Μιχάλης Ν. Μιχαήλ Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου

Σχετικά έγγραφα
Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Kλάσης Δυτική Εξαρχία:

Σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμόρφωσης

Ανατολικο ζητημα κριμαϊκοσ πολεμοσ. Μάθημα 4ο

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

Κεφαλή της Μιας Εκκλησίας είναι ο Χριστός (όλες οι τοπικές Εκκλησίες είναι Χριστοκέφαλες). Με τον όρο αυτοκέφαλο αποδίδεται, κατά τους ιερούς

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Η αυτοκάθαρση στην Εκκλησία (Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου)

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

Φάροι της Ορθοδοξίας η Αγκάραθος και τα ιστορικά Μοναστήρια της Κρήτης

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Να απαντήσετε ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ και στις ΔΥΟ ερωτήσεις. Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με δύο (2) μονάδες.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Περιεχόμενα ΚΥΡΙΕΣ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ 15 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 19 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Περιεχόµενα. Κεφάλαιο Πρώτο Από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο έως την παραχώρηση της Κύπρου στους Βρετανούς Πρώτο τµήµα: Η κυριαρχία των υτικών

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Σ ΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ Σ ΤΟ Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο αγώνας δρόμου του Αρχιεπισκόπου. Τι είπε με τους Κληρικούς. Δείτε το υπόμνημα

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Όλο το παρασκήνιο από τη συνάντηση Γαβρόγλου με την επιτροπή του Φαναρίου- Επί ποδός η Κρήτη- Δεν πείθεται ο ΙΣΚΕ (βίντεο)

ΛΥΚΕΙΟ ΣΟΛΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2009 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 26 Μαΐου 2009 ΩΡΑ: 07:45-10:15

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

α. Η περίοδος της οθωμανικής κατοχής

Χρήστος Κηπουρός Κεμαλικότεροι του Κεμάλ Θράκη 2006,


Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Ιστορικές στιγμές στο μακρινό Σύνδεϊ Δείτε το βίντεο με την ενθρόνιση του νέου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας- Όλες οι ομιλίες

_ _scope7 1 Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

2. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία

Παύλεια. digitalarchive

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: Βαθμός: Ολογράφως:..

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

Ιστορία. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 16 Σεπτεμβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ιστορία & Εκπαίδευση]

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΑΝΝΙΔΗ ΣΤΑΘΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

1 η Αιτία: 2 η Αιτία: 3 η Αιτία:

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ. Μαρία Παντελή Γιώργος Βασιλείου

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΤΑΞΗ: Γ. Ονοματεπώνυμο:. Τμήμα:...

Θεσμοί Ευρωπαϊκών Λαών Ι 19 ος -20 ος αιώνας

Κεφάλαιο 5. Η Θράκη, η Μικρά Ασία και ο Πόντος, ακµαία ελληνικά κέντρα (σελ )

Ομιλία στην Σχολική Εορτή των Τριών Ιεραρχών Γυμνάσιο Ξυλοφάγου

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Της Μαρίας Αποστόλα

Σχέδιο Δράσης για για τη Δημοκατία της Ισότητας

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

αντιπροσωπεύουν περίπου το τέσσερα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού διαμορφώνονται νέες συνθήκες και δεδομένα που απαιτούν νέους τρόπους

5 Φεβρουαρίου «Κυπριακῷ τῷ τρόπῳ» Πολιτισμός / Εκθέσεις

ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥΡΚΙΑ. Αξιολογώντας το παρελθόν και το παρόν, προβλέποντας το μέλλον

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Ντοκουμέντο: Ο Αρχιεπ. Αμερικής στον Γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας. Δηλώνει στήριξη στα Μοναστήρια και ευγνωμοσύνη στον Γέροντα (ηχητικό)

Αυτονομία σχολικής μονάδας στο κυπριακό εκπαιδευτικό συγκείμενο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 9 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Αντικείμενο και πλαίσιο της εργασίας...

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑÏΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Το Β μέρος της συνέντευξης του Μητρ. Βελγίου στο «Φως Φαναρίου»

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ Θ.Ε.: ΕΠΟ 11 Κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ευρώπης

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΝΑΒΡΥΤΩΝ ΣΧ.ΕΤΟΣ : ΤΑΞΗ : Α 1 ΜΑΘΗΜΑ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓ: ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΡΒΑΡΑ

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού υπό τον τίτλο «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και

Κοινή Γνώμη. Κολέγιο CDA ΔΗΣ 110 Κομμωτική Καρολίνα Κυπριανού 11/02/2015

Φιλική Εταιρεία. Τόπος Ίδρυσης Χρόνος Ίδρυσης Ιδρυτικά. Οδησσός. 14 Σεπτεµβρίου Νικόλαος Σκουφάς Αθανάσιος Τσακάλωφ Εµµανουήλ Ξάνθος

Η εποχή του Ναπολέοντα ( ) και το Συνέδριο της Βιέννης (1815)

Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι. Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης)

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Μητρ. Δημητριάδος: Το επιχειρούμενο Σύνταγμα θα αναιρεί τον εαυτό του

Ιστορική Αναδρομή. Νεολιθική Εποχή ( π.χ.)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΦΟΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ

Το δύσκολο διάστημα προς την Ιεραρχία

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ Το εξεταστικό δοκίμιο αποτελείται από έξι (6) σελίδες.

