ΤΟ ΕΞΕΛΙΓΜΕΝΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ Ε ΗΛΩΜΕΝΗΣ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:ΡΕΝΕΣΗΣ ΘΕΟ ΩΡΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ:1340200900625 ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΝΟΜΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ 2009 2010 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Ιστορική Αναδροµή 1. Η πολιτική κατάσταση της χώρας πριν το 1875. 4 2. Η αφορµή για τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωµένης. 5-6 3. Η πολιτική κατάσταση της χώρας µετά το 1875. 6-7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ: Το κοινοβουλευτικό σύστηµα από τις αρχές του 19 ου αιώνα έως σήµερα. 1. Στάδια εξέλιξης. 1 α. Μεταβατική περίοδος (1821-1844). 8 1 β.υποτυπώδες κοινοβουλευτικό σύστηµα (1844-1864). 8 1 γ. Πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα (1864-1875). 9 1 δ. Εξελιγµένο κοινοβουλευτικό σύστηµα (1875-σήµερα). 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η εδηλωµένη 1. εδηλωµένη και αρχή της δεδηλωµένης. 11 2. Τα δύο στοιχεία της δεδηλωµένης. 11 3. Η οιονεί δεδηλωµένη. 11-12 4. Σχετική ή ατελής αρχή της δεδηλωµένης. 12-13 5. Απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωµένης. 13 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 14 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 15 SUMMARY 16 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 17 2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η επανάσταση του 1821 καθώς επίσης και η επιτυχής έκβασή της οδήγησαν, το 1830, στη σύσταση και αναγνώριση του ελληνικού κράτους ως ανεξάρτητου. Το πολίτευµα της χώρας µεταβλήθηκε σηµαντικά. Στη µεταβολή αυτή καταλυτικό ρόλο διαδραµάτισαν τόσο οι ξένες επιδράσεις όσο και ο ίδιος ο ελληνικός λαός που επιζητούσε σε θέµατα πολιτικής ουσιαστικότερη αντιπροσώπευση. Ενώ το ισχύον Σύνταγµα της χώρας στο άρθρο 1 1 ορίζει ως πολίτευµα την προεδρευόµενη κοινοβουλευτική δηµοκρατία, κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν στο πρώτο Σύνταγµα του ανεξάρτητου πλέον ελληνικού κράτους, το οποίο όριζε ως πολίτευµα τη συνταγµατική µοναρχία. Ωστόσο, η ιστορία έχει δείξει ότι ο θεσµός της δηµοκρατίας άνθισε και καρποφόρησε στον ελλαδικό χώρο από πολύ παλιά. Τότε, ίσχυε υπό τη µορφή της άµεσης δηµοκρατίας, µε χαρακτηριστικό παράδειγµα την Αρχαία Αθήνα και την Εκκλησία του ήµου όπου οι αποφάσεις παίρνονταν άµεσα και χωρίς αντιπροσώπους από κάθε Αθηναίο πολίτη. Η αλλαγή των κοινωνικών δοµών, όµως, έκανε πρακτικά αδύνατη τη λειτουργία της άµεσης δηµοκρατίας. Για το λόγο αυτό εισήχθη το αντιπροσωπευτικό σύστηµα που µέχρι και σήµερα αποτελεί θεµέλιο της δηµοκρατίας. Στη δηµοκρατία, όπως τη γνωρίζουµε σήµερα, όργανο της αντιπροσώπευσης αποτελεί το κοινοβούλιο. Αυτό αποτελείται από πλήθος πολιτικών, εκλεγµένων από το λαό, οι οποίοι καλούνται να τον αντιπροσωπεύσουν επάξια στη λήψη αποφάσεων για την πρόοδο της χώρας. Το 1875, ένας νεαρός πολιτικός, ο Χαρίλαος Τρικούπης, απογοητευµένος από την µέχρι τότε πολιτική πορεία της Ελλάδας και φανερά επηρεασµένος από τους θεσµούς, τη νοοτροπία και την αγγλική πολιτική, λόγω της πολύχρονης διαµονής του στην Αγγλία, επεδίωξε την εδραίωση του κοινοβουλευτισµού και του δικοµµατισµού στη χώρα. Όπλο του, η αρχή της δεδηλωµένης, η οποία αποτελεί ορόσηµο για τη συνταγµατικοπολιτική ιστορία της Ελλάδας. Το κοινοβουλευτικό σύστηµα είχε εισαχθεί µεν το 1844 χωρίς όµως να περιλαµβάνεται στις συνταγµατικές διατάξεις. Από το 1875, ωστόσο ο κοινοβουλευτικός ρίζωσε στη χώρα ανοίγοντας το δρόµο για µία καλύτερη πολιτική πορεία. 