Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σ.Μ. Βαλαμώτη. Ημερομηνία έγκρισης: 12 Οκτωβρίου 2009

Σχετικά έγγραφα
Ημερομηνία Έγκρισης : 14 Φεβρουαρίου 2011

Αρχαιοβοτανικές µελέτες στο Νεολιθικό Οικισµό Αυγής Καστοριάς

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σ. Μ. Βαλαμώτη. Ημερομηνία έγκρισης:

προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο της Προϊστορικής Αρχαιολογίας. - Επιφανειακή έρευνα Renfrew & Bahn 2001, κεφ. 3

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗ 03. ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ


ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

προϊόντων ένα τρίπτυχο: Ποιότητα Ασφάλεια καταναλωτή Περιβαλλοντική μέριμνα.

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Περιεχόμενα. Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... 13

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ:

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ

Πώς περνάμε τη μέρα μας;

ΣΠΙΤΙΑ & ΑΥΛΕΣ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΑΥΓΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ: ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ 5 ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΙ ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΧΩΡΟΙ

Κοινότητα 2.0: Τόπος Ταυτότητα Δίκτυα

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Ανδρέας Ανδρικόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Χίος, 9/04/2014

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

ΕΕΟ 11. Η χρήση στατιστικών εργαλείων στην εκτιμητική

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Α.Π.Θ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ


ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Nature Climate Change: Οι ελληνικές ποικιλίες πιο ανθεκτικές και λύση για την κλιματική αλλαγή

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΟΙΚΟΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ «ΠΥΛΗΣ ΑΞΙΟΥ»

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ» Μάθημα 6 «Βασικές μέθοδοι ποιοτικής & μικτής έρευνας»

Διδακτική πρόταση 2 1 : Οι μετακινήσεις ανθρώπων σε άλλες περιοχές της γης κατά την Αρχαϊκή Εποχή

ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016)

6.2 Ο ΜΟΝΟΠΛΕΥΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ SMIRNOV ΓΙΑ k ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ

Δάφνη Νικολαΐδου Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία

Γεωργία Ακριβείας και Ελληνική πραγματικότητα

Βιολογική Γεωργία. Χλωρά Λίπανση Φυτά. Θεωρία Βιολογική Γεωργία. Γεώργιος Δημόκας. * Καθηγητής Εφαρμογών - Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου 12 / 10 / 2015

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΘΕΣΠΙΣΤΗΚΕ ΣΤΙΣ 15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1972 ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΗΕ

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Κάιρο - Μελέτη περίπτωσης

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Η ενότητα της Συζήτησης στο δοκίμιο εμπειρικής έρευνας

Θέμα. Σωματική Υγιεινή και. Παιδική Ανάπτυξη

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

- Η νεολιθική στην Θεσσαλία -

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΜΕΡΟΣ Β

Εκτίμηση Αξιολόγηση της Μάθησης

Μία νέα οπτική στο τοπίο και στην οικιστική οργάνωση της Νεολιθικής Θεσσαλίας μέσα από τη συνεισφορά των γεωφυσικών διασκοπήσεων.

Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τους οικολογικούς παράγοντες:

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων

Τυπικό έδαφος (πηλώδες) μισοί πόροι αέρα άλλοι μισοί νερό. Νερό επηρεάζει χημική και φυσική συμπεριφορά Μέσο διάλυσης και μεταφοράς θρεπτικών

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΛΙΠΑΝΣΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ (ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Π.Ε. ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ)

Δασογεωργικά συστήματα Δρ. Άννα Σιδηροπούλου

Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές

Η κεραμική από τους Λάκκους 7 και 11 της πρώιμης νεολιθικής θέσης Ρεβενίων Κορινού

Αρχαιολογική διαχείριση μνημείων,

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Σουλτάνα-Μαρία Βαλαμώτη, Η αρχαιοβοτανική έρευνα της διατροφής στην προϊστορική Ελλάδα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2009 (224 σελίδες).