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

1 Ος ΥΠΟ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΧΟΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Το «Ενωτικό συμβούλιο».ο Καταστατικός Χάρτης και οι φωτογραφίες που δόθηκαν στη δημοσιότητα. Μήνυμα με νόημα από τον Ποροσένκο.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Περί Πρωτείων ο λόγος...

Διακήρυξη. των Δικαιωμάτων. και Ευθυνών. των Εθελοντών ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Θέμα: Η εξάπλωση του σχολείου - Η γένεση του κοινωνικού ανθρώπου.

Transcript:

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΥΠΡΟΥ Μιχάλης Ν. Μιχαήλ Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την Κύπρο σε ένα από τα πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν στη Βρετανία για το νησί, ο βρετανός αξιωματούχος Χ. Ντίξον αναφέρει μεταξύ άλλων την εντύπωση που του προκάλεσε η συνύπαρξη του Οθωμανού πασά με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: Ο κάθε ένας ήταν πρίγκιπας για τον δικό του κόσμο και έφερε τα δικά του σύμβολα αφοσίωσης και τον τίτλο του και την δική του επίσημη στολή. Ο πασάς ήταν η Αυτού Εξοχότητα και η Αυτού Υψηλότητα. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν η Αυτού Εξοχότητα και η Αυτού Μακαριότητα. Ο κοσμικός κυβερνήτης κρατούσε τη ράβδο του κράτους, με χρυσό μήλο στην κορυφή και στολισμένη με δύο αλογοουρές. Ο πνευματικός ηγέτης, ντυμένος σε πορφυρό επίσημο ένδυμα, κρατούσε μια αυτοκρατορική ράβδο και υπέγραφε με κόκκινο μελάνι. [ ] Και έτσι, ενώ ο πασάς αντιπροσώπευε έναν ζωντανό σουλτάνο που διέμενε στον Βόσπορο, ο αρχιεπίσκοπος αντιπροσώπευε την μεγαλειότητα του Κωνσταντίνου, την Αυτοκρατορία του Κόσμου. Στο πιο πάνω απόσπασμα, καταγράφονται τα βυζαντινά προνόμια του Αρχιεπισκόπου Κύπρου ως σύμβολα της εξουσίας του σε έναν δικό του κόσμο. Ενώ από τη μια αναφέρεται η συνύπαρξη των εξουσιών αυτών, από την άλλη, τοποθετούνται ως εξουσίες διαφορετικών κόσμων. Ο Οθωμανός πασάς χαρακτηρίζεται ως ο κοσμικός κυβερνήτης με τα σύμβολά του να παραπέμπουν στην πολιτική του εξουσία. Ο Αρχιεπίσκοπος χαρακτηρίζεται ως ο πνευματικός ηγέτης, με τα σύμβολα του να παραπέμπουν σε έναν προγενέστερο κόσμο, αυτόν του Βυζαντίου και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Και στις δύο περιπτώσεις ο πασάς και ο Αρχιεπίσκοπος αντιπροσωπεύουν δύο εξουσίες, δύο κόσμους οι οποίοι ενώ συνυπάρχουν φαίνεται να μην έχουν σχέση ο ένας με τον άλλο. Ο διαχωρισμός που κάνει ο Βρετανός αξιωματούχος μεταξύ της πολιτικής εξουσίας του πασά και της πνευματικής εξουσίας του Αρχιεπισκόπου, μοιάζει να αφαιρεί από τον τελευταίο οποιαδήποτε πολιτική αρμοδιότητα, κάτι όμως που δεν μπορεί να αντανακλά την πραγματικότητα στο οθωμανικό κράτος ούτε βέβαια στην Κύπρο. Ακόμα, η αναφορά για τη χρήση των βυζαντινών συμβόλων μοιάζει να μην συνδέει τα σύμβολα αυτά με τον υπαρκτό κόσμο του οθωμανικού κράτους δημιουργώντας την εντύπωση ότι ο Αρχιεπίσκοπος και τα σύμβολα που χρησιμοποιεί παραπέμπουν σε έναν κόσμο μη οθωμανικό με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος και κατά συνέπεια και η Εκκλησία της Κύπρου να μην συνδέονται με την οθωμανική πραγματικότητα. Η ιστοριογραφία των τελευταίων δεκαετιών όμως, έχει καταδείξει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικότερα οι αρχιερείς της, αποτελούσαν μέρος του οθωμανικού κράτους. Το βασικότερο ερώτημα που προκύπτει από αυτό το απόσπασμα είναι κατά πόσον τα σύμβολα αυτά έρχονται να τονίσουν και να καθιερώσουν μια εξουσία μη οθωμανική, μια εξουσία περισσότερο πνευματική, έναν διαφορετικό κόσμο όπως αναφέρει και ο Χ. Ντίξον ή αν τα σύμβολα αυτά έρχονται ακριβώς για να τονίσουν την πολιτική 1