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ιστορική αναδροµή 1. Η πολιτική κατάσταση της χώρας πριν το 1875. Όπως αναφέρθηκε µετά το 1830, ο βασιλιάς αποτελούσε πηγή εξουσίας καθώς το πεδίο δράσης του αφορούσε σχεδόν όλη την πολιτική ζωή. Οι εξουσίες αυτές όµως περιορίστηκαν µε το Σύνταγµα του 1844 1 το οποίο καθιέρωνε το πολίτευµα της συνταγµατικής µοναρχίας. Το πολίτευµα αυτό όµως µεταβλήθηκε µε το Σύνταγµα του 1864 2, στο οποίο η συνταγµατική µοναρχία αντικαταστάθηκε από τη δηµοκρατική. Η λαϊκή κυριαρχία, προστατεύεται και θεσπίζεται η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών 3. Ο βασιλιάς από κοινού µε τη Βουλή ασκούν τη νοµοθετική εξουσία, η εκτελεστική ασκείται από το βασιλιά µέσω όµως των υπουργών που διορίζει αυτός ενώ τα δικαστήρια ασκούν τη δικαστική εξουσία. Η προσωρινή ισορροπία που εξασφάλισε το Σύνταγµα του 1864 δεν κατέστη δυνατόν να διατηρηθεί. Έτσι, ακολουθεί µια περίοδος µεγάλης πολιτικής αστάθειας για την Ελλάδα. Ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Α αντικαθιστούσε µε αυθαίρετο τρόπο τις κυβερνήσεις 4, οι οποίες εναλλάσσονταν µε ραγδαίους ρυθµούς. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί το γεγονός ότι από το 1872 έως το 1875 διεξήχθησαν τέσσερις φορές εκλογές από τις οποίες προέκυψαν οι βουλές των, Ε, ΣΤ και Ζ περιόδων 5. Η κατάσταση αυτή έκανε αναγκαία την µεταβολή του πολιτικού σκηνικού της χώρας. Ωστόσο οι προτάσεις της Βουλής για την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτικού συστήµατος δεν ήταν ακόµη σε θέση να σταθούν απέναντι στην εξουσία του βασιλιά, την οποία και επεδίωκαν να ελαχιστοποιήσουν όσο ήταν αυτό δυνατό. 1 Το Σύνταγµα του 1844 αποτελεί το αίτηµα της επανάστασης της 3 ης Σεπτεµβρίου 1843 του ελληνικού λαού προς τον βασιλιά Όθωνα. Πλήθος λαού συγκεντρώθηκε έξω από τα βασιλικά ανάκτορα επιζητώντας την ψήφιση Συντάγµατος. 2 Το Σύνταγµα του 1864 είναι απότοκο της επανάστασης της 10 ης Οκτωβρίου 1862. Το Σύνταγµα αυτό περιελάµβανε και διατάξεις του προηγούµενου. 3 Για τη διάκριση των λειτουργιών πρώτος µίλησε ο ηµοσθένης (στα Πολιτικά), ενώ την περίοδο του ιαφωτισµού ο Montesque αναφέρθηκε στη διάκριση των εξουσιών. 4 Η αυθαίρετη αντικατάσταση κυβερνήσεων από τον βασιλιά είναι γνωστή ως "θεωρία του κηπουρού" σύµφωνα µε την οποία ο βασιλιάς όριζε ως πρωθυπουργό όποιον ήθελε, ακόµη και τον κηπουρό του. 5 Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 26-29/02/72, στις 27-30 Ιανουαρίου 1873, στις 23-26 Ιουνίου 1874 και στις 18-21 Ιουλίου 1875 αντίστοιχα. 4
2. Η αφορµή για τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωµένης. Την περίοδο 1872-1875 η πολιτική ζωή της χώρας βρισκόταν σε έκρυθµη κατάσταση. Ο Χαρίλαος Τρικούπης θέλησε να βάλει ένας τέλος στην κατάσταση αυτή. Το 1875 υποστήριξε ότι η λύση στην πολιτική αστάθεια ήταν η δηµιουργία δικοµµατισµού σύµφωνα µε το αγγλικό πρότυπο. Πιο συγκεκριµένα θεωρούσε ως ορθότερη λύση την εγκαθίδρυση κοινοβουλευτισµού µε την ανάθεση σχηµατισµού κυβέρνησης σε κόµµατα πλειοψηφίας. Απότοκο αυτού ήταν η απαγόρευση σχηµατισµού κυβέρνησης σε κόµµατα µειοψηφίας στοχεύοντας έτσι στη δηµιουργία σταθερότερων κυβερνήσεων πλειοψηφίας. Ένα χρόνο πριν, το 1874, ο Τρικούπης δεν πήρε