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΩ ΡΟΥ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

Transcript:

Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σ.Μ. Βαλαμώτη Ημερομηνία έγκρισης: 12 Οκτωβρίου 2009 Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Tμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα. i

Περιεχόμενα Ευχαριστίες Κατάλογος Εικόνων Κατάλογος Πινάκων Κατάλογος Πινάκων Παραρτήματος ii iv v vii vii 1. Εισαγωγή 1 1.1. Ορίζοντας τους όρους και τα ερωτήματα 2 1.2. Η ιστορία της αρχαιοβοτανικής επιστήμης: παρελθόν, παρόν και μέλλον 3 2. Φυτά και ανθρώπινη εγκατάσταση και δραστηριότητα στη νεολιθική βόρεια Ελλάδα 8 2.1. Τα είδη προς εκμετάλλευση 11 2.2. Πλεόνασμα και απορρίμματα: η οργάνωση της αποθήκευσης και η διαχείριση των απορριμμάτων 13 2.3. Αγροτικές πρακτικές και καλλιεργούμενα εδάφη: η χρήση της γης 15 2.4. Επιλογές βόσκησης και εποχικότητα της εγκατάστασης 16 3. Κίτρινη Λίμνη: το ευρύτερο περιβάλλον και η ανθρώπινη εγκατάσταση 20 3.1. Φυσική τοπογραφία 20 3.2. Η βλάστηση και το κλίμα της ευρύτερης περιοχής 23 3.3. Η ιστορία της ανθρώπινης εγκατάστασης στην περιοχή της Κίτρινης Λίμνης 24 4. Η Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας 27 4.1. Η ιστορία της έρευνας 27 4.2. Τα ανασκαφικά δεδομένα 29 5. Μεθοδολογία 36 5.1. Δειγματοληψία και επεξεργασία στο πεδίο 36 5.2. Επεξεργασία στο εργαστήριο 43 5.2.1. Διαλογή αρχαιοβοτανικών μερών 43 5.2.2. Επιλογή δειγμάτων για πλήρη μελέτη 43 5.2.3. Προσδιορισμοί και ποσοτικοποίηση αρχαιοβοτανικών μερών 46 5.2.4. Ενοποιήσεις κατηγοριών προσδιορισμού 47 5.2.5. Ενοποιήσεις δειγμάτων 49 5.2.5. Ενοποιήσεις δειγμάτων 50 5.2.6. Επιλογή δειγμάτων για τη στατιστική ανάλυση 51 5.2.7. Μέθοδοι ανάλυσης δεδομένων 51 ii

6. Αρχαιοβοτανική ανάλυση δεδομένων 53 6.1. Τα είδη 53 6.2. Η σύσταση των δειγμάτων: ανιχνεύοντας τις πηγές προέλευσης του αρχαιοβοτανικού υλικού 56 6.2.1. Λάκκοι πρώιμης φάσης 58 6.2.2. Λάκκοι ύστερης φάσης 80 6.2.3. Φάση ταφών-καύσεων 81 6.2.4. Τάφρος και λάκκοι με ιδιαίτερο περιεχόμενο 81 6.2.5. Γενικά χαρακτηριστικά της σύστασης των δειγμάτων 82 6.3. Η προέλευση του αρχαιοβοτανικού υλικού από την Κρεμαστή 87 7. Σύνθεση δεδομένων 92 7.1. Τα είδη των φυτών και οι χρήσεις τους 92 7.1.1. Το λαθούρι 97 Τα είδη του λαθουριού 97 Η αρχή της καλλιέργειας και η εξημέρωση 100 Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα στην Ελλάδα 101 Λαθυρισμός 106 Η νευροτοξίνη β-odap, τα θρεπτικά στοιχεία και τα οικολογικά χαρακτηριστικά του λαθουριού 110 Η κατανάλωση του λαθουριού στο σήμερα και το χθες: κοινωνικό status, τρόποι επεξεργασίας και μαγειρέματα 112 7.2. Πρακτικές καλλιέργειας 117 7.3. Επεξεργασία και αποθήκευση 124 7.4. Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα στο χώρο και το χρόνο 125 8. Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από την Κρεμαστή στο ευρύτερο αρχαιολογικό τους πλαίσιο 130 8.1. Τα είδη των φυτών 130 8.1.1. Η κυριαρχία των ντυμένων σιτηρών 130 8.1.2. Η κυριαρχία του μονόκοκκου σιταριού 132 8.1.3. Το κριθάρι 133 8.1.4. Η σημασία των οσπρίων 133 8.2. Η οικονομική βάση επιβίωσης 134 8.3. Η χρήση της γης: κλίμακα παραγωγής και βόσκηση 135 8.4. Η χρήση του χώρου 136 Επίλογος 138 Βιβλιογραφία 140 Παράρτημα 166 iii