εξουσία του Αρχιεπισκόπου η οποία βασίζεται στο οθωμανικό πλαίσιο και το καθεστώς της Εκκλησίας της Κύπρου. Μήπως δηλαδή και οι δύο εξουσίες που αναφέρονται στο απόσπασμα αντιπροσωπεύουν τον υπαρκτό για εκείνη την στιγμή οθωμανικό κόσμο και πιο συγκεκριμένα την υπαρκτή εξουσία του Οθωμανού σουλτάνου, ενός ζωντανού σουλτάνου, μέσα από τη χρήση διαφορετικών συμβόλων; Εάν ναι, μήπως τελικά τα βυζαντινά σύμβολα όπως χρησιμοποιούνται τη συγκεκριμένη περίοδο, δεν αποτελούν παρά σύμβολα οθωμανικής πολιτικής εξουσίας; Καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, σημαίνει ότι ο χαρακτήρας ή καλύτερα το περιεχόμενο της οθωμανικής πολιτικής εξουσίας της συγκεκριμένης περιόδου είναι ένα πολυσύνθετο στοιχείο και σίγουρα δεν είναι στατικό. Η βασική μου θέση είναι ότι η χρήση βυζαντινών συμβόλων σε πρώτο επίπεδο και η προσπάθεια για προώθηση ενός ελληνόγλωσσου πολιτισμού εντός του οθωμανικού κράτους εκ μέρους των αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου, από το δεύτερο μισό του 18 ου αιώνα και έπειτα, αποτελούν προσπάθεια διαφοροποίησης, αλλά όχι ακύρωσης, του οθωμανικού χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας των αρχιερέων. Ταυτόχρονα, η χρήση αυτών των συμβόλων είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική εξουσία που ο Σουλτάνος εκχωρεί στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και όχι με μια πνευματική εξουσία. Πρόκειται δηλαδή για σύμβολα τα οποία αποτελούν στοιχεία του πλαισίου εξουσίας του οθωμανικού παρόντος. Η πρακτική αυτή δεν αφορά μόνο την Κύπρο αλλά διάφορες περιοχές του οθωμανικού κράτους όπως για παράδειγμα τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, με τους Φαναριώτες να προωθούν την ανάπτυξη ενός ελληνόγλωσσου πολιτισμού, να προβάλλουν βυζαντινά στοιχεία σε ότι αφορά τους ίδιους και την καταγωγή τους, πάντοτε όμως εντός του πλαισίου της οθωμανικής τους εξουσίας. Σε αντίθεση με την κλασική περίοδο του οθωμανικού κράτους, στην περίοδο των διαφοροποιήσεων και κυρίως από τα μέσα του 18 ου αιώνα και έπειτα, ο οθωμανικός χαρακτήρας της πολιτικής εξουσίας ή καλύτερα η σύνθεση αυτού του χαρακτήρα, δεν είναι κάτι που ορίζεται μόνο από το αυτοκρατορικό κέντρο αλλά υπάρχει η δυνατότητα των τοπικών εξουσιών να συμβάλουν σε μια ανασύνθεσή του. Με σκοπό την τοποθέτηση της χρήσης των βυζαντινών προνομίων των Αρχιεπισκόπων Κύπρου στο ιστορικό τους πλαίσιο, επιβάλλεται μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία τους. Σύμφωνα με την παράδοση και όχι τις ιστορικές πηγές, ο Αυτοκράτορας Ζήνωνας παραχώρησε το 470 στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ανθέμιο και τους διαδόχους του τρία σημαντικά προνόμια. Αυτά είναι το δικαίωμα να υπογράφουν με κόκκινο μελάνι, να φορούν αυτοκρατορικό πορφυρό μανδύα και να φέρουν αυτοκρατορικό σκήπτρο. Ο Βενέδικτος Εγγλεζάκης, ένας Κύπριος ιστορικός και ταυτόχρονα κληρικός, αναφέρει ότι οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν τίποτα για τον θρύλο αυτών των προνομίων. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία που έχουμε για τα προνόμια που παραχωρήθηκαν από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ζήνωνα είναι στα 1676, έναν αιώνα περίπου μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς (1571), στην πράξη της εκλογής και χειροτονίας του Επισκόπου Τριμυθούντος και Προέδρου Πάφου Νεκταρίου. Η υπογραφή με κόκκινο μελάνι από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, καθίσταται περισσότερο διακριτή και πιο μόνιμη μόνο μετά τις αρχές του 17 ου αιώνα, λίγες δηλαδή δεκαετίες μετά την οθωμανική κατάκτηση, γεγονός που καταδεικνύει την διάθεση των Αρχιεπισκόπων της Εκκλησίας της Κύπρου να τονίζουν αυτά τα σύμβολα στην αλληλογραφία τους. Στον 19 ο αιώνα, η χρήση αυτή καθιερώνεται και ο 2

