ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ Δ. Γ. ΤΣΑΟΥΣΗ Καθηγητή Κοινωνιολογίας στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Επιστημών Copyright : Gutenberg Τσαούσης Συντονισμός Θεώρηση δοκιμίων: Ν. Σκιαδάς Διορθώσεις Επιμέλεια ύλης: Δ. Γ. Τσαούσης Α aberrance = έκνομη συμπεριφορά aberrant behaviour = έκνομη συμπεριφορά abortion = άμβλωση, έκτρωση absentee ownership = απουσιάζουσα ιδιοκτησία absenteeism = απουσιασμός absolute poverty = απόλυτη ένδεια acculturation = προσπολιτισμός, επιπολιτισμός achieved status = κατακτημένη θέση achievement = επίδοση action = δράση action system = σύστημα δράσης active population = ενεργός πληθυσμός adaptation = προσαρμογή affective community = συναισθηματική κοινότητα affective neutrality = συναισθηματική ουδετερότητα affectivity = συναισθηματικότητα affinity = αγχιστεία agglomeration = πολεοδομικό συγκρότημα aging of population = γήρανση του πληθυσμού agricultural revolution = αγροτική επανάσταση agricultural society = αγροτική κοινωνία alienation = αλλοτρίωση ancient society = αρχαία κοινωνία animatism = ανιματισμός, ψυχοκρατία animism = ανιμισμός, ψυχοδοξία anomie = ανομία anthropology = ανθρωπολογία anthropometry = ανθρωπομετρία antisocial behaviour = αντικοινωνική συμπεριφορά apparent migration = φαινόμενη μετανάστευση applied research = εφαρμοσμένη έρευνα applied sociology = εφαρμοσμένη κοινωνιολογία arranged marriage = συνοικέσιο artifact, artefact = τέχνημα asceticism = ασκητισμός ascribed status = δοτή θέση ascription = ιδιότητα Asiatic mode of production = ασιατικός τρόπος παραγωγής assimilation = αφομοίωση association = συσσωμάτωση attitude = στάση authority = εξουσία B barbarism = βαρβαρότητα 1
barter exchange = αντιπραγματισμός basic research = βασική έρευνα behaviour = συμπεριφορά behavioural sciences = επιστήμες της συμπεριφοράς behaviourism = συμπεριφερισμός, μπηχαβιορισμός, μπεχαβιορισμός bilateral descent = διπλογραμμική καταγωγή bilateral kinship system = διπλογραμμικό σύστημα συγγένειας bilineal descent = διπλογραμμική καταγωγή bilineal kinship system = διπλογραμμικό σύστημα συγγένειας biosocial = βιοκοινωνικός birth control = έλεγχος των γεννήσεων blighted area = υποβαθμισμένη περιοχή blue collar worker = εργάτης, χειρώνακτας bride price = έδνο bride wealth = έδνο broad theory = γενική θεωρία bourgeois = αστός bourgeoisie = αστική τάξη bureaucracy = γραφειοκρατία bureaucratization = γραφειοκρατικοποίηση C capital = κεφάλαιο capitalist society = κεφαλαιοκρατική κοινωνία, καπιταλιστική κοινωνία career = σταδιοδρομία cartel = καρτέλ case history = ιστορικό case study method = περιπτωσιολογική μέθοδος caste = κάστα cenogamy = κοινογαμία centralization = συγκέντρωση ceremony = τελετή charisma = χάρισμα charismatic authority = χαρισματική εξουσία church = εκκλησία circulation of elites = κυκλοφορία των ελίτ, των επιλέκτων citizenship = υπηκοότητα, ιθαγένεια city = πόλη civilization = πολιτισμός clan = κλαν class = τάξη, κοινωνική τάξη class conflict = πάλη των τάξεων, ταξική πάλη class consciousness = ταξική συνείδηση class crystallization = ταξική κρυστάλλωση class society = ταξική κοινωνία class struggle = πάλη των τάξεων, ταξική πάλη class interest consciousness = συνείδηση των ταξικών συμφερόντων classless society = αταξική κοινωνία class status consciousness = συνείδηση της ταξικής θέσης class structure consciousness = συνείδηση της ταξικής δομής clientage = πελατεία clientele = πελατεία climatic determinism = κλιματολογικός ντετερμινισμός closed system = κλειστό σύστημα code = κώδικας coding = κωδικογράφηση 2
