντες Διονύσιος Πειραματικό Λύκειο Πανεπιστημίου Πατρών Επιβλέπων καθηγητής: Κυριακουλόπουλος Ευάγγελος

Ίσως/ Παρατηρήσεις/σχόλια Ακαδημαϊκού λόγου. Υπάρ χουν αμφιβολί ες

ΛΥΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

π ε ρ ι ε χ ο μ ε ν α

21 Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Δρ. Νάσια Δακοπούλου

Σχέδιο μαθήματος 2 Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά Το παράδειγμα του Ρεμπέτικου

Επίπεδο Γ2. Χρήση γλώσσας (20 μονάδες) Διάρκεια: 30 λεπτά. Ερώτημα 1 (5 μονάδες)

Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος)

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ. Στο πρώτο κεφάλαιο (Οι «φανερές» αρμοδιότητες του μυστικού την

Πώς γράφουμε μια επιστημονική εργασία στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Κατερίνα Κεδράκα Επικ. Καθηγήτρια ΠΘ-ΤΜΒΓ

Η Δημιουργική Γραφή στο σχολείο: Θεσμικό πλαίσιο. Μαρία Νέζη Σχολική Σύμβουλος

Α ΚΥΚΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ (Υ) Α ΕΞΑΜΗΝΟ. ΝΕΟ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ (Έναρξη ισχύος από ) Κωδ. EC TS. Μάθημα Ώρ

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ. Από τις πέντε (5) ερωτήσεις να απαντήσεις στις τρεις (3). Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με τέσσερις (4) μονάδες.

Οργανώνοντας την έρευνα ΒΑΣΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΜΑΚΗ ΒΟΡΙΔΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΛΑ.Ο.Σ.

Εισαγωγικά Παραδείγματα: Παρατηρήσεις:

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

1 Ανάλυση Προβλήματος

Κείµενο [Οι διαδικτυακές επαφές στο περιβάλλον του Facebook]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Iωάννης ο Πρόδρομος, αυτός που δεν υπέκυψε στον πειρασμό

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

Γεώργιος Φίλιππας 23/8/2015

Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη.

Α ΕΞΑΜΗΝΟ. Επιλέγονται τρία (3) από τα παραπάνω προσφερόμενα μαθήματα. ΣΥΝΟΛΟ (επί των επιλεγομένων μαθημάτων) 30 Β ΕΞΑΜΗΝΟ

Χριστιανική Γραμματεία Ι

Η γλώσσα της Κ.Δ. είναι η «κοινή» ελληνιστική, δηλαδή η δημώδης και η γλώσσα που ομιλείτο από τον 3 ο αι. π.χ. μέχρι τον 3 ο αι. μ.χ.

«Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση

Fake News ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ. Γραμμή βοηθείας Ενημέρωση-Επαγρύπνηση Γραμμή παράνομου περιεχομένου

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ. : ΘΕΜΑ: Οδηγίες για τη διδασκαλία μαθημάτων του Γενικού και του Εσπερινού Γενικού Λυκείου

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Συγγραφή Τεχνικών Κειμένων

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 0 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

Αφηγηματικές τεχνικές -αφηγηματικοί τρόποι

Ζωή Γεωργιάδου, «Εισαγωγή» (για το έργο Χρονικό του Γαλαξειδιού του Ιερομόναχου Ευθύμιου)

Ο Τριαδικός Θεός: οι γιορτές της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος. Διδ. Εν. 14

ερευνητική διαδικασία προβληματισμό ερώτημα μεθοδολογία μεθοδολογία έρευνας μεθοδολογικές προσεγγίσεις μεθόδους τεχνικές μέσα υλικά διαδικασίες

Μαθήματα Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Θεολογίας, ακαδ. έτος

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» Αναλυτικές οδηγίες για τους συγγραφείς

Ι.Μ. Φθιώτιδος: «Ότι αποφασίσει η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας»

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ 16 Ο ΠΑΝΑΓΙΑ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. PDF created with pdffactory Pro trial version

Διάταξη Θεματικής Ενότητας TSP51 / Στοιχεία Θεωρίας Θεάτρου

Αρχαία Ελληνικά Κείμενα για τους Θεσμούς της Δημοκρατικής Αθήνας

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΠΑΛ (ΟΜΑ Α Β ) 2010

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

ΔΟΜΗ ΤΕΛ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

4 ο Εργαστήριο (βιωματικό) Ενδεικτικός χρονοπρογραμματισμός των Ομάδων

Transcript:

566 ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ 1998" Ε. Fuchs, The death of character. Perspectives on theatre after modernism, Indiana 1996 Chr. Innés, Avant Garde Theatre 1892-1992, London/New York 1993' H. Keller, Robert Wilson, Regie im Theater, Frankfurt/M. 1997' B. Marranca, Ecologies of theatre, Baltimore 1996 A. P. Nganang, Interkulturalität und Bearbeitung. Untersuchung zu Soyinka und Brecht, München 1998' D. Plassard, L acteur en effigie. Figures de Γ Homme artificiel dans le théâtre des avant-gardes historiques. Allemagne. France. Italie, Lausanne 1992 D. Savran, The Wooster Group. Breaking the Rules, New York 1988 κτλ. H σύνθεση της βιβλιογραφίας είναι σαφώς κάπως διαφορετική απ ό,τι στις ανάλογες αμερικανικε'ς εργασίες. Βαλτερ Πουχνερ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΙΟΥΝΗ-ΦΑΤΣΗ Ένα θρησκευτικό όράμα για το Θείο Πάθος Το ζήτημα του θρησκευτικού θεάτρου στο Βυζάντιο Αθήνα, «Νεα Σύνορα» - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2000, σελ. 161. Η ανακάλυψη του κειμένου, μάλλον της όψιμης βυζαντινής ή μεταβυζαντινής εποχής, ενός διαλογικσύ κειμένου, του οποίου αναγράφονται μόνο τα πρώτα λόγια (incipit), για τα Πάθη του Χριστού, σε σύμμεικτο κώδικα της Bodleian Library της Οξφόρδης (Bodl. Gr. Barocci 216, σελ. 372ν-376Γ), δίνει αφορμή στην εκδότρια να α- ναψηλαψήσει το όλο θέμα του θρησκευτικού θεάτρου στο Βυζάντιο. Σ αυτό οδηγείται από την άποψη, πως το κείμενο αυτό αποτελεί σενάριο για θεατρική παράσταση. Επειδή έχω ασχοληθεί συστηματικά με το νέο amò κείμενο και την ερμηνεία του (Β. Πούχνερ, «Νέο σενάριο Βυζαντινών Παθών του Χριστού;», Νέα Εστία 148, τεύχ. 1726, Σεπτ. 2000, σσ. 253-284), δεν χρειάζεται να επανέλθω εδώ- η εξέταση με οδήγησε πάντως σε διαφορετικά συμπεράσματα: «Κλείνοντας την ανάλυση του κειμένου θα μπορούσαμε, ως προς το ειδολογικό ζήτημα, να αποφανθούμε περίπου ως εξής: πρόκειται για ένα κατηχητικό προσχέδιο, πιθανώς, κηρύγματος για απαγγελία, ανολοκλήρωτο και χωρίς επεξεργασία στην τελική του μορφή, σε μορφή ερωταποκρίσεων, όπου στην τρίτη απάντηση παρεμβάλλεται ένας πιο σύνθετος κέντρωνας βιβλικών χωρίων σχετικά με τα Πάθη του Χριστού, που εξιστορεί τα πασχαλινά γεγονότα από την προετοιμασία του Μυστικού Δείπνου έως τον Εμπαιγμό του Χριστού από τους στρατιώτες το τμήμα του κειμένου αυτού παρουσιάζει χωρία σε αφηγηματικό λόγο και χωρία σε ευθύ λόγο, με παράθεση αποσπασμάτων της Γραφής σε μορφή incipit αλλά και ο λόκληρων, σε παράφραση του γραφέα ή και σε επαναδιήγηση με δικά του λόγια σε συνοπτική μορφή. Διακρίνεται η τάση να μην παραλειφθεί καμιά σχετική λεπτομερειακή εκδοχή των ευαγγελίων (κυρίως Ματθ. και Ιω., λιγότερο Λουκ. και σχεδόν καθόλου Μαρκ.), πράγμα που οδηγεί σε δυσεπίλυτα ζητήματα ως προς το ασυμβίβαστο και διαφορετικό των λεπτομερειών της αφήγησης. Ειδικά οι σκηνές της ανάκρισης στον Πιλάτο καθώς και άλλες ενδείξεις πείθουν πως ο γραφέας εργάζεται από μνήμης και δεν χρησιμοποιεί συστηματικά μιαν έκδοση της Καινής Διαθήκης. Πιθανώς πρόκειται για κατώτερο κληρικό με περιορισμένη μόρφωση (απόκρυφα και λαϊκά στοιχεία),