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είναι πάντοτε συνδεδεμένος με τα βυζαντινά του προνόμια. Στο Αρχείο Αοιδίμων Αρχιεπισκόπων Κύπρου υπάρχουν έγγραφα στα οποία ο Αρχιεπίσκοπος υπογράφει με κόκκινο μελάνι ενώ ακόμα και η σφραγίδα του με τον τίτλο του στην οθωμανική γραφή, είναι και αυτή κόκκινη. Ο αυτοκρατορικός μανδύας χρησιμοποιείται από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου στις εκκλησιαστικές λειτουργίες γεγονός που δυσκολεύει την ανίχνευση της εντονότερης χρήσης του. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ειδικά ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός εμφανιζόταν με τον αυτοκρατορικό του μανδύα και σε άλλες περιπτώσεις. Η χρήση αυτή παραμένει έντονη και στη μετά τον Κυπριανό περίοδο, αφού το απόσπασμα του Χ. Ντίξον αναφέρεται στον Αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο. Σε σχέση με το αυτοκρατορικό σκήπτρο, ο Εγγλεζάκης αναφέρει ότι η αρχαιότερη γνωστή εικόνα του αρχιεπισκοπικού σκήπτρου ανάγεται στην αρχιεπισκοπεία του Νικηφόρου (1641-1674). Οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για τη χρήση αυτών των συμβόλων από τον 17 ου αιώνα και έπειτα, δημιουργούν την πεποίθηση ότι πριν την κατάκτηση της Κύπρου από τα οθωμανικά στρατεύματα και φυσικά πριν την κατάργηση του αρχιεπισκοπικού θρόνου της Εκκλησίας της Κύπρου από την Καθολική Εκκλησία, οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου είτε δεν χρησιμοποιούν καθόλου αυτά τα σύμβολα, είτε αυτό γίνεται σε πολύ μικρό βαθμό. Η χρήση των συμβόλων που φαίνεται να αρχίζει στον 17 ο αιώνα, κατά την οθωμανική περίοδο δηλαδή, πρέπει να συνδυαστεί με την προσπάθεια που γίνεται εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου να επιβάλει τον έλεγχό του στην Εκκλησία της Κύπρου και την προσπάθεια των Αρχιεπισκόπων Κύπρου να τονίζουν το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου και την ανεξαρτησία των ιεραρχών της. Η εξέλιξη αυτή πρέπει να συνδέεται με την προσπάθεια του Πατριαρχείου για επιβολή ελέγχου σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες του οθωμανικού χώρου και καθιέρωσή του ως του πραγματικού διοικητικού κέντρου της Ορθοδοξίας, κάτι που γίνεται κατορθωτό στα μέσα του 18 ου αιώνα. Η προσπάθεια για επιβολή ελέγχου εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Εκκλησία της Κύπρου, διαφαίνεται μέσα από τις διαδικασίες εκλογής των προκαθημένων της κυπριακής Εκκλησίας, με κύριο χαρακτηριστικό των διαδικασιών αυτών, τον ισχυρό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο ρόλος αυτός είναι έντονος για έναν περίπου αιώνα μετά την οθωμανική κατάκτηση. Από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα όμως, μετά και τις δύο σημαντικές αναβαθμίσεις του ρόλου των Κυπρίων αρχιερέων που γίνονται το 1660 και το 1754, φαίνεται ότι αυτοί επιτυγχάνουν μια απευθείας συνεννόηση με την Υψηλή Πύλη, η οποία ευνοεί την αύξηση της δικής τους εξουσίας τους. Αυτό που επιδιώκεται λοιπόν από τους αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου, είναι η απεξάρτησή τους από έναν απόλυτο έλεγχο του Πατριαρχείου μέσω της απευθείας συνεννόησής τους με την Υψηλή Πύλη. Μέχρι και τα μέσα του 18 ου αιώνα λοιπόν, η χρήση των βυζαντινών προνομίων των Αρχιεπισκόπων της Εκκλησίας της Κύπρου φαίνεται ότι τονίζει τη διάθεση των αρχιερέων για μια πιο αυτόνομη λειτουργία τους και περιορισμό του ελέγχου εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η χρήση των βυζαντινών συμβόλων φαίνεται να γίνεται εντονότερη κατά τους επόμενους αιώνες. Η τάση αυτή καθώς και οι προσπάθειες των αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου για λειτουργία σχολείων ελληνικής γλώσσας, δεν μπορούν να είναι άσχετες με την εξάπλωση μιας παρόμοιας ιδεολογίας, της προσπάθειας για διάδοση ενός ελληνόγλωσσου πολιτισμού και της πεφωτισμένης δεσποτείας εντός του οθωμανικού κράτους από τους Φαναριώτες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες κατά τη διάρκεια του 18 ου αιώνα. Όπως οι Φαναριώτες, έτσι και οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου 3

