ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις της Κρίσης: Αιτίες και η μελέτη των συνεπειών

Ενότητα 2. Δομολειτουργισμός

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Ευρετήριο πλαισίων Εισαγωγή του επιμελητή Πρόλογος Ευχαριστίες... 39

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Αγροτική Κοινωνιολογία

Επαγγελματικές Προοπτικές. Επιστημόνων Κοινωνικής Πολιτικής στην Εκπαίδευση. Πρόεδρος Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Πεδίο Έρευνας και Τεχνολογίας. Όνομα Εργαστηρίου Σχολή Ιστορίας. Έρευνα Εργαστηρίου Α/Α

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Αναπαραγωγικότητα. Δρ. Δέσποινα Ανδριώτη

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Α ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Κοινωνιολογία

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΓΕΝEΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνίες αγροτικού τύπου (παραδοσιακές, στατικές κοινωνίες)

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΑΓΓΛΙΚΑ Ι. Ενότητα 8β: Introduction to Economics. Ζωή Κανταρίδου Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Επιπολιτισμικό στρες. Θεωρητικά μοντέλα Στρατηγικές αντιμετώπισης Παρεμβαλλόμενες μεταβλητές Ψυχική ανθεκτικότητα

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Educational work and evaluation Εκπαιδευτικό έργο και αξιολόγηση. Αλοΐζου Κυριακή & Κουγιουμτζής Κωνσταντίνος Δευτεροβάθμια Εκπ/ση Γ Αθήνας

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ (αναφορικά µε την κατηγορία, τον κωδικό, τον τίτλο, το επίπεδο

Λειτουργία και εφαρμογές της πολιτιστικής διαχείρισης

Démographie spatiale/spatial Demography

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ EΝΙΑΙΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΥΕΣ ΥΕΣ, ΥΕΣ,

Αγροτική Κοινωνιολογία

Συντοµογραφίες 11 Πρόλογος 13 Εισαγωγή 15

Μάριος Βρυωνίδης Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Εθνικός Συντονιστής Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ «Κυπριακό Βραβείο Έρευνας Διακεκριμένος Ερευνητής 2019»

Προγράμματα με έγκριση ποιότητας από την ΕΑΙΠ. Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Κοινωνικών Επιστημών και Νομικής

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας Ενότητα 8:

ΑΑ ΘΕ ΕΞ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΘΕ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. Applied Linguistics and Second Language Acquisition. Migration, Multilingualism and Intercultural Communication

ΔΙΑΛΕΞΗ 9: Νεοκλασικές Θεωρίες Μεγέθυνσης

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

«ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ : ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ & ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ»

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151)

125 Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας Ενότητα 8:

Πρόταση Τμήματος Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης σχετικά με τις Δημοσιεύσεις σε Διεθνή Επιστημονικά Περιοδικά

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, Γ ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Η Παιδική Παχυσαρκία στην Κύπρο. Σάββας Χρ Σάββα MD, PhD Ερευνητικό και Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Υγεία του Παιδιού

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓIΑ ΠΤΥΧΙΟ ΚΟIΝΩΝIΟΛΟΓIΑΣ

ΑΝΑΘΕΣΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ Α ΕΤΟΣ

ΚΘΑ ΙΙ Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ indd 1 11/4/2014 4:36:06 µµ

Βασικές Θεωρίες Αστικής Κοινωνιολογίας. Σημειώσεις της Μαρίας Βασιλείου

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ένα εννοιολογικό πλαίσιο για τη Διαπολιτισμική Ψυχολογία. Θεωρητικές προσεγγίσεις Το οικολογικό-πολιτισμικό μοντέλο Κοινωνικοποίηση & επιπολιτισμός

Η Περιφερειακή Πολιτική της Ε.Ε ( )

Αγροτική Κοινωνιολογία

187 Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής Πελοποννήσου (Κόρινθος)

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Κρίση και αγορά εργασίας: προσδιοριστικοί παράγοντες των διαφορετικών επιπτώσεων σε άνδρες και γυναίκες

Η Επιχείρηση και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει στην παραγωγή & αξιοποίηση δεξιοτήτων των εργαζομένων

Επιμέλεια Διονυσία Πομώνη Κοινωνική Λειτουργός Προϊσταμένη τμήματος Κ.Α.Π.Η.

Εισαγωγή στη Στατιστική- Κοινωνικές Στατιστικές. Διάλεξη

Αγροτική Κοινωνιολογία

Πίνακας Προτεινόμενων Πτυχιακών Εργασιών

2.5. ΗΘΙΚΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ

Durkheim: Λειτουργισμός & Θετικισμός. Εισαγωγή στον Πολιτισμό και τις Πολιτισμικές Σπουδές

ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Αξιολόγηση. Βοηθά στις αποτελεσματικές τοποθετήσεις. Βοηθά στην οριοθέτηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων

Ναταλία Σπυροπούλου. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Υποψήφια Διδάκτωρ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Θέμα: Η εξάπλωση του σχολείου - Η γένεση του κοινωνικού ανθρώπου.

Αγροτική Κοινωνιολογία

Ν. Τάτσης H ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ: ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

Ηλεκτρονικός Άτλαντας της Νήσου Λέσβου.

