ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Το αντικείμενο του μαθήματος ανήκει στο ευρύτερο γνωστικό πεδίο της συγκριτικής πολιτικής οικονομίας. Πολιτική οικονομία: Δυο διαφορετικές διαστάσεις 1. Θεωρητική Προσέγγιση: Ανάλυση του οικονομικού περιβάλλοντος μιας χώρας, σε συνδυασμό και υπό το πρίσμα των ιστορικών, πολιτικών και θεσμικών της χαρακτηριστικών. Διαφοροποιείται από την ανιστόρητη και απολιτικοποιημένη προσέγγιση της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης. Για τον λόγο αυτό, εστιάζεται συχνά σε θέματα κατανομής πλούτου/ κερδών και ζημιών. 2. Πεδίο Ανάλυσης: Συνδέεται με την θεωρητική προσέγγιση ανάλυσης της οικονομίας και περιλαμβάνει όχι μόνο την οικονομική σφαίρα -αποκομμένη από τον πολιτικό, κοινωνικό και θεσμικό της περίγυρο- αλλά το σύνολο των θεσμών και δρώντων σε μια οργανωμένη κοινωνία στον βαθμό που αυτοί επιδρούν στην λειτουργία της οικονομίας και την κατανομή του παραγόμενου πλούτου.
Συγκριτική Ανάλυση Μοντέλων Καπιταλισμού: Στοχεύει στην σύγκριση διαφορετικών μοντέλων καπιταλισμού που έχουν διαμορφωθεί σε διαφορετικές χώρες, με στόχο να δώσει απάντηση σε ερωτήματα όπως: Γιατί κάποιες χώρες αναπτύσσονται πιο γρήγορα από άλλες; Γιατί κάποιες χώρες παρουσιάζουν καλύτερες αποδόσεις σε σχέση με άλλες σε κρίσιμους οικονομικούς δείκτες, όπως η ανεργία, ο πληθωρισμός και η ανταγωνιστικότητα; Γιατί κάποιες χώρες παρουσιάζουν δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου σε σχέση με άλλες; Ποιες πολιτικές και θεσμοί ευθύνονται για την αυτές τις διαφοροποιήσεις; Μπορούν πολιτικές, ή/ και θεσμοί που είναι επιτυχημένοι και συμβάλλουν στην ευημερία μιας χώρας να μεταφερθούν σε άλλες χώρες; Πως συνδυάζονται αυτές οι πολιτικές και θεσμοί σε διαφορετικά μοντέλα καπιταλισμού; Ποιος ο ρόλος συγκεκριμένων οικονομικών δρώντων όπως επιχειρήσεις, συνδικάτα και το κράτος σε διαφορετικά μοντέλα καπιταλισμού; Πως ανταποκρίνονται τα διαφορετικά μοντέλα καπιταλισμού σε εξωτερικές προκλήσεις;
Στην μεταπολεμική περίοδο αναπτύχθηκαν μια σειρά από προσεγγίσεις για την εξέταση κάποιων από αυτά τα ζητήματα. Προσοχή: οι προσεγγίσεις αυτές, όπως και το παρόν μάθημα, αφορούν μοντέλα καπιταλισμού ανεπτυγμένων οικονομιών και όχι αναπτυσσόμενων ή υποανάπτυκτων οικονομιών. Η προσέγγιση του εκμοντερνισμού (modernization) Η προσέγγιση του Νέο-Κορπορατισμού (neo-corporatism) Η προσέγγιση της συγκριτικής ανάλυσης στην διοικητική των επιχειρήσεων (comparative business studies) Η προσέγγιση των Κοινωνικών Συστημάτων Παραγωγής (social systems of production)
Εκμοντερνισμός Το βιβλίο του Shonfield (1965), θεωρείται η πρώτη σημαντική συνεισφορά σε αυτή την παράδοση. Στην ανάλυση του ο Shonfeld περιγράφει τα διαφορετικά μοντέλα καπιταλισμού που αναπτύχθηκαν στις ανεπτυγμένες χώρες και προσπαθεί να διακρίνει τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι χώρες αυτές προσπάθησαν να εκμοντερνίσουν την βιομηχανία τους, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Η εστίαση του αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι δρώντες (κυρίως το κράτος) μπορούν να σχεδιάσουν και να καθοδηγήσουν την οικονομία προς μια κατεύθυνση εκμοντερνισμού. Η προσέγγιση αυτή εντάσσεται στην λογική του Κευνσιανισμού και γενικότερα, του αυξημένου κρατικού παρεμβατισμού που επικρατούσε την εποχή εκείνη, η οποία υιοθετούσε ένα ρόλο σχεδιαστή και καθοδηγητή για το κράτος.