coercion theory = θεωρία του κοινωνικού καταναγκασμού cohort = κοόρτη collective behaviour = συλλογική συμπεριφορά collective consciousness = συλλογική συνείδηση collective identity = συλλογική ταυτότητα collective representation = συλλογική παράσταση collective responsibility = συλλογική ευθύνη commodity = εμπόρευμα comparative method = συγκριτική μέθοδος comparison = σύγκριση completed family size = μέγεθος συμπληρωμένης οικογένειας complex society = σύνθετη κοινωνία communication = επικοινωνία community = κοινότητα community orientation = κοινοτικός προσανατολισμός community study method = μέθοδος της κοινοτικής έρευνας commuting = ημερήσια παλίνδρομη μετακίνηση competition = ανταγωνισμός concentration = πύκνωση concubinage = παλλακεία conflict = σύγκρουση conformity = συμμόρφωση congeries = σώρευμα conjugal family = συζυγική οικογένεια consanguineal kinship = αιματοσυγγένεια consciousness of kind = συνείδηση του είδους conservative migration = συντηρητική μετανάστευση consensual marriage = συναινετικός γάμος consensus = συναίνεση conspicuous consumption = επιδεικτική κατανάλωση constant = σταθερά content analysis = ανάλυση περιεχομένου continuum = συνεχές contraception = αντισύλληψη control group = ομάδα ελέγχου conventional behaviour = συμβατική συμπεριφορά conversion = μεταστροφή couvade = ανδρολοχεία crime = έγκλημα cross cousins = σταυρεξάδελφα crowd = πλήθος crude birth rate = αδρός δείκτης γεννητικότητας crude death rate = αδρός δείκτης θνησιμότητας cult = λατρεία cultural = πολιτιστικός, πολιτισμικός cultural anthropology = πολιτιστική ανθρωπολογία cultural alternatives = πολιτιστικές εναλλαγές, προαιρετικά πολιτιστικά στοιχεία cultural capital = πολιτιστικό κεφάλαιο cultural convergence = πολιτιστική σύγκλιση cultural deprivation = πολιτιστική στέρηση cultural determinism = πολιτιστικός ντετερμινισμός cultural diffusion = πολιτιστική διάχυση cultural inertia = πολιτιστική αδράνεια cultural lag = πολιτιστική βραδυπορία cultural monism = πολιτιστικός μονισμός cultural pluralism = πολιτιστική πολυμορφία cultural relativism = πολιτιστικός σχετικισμός 3
cultural specialties = ιδιάζοντα πολιτιστικά στοιχεία cultural system = πολιτιστικό σύστημα cultural universals = καθολικά πολιτιστικά στοιχεία cultural variants = διακριτικά πολιτιστικά στοιχεία culture = πολιτισμός, κουλτούρα culture shock = πολιτιστικό σοκ custom = έθιμο cybernetics = κυβερνητική D de jure census = νόμιμος πληθυσμός de facto census = πραγματικός πληθυσμός decentralization = αποκέντρωση deconsecration = απομυστηρίωση definition of the situation = ορισμός της κατάστασης degree of kinship = βαθμός συγγένειας delinquency = παραβατικότητα demography = δημογραφία demystification = απομυθοποίηση denomination = ομολογία dependency ratio = δείκτης εξάρτησης dependent old = συντηρούμενοι γέροντες dependent variable = εξαρτημένη μεταβλητή dependent young = συντηρούμενοι παίδες desacralization = αποϊέρωση desocialization = αποκοινωνικοποίηση deference theory = θεωρία της πρόληψης του εγκλήματος determinism = ντετερμινισμός development = ανάπτυξη deviance = εκτροπή, έκτροπη κοινωνική συμπεριφορά, παρέκκλιση deviant behaviour = εκτροπή, έκτροπη κοινωνική συμπεριφορά deviation = απόκλιση dialectical materialism = διαλεκτικός υλισμός diaspora = διασπορά dictatorship of the proletariat = δικτατορία του προλεταριάτου discipline = πειθαρχία, επιστημονικός κλάδος discovery = ανακάλυψη disculturation = αποπαίδευση differential fertility = διαφορική γονιμότητα differential fertility rates = δείκτες διαφορικής γονιμότητας differential mortality = διαφορική θνησιμότητα differential mortality rates = δείκτες διαφορικής θνησιμότητας diffuseness = διάχυση disenchantment = απομυθολόγηση dispersion = διασπορά division of labour = καταμερισμός της εργασίας doctrine = δόγμα dowry = προίκα drive to maturity = πορεία προς την ωριμότητα dyad = δυάδα dysfunction = δυσλειτουργία E ecological processes = οικολογικές διαδικασίες ecology = οικολογία economic determinism = οικονομικός ντετερμινισμός 4
