Σπύρου Μητροσύλη Αναλυτική συνθήκη και σαγήνη Τα στοιχεία που αποτελούν την ψυχαναλυτική διάταξη (το πλαίσιο δηλαδή των κανόνων) στοχεύουν στην αποφυγή της υποβολής και της σαγήνης οι οποίες ενυπήρχαν στην ύπνωση και την καθαρκτική μέθοδο. Εξάλλου, το ψυχαναλυτικό πλαίσιο δομήθηκε έτσι ώστε να περιορίζει τη λιβιδινική σαγήνη των υστερικών ασθενών και να τους ωθεί στη λεκτική έκφραση. Ωστόσο, η αρχική πρόθεση του Φρόιντ που οδήγησε στην κατασκευή του ψυχαναλυτικού πλαισίου δεν ήταν η εκρίζωση της υποβολής και της σαγήνης αλλά η συγκρότηση μιας θεραπευτικής συνθήκης η οποία θα επέτρεπε την αποκάλυψη αυτών που διακυβεύονταν στην ύπνωση και στην υποβολή. Αντίθετα, η πρώτη γενιά των μεταφροϋδικών αναλυτών όρισε τον αναλυτή ως ουδέτερο-καθρέπτη και την αναλυτική συνθήκη επίσης ως ουδέτερη που δεν επηρεάζει τη μεταβίβαση, αλλά αποκαλύπτει ό,τι είναι προς αποκάλυψη εξασφαλίζοντας την αυθόρμητη ανάδυση της μεταβίβασης και άρα επιτρέποντας την αναλυσιμότητά της. Οι Ida Mac Alpine (1950) και Daniel Lagache (1952) επανασυνδεόμενοι μερικώς με τον Φρόιντ θεωρούν ότι η τη μεταβίβαση δημιουργείται από την ίδια την αναλυτική συνθήκη. Οι Donnet και Roussillon αναφέρουν ότι η ίδια η θεραπευτική διάταξη δομεί μία συνθήκη μέσα στην οποία η μεταβίβαση ή η αναλύσιμη νεύρωση μεταβίβασης καθίσταται ένας παράδοξος όσο και αναγκαίος μεταβατικός σχηματισμός που απορρέει τόσο από την ιδιοσυγκρασία κάθε αναλυόμενου όσο και από τον τρόπο που αυτή μεταβάλλεται εντός του αναλυτικού παλισίου υπό την επήρεια της 1
ψυχαναλυτικής τεχνικής. Η δυνατότητα για μεταβίβαση (Φρόυντ) είναι αυθόρμητη ενώ η οργάνωση των συνθηκών της κλινικής της χρήσης προκλητή. Η αναλυτική συνθήκη θεμελιώνεται πάνω στη συνάντηση ενός υποκειμένου που υποφέρει από ένα έλλειμμα συμβολοποίησης και υποκειμενικής ένταξης και απευθύνεται στον αναλυτή ο οποίος αποτελεί και αυτός ένα υποκείμενο που θα ακούσει το αίτημά του. Το πρώτο αυτό μεταβιβαστικό κάλεσμα προσανατολίζει τον τρόπο με τον οποίο οι εκδηλώσεις και παρεμβάσεις του αναλυτή θα γίνουν αντιληπτές, μια πτυχή που εξαρτάται από τη μεταβίβαση του υποκειμένου. Αντίθετα, η ανάπτυξη, το πεπρωμένο της μεταβίβασης και της απάντησης του ψυχαναλυτή στη μεταβίβαση εξαρτώνται από την οργάνωση της ψυχαναλυτικής διάταξης. Η πρόταση της ψυχαναλυτικής διάταξης από τον αναλυτή αποτελεί την πρώτη «απάντηση» στο αρχικό αίτημα του μελλοντικού αναλυόμενου, περιλαμβάνει μηνύματα που απευθύνονται σε αυτόν και αφορά τη δυνητική μεταβίβαση στο εξής. Ταυτόχρονα, εκφέρεται ο θεμελιώδης κανόνας που λέει με λόγια αυτό που η διάταξη λέει με πράξεις (Roussillon) και περιλαμβάνει ένα έκδηλο και ένα λανθάνον περιεχόμενο. Το έκδηλο απευθύνεται στον αναλυόμενο και αποτελεί μία πρόσκληση που αναποδογυρίζει τη συνθήκη της σαγήνης σε μία υπερεγωτική εντολή. Από την άλλη πλευρά ο κανόνας «λέει» στον αναλυόμενο έμμεσα μια σειρά από πράγματα όπως ότι ο αναλυτής δεν έχει προκατειλημμένες (apriori) ιδέες και θεωρίες για την κατάστασή του ή\και ότι αναστέλλει την όποια γνώση έχει για την παθολογία του αναλυόμενου στηρίζοντας και εξυπηρετώντας έτσι τον αντιυποβλητικό στόχο της μεθόδου. Ωστόσο, η ύπαρξη της μεταβίβασης μπορεί ταυτόχρονα να δημιουργήσει στον αναλυόμενο την πεποίθηση ότι οι ιδέες που θα εκφέρει διαδοχικά, θα 2