Εκμοντερνισμός Ωστόσο, η προσέγγιση του Shonefield διαφοροποιείται καθώς εστιάζει κυρίως στους θεσμούς που επιτρέπουν μια αποτελεσματική κρατική καθοδήγηση στο πλαίσιο αυτό ασχολείται με τους κρατικούς θεσμούς (όπως υπηρεσίες οικονομικού σχεδιασμού, ή τους κανόνες για τον έλεγχο της ροής των πιστώσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος προς την ιδιωτική οικονομία), καθώς και σε άλλους θεσμούς που μπορεί να ασκήσουν έλεγχο/ καθοδήγηση στους οικονομικούς δρώντες, όπως οι εργοδοτικές και συνδικαλιστικές ενώσεις.
Μετά τον Shonfeld ακολούθησαν αρκετές μελέτες στην λογική της συγκριτικής ανάλυσης διαφορετικών πολιτικών οικονομιών, που έδωσαν έμφαση σε διαφορετικούς θεσμούς και δρώντες, όπως για παράδειγμα ο Katzestein (1978), που ανέπτυξε τις έννοιες του ισχυρού και ασθενούς κράτους (strong/ weak state), ο Johnson (1982), ο οποίος ανέπτυξε την έννοια του «αναπτυξιακού κράτους» (developmental state), ή o Zysman (1983) που ανέπτυξε μια τυπολογία των χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Στις αναλύσεις αυτές εκτός από την ιδέα του εκμοντερνισμού δηλαδή πως οι θεσμοί και λειτουργία μιας πολιτείας επηρεάζουν την οικονομική της ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό- το εσωτερικό θεσμικό πλαίσιο, άρχισε να αναγνωρίζεται και ως ένας σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης της σχέσης που έχει μια χώρα με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον αν για παράδειγμα θα ακολουθήσει μια «κλειστή» προστατευτική πολιτική, ή μια εξωστρεφή πολιτική προσανατολισμένη προς την ενσωμάτωση στην διεθνή οικονομία.
Νέο-κορπορατισμός Στην ουσία πρόκειται για την νεότερη (κατά κύριο λόγο μεταπολεμική) εκδοχή του κορπορατισμού δηλαδή της κίνησης που είχε ξεκινήσει ήδη από τον 19 ο αιώνα (και σε ορισμένες χώρες και πιο πριν), να υπάρξει μια αντίσταση στην φιλελευθεροποίηση που επέφερε στον πολιτικό και οικονομικό τομέα το μοντέρνο έθνος-κράτος, καταργώντας παλαιότερες κοινωνικές ομαδοποιήσεις στην βάση π.χ. επαγγελμάτων, πολιτιστικών ή θρησκευτικών χρακτηριστικών, κλπ. Η πίεση για την κατάργηση τέτοιων συλλογικοτήτων που προέρχεται από τον φιλελευθερισμό και την προσπάθεια αποτίναξης των δεσμών της κοινωνικής διαστρωμάτωσης που ήταν κυρίαρχη πριν από την Γαλλική επανάσταση, έφτανε σε ένα αδιέξοδο καθώς στο όνομα της απελευθέρωσης του ατόμου, το κράτος καταπίεζε άτομα που ήθελαν να ανήκουν και υπό-εθνικές ομάδες.