economic institutions = οικονομικοί θεσμοί economic man = οικονομικός άνθρωπος economically active population = οικονομικά ενεργός πληθυσμός economically non active population = οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ecotype = οικότυπος education = εκπαίδευση educational institutions = εκπαιδευτικοί θεσμοί educational sociology = κοινωνιολογία της εκπαίδευσης ego = εγώ elite = ελίτ embourgeoisement = αστικοποίηση emigration = αποδημία empirical science = εμπειρική επιστήμη empirical sociology = εμπειρική κοινωνιολογία employee = υπάλληλος endogamy = ενδογαμία environment = περιβάλλον estate = νομοκατεστημένη τάξη estimated population = υπολογιζόμενος πληθυσμός ethnocentrism = εθνοκεντρισμός ethnography = εθνογραφία ethnology = εθνολογία ethnomethodology = εθνομεθοδολογία ethnomusicology = εθνομουσικολογία eufunction = ευλειτουργία evaluation = αξιολόγηση evolution = εξέλιξη exchange value = ανταλλακτική αξία exogamy = εξωγαμία experimental group = πειραματική ομάδα extended family = εκτεταμένη οικογένεια F factory = εργοστάσιο false class consciousness = ψευδής ταξική συνείδηση family = οικογένεια family cycle = οικογενειακός κύκλος family of orientation = οικογένεια προσανατολισμού family of procreation = οικογένεια αναπαραγωγής family planning = οικογενειακός προγραμματισμός farm population = γεωργικός πληθυσμός farmer = γεωργός fecundity = (βιολογική) γονιμότητα feedback = ανάδραση, ανατροφοδότηση fertility = (δημογραφική) γονιμότητα, γεννητικότητα fertility rate = δείκτης γονιμότητας fetish = φετίχ fetishism = φετιχισμός feudal society = φεουδαρχική κοινωνία field study = επιτόπια έρευνα fishing society = αλιευτική κοινωνία flight from land = φυγή από τη γη folk society = δημώδης κοινωνία folkways = συνήθειες food producing revolution = τροφοπαραγωγική επανάσταση force = βία 5
forced migration = βίαιη μετανάστευση forces of production = παραγωγικές δυνάμεις formal demography = τυπική δημογραφία formal group = τυπική ομάδα formal leadership = τυπική ηγεσία formal organization = τυπική οργάνωση formal role = τυπικός ρόλος formal social control = τυπικός κοινωνικός έλεγχος formal sociology = τυπική κοινωνιολογία, τυποκρατική κοινωνιολογία formal structure = τυπική δομή frame of reference = πλαίσιο αναφοράς fraternal polyandry = ανδραδελφική πολυανδρία function = λειτουργία functional alternatives = λειτουργικά υποκατάστατα functional imperatives = λειτουργικά προαπαιτούμενα functionalism = λειτουργισμός G gathering society = συλλεκτική κοινωνία Gemeinschaft = κοινότητα, κοινοτική κοινωνία, κοινοβιακός δεσμός generalization = γενίκευση generalized other = γενικευμένος άλλος gens = γένος geographic determinism = γεωγραφικός ντετερμινισμός geographic mobility = γεωγραφική κινητικότητα gerontocracy = γεροντοκρατία gerontology = γεροντολογία Gesellschaft = κοινωνία, εταιρική κοινωνία, εταιρικός δεσμός ghetto = γκέτο goal attainment = επιδίωξη σκοπών grand theory = γενική θεωρία green revolution = πράσινη επανάσταση gross reproduction rate = ακαθάριστο ποσοστό αναπαραγωγής group = ομάδα group marriage = ομαδογαμία guilt culture = πολιτισμός της ενοχής H herding society = κτηνοτροφική κοινωνία heredity = κληρονομικότητα heterogamy = ετερογαμία hierarchy = ιεραρχία high mass consumption = υψηλή μαζική κατανάλωση hinterland = ενδοχώρα historical materialism = ιστορικός υλισμός historical sociology = ιστορική κοινωνιολογία homeostasis = ομοιόσταση homogamy = ομογαμία horde = ορδή horizontal social mobility = οριζόντια κοινωνική κινητικότητα household = νοικοκυριό hunting society = θηρευτική κοινωνία hydraulic society = υδραυλική κοινωνία hypergamy = υπεργαμία hypogamy = υπογαμία hypothesis = υπόθεση 6