ΣΧΕΔΙΟ ΧΟΡΗΓΙΩΝ AΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΟΔΟΥ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2016 ΜΑΙΟΣ 2017

Πρόταση Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης για τη διαμόρφωση των κατευθύνσεων Αναπτυξιακής Στρατηγικής Προγραμματικής Περιόδου

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Α ΓΕΛ - Β ΕΣΠΕΡΙΝΑ

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15 Ευχαριστίες 19. Κεφάλαιο 1 Ιστορική Αναδρομή & Ορισμός της Ψυχομετρίας

1.Κατεύθυνση «ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ»

Μάρκετινγκ Αγροτικών Προϊόντων

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

Πληροφορίες και υλικό του μαθήματος είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα eclass.uth.gr

Dr Marios Vryonides. Curriculum Vitae I. PERSONAL DETAILS.. 2 II. EDUCATION... 3 III. WORK EXPERIENCE. 4

Ειδικά Θέματα Οικονομικής Ανάπτυξης: Επιχειρηματικότητας. Ανθρώπινοι Πόροι και Ανάπτυξη Θεωρία και Στρατηγική Πολυεθνικών Επιχειρήσεων

Α. Μαθήματα Υποχρεωτικά (ΥΠ) Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ (ΝΠΣ εισακτέοι/ες 2017 και μετά)

Έξυπνες πόλεις για αποδοτική αξιοποίηση πόρων και βιωσιμότητα Πάνος Φιτσιλής, Καθηγητής ΤΕΙ Θεσσαλίας

Πληθυσμός και Μετανάστευση στην Ελλάδα: μεθοδολογικές προσεγγίσεις & διερευνητικές δυνατότητες. Κλέων Τσίμπος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1 H διαπλοκή θεωρίας, μεθόδων και δεδομένων. 2 Θεωρητικές έννοιες, μεταβλητές και μέτρηση

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Αγροτική Κοινωνιολογία

Το Θεσμικό Έλλειμμα και Πώς Μπορούμε να το Ξεπεράσουμε

Transcript:

ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ Δ. Γ. ΤΣΑΟΥΣΗ Καθηγητή Κοινωνιολογίας στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Επιστημών Copyright : Gutenberg Τσαούσης Συντονισμός Θεώρηση δοκιμίων: Ν. Σκιαδάς Διορθώσεις Επιμέλεια ύλης: Δ. Γ. Τσαούσης Α aberrance = έκνομη συμπεριφορά aberrant behaviour = έκνομη συμπεριφορά abortion = άμβλωση, έκτρωση absentee ownership = απουσιάζουσα ιδιοκτησία absenteeism = απουσιασμός absolute poverty = απόλυτη ένδεια acculturation = προσπολιτισμός, επιπολιτισμός achieved status = κατακτημένη θέση achievement = επίδοση action = δράση action system = σύστημα δράσης active population = ενεργός πληθυσμός adaptation = προσαρμογή affective community = συναισθηματική κοινότητα affective neutrality = συναισθηματική ουδετερότητα affectivity = συναισθηματικότητα affinity = αγχιστεία agglomeration = πολεοδομικό συγκρότημα aging of population = γήρανση του πληθυσμού agricultural revolution = αγροτική επανάσταση agricultural society = αγροτική κοινωνία alienation = αλλοτρίωση ancient society = αρχαία κοινωνία animatism = ανιματισμός, ψυχοκρατία animism = ανιμισμός, ψυχοδοξία anomie = ανομία anthropology = ανθρωπολογία anthropometry = ανθρωπομετρία antisocial behaviour = αντικοινωνική συμπεριφορά apparent migration = φαινόμενη μετανάστευση applied research = εφαρμοσμένη έρευνα applied sociology = εφαρμοσμένη κοινωνιολογία arranged marriage = συνοικέσιο artifact, artefact = τέχνημα asceticism = ασκητισμός ascribed status = δοτή θέση ascription = ιδιότητα Asiatic mode of production = ασιατικός τρόπος παραγωγής assimilation = αφομοίωση association = συσσωμάτωση attitude = στάση authority = εξουσία B barbarism = βαρβαρότητα 1