µέρος στις εκλογές υποστήριξε όµως τον ηµήτριο Βούλγαρη µε στόχο να πλήξει τον εληγιώργη. Όταν πια βεβαιώθηκε για την εκλογική αποτυχία του τελευταίου, δηµοσίευσε στην εφηµερίδα "Καιροί" στις 29 Ιουνίου ένα ανυπόγραφο άρθρο µε τον τίτλο "Τις πταίει;" 6. Στο άρθρο αυτό ο Τρικούπης υποστήριζε ότι οι Κυβερνήσεις από το 1868 ήταν καθαρά προσωπικές και όφειλαν την ύπαρξή τους στο γεγονός ότι ο βασιλιάς διόριζε και έπαυε τους υπουργούς αυτού. Συνεχίζοντας τόνιζε ότι έπρεπε να ασκηθεί πίεση από το λαό ούτως ώστε οι κυβερνήσεις να σχηµατίζονται µόνον από κόµµατα που έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή. Το άρθρο αυτό δεν ήταν το µόνο που είχε συντάξει ο Τρικούπης κατά της βασιλικής εξουσίας. Προκάλεσε όµως µεγάλο κύµα αντιδράσεων εφόσον δηµοσιεύτηκε τρεις ηµέρες µετά τη λήξη των εκλογών. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ανέλαβε αµέσως την ευθύνη συντάξεως του άρθρου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσµα να ανακριθεί και να προφυλακιστεί στις 6 Ιουλίου. Στις 10 του ίδιου µηνός, όµως, αποφυλακίστηκε µε βούλευµα του συµβουλίου Πληµµελειοδικών της Αθήνας στις 23. 6 Το άρθρο βρίσκεται ολόκληρο στο βιβλίο "Κείµενα Συνταγµατικής Ιστορίας", 1993, των Γεροζήση, Κουτσοµπίνα και Παντελή. 5
Εκλογές διενεργήθηκαν στις 18-21 Ιουλίου του 1875. Η Βουλή που προέκυψε συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 11 Αυγούστου 1875. Τότε εκφωνήθηκε ο βασιλικός λόγος που είχε συνταχθεί από τον ίδιο τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ο λόγος αυτός χαρακτηρίζεται "Ιστορικός" γιατί εισήγαγε τον κοινοβουλευτισµό στη χώρα στην πιο εξελιγµένη του µορφή. Η διακήρυξη της αρχής δεδηλωµένης αποτελεί σταθµό για την µετέπειτα πολιτική ζωή της χώρας καθώς περιόρισε τις εξουσίες του βασιλιά, ενίσχυσε τη δηµοκρατικότητα του πολιτεύµατος και καθιέρωσε την ουσιαστικότερη αντιπροσώπευση µέσω της πλειοψηφίας της Βουλής. 3. Η πολιτική κατάσταση της χώρας µετά το 1875. Η Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του 1875 διαφέρει από τις 7 προηγούµενες σε ότι αφορά τα αποτελέσµατα. Το 46,5% των βουλευτών που εκλέχθηκαν είχε µια θητεία από τρεις και περισσότερες περιόδους. Αυτό έκανε φανερό ότι η πολιτική άρχισε σταδιακά να είναι η µοναδική απασχόληση του πολιτευόµενου και ότι η επιτυχία στις εκλογές είναι συνάρτηση του χρόνου ενασχόλησης µε την πολιτική καθώς επίσης και της εµπειρίας στο χειρισµό των πολιτικών πραγµάτων. Η περίοδος κατά την οποία διεξήχθησαν οι εκλογές του 1875 και του 1879 αποτελεί µεταβατική περίοδο καθώς κανένα κόµµα δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την πλειοψηφία. Το 1884 όµως στις εκλογές που διενεργήθηκαν εµφανίστηκαν δύο µεγάλα κόµµατα, του Τρικούπη και του ηλιγιάννη, τα οποία απέκτησαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία 8. Αυτό φανέρωσε ότι ο δικοµµατισµός που ο οραµατιστής πολιτικός Χαρίλαος Τρικούπης επεδίωκε, επιτεύχθηκε. Αποτέλεσµα αυτού ήταν το γεγονός ότι τα κόµµατα µειοψηφίας καθώς ήταν αδύνατο, λόγω επικράτησης της αρχής της δεδηλωµένης, να πάρουν εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης, άρχισαν να ενσωµατώνονται στα ισχυρότερα κόµµατα. Η ενσωµάτωση αυτή οδήγησε σε σταθερότερες κυβερνήσεις που διέθεταν κύρος και φυσικά διαρκούσαν περισσότερο. 7 Σύµφωνα µε την ιστορία του Ελληνικού Έθνους από τους 190 βουλευτές µόνο 30 (18,9%) εκλέγονταν για πρώτη φορά, 34 (17,4%) για δεύτερη, 31 (16,3%) για τρίτη, 33 (17,3%) για τέταρτη, 32 (16,8%) για πέµπτη, 18 (9,4%) για έκτη και 6 (3%) για έβδοµη. 8 Και τα δύο κόµµατα µαζί κατέλαβαν το 92,2% των εδρών στο Κοινοβούλιο. 6