I I = εγώ id = αυτό ideal type = ιδεότυπος, ιδεατός τύπος idealistic culture = ιδεαλιστικός πολιτισμός ideational culture = ιδεοκρατικός πολιτισμός identity = ταυτότητα ideology = ιδεολογία idle = άεργος immigration = μετοικία impelled migration = αναγκαστική μετανάστευση incest = αιμομιξία incest taboo = απαγόρευση αιμομιξίας independent variable = ανεξάρτητη μεταβλητή index = δείκτης index of aging = δείκτης γήρανσης του πληθυσμού individual family life cycle = ατομικός κύκλος οικογενειακής ζωής individual research = ατομική έρευνα industrial production = βιομηχανική παραγωγή industrial revolution = βιομηχανική επανάσταση industrial society = βιομηχανική κοινωνία industrial sociology = βιομηχανική κοινωνιολογία industrialism = βιομηχανισμός industry = βιομηχανία infant mortality = βρεφική θνησιμότητα infant mortality rate = δείκτης βρεφικής θνησιμότητας infanticide = παιδοκτονία informal group = άτυπη ομάδα informal leadership = άτυπη ηγεσία informal organization = άτυπη οργάνωση informal role = άτυπος ρόλος informal social control = άτυπος κοινωνικός έλεγχος informal structure = άτυπη δομή in group = εσω ομάδα initiation rite = μυητική τελετουργία in migration = εισδημία innovating migration = καινοτόμος μετανάστευση innovation = καινοτομία innovator = καινοτόμος institution = θεσμός institutionalization = θεσμοθέτηση, θεσμοποίηση integration = ενσωμάτωση, ένταξη, ολοκλήρωση integration theory = θεωρία της κοινωνικής ενσωμάτωσης, θεωρία της κοινωνικής ολοκλήρωσης intellectuals = διανοούμενοι intelligence quotient (I.Q.) = δείκτης νοημοσύνης intelligence test = τεστ νοημοσύνης intelligentsia = διανόηση interaction = διαντίδραση interactionism = σχολή της κοινωνικής διαντίδρασης interest group = ομάδα κοινού συμφέροντος intergenerational social mobility = διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα intermarriage = επιμιξία intermediate fertility variables = ενδιάμεσες μεταβλητές της γονιμότητας internal migration = εσωτερική μετανάστευση internalization = εσωτερίκευση international migration = διεθνής μετανάστευση, εξωτερική μετανάστευση 7
international migration statistics = στατιστική της διεθνούς μετανάστευσης interview = συνέντευξη interviewer = συνεντευκτής intragenerational social mobility = ενδογενεακή κοινωνική κινητικότητα invasion = εισβολή invention = εφεύρεση irrigation culture = αρδευτικός πολιτισμός J juvenile delinquency = παραβατικότητα ανηλίκων, εγκληματικότητα ανηλίκων K kinship = συγγένεια L labeling theory = θεωρία του χαρακτηρισμού labour = εργασία labour force = εργατικό δυναμικό labour movement = εργατικό κίνημα labour power = εργατική δύναμη langage = γλώσσα, λόγος language = γλώσσα langue = λόγος, γλώσσα latency = δυναμικότητα latent function = λανθάνουσα λειτουργία law = δίκαιο, νόμος leader = ηγέτης leadership = ηγεσία legal rational authority = νόμιμη ορθολογική εξουσία leisure = σχόλη leisure class = τάξη της σχόλης leisure time = ελεύθερος χρόνος levirate = ανδραδελφογαμία, λεβιράτο life chances = βιοτικές ευκαιρίες life cycle = κύκλος ζωής life expectancy = προσδοκία ζωής life table = πίνακας επιβίωσης lineage = γενεαλογική γραμμή, ρίζα lineage society = γενεαλογική κοινωνία linguistic sign = γλωσσικό σημείο linguistics = γλωσσολογία lock out = ανταπεργία looking glass self = κατοπτρικός εαυτός Lumpenproletariat = υποπρολεταριάτο, λούμπεν προλεταριάτο, λούμπεν M macrosociological analysis = μακροκοινωνιολογική ανάλυση macrosociology = μακροκοινωνιολογία magic = μαγεία Malthusian theory = μαλθουσιανισμός manifest function = έκδηλη λειτουργία manual worker = χειρώνακτας marital prestations = γαμήλιες παροχές maritime society = ναυτική κοινωνία marginal man = οριακός άνθρωπος 8