barter exchange = αντιπραγματισμός basic research = βασική έρευνα behaviour = συμπεριφορά behavioural sciences = επιστήμες της συμπεριφοράς behaviourism = συμπεριφερισμός, μπηχαβιορισμός, μπεχαβιορισμός bilateral descent = διπλογραμμική καταγωγή bilateral kinship system = διπλογραμμικό σύστημα συγγένειας bilineal descent = διπλογραμμική καταγωγή bilineal kinship system = διπλογραμμικό σύστημα συγγένειας biosocial = βιοκοινωνικός birth control = έλεγχος των γεννήσεων blighted area = υποβαθμισμένη περιοχή blue collar worker = εργάτης, χειρώνακτας bride price = έδνο bride wealth = έδνο broad theory = γενική θεωρία bourgeois = αστός bourgeoisie = αστική τάξη bureaucracy = γραφειοκρατία bureaucratization = γραφειοκρατικοποίηση C capital = κεφάλαιο capitalist society = κεφαλαιοκρατική κοινωνία, καπιταλιστική κοινωνία career = σταδιοδρομία cartel = καρτέλ case history = ιστορικό case study method = περιπτωσιολογική μέθοδος caste = κάστα cenogamy = κοινογαμία centralization = συγκέντρωση ceremony = τελετή charisma = χάρισμα charismatic authority = χαρισματική εξουσία church = εκκλησία circulation of elites = κυκλοφορία των ελίτ, των επιλέκτων citizenship = υπηκοότητα, ιθαγένεια city = πόλη civilization = πολιτισμός clan = κλαν class = τάξη, κοινωνική τάξη class conflict = πάλη των τάξεων, ταξική πάλη class consciousness = ταξική συνείδηση class crystallization = ταξική κρυστάλλωση class society = ταξική κοινωνία class struggle = πάλη των τάξεων, ταξική πάλη class interest consciousness = συνείδηση των ταξικών συμφερόντων classless society = αταξική κοινωνία class status consciousness = συνείδηση της ταξικής θέσης class structure consciousness = συνείδηση της ταξικής δομής clientage = πελατεία clientele = πελατεία climatic determinism = κλιματολογικός ντετερμινισμός closed system = κλειστό σύστημα code = κώδικας coding = κωδικογράφηση 2

coercion theory = θεωρία του κοινωνικού καταναγκασμού cohort = κοόρτη collective behaviour = συλλογική συμπεριφορά collective consciousness = συλλογική συνείδηση collective identity = συλλογική ταυτότητα collective representation = συλλογική παράσταση collective responsibility = συλλογική ευθύνη commodity = εμπόρευμα comparative method = συγκριτική μέθοδος comparison = σύγκριση completed family size = μέγεθος συμπληρωμένης οικογένειας complex society = σύνθετη κοινωνία communication = επικοινωνία community = κοινότητα community orientation = κοινοτικός προσανατολισμός community study method = μέθοδος της κοινοτικής έρευνας commuting = ημερήσια παλίνδρομη μετακίνηση competition = ανταγωνισμός concentration = πύκνωση concubinage = παλλακεία conflict = σύγκρουση conformity = συμμόρφωση congeries = σώρευμα conjugal family = συζυγική οικογένεια consanguineal kinship = αιματοσυγγένεια consciousness of kind = συνείδηση του είδους conservative migration = συντηρητική μετανάστευση consensual marriage = συναινετικός γάμος consensus = συναίνεση conspicuous consumption = επιδεικτική κατανάλωση constant = σταθερά content analysis = ανάλυση περιεχομένου continuum = συνεχές contraception = αντισύλληψη control group = ομάδα ελέγχου conventional behaviour = συμβατική συμπεριφορά conversion = μεταστροφή couvade = ανδρολοχεία crime = έγκλημα cross cousins = σταυρεξάδελφα crowd = πλήθος crude birth rate = αδρός δείκτης γεννητικότητας crude death rate = αδρός δείκτης θνησιμότητας cult = λατρεία cultural = πολιτιστικός, πολιτισμικός cultural anthropology = πολιτιστική ανθρωπολογία cultural alternatives = πολιτιστικές εναλλαγές, προαιρετικά πολιτιστικά στοιχεία cultural capital = πολιτιστικό κεφάλαιο cultural convergence = πολιτιστική σύγκλιση cultural deprivation = πολιτιστική στέρηση cultural determinism = πολιτιστικός ντετερμινισμός cultural diffusion = πολιτιστική διάχυση cultural inertia = πολιτιστική αδράνεια cultural lag = πολιτιστική βραδυπορία cultural monism = πολιτιστικός μονισμός cultural pluralism = πολιτιστική πολυμορφία cultural relativism = πολιτιστικός σχετικισμός 3

cultural specialties = ιδιάζοντα πολιτιστικά στοιχεία cultural system = πολιτιστικό σύστημα cultural universals = καθολικά πολιτιστικά στοιχεία cultural variants = διακριτικά πολιτιστικά στοιχεία culture = πολιτισμός, κουλτούρα culture shock = πολιτιστικό σοκ custom = έθιμο cybernetics = κυβερνητική D de jure census = νόμιμος πληθυσμός de facto census = πραγματικός πληθυσμός decentralization = αποκέντρωση deconsecration = απομυστηρίωση definition of the situation = ορισμός της κατάστασης degree of kinship = βαθμός συγγένειας delinquency = παραβατικότητα demography = δημογραφία demystification = απομυθοποίηση denomination = ομολογία dependency ratio = δείκτης εξάρτησης dependent old = συντηρούμενοι γέροντες dependent variable = εξαρτημένη μεταβλητή dependent young = συντηρούμενοι παίδες desacralization = αποϊέρωση desocialization = αποκοινωνικοποίηση deference theory = θεωρία της πρόληψης του εγκλήματος determinism = ντετερμινισμός development = ανάπτυξη deviance = εκτροπή, έκτροπη κοινωνική συμπεριφορά, παρέκκλιση deviant behaviour = εκτροπή, έκτροπη κοινωνική συμπεριφορά deviation = απόκλιση dialectical materialism = διαλεκτικός υλισμός diaspora = διασπορά dictatorship of the proletariat = δικτατορία του προλεταριάτου discipline = πειθαρχία, επιστημονικός κλάδος discovery = ανακάλυψη disculturation = αποπαίδευση differential fertility = διαφορική γονιμότητα differential fertility rates = δείκτες διαφορικής γονιμότητας differential mortality = διαφορική θνησιμότητα differential mortality rates = δείκτες διαφορικής θνησιμότητας diffuseness = διάχυση disenchantment = απομυθολόγηση dispersion = διασπορά division of labour = καταμερισμός της εργασίας doctrine = δόγμα dowry = προίκα drive to maturity = πορεία προς την ωριμότητα dyad = δυάδα dysfunction = δυσλειτουργία E ecological processes = οικολογικές διαδικασίες ecology = οικολογία economic determinism = οικονομικός ντετερμινισμός 4