Πέραν αυτών ενισχύθηκε η λαϊκή αντιπροσωπεία απέναντι στο βασιλιά µέσω των πολιτικών παρατάξεων τα οποία βρίσκονταν σε άµεση εξάρτηση µε τη Βουλή καθώς είχαν ανάγκη την εµπιστοσύνή της για να διατηρηθούν στην εξουσία. Η αρχή της δεδηλωµένης εισήγαγε και την έννοια της πολιτικής ευθύνης των υπουργών και εν γένει της κυβέρνησης, η οποία έπρεπε να φανεί αντάξια της εµπιστοσύνης της Βουλής. Ωστόσο, το εξελιγµένο κοινοβουλευτικό σύστηµα υπό τη µορφή της δεδηλωµένης πλειοψηφίας και της δεδηλωµένης εµπιστοσύνης της Βουλής δεν έγιναν άµεσα αποδεκτές από την ελληνική έννοµη τάξη. Μόνο µετά το 1927 η αρχή της δεδηλωµένης θεσπίστηκε ως συνταγµατικός κανόνας. Στο διάστηµα που µεσολάβησε ο βασιλιάς έκανε αρκετές αυθαιρεσίες διορίζοντας κυβερνήσεις της αρεσκείας του 9. Παρά τις δυσκολίες αυτές ο κοινοβουλευτισµός ρίζωσε στη χώρα και συνέβαλε αποφασιστικά στο εκσυγχρονισµό του πολιτικού συστήµατος. Τονώθηκε ο δηµοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύµατος και η συµµετοχή των πολιτικών κοµµάτων στη διαµόρφωση της πολιτικής ζωής έγινε εντονότερη. 9 Μια τέτοια κυβέρνηση είναι αυτή του Θ. ηλιγιάννη το 1892 (σύµφωνα µε την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους). 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ Το Κοινοβουλευτικό σύστηµα από τις αρχές του 19 ου αιώνα έως σήµερα. 1. Στάδια εξέλιξης. 1 α. Μεταβατική περίοδος (1821-1844). Η περίοδος αυτή αποτελεί µια ιδιόµορφη περίοδο σε ό,τι αφορά τη συνταγµατική ιστορία της Ελλάδας. Κατά την περίοδο αυτή ο ελληνικός λαός βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασµό (µέχρι το 1830 και την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό), έζησε περίοδο µοναρχίας αλλά και απαίτησε µε επιτυχή έκβαση την ψήφιση του Συντάγµατος το 1844. Μέχρι τότε κοινοβούλιο δεν υπήρχε στη χώρα. Η εξουσία βρισκόταν αποκλειστικά και µόνο στα χέρια του βασιλιά. Για το λόγο αυτό ο λαός ζήτησε την ψήφιση Συντάγµατος, το οποίο θα περιόριζε το εύρος της εξουσίας του βασιλιά ενώ ταυτόχρονα θα ενίσχυε τη δύναµη του λαού. Ο τελευταίος προκειµένου να υλοποιηθεί το αίτηµά του επαναστάτησε στις 3 Σεπτεµβρίου 1843 έξω από τα βασιλικά ανάκτορα. Η επανάσταση αυτή πέτυχε και µε τον τρόπο αυτό δηµιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό κοινοβούλιο. 1 β. Υποτυπώδες κοινοβουλευτικό σύστηµα (1844-1864). Η πρώτη µορφή κοινοβουλευτικού συστήµατος είναι το υποτυπώδες κοινοβουλευτικό σύστηµα κατά το οποίο η κυβέρνηση που αναδεικνύεται από το µονάρχη, εξαρτάται µεν απ αυτόν αλλά ελέγχεται από το κοινοβούλιο. Θεσπίστηκε µε το Σύνταγµα του 1844, ταυτόχρονα µε την ίδρυση του κοινοβουλίου και της Γερουσίας 10. Στο κοινοβουλευτικό αυτό σύστηµα εµφανίζεται η αρχή του ελέγχου καθώς το κοινοβούλιο ευθύνεται για τον έλεγχο της κυβέρνησης και δεν έχει δικαιοδοσία για την ανάδειξη ή την διατήρησή της. Το πολίτευµα παραµένει µοναρχικό µε τη διαφορά όµως ότι σ αυτό προστίθεται ο όρος συνταγµατικό. Παρότι την περίοδο αυτή ο βασιλιάς κατέχει πολύ περισσότερες εξουσίες από τη Βουλή, παρατηρείται σιγά-σιγά µια εξισορρόπηση µεταξύ των εξουσιών τους. Το κοινοβουλευτικό αυτό σύστηµα εποµένως δεν µπορεί να χαρακτηριστεί κυβερνητικό σύστηµα. 10 Τα µέλη της Γερουσίας διορίζονταν από τον βασιλιά και διατηρούσαν το αξίωµά τους ισόβια. 8