γίνονται αντιληπτές από τον αναλυτή ως έχοντα αναγκαστικά σχέση μεταξύ τους. Ο αναλυτής δεν είναι τελείως αθώος αλλά είναι (compromis) [Laplanche] δηλ. εμπλέκεται, «ενοχοποιείται». Ενώ αρχικά ο θεμελιώδης κανόνας αποτελεί το θεμέλιο μιας τεχνικής που εγγυάται ότι το υλικό που παράγεται από τον αναλυόμενο (σε πλήρη αυτονομία) είναι δικό του, αναδύονται πτυχές στις οποίες η σαγήνη και η υποβολή συνεχίζουν να επιβιώνουν στα θεμέλια που συγκροτούν την ψυχαναλυτική θεραπευτική συνθήκη. Ο Σ. Μητροσύλης δίνει ένα παράδειγμα του Φρόυντ που δείχνει πώς ο θεμελιώδης κανόνας μπορεί από μέσο αποστασιοποίησης της γνώσης και της εξουσίας του αναλυτή να γίνει όχημα της επικυριαρχίας του. Ο ασθενής λόγω της μεταβίβασης αντιλαμβάνεται τον κανόνα με όρους όχι δευτερογενούς αλά πρωτογενούς συμβολοποίησης η οποία «ερμηνεύει» το έκδηλο περιεχόμενό του ως μία σαγηνευτική, καθυποτακτική απόπειρα του αναλυτή. Παράλληλα με το θεμελιώδη κανόνα, η πρόταση της αναλυτικής διάταξης στέλνει εκτός από το μήνυμα του πώς προτείνεται να επιτελεστεί η ανεπαρκής συμβολοποίηση του υποκειμένου μηνύματα του τύπου της στέρησης αλλά και της προσφοράς. Το πλαίσιο επομένως διεγείρει ενεργοποιώντας και συγκεκριμενοποιώντας τη μεταβίβαση αλλά και αποστασιοποιεί αφού πρόκειται για κάτι τεχνητό. Συνεπώς, είναι σχεδόν αδύνατο να περιγράψουμε την κατεύθυνση που λαμβάνουν τα εργαλεία της ανάλυσης αντικειμενικά. Ένα στοιχείο, το ντιβάνι, η σιωπή του αναλυτή είναι δυνατό να λάβει σημασία διαφορετική ανάλογα με τις στιγμές. Προσθέτοντας στα παραπάνω την καθεαυτό πράξη του αναλυτή, την ερμηνευτική παρεμβατικότητά του, διαπιστώνουμε ότι και η ερμηνεία μπορεί να έχει διαφορετική σημασία και άλλοτε να λειτουργεί διαχωριστικά και απαγορευτικά και άλλοτε σαγηνευτικά. 3
Έτσι, σε γενικές γραμμές, η αναλυτική συνθήκη που θα συγκροτηθεί έχει διττή ενέργεια στερητική και δοτική, απαγορευτική και σαγηνευτική, διαχωριστική και αιμομικτική. Σε κανονικές συνθήκες η διττή αυτή υπόσταση της συνθήκης εξυπηρετεί την συμβολοποίηση. Η αναλυτική συνθήκη, που θεμελιώνεται πάνω στην ανάλυση της μεταβίβασης, όπως είπαμε, έχει ως κύριο στόχο να ευοδώσει τη συμβολοποίηση, αλλά ταυτόχρονα να εμπεριέξει την εργασία της συμβολοποίησης που θα εκτυλιχθεί ως μία διαδικασία παραγωγής νοήματος. Στην πραγματικότητα, όταν εγκαθίσταται η κλασσική ψυχαναλυτική διάταξη, αυτή προϋποθέτει ήδη έναν ψυχισμό, ο οποίος εμπεριέχει ή συνδέει σχετικά επαρκώς τις εντάσεις και τις διεγέρσεις που τον διατρέχουν στους κόλπους αυτής της διάταξης. Η