economic institutions = οικονομικοί θεσμοί economic man = οικονομικός άνθρωπος economically active population = οικονομικά ενεργός πληθυσμός economically non active population = οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ecotype = οικότυπος education = εκπαίδευση educational institutions = εκπαιδευτικοί θεσμοί educational sociology = κοινωνιολογία της εκπαίδευσης ego = εγώ elite = ελίτ embourgeoisement = αστικοποίηση emigration = αποδημία empirical science = εμπειρική επιστήμη empirical sociology = εμπειρική κοινωνιολογία employee = υπάλληλος endogamy = ενδογαμία environment = περιβάλλον estate = νομοκατεστημένη τάξη estimated population = υπολογιζόμενος πληθυσμός ethnocentrism = εθνοκεντρισμός ethnography = εθνογραφία ethnology = εθνολογία ethnomethodology = εθνομεθοδολογία ethnomusicology = εθνομουσικολογία eufunction = ευλειτουργία evaluation = αξιολόγηση evolution = εξέλιξη exchange value = ανταλλακτική αξία exogamy = εξωγαμία experimental group = πειραματική ομάδα extended family = εκτεταμένη οικογένεια F factory = εργοστάσιο false class consciousness = ψευδής ταξική συνείδηση family = οικογένεια family cycle = οικογενειακός κύκλος family of orientation = οικογένεια προσανατολισμού family of procreation = οικογένεια αναπαραγωγής family planning = οικογενειακός προγραμματισμός farm population = γεωργικός πληθυσμός farmer = γεωργός fecundity = (βιολογική) γονιμότητα feedback = ανάδραση, ανατροφοδότηση fertility = (δημογραφική) γονιμότητα, γεννητικότητα fertility rate = δείκτης γονιμότητας fetish = φετίχ fetishism = φετιχισμός feudal society = φεουδαρχική κοινωνία field study = επιτόπια έρευνα fishing society = αλιευτική κοινωνία flight from land = φυγή από τη γη folk society = δημώδης κοινωνία folkways = συνήθειες food producing revolution = τροφοπαραγωγική επανάσταση force = βία 5

forced migration = βίαιη μετανάστευση forces of production = παραγωγικές δυνάμεις formal demography = τυπική δημογραφία formal group = τυπική ομάδα formal leadership = τυπική ηγεσία formal organization = τυπική οργάνωση formal role = τυπικός ρόλος formal social control = τυπικός κοινωνικός έλεγχος formal sociology = τυπική κοινωνιολογία, τυποκρατική κοινωνιολογία formal structure = τυπική δομή frame of reference = πλαίσιο αναφοράς fraternal polyandry = ανδραδελφική πολυανδρία function = λειτουργία functional alternatives = λειτουργικά υποκατάστατα functional imperatives = λειτουργικά προαπαιτούμενα functionalism = λειτουργισμός G gathering society = συλλεκτική κοινωνία Gemeinschaft = κοινότητα, κοινοτική κοινωνία, κοινοβιακός δεσμός generalization = γενίκευση generalized other = γενικευμένος άλλος gens = γένος geographic determinism = γεωγραφικός ντετερμινισμός geographic mobility = γεωγραφική κινητικότητα gerontocracy = γεροντοκρατία gerontology = γεροντολογία Gesellschaft = κοινωνία, εταιρική κοινωνία, εταιρικός δεσμός ghetto = γκέτο goal attainment = επιδίωξη σκοπών grand theory = γενική θεωρία green revolution = πράσινη επανάσταση gross reproduction rate = ακαθάριστο ποσοστό αναπαραγωγής group = ομάδα group marriage = ομαδογαμία guilt culture = πολιτισμός της ενοχής H herding society = κτηνοτροφική κοινωνία heredity = κληρονομικότητα heterogamy = ετερογαμία hierarchy = ιεραρχία high mass consumption = υψηλή μαζική κατανάλωση hinterland = ενδοχώρα historical materialism = ιστορικός υλισμός historical sociology = ιστορική κοινωνιολογία homeostasis = ομοιόσταση homogamy = ομογαμία horde = ορδή horizontal social mobility = οριζόντια κοινωνική κινητικότητα household = νοικοκυριό hunting society = θηρευτική κοινωνία hydraulic society = υδραυλική κοινωνία hypergamy = υπεργαμία hypogamy = υπογαμία hypothesis = υπόθεση 6