Ευχαριστίες Θερμές ευχαριστίες οφείλω στην επιβλέπουσα καθηγήτριά μου, Σ.Μ. Βαλαμώτη, και την ανασκαφέα της θέσης, Α. Χονδρογιάννη, για την ανάθεση του υλικού. Την πρώτη ευχαριστώ επίσης για την ανεκτίμητη βοήθεια και καθοδήγηση σε όλη τη διάρκεια μελέτης και ανάλυσης του υλικού. Τις μεταπτυχιακές φοιτήτριες X. Στυλιανάκου και Στ. Αναστασάκη ευχαριστώ για τη διαλογή του μεγαλύτερου μέρους του υλικού επίπλευσης και για τη βοήθεια με τη μετάφραση από τα ισπανικά της περιγραφής του πανηγυριού στην Ισπανία αντίστοιχα, ενώ την Κ. Μανιάκα, σχεδιάστρια της Λ ΕΠΚΑ, ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθεια με το σκαρίφημα της Εικόνας 13. Ολόψυχα επίσης ευχαριστώ τους φίλους και δασκάλους που με τον τρόπο τους βοήθησαν στην ολοκλήρωση τούτης της εργασίας. Τα λόγια, τέλος, μοιάζουν να είναι περιττά για την απόδοση ευχαριστιών στην οικογένεια μου, στην οποία και αφιερώνω το πόνημά μου σε ανταπόδοση για τη διαρκή στήριξη και πίστη που τόσο απλόχερα μου έδειξαν κατά τη διάρκεια της μελέτης και της συγγραφής. iv

Κατάλογος Εικόνων Εικόνα 1: Carl Sigimunth Kunth. Εικόνα 2: Σκαρίφημα μιας μηχανής επίπλευσης. Εικόνα 3: Άποψη του νομού Κοζάνης, στην οποία διακρίνεται η θέση της τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας, σε σχέση με το νότιο τμήμα της λεκάνης της Πτολεμαΐδας, μεγάλο τμήμα της οποίας καταλάμβανε άλλοτε η Κίτρινη Λίμνη (σημειώνεται με κίτρινο). Διακρίνεται επίσης η έκταση του λιγνιτωρυχείου στην ίδια περιοχή. Εικόνα 4: Η περιοχή της Κίτρινης Λίμνης στην οποία σημειώνονται οι 14 θέσεις με τη μορφή τούμπας που είχαν εντοπιστεί από την Καραμήτρου-Μεντεσίδη (1987). Με την ένδειξη «ΤΚΚ» σημειώνεται η θέση της Κρεμαστής, ενώ τα δυο εργοστάσια της ΔΕΗ καθώς και η περιοχή του λιγνιτωρυχείου σημειώνονται με διακεκομμένες γραμμές και στιγμές αντίστοιχα. Η περιοχή κάτω από την ισοϋψή των 660m συμπίπτει με την έκταση του έλους στα πρόσφατα ιστορικά χρόνια. Εικόνα 5: Η Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας. Μπροστά, διακρίνεται το τμήμα της χαμηλής τούμπας που ανασκάφτηκε το 1996 (Ζιώτα 1996), ενώ το κόκκινο βέλος υποδεικνύει την επίπεδη περιοχή στις παρυφές της τούμπας που ανασκάφηκε τη διετία 1998-1999 (Χονδρογιάννη-Μετόκη 1999). Εικόνα 6: Κάτοψη του ανασκαμμένου χώρου, συνολικής έκτασης 8 περίπου στρεμμάτων. Διακρίνονται οι λάκκοι και των δυο φάσεων και η σχέση τους με το σύστημα τάφρων. Εικόνα 7: Κάτοψη του ανασκαμμένου χώρου στον οποίο σημειώνονται οι ταφέςκαύσεις (με αστερίσκο) της τελευταίας φάσης χρήσης του χώρου και οι λάκκοι με το «ιδιαίτερο περιεχόμενο» (με τις κουκίδες) σε σχέση με το σύστημα τάφρων. Εικόνα 8: Φωτογραφία λάκκων όπως αποκαλύφθηκαν στη διάρκεια της ανασκαφής. Εικόνα 9: Το πιθοειδές αγγείο που φιλοξενούσε τους απανθρακωμένους σπόρους, όπως αποκαλύφθηκε κατά την ανασκαφή του πρώιμου λάκκου 314. Εικόνα 10: Οστέινος αυλός. Εικόνα 11: Σχέδιο δυο τεφροδόχων αγγείων. Εικόνα 12: Σχέδια αγγείων που εντοπίστηκαν στον μεγαλύτερο και πρωϊμότερο από τους λάκκους με «ιδιαίτερο περιεχόμενο». Εικόνα 13: Σκαρίφημα του καννάβου της ανασκαφής όπου σημειώνονται τα δείγματα νεροκόσκινου που προέκυψαν από την κάθε τομή. Εικόνα 14: Ιστογράμματα που δείχνουν την παρουσία των λεπύρων ανά δείγμα. Στην ομάδα ιστογραμμάτων που εικονίζεται στο πάνω μέρος της εικόνας η κατηγορία των αδιάγνωστων λεπύρων διατηρείται, ενώ σε εκείνο που εικονίζεται στο κάτω v