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ 567 που ετοιμάζει διδακτικό κήρυγμα με μικρές διαλογικές σκηνές η υπόσταση του κειμένου παραπέμπει μάλλον σε μεταβυζαντινή εποχή» (Πούχνερ, ό.π., σ. 273). Στο ίδιο μελέτημα είχα επισημάνει, κλείνοντας, και κάτι άλλο: «Για όλους αυτούς τους λόγους παραμένει πολύ αμφίβολο, αν το οξφορδιανό κείμενο, που εκδίδεται για πρώτη φορά, προσθέτει τίποτε στη συζήτηση για την ουσιαστική απουσία του θρησκευτικού θεάτρου στο Βυζάντιο. Είναι άλλωστε κατώτερο στη σύλληψη και στην εκτέλεση και από τον κυπριακό Κύκλο των Παθών και από τη σκηνή του Νιπτήρα της Πάτμου και δεν φαίνεται να έχει άμεση συσχέτιση με αυτά. Τα κωδικολογικά και γλωσσικά δεδομένα οδηγούν μάλλον στη μεταβυζαντινή εποχή και σ ένα λαϊκό περιβάλλον. Ωστόσο το κείμενο και η έκδοσή του δεν χάνουν τίποτε α πό την αξία τους, ακόμα κι αν αποδειχτεί πως δεν έχουν σχέση με το υποτιθέμενο βυζαντινό θέατρο: αφήνει αρκετά αναπάντητα ερωτήματα ως προς την υπόστασή του, τον προορισμό του, και ως προς το πόσο ενδεικτικό είναι για μιαν ορισμένη εκκλησιαστική και ποιμαντική πρακτική» (ό.π., σ. 289). Έτσι η παρούσα βιβλιοκρισία μπορεί να περιοριστεί στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου: «Βυζαντινό θρησκευτικό θέατρο. Επισκόπηση της μέχρι τώρα έρευνας και πορίσματα από τη μελέτη των δύο σωζόμενων Παθών» (σσ. 19-76), που εννοεί τον Κυπριακό Κύκλο των Παθών και το κείμενο της Οξφόρδης που τώρα ανακαλύφθηκε. Ωστόσο η επισκόπηση αυτή αποτελεί, μετά τη μονογραφία του Μάριου Πλωρίτη (βλ. προηγουμένως), μια οπισθοδρόμηση στην κριτική αποτίμηση της ως τώρα έρευνας, γιατί δέχεται παλαιότερες απόψεις, που έχουν στο μεταξύ ελεγχθεί, και παρουσιάζει δυσεξήγητες βιβλιογραφικές αδυναμίες και ελλείψεις: α γνοείται 1) το πιο ουσιαστικό μελέτημα για το όλο θέμα του βυζαντινού