I I = εγώ id = αυτό ideal type = ιδεότυπος, ιδεατός τύπος idealistic culture = ιδεαλιστικός πολιτισμός ideational culture = ιδεοκρατικός πολιτισμός identity = ταυτότητα ideology = ιδεολογία idle = άεργος immigration = μετοικία impelled migration = αναγκαστική μετανάστευση incest = αιμομιξία incest taboo = απαγόρευση αιμομιξίας independent variable = ανεξάρτητη μεταβλητή index = δείκτης index of aging = δείκτης γήρανσης του πληθυσμού individual family life cycle = ατομικός κύκλος οικογενειακής ζωής individual research = ατομική έρευνα industrial production = βιομηχανική παραγωγή industrial revolution = βιομηχανική επανάσταση industrial society = βιομηχανική κοινωνία industrial sociology = βιομηχανική κοινωνιολογία industrialism = βιομηχανισμός industry = βιομηχανία infant mortality = βρεφική θνησιμότητα infant mortality rate = δείκτης βρεφικής θνησιμότητας infanticide = παιδοκτονία informal group = άτυπη ομάδα informal leadership = άτυπη ηγεσία informal organization = άτυπη οργάνωση informal role = άτυπος ρόλος informal social control = άτυπος κοινωνικός έλεγχος informal structure = άτυπη δομή in group = εσω ομάδα initiation rite = μυητική τελετουργία in migration = εισδημία innovating migration = καινοτόμος μετανάστευση innovation = καινοτομία innovator = καινοτόμος institution = θεσμός institutionalization = θεσμοθέτηση, θεσμοποίηση integration = ενσωμάτωση, ένταξη, ολοκλήρωση integration theory = θεωρία της κοινωνικής ενσωμάτωσης, θεωρία της κοινωνικής ολοκλήρωσης intellectuals = διανοούμενοι intelligence quotient (I.Q.) = δείκτης νοημοσύνης intelligence test = τεστ νοημοσύνης intelligentsia = διανόηση interaction = διαντίδραση interactionism = σχολή της κοινωνικής διαντίδρασης interest group = ομάδα κοινού συμφέροντος intergenerational social mobility = διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα intermarriage = επιμιξία intermediate fertility variables = ενδιάμεσες μεταβλητές της γονιμότητας internal migration = εσωτερική μετανάστευση internalization = εσωτερίκευση international migration = διεθνής μετανάστευση, εξωτερική μετανάστευση 7

international migration statistics = στατιστική της διεθνούς μετανάστευσης interview = συνέντευξη interviewer = συνεντευκτής intragenerational social mobility = ενδογενεακή κοινωνική κινητικότητα invasion = εισβολή invention = εφεύρεση irrigation culture = αρδευτικός πολιτισμός J juvenile delinquency = παραβατικότητα ανηλίκων, εγκληματικότητα ανηλίκων K kinship = συγγένεια L labeling theory = θεωρία του χαρακτηρισμού labour = εργασία labour force = εργατικό δυναμικό labour movement = εργατικό κίνημα labour power = εργατική δύναμη langage = γλώσσα, λόγος language = γλώσσα langue = λόγος, γλώσσα latency = δυναμικότητα latent function = λανθάνουσα λειτουργία law = δίκαιο, νόμος leader = ηγέτης leadership = ηγεσία legal rational authority = νόμιμη ορθολογική εξουσία leisure = σχόλη leisure class = τάξη της σχόλης leisure time = ελεύθερος χρόνος levirate = ανδραδελφογαμία, λεβιράτο life chances = βιοτικές ευκαιρίες life cycle = κύκλος ζωής life expectancy = προσδοκία ζωής life table = πίνακας επιβίωσης lineage = γενεαλογική γραμμή, ρίζα lineage society = γενεαλογική κοινωνία linguistic sign = γλωσσικό σημείο linguistics = γλωσσολογία lock out = ανταπεργία looking glass self = κατοπτρικός εαυτός Lumpenproletariat = υποπρολεταριάτο, λούμπεν προλεταριάτο, λούμπεν M macrosociological analysis = μακροκοινωνιολογική ανάλυση macrosociology = μακροκοινωνιολογία magic = μαγεία Malthusian theory = μαλθουσιανισμός manifest function = έκδηλη λειτουργία manual worker = χειρώνακτας marital prestations = γαμήλιες παροχές maritime society = ναυτική κοινωνία marginal man = οριακός άνθρωπος 8

