ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ Αθανασία Συκιώτου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ποινική δίκη: σύγκρουση συμφερόντων υψίστης σημασίας = κοινωνικού συνόλου + κατηγορουμένου Κρίση του δικαστή προϋποθέτει ότι θα αναγνωρισθεί η αλήθεια. Ενέργειες προς διάγνωση της αλήθειας, καθώς και επιτυχία ή όχι της έκβασης = απόδειξη. Κρίση του δικαστή θα στηριχθεί στην αλήθεια που αποκαλύπτεται μέσα από την απόδειξη. Απόδειξη προϋποθέτει: έρευνα, συλλογή, ερμηνεία και αξιολόγηση όλων των στοιχείων που είναι ικανά να την στηρίξουν, δηλ. ανάκριση. Ανάκριση: σειρά πράξεων που κατευθύνονται στη συγκέντρωση στοιχείων στα οποία μπορεί να θεμελιωθεί η απόδειξη. Αναγκαίος όρος της απόδειξης χωρίς την οποία δεν μπορεί να σχηματιστεί η δικαστική κρίση (=συνείδηση του δικαστή). Δυσχέρειες στην απόδειξη της ποινικής δίκης: δεν υπάρχει πάντα η ευχέρεια της από πριν απόδειξης των κρισίμων περιστατικών (έγγραφα, μάρτυρες, κλπ) ή χρήσης μέσων που επιτρέπονται σε άλλες δίκες (όρκος κατηγορουμένου). Τήρηση συγκεκριμένου τύπου προς διασφάλιση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (εκθέσεις, επιδόσεις, προθεσμίες, κλπ). Αντίθετα από την πολιτική δίκη όπου επιβάλλεται «καθήκον αληθείας», στη ποινική δίκη αναγνωρίζεται «δικαίωμα ψέματος». Ανισότητα αντιπάλων (κοινωνίας, ατόμου/κατηγορουμένου) μειώνεται με το τεκμήριο αθωότητος του κατηγορουμένου = δεν χρειάζεται να αποδείξει ο κατηγορούμενος την αθωότητά του (actore non probante, reus absolvitur), αλλά δικαιούται και να μη απαντήσει, να μην αποκαλύψει την ενοχή του (nemo tenetur se ipsum accusare). Ποινική δίκη λόγω σειράς δικονομικών πράξεων που προϋποθέτει χωρίζεται σε δύο φάσεις: προδικασία (προπαρασκευαστικός χαρακτήρας συλλογής στοιχείων ικανών για απόδειξη - εδώ εντάσσεται η ανάκριση) και κύρια διαδικασία (απόδειξη προς σχηματισμό τελικής κρίσης επανάληψη σε ορισμένη έκταση και της ανάκρισης, ούτως ώστε ο δικαστής ν αποκτά δική του γνώση και να αξιολογεί τα στοιχεία = αρχή προφορικότητας της
διαδικασίας στο ακροατήριο που διασφαλίζει παράλληλα και την αρχή της άμεσης λήψης των αποδείξεων). Ανακριτική: ο κλάδος της Εγκληματολογίας που έχει αντικείμενο την έρευνα, συλλογή, έλεγχο και ερμηνεία του αποδεικτικού υλικού σχετικά με τη διάπραξη εγκλήματος και αποκάλυψη της ταυτότητος του δράστη. Σκοπός: η διατύπωση κανόνων και αρχών τέτοιων, ούτως ώστε τα στοιχεία που θα συλλέγονται να είναι ικανά να στηρίξουν ένα κατά το δυνατόν πλήρες ιστορικό επί του οποίου θα βασίζεται ο σχηματισμός της δικανικής πεποίθησης. Κατά Γαρδίκα : Ανακριτική= το σύνολο των προς ανεύρεση των δραστών εγκλημάτων επιστημονικών μεθόδων ως προς την γνώση του τρόπου της εργασίας των εγκληματιών των διαφόρων κατηγοριών. Ανακριτική και άλλοι κλάδοι της εγκληματολογικής επιστήμης Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης συναντώνται μαζί με την ανακριτική και άλλοι κλάδοι όπως: ποινικό δικονομικό δίκαιο, δικαστική ψυχολογία και αστυνομική. Ποινικό δικονομικό δίκαιο: κλάδος της δογματικής ποινικής επιστήμης που αναφέρεται και στην ανάκριση, στα όργανα που πρέπει να τη διεξάγουν, τα μέσα προσφυγής και όρια δράσης οργάνων. Καθορισμός αυστηρών διαδικαστικών τύπων και πρόβλεψη δικαιωμάτων κατηγορουμένου η παραβίαση των οποίων οδηγεί σε ακύρωση (απόλυτη ή σχετική άρθ.170, 171ΚΠΔ) στην ακύρωση του αποδεικτικού υλικού που συλλέχτηκε μ αυτόν τον τρόπο. Η ανακριτική περιορίζεται από το πδδ, αλλά ερευνά και μεθοδεύει τους καταλληλότερους τρόπους χρησιμοποίησης μέσων απόδειξης και εισηγείται στο πδδ. Δικαστική ψυχολογία : θέματα κοινά με ανακριτική για τις μεθόδους που εφαρμόζει η πρακτική ψυχολογία. Διαφορά το πρίσμα έρευνας. Δικ. Ψυχολογία μελέτη της ψυχολογίας των παραγόντων της ανάκρισης (εάν, πότε, γιατί οι παράγοντες δρουν κατά τρόπο όχι ορθό). Αστυνομική: αντικείμενο η μελέτη των ιχνών εγκλήματος, δακτυλοσκοπική, φωτογραφία και συναφή τεχνικά για την εξακρίβωση του εγκλήματος και της ταυτότητας του δράστη. Αντικείμενο της ανακριτικής Η Ανακριτική στρέφεται προς 3 κατευθύνσεις η καθεμιά με ακόλουθο αντικείμενο:
Α) το στοιχείο του εγκλήματος όπως αυτό αναφέρεται στην κατηγορία, συμπεριλαμβανομένου του τόπου της τέλεσης του εγκλήματος, το μέσο που χρησιμοποιήθηκε και τα ίχνη και ταυτότητα. Β) ταυτότητα και διερεύνηση του δράστη και των τρίτων (μαρτύρων, πραγματογνωμόνων, κλπ.) Γ) προσωπικά στοιχεία του οργάνου ή οργάνων που διενεργεί την ανάκριση αφού από τη δράση τους εξαρτάται αν θα ευοδωθεί ο σκοπός που επιδιώκεται. Σκοποί: 1) η ανάκριση με την δικονομική έννοια -άρθ.239κπδ + γενικά συλλογή αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και ν αποφασιστεί αν πρέπει να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος. Το ανακριτικό όργανο πρέπει να γνωρίζει τι λαμβάνει υπόψη του το άρθ.79πκ δηλ. α) την βαρύτητα της πράξης και β) την προσωπικότητα του εγκληματία. («Για την εκτίμηση της προσωπικότητας του εγκληματία το δικαστήριο αξιολογεί την εγκληματική διάθεση που εκδήλωσε ο υπαίτιος κατά την πράξη», δηλ. την επικινδυνότητα του εγκληματία). Για την εκτίμηση της βαρύτητας της πράξης πρέπει να διερευνηθούν: α) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προέκυψε, β) η φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος καθώς και περιστάσεις του χρόνου, τόπου, μέσου και τρόπου που έγινε η προπαρασκευή η τελέστηκε το έγκλημα, γ) η ένταση του δόλου ή ο βαθμός αμέλειας. Για την εκτίμηση της προσωπικότητας του δράστη προς διερεύνηση της εγκληματικής του διάθεσης το δικαστήριο εξετάζει (άρθρ.79 παρ.3): Τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση της πράξης, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, Τον χαρακτήρα του και τον βαθμό ανάπτυξης Τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγουμένη ζωή του Τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια και μετά την πράξη, ιδίως την μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του (η μετάνοια ισχύει για ορισμένα μόνο εγκλήματα πχ. κλοπή). 2) έρευνα, συλλογή και έλεγχος αποδεικτικού υλικού, αλλά στο πλαίσιο όμως της ποινικής δίκης + όχι για άσχετη υπόθεση ή από άσχετο πρόσωπο.
3) Επίσης, στόχος η καλύτερη καταπολέμηση του εγκλήματος μέσω της ποινικής δίωξης και βελτίωση του δικονομικού συστήματος με προσαρμογή στις εξελίξεις της τεχνικής + κατακτήσεις της ανακριτικής. Μέθοδοι έρευνας: Η ανακριτική χρησιμοποιεί μεθόδους κοινές με όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Οι πιο συχνές μέθοδοι είναι: Πειράματα (για ίχνη, πειστήρια, alcotest) Μετρήσεις (υποδεκάμετρο και μετροταινία για τόπο εγκλήματος, τροχαία, κλπ) και μαθηματικά που καθιερώθηκαν ως μέθοδος ανακριτικής έρευνας, αφού σ αυτά στηρίζεται και η στατιστική Μελέτη + ανάλυση ατομικών περιπτώσεων (case study) που οδηγεί στο αξίωμα κανένα έγκλημα χωρίς ίχνη (keine Tat ohne Spur) Μελέτη δικαστικών πλανών (οδηγούν σε χρήσιμα συμπεράσματα, όπως Dreyfus, Boussinière: λανθασμένες γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες- Beck: εσφαλμένη αναγνώριση του υπόπτου από τους μάρτυρες) Βιογραφίες αστυνομικών + μελέτες οργάνωσης/λειτουργίας αστυνομιών. Στατιστική (κατάταξη εγκλημάτων στο αρχείο modus operandi, συχνότητα του κάθε τύπου δακτυλικών αποτυπωμάτων σε συγκεκριμένο πληθυσμό) Ανακριτική ως κλάδος της εγκληματολογικής επιστήμης 1) Εντάσσεται στους θετικούς εγκληματολογικούς κλάδους επειδή τα αντικείμενά της είναι πραγματικές καταστάσεις και μέθοδοι της οι μέθοδοι των θετικών επιστημών (παρατήρηση, υπόθεση, πείραμα, μέτρηση και ταξινόμηση). Μερικοί την κατατάσσουν στην Κλινική Εγκληματολογία (Μergen, Mannheim) σχετικά με τη διάγνωση του εγκληματία. Άλλοι θεωρούν ότι δεν ανήκει στην Εγκληματολογία (Vouin, Léauté) επειδή θεωρείται ότι η ανακριτική διευκολύνει την εφαρμογή του ποινικού δικαίου μέσω της ποινικής δικαιοσύνης. 