ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ 1. Ο Όµηρος στην αρχαιότητα *βασική βιβλιογραφία: Davison, Foley (βλ. βιβλιογραφία) Οι Έλληνες ως το 450 πίστευαν ότι υπήρχε ιστορικός ποιητής Όµηρος, που συνέθεσε στις αρχές 7 ου τα 2 έπη, π.χ. αναφορές στον Όµηρο σε Αρχίλοχο, Στησίχορο (για Ελένη), Πίνδαρο κυρίως, Σιµωνίδη, επίσης µε αναµνήσεις στίχων του (π.χ. παραθέµατα ή προσαρµογές οµηρικών λέξων, όπως στον Αλκµάνα, Τυρταίο), και στην τέχνη. Μια οµάδα καλλιτεχνών ραψωδών, οι Οµηρίδαι, που ισχυρίζονταν οτι κατάγονταν από τον ποιητή και ζούσαν στην Χίο, απάγγελναν αυτά τα έπη και µετά από το θάνατό του. Ας έχουµε υπόψη την απολύτως θετική αποτίµηση του ποιητή (θεῖος, ο ποιητής) που έχει και κάποιες εξαιρέσεις στην κριτική φιλοσόφων, π.χ. Ξενοφάνη και Ηράκλειτου. Στον Πλάτωνα (Ίων 530b9-10, πρβ. Πολιτεία 607a2-3) θεωρείται ο καλύτερος και πιo θεϊκός των ποιητών και ο εκπαιδευτής της Ελλάδας (Πολιτεία 606e2-3): τα οµηρικά έπη έχουν κανονιστική λειτουργία όπως αποκτά η Βίβλος αργότερα. Θεωρούνταν το βασικό κείµενο στην εκπαίδευση, π.χ. Αριστοφάνης Δαιταλής απ. 233 Κ-Α )ένα παιδί ερωτάται για το αρχαϊκό οµηρ. λεξιλόγιο), τα ανέκδοτα µε Αλκιβιάδη σε έργο του Πλούταρχο για δάσκαλο που ο Αλκ. χαστούκισε, επειδή δεν είχε τόµο του Οµήρου και για άλλο δάσκαλο που όχι µόνον είχε αντίτυπο αλλά ήταν και διορθωµένο από τον ίδιο, οπότε προέκυψε η απορία, γιατί διδάσκει αγόρια, ενώ µπορεί να διδάσκει νέους άνδρες. Ο Αθηναίος Νικέρατος έλεγε ότι ο πατέρας του τον ανάγκασε να αποστηθίσει όλη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, απόδειξη της σωστής διαπαιδαγώγησής του (βλ. και πκ). Ο Οµηρος δεν ήταν άνθρωπος ήταν θεός, αυτή είναι µια από τις πρώτες φράσεις που µάθαιναν τα παιδιά στην ελληνιστική εποχή και έχουµε πολυάριθµους παπύρους και όστρακα µε τα οµηρικά έπη. Στην εποχή του Κλεισθένη, τύραννου Σικυώνας, λέγεται ότι ο τύραννος σταµάτησε την απαγγελία των επών, επειδή είχαν πόλεµο µε Άργος, πόλη που επαινούνταν πολύ σε αυτά. Παραδείγµατα τέτοιων ραψωδικών αγώνων είναι πολλά, π.χ. την εποχή του Πλάτωνα (ήδη 5 ος και
4 ος π.χ.) γίνονταν ραψωδικοί αγώνες, και ο Ίων του οµώνυµου πλατωνικού διαλόγου ήταν ένας τέτοιος περιπλανώµενος ραψωδός, φυσικά ήδη επί Πεισίστρατου στην Αθήνα (6 ος αι.π.χ.). Ο Πλάτων λέει ότι οι γέροι που από τη φύση τους είναι σοφοί απολαµβάνουν τα έπη που απαγγέλλονται, ο Διονύσιος των Συρακουσών έβαλε οµάδες ραψωδών να πάνε στους Ολυµπιακούς του 388 π.χ. και ο κόσµος συνέρρεε και θαύµαζε την ωραία τους µελωδία. Εξίσου γίνονταν και σε πιο ιδιωτικό επίπεδο, π.χ. Νικέρατος (Ξενοφ.Συµπόσιο 3.6, ό.