θεάτρου: Β. Πούχνερ, «Το Βυζαντινό Θέατρο. Θεατρολογικές παρατηρήσεις στον ερευνητικό προβληματισμό της ύπαρξης Θεάτρου στο Βυζάντιο», Επετηρίς του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών XI, Λευκωσία 1981-82, σσ. 169-274 (και διευρυμένο στον τόμο του ίδιου, Ευρωπαϊκή Θεατρολογία, Αθήνα 1984, σσ. 13-92, 397-46, 477-494, καθώς και η νέα σύνοψη με καινούργια επιχειρήματα του ίδιου, «Zum Theater in Byzanz. Eine Zwischenbilanz», στον τόμο: G. Prinzing/D. Simon (eds.), Fest und Alltag in Byzanz, München 1990, σσ. 11-16, 169-179 (και σε ελληνική εκδοχή: «Το βυζαντινό θέατρο ένας απολογισμός», στον τόμο: Το θέατρο στην Ελλάδα. Μορφολογικές επισημάνσεις, Αθήνα 1992, σσ. 21-43), και 2) το πιο ειδικό θεατρολογικό μελέτημα για τον Κυπριακό Κύκλο των Παθών του Β. Πούχνερ, «Θεατρολογικές παρατηρήσεις για τον Κύκλο των Παθών της Κύπρου», Πρακτικά Β'Διεθνούς Κυπριολογικού Συνεδρίου, τόμ. 2, Λευκωσία 1986, σσ. 447-466 (και πρωτύτερα στον τόμο: Ιστορικά νεοελληνικού θεάτρου, Αθήνα 1984, σσ. 19-107, 181-194), βλ. και τις σχετικές παρατηρήσεις του Μ. Πλωρίτη, Το θέατρο στο Βυζάντιο, Αθήνα 1999, σσ. 189-201, που επίσης αγνοεί η συγγρ. Έτσι, κάτω από την ανάγκη, μια που είχε πεισθεί πως το οξφορδιανό κείμενο είναι θεατρικό, να το εντάξει σε κάποια υπαρκτή θεατρική παράδοση στο Βυζάντιο, παρασύρθηκε από τους ισχυρισμούς της παλαιότερης βιβλιογραφίας και καταλήγει σε συμπεράσματα αβάσιμα. Η μονογραφία του Σάθα (1878) αντιμετωπίζεται ακόμα με πνεύμα κριτικό. Βέβαια το θέμα τίθεται από τη συγγρ. όχι σε μια βάση ειδολογική (πότε μπορούμε να μιλήσουμε για «θεάτρο»;) αλλά ορολογίας (τι αποκαλείται «θέατρο»;): «Το ερώτημα δεν είναι, όπως το έθεσαν πολλοί, αν υπήρξε ή δεν υπήρξε θέατρο στο Βυζάντιο, αλλά ποιες πολιτιστικές εκδηλώσεις και τελετές - σύμφωνα με τις πηγές -