marginality = οριακότητα marriage = γάμος Marxism = μαρξισμός mass = μάζα mass communication = μαζική επικοινωνία mass culture = μαζικός πολιτισμός mass media = μέσα μαζικής επικοινωνίας/ενημέρωσης material culture = υλικός πολιτισμός matriarchal family = μητριαρχική οικογένεια matriarchy = μητριαρχία matrifocal family = μητροκεντρική οικογένεια matrilineal descent = μητρογραμμική οικογένεια matrilineal kinship system = μητρογραμμικό σύστημα συγγένειας matrilocal family = μητροτοπική οικογένεια me = εμέ meaning = νόημα, σημασία mechanic solidarity = μηχανική αλληλεγγύη medical sociology = ιατρική κοινωνιολογία megalopolis = μεγαλούπολη mental disorder = ψυχική διαταραχή method = μέθοδος methodology = μεθοδολογία metropolis = μητρόπολη microsociological analysis = μικροκοινωνιολογική ανάλυση microsociology = μικροκοινωνιολογία migration = μετανάστευση migratory selection = μεταναστευτική επιλογή millenarian movement = χιλιαστικό κίνημα minority = μειονότητα mob = όχλος mobility = κινητικότητα mode of production = τρόπος παραγωγής model = πρότυπο, μοντέλο modern migration = σύγχρονη μετανάστευση modernization = εκσυγχρονισμός moiety = ημιφύλιο money = χρήμα monogamous family = μονογαμική οικογένεια monosegmental society = μονοτμηματική οικογένεια morbidity = θνητότητα mores = ήθη morganatic marriage = μοργανατικός γάμος morphology = μορφολογία mortality = θνησιμότητα multiple causation = πολλαπλή αιτιότητα mysticism = μυστικισμός myth = μύθος N nation = έθνος nationality = εθνικότητα nation state = εθνικό κράτος natural fertility = φυσική γονιμότητα natural population increase = φυσική αύξηση του πληθυσμού natural selection = φυσική επιλογή natural sign = φυσικό σημείο 9

natural will = φυσική βούληση negative social control = αρνητικός κοινωνικός έλεγχος neolithic revolution = νεολιθική επανάσταση neolocal family = νεοτοπική οικογένεια neomalthusians = νεομαλθουσιανοί neopositivism = νεοθετικισμός neotechnic ecotype = νεοτεχνικός οικότυπος net migration = καθαρά μετανάστευση net population increase = καθαρά αύξηση του πληθυσμού net reproduction rate = καθαρό ποσοστό αναπαραγωγής nomadic society = νομαδική κοινωνία nomadism = νομαδισμός nonconformity = ετεροδοξία non literate society = μη εγγράμματη κοινωνία non material culture = πνευματικός πολιτισμός, μη υλικός πολιτισμός normative model = κανονιστικό πρότυπο normative pattern = κανονιστικό πρότυπο nuclear family = οικογενειακός πυρήνας, συζυγική οικογένεια, πυρηνική οικογένεια nuptiality = γαμηλιότητα O occupational sociology = κοινωνιολογία της απασχόλησης one parent family = μονογονεϊκή οικογένεια open system = ανοικτό σύστημα open ended question = ανοικτή ερώτηση operational definition = εγχειρηματικός ορισμός opinion poll = δημοσκόπηση optimum population size = βέλτιστο πληθυσμιακό μέγεθος organic solidarity = οργανική αλληλεγγύη organic theory = οργανική θεωρία organicism = οργανισμική θεωρία organismic theory = οργανισμική θεωρία organization = οργάνωση organized crime = οργανωμένο έγκλημα organized research = οργανωμένη έρευνα out group = εξω ομάδα out migration = εκδημία P palaeotechnic ecotype = παλαιοτεχνικός οικότυπος parallel cousins = παραλληλεξάδελφα parole = ομιλία participant observation=συμμετοχική παρατήρηση particularism = μερικότητα paternalism = πατερναλισμός patriarchical family = πατριαρχική οικογένεια patrifocal family = πατροκεντρική οικογένεια patrilineal descent = πατρογραμμική καταγωγή patrilineal kinship system = πατρογραμμικό σύστημα συγγένειας patrilocal family = πατροτοπική οικογένεια patronage = πατρωνία, πατρωνεία, προστασία pattern = πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλο pattern variables = διαρθρωτικές μεταβλητές peasant = χωρικός peasant society = κοινωνία των χωρικών peer group = ομάδα ομολόγων 10

personality = προσωπικότητα phenomenological sociology = φαινομενολογική κοινωνιολογία philanthropy = φιλανθρωπία physical anthropology = φυσική ανθρωπολογία play = παιχνίδι plurel = πληθύς political institutions = πολιτικοί θεσμοί polyandry = πολυανδρία polygamous family = πολυγαμική οικογένεια polygamy = πολυγαμία polygyny = πολυγυνία polysegmented society = πολυτμηματική κοινωνία popularity = δημοτικότητα population = πληθυσμός population analysis = κοινωνική δημογραφία population census = γενική απογραφή πληθυσμού population density = πυκνότητα του πληθυσμού population policy = δημογραφική πολιτική, πληθυσμιακή πολιτική population pyramid = πυραμίδα πληθυσμού population structure = δομή του πληθυσμού positive social control = θετικός κοινωνικός έλεγχος poverty = ένδεια poverty culture = πολιτισμός της ένδειας power = δύναμη power elite = ελίτ της εξουσίας pre industrial city = προβιομηχανική πόλη preliterate society = προεγγράμματη κοινωνία prestige = γόητρο pressure group = ομάδα πίεσης primary charisma=πρωτογενές χάρισμα primary group = πρωτογενής ομάδα primary religious community = πρωτογενής θρησκευτική κοινότητα primary sector of production = πρωτογενής τομέας της παραγωγής primary socialization = πρωτογενής κοινωνικοποίηση primitive migration = αρχαϊκή μετανάστευση primitive society = πρωτόγονη κοινωνία, αρχαϊκή κοινωνία process = διαδικασία profane = βέβηλο progress = πρόοδος proletarian = προλετάριος proletariat = προλεταριάτο public = κοινό public opinion = κοινή γνώμη pure sociology = καθαρά κοινωνιολογία Q questionnaire = ερωτηματολόγιο quasi group = οιονεί ομάδα R random sample = τυχαίο δείγμα rate = ποσοστό, δείκτης ratio = αναλογία, δείκτης rational will = λογική βούληση rebellion = εξέγερση, επανάσταση reification = υποστασιοποίηση, πραγμοποίηση 11