κατά την οθωμανική περίοδο κυρίως από τα μέσα του 18 ου αιώνα και έπειτα, λειτουργούν ως οι πολιτικοί αξιωματούχοι οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με αρμοδιότητες και καθήκοντα στην οθωμανική Κύπρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 19 ου αιώνα, τον Ιούνιο του 1806, ο Γάλλος πρόξενος στο νησί αναφέρει σε επιστολή του προς τον Γάλλο πρέσβη στην Κωνστναντινούπολη ότι οι επίσκοποι στην Κύπρο «ἴσως ἤλπιζον νὰ γένωνται πρίγκηπες ὅπως οἱ τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Μολδαβίας». Από τα μέσα του 18 ου αιώνα λοιπόν, οι αρχιερείς της Κύπρου φαίνεται ότι λειτουργούν ως σημαντικοί φορείς εξουσίας μέσα σε ένα οθωμανικό πλαίσιο το οποίο είχε ήδη αρχίσει να γνωρίζει μεγάλες διαφοροποιήσεις. Πρόκειται για μια περίοδο ανασύνθεσης του παραδοσιακού χαρακτήρα της αυτοκρατορίας κυρίως σε σχέση με την τοπική εξουσία. Σε αυτή τη διαδικασία της σύνθεσης του χαρακτήρα της οθωμανικής πολιτικής εξουσίας μοιάζει να εντάσσεται και η τάση για χρήση εκ μέρους των Αρχιεπισκόπων Κύπρου συμβόλων που παραπέμπουν στον βυζαντινό κόσμο. Εφόσον όμως αυτό αποτελεί προσπάθεια που σχετίζεται άμεσα με την ελέω Σουλτάνου οθωμανική πολιτική τους εξουσία, δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας όπως αυτό διαμορφώνεται εκείνη την περίοδο. Όπως νεότερες ιστορικές προσεγγίσεις καταδεικνύουν, η τοπική εξουσία στην οθωμανική περιφέρεια συμβάδιζε με την οθωμανοποίηση του χώρου, συνυπήρχε με αυτήν και δεν ήταν εκτός του οθωμανικού πλαισίου. Ειδικότερα στην περίπτωση της Κύπρου που αποτελεί και το παράδειγμά μας και κατακτήθηκε από το οθωμανικό κράτος την περίοδο όπου αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις, μπορούν να επισημανθούν διάφοροι παράγοντες οι οποίοι έδιναν τη δυνατότητα σε μη μουσουλμάνους οι οποίοι ήταν φορείς εξουσίας να ορίζουν και να προβάλλουν με ένα δικό τους τρόπο καθώς και με δικά τους σύμβολα τον οθωμανικό χαρακτήρα της πολιτικής τους εξουσίας. Τέτοιοι παράγοντες είναι: Πρώτον, η πορεία του οθωμανικού κράτους από τα τέλη του 16 ου αιώνα και έπειτα, μια πορεία διαφοροποίησης του οθωμανικού πλαισίου σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Από τα τέλη του 16 ου αιώνα και έπειτα, η ευρύτερη διάδοση του συστήματος εκμίσθωσης των φορολογικών προσόδων ευνόησε την ανάδειξη τοπικών θεσμών εξουσίας. Αυτή ακριβώς η ανάδειξη η οποία αργότερα ευνοείται από την Υψηλή Πύλη, όπως δείχνει και το παράδειγμα της Κύπρου, επέτρεψε στην Υψηλή Πύλη να συνεχίσει να ασκεί την κυριαρχία της στην περιφέρεια, παρά την αύξηση στην κατάχρηση εξουσίας που πολύ συχνά αναφέρεται ότι υπήρχε. Το σημαντικότερο σε ότι αφορά την πολιτική εξουσία στην περιφέρεια, για όλη την περίοδο μέχρι και τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, είναι η ανάδειξη των τοπικών εξουσιών μέσω των οποίων η Υψηλή Πύλη μπορεί να διαιωνίσει τον οθωμανικό χαρακτήρα της επικράτειας. Ανάδειξη διαφορετικών εξουσιών σε διαφορετικές περιοχές του οθωμανικού κράτους, κυρίως στην περιφέρεια, με ένα ουσιαστικό όμως κοινό στοιχείο: Όλες οι εξουσίες αποτελούν οθωμανικές εξουσίες και λειτουργούν εντός του οθωμανικού πλαισίου χωρίς το οποίο η ανάδειξή τους θα ήταν αδύνατη. Η εξουσία των Φαναριωτών ηγεμόνων δεν θα ήταν εφικτή εάν δεν υπήρχε η βούληση του Σουλτάνου και οι συγκεκριμένες πραγματικότητες. Με τον ίδιο τρόπο, η εξουσία των αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου δεν θα ήταν εφικτή εάν δεν υπήρχε η σουλτανική βούληση και οι πραγματικότητες που καθιστούν την αναβάθμιση του ρόλου των αρχιερέων αναγκαία. Σταδιακά όμως, αυτές οι τοπικές εξουσίες θα προσδώσουν στον οθωμανικό χαρακτήρα της εξουσίας και του χώρου στον οποίο 4