2) Έχει αυτοτέλεια, επειδή: Κανείς από τους άλλους κλάδους δεν ερευνά το κοινό τους αντικείμενο από την ίδια σκοπιά Έχει στενό κύκλο ειδημόνων από τους οποίους και προάγεται Αναπτύσσεται σε ειδικές συστηματικές συγγραφές +έχει τα ειδικά περιοδικά της Επιστέγασμα +απόδειξη της αυτοτέλειάς της η αυτόνομη διδασκαλία της στις σχολές 3) είναι τεχνικός και όχι καθαρά θεωρητικός επιστημονικός κλάδος = σύνθεση επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων ώστε μόνο όταν αντιμετωπίζονται από κοινού δίνουν την ουσία της ανακριτικής. 4) Έχει παγκοσμιότητα 5) Έμμεση συνέπεια του παραπάνω είναι ότι στον τομέα της έχει καταστεί δυνατή η διεθνής συνεργασία, που υλοποιήθηκε εκτός
των άλλων με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας, της Ευρωπαϊκής μονάδας δικαστικής συνεργασίας για την καταπολέμηση σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος (Eurojust) και της Διεθνούς Αστυνομίας (Interpol), αλλά και οι συμφωνίες Schengen, η ομάδα TREVI, κα. 6) Έχει ιστορική συνέχεια δεδομένου ότι οι κατακτήσεις του παρελθόντος δεν χάνουν την αξία τους γιατί αποτελούν αναγκαίο υπόβαθρο για την περαιτέρω εξέλιξή της. Η εξέλιξη της ανακριτικής Οι τρόποι διαπίστωσης της τέλεσης του εγκλήματος απασχολούσαν από παλιά τα όργανα που είχαν για έργο τους την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Οι τρόποι αυτοί ήταν συνυφασμένοι με την υφιστάμενη δικονομική μορφή της δίκης. Παρακολουθώντας τα στάδια εξέλιξης της απόδειξης ο Ferri διέκρινε 4 φάσεις: Α) Θρησκευτική φάση: απόδειξη με συνδρομή του Θείου. Σώρευση εμπειρίας έδωσε μεθόδους ίσως απλοϊκές για την ανάκριση (π.χ. οι γερανοί του Ιβύκου). Β) Σύστημα καθιέρωσης νομικών αποδείξεων ενάντια στην αυθαιρεσία του δεσπότη-δικαστή (συγκεκριμένες αποδείξεις και συγκεκριμένη αποδεικτική αξία: εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς) οδήγησαν στην καθιέρωση των βασάνων (ακόμη και βαυαρικός και αυστριακός κώδικες1751 και 1768 αντίστοιχα τα προέβλεπαν ως νόμιμη απόδειξη). Αντίδραση από ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Γ) Σύστημα καθιέρωσης ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (Beccaria/ γαλλικός διαφωτισμός). Ρίζες στο ρωμαϊκό και βυζαντινό δίκαιο. Δ) Από 18 ο αι. και μετά η ανακριτική εισήλθε στην επιστημονική της φάση («συναισθηματική» κατά Ferri). Ανάπτυξη ανθρωπομετρίας, δακτυλοσκοπικής (Bertillon, Quetelet) Επιστημονικές ανακαλύψεις καλλιεργούν την εικόνα του ερευνητού (Sherlock Holms) Θεωρητικό πλαίσιο στην ανακριτική πρόσφερε η Ιταλική Θετική Σχολή (Garofalo, Ferri). Hans Gross = θεωρείται θεμελιωτής της Aνακριτικής, του Archiv fur Kriminal-Anthropologie und Kriminalistik και του α Ινστιτούτου Ανακριτικής στον κόσμο (στο Graz της Αυστρίας). Διαμόρφωση, Ονομασία Η ονομασία Kriminalistik οφείλεται στον Gross. Από τον Γιώτη αποδόθηκε με τον όρο Ανακριτική. Η διόγκωση των επιστημονικών γνώσεων στα θέματα της ανακριτικής και ο αυξανόμενος ρόλος του εργαστηρίου στην ανάκριση του εγκλήματος είχαν ως συνέπεια η πρακτική της άσκηση να περιέλθει σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια ερευνητών με ιδιότητα αστυνομικών οργάνων. Δόθηκαν ονομασίες που τόνιζαν το στοιχείο αυτό (police science, police technique). Ορολογική σύγχυση που βάζει σε τάξη ο Franssen που διατηρεί τον όρο και θεωρεί ως ουσιώδεις κλάδους της : α) την τεχνική αστυνομία (υπάγονται η τεχνική και η τακτική της