568 ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ μπορούν να θεωρηθούν ότι ε'χουν μια παραστατική λειτουργία. Διότι, λόγω της απέχθειας της Εκκλησίας και του μοναχισμού προς το θέατρο, δεν πρέπει να αναμένεται ότι οι παραστάσεις αυτές θα ονομάζονταν ρητά θέατρο από τις πηγές» (σ. 24). Εντούτοις η Εκκλησία κατονομάζει μια σειρά από εκδηλώσεις «θεατρικές» που δεν είναι! Το θέμα της θεατρικής ορολογίας αποτελεί ένα ολισθηρό έδαφος (επίσης δεν έχει συμβουλευτεί τα μελετήματα W. Puchner, «Byzantinischer Mimos, Pantomimos und Mummenschanz im Spiegel griechischer Patristik und ekklesiastischer Synodalverordnungen. Quellenkritische Anmerkungen aus theaterwissenschaftlicher Sicht», Maske und Kothurn 29, 1983, σσ. 311-317 και του ίδιου, «Θεατρολογικές παρατηρήσεις σε βυζαντινούς ιστοριογράφους. Η περίπτωση του Μιχαήλ Ψελλού», Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής τον Πανεπιστημίου Αθηνών ΛΑ', 1996-97, σσ. 283-329 και στον τόμο: Φαινόμενα και νοούμενα. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Αθήνα 1999, σσ. 31-90, καθώς και τη διδακτορική διατριβή του I. Βιβιλάκη, Η θεατρική ορολογία στους Πατέρες της Εκκλησίας. Συμβολή στη μελέτη της σχέσεως Εκκλησίας και Θεάτρου, Αθήνα 1996), όπως και η προσπάθεια ανακάλυψης «θεάτρου» σε λογής εκδηλώσεις, που περιέχουν απλώς ορισμένα παραστατικά στοιχεία. Στη συνέχεια παρατίθεται η περιγραφή του Κυπριακού Κύκλου των Παθών κατά Λάμπρο (1916) και οι απόψεις του Vogt (1931). Η έλλειψη θεατρολογικής εξέτασης του κειμένου οδηγεί σε διαπιστώσεις, όπως: «Κατά τη γνώμη μας, η μορφή του Κυπριακού Πάθους είναι τέτοια που θα δικαιολογούσε την παράστασή του κάθε χρόνο την Εβδομάδα των Παθών» (σ. 27). Αυτό βέβαια δεν είναι το ζητούμενο, γιατί φυσικά σήμερα μπορεί να παρασταθεί και έχει παρασταθεί, π.χ. στα πλαίσια του Β' Κυπρολογικού Συνεδρίου το 1982. Στη συνέχεια αναπτύσσει τη θεωρία του La Piana για τις διαλογικές ομιλίες διαλογικά στοιχεία όμως βρίσκονται και σε κηρύγματα και στα κοντάκια του Ρωμανού του Μελωδού. Η υπάρξη διαλογικών στοιχείων εκλαμβάνεται εδώ ως «βυζαντινό λειτουργικό δράμα» (σ. 33). Επιστρατεύονται, κάπως επιλεκτικά, και οι απόψεις, για διαφορετικά ωστόσο κείμενα, των Carpenter, Wellesz και Speck. Συζητούνται τα επιχειρήματα του Velimirovic και του Baud-Bovy. Αμφισβητείται η θεωρία της δυτικής προέλευσης που διατύπωσε ο τελευταίος για τον κυπριακό Κύκλο των Παθών, αλλά όχι για το λόγο πως στις αρχές του 14ου αι. δεν έχουμε στη Δύση ακόμα τόσο εξελιγμένα Πάθη: «Η ιδιάζουσα προσέγγιση του Baud-Bovy στο ζήτημα του βυζαντινού θεάτρου οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνος έβλεπε τις παραστατικές Ακολουθίες ή τα λειτουργικά δράματα της ελληνικής Εκκλησίας ως εξελικτικές βαθμίδες ενός ολοκληρωμένου θεάτρου: του θρησκευτικού θεάτρου της Δύσης. Δεν θεωρεί τα λειτουργικά δράματα, ή τις Ακολουθίες, ως είδος καθαυτό» (σ. 39). Πώς να γίνει όμως αυτό; Δεν είναι κάθε εκκλησιαστικό δρώμενο «θέατρο» (οι συμβολικές πράξεις στην ακολουθία των Τριών Παίδων εν Καμίνω δεν είναι λειτουργικό δράμα). Για το θεατρικό φαινόμενο υπάρχουν ορισμένοι αναφαίρετοι προσδιορισμοί. Η μελετήτρια αναφέρει και μια συζήτηση που είχε με τον Baud-Bovy για το θέμα αυτό το 1984 στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, όπου εκείνος την πληροφόρησε πως «οι απόψεις των νεανικών του μελετών είχαν πια παραχωρήσει τη θέση τους στις νεότερες έρευνες και ότι συμφωνούσε απόλυτα με τις μελέτες των νεότερων ερευνητών για το βυζαντινό λειτουργικό δράμα» (σ. 40). Αυτό αφορούσε την ανακοίνωσή μου για τον Κυπριακό Κύκλο των Παθών