reference group = ομάδα αναφοράς relations of production = παραγωγικές σχέσεις relative deprivation = σχετική στέρηση relative poverty = σχετική ένδεια religion = θρησκεία religiosity = θρησκευτικότητα religious community = θρησκευτική κοινότητα religious institutions = θρησκευτικοί θεσμοί repatriation = επαναπατρισμός, παλιννόστηση representative sample = αντιπροσωπευτικό δείγμα reproductive age = αναπαραγωγική ηλικία residential mobility = μετοικεσία retreatism = αναχωρητισμός revolution = επανάσταση rite = τελετουργία rite of passage = διαβατήρια τελετουργία ritual = τελετουργικό ritual kinship = ψευδοσυγγένεια ritualism = τυπολατρία role = ρόλος role conflict = εσωτερική σύγκρουση ρόλων role enacting = διαδραμάτιση ρόλου role playing = διαδραμάτιση ρόλου role set = σύμπλεγμα ρόλων role strain = εσωτερική σύγκρουση ρόλων routinization = ημερήσια παλίνδρομη μετακίνηση rural population = αγροτικός πληθυσμός rural sociology = αγροτική κοινωνιολογία S sacred = ιερό sample = δείγμα sanction = κύρωση savagery = αγριότητα scheduled interview = σχεδιασμένη συνέντευξη school = σχολή science = επιστήμη scientific research = επιστημονική έρευνα secondary group = δευτερογενής ομάδα secondary sector of production = δευτερογενής τομέας παραγωγής secondary socialization = δευτερογενής κοινωνικοποίηση sect = θρησκευτική ομάδα, σέκτα secularization = εκκοσμίκευση segregation = διαχωρισμός self = εαυτός self fulfilling prophesy = αυτοεκπληρούμενη προφητεία self orientation = ατομικός προσανατολισμός semantics = σημασιολογία semiotics = σημειολογία, σημειωτική semi nomadic society = ημινομαδική κοινωνία semi nomadism = ημινομαδισμός semi urban population = ημιαστικός πληθυσμός sensate culture = αισθαντικός πολιτισμός serfdom = δουλοπαροικία serial polygamy = διαδοχική πολυγαμία settled society = εδραία κοινωνία 12

sex ratio = δείκτης αναλογίας των φύλων sexual union = γενετήσια ένωση shaman = σαμάνος shamanism = σαμανισμός shame culture = πολιτισμός της ντροπής shanty town = παραπηγματούπολη sign = σημείο signifiant = σημαίνον signifié = σημαινόμενο signified = σημαινόμενο signifier = σημαίνον simple society = απλή κοινωνία situational approach = καταστασιακή θεώρηση slavery = δουλεία slum = σλαμ sociability = κοινωνικότητα sociation = κοινωνίωση social = κοινωνικός social action = κοινωνική δράση social action theory = θεωρία της κοινωνικής δράσης social anthropology = κοινωνική ανθρωπολογία social bond = κοινωνικός δεσμός social category = κοινωνική κατηγορία social causation = κοινωνική αιτιότητα social change = κοινωνική αλλαγή, κοινωνική μεταβολή social class = κοινωνική τάξη social cohesion = κοινωνική συνοχή social control = κοινωνικός έλεγχος social Darwinism = κοινωνικός δαρβινισμός social demography = κοινωνική δημογραφία social differentiation = κοινωνική διαφοροποίηση social disorganization = κοινωνική αποδιοργάνωση social distance = κοινωνική απόσταση social division of labour = κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας social dynamics = κοινωνική δυναμική social equilibrium = κοινωνική ισορροπία social evolution = κοινωνική εξέλιξη social fact = κοινωνικό γεγονός social formation = κοινωνικός σχηματισμός social group = κοινωνική ομάδα social inequality = κοινωνική ανισότητα social interaction = κοινωνική διαντίδραση social institution = κοινωνικός θεσμός social mobility = κοινωνική κινητικότητα social morphology = κοινωνική μορφολογία social movement = κοινωνικό κίνημα social norm = κοινωνικός κανόνας social organization = κοινωνική οργάνωση social pathology = κοινωνική παθολογία social phenomenon = κοινωνικό φαινόμενο social philosophy = κοινωνική φιλοσοφία social physics = κοινωνική φυσική social policy = κοινωνική πολιτική social problem = κοινωνικό πρόβλημα social process = κοινωνική διαδικασία social psychology = κοινωνική ψυχολογία social relation = κοινωνική σχέση 13