Νέο-κορπορατισμός Ήδη από τα τέλη του 19 ου αιώνα, αλλά ιδιαίτερα στην διάρκεια του μεσοπολέμου, η αποτυχία του φιλελευθερισμού ειδικά σε οικονομικό επίπεδο χρησιμοποιήθηκε τόσο από φασιστικά καθεστώτα (Μουσολίνι, Φράνκο, Σαλαζάρ), ώστε να δημιουργηθεί ένας κρατικά καθοδηγούμενος και ελεγχόμενος κορπορατισμός, όσο και από τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Αυτή η χρήση των κοινωνικών ομάδων, οδήγησε σε μια διατρέβλωση του σκοπού του κορπορατισμού (δηλαδή η απελευθέρωση των πολιτών από την πίεση του φιλελεύθερου κράτους και την ελεύθερη αγορά) και ο τελευταίος έγινε συνώνυμος με τον απολυταρχισμό. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα της ανάγκης ενσωμάτωσης σε ένα φιλελεύθερο πολιτικό και οικονομικό μοντέρνο κράτος, της δυνατότητας οργάνωσης των ατόμων σε υποομάδες, κοινωνικές, επαγγελματικές, θρησκευτικές, κ.α. παρέμεινε- και για λειτουργικούς λόγους - οι οποίοι είχαν ήδη εντοπιστεί από τον Ντυρκχάιμ στις αρχές του 19 ου αιώνα.
Νέο-κορπορατισμός Η ενσωμάτωση αυτή επιτεύχθηκε μετά τον 2 ο Παγκόσμιο Πόλεμο και ονομάστηκε νέο-κορπορατισμός ή φιλελεύθερος κορπορατισμός. Στην ουσία πρόκειται για την αποδοχή ενός ημι-δημόσιου ρόλου τόσο (και κυρίως) για το συνδικαλιστικό κίνημα όσο και για την εργοδοσία, όσον αφορά τον καθορισμό των μισθών αλλά και των συνθηκών εργασίας. Ο ρόλος αυτός έγκειται στην «ανάθεση» από την πλευρά του κράτους σε εργατικές κα εργοδοτικές οργανώσεις να διαπραγματευτούν ελεύθερα έτσι ώστε να καταλήξουν σε μεταξύ τους συμφωνία για μισθούς και εργασιακές συνθήκες, έτσι ώστε να υπάρχει κοινωνική ειρήνη. Αυτός ο συμβίβασμός συνδέεται και με τον ευρύτερο συμβιβασμό του «εμπεδωμένου φιλελευθερισμού» στην μεταπολεμική περίοδο.
Νέο-κορπορατισμός Από αυτόν τον συμβιβασμό το κράτος κερδίζει την κοινωνική και εργασιακή ειρήνη και τα συνδικάτα μια προνομιούχα θέση συνομιλητή και συνδιαμορφωτή της πολιτικής σε κάποια πεδία όπως η αγορά εργασίας και το κράτος πρόνοιας συνεπώς πρόκειται για μια είδους «συν-κυβέρνηση». Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για μια «τριμερή» διακυβέρνηση (tripartism), με την συμμετοχή του κράτους, των συνδικάτων και των εργοδοτικών οργανώσεων. Ωστόσο το ακριβές θεσμικό, νομικό αλλά και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο υλοποιήθηκε αυτός ο συμβιβασμός διέφερε από χώρα σε χώρα, ενώ και σε κάποιες χώρες μπορεί να απουσίαζε (για παράδειγμα πλουραλιστικά συστήματα) ή να πήρε εντελώς άλλη μορφή (π.χ. Ιαπωνία) Ωστόσο κάποια βασικά χαρακτηριστικά είναι ότι διακρίνεται από λίγες οργανώσεις υψηλού (συνήθως εθνικού) επιπέδου σε αντίθεση με τον πλουραλισμό ή το Ιαπωνικό μοντέλο- και υψηλό βαθμό αυτονομίας της ηγεσίας, κάτι που διευκολύνει την πολιτική συναλλαγή με το κράτος και τους εργοδότες.
Συγκριτική ανάλυση στην διοικητική των επιχειρήσεων Στην προσέγγιση αυτή μελετάται κατά κύριο λόγο ο τρόπος οργάνωσης των επιχειρήσεων και αναζητούνται τόσο οι λόγοι για τις τυχόν διαφοροποιήσεις όσο και οι συνέπειες των διαφοροποιήσεων αυτών σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη ή την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Παλαιότερες μελέτες (π.χ. του Chandler 1977, 1990) στην ουσία επιχειρούν μια συγκριτική ιστορική ανάλυση της εξέλιξης διαφορετικών επιχειρηματικών μοντέλων σε διαφορετικές χώρες. Σε ένα επόμενο στάδιο η ιστορική ανάλυση αντικαθίσταται από την συγκριτική ανάλυση διαφορετικών επιχειρηματικών συστημάτων (business systems π.χ. Whitley 1992), όπου δεν εξετάζεται μόνο η επιχείρηση, αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον και συνεργάτες της.