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ 569 (βλ. παραπάνω) στο Β' Κυπρολογικό Συνέδριο το 1982 στη Λευκωσία, όπου εξέφρασα βάσιμες αμφιβολίες, αν το κείμενο, όπως σώζεται, πραγματικά προορίζεται για θεατρική παράσταση, παρά τον πρόλογό του, καθώς και τις απόψεις μου για τα μεταβυζαντινά λειτουργικά δρώμενα, όπως τα έχω δημοσιεύσει στη μονογραφία Brauchtumserscheinungen im griechischen Jahreslauf und ihre Beziehungen zum Volkstheater, Wien 1977, σσ. 313 εξ., 319 εξ., 331 εξ. (για το δρώμενο της έγερσης του Λαζάρου στη Λάρνακα σε σχέση με τον Κυπριακό Κύκλο των Παθών, για το Νιπτήρα της Πάτμου και για το δρώμενο «Άρατε πύλας», το μόνο που φτάνει στο βάθος του χρόνου ως το Βυζάντιο), την οποία είχε γνωρίσει ο Baud-Bovy. Στη συνέχεια δίνεται ο λόγος στον August Mahr, αλλά λέξη δεν γράφεται για τις εξωφρενικές του απόψεις για παράσταση στην Κύπρο του 14ου αιώνα από επαγγελματίες μίμους. Κατόπιν γίνεται συζήτηση για την ορολογία: η μελετήτρια προτιμάει, με τον Velimirovic, το «λειτουργικό δράμα» από το «θέατρο» για την πρόσφατη τεκμηριωμένη πρόταση της «λειτουργικής σκηνής» ως μικρότερης ενότητας θρησκευτικών παραστάσεων στο όποιο στάδιο εξέλιξης δεν γίνεται λόγος (W. Puchner, Studien zum Kulturkontex der liturgischen Szene. Lazarus und Judas als religiöse Volksfiguren in Bild und Brauch, Lied und Legende Südosteuropas, 2 τόμ., Wien 1991, σσ. 9 εξ., παρ όλο που αναφέρει τη μονογραφία στη βιβλιογραφία). Με τη λογική της πιθανής εξέλιξης (η οποία ωστόσο στο Βυζάντιο δεν έλαβε χώρα) το οξφορδιανό κείμενο αποκαλείται «πρώιμο θρησκευτικό δράμα» έτσι η μελετήτρια εντείνει η ίδια την εννοιολογική σύγχυση. Τέτοιο είναι, διατείνεται, και το συμβολικό δρώμενο των Τριών Παίδων εν Καμίνω (ακολουθώντας τις απόψεις του Velimirovic, που είναι επηρεασμένες από τις εξελίξεις στη Ρωσία, εναντίον του Baud-Bovy) αλλά η ύ παρξη του «Αγίου Φούρνου» το 11 αι. από μόνη της δεν πείθει ακόμα για την ύ παρξη «πρώιμου θρησκευτικού δράματος» στο Βυζάντιο. Οι ρωσικές εξελίξεις άλλωστε δεν είναι οπωσδήποτε ενδεικτικές για το Βυζάντιο: στη Ρωσία έχει μεταφραστεί δύο φορές ο Χριστός Πάσχων και έχει παιχθεί στην Εκκλησία- ως τώρα δεν βρέθηκε μελετητής να υποστηρίξει κάτι τέτοιο για το Βυζάντιο. Αναφέρονται επίσης τα κρητικά Πάθη του Χριστού, που θα εκδώσει εκ νέου ο Wim Bakker και ο Arnold van Gemert, που έχουν υποτυπώδη διάλογο, γίνεται λόγος για την Ανάληψη του Προφήτη Ηλία στο γνωστό χωρίο του Λιουτπράνδου της Κρεμώνας, που εκλαμβάνεται ως «ανεπίσημο λαϊκό δρώμενο» (ο. 58), συζητούνται και οι αρνητικές ως προς το θέατρο απόψεις του Κ. Μητσάκη. Ωστόσο η όλη συζήτηση σκοπό έχει να δημιουργήσει κάποιο «φιλικό» ή «συγγενικό» προς το θέατρο περιβάλλον, για να ενταχθεί το οξφορδιανό κείμενο ως σενάριο. Προσωρινή κατάληξη της συζήτησης είναι: «Όπως είδαμε, ένα λειτουργικό δράμα παγιώνεται και γίνεται Ακολουθία ή ένα θρησκευτικό δρώμενο αποκτά ημιεπίσημο χαρακτήρα, παριστάνεται στα περιθώρια των Ακολουθιών και, ενώ έχει τέτοια διάδοση... δεν αναφέρεται στα Τυπικά. Σε άλλες περιπτώσεις είδαμε ότι ορισμένοι καθιερωμένοι ύμνοι της Εκκλησίας υποκαθιστούν ορισμένα θρησκευτικά δρώμενα» (σ. 62). Αυτό αποτελεί μια βεβιασμένη γενίκευση που προέρχεται από ένα δύσκολο και διαφοροποιημένο πεδίο δεδομένων, που δεν είναι και τόσο δεδομένα: διφορούμενες πηγές, διαφορετικές περιπτώσεις, χρήση όρων με πολύ ευρείες σημασιολογικές δυνατότητες («θέατρον», «δράμα») κτλ. Στο πνεύμα των αποφασιστικών λύσεων αντιμετωπίζεται τώρα και ο Χριστός Πάσχων, που δεν «δημιουργήθηκε μόνο από μια διάθεση απομίμησης της αρχαίας τραγωδίας. Το πιθανότερο είναι ότι

