ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η μονογραφία αυτή έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία σε σχέση με την πλούσια ιστορία ενός λαού που διατήρησε πολλές και ποικίλες επαφές με τον Ελληνισμό, σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Ειδικά οι σχέσεις αυτές αναπτύσσονται επιγραμματικά στο 6ο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο Ελληνισμός της Ρουμανίας». Κατά τη σύνθεση του έργου προσπάθησα να ακολουθήσω τη φιλοσοφία του Ρωμαίου ιστοριογράφου Τάκιτου («sine ira et studio» «δίχως πάθος και μεροληψία»). Παλαιότερα (1987), είχα επιχειρήσει μία επισκόπηση της ρουμανικής ιστορίας στο πλαίσιο της Μεγάλης Γενικής Εγκυκλοπαίδειας «Υδρίας». Η παρούσα, όμως, μορφή είναι κατά πολύ πληρέστερη και με αναλυτική βιβλιογραφία. Εκτός από το βασικό κορμό του έργου (κεφάλαια 1-4), θεώρησα σκόπιμο να ενσωματώσω και ένα 5ο κεφάλαιο («Ρουμανική γλώσσα, λογοτεχνία, τέχνες, Ρουμανική Εκκλησία»), που έχει γραφτεί από τους 11
ΦΛΟΡΙΝ ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ Μαρία Μαρινέσκου-Χύμου ( 1995) και δρ. Ηλία Φρατσέα, καθώς επίσης και ένα 6ο («Ο Ελληνισμός της Ρουμανίας»), όπου αξιοποίησα όλες τις γνωστές πηγές τις σχετικές με την αδιάψευστη παρουσία των εκπροσώπων του Ελληνισμού σε μία χώρα που τους αγκάλιασε φιλόξενα, και τέλος ένα ειδικό εκτενές χρονολογικό παράρτημα, όπου ο αναγνώστης θα έχει μία πλήρη κάτοψη της ρουμανικής ιστορίας από τις απαρχές της έως την εποχή μας. Το έργο κλείνει με μία επιλογή ειδικής βιβλιογραφίας αυτοτελών κυρίως έργων. Το βιβλίο αυτό οφείλει πολλά στη συνεχή ενθάρρυνση του φίλου και παλαιότερα συναδέλφου μου στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αλέξιου Σαββίδη, σήμερα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου (Ρόδος). Ευχαριστίες, επίσης, οφείλονται στο βυζαντινολόγο Ζήση Μελισσάκη, στην κα Μαρία Οικονομίδου και στο δρ. Γρηγόριο Μπαϊρακτάρη για τη φιλολογική τους συνεισφορά και επιμέλεια σε μέρη του κειμένου. Η άρτια παρουσίαση του βιβλίου οφείλεται στον ακούραστο εκδότη Κωνσταντίνο Ι. Κορίδη των εκδόσεων Ιωλκός. Αθήνα, 2006 Φλορίν Μαρινέσκου 12
Α ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΟΝ 8ο ΑΙΩΝΑ μ.χ. 1 Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο γεωγραφικό χώρο μεταξύ του ποταμού Δούναβη και των Καρπαθίων αποκαλύπτουν την ύπαρξη ανθρώπινων όντων, που έζησαν εκεί πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια. Συγκεκριμένα, η ανακάλυψη στην περιοχή «Κοιλάδα του Γκραουτσεάνου», του νομού Βάλτσεα, κομματιών από απολιθωμένα οστά ζώων, στον ίδιο χώρο μαζί με εργαλεία μακροχρόνιας χρήσης, φτιαγμένα από κόκαλα, που χρησίμευαν για χτύπημα, σύνθλιψη, κατακερματισμό, κοπή και διάτρηση (και των οποίων εργαλείων η κατασκευή απαιτεί νοημοσύνη), καθώς και η αναλογία παρόμοιων ανακαλύψεων της ηλικίας «Villafranche» που έγιναν στη Γαλλία, αποδεικνύουν την κατοίκηση αυτού του γεωγραφικού χώρου πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια. Νεότερες ανακαλύψεις (γύρω στα 1.000 εργαλεία από πυρόλιθο) στη δυτική Βλαχία, του τύπου chopping tools, εκτιμάται από τους αρχαιολόγους ότι ανήκουν χρονολογικά 1. Aπό την εμφάνιση των πρώτων μαρτυριών για παρουσία ανθρώπων στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, έως τον 8ο αι. μ.χ. 13
1. Νεολιθική κεραμική από το Κουκουτένι (Μολδαβία), σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στο Βουκουρέστι.
ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΟΙ στην περίοδο της Πρώιμης Παλαιολιθικής Εποχής (εποχή που τελειώνει γύρω στο 28.000 π.χ.). Η πρώτη ιστορική εποχή, δηλαδή η Παλαιολιθική, που τελειώνει το 10.000 π.χ. περίπου, χαρακτηρίζεται κυρίως από τη χρήση των πρώτων εργαλείων και όπλων από λαξευτή πέτρα. Σ αυτήν την εποχή, στη Ρουμανία αντιστοιχεί η εμφάνιση της λεγόμενης «cultura de prund», δηλαδή ένα σύνολο κεραμικών μορφών, των οποίων η ενιαία όψη χαρακτηρίζει μία συγκεκριμένη χρονολογική περίοδο και ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Απομεινάρια αυτού του πολιτισμού βρέθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού Άρτζες, στην περιοχή του Σιμπίου και στο Δούναβη, στην πόλη Τούρνου Μαγκουρέλε. Επίσης, παρόμοια απομεινάρια βρέθηκαν και στα σπήλαια Οχάμπα-Πονόρ και Τσικλοβίνα της Τρανσυλβανίας. Όλες οι περίοδοι που ακολούθησαν άφησαν στο γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ρουμανίας συγκεκριμένες κεραμικές μορφές αυτής της «κουλτούρας», οι οποίες έπαιρναν κάθε φορά το όνομά τους από την περιοχή όπου αναπτύσσονταν (π.χ. ο τύπος «Μπογιάν», ο τύπος «Γκουμέλνιτσα», ο τύπος «Χαμαντζία», που αναπτύχτηκε σε όλη την περιοχή της Δοβρουτσάς και χαρακτηρίζεται από ανθρωπομορφική πλαστική, κ.ά.). Στην Εποχή του Χαλκού αντιστοιχούν και οι τύποι «Βουκουρέστι», «Γκάρλα Μάρε», ενώ στην Εποχή του Σιδήρου ο τύπος «Μπασσαράμπι». Η αποδεδειγμένη ύπαρξη αυτών των τύπων πρωτόγονου πολιτισμού, φανερώνει μία συνεχή ανθρώπινη παρουσία στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Από την Εποχή του Σιδήρου χρονολογείται και η συγκεκριμενοποίηση, εθνολογικά και γλωσσολογικά, των Γετών και των Δακών, στο πλαίσιο της μεγάλης οικογένειας των θρακικών εθνών. Από 15
2. Ζωγραφισμένη δακική κεραμική, σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στο Βουκουρέστι.
ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΟΙ τον 8ο αι. π.χ. και εξής, παρατηρείται και η εμφάνιση των πρώτων γραπτών μαρτυριών (στην αρχή περί τοπωνυμίων και έπειτα περί ονομάτων των Γετών και των Δακών) σε Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, όπως ο Ησίοδος, ο Στράβων, ο Δίων Κάσσιος και ο Τρόγος Πομπήιος. Οι Γέτες, φυλή της νότιας Δοβρουτσάς, υπήρξαν οι πρώτοι με τους οποίους ήλθαν σε επαφή οι Έλληνες. Σταδιακά το όνομα αυτό επεκτάθηκε σε όλη τη Δακία. Οι δε Δάκες, κλάδος των Γετών, όπως έγραφε ο ιστορικός Τρόγος Πομπήιος, οι οποίοι κατοικούσαν αρχικά στα δυτικά Καρπάθια, ήλθαν σε επαφή με τους Ρωμαίους κατά το 2ο αι. μ.χ. και οι λατινικές πηγές προτιμούν αυτόν τον όρο για τους κατοίκους της Δακίας (οι Ρουμάνοι ιστορικοί χρησιμοποιούν τον όρο Γετο-Δάκες για όλες τις φυλές οι οποίες ήταν ομόγλωσσες, μιλούσαν δηλαδή αυτό που ονομάστηκε δακική γλώσσα, από την οποία δε σώθηκαν γραπτά κείμενα ωστόσο ο ποιητής Οβίδιος ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της εξορίας του στην πόλη Τόμις τη σημερινή Κοστάντζα συνέταξε ένα ποίημα στα δακικά από τη δακική γλώσσα σώθηκαν μόνο ξεχωριστές λέξεις, δηλαδή περίπου 1.150 ανθρωπωνύμια και 900 τοπωνύμια, όπως και η δακική ονομασία 57 ιατροφαρμακευτικών φυτών). Εξάλλου, σημαντική και πολύ συγκεκριμένη είναι η μαρτυρία του Ηροδότου, του συγγραφέα της πρώτης ιστορικής είδησης αναφορικά με τους Γέτες. Αναφέρεται, δηλαδή, το 514 π.χ., στην κατάκτηση από τον Πέρση βασιλιά Δαρείο Α, της περιοχής βόρεια του Δούναβη και των κατοίκων της, οι οποίοι υπήρξαν «οι πιο γενναίοι και οι πιο δίκαιοι ανάμεσα στους Θράκες». Άλλη μαρτυρία του Πτολεμαίου, που καταγράφεται σε μεταγενέστερες πηγές, δηλαδή από το Στράβωνα και τον Αρριανό, αναφέρεται σε μια 17
ΦΛΟΡΙΝ ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ επιδρομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον των Γετών, το 335 π.χ. Τέλος, η ονομασία Δακία εμφανίζεται κατά το δεύτερο μισό του 1ου μ.χ. αι. στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και στον Τάκιτο. Ο πρώτος σημαντικός ηγέτης των Γετο-Δακών, για τον οποίο έχουμε πληροφορίες, είναι ο Δρομιχέτης, ο οποίος πολέμησε επί αρκετά χρόνια (300-292 π.χ.) με το στρατηγό Λυσίμαχο, ηγεμόνα της Θράκης, που ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του στην περιοχή βόρεια του Δούναβη. Αφού νικήθηκε στην τελική μάχη του 292 π.χ., ο Λυσίμαχος συνθηκολόγησε με τον τοπικό βασιλιά. Ακολουθεί στην ιστορία των Γετο-Δακών μια περίοδος παρακμής και ταραχών εξαιτίας της εισβολής των Κελτών, μέχρι τον 1ο αι. π.χ., όταν ανέρχεται στην εξουσία ο Μπουρεμπίστα (Βουρεβίστας), ο πιο σημαντικός βασιλιάς της Δακίας. Ο ηγέτης αυτός ίδρυσε ένα βασίλειο μεγάλης έκτασης, τόσο βόρεια όσο και νότια του Δούναβη, το οποίο περιλάμβανε όχι μόνον όλες τις περιοχές που κατοικούσαν οι Γετο-Δάκες, αλλά και ορισμένες των γειτόνων τους Κελτών, Ιλλυριών και Θρακών και είχε ως πρωτεύουσα την Αρτζεντάβα. Η δραστήρια πολιτική του είχε καταστεί σοβαρός κίνδυνος για τους Ρωμαίους, κυρίως από το 48 π.χ., όταν ήρθε σε επαφή με τον Πομπήιο, αντίπαλο του Ιουλίου Καίσαρα. Ο τελευταίος ετοιμαζόταν να εισβάλει στη Δακία, αλλά τόσο ο ίδιος, όσο και ο Μπουρεμπίστα δολοφονήθηκαν το 44 π.χ., μετά από συνωμοσία εναντίον τους. Οι συγκρούσεις μεταξύ των Γετο-Δακών και των Ρωμαίων πολλαπλασιάσθηκαν από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία ο Ντέτσεμπαλ (ο γνωστός στις ελληνορωμαϊκές πηγές ως «Δεκέβαλος»), ενώ αυτοκράτορας των Ρωμαίων 18
ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΟΙ ήταν ο Δομιτιανός. Το 88 μ.χ. έγινε μία σκληρή μάχη στο Τάπε, που έληξε με «νίκη» μεν των Ρωμαίων, αλλά και με συνθήκη η οποία υποχρέωνε τους Ρωμαίους να σέβονται τη Δακία και να συνεισφέρουν στον εξοπλισμό της με πολεμικές μηχανές, με τεχνικούς και με χρήματα. Μετά το Δομιτιανό, ο αυτοκράτορας Τραϊανός (98-117) ξεκίνησε εκστρατεία με σκοπό την κατάκτηση της Δακίας. Ο πρώτος πόλεμος τελείωσε το έτος 102 με νίκη των Ρωμαίων. Τρία χρόνια αργότερα ο Τραϊανός ξεκίνησε μία δεύτερη εκστρατεία, που τελείωσε το 106 με την τελική επίθεση εναντίον της πρωτεύουσας της Δακίας, Σαρμιζεγετούσα. Ο Ντέτσεμπαλ αυτοκτόνησε, ενώ το κεφάλι του στάλθηκε στη Ρώμη, η οποία επί 123 μέρες γιόρταζε τη μεγάλη νίκη του Τραϊανού. Μετά από τον πόλεμο αυτόν, η Δακία μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, από την οποία οι Ρωμαίοι απέσπασαν εκτεταμένα πλούτη. Μόνο ο θησαυρός του Ντέτσεμπαλ περιλάμβανε, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, 165.000 κιλά χρυσό και 331.000 κιλά ασήμι. Με το θάνατο του Ντέτσεμπαλ εξαφανίζεται και το δακικό κράτος, αλλά όχι και οι πολίτες του. Ασφαλώς πολλοί από τους άντρες έπεσαν στις μάχες, όχι όμως και οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Εξάλλου, οι Ρωμαίοι δεν είχαν κανένα συμφέρον να αφανίσουν τον υπόλοιπο πληθυσμό, τους μελλοντικούς φορολογούμενους. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού δε μετακινήθηκε, αλλά έμεινε στη θέση του δουλεύοντας, υπηρετώντας στο ρωμαϊκό στρατό και συνηθίζοντας είτε από ανάγκη είτε από συμφέρον τη γλώσσα του κατακτητή. Επιγραφές που ανήκουν στην εποχή μετά τον Τραϊανό αποδεικνύουν την ύπαρξη δακικών μονάδων πεζικού και ιππικού, που πολεμούσαν όπως οι Ρωμαίοι στρατιώτες. 19
3. Το μνημείο του Adamclisi κτισμένο μετά τη νίκη των Ρωμαίων επί των Δακών.
ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΟΙ Μερικοί από αυτούς μάλιστα είχαν φθάσει και σε ανώτερους βαθμούς. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες και ειδικότερα η δακική κεραμική και η ύπαρξη τάφων με τρόπους ενταφιασμού που χαρακτηρίζουν τους Δάκες, καθώς και μερικά τοπωνύμια αποδεικνύουν ότι η ύπαρξη των Δακών συνεχίστηκε ασταμάτητα σε όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένες εξεγέρσεις του τοπικού πληθυσμού εναντίον των Ρωμαίων, όπως εκείνη που έγινε μετά το θάνατο του Τραϊανού και διάρκεσε 10 χρόνια (166-175). Εξάλλου, η νέα ρωμαϊκή επαρχία περιελάμβανε μόνο ένα μέρος της Δακίας (Ολτένια, Μπανάτ και περίπου όλη την Τρανσυλβανία). Στην υπόλοιπη επικράτεια εξακολουθούσαν να ζουν φυλές ελεύθερων Δακών (Κάρποι, Κοστοβόκοι, «Μεγάλοι Δάκες») υπό ρωμαϊκή επιτήρηση. Για την εξασφάλιση της τάξης στη νέα ρωμαϊκή επαρχία, ο Τραϊανός και οι διάδοχοί του την εποίκησαν με πληθυσμό από όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια: Ρωμαίους, Έλληνες, πληθυσμούς από τις περιοχές της Μ. Ασίας, Συρίας, Αφρικής και της Γαλατίας. Η νέα ρωμαϊκή επαρχία είχε διοικητική και στρατιωτική οργάνωση από τις πιο σύνθετες που υπήρχαν στην αυτοκρατορία. Κατά τη διάρκεια των ετών 106-271 οι επιδράσεις αυτής της οργάνωσης ήταν αποφασιστικές. Από τη συμβίωση των Δακών με τους Ρωμαίους, οι οποίοι ήταν εκπρόσωποι ενός ανώτερου πολιτισμού, γεννήθηκε ο ρουμανικός λαός, που έως σήμερα μιλά μία ρωμαϊκής προέλευσης γλώσσα, με λατινική υποδομή, αφού η μορφολογία, η σύνταξη και το λεξιλόγιό της είναι λατινικά. Εξάλλου από τους Ρωμαίους γεννήθηκε και η λέξη «Ρουμάνος». Το 271/2 ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός αποφάσισε να 21
4. Χρυσός θησαυρός στο Pietroasa.
ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΟΙ αποσύρει τη ρωμαϊκή διοίκηση από τη Δακία. Η κύρια αιτία αυτής της ενέργειας ήταν οι επιθέσεις βαρβάρων, όπως των Ούννων, των Αβάρων, των Κάρπιων, των Σαρματών, των Γεπίδων, αλλά κυρίως των Γότθων. Τα σύνορα της αυτοκρατορίας έπρεπε να περιοριστούν για την καλύτερη άμυνά τους. Αποσύρθηκαν, λοιπόν, οι λεγεώνες και η διοίκηση, καθώς και οι πλούσιοι κάτοικοι. Ο υπόλοιπος πληθυσμός, αγρότες, τεχνίτες, έμποροι, κάτοικοι των πόλεων, έμειναν, όπως αποδεικνύουν πολλές αρχαιολογικές μαρτυρίες (ευρήματα, επιγραφές, νομισματικοί θησαυροί), καθώς και τοπωνύμια. Παράλληλα, οι Δάκες Ρωμαίοι συνέχισαν τις επαφές τους με τους Ρωμαίους (που κυριαρχούσαν στον Κάτω Δούναβη), μέσω του λατινόφωνου Χριστιανισμού, των εμπορικών συναλλαγών και, τέλος, με τη χρησιμοποίηση ενός ρωμαϊκού στρατιωτικού συστήματος. Άλλωστε οι επαφές μαζί τους είχαν τις ρίζες τους πριν την κατάκτηση της Δακίας, με τη συνεχή παρουσία των Ρωμαίων εμπόρων για την αγορά των προϊόντων της Δακίας, του δικού τους νομίσματος, αλλά και με την παρουσία επίσης Ρωμαίων λιποτακτών στη ίδια περιοχή. Η ζώνη της ρωμαϊκής κατάκτησης ήταν η περιοχή μεταξύ των Καρπαθίων ανατολικά και του Δούναβη στα δυτικάνοτιοδυτικά, με κέντρο την Τρανσυλβανία. Σε αυτόν το χώρο δημιουργήθηκε ο ρουμανικός λαός, διαδικασία που κράτησε μέχρι το 10ο αι. και περιελάμβανε και την αφομοίωση των Σλάβων. Αυτοί οι τελευταίοι έφθασαν τον 6ο και κυρίως τον 7ο αι., και εγκαταστάθηκαν κατά βάση στην περιοχή παραπλεύρως του καρπαθοδουνάβιου χώρου, ενώ όσοι τελικά έμειναν στο χώρο αυτό αφομοιώθηκαν σιγά-σιγά από τον ντόπιο πληθυσμό. Αυτή η ειρηνική συμβίωση οδήγησε σε επι- 23
ΦΛΟΡΙΝ ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ δράσεις, τόσο στη γλώσσα, όσο και στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση των Δακο-Ρωμαίων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση της εμφάνισης της φεουδαρχίας. Συγκεκριμένα, περίπου το 16% του ρουμανικού λεξιλογίου, λέξεις που αναφέρονται στην οικογένεια, στις κοινωνικές τάξεις, στη θρησκεία, στη γεωργία, αλλά και σε ανθρώπινα προσόντα ή ελαττώματα, έχει σλαβική ρίζα. 24