ΠΑΝΟΣ ΚΑΖΟΛΗΣ Μπόκα Λούπο Μυθιστόρημα Βραβείο ΠΕΛ (Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών) AKAKIA 2013
Copyright Panos Kazolis 2013 Published in England by AKAKIA Publications, 2013 AKAKIA Publications St Peters Vicarage Wightman Road London N8 0LY, UK 0044 203 28 66 550 0044 7411 40 65 62 www.akakia.net publications@akakia.net Πάνος Καζόλης ΜΠΟΚΑ ΛΟΥΠΟ Cover Images: Source: ShutterStock.com / Copyright: Anastasios71 / File No: 123406993 All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications, at the address above. ISBN: 978-1-909550-47-6 Copyright Panos Kazolis 2013 CopyrightHouse.co.uk Registration ID: 139649 London, UK
Στον Νέστορα, το φίλο μου
1 Ο νεαρός σκούπισε με τρόπο τις ιδρωμένες παλάμες του στις πίσω τσέπες του παντελονιού του, ανάσανε βαθιά να κοντρολάρει το καρδιοχτύπι του και ξερόβηξε για δεύτερη φορά, μήπως και τραβήξει την προσοχή του τύπου πίσω από το γκισέ. Ο τύπος άφησε το στυλό να πέσει στα χαρτιά και σήκωσε βαριεστημένος το κεφάλι του. «Τι είναι;» Ο μικρός ξεροκατάπιε. «Συγνώμη που ενοχλώ, είναι πέντε λεπτά που περιμένω και...» «Τι είναι;» «Ο κύριος Τζανής δεν είστε;» Το βλέμμα του τύπου ζωντάνεψε για τρία δευτερόλεπτα, μέχρι που η πιτσιρίκα με το κίτρινο, κολλητό παντελόνι που διέσχιζε το δρόμο, χάθηκε απ το οπτικό του πεδίο. Αναστέναξε μουγκρίζοντας και μίλησε κοιτάζοντας πάντα στα παράθυρα, μην και του ξεφύγει το επόμενο θέαμα. «Τελικά θα μας πεις τι θέλεις;» Ο νεαρός που ένιωθε άβολα και δεν ήταν συνηθισμένος να τον ζορίζουν, σκυθρώπασε, έσφιξε τα δόντια κι αποφάσισε να ξαναπροσπαθήσει. «Ο Σούλης μ έστειλε...» Ο τύπος γύρισε και τον κοίταξε για πρώτη φορά. «Ο Σούλης, ο καφετζής;» «Ναι, αυτός». «Και γιατί δε μιλάς τόση ώρα;» «Εγώ μιλάω, εσύ μ ακούς;» Ο νεαρός έδειχνε τσατισμένος κι ο τύπος γέλασε. «Καλά μην αρπάζεσαι. Έχεις δίκιο, αλλά βλέπεις κάτι μανούλια που περνάνε;» Ο μικρός προτίμησε να κουνήσει το κεφάλι του περιμένοντας. Ο Τζανής έξυσε την αξύριστη μούρη του, παρατήρησε για λίγο το μικρό που τον κοίταζε αμίλητος, μετά χαμογέλασε φιλικά και έσκυψε μπροστά.