570 ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ υποκατέστησε κάποιο δρώμενο για το Θείο Πάθος με μια αττικίζουσα γλωσσική μορφή και με τη δομή της αρχαίας τραγωδίας. Είναι, επίσης, πιθανό ότι θα παριστανόταν είτε στα περιθώρια των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας στην Αγία Σοφία είτε στο παλάτι, αφού είναι γνωστό το γεγονός ότι οι Κομνηνοί, και κυρίως ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, αρέσκονταν σε τέτοιου είδους παραστάσεις και απαγγελίες, όπως τα Πτωχοπροόρομικά κ.λπ.» (σ. 63). Εδώ διαδέχεται και επικαλύπτει η μια υπόθεση την άλλη, χωρίς ίχνος απόδειξης και κοντά στην «επιστημονική φαντασία». Έχει αποδειχθεί με εμπεριστατωμένη θεατρολογική ανάλυση, πως ο Χριστός Πάσχων δεν είναι δραματικά Πάθη του Χριστού (η μελετήτρια αγνοεί το σχετικό μελέτημα: W. Puchner, «Theaterwissenschaftliche und andere Anmerkungen zum Christus patiens», Anzeiger der philosophisch-historischen Klasse der Österreichischen Akademie der Wissenschaften 129, 1993, σσ. 93-143 και ελληνικά «Χριστός πάσχων και αρχαία τραγωδία», στον τόμο: Ανιχνεύοντας τη θεατρική παράδοση, Αθήνα 1995, σσ. 51-113). Κι επειδή στον πρόλογο αναφέρεται «επειδ ακούσας ευσεβώς ποιημάτων ποιητικώς...» η μελετήτρια συμπεραίνει «ότι ο συγγραφέας αυτός έχει υπ όψιν του προϋπάρχοντα έργα για το Θείο Πάθος, τα οποία είναι μάλλον πεζά και γραμμένα σε μια γλώσσα όχι λόγια, ενώ εκείνος προβαίνει στο να το γράψει σε ευριπίδεια γλώσσα και ύφος» (σ. 64). Ο κριτικός αναγνώστης εκπλήσσεται. Και κλείνει ο κύκλος των συλλογισμών: «Ο Χριστός πάσχων, λοιπόν, όπως και το Κυπριακόν Πάθος και το εκδιδόμενο εδώ Θειον Πάθος δεν εξαντλούνται στην απλή ανάγνωση χάριν τέρψεως, αλλά είχαν την δυνατότητα παράστασης του περιεχομένου τους, είτε με τη μορφή απαγγελίας είτε με τη μορφή μιας υποτυπώδους θεατρικής αναπαράστασης» (σ. 64). Quod erat demonstrandum. Στη συνέχεια η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη γνωστή απαγόρευση στον 62 κανόνα της Πενθέκτης τα σχόλια του Ζωναρά («ά και νυν γίνονται παρά τοις α- γρόταις») οδηγούν στην υπόθεση, πως στο μικρασιατικό χώρο υπάρχουν το 12 αι. επιβιώσεις της διονυσιακής λατρείας, και αυτά τα survivals συνδυάζονται με τις τελετουργίες διαφόρων ταγμάτων δερβίσηδων, για να κλείσει η λογική αλυσίδα ως ε ξής: «Συνεπώς, για να φτάσει ο διονυσισμός [sic] μέχρι την ισλαμική περίοδο της Μικρός Ασίας, θα έπρεπε να ήταν πολύ ανθηρή η επιβίωσή του στο Βυζάντιο, παρ όλο που οι μαρτυρίες είναι πενιχρές. Δεν αποκλείεται να είχαν δημιουργηθεί χριστιανικά παράλληλα προς τα ήδη υπάρχοντα λαϊκά δρώμενα διονυσιακής λατρευτικής υφής. Σε μια τέτοια προΰπαρξη χριστιανικών δρωμένων στηρίχθηκε σαφώς ο συγγραφέας τοv Χριστού Πάσχοντος για να δημιουργήσει, όπως είδαμε παραπάνω, ένα ευπρεπέστερο κείμενο των δρωμένων αυτών και να καταστήσει λογιότερη την ά γραφη και προφορική παράδοση των δρωμένων του Θείου Πάθους» (σ. 68). Κατ αυτόν τον τρόπο βέβαια «λύνονται» όλα τα προβλήματα. Ανάμεσα στους πιθανούς ποιητές του κέντρωνα προτιμάει τον Θεόδωρο Πρόδρομο, που χειρίζεται (βλ. Πτωχοπροδρομικά) και τη δημώδη γλώσσα και το δεκαπεντασύλλαβο. Ο λόγος είναι ο εξής: «Είναι, λοιπόν, θεμιτό να υποθέσουμε ότι τα πάσης φύσεως λαϊκά δρώμενα για το Θείο Πάθος που παίζονταν είτε στην επαρχία είτε στην ίδια την Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ γνωστά στους λογίους της εποχής εκείνης» (σ. 69). Και η «λογική» αλυσίδα συνεχίζει: η Μικρασία είναι λοιπόν οι κοιτίδα των δρωμένων για το Θείο Πάθος η γλώσσα της συνδέεται από διαλεκτολογική άποψη άμεσα με την Κύπρο (Κύκλος των Παθών, αν και αυτός είναι γραμμένος στη βυζαντινή κοινή) αυτά τα δρώμενα του Θείου Πάθους δεν είναι μόνο αντίβαρο στα δυτικά μυστήρια στις