social security = κοινωνική ασφάλιση social segmentation = κοινωνική κατάτμηση social self = κοινωνικός εαυτός social situation = κοινωνική κατάσταση social statics = κοινωνική στατική social status = κοινωνική θέση, κοινωνική κατάσταση social stratification = κοινωνική στρωμάτωση social stratum = κοινωνική στρώμα social structure = κοινωνική δομή social system = κοινωνικό σύστημα social telesis = κοινωνική τέλεση social theory = κοινωνική θεωρία social usage = κοινωνική πρακτική social welfare = κοινωνική πρόνοια social work = κοινωνική εργασία social worker = κοινωνικός λειτουργός socialization = κοινωνικοποίηση societal = κοινωνιακός society = κοινωνία society of primitive communism = κοινωνία του πρωτόγονου κομμουνισμού socio economic formation = κοινωνικο οικονομικός σχηματισμός sociogram = κοινωνιόγραμμα sociolinguistics = κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας sociological determinism = κοινωνιολογικός ντετερμινισμός sociological experiment = κοινωνιολογικό πείραμα sociological research = κοινωνιολογική έρευνα sociological theory = κοινωνιολογική θεωρία sociology = κοινωνιολογία sociology of art = κοινωνιολογία της τέχνης sociology of education = κοινωνιολογία της εκπαίδευσης sociology of knowledge = κοινωνιολογία της γνώσης sociology of law = κοινωνιολογία του δικαίου sociology of religion = κοινωνιολογία της θρησκείας sociology of work = κοινωνιολογία της απασχόλησης sociometric choice = κοινωνιομετρική επιλογή sociometric test = κοινωνιομετρική δοκιμασία sociometry = κοινωνιομετρία solidarity = αλληλεγγύη sororal polygyny = γυναικαδελφική πολυγυνία sororate = γυναικαδελφογαμία, σοροράτο sovereignty = κυριαρχία specifically religious community = κατεξοχήν θρησκευτική κοινότητα specificity = ιδιαιτερότητα state = κράτος statistical category = στατιστική κατηγορία statistical significance = στατιστική σημαντικότητα status = θέση, κατάσταση status set = σύμπλεγμα θέσεων status symbol = σύμβολο θέσης stereotype = στερεότυπο stranger = ξένος stratified sample = στρωματωμένο δείγμα strike = απεργία structural unemployment = διαρθρωτική ανεργία structural functionalism = δομολειτουργισμός structural functional analysis = δομολειτουργική ανάλυση structure = δομή 14

subculture = υποπολιτισμός suburbanism = προαστισμός succession = διαδοχή superego = υπερεγώ superstructure = εποικοδόμημα surplus value = υπεραξία survey = κοινωνική έρευνα survivals = επιβιώματα symbol = σύμβολο symbolic interaction = συμβολική διαντίδραση symmetrical family = συμμετρική οικογένεια synchronic comparison = ομόχρονη σύγκριση syncretism = συγκρητισμός synergy = συνέργεια system = σύστημα systems analysis = συστημική ανάλυση T taboo = ταμπού take off = απογείωση technical division of labour = τεχνικός καταμερισμός της εργασίας, καταμερισμός των έργων technique = τεχνική technological unemployment = τεχνολογική ανεργία technology = τεχνολογία territorial community = γεωγραφική κοινότητα tertiary sector of production = τριτογενής τομέας παραγωγής test = δοκιμασία, τεστ theory = θεωρία theory of demographic transition = θεωρία του δημογραφικού μετασχηματισμού theory of differential association = θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού, θεωρία της διαφορικής συναναστροφής theory of the middle range = μέση θεωρία Thomas theorem = θεώρημα του Τόμας time series = χρονολογική σειρά total institution = κλειστό ίδρυμα total situation = συνολική κατάσταση totem = τοτέμ tourism = περιήγηση tradition = παράδοση traditional = παραδοσιακός traditional authority = παραδοσιακή εξουσία traditional society = παραδοσιακή κοινωνία transitional society = μεταβατική κοινωνία trousseau = προίκα U unemployed = άνεργος unemployment = ανεργία urban = αστεακός urban growth = αστεακή αύξηση urban population = αστικός πληθυσμός urban revolution = αστεακή επανάσταση urban society = αστεακή κοινωνία urban sociology = αστεακή κοινωνιολογία urbanism = αστισμός urbanite = αστός 15

urbanization = εξαστισμός unilateral descent = μονογραμμική καταγωγή unilateral kinship system = μονογραμμικό σύστημα συγγένειας unilineal descent = μονογραμμική καταγωγή unilineal kinship system = μονογραμμικό σύστημα συγγένειας universalism = καθολικότητα use value = αξία χρήσης V value = αξία value judgement = αξιολογική κρίση value system = σύστημα αξιών variable = μεταβλητή Verstehen = κατανόηση vertical social mobility = κάθετη κοινωνική κινητικότητα vital statistics = στατιστική της φυσικής κίνησης του πληθυσμού voluntarism = εθελοντισμός voluntary migration = εκούσια μετανάστευση W westernization = δυτικοποίηση, εκδυτικισμός white collar worker = υπάλληλος withering away of the state = μαρασμός του κράτους work = εργασία working class = εργατική τάξη working hypothesis = υπόθεση εργασίας 16