marginality = οριακότητα marriage = γάμος Marxism = μαρξισμός mass = μάζα mass communication = μαζική επικοινωνία mass culture = μαζικός πολιτισμός mass media = μέσα μαζικής επικοινωνίας/ενημέρωσης material culture = υλικός πολιτισμός matriarchal family = μητριαρχική οικογένεια matriarchy = μητριαρχία matrifocal family = μητροκεντρική οικογένεια matrilineal descent = μητρογραμμική οικογένεια matrilineal kinship system = μητρογραμμικό σύστημα συγγένειας matrilocal family = μητροτοπική οικογένεια me = εμέ meaning = νόημα, σημασία mechanic solidarity = μηχανική αλληλεγγύη medical sociology = ιατρική κοινωνιολογία megalopolis = μεγαλούπολη mental disorder = ψυχική διαταραχή method = μέθοδος methodology = μεθοδολογία metropolis = μητρόπολη microsociological analysis = μικροκοινωνιολογική ανάλυση microsociology = μικροκοινωνιολογία migration = μετανάστευση migratory selection = μεταναστευτική επιλογή millenarian movement = χιλιαστικό κίνημα minority = μειονότητα mob = όχλος mobility = κινητικότητα mode of production = τρόπος παραγωγής model = πρότυπο, μοντέλο modern migration = σύγχρονη μετανάστευση modernization = εκσυγχρονισμός moiety = ημιφύλιο money = χρήμα monogamous family = μονογαμική οικογένεια monosegmental society = μονοτμηματική οικογένεια morbidity = θνητότητα mores = ήθη morganatic marriage = μοργανατικός γάμος morphology = μορφολογία mortality = θνησιμότητα multiple causation = πολλαπλή αιτιότητα mysticism = μυστικισμός myth = μύθος N nation = έθνος nationality = εθνικότητα nation state = εθνικό κράτος natural fertility = φυσική γονιμότητα natural population increase = φυσική αύξηση του πληθυσμού natural selection = φυσική επιλογή natural sign = φυσικό σημείο 9
natural will = φυσική βούληση negative social control = αρνητικός κοινωνικός έλεγχος neolithic revolution = νεολιθική επανάσταση neolocal family = νεοτοπική οικογένεια neomalthusians = νεομαλθουσιανοί neopositivism = νεοθετικισμός neotechnic ecotype = νεοτεχνικός οικότυπος net migration = καθαρά μετανάστευση net population increase = καθαρά αύξηση του πληθυσμού net reproduction rate = καθαρό ποσοστό αναπαραγωγής nomadic society = νομαδική κοινωνία nomadism = νομαδισμός nonconformity = ετεροδοξία non literate society = μη εγγράμματη κοινωνία non material culture = πνευματικός πολιτισμός, μη υλικός πολιτισμός normative model = κανονιστικό πρότυπο normative pattern = κανονιστικό πρότυπο nuclear family = οικογενειακός πυρήνας, συζυγική οικογένεια, πυρηνική οικογένεια nuptiality = γαμηλιότητα O occupational sociology = κοινωνιολογία της απασχόλησης one parent family = μονογονεϊκή οικογένεια open system = ανοικτό σύστημα open ended question = ανοικτή ερώτηση operational definition = εγχειρηματικός ορισμός opinion poll = δημοσκόπηση optimum population size = βέλτιστο πληθυσμιακό μέγεθος organic solidarity = οργανική αλληλεγγύη organic theory = οργανική θεωρία organicism = οργανισμική θεωρία organismic theory = οργανισμική θεωρία organization = οργάνωση organized crime = οργανωμένο έγκλημα organized research = οργανωμένη έρευνα out group = εξω ομάδα out migration = εκδημία P palaeotechnic ecotype = παλαιοτεχνικός οικότυπος parallel cousins = παραλληλεξάδελφα parole = ομιλία participant observation=συμμετοχική παρατήρηση particularism = μερικότητα paternalism = πατερναλισμός patriarchical family = πατριαρχική οικογένεια patrifocal family = πατροκεντρική οικογένεια patrilineal descent = πατρογραμμική καταγωγή patrilineal kinship system = πατρογραμμικό σύστημα συγγένειας patrilocal family = πατροτοπική οικογένεια patronage = πατρωνία, πατρωνεία, προστασία pattern = πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλο pattern variables = διαρθρωτικές μεταβλητές peasant = χωρικός peasant society = κοινωνία των χωρικών peer group = ομάδα ομολόγων 10