μέρος της εικόνας, η κατηγορία των αδιάγνωστων λεπύρων κατανέμεται στις σαφώς προσδιορισμένες κατηγορίες. Εικόνα 15: Ιστογράμματα που δείχνουν τη συνολική παρουσία των λεπύρων. Στο ιστόγραμμα που εικονίζεται στο αριστερό μέρος της εικόνα η κατηγορία των αδιάγνωστων λεπύρων διατηρείται, ενώ σε εκείνο που εικονίζεται στο δεξί μέρος της εικόνας, η κατηγορία των αδιάγνωστων λεπύρων κατανέμεται στις σαφώς προσδιορισμένες κατηγορίες. Εικόνα 16: Σπόροι μονόκοκκου σιταριού. Εικόνα 17: Σπόροι δίκοκκου σιταριού. Εικόνα 18: Δίχαλα σταχιδίων και λέπυρα μονόκοκκου σιταριού. Εικόνα 19: Βάσεις λεπύρων δίκοκκου σιταριού. Εικόνα 20: Δίχαλα σταχιδίων σιταριού νέου τύπου. Εικόνα 21: Σπόροι κριθαριού. Εικόνα 22: Ραχίδιο κριθαριού. Εικόνα 23: Σπόροι λαθουριού. Εικόνα 24: Σπόροι φακής. Εικόνα 25: Σπόρος ρόβης. Εικόνα 26: Κράνο. Εικόνα 27: Καρπός αγριοτσικουδιάς. Εικόνα 28: Σπόρος σύκου. Εικόνα 29: Σπόρος πιθανώς σαμπούκου, γίγαρτο, σπόρος του γένους Rubus sp., σπόρος πιθανώς του γένους Lallemantia sp., σπόρος της οικογένειας του τριαντάφυλλου. Εικόνα 30: Μερικά από τα θραύσματα του αδιάγνωστου καρπού της άγριας βλάστησης. Εικόνα 31: Buglossoides arvensis, Bylderdykia convolvuvus, Galium spurium. Εικόνα 32: Verbena officinalis, Portulaca oleracea, Teucrium sp., Polycnemum sp., Nigella sp., Polygonum aviculare, Setaria viridis/verticillata, Chenopodium sp., Eragrostis minor. Εικόνα 33: Απόδοση της σύστασης των δειγμάτων που προέκυψαν από τους λάκκους της πρώιμης φάσης. Εικόνα 34: Απόδοση της σύστασης των δειγμάτων που προέκυψαν από το λάκκο 314 και το πιθάρι που αυτός περιείχε. Εικόνα 35: Απόδοση της σύστασης των δειγμάτων που προέκυψαν από το λάκκο της ύστερης φάσης και την τάφρο. Εικόνα 36: Ιστογράμματα που δείχνουν τη γενική σύσταση των δειγμάτων ανά ανασκαφική συνάφεια. vi