βρίσκονται τα δικά τους χαρακτηριστικά στοιχεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιδιώκουν ανατροπή του οθωμανικού πλαισίου και ανεξαρτητοποίησή τους. Το σχήμα λοιπόν μοιάζει να είναι η σταδιακή και σταθερή ανάδειξη των τοπικών εξουσιών ως μια εξέλιξη η οποία συμβαδίζει με μια ανασύνθεση του οθωμανικού χαρακτήρα στις περιοχές της κάθε εξουσίας με κύριο ζητούμενο τη λειτουργία του οθωμανικού κράτους μέσα σε νέες πραγματικότητες. Δεύτερον, στην σταδιακή αλλά σταθερή συγκρότηση της Εκκλησίας της Κύπρου σε θεσμό πολιτικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, κάτι που δεν είναι άσχετο με τον πρώτο παράγοντα. Αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου η Υψηλή Πύλη, με βάση το πρότυπο των σχέσεων της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και για σημαντικούς στρατιωτικοπολιτικούς στόχους, προχωρεί σε μια ανασύσταση της Εκκλησίας της Κύπρου και ανάδειξη των αρχιερέων της σε σημαντικές μορφές πολιτικής εξουσίας. Σταδιακά, και μέσα στο πλαίσιο που οι εξελίξεις του οθωμανικού χώρου ορίζουν, η Εκκλησία της Κύπρου στο πρόσωπο των αρχιερέων της καθίσταται ο σημαντικότερος θεσμός πολιτικής εξουσίας στο νησί. Βασικό στοιχείο αυτής της πολιτικής εξουσίας είναι η οθωμανική της προέλευση: Ο Αρχιεπίσκοπος και οι Επίσκοποι είναι φορείς εξουσίας επειδή αυτό επιτρέπει αλλά και επιβάλλει η οθωμανική τάξη πραγμάτων. Κάθε εξουσία, κάθε αρμοδιότητα απορρέει από τη σουλτανική βούληση και μόνο. Ο Αρχιεπίσκοπος είναι Αρχιεπίσκοπος επειδή το σουλτανικό βεράτιο του χορήγησε την αρχιεπισκοπική ιδιότητα και μόνο στη βάση του βερατίου του μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα του. Την ίδια στιγμή που το πλαίσιο της οθωμανικής εξουσίας ορίζεται από το αυτοκρατορικό κέντρο όμως, και εξαιτίας των εξελίξεων στο οθωμανικό κράτος μετά τον 17 ο αιώνα, οι αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου θα έχουν την ευχέρεια να συμβάλουν αλλά και να διαφοροποιήσουν αυτό το πλαίσιο, τουλάχιστον στον κυπριακό χώρο, το οποίο ενώ θα εξαρτάται άμεσα από τη διατήρηση της σουλτανικής εξουσίας, θα είναι ταυτόχρονα και ο χώρος στον οποίο νέες ιδεολογίες θα αρχίσουν να εξαπλώνονται. Η ανάδειξη της Εκκλησίας ως πολιτικού θεσμού και των αρχιερέων ως φορέων πολιτικής εξουσίας, λειτούργησε αμφίδρομα. Όσο το οθωμανικό κράτος βρισκόταν στην ανάγκη να αναδεικνύει περιφερειακές εξουσίες οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διατήρηση του οθωμανικού χαρακτήρα του χώρου και κυρίως στη διατήρηση ενός πολιτικού ελέγχου εκ μέρους της Υψηλής Πύλης, τόσο η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να αναπτύσσει μηχανισμούς και λογικές πολιτικής δραστηριότητας. Όσο όμως η Εκκλησία της Κύπρου οργανώνεται και οι αρχιερείς της λειτουργούν ως κοσμική εξουσία, τόσο το οθωμανικό κράτος στηρίζεται στον εκκλησιαστικό θεσμό για τη διατήρηση ελέγχου στην συγκεκριμένη περιοχή της περιφέρειάς του. Η σταδιακή αναβάθμιση του ρόλου των αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου δείχνει να συνδέεται με την εντονότερη χρήση των βυζαντινών συμβόλων και τη δυνατότητα που αποκτούσαν οι ίδιοι ως φορείς εξουσίας σε τοπικό επίπεδο για ανασύνθεση του οθωμανικού χαρακτήρα της εξουσίας. Το 1754, με σουλτανικό φιρμάνι, οι αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου αναγνωρίζονται ως κοτζαμπάσηδες (kocabaşı) του νησιού οι οποίοι θα είχαν την ευθύνη ετοιμασίας αναφορών προς την Υψηλή Πύλη και άμεση πρόσβαση στο Παλάτι. Το γεγονός ότι στην Κύπρο οι αρχιερείς διαδραματίζουν ταυτόχρονα και το ρόλο του κοτζάμπαση, κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντικό, αφού, η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά περιθωριοποιούσε ή τουλάχιστον αποδυνάμωνε την άνοδο στη σφαίρα 5