personality = προσωπικότητα phenomenological sociology = φαινομενολογική κοινωνιολογία philanthropy = φιλανθρωπία physical anthropology = φυσική ανθρωπολογία play = παιχνίδι plurel = πληθύς political institutions = πολιτικοί θεσμοί polyandry = πολυανδρία polygamous family = πολυγαμική οικογένεια polygamy = πολυγαμία polygyny = πολυγυνία polysegmented society = πολυτμηματική κοινωνία popularity = δημοτικότητα population = πληθυσμός population analysis = κοινωνική δημογραφία population census = γενική απογραφή πληθυσμού population density = πυκνότητα του πληθυσμού population policy = δημογραφική πολιτική, πληθυσμιακή πολιτική population pyramid = πυραμίδα πληθυσμού population structure = δομή του πληθυσμού positive social control = θετικός κοινωνικός έλεγχος poverty = ένδεια poverty culture = πολιτισμός της ένδειας power = δύναμη power elite = ελίτ της εξουσίας pre industrial city = προβιομηχανική πόλη preliterate society = προεγγράμματη κοινωνία prestige = γόητρο pressure group = ομάδα πίεσης primary charisma=πρωτογενές χάρισμα primary group = πρωτογενής ομάδα primary religious community = πρωτογενής θρησκευτική κοινότητα primary sector of production = πρωτογενής τομέας της παραγωγής primary socialization = πρωτογενής κοινωνικοποίηση primitive migration = αρχαϊκή μετανάστευση primitive society = πρωτόγονη κοινωνία, αρχαϊκή κοινωνία process = διαδικασία profane = βέβηλο progress = πρόοδος proletarian = προλετάριος proletariat = προλεταριάτο public = κοινό public opinion = κοινή γνώμη pure sociology = καθαρά κοινωνιολογία Q questionnaire = ερωτηματολόγιο quasi group = οιονεί ομάδα R random sample = τυχαίο δείγμα rate = ποσοστό, δείκτης ratio = αναλογία, δείκτης rational will = λογική βούληση rebellion = εξέγερση, επανάσταση reification = υποστασιοποίηση, πραγμοποίηση 11
reference group = ομάδα αναφοράς relations of production = παραγωγικές σχέσεις relative deprivation = σχετική στέρηση relative poverty = σχετική ένδεια religion = θρησκεία religiosity = θρησκευτικότητα religious community = θρησκευτική κοινότητα religious institutions = θρησκευτικοί θεσμοί repatriation = επαναπατρισμός, παλιννόστηση representative sample = αντιπροσωπευτικό δείγμα reproductive age = αναπαραγωγική ηλικία residential mobility = μετοικεσία retreatism = αναχωρητισμός revolution = επανάσταση rite = τελετουργία rite of passage = διαβατήρια τελετουργία ritual = τελετουργικό ritual kinship = ψευδοσυγγένεια ritualism = τυπολατρία role = ρόλος role conflict = εσωτερική σύγκρουση ρόλων role enacting = διαδραμάτιση ρόλου role playing = διαδραμάτιση ρόλου role set = σύμπλεγμα ρόλων role strain = εσωτερική σύγκρουση ρόλων routinization = ημερήσια παλίνδρομη μετακίνηση rural population = αγροτικός πληθυσμός rural sociology = αγροτική κοινωνιολογία S sacred = ιερό sample = δείγμα sanction = κύρωση savagery = αγριότητα scheduled interview = σχεδιασμένη συνέντευξη school = σχολή science = επιστήμη scientific research = επιστημονική έρευνα secondary group = δευτερογενής ομάδα secondary sector of production = δευτερογενής τομέας παραγωγής secondary socialization = δευτερογενής κοινωνικοποίηση sect = θρησκευτική ομάδα, σέκτα secularization = εκκοσμίκευση segregation = διαχωρισμός self = εαυτός self fulfilling prophesy = αυτοεκπληρούμενη προφητεία self orientation = ατομικός προσανατολισμός semantics = σημασιολογία semiotics = σημειολογία, σημειωτική semi nomadic society = ημινομαδική κοινωνία semi nomadism = ημινομαδισμός semi urban population = ημιαστικός πληθυσμός sensate culture = αισθαντικός πολιτισμός serfdom = δουλοπαροικία serial polygamy = διαδοχική πολυγαμία settled society = εδραία κοινωνία 12