αναλυτική συνθήκη είναι επαρκώς διεγερτική, δηλαδή όσο χρειάζεται για να ευοδωθούν οι μεταλλαγές ή είναι ηπίως τραυματική. Όταν ο ψυχισμός δεν έχει τη δυνατότητα να συμβολοποιεί επαρκώς, δεν είναι δυνατό να πραγματοποιήσει τους αναγκαίους μετασχηματισμούς αφημένος στη συμβολοποιητική, συμβολογεννεσιουργό πίεση της διάταξης σε συνδυασμό, έστω με τη στήριξη των επαρκώς συγκερασμένων παρεμβάσεων του αναλυτή. Είναι τότε που ο αναλυόμενος θα αποτύχει μερικώς τουλάχιστον στη χρησιμοποίηση της διάταξης και που η ψυχαναλυτική συνθήκη μπορεί να αποβεί τραυματική καθώς αυτός μπορεί να βιώσει μέσα στην αναλυτική συνθήκη μία συνθήκη σαγήνης ή αποπλάνησης και σχετικά ανεξάρτητα από τα αντιμεταβιβαστικά λάθη και την έλλειψη αντιμεταβιβαστικής εργασίας του αναλυτή. Ένα σχετικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του ανθρώπου των αρουραίων του Φρόυντ: Στην πρώτη συνεδρία ο ασθενής αναφέρει κάποιον που εμφανίστηκε σε αυτόν ως φίλος, αλλά με σκοπό να σαγηνεύσει την αδελφή του καθώς και μία 4
σειρά από καταστάσεις σαγήνης του παρελθόντος με διάφορες γκουβερνάντες που άλλοτε τον σαγήνευαν άλλοτε τον απέρριπταν, γεγονός που πολλαπλασιάζει τη σαγηνευτική ενέργεια. Όλα αυτά δηλώνουν ότι βίωσε την πρώτη συνεδρία, ως μία απειλή σαγήνης που ασκεί η αναλυτική συνθήκη στον επίκαιρο χρόνο της συνεδρίας και μας θυμίζουν τον Λαπλάνς ο οποίος θεωρεί την αναλυτική συνθήκη, ως κατεξοχήν τόπο της πρωταρχικής σαγήνης, με την έννοια που δίνει στον όρο πρωταρχική. Στην δεύτερη συνεδρία, ο ασθενής αναφέρει το περίφημο μαρτύριο των αρουραίων αλλά αδυνατώντας να το διηγηθεί και να προφέρει τις φράσεις σηκώνεται από το ντιβάνι. Η αναπαράσταση του μαρτυρίου είναι τόσο επίκαιρη για αυτόν. Όσα διαμείφθηκαν μεταξύ του Φρόιντ και του ασθενούς έχουν μεγάλη σημασία από την άποψη της διέγερσης και της αντιμεταβίβασης, αλλά αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ότι ο άνθρωπος των αρουραίων έχει μία ασυνείδητη αναπαράσταση της αναλυτικής συνθήκης, σαν ένα είδος μαρτυρίου αποτελούμενο από το πλαίσιο (δοχείο) και τον Φρόιντ (αρουραίο) ο οποίος θέλει να διεισδύσει μέσα του με την ανάλυση. Η αναπαράσταση αυτή αποτελεί μία απειλή σαδομαζοχιστικής και πρωκτικής σαγήνης και το επεισόδιο αυτό ένα συμβάν του πλαισίου με την έννοια ότι η κλασσική ψυχαναλυτική διάταξη δεν καταφέρνει να εμπεριέξει τη διέγερση του ασθενούς και να την μετατρέψει σε κάποια εργασία συμβολοποίησης και αυτή εκτονώνεται με πράξεις, όπως η έγερση από τη ξαπλωτή θέση. Τα παραδείγματα που περιγράφει ο ομιλητής δείχνουν την παρουσία της σαγήνης στην αναλυτική συνθήκη, σχετικά ανεξάρτητα από τη δράση του αναλυτή. Οι Winnicott και Bleger περιγράφουν ότι κάποιες πτυχές του πλαισίου όπως η διάρκεια των συνεδριών ή η κανονικότητα και η τακτικότητά τους αντιπροσωπεύουν τις μητρικές φροντίδες και 5