Εικόνα 37: Φυτό του είδους L. sativus σε ανθοφορία. Εικόνα 38: Οι νεολιθικές θέσεις στις οποίες εντοπίστηκε λαθούρι σε σημαντικές ποσότητες: 1) Αρκαδικός, ΤΝ, 2) Ντικιλί Τάς, ΤΝ, 3) Κρεμαστή, ΝΝ, 4) Σέρβια, ΜΝ- ΝΝ, 5) Πρόδρομος, ΑΝ, 6) Κεφάλα Κέας, ΤΝ, 7) Φτελιά Μυκόνου, ΤΝ. Εικόνα 39: Οι ασθενείς που πάσχουν από λαθυρισμό αποκτούν ένα χαρακτηριστικό τρόπο βαδίσματος εξαιτίας της σταδιακής παράλυσης των κάτω άκρων τους. Εικόνα 40: Στο πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου στη γειτονιά Gamonal της πόλης Burgos, καταναλώνονται περίπου 2000 κιλά λαθουριού που αντιστοιχούν σε 5000 μερίδες του τοπικού εορταστικού εδέσματος. Εικόνα 41: Φωτογραφία των σπόρων λαθουριού που περιέχονταν στο πιθάρι του λάκκου 314. Κατάλογος Πινάκων Πίνακας 1: Εκτίμηση αρχαιοβοτανικών μερών ανά δείγμα χώματος. Με έντονη γραφή αποδίδονται τα δείγματα που συλλέχθηκαν κατά την ανασκαφή 1998 και με κανονική εκείνα της ανασκαφής του 1999. Πίνακας 2: Η περιεκτικότητα των δειγμάτων χώματος που μελετήθηκαν και συμπεριλήφθηκαν στη στατιστική ανάλυση. Με έντονη γραφή αποδίδεται η τιμή λίτρων στην περίπτωση που αυτή είναι ακριβώς γνωστή. Πίνακας 3: Ο συνολικός αριθμός δειγμάτων χώματος που μελετήθηκαν. Με έντονη γραφή σημειώνονται τα δείγματα που συμπεριλήφθηκαν στη στατιστική ανάλυση. Πίνακας 4: Ενοποιήσεις κατηγοριών προσδιορισμού για τις ανάγκες της ανάλυσης των δεδομένων. Πίνακας 5: Ενοποιημένα δείγματα ανά συνάφεια. Πίνακας 6: Αναλογία λεπύρων/σπόρων ντυμένων σιτηρών και άγριων/ καλλιεργημένων ειδών. Κατάλογος Πινάκων Παραρτήματος Πίνακας 1: Κατάλογος αναλυτικής σύστασης δειγμάτων που συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση. Πίνακας 2: Κατάλογος αναλυτικής σύστασης των δειγμάτων αρχαιοβοτανικού υλικού που συλλέχθηκε με το χέρι από το πιθάρι του λάκκου 314. Πίνακας 3: Κατάλογος αναλυτικής σύστασης δειγμάτων που δεν συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση. vii