της πολιτικής εξουσίας, διαφόρων λαϊκών. Η ταύτιση του θεσμού των κοτζαμπάσηδων με τους αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου, κάτι που παρουσιάζεται μόνο στην Κύπρο και όχι σε άλλες περιοχές, σημαίνει ότι στο νησί δεν υπήρχε, τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή, σημαντική κοινωνική εξέλιξη αλλά ούτε και ανατρεπτική δυνατότητα, αφού ο πλουτισμός ενός μικρού αριθμού προσώπων συνέβαινε μέσα στο πλαίσιο που επέβαλλε η οθωμανική εξουσία και ελεγχόταν από την ίδια την Εκκλησία. Σε μια εποχή δηλαδή όπου σε ό,τι αφορά τους Ορθοδόξους, παρουσιάζεται μια σημαντική κοινωνική εξέλιξη και εμφανίζονται λαϊκοί να διεκδικούν πολιτική αρμοδιότητα, στην Κύπρο τη θέση αυτών των λαϊκών διατηρούν οι ίδιοι οι αρχιερείς που εκφράζουν την αντίληψη ενός εκκλησιαστικού θεσμού. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτική εξουσία των ιεραρχών στο ποίμνιό τους διευρύνεται, και σταδιακά δημιουργείται το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Εκκλησία της Κύπρου θα διαδραματίσει για τους Ορθοδόξους, τον ρόλο της πολιτικής Αρχής, ενταγμένης όμως στο οθωμανικό πλαίσιο εξουσίας και χωρίς οι ιεράρχες να αμφισβητούν τη νομιμοποιητική Αρχή της πολιτικής τους εξουσίας, δηλαδή τον Σουλτάνο. Τρίτον, οι εξελίξεις στον Ορθόδοξο κόσμο του οθωμανικού χώρου, ενός κόσμου ο οποίος επηρεάζεται και από τις εξελίξεις εκτός του οθωμανικού κράτους. Στα τέλη του 18 ου αιώνα εμφανίζεται και στην Κύπρο μια αδύναμη αλλά υπαρκτή οθωμανορθόδοξη τάξη η οποία αναδείχθηκε μέσα από την οικονομική της δραστηριότητα τόσο σε σχέση με το εμπόριο όσο και σε σχέση με τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς του οθωμανικού κράτους. Κυρίαρχη προσωπικότητα αυτής της τάξης στον κυπριακό χώρο είναι ο δραγομάνος του σαραγιού Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος ο οποίος χάρη στην οικονομική του δύναμη αλλά και τις διασυνδέσεις του στο αυτοκρατορικό κέντρο, κατάφερε να γίνει για ένα διάστημα ο ισχυρότερος Ορθόδοξος μη κληρικός πολιτικός αξιωματούχος στο νησί. Η εξέγερση του 1804 και το αποτέλεσμά της, δηλαδή η αναγκαστική φυγή του Κορνέσιου από την Κύπρο και η ανάδειξη του Κυπριανού ως της ισχυρότερης πολιτικής εξουσίας στο νησί, αφήνει τους Κύπριους αρχιερείς ως τη μοναδική εξουσία σε επίπεδο Ορθοδόξων στην Κύπρο. Την ίδια περίοδο, οι Φαναριώτες ηγεμόνες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες αποτελούν στην ουσία τους τοπικούς πολιτικούς άρχοντες οι οποίοι διοικούν στο όνομα του οθωμανού Σουλτάνου ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να διαδώσουν έναν ελληνόγλωσσο ορθόδοξο πολιτισμό στον οποίο οι ίδιοι αποτελούν την διοικητική ελίτ. Ωστόσο, η δράση των Φαναριωτιών ηγεμόνων στις περιοχές αυτές κατά τον 18 ο αιώνα, δεν πρέπει να συνδυάζεται με μια εθνικιστική ιδεολογία, στην οποία φαίνεται να αντιτάχθηκαν. Οι Φαναριώτες ηγεμόνες πίστευαν στην ανάγκη συνεργασίας με την οθωμανική εξουσία, χωρίς την οποία εξάλλου, θα αναιρούσαν την ίδια τους την ύπαρξη. Ενδεχόμενη διάλυση της αυτοκρατορίας σήμαινε και απώλεια του πολιτικού τους ρόλου στην περιφέρειά της. Προβλήθηκαν ως συνεχιστές της βυζαντινής παράδοσης και κυρίως των βυζαντινών αυτοκρατόρων στο ρόλο του προστάτη της ορθόδοξης πίστης αλλά και του Γένους των Ρωμαίων. Επιδίωκαν δηλαδή να εμφανίζονται ως οι ηγεμόνες που ενώ από τη μια διασφάλιζαν μια οθωμανική τάξη πραγμάτων απ όπου απέρρεε και η δική τους εξουσία από την άλλη, φρόντιζαν για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και την ανάπτυξη του πολιτισμού. Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο, τα βυζαντινά σύμβολα των Αρχιεπισκόπων της Κύπρου ή τουλάχιστον σύμβολα που παραπέμπουν στον βυζαντινό κόσμο, αποτελούν στοιχεία μιας ανασύνθεσης του χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας, σε έναν οθωμανικό χώρο που μεταβάλλεται και 6

χάνει την κλασική του μορφή. Στην περίπτωση των Αρχιεπισκόπων της Εκκλησίας της Κύπρου, η παραπομπή στο βυζαντινό παρελθόν μέσα από σύμβολα που ορίζονταν ως βυζαντινά, ήταν πιο εύκολη. Ο Ορθόδοξος εκκλησιαστικός θεσμός σε επίπεδο Οικουμενικού Πατριαρχείου, στενά συνδεδεμένος με το αυτοκρατορικό Βυζάντιο, ήταν εξάλλου και ο μόνος θεσμός της βυζαντινής πραγματικότητας που πέρασε σχεδόν αλώβητος στη πολιτική τάξη πραγμάτων που δημιουργήθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η αρχιερατεία του Κυπριανού (1810-1821) χαρακτηρίζεται για το νησί ως περίοδος μιας νέας ιδεολογίας σε σχέση με την παραδοσιακή εκκλησιαστική πολιτική της οθωμανικής περιόδου. Ο Κυπριανός, είναι βέβαιο ότι επηρεάστηκε από το έργο των Φαναριωτών ηγεμόνων στη Μολδαβία και Βλαχία, ενώ η εικοσάχρονη του παραμονή στις περιοχές αυτές του δημιούργησε την εντύπωση ότι η οθωμανική περιφέρεια μπορούσε να διοικηθεί με τον τρόπο που διοικούσαν οι Φαναριώτες, από έναν Ορθόδοξο δηλαδή αξιωματούχο που θα διόριζε η οθωμανική διοίκηση. Η εκκλησιαστική ιδιότητα του Κυπριανού ήταν ήδη ένας μορφωμένος ιερέας δημιουργούσε ένα πλαίσιο σχετικής ευκολίας στη χρήση βυζαντινών συμβόλων όπως ακριβώς έκαναν χρήση τους και οι Φαναριώτες ηγεμόνες. Μετά την παραμονή του σε μια οθωμανική περιφέρεια η οποία ήταν κάτω από τη διοίκηση ενός Ορθόδοξου Φαναριώτη Ηγεμόνα, ο Κυπριανός επιστρέφει στην οθωμανική Κύπρο. Σύμφωνα με τους βιογράφους του Κυπριανού, αυτό που τον χαρακτήριζε όταν επέστρεψε στην Κύπρο το 1802, ήταν η ανώτερη του Παιδεία και η διπλωματική και πολιτική του δεξιότητα προσόντα τα οποία απέκτησε από τη μακρά του συναναστροφή με τον ηγεμόνα της Βλαχίας. Λίγο μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Κυπριανός διορίζεται διαχειριστής του μετοχίου της Μονής Μαχαιρά και αργότερα Οικονόμος της Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Με τον διορισμό του στην πιο πάνω θέση, ο Κυπριανός βρίσκεται ένα μόλις βήμα μακριά από το κέντρο της πολιτικής εξουσίας στο νησί, τον θρόνο του Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Κύπρου. Η πορεία του καταδεικνύει την ισχυρή θέλησή του για ενασχόληση με την πολιτική στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ανώτατου κλήρου της Εκκλησίας της Κύπρου, ενώ, ο διορισμός του στη θέση του Οικονόμου, πρέπει να σχετίζεται με τη μόρφωσή του και τις διπλωματικές ικανότητές του. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραλείπεται και η αναφορά στον παράγοντα της συγκυρίας, αφού ο Κυπριανός επέστρεψε στην Κύπρο την περίοδο όπου ο γηραιός Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος δεν μπορούσε να ασκήσει με επιτυχία τα καθήκοντά του, ενώ, αρκετοί επεδίωκαν την αντικατάστασή του. Ως Οικονόμος της Αρχιεπισκοπής ο Κυπριανός ουσιαστικά διοικούσε την Εκκλησία, αφού ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ο οποίος βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία δεν ήταν σε θέση να ασκεί τα διοικητικά του καθήκοντα. Τον Ιούνιο του 1810 έφθασε στην Κύπρο φιρμάνι της κεντρικής διοίκησης στο οποίο ανακοινωνόταν η εξορία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και του Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσάνθου και ο διορισμός του Κυπριανού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Παρά το γεγονός ότι οι απόψεις για τις ενέργειες του Κυπριανού σε σχέση με την απομάκρυνση του γηραιού Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, διίστανται, αυτό που πρέπει να σημειωθεί, είναι ότι ο Κυπριανός διορίζεται Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μετά από συνοπτικές ενέργειες της Υψηλής Πύλης. Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός λειτούργησε όπως οι Φαναριώτες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αντιλαμβανόμενος τον ρόλο του 7