π.) λέει ότι άκουγε κάθε µέρα και ο πατέρας του που ήθελε να τον κάνει ἀγαθόν άνδρα τον έβαλε να µάθει τα έπη, αφού ο σοφώτατος Ό. ασχολήθηκε µε ουσιαστικά όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Γι αυτό και ξέρει τα πάντα σε ό,τι αφορά την οικονοµία, τη δηµόσια οµιλία και την στρατηγία, όπως αντίστοιχα τον Αχιλλέα, τον Νέστορα ή τον Οδυσσέα. Στον µορφωµένο άνθρωπο η γνώση του Οµήρου του έδινε πρακτικές δεξιότητες αλλά και ηθικά παραδείγµατα πάνω στα οποία θα στήριζε τη συµπεριφορά του. Το παράδειγµα του Πλάτωνα: στον Ίωνα βάλλεται µόνον εναντίον του ερµηνευτή οµηρ. επών Ίωνα, δηλ. πώς ενώ ο ίδιος αγνοεί ό,τι λέει ο Οµηρος είναι σε θέση να τα ερµηνεύσει (εννοεί ιατρική, πολεµική τέχνη, προφητεία). Στην Πολιτεία βάλλεται πλέον εναντίον Οµ. και κάθε ποιητή, επειδή ό,τι λένε είναι λάθος εξ ορισµού σχετικά µε τους θεούς και την στάση της ζωής, και το πορτρέτο θεών και ηρώων ηθικά αδύναµο. Κατά τον Πλάτωνα ήρωες που κλαίνε, που φοβούνται το θάνατο είναι κακά µοντέλα για τους νέους. Προκρίνεται η παρουσίαση του Αχιλλέα ως του ήρωα par excellence ως ενσάρκωσης του ηρωικού ιδεώδους. Αλλά ακόµη και αυτός δεν είναι καλό µοντέλο λόγω του ότι έχει εµµονή µε το προσωπικό του κλέος, είναι υπερβολικά συναισθηµατικός και έχει απαισιόδοξη άποψη για τους θεούς και την ανθρώπινη ζωή. Η άποψη που καταρρίπτει ο Πλ. ήταν προφανώς η παγιωµένη στην εποχή του, ότι δηλ. η ποίηση είναι η εγκυκλοπαίδεια για τεχνικές ικανότητες και ηθικές αξίες, και αυτό το κάνει, επειδή θέλει να αντικαταστήσει την ποίηση µε τη φιλοσοφία ως την υψηλότερη µορφή της µουσικής. Δηλ. η παγιωµένη άποψη είναι ότι η ποίηση είναι η ανώτερη όλων. Ο Πλάτων είναι εποµένως ένας ριζικός επαναστάτης που κάνει µια ριζική τοµή µε το παρελθόν, αφού στρέφεται εναντίον του Οµήρου και όλων των ποιητών, τους οποίους θεωρεί ότι θέλγουν και γοητεύουν κάτι που θεωρείται καταστροφικό, επειδή επιτρέπουν τα πάθη, άρα είναι επικίνδυνοι και µπορούν να διαφθείρουν τους άριστους αλλά και την
σταθερότητα τόσο του ατόµου όσο και της πόλης (βλ. περισσότερα στην P. Murray, Plato on poetry, Cambridge 1996) Εδώ ας συλογιστούµε πάνω στη διάκριση Ιλιάδας (που είναι παθητικόν) και ηθικόν που είναι η Οδύσσεια. (βλ. Μανακίδου, Στρατηγικές) Μια καλή επισκόπηση για την ενασχόληση των αρχαίων µε τα οµηρικά έπη και τα θέµατά τους στο R.Pfeiffer για οµηρική φιλολογία. History of classical scholarship from the beginnings to the end of the Hellenistic age 1968, ελλ.