1. Εισαγωγή Μέσα από την παρούσα εργασία, που μελετά απανθρακωμένα φυτικά κατάλοιπα από μια θέση της Νεότερης Νεολιθικής στη βόρεια Ελλάδα, την Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας 1 στο Νομό Κοζάνης, αναζητούνται εν δυνάμει απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν την επιλογή και τις πιθανές χρήσεις των φυτών, τις μεθόδους καλλιέργειας και επεξεργασίας τους, αλλά και τους τρόπους κατανάλωσης και απόρριψής τους. Στόχος είναι να φωτιστούν, στο σημείο που αυτό είναι εφικτό, οι διάφορες όψεις της διαχείρισης των φυτών από τον άνθρωπο, εξεταζόμενες παράλληλα υπό το πρίσμα της οργάνωσης τους στον ιδιαίτερο χώρο από τον οποίο προέρχονται τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα, ο οποίος φαίνεται να βρίσκεται εκτός της οικιστικής ζώνης, στα όρια του οικισμού της Κρεμαστής. Στο πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο, μετά από μια σύντομη συζήτηση αναφορικά με την ορολογία και τη θεματολογία της αρχαιοβοτανικής επιστήμης, γίνεται μια επισκόπηση της ιστορίας της «εξέλιξης» της επιστήμης αυτής. Στο δεύτερο κεφάλαιο σκιαγραφείται συνοπτικά η ανθρώπινη εγκατάσταση και δραστηριότητα που σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τη χρήση των φυτών, όπως αυτή ανιχνεύεται μέσα από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Νεολιθικής στη βόρεια Ελλάδα. Στο τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο της εργασίας δίνονται αντίστοιχα πληροφορίες για το ευρύτερο περιβάλλον της περιοχής στην οποία βρίσκεται η Κρεμαστή, και για την ίδια την αρχαιολογική θέση από την οποία προέρχονται τα υπό μελέτη απανθρακωμένα φυτικά κατάλοιπα. Το πέμπτο κεφάλαιο αφορά τη μεθοδολογία της μελέτης, ενώ το έκτο και το έβδομο κεφάλαιο ασχολούνται με την ανάλυση και τη σύνθεση των δεδομένων. Στο όγδοο και τελευταίο κεφάλαιο συζητείται η συμβολή των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων από την Κρεμαστή στη γενικότερη αρχαιολογική συζήτηση για την ανθρώπινη δραστηριότητα που σχετίζεται με τη χρήση των φυτών στη νεολιθική βόρεια Ελλάδα. 1 Αν και η θέση είναι γνωστή στη μέχρι τώρα βιβλιογραφία με το όνομα «Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας» (π.χ. Ζιώτα 1996, Χονδρογιάννη-Μετόκη 1999), χάριν συντομίας θα αναφέρεται στην παρούσα εργασία και ως «Κρεμαστή». 1

1.1. Ορίζοντας τους όρους και τα ερωτήματα Με τους όρους «Παλαιοεθνοβοτανική» και «Αρχαιοβοτανική» ορίζεται η επιστήμη εκείνη που, σύμφωνα με τα λόγια της Renfrew (1973α, 1), «μελετά τα κατάλοιπα των φυτών που καλλιεργήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο, και εντοπίζονται σε αρχαιολογικές αποθέσεις». Ο όρος «Παλαιοεθνοβοτανική» διαμορφώθηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Hans Helbaek το 1959 (Helbaek 1959), αν και οι πρώτες απόπειρες μελέτης βοτανικών καταλοίπων από αρχαιολογικές αποθέσεις (αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα) είχαν γίνει πολύ νωρίτερα, ήδη στις αρχές του 19 ου αιώνα (βλ. παρακάτω). Ο συνώνυμος όρος «Αρχαιοβοτανική» είναι πιο πρόσφατος και χρησιμοποιείται εναλλακτικά από την επιστημονική κοινότητα 2. Η αρχαιοβοτανική ή παλαιοεθνοβοτανική επιστήμη, λοιπόν, προκειμένου να προσεγγίσει την ανθρώπινη δραστηριότητα που σχετίζεται με τη χρήση των φυτών κατά το παρελθόν, μελετά ένα ευρύ φάσμα ορατών (μακροκατάλοιπα) ή αόρατων στο γυμνό μάτι (μικροκατάλοιπα) βοτανικών καταλοίπων που προέρχονται από αρχαιολογικές αποθέσεις. Στα μακροκατάλοιπα περιλαμβάνονται όλα τα απανθρακωμένα/ κάθυγρα/ αποξηραμένα/ ανοργανοποιημένα μέρη των φυτών, όπως οι καρποί, οι σπόροι, τα άχυρα και ο ξυλώδης ιστός, ενώ η μελέτη των μικροκαταλοίπων αφορά την ανάλυση φυτολίθων, γυρεόκοκκων και διατόμων (Renfrew 1973α, Mannion 1987, Pearsall 1989, Renfrew & Bahn 2001, 242-251). Η μελέτη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων μπορεί εν δυνάμει να φωτίσει διάφορες όψεις της οικονομικής δραστηριότητας των ανθρώπων του παρελθόντος που σχετίζονταν φυσικά με τη διαχείριση των φυτών. Για παράδειγμα, μπορεί να δώσει πληροφορίες για τα είδη των φυτών που καλλιεργούσαν ή συνέλεγαν οι άνθρωποι, καθώς και για τις διάφορες χρήσεις αυτών, ως τροφής, ζωοτροφής, καυσίμων, «φαρμάκων» και πρώτων υλών, μεταξύ άλλων, για την κατασκευή αγγείων ή ακόμη και οικοδομημάτων. Επιπλέον, είναι εφικτό να αποκαλυφθούν στοιχεία ενδεικτικά για τις μεθόδους 2 Για παράδειγμα, ο όρος «Παλαιοεθνοβοτανική» χρησιμοποιείται στην ονομασία του παγκόσμιου συνεδρίου των αρχαιοβοτανολόγων, International Work Group for Palaeoethnobotany, και ο όρος «Αρχαιοβοτανική» στον τίτλο του σχετικού περιοδικού Vegetation History and Archaeobotany. 2