«Χθες μου τηλεφώνησε ο Σούλης για σένα. Παναγιωτάκη δε σε λένε;» Ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και το χαμόγελο του Τζανή, του ναυτικού πράκτορα, πλάτυνε. «Βλέπεις ότι θυμάμαι; Και θέλεις να μπαρκάρεις, έτσι;» «Ναι...» «Και σε τι καράβι θέλεις να μπαρκάρεις, ρε μάγκα;» Το καρδιοχτύπι της ελπίδας γύρισε πάλι στο νεαρό, που προσπάθησε να συμμαζέψει τη λαχτάρα του ανάβοντας τσιγάρο. «Τι εννοείς σε τι καράβι;» «Σε τι καράβι, παιδί μου; Σε φορτηγό;» Φορτωμένος ένταση ο μικρός κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του, κοιτάζοντας τον Τζανή στα μάτια. «Όχι». Το χαμόγελο του ναυτικού πράκτορα έγινε παιχνιδιάρικο. «Μήπως γκαζάδικο, μινεραλάδικο, μποστάλι;» «Όχι δα, τέτοια βρίσκω παντού». «Τότε τι;» «Πατατάδικο, βρε αδελφέ, για πατατάδικο ψάχνω...» Ο Τζανής γέλασε και έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του. «Έτσι μπράβο, αυτό είπε κι ο Σούλης, αλλά ήθελα να το ακούσω κι από σένα». «Λοιπόν εντάξει, τώρα το άκουσες». «Μην αγριεύεις, λεβέντη μου. Αν υποθέσουμε ότι έχω κάτι για σένα, είσαι βέβαιος ότι μπορείς να τα καταφέρεις; Είναι ζόρικο το παιχνίδι». Ο νεαρός έσκυψε από πάνω του με λαχτάρα. «Μη σ απασχολεί αυτό. Ζόρικα θέλω κι εγώ, αρκεί να είναι ανάλογα και τα τάλιρα. Υπάρχει θέση;» Ο Τζανής σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, ξύνοντας πάλι τη μούρη του. «Άκου φίλε. Θέση υπάρχει, αλλά ακόμα κι ο Σούλης που σ έστειλε, δεν ξέρει πολλά πράγματα για σένα. Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρει τίποτα. Αν σε στείλω και δεν κάνεις, θα ξεφτιλιστώ σε ανθρώπους που δε θέλω. Πώς μπορώ να ξέρω ότι θα τα καταφέρεις; Με πιάνεις;»
Με την καρδιά του να παίζει ταμπούρλο, ο νεαρός έσκυψε λίγο ακόμα προς το μέρος του κι έβαλε τα δυνατά του να κάνει πειστική τη φωνή του. «Απ όσο ξέρω, κύριε Τζανή, είσαι πολλά χρόνια στο κουρμπέτι και δε νομίζω πως θα τρωγες την ώρα σου μαζί μου, αν πίστευες ότι δεν κάνω. Δεν έχω δίκιο;» Για μερικά δευτερόλεπτα παρακολούθησε τσιτωμένος από αγωνία τον Τζανή, που τον κοίταζε σκεφτικός. Μετά ο ναυτικός πράκτορας σταμάτησε να ξύνεται, χαμογέλασε πάλι και άπλωσε το χέρι του. «Εντάξει, ρε μάγκα, μ έπεισες. Κόλλα το και καλώς όρισες στα πονηρά». «Δηλαδή, πώς;» «Μπορείς να πετάξεις αύριο για Ντουμπρόβνικ;» Του νεαρού γελούσαν και τ αυτιά του. «Αστειεύεσαι; Και αυτή τη στιγμή μπορώ». «Έχεις διαβατήριο μαζί σου;» «Έχω και το ναυτικό φυλλάδιο». «Άσ το αυτό, δε χρειάζεται». Άνοιξε το συρτάρι, έριξε το διαβατήριο μέσα και τράβηξε μία δεσμίδα χαρτονομίσματα. «Πιάσε αυτά για τ αποψινά σου κέφια κι έλα αύριο γύρω στις δώδεκα να πάμε για αεροδρόμιο». Πήρε να σουρουπώνει, όταν ο νεαρός βγήκε ζαλισμένος από χαρά στην υγρασία της Ακτής Μιαούλη. Στη γωνία κοντοστάθηκε, ρούφηξε δυνατά τη δροσιά του λιμανιού κι απόρησε που ο θρίαμβος είχε συγκεκριμένη γεύση. Με την αίσθηση πως πετάει, τριγύρισε για λίγη ώρα άσκοπα και ύστερα χώθηκε στο καταγώγιο που έκρυβε κάθε βράδυ τους τελευταίους μήνες τα όνειρα του. Η βαμμένη κοκκινομάλλα στο μπαρ ξαφνιάστηκε. «Σε βλέπω να χαμογελάς, Πάνο, ή χρειάζομαι οφθαλμίατρο;» «Γεια σου, Λένα. Τι κάνεις κουκλάρα μου;» «Και κομπλιμέντα, βρε Πάνο; Χαμόγελα και κομπλιμέντα; Θα με κακομάθεις». «Άσε τα λόγια, Λενάκι, και κάνε κουμάντο ένα διπλό για μένα, κέρνα τα παιδιά, βάλε και για σένα ό,τι γουστάρεις».