sex ratio = δείκτης αναλογίας των φύλων sexual union = γενετήσια ένωση shaman = σαμάνος shamanism = σαμανισμός shame culture = πολιτισμός της ντροπής shanty town = παραπηγματούπολη sign = σημείο signifiant = σημαίνον signifié = σημαινόμενο signified = σημαινόμενο signifier = σημαίνον simple society = απλή κοινωνία situational approach = καταστασιακή θεώρηση slavery = δουλεία slum = σλαμ sociability = κοινωνικότητα sociation = κοινωνίωση social = κοινωνικός social action = κοινωνική δράση social action theory = θεωρία της κοινωνικής δράσης social anthropology = κοινωνική ανθρωπολογία social bond = κοινωνικός δεσμός social category = κοινωνική κατηγορία social causation = κοινωνική αιτιότητα social change = κοινωνική αλλαγή, κοινωνική μεταβολή social class = κοινωνική τάξη social cohesion = κοινωνική συνοχή social control = κοινωνικός έλεγχος social Darwinism = κοινωνικός δαρβινισμός social demography = κοινωνική δημογραφία social differentiation = κοινωνική διαφοροποίηση social disorganization = κοινωνική αποδιοργάνωση social distance = κοινωνική απόσταση social division of labour = κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας social dynamics = κοινωνική δυναμική social equilibrium = κοινωνική ισορροπία social evolution = κοινωνική εξέλιξη social fact = κοινωνικό γεγονός social formation = κοινωνικός σχηματισμός social group = κοινωνική ομάδα social inequality = κοινωνική ανισότητα social interaction = κοινωνική διαντίδραση social institution = κοινωνικός θεσμός social mobility = κοινωνική κινητικότητα social morphology = κοινωνική μορφολογία social movement = κοινωνικό κίνημα social norm = κοινωνικός κανόνας social organization = κοινωνική οργάνωση social pathology = κοινωνική παθολογία social phenomenon = κοινωνικό φαινόμενο social philosophy = κοινωνική φιλοσοφία social physics = κοινωνική φυσική social policy = κοινωνική πολιτική social problem = κοινωνικό πρόβλημα social process = κοινωνική διαδικασία social psychology = κοινωνική ψυχολογία social relation = κοινωνική σχέση 13
social security = κοινωνική ασφάλιση social segmentation = κοινωνική κατάτμηση social self = κοινωνικός εαυτός social situation = κοινωνική κατάσταση social statics = κοινωνική στατική social status = κοινωνική θέση, κοινωνική κατάσταση social stratification = κοινωνική στρωμάτωση social stratum = κοινωνική στρώμα social structure = κοινωνική δομή social system = κοινωνικό σύστημα social telesis = κοινωνική τέλεση social theory = κοινωνική θεωρία social usage = κοινωνική πρακτική social welfare = κοινωνική πρόνοια social work = κοινωνική εργασία social worker = κοινωνικός λειτουργός socialization = κοινωνικοποίηση societal = κοινωνιακός society = κοινωνία society of primitive communism = κοινωνία του πρωτόγονου κομμουνισμού socio economic formation = κοινωνικο οικονομικός σχηματισμός sociogram = κοινωνιόγραμμα sociolinguistics = κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας sociological determinism = κοινωνιολογικός ντετερμινισμός sociological experiment = κοινωνιολογικό πείραμα sociological research = κοινωνιολογική έρευνα sociological theory = κοινωνιολογική θεωρία sociology = κοινωνιολογία sociology of art = κοινωνιολογία της τέχνης sociology of education = κοινωνιολογία της εκπαίδευσης sociology of knowledge = κοινωνιολογία της γνώσης sociology of law = κοινωνιολογία του δικαίου sociology of religion = κοινωνιολογία της θρησκείας sociology of work = κοινωνιολογία της απασχόλησης sociometric choice = κοινωνιομετρική επιλογή sociometric test = κοινωνιομετρική δοκιμασία sociometry = κοινωνιομετρία solidarity = αλληλεγγύη sororal polygyny = γυναικαδελφική πολυγυνία sororate = γυναικαδελφογαμία, σοροράτο sovereignty = κυριαρχία specifically religious community = κατεξοχήν θρησκευτική κοινότητα specificity = ιδιαιτερότητα state = κράτος statistical category = στατιστική κατηγορία statistical significance = στατιστική σημαντικότητα status = θέση, κατάσταση status set = σύμπλεγμα θέσεων status symbol = σύμβολο θέσης stereotype = στερεότυπο stranger = ξένος stratified sample = στρωματωμένο δείγμα strike = απεργία structural unemployment = διαρθρωτική ανεργία structural functionalism = δομολειτουργισμός structural functional analysis = δομολειτουργική ανάλυση structure = δομή 14
subculture = υποπολιτισμός suburbanism = προαστισμός succession = διαδοχή superego = υπερεγώ superstructure = εποικοδόμημα surplus value = υπεραξία survey = κοινωνική έρευνα survivals = επιβιώματα symbol = σύμβολο symbolic interaction = συμβολική διαντίδραση symmetrical family = συμμετρική οικογένεια synchronic comparison = ομόχρονη σύγκριση syncretism = συγκρητισμός synergy = συνέργεια system = σύστημα systems analysis = συστημική ανάλυση T taboo = ταμπού take off = απογείωση technical division of labour = τεχνικός καταμερισμός της εργασίας, καταμερισμός των έργων technique = τεχνική technological unemployment = τεχνολογική ανεργία technology = τεχνολογία territorial community = γεωγραφική κοινότητα tertiary sector of production = τριτογενής τομέας παραγωγής test = δοκιμασία, τεστ theory = θεωρία theory of demographic transition = θεωρία του δημογραφικού μετασχηματισμού theory of differential association = θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού, θεωρία της διαφορικής συναναστροφής theory of the middle range = μέση θεωρία Thomas theorem = θεώρημα του Τόμας time series = χρονολογική σειρά total institution = κλειστό ίδρυμα total situation = συνολική κατάσταση totem = τοτέμ tourism = περιήγηση tradition = παράδοση traditional = παραδοσιακός traditional authority = παραδοσιακή εξουσία traditional society = παραδοσιακή κοινωνία transitional society = μεταβατική κοινωνία trousseau = προίκα U unemployed = άνεργος unemployment = ανεργία urban = αστεακός urban growth = αστεακή αύξηση urban population = αστικός πληθυσμός urban revolution = αστεακή επανάσταση urban society = αστεακή κοινωνία urban sociology = αστεακή κοινωνιολογία urbanism = αστισμός urbanite = αστός 15
urbanization = εξαστισμός unilateral descent = μονογραμμική καταγωγή unilateral kinship system = μονογραμμικό σύστημα συγγένειας unilineal descent = μονογραμμική καταγωγή unilineal kinship system = μονογραμμικό σύστημα συγγένειας universalism = καθολικότητα use value = αξία χρήσης V value = αξία value judgement = αξιολογική κρίση value system = σύστημα αξιών variable = μεταβλητή Verstehen = κατανόηση vertical social mobility = κάθετη κοινωνική κινητικότητα vital statistics = στατιστική της φυσικής κίνησης του πληθυσμού voluntarism = εθελοντισμός voluntary migration = εκούσια μετανάστευση W westernization = δυτικοποίηση, εκδυτικισμός white collar worker = υπάλληλος withering away of the state = μαρασμός του κράτους work = εργασία working class = εργατική τάξη working hypothesis = υπόθεση εργασίας 16