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ 571 φραγκοκρατούμενες περιοχές (έχουν αποδειχτεί τέτοια «μυστήρια» για τον 14 αι.;) αλλά και στον εξισλαμισμό, που γινόταν «μέσω χορευτικών και ποικίλων παραστατικών ιεροτελεστιών των ποικιλώνυμων μουσουλμανικών ταγμάτων δερβίσηδων» (σσ. 71 εξ. δηλαδή οι εξισλαμισμοί γίνονταν για λόγους του «ανώτερου» θεάματος). Ο Χριστός Πάσχων είναι μια λόγια εκδοχή αυτών των δρωμένων του Θείου Πάθους «υπό μορφήν μιας τραγωδίας» (σ. 74 - από θεατρολογική άποψη δεν είναι), μάλιστα «παραλληλίζει τα Πάθη Του με εκείνα των πασχόντων θεών της αρχαίας Ελλάδας» (σ. 74 - σκέψη αδύνατη για Βυζαντινό κληρικό) το ότι έχει γραφεί για απαγγελία, ταιριάζει με την υπόσταση και λειτουργία του κέντρωνα. Το συμπέρασμα βρίσκεται στην αρχή του επόμενου κεφαλαίου: «Από όσα είδαμε παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπήρχε θρησκευτικό θεάτρο στο Βυζάντιο, τόσο στη μορφή του λειτουργικού δράματος όσο και στη μορφή των θρησκευτικών δραμάτων και των θρησκευτικών δρωμένων» (σ. 79). Το οξφορδιανό κείμενο ανήκει «στο είδος ενός ανεπίσημου εκκλησιαστικού δράματος», είναι «μια εξελιγμένη μορφή θρησκευτικού δρωμένου» (σ. 79). Τι είναι λοιπόν; Κατά την άποψή μου τίποτε από όλα αυτά. Το πρόβλημα της ορολογίας ορθώνεται πάλι επιτακτικά, και στον παραπάνω βαθμό που οι όροι δεν αντιστοιχούν σε α ποδείξιμες πραγματικότητες. Το πιο κοντινό και συγκρίσιμο κείμενο είναι η Ακολουθία του Νιπτήρος στην Πάτμο, από μεταβυζαντινή εποχή και με πιθανές δυτικές επιδράσεις, που δεν μπορούν να αποκλειστούν ως δυνατότητα. Το κείμενο αυτό δεν δικαιολογεί την όλη αναψηλάφηση του θέματος του θρησκευτικού θεάτρου στο Βυζάντιο, γιατί οδηγεί σε λαϊκό περιβάλλον, στον κατώτερο κλήρο, με μεγαλύτερη πιθανότητα σε μεταβυζαντινή εποχή, και δεν έχει σχέση με το θέατρο. Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί τουλάχιστον μια λεπτομερειακή θεατρολογική ανάλυση. Αλλά πιο προβληματική είναι η εξέταση του ιστορικού του προβλήματος από τη μελετήτρια, που δεν γνωρίζει όλη τη σχετική βιβλιογραφία - της έχουν διαφύγει βασικά μελετήματα, συνθετικά και κριτικά - χρησιμοποιεί, εν μέρει, ριψοκινδυνευμένες επιχειρηματολογίες, που δεν στηρίζονται σε δεδομένα αλλά υποθέσεις, μερικές φορές και υποθέσεις υποθέσεων, ακολουθεί μια «μέθοδο» παρουσίασης του ζητήματος συνειρμική, δηλαδή σχεδόν αμέθοδη - περνάει από το ένα θέμα στο άλλο - χαρακτηρίζεται συχνά από έλλειψη κριτικής αντιμετώπισης χωρίων, πηγών και μελετημάτων, διακρίνεται για κάποια μονομέρεια στην εκτίμηση απόψεων και για μια υπερβολική τάση να ενδώσει εύκολα στον πειρασμό διατύπωσης νέων, εν μέρει φανταστικών, συσχετισμών γεγονότων και υποθέσεων, για να εξυπηρετήσει μια αρχική σκοπιμότητα: την ένταξη του οξφορδιανού κειμένου σε ένα «θεατρικό» περιβάλλον, δηλαδή να το δει σε συνδυασμό με άλλα κείμενα, βυζαντινά (για να ε ξασφαλιστεί η χρονική διάσταση προς τα πίσω), τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί ως «θεατρικά» ή έχουν «θεατρικά», διαλογικά, «δραματικά» κι άλλα στοιχεία. Το αποτέλεσμα παραμένει συγκεχυμένο, όπως και το όλο θέμα, τουλάχιστον στην παρουσίαση αυτή, που προσπαθεί να δώσει, πάση θυσία και βεβιασμένα, λύσεις. Ωστόσο τα ανοιχτά κι άλυτα προβλήματα δεν είναι ντροπή για τον ερευνητή είναι η τιμιότητά του. Φαίνεται, πως τέτοια είναι και η κάπως αινιγματική υπόσταση του μικρού οξφορδιανού κειμένου που εκδίδεται. Η έρευνα πάντως για το ζήτημα του θρησκευτικού «θεάτρου» στο Βυζάντιο δεν προωθείται με το μελέτημα αυτό. Βαλτερ Πουχνερ