Η κοκκινομάλλα ήταν κατάπληκτη. «Τι είναι, καλέ; Λαχείο κέρδισες;» «Πες το κι έτσι, Λενιώ μου, πες το κι έτσι...» Για το νεαρό Παναγιώτη με λαχείο έμοιαζε, αφού δύο ολόκληρα χρόνια το κυνηγούσε κι όλο κάτι στράβωνε και χάλαγε η δουλειά, αλλά αυτός πείσμωσε και δεν το βαλε κάτω. Έψαξε, ρώτησε, τραβήχτηκε άσκοπα σε πολλά μέρη, λάδωσε μερικούς, ξόδεψε τα λίγα φράγκα του και πιο πολύ το χρόνο του και ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε, ταίριαξε η άκρη με τον Σούλη, τον καφετζή και κέρδισε το στοίχημα με το λοστρόμο. Ο λοστρόμος ήταν σίγουρος. «Δε γίνεται, ρε παιδιά. Είναι κλειστά κυκλώματα. Δε βάζουν όποιον-όποιον». Ο μικρός Παναγιωτάκης πετάχτηκε όρθιος σαν κοκοράκι. «Λοιπόν, ρε μπόση, αν υπάρχουν, εγώ θα μπω και πάω και στοίχημα». Ήταν η πρώτη φορά που άνοιγε τέτοιο θέμα ο λοστρόμος, που φαινόταν να έχει τα κέφια του εκείνο το βράδυ, και δεν τον πολυπίστεψαν. «Υπερβολές, ρε μπόση. Τι διάολο, θα το ξέραμε. Παραμύθια είναι». Ο λοστρόμος κοίταξε τη θάλασσα. Τρεις μέρες που έφυγαν απ τη Λισμπόα, η μπουνάτσα κρατούσε και τα βράδια τους βόλευε να τα πίνουν στην κουβέρτα, στο νούμερο τρία, που είχε και άπλα. Σχετικά καλά πέρναγαν, μιλούσαν για τα όνειρά τους και τις γκόμενες. Ο λοστρόμος τούς διηγούνταν ιστορίες που είχε ξαναπεί και το γέρικο μοναχοβάπορο, το «Έλπίς», βογκούσε αρμενίζοντας για τη Νέα Υόρκη. «Δεν είναι παραμυθία, ρε κορόιδα. Αλήθεια είναι! Ένα ξαδελφάκι μου δούλευε παλιά. Παραλίγο να πάω και γω, αλλά ας όψεται η φαμίλια». «Τι δουλειά έχει η φαμίλια, ρε μπόση;» «Όταν έχεις παιδάκια, δεν παίζεις ζόρικα παιχνίδια. Μαϊνάρεις τη μαγκιά σου και κάνεις την πάπια να μεγαλώσεις τα παιδιά σου. Γι αυτό!» «Τόσο ζόρικα, ρε μπόση;»
«Τόσο και χειρότερα, μάγκες. Με χίλια βάσανα άντεξε ένα εξάμηνο το ξαδελφάκι μου». Ξαναμμένος από την περιέργεια και το ουίσκι, ο Λαλάκης, το στρουμπουλό τζόβενο από την Ύδρα, κρεμάστηκε από τα χείλη του. «Και το φορτίο; Όλο λαθραίο; Μια καραβιά λαθραία;» «Ρε σεις, σας μιλάω για πολλές καραβιές. Πάνω από είκοσι θα είναι που κάνουν αυτή τη δουλειά στη Μεσόγειο». «Κι από φράγκα, μπόση; Πληρώνουν καλά;» Ο λοστρόμος ζύγισε με τις χούφτες του. «Πολλά λεφτά!» Ο ζόρικος ναύτης, ο Μήτσος απ το Βόλο, δεν άντεξε. «Γιατί να μην πάμε και εμείς, ρε μπόση; Τι διάολο πνιγόμαστε τζάμπα σ αυτό το ρημάδι;» «Σπάνια χρειάζονται κόσμο, ρε Μήτσο. Είναι λίγοι κι όταν χρειαστούν, πάλι δικούς τους παίρνουν». «Και εμείς δεν μπορούμε να χωθούμε, δηλαδή; Με τίποτα;» Ο λοστρόμος ένευσε αρνητικά κι ο