Συγκριτική ανάλυση στην διοικητική των επιχειρήσεων Ιδιαίτερη επιρροή άσκησε και η θεωρία του Michael Porter (1990), ο οποίος προσπάθησε να εντοπίσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των εθνών, στην δυνατότητα τους να αναπτύξουν επιτυχημένους οικονομικούς κλάδους στην βάση έξι παραγόντων (το διαμάντι του Porter).
Κοινωνικά Συστήματα Παραγωγής Αυτή η προσέγγιση είναι η πιο ολιστική, από όλες όσες προηγήθηκαν. Εστιάζει κατά κύριο λόγο στις επιχειρήσεις και στον τρόπο οργάνωσης τους, λόγω και των προκλήσεων των νέων τεχνολογιών και της παγκοσμιοποίησης (π.χ. Hollingsworth and Boyer 1997). Η προσέγγιση αυτή εντάσσει κοινωνιολογικές έννοιες και προσεγγίσεις στην ανάλυση των συστημάτων παραγωγής θεωρώντας ότι τα τελευταία επηρεάζονται σημαντικά από τους θεσμούς που υπάρχουν σε μια κοινωνία (π.χ. κράτος, αγορές, κοκ) οι οποίοι με την σειρά τους επηρεάζονται από τις κυρίαρχες ιδέες, νόρμες, αρχές σε μια κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό οι δρώντες δεν θεωρείται ότι κινητοποιούνται μόνο από το οικονομικό τους συμφέρον, αλλά και από την λογική της πρέπουσας συμπεριφοράς (appropriateness), δεδομένων των ηθικών και θεσμικών περιορισμών και δυνατοτήτων που τίθενται από το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Κοινωνικά Συστήματα Παραγωγής Η έννοια του συστήματος παραγωγής είναι ευρεία και ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην σύνδεση του συστήματος παραγωγής μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου με το θεσμικό περιβάλλον που το αφορά (π.χ. αγορές κεφαλαίου, αγορά εργασίας, σύστημα κατάρτισης, κοκ.). Η προσέγγιση αυτή είναι ετερογενής και δεν υπάρχει ένα κυρίαρχο υπόδειγμα κάποιο συγγραφείς εστιάζουν στο μίκρο-επίπεδο (π.χ. μια επιχείρηση), άλλοι στο μάκρο-επίπεδο (π.χ. εθνική οικονομία), άλλοι σε κλαδικό και άλλοι σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ και τα συγκεκριμένα θεωρητικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται διαφέρουν από ερευνητή σε ερευνητή.
Συνεπώς βλέπουμε ότι διαχρονικά η συγκριτική ανάλυση του καπιταλισμού, έχει εξελιχθεί από την ανάλυση επιμέρους τμημάτων μιας καπιταλιστικής οικονομίας (π.χ. επιχείρηση, κλάδος, συνδικάτα), σε μια ανάλυση που αφορά το σύνολο της πολιτικής οικονομίας και την αλληλεξάρτηση των διαφορετικών μερών μεταξύ τους και από την έμφαση σε στάδια εξέλιξης της βιομηχανικής εξέλιξης προς ένα κοινό υπόδειγμα, προς μια αποδοχή της διαφορετικότητας διαφορετικών μοντέλων καπιταλισμού σε διαφορετικές χώρες και αναζήτησης των διαφορετικών συγκριτικών δυνάμεων, αλλά και αδυναμιών, των μοντέλων αυτών. Τρία βασικά στοιχεία χαρακτηρίζουν την προσέγγιση (Jackson and Deeg 2008): Η έμφαση στην «κοινωνική ενσωμάτωση» (social embeddedness) των φορέων της ιδιωτικής οικονομίας Η έννοια της θεσμικής συμπληρωματικότητας (institutional complementarity) Δεδομένων των δύο προηγούμενων παραγόντων, η έμφαση στην δυνατότητα διαφορετικών τρόπων αντιμετώπισης παρόμοιων προβλημάτων και πιέσεων (π.χ. παγκοσμιοποίησης). Η αλλαγή είναι σταδιακή (incremental) και ιστορικά και θεσμικά εξαρτώμενη (path dependent). Τέλος, μεθοδολογικά, βασίζεται ιδιαίτερα στην ανάλυση εθνικών περιπτώσεων μελέτης (national case studies).