1 γ. Πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα (1864-1875). Το πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα αρχικά αναπτύχθηκε στην Αγγλία και διαφέρει από το υποτυπώδες καθώς σ αυτό η κυβέρνηση που αναδεικνύεται από το µονάρχη εξαρτάται πλέον όχι απ αυτόν αλλά από το κοινοβούλιο. Στη χώρα µας ίσχυσε µετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα και µε την ψήφιση του Συντάγµατος το 1864 έως και το 1874. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση εξαρτάται από την εµπιστοσύνη του Κοινοβουλίου προς αυτή, δεν καταργεί το δικαίωµα του βασιλιά να διορίζει την κυβέρνηση. Υπάρχει, έτσι, µία ισορροπία µεταξύ των εξουσιών του βασιλιά και της Βουλής. Ενώ το υποτυπώδες κοινοβουλευτικό σύστηµα συνδέεται µε την αρχή του ελέγχου, το πρώιµο συνδέεται µε την αρχή της διατήρησης καθώς η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής διαφορετικά οφείλει να παραιτηθεί. Με τον τρόπο αυτό ενδυναµώνεται η θέση του κοινοβουλίου στην πολιτική ζωή της χώρας και κατ επέκταση περιορίζεται η δύναµη του βασιλιά. Η αρχή της διατήρησης πρωτοεµφανίστηκε στη χώρα µε το Σύνταγµα του 1864 ως σχετική αρχή της διατήρησης. Σύµφωνα µ αυτή η κυβέρνηση πρέπει να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής µόνον εάν η τελευταία βρίσκεται σε σύνοδο. Αν αυτό δεν συµβαίνει τότε η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να απολαµβάνει την εµπιστοσύνη της Βουλής. Σε αντιδιαστολή, στο Σύνταγµα που ισχύει σήµερα ρυθµίζεται η απόλυτη αρχή της διατήρησης 11. Βάσει αυτής η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής είτε η τελευταία βρίσκεται σε σύνοδο είτε όχι. Η κατοχύρωση της κοινοβουλευτικής εµπιστοσύνης γίνεται µέσω της ψήφου εµπιστοσύνης ενώ αντίθετα η απόσυρσή της µε την ψήφο δυσπιστίας. Η πρόταση εµπιστοσύνης γίνεται στην αρχή της κυβερνητικής περιόδου και αποτελεί αίτηση προς τη Βουλή να αποφασίσει αν είναι υπέρ του σχηµατισµού της νέας κυβέρνησης και των προγραµµατικών δηλώσεων που εκείνη εξήγγειλε. Η πρόταση εµπιστοσύνης µπορεί να ανακληθεί µε πρόταση δυσπιστίας. Η τελευταία αποτελεί την αίτηση της Βουλής προς την κυβέρνηση στην οποία αποσύρει την ψήφο εµπιστοσύνης που της είχε δώσει. Σηµαντικό είναι και πρέπει να ειπωθεί ότι η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί την ύψιστη µορφή του κοινοβουλευτικού ελέγχου. 11 Η αρχή της απόλυτης διατήρησης ρυθµίζεται στο άρθρο 84 1 του Συντάγµατος: " Η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής". 9
1 δ. Το εξελιγµένο κοινοβουλευτικό σύστηµα (1875 σήµερα). Από το 1875 µε την διακήρυξη της αρχής της δεδηλωµένης η χώρα εισέρχεται σε µία περίοδο κοινοβουλευτισµού. Τώρα πια η Βουλή υπερέχει του βασιλιά. Εκείνη είναι που αναδεικνύει και ελέγχει την κυβέρνηση ενώ η τελευταία εξαρτάται από το κοινοβούλιο προκειµένου να διατηρηθεί. Ο βασιλιάς πλέον δεν έχει καµία δικαιοδοσία πάνω στην ανάδειξη και τη διατήρηση της κυβέρνησης. Μέχρι το 1927 η Βουλή έχει µία σχετική υπεροχή έναντι του βασιλιά ενώ από το 1927 και µέχρι σήµερα υπερέχει απόλυτα. Πέραν αυτού κατοχυρώθηκαν στο Σύνταγµα 12 η αρχή του κοινοβουλευτικού συστήµατος και βεβαίως η αρχή της δεδηλωµένης, σύµφωνα µε την οποία η εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης πρέπει να δοθεί στο κόµµα εκείνο που συγκεντρώνει την εµπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών. 12 Η αρχή του κοινοβουλευτικού συστήµατος και η αρχή της δεδηλωµένης κατοχυρώθηκαν συνταγµατικά το 1927 µε το Σύνταγµα που ψηφίστηκε. 