γενικότερα συμβολίζουν την ενσάρκωση του σώματος της μητέρας. Το ψυχαναλυτικό πλαίσιο συμβολίζει τη συμβολοποίηση (Ντονέ) αλλά όλοι οι αναλυόμενοι δεν δύνανται να βιώσουν το πλαίσιο με τον ίδιο τρόπο διότι δεν συμβολοποιούν με τον ίδιο τρόπο. Όταν όμως ο αναλυόμενος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την αναλυτική διάταξη, το πλαίσιο φαίνεται ακατάλληλο και υφίσταται ρήξεις ενώ η αναλυτική συνθήκη λειτουργεί υπέρμετρα διεγερτικά και τραυματικά. Στους κόλπους της μπορεί να βιώνεται μια απειλή για την ψυχική λειτουργία των ασθενών ή μια μορφή επιρροής που απειλεί την ταυτότητά τους (Ρουσιγιόν). Ο ομιλητής κλείνει την εισήγησή του με ένα παράδειγμα στο οποίο ακριβώς «αναδύθηκε» η ακαταλληλότητα της αναλυτικής διάταξης μέσα στην αναλυτική διαδικασία και χρειάστηκε η τροποποίηση του πλαισίου εργασίας από πολυθρόνα ντιβάνι σε πρόσωπο με πρόσωπο. Το νέο πλαίσιο είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθεί η ένταση και το άγχος, και ανέτρεψε το βίωμα της ανεπάρκειας του φροντίζοντοςκαθρέπτη που ενέτεινε η προηγούμενη διάταξη σαν να προσέφερε μία μερική «ικανοποίηση» των αναγκών του Εγώ (Βίννικοτ). Ταυτόχρονα ωστόσο σήμανε επαναφορά στο προσκήνιο της ανάλυσης του ζητήματος της σαγήνης από την παρουσία του αντικειμένου. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι στις δύσκολες περιπτώσεις το πλαίσιο πρόσωπο με πρόσωπο είναι καταλληλότερο για την πραγματοποίηση της ψυχαναλυτικής εργασίας ή τουλάχιστον ένα προκαταρτικό μέρος της θεραπείας, χωρίς ότι ο ομιλητής να υιοθετεί την άποψη ότι πρέπει να προσφεύγουμε πάντα σε αυτό. Η αλλαγή του πλαισίου δραστηριοποίησε άλλες στρώσεις της μεταβίβασης, άλλες ιστορικές εμπειρίες και έφερε έτσι σε πρώτο πλάνο την επιρροή και τη ναρκισσιστική σαγήνη του αντικειμένου. 6
Η ναρκισσιστική σαγήνη εμφανίζεται σε όλες τις ψυχαναλυτικές θεραπείες και ειδικότερα των μη νευρωτικών περιπτώσεων, ανεξάρτητα από το πλαίσιο και είναι εργασία μας να την διατρέξουμε και να την αναλύσουμε. Ας θυμηθούμε τον Φρόιντ, ο οποίος συνειδητοποίησε το εν λόγω ζήτημα, το 1923, όταν προειδοποιούσε τους αναλυτές να αποφύγουν τον πειρασμό να πάρουν τη θέση του ιδεώδους Εγώ του ασθενούς, δηλαδή να παίξουν το ρόλο του προφήτη, του σωτήρα ή του μεσσία, διότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα βοηθήσουν τον αναλυόμενο να λυτρωθεί από τα δεσμά της «αλλοτρίωσής του/ασθένειας του». Η περίληψη πραγματοποιήθηκε από την Ελένη Μπονέ Βιβλιογραφία Bleger J. (1967). «Psychoanalysis of the psychoanalytical frame», Intern. Journal of Psychoan., 48, 4. Donner, J.-L. (1995). Le divan bien tempéré, Paris, P.U.F. Freud S. (1974) [1907]. L Homme aux rats, Journal d une analyse, Paris, P.U.F. Laplanche J. (1987). Nouveax fondements pour la psychanalyse, Paris, P.U.F. Roussillon R. (1995). Logiques et archéologique du cadre psychanalytique. Paris, PUF. Winnicott D. W. (1945, 1955-56), [1969]. De la pédiatrie à la psychanalyse. Paris, Petite Bibliothèque Payot. 7