μτφρ. 1972 Διάφορες πόλεις µάρνανται για την καταγωγή του, η σχέση µε τη Χίο µαρτυρείται στο ύµνο στον Απόλλωνα (για το οποίο ποίηµα ο ιστορικός Θουκυδίδης λέγει ότι ο ποιητής µιλά για τον εαυτό του σε γ πρόσωπο ως τον τυφλό τραγουδιστή από τη Χίο) και σε ένα ποίηµα πιθανότατα του Σηµωνίδη. Κάποιος Θεαγένης από το Ρήγιο (βλ. αποσπ. σε Diels-Kranz) έγραψε για την καταγωγή του, την ποίηση και τη χρονολόγηση. Αλλά 1 ος ο Ηρόδοτος ξεκινά τον κλάδο της οµηρικής έρευνας, ο ίδιος όντωας ανηψιός ενός επικού ποιητή (Πανύασση), ασχολήθηκε µε τα θέµατα οµηρικής έρευνας, δηλ. χρονολόγηση, σχέση µε άλλους ποιητές, τα ίδια τα έπη και την αξία τους ως ιστορικών πηγών. Πίστευε ότι ο Όµηρος έζησε 400 χρόνια περίπου πριν, 12 γενιές πριν, σύγχρονος Ησιόδου (αντίθετα από τον προσωκρατικό φιλόσοφο και ελεγειακό ποιητή και στοχαστή Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, ο οποίος θεωρούσε Όµηρο παλαιότερο, ενώ άλλοι ακατανόµαστοι θεωρούσαν τον Ησίοδο παλαιότερο). Ο Ηρόδοτος επίσης θεωρούσε µη οµηρικά τα Κύπρια* έπη και πιθανόν και τους Επιγόνους, και αργότερα προς το τέλος 4ου θεωρούνταν οµηρικά η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, ενώ τα άλλα θεωρούνταν άλλων σκοτεινών επικών, π.χ. Αρκτίνος, Λέσχης, Στασίνος. Για τον Ηρόδοτο ο Όµηρος είναι µικρής αξίας ιστορική πηγή, µε την έννοια ότι παρουσίαζε γεγονότα του τρωικού σε εκδοχές που εξυπηρετούσαν την δική του ιστορία. Και ο Θουκυδίδης θεωρούσε τον Ο. αναξιόπιστο. Στον 5 ο αι. η µελέτη του Οµήρου αφορούσε είτε γλωσσικά (βλ. λέξεις) είτε ηθικολογικά θέµατα (µε διέξοδο την αλληγορική µέθοδος ερµηνείας), τόσο από τους φιλοσόφους και τους σοφιστές όσο και στους επαγγελµατίες ραψωδούς (βλ. πλατωνικό Ίωνα). Πρέπει να συνυπολογίσουµε µια µεγάλη αλλαγή για τον 5 ο αι.,
όταν αρχίζει η κατ ιδίαν ανάγνωση έναντι της έως τότε απαγγελίας σε δηµόσιες εκδηλώσεις και ευκαιρίες και αρχίζει και η παράλληλη ανάπτυξη του βιβλίου και της διακίνησής του. Μαρτυρία πρώτη στους Όρνιθες του Αριστοφάνη 1288. Αυτή η εξέλιξη οδηγεί τόσο στην εµφάνιση αυτών των κειµένων που ονοµάζονται εκδόσεις κατ άνδρα, π.χ. Αντίµαχου και ανεψιού Ευριπίδη όσο και ενός νέου τύπου οµηρικής έρευνας που ασχολείται µε την παράδοση του κειµένου και τις λεπτοµέρεες της αφήγησης. Το ερώτηµα είναι πώς έφτασαν τα οµηρικά ποιήµατα από την Ιωνία στην µητροπολιτική Ελλάδα; Δόθηκαν 2 απαντήσεις που ανάγονται στον 4 ο αι.π.χ.. 1) Ο διάσηµος Σπαρτιάτης νοµοθέτης Λυκούργος γνώρισε τα έπη στα ταξίδια του και έφερε στην Σπάρτη αντίγραφα (όντως η λακωνική τέχνη και λογοτεχνία µας δείχνουν ότι είναι γνωστά στον 7 ο π.χ.). 