καλλιέργειας που εφάρμοζαν οι γεωργοί της αρχαιότητας, όπως λόγου χάρη ο χρόνος σποράς αλλά και θερισμού, η άροση και το ξεβοτάνισμα, ενώ συχνά τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα δύνανται να πληροφορήσουν εμμέσως και για τις μεθόδους διαχείρισης των ζώων (π.χ. τρόποι βόσκησης, είδη βοσκής, κ.α.). Παράλληλα, η μελέτη τους παρέχει τη δυνατότητα της ανασύστασης, μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον, της βλάστησης και του γενικότερου περιβάλλοντος στα πλαίσια του οποίου έζησαν οι άνθρωποι κατά το παρελθόν. Απαντώντας στα βασικά αυτά ερωτήματα, η αρχαιοβοτανική μελέτη διαμορφώνει μια βάση πάνω στην οποία μπορεί μετέπειτα να στηριχθεί μια συζήτηση πιο «κοινωνικού», θα λέγαμε, περιεχομένου, που αφορά ένα μεγάλο φάσμα ζητημάτων όπως οι τρόποι προετοιμασίας, κατανάλωσης και απόρριψης της τροφής σε καθημερινές ή πιο ιδιαίτερες συνθήκες, η αποθήκευσή της σε επίπεδο «νοικοκυριού» ή συλλογικό, η κλίμακα της παραγωγής της, η κατανάλωση ειδών με «ιδιαίτερες» ιδιότητες σε ειδικά ενδεχομένως πλαίσια, η μονιμότητα ή η κινητικότητα των κοινωνιών του παρελθόντος, τα δίκτυα επαφών με άλλες περιοχές, κ.α. 1.2. Η ιστορία της αρχαιοβοτανικής επιστήμης: παρελθόν, παρόν και μέλλον Στις αρχές του 19 ου αιώνα ο Γερμανός βοτανολόγος Carl Sigimund Kunth (Εικ. 1) μελέτησε για πρώτη φορά αρχαιοβοτανικό υλικό προερχόμενο από αιγυπτιακούς τάφους, ενώ μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Δανός γεωλόγος-φυσιοδίφης Oswald Heer μελέτησε συστηματικά κατάλοιπα φυτών από διάφορους προϊστορικούς λιμναίους οικισμούς της Ελβετίας Εικόνα 1: Carl (Renfrew 1973, 1, Pearsall 1989, 3-4). Έκτοτε, πολλοί Sigimund Kunth ερευνητές των θετικών επιστημών (βοτανολόγοι, βιολόγοι, γεωπόνοι, κ.α.) μελέτησαν αρχαιοβοτανικό υλικό, με μοναδικό όμως σκοπό την κατάρτιση κάποιου καταλόγου, δηλωτικού της παρουσίας των ειδών που προέκυπταν από την εκάστοτε αρχαιολογική θέση. Οι κατάλογοι