Παναγιωτάκης, το κοκόρι που πετάχτηκε, έβαλε το στοίχημα. Ο πιλότος πήρε το ύψος που ήθελε, έσβησε τα λαμπάκια για ζώνες και ντουμάνια και ο μικρός σήκωσε το χέρι, κάνοντας νόημα στη συνοδό να πάει κοντά του. «Καφέ, σε παρακαλώ, κι ένα ουίσκι». Άδειασε τη μινιατούρα στον καφέ του, ήπιε μια γουλιά, έγειρε πίσω και άνοιξε την εφημερίδα που πήρε μπαίνοντας. Προσπάθησε να χαλαρώσει διαβάζοντας, τα χέρια του όμως έτρεμαν, τα γράμματα το ριξαν στο χορό και όταν είδε μουντζουρωμένες τις παλάμες του, τη σιχάθηκε κι άρχισε να ψάχνει πού να την παραχώσει. Ο μουσάτος με τη γελοία γραβάτα δίπλα του τον πρόλαβε χαμογελώντας. «Μπορώ;» Με μια σαδιστική διάθεση να βρομίσει κι άλλος τα χέρια του, ανταπόδωσε το χαμόγελο στο μουσάτο και ξεφορτώθηκε την εφημερίδα. Ξανάγειρε πίσω, κοίταξε για λίγο την Αττική που ξεμάκραινε και το μυαλό του έφυγε στο Λενιώ, την ιδρωμένη
κοκκινομάλλα που το προηγούμενο βράδυ ολόγυμνη πλάι του συγκράτησε το λαχάνιασμά της και τον ξαναρώτησε ψιθυριστά. «Θα με θυμάσαι;» Ο νεαρός σηκώθηκε με δυσκολία απ το κρεβάτι και πλησίασε στον καθρέφτη, κάνοντας αέρα με την παλάμη στο λαιμό του που τον έκαιγε. «Απ ό,τι βλέπω εδώ, Λενιώ, δύσκολα θα σε ξεχάσω». Ό,τι μπορούσε έκανε το Λενιώ όλο το πρωινό, να του φορτώσει τις μπαταρίες με Ελλάδα. Ο μικρός με χίλια βάσανα ξέκλεψε μια ώρα ύπνο κι όταν το μεσημέρι έφυγε για το ραντεβού του με τον Τζανή, τα γόνατά του χτυπούσαν μεταξύ τους και τα μάτια του θύμιζαν βρικόλακα. Ο Τζανής ξεκαρδίστηκε. «Τι συνέβη, ρε Παναγιωτάκη; Στο κρατητήριο σε είχανε;» «Στο περίπου...» «Κατάλαβα, αλλά πρόσεχε τις δυνάμεις σου, γιατί θα σου χρειαστούν. Και, νά σου πω, κάνε κουμάντο να κρύψεις καλύτερα τον τσαμπουκά στο λαιμό σου». «Φαίνεται πολύ;» «Όχι, αν δεν κοιτάζεις... Αλλά άσ το αυτό τώρα και άκου τι θα σου πω...» Μέχρι να φτάσουν στο αεροδρόμιο, ο Τζανής κατατόπισε χοντρικά το νεαρό για το πού πάει και τι θα αντιμετωπίσει. «Όπως καταλαβαίνεις, αυτό που μετράει περισσότερο είναι το μπεσαλίκι και το κορασόν. Αν είσαι ξηγημένος, θα περάσεις καλά και θα τα πάρεις. Αν όχι, θα ξαναγυρίσεις μπατίρης και ξεφτίλας». Τα κόκκινα μάτια του νεαρού έμοιαζαν με αναμμένα κάρβουνα. «Σ το ξανάπα, δε χρειάζεται ν ανησυχείς. Ποιος είπες ότι θα με περιμένει;» «Χάρη τον λένε, καλός τύπος». Ο κυβερνήτης άναψε πάλι τα φωτάκια του, είπε και το υποχρεωτικό ποίημα για καιρούς και θερμοκρασίες εδάφους, ενώ ο μουσάτος γύρισε στον Πάνο. «Ωραία φτάσαμε. Την εφημερίδα σας». Ο μικρός τράβηξε τα χέρια πίσω. «Όλη δική σου, αγαπητέ».