2) Ο Ίππαρχος, γιος του τυράννου Πεισίστρατου, ήταν ο 1 ος που εισήγαγε τα οµηρικά έπη στην Αττική (Πλάτων Ίππαρχος): όντως η µελέτη της αττ. τέχνης δείχνει ότι η Αττική γνωρίζει αργά στον 6 ο αι. τουλάχιστον την Ιλιάδα. Επίσης στο (2) υπάρχει και η µαρτυρία ότι ο Ίππαρχος υποχρέωσε τους ραψωδούς να απαγγέλουν στα Παναθήναια τα οµηρ. έπη ἐξ ὑπολήψεως, δηλ. αλληλοδιαδοχικά και µε τάξη. Η εξαιρετική θέση των οµηρικών επών στα Παναθήναια επιβεβαιώνεται από το έργο του Αθηναίου ρήτορα Λυκούργου, Κατά Λεωκράτους, του 332 π.χ., που λέει ότι οι πατέρες (όχι κάποιος τύραννος βέβαια) καθιέρωσαν το θέµα αυτό. Η διατύπωση είναι ασαφής και δεν µας επιτρέπει να συναγάγουµε ότι ο Λυκούργος πίστευε ότι αυτό όντως έγινε τον 6 ο. Το ίδιο αβέβαιη είναι και η πληροφορία ότι αυτό αποδιδόταν στον µεγάλο νοµοθέτη και ποιητή του 7 ου αιώνα, Σόλωνα του Αθηναίου, µε ένα διάταγµά του. Τι σηµαίνουν αυτές οι ασαφείς και αβέβαιες πληροφορίες περί Παναθηναίων; 1) ότι σε άλλους ραψωδικούς αγώνες οι ραψωδοί ήταν πιο ελεύθεροι να απαγγείλουν το δικό τους επεισόδιο αρεσκείας και 2) ότι στα Παναθήναια υπήρχε ένα προκαθορισµένο κείµενο, στο οποίο οι διαγωνιζόµενοι έπρεπε να συµµορφώνονται. Αυτό το έγκυρο κείµενο οφειλόταν στην λογοτεχνική ποιότητά του και στην πηγή προέλευσής του ή και στα δύο µαζί. Πάντως σίγουρα έχουµε όψιµη γνώση της Ιλιάδας στην αττική τέχνη και αυτό σε συνδυασµό πρέπει να σηµαίνει όψιµη εισαγωγή της Ιλιάδας στην Αθήνα κατά το τέλος του 6 ου., ίσως ως καινοτοµία των Πεισιστρατιδών για αναδιοργάνωση των Παναθηναίων.
Η ιδέα ότι υπήρχε µια πεισιστράτεια έκδοση του Οµήρου και κάποιος Πεισιστρατίδης επέβαλε έναν κανονισµό στα Παναθήναια δηµιουργείται κατά την ελληνιστική εποχή και άσκησε µεγάλη επίδραση στη ρωµαϊκή εποχή, και έγινε opinio communis. Η ιδέα αυτή προέκυψε από µεταγενέστερους ισχυρισµούς για πεισιστρατίδειες παρεµβολές στο κείµενο του Οµήρου. Έτσι φτάνουµε σε δεύτερο νεωτερισµό του 4 ου αι. που είναι η οµηρική έρευνα, δηλ. η διερεύνηση της εσωτερικής συνέπειας του οµηρ. κειµένου. Με το πέρασµα στην ανάγνωση ανακαλύφτηκαν αντιφάσεις στην αφήγηση που έπρεπε να ερµηνευθούν. Πρώτος ο Ζωίλος από την Αµφίπολη, ο ὁµηροµάστιξ έκανε βίαιες επικρίσεις και σε αυτές απάντησε ο Αριστοτέλης µε τα δικά του Ἀπορήµατα ὁµηρικά. Υπάρχουν συγκεκριµένα πολιτικά και ιστορικά κίνητρα στην επίθεση που έκαναν οι Μεγαρείς εναντίον της αξιοπιστίας του αθην. κειµένου. Στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έχουµε µια σαφή αναγνώριση της λογοτεχνικής αξίας των δύο επών (βλ. την Ποιητική Τέχνη του Αριστοτέλη ότι έχουν συγκροτηθεί όσο καλύτερα γίνεται). Πάντως υπάρχει και η κατηγορία των χωριζόντων, Ξένων, Ελλάνικος που δεν υιοθετήθηκε από τους αλεξανδρινούς. Οι αλεξανδρινοί στοχεύουν να εκδώσουν ένα