ως ένας Ορθόδοξος φορέας πολιτικής εξουσίας στην οθωμανική περιφέρεια προσπάθησε να προωθήσει τον ελληνόγλωσσο πολιτισμό μέσα από τη δημιουργία ελληνικών σχολών στο νησί και ταυτόχρονα, προτάσσει τα βυζαντινά σύμβολα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Το 1812, δύο μόλις χρόνια μετά την άνοδο του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, εγκαινιάζεται η Ελληνική Σχολή στη Λευκωσία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1819, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός συμβάλλει οικονομικά για την ίδρυση Ελληνικής Σχολής στη Λεμεσό ενώ ταυτόχρονα, αρχίζει τη λειτουργία της και παρόμοια Σχολή στον Στρόβολο της Λευκωσίας. Λειτουργώντας στο πιο πάνω πλαίσιο και προτάσσοντας τα βυζαντινά σύμβολα της εξουσίας του, ο Κυπριανός τονίζει ουσιαστικά την οθωμανική πολιτική του εξουσία. Η ανάλυση των παραστάσεων στο μελανοδοχείο του Κυπριανού από τον Βενέδικτο Εγγλεζάκη, καταδεικνύει τη θέλησή του να αναγνωρισθεί ως η νόμιμη και μοναδική πολιτική εξουσία στο νησί. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1815, αναφέρει σε ξένο περιηγητή στην Κύπρο, ότι ο ίδιος ήταν ανεξάρτητος από τους υπόλοιπους Πατριάρχες εξαιτίας των βυζαντινών αυτοκρατορικών του προνομίων, τα οποία χρησιμοποιεί. Τα σύμβολα αυτά, η υπογραφή με κόκκινο μελάνι, το αυτοκρατορικό σκήπτρο και ο αυτοκρατορικός μανδύας τα οποία θα θεσμοθετηθούν ακόμα πιο έντονα από τους διαδόχους του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, αποτελούν σύμβολα της οθωμανικής πολιτικής τους εξουσίας και ως τέτοια θα πρέπει να τα αντιλαμβανόμαστε. Μέσω αυτών των συμβόλων οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου κατά τον 19ο αιώνα διεκδικούσαν τη δική τους συμβολή στη σύνθεση του οθωμανικού χαρακτήρα της πολιτικής τους εξουσίας η οποία παρέμενε οθωμανική και δεν μπορούσε να βρίσκεται εκτός του οθωμανικού πλαισίου. Αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως την αυτόνομη πολιτική ηγεσία στο νησί πάντοτε όμως στο οθωμανικό πλαίσιο, γεγονός που προσδίδει στα σύμβολα που χρησιμοποιούν τον χαρακτήρα των συμβόλων μιας οθωμανικής πολιτικής εξουσίας. Γι αυτό το λόγο ο Αρχιεπίσκοπος που ο βρετανός αξιωματούχος Χέπγουωρθ Ντίξον βλέπει το 1878 να είναι ντυμένος με πορφυρό ένδυμα, να κρατάει μια αυτοκρατορική ράβδο και να υπογράφει με κόκκινο μελάνι, δεν αποτελεί απλά έναν πνευματικό ηγέτη, αλλά έναν ακόμα φορέα πολιτικής εξουσίας που αντιπροσωπεύει με τον δικό του τρόπο τον ζωντανό σουλτάνο που διέμενε στον Βόσπορο και όχι την μεγαλειότητα του Κωνσταντίνου, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. 8