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η εδηλωµένη 1. εδηλωµένη και αρχή της δεδηλωµένης. εδηλωµένη είναι η προεµπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, δηλαδή η γνωστή πριν από το διορισµό κυβέρνηση (εποµένως και πριν από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εµπιστοσύνης) λόγω της κοµµατικής σύνθεσης του κοινοβουλίου, βούληση της πλειοψηφίας για την υποστήριξη συγκεκριµένου κυβερνητικού σχήµατος 13. Σύµφωνα µε τον ορισµό αυτό δεδηλωµένη σηµαίνει µια δεδοµένη συνταγµατικοπολιτική κατάσταση που ισχύει µέσα στο κοινοβούλιο και διακρίνεται από την αρχή της δεδηλωµένης. Η τελευταία αποτελεί την αρχή εκείνη βάσει της οποίας επιβάλλεται ο διορισµός κυβέρνησης πλειοψηφίας και απαγορεύεται ο διορισµός κυβέρνησης µειοψηφίας. 2. Τα δύο στοιχεία της δεδηλωµένης. Σύµφωνα µε όσα ειπώθηκαν πιο πάνω, γίνεται φανερό ότι η δεδηλωµένη απαρτίζεται από δύο στοιχεία. Αυτά είναι το βουλητικό και το οντολογικό στοιχείο. Το βουλητικό στοιχείο είναι η (δεδηλωµένη) βούληση της πλειοψηφίας ενώ το οντολογικό είναι η (δεδηλωµένη) πλειοψηφία. Τα δύο αυτά στοιχεία συνήθως και σπάνια γίνεται το αντίθετο συνυπάρχουν κάτι που φαίνεται απόλυτα λογικό. Και αυτό γιατί αφού υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία (οντολογικό στοιχείο) εκδηλώνεται και η βούληση για στήριξη του συγκεκριµένου κυβερνητικού σχήµατος (βουλητικό στοιχείο). Ωστόσο υπάρχει περίπτωση να µην συνυπάρχουν τα δύο αυτά στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή µιλάµε για οιονεί δεδηλωµένη, η οποία αναπτύσσεται εκτενώς στην επόµενη παράγραφο. 3. Η οιονεί δεδηλωµένη. Στην προηγούµενη παράγραφο είδαµε ότι η ύπαρξη δεδηλωµένης προϋποθέτει τη συνδροµή του οντολογικού (πλειοψηφία) και του βουλητικού (προεµπιστοσύνη) στοιχείου. Υπάρχουν όµως περιπτώσεις 13 Ο ορισµός αυτός δίδεται από τον κ. ηµητρόπουλο στο βιβλίο του Γενική Συνταγµατική Θεωρία. 11
στις οποίες υπάρχει µεν πλειοψηφία, δεν υπάρχει όµως δεδηλωµένη εµπιστοσύνη. Υπάρχει δηλαδή το οντολογικό απουσιάζει όµως το βουλητικό στοιχείο. Αυτό σηµαίνει ότι µέσα στο κοινοβούλιο υπάρχει αριθµητικά η πλειοψηφία, δεν υπάρχει ωστόσο η βούληση σχηµατισµού κυβέρνησης και κατ επέκταση δεδηλωµένη. Η κατάσταση αυτή ονοµάζεται οιονεί δεδηλωµένη και προκύπτει από την ύπαρξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και από την έλλειψη βούλησης σχηµατισµού κυβέρνησης. Στην κατάσταση της οιονεί δεδηλωµένης δεν είναι δυνατόν να σχηµατιστεί κυβέρνηση εφόσον η πλειοψηφία έχει παραιτηθεί. Εµφανίζεται δηλαδή αδυναµία σχηµατισµού κυβέρνησης κάτι που δεν θα συνέβαινε σε µία απλή κατάσταση έλλειψης δεδηλωµένης. Και αυτό συµβαίνει γιατί εφόσον η πλειοψηφία παραιτηθεί και δεν υποστηρίζεται άλλο κυβερνητικό σχήµα δεν είναι δυνατό να υπάρξει πλειοψηφία για το σχηµατισµό κυβέρνησης. Στο ισχύον Σύνταγµα 14 αναφέρεται η περίπτωση της οιονεί δεδηλωµένης. Παραλείπονται οι διερευνητικές εντολές όπως προβλέπονται στο άρθρο 37 του Συντάγµατος. Η παράλειψη αυτή 15 δικαιολογείται γιατί πρώταπρώτα δεν υπάρχει νόηµα παροχής διερευνητικών εντολών και δεύτερον αποφεύγεται η διάσπαση της ενότητας των πολιτικών κοµµάτων. 