κείµενο των 2 επών αντάξιο της φήµης του ποιητή. Για να λύσουν προβλήµατα και αντιφάσεις, συχνά αθετούσαν στίχους ή επιστράτευαν αισθητικά ή ηθικά κριτήρια, για να δείξουν ότι πράγµατι ο Οµ. είναι µεγάλος ποιητής. Ετσι προέκυψε το κείµενο του Αρίσταρχου του Σαµοθράκος που χρονολογούσε 140 χρόνια µετά τον Τρωικό και ότι ήταν Αθηναίος! Ετσι και ο Διονύσιος Θράξ. Στο άλλο και αντίπαλο κέντρο, την Πέργαµο, αναπτύχθηκαν αντίθετες απόψεις και επιτίθονταν εναντίον της αξιοπιστίας του αθηναϊκού κειµένου. Πρώτος ο Ασκληπιάδης από τη Μύρλεα (τέλη 2 ου, αρχ.1 ου ) ξεκινά την επίθεση αυτή. Ο Κικέρων αναφέρει ότι πρώτος ο Πεισίστρατος πήρε τα προηγουµένως διασκορπισµένα βιβλία του Οµήρου (antea confusos libros Homeri) και τα διευθέτησε (disposuisse) και έτσι ξεκίνησαν οι απόψεις ότι υπήρξε µια πεισιστράτεια έκδοση. Πάνω στην άποψη αυτή που διαβάζουµε στον Κικέρωνα και πολλούς µεταγενέστερους στηρίχθηκε ο Wolf (που θα δούµε) και όσοι πίστευαν ότι ο Όµ. δεν άφησε τα έπη του σε γραπτή πηγή, αλλά παραδόθηκαν µε αποµνηµόνευση και συγκροτήθηκαν αργότερα σε άσµατα και γι αυτό και περιέχουν πολλές αντιφάσεις
(η αρχ. λέξη είναι διαφωνία): αυτή συγκεκριµένα είναι η άποψη του Εβραίου Ιώσηπου που έτσι ήθελε να πολεµήσει γενικά τους Έλληνες και να αναδείξει την ανωτερότητα των Εβραίων. Αντίθετα π.χ. ο Οράτιος υποστηρίζει ότι οι αντιφάσεις οφείλονται στο ότι ο Όµ. «κάποτε νυστάζει» (bonus Homerus dormitat: στο έργο του Ars poetica στ.351-9). Όπως και να έχει, και παρόλες τις επιθέσεις από τον Ζωίλο και τους διαδόχους του, στην ύστερη αρχαιότητα ουδείς αµφισβήτησε την µεγάλη λογοτεχνική αξία του Οµ και η αυγούστεια φιλολογική κριτική (βλ. π.ύψους, Κοιντιλιανός) συνέχισαν τους επαίνους φτάνοντας στους Βίους του Οµήρου, τα αρχ. υποµνήµατα και εγχειρίδια, τα βυζαντινά σχόλια και έργα του Πατριάρχη Φωτίου 9ος, του Σουίδα του 10ου, του αρχιεπισικόπου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου τον 12ο. Για ΛΟΓΓΙΝΟ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΓΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ βλ. Μανακίδου, Στρατηγικές, εισαγωγή. * Μία χρήσιµη υπόδειξη: καλό είναι όταν διαβάζετε το όνοµα ενός αρχαίου δηµιουργού (π.χ. Πίνδαρος, Σιµωνίδης, Λογγίνος) να ανατρέχετε σε µία ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (π.χ. του A.Lesky, του Cambridge, του F.Montanari) στο πίσω µέρος (Ιndex= ευρετήριο) και να βρίσκετε στις οικείες σελίδες κάποιες πληροφορίες για αυτούς. Ετσι θα αρχίσετε να συµπηλρώνετε τις στοιχειώδεις γνώσεις για τα γραµµατολογικά δεδοµένα των αρχαίων Ελλήνων δηµιουργών (εποχή, τόπος, είδος) ΦΠΜανακίδου