4. Σχετική η ατελής αρχή της δεδηλωµένης. Σχετική ή ατελής αρχή της δεδηλωµένης ονοµάζεται εκείνη η οποία επιβάλει το διορισµό κυβέρνησης πλειοψηφίας. Σε περίπτωση που το παραπάνω δεν είναι δυνατό, τότε η εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης µπορεί να δοθεί σε κόµµα που δεν έχει την δεδηλωµένη εµπιστοσύνη (πλειοψηφία) στο κοινοβούλιο. Η µορφή αυτής της δεδηλωµένης είναι και η πρώτη που εµφανίστηκε το 1875 και κατανέµει την εξουσία επιλογής της κυβέρνησης ανάµεσα στη Βουλή και τον ανώτατο άρχοντα. Όταν υπάρχει η πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, η Βουλή είναι εκείνη που θα αποφασίσει για τον προσδιορισµό της κυβέρνησης. Σε αντίθετη περίπτωση, η εξουσία προσδιορισµού της κυβέρνησης περιέχεται στα χέρια του ανώτατου άρχοντα. 14 Στο άρθρο 38 1 εδάφιο β. 15 Παραβλέπεται το πρώτο στάδιο της διερευνητικής διαδικασίας (διάλυση της Βουλής). Αυτό συµβαίνει γιατί υπάρχει το ενδεχόµενο να προκύψει κυβερνητική λύση χωρίς να διαλυθεί η Βουλή. 12
Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί ότι στη σχετική αρχή της δεδηλωµένης δεν αναφέρθηκε ρητά στο Σύνταγµα του 1927. Προέκυπτε όµως από κοινοβουλευτικής διατάξεως που περιέχονταν στο Σύνταγµα και οι οποίες ρητά καθιέρωναν το κοινοβουλευτικό σύστηµα. Η ρητή πλέον διατύπωση της σχετικής αρχής της δεδηλωµένης θεµελιώθηκε συνταγµατικά 16 και προέβλεπε 17 ότι πρωθυπουργός έπρεπε να διορίζεται ο αρχηγός του κόµµατος που κατείχε την πλειοψηφία. Σε ορισµένες περιπτώσεις όµως όταν η πιο πάνω περίπτωση δεν είναι δυνατή, επιτρέπεται ο διορισµός κυβέρνησης µειοψηφίας στο κοινοβούλιο. 5. Η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωµένης. Η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωµένης 18 είναι εκείνη που επιτάσσει η κυβέρνηση που θα διοριστεί, θα προέρχεται από την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, αν η τελευταία υπάρχει. Σε αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή δεν υπάρχει η απαιτούµενη πλειοψηφία, δεν διορίζεται κυβέρνηση µειοψηφίας αλλά προκηρύσσονται εκλογές. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι σε αντιδιαστολή µε την σχετική αρχή της δεδηλωµένης, η απόλυτη δεν επιτρέπει το διορισµό κυβέρνησης µειοψηφίας. Ενώ η σχετική αρχή της δεδηλωµένης ορίζει ότι εάν δεν υπάρχει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο µπορεί τότε να διοριστεί κυβέρνηση µειοψηφίας, η απόλυτη ορίζει διαφορετικά. Επιβάλλει την απόπειρα σχηµατισµού κυβέρνησης µέσω των διερευνητικών εντολών. Αν και αυτή η διαδικασία δεν επιτύχει, τότε, όπως ορίζει το Σύνταγµα 19, γίνεται σύγκληση των αρχηγών των κοµµάτων και στη συνέχεια προκηρύσσονται εκλογές. Αυτό συµβαίνει γιατί σε καµία περίπτωση η τέλεια αρχή της δεδηλωµένης δεν επιτρέπει την κυβέρνηση µειοψηφίας. Με τον τρόπο αυτό η αρχή της δεδηλωµένης ολοκληρώθηκε και το περιεχόµενό της απέκτησε καθολικό χαρακτήρα. 16 Χαρακτηριστικό είναι ότι πέρασαν εκατό χρόνια από τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωµένης έως την συνταγµατική της κατοχύρωση. 17 Στο άρθρο 37 2. 18 Η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωµένης θεµελιώνεται στο αναθεωρηµένο Σύνταγµα του 1986. 19 Στο άρθρο 37 3. 13
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Συµπερασµατικά, η αρχή της δεδηλωµένης αποτελεί την κορυφαία αρχή του κοινοβουλευτικού συστήµατος. Ύστερα από τη διακήρυξή της, το 1875 από τον Χαρίλαο Τρικούπη, ενσωµατώθηκε στην ελληνική συνταγµατικοπολιτική ζωή ενώ κατοχυρώθηκε και στο Σύνταγµα (το 1986) µε την µορφή που τη γνωρίζουµε σήµερα. Ρυθµίζει, όπως είδαµε, τον τρόπο ανάδειξης της κυβέρνησης, η οποία πρέπει να απολαµβάνει την απόλυτη εµπιστοσύνη της Βουλής. Η αρχή της δεδηλωµένης έχει µεγάλη σηµασία για την εξέλιξη του κοινοβουλευτισµού ειδικότερα ενώ η συµβολή της στην καλυτέρευση των πολιτικών συνθηκών είναι ιδιαιτέρως σηµαντική. Βοήθησε το δικοµµατισµό να εδραιωθεί και να απλώσει τις ρίζες του βαθιά. Τόνωσε τη δηµοκρατικότητα των πολιτικών θεσµών και περιόρισε την εξουσία του µονάρχη ενισχύοντας εκείνη του κοινοβουλίου. Με τη βοήθειά της ο κοινοβουλευτισµός οδηγήθηκε στην ύψιστη µορφή του και αποτελεί το θεµέλιο της σύγχρονης δηµοκρατίας. 14
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Πριν το 1875, η πολιτική ζωή της Ελλάδας χαρακτηρίζονταν από µεγάλη αστάθεια. Τα κόµµατα εναλλάσσονταν στην εξουσία µε ιλιγγιώδεις ρυθµούς και δεν σχηµατίζονταν σταθερές κυβερνήσεις. Το 1875, έτος που άλλαξε για πάντα τα πολιτικά πράγµατα στη χώρα, ο Χαρίλαος Τρικούπης µίλησε για την αρχή της δεδηλωµένης. Βάσει αυτής, η ανάθεση σχηµατισµού κυβέρνησης θα δινόταν µόνο σε κόµµατα πλειοψηφίας. Ωστόσο, η αρχή αυτή, δεν κατοχυρώθηκε αµέσως συνταγµατικά. Η συνταγµατική της κατοχύρωση έγινε 100 χρόνια µετά την διακήρυξή της στο Σύνταγµα του 1975. Τρία είναι τα είδη της δεδηλωµένης που υπάρχουν. Η οιονεί δεδηλωµένη, η σχετική ή ατελής και η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωµένης. Η τελευταία δεν επιτρέπει το διορισµό της κυβέρνησης µειοψηφίας και αυτή είναι που ισχύει σήµερα µε το Σύνταγµα του 1986. Τέλος, η αρχή της δεδηλωµένης εδραίωσε τον κοινοβουλευτισµό, τον οδήγησε σε ταχύτατη ωρίµανση και έδωσε στη δηµοκρατία τη µορφή που έχει σήµερα. 15
SUMMARY Before 1875, the political life of Greece was characterized by great instability. Political parties alternated in power at an alarming rate and stable goverments were not formed. In 1875, the year that changed the politics in the country, Charilaos Trikoupis talked about the principle of declaration. On this basis, the formation of a government delegation would be given only to the majority parties. However, this principle was not constitutionally enshrined. This happened a hundred years after its proclamation, in the Consitution of 1975. There are three types of this principle. The quasi principle of declaration, the relative of imperfect and the absolute or perfect principle of declaration. The last one does not warrant the appointment of a minority government and this is the one that is currently in force with the Consitution of 1986. Finally, the principle of declaration established the parliamentary system, led it to a rapid maturation and gave the democracy its present form. 16
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλιβιζάτος Ν. Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγµατική Ιστορία 1821-1941 Τεύχος Α Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 1981 Γεωργόπουλος Κ. Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 2001 ηµητρόπουλος Α. Η Αρχή της εδηλωµένης, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 1991 -του ιδίου- Γενική Συνταγµατική Θεωρία, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 2004 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ.ιγ Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1971 Μαυριάς Κ. Συνταγµατικό ίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 2004 Τσουκαλάς Κ. Κοινωνική Ανάπτυξη και Κράτος, Εκδόσεις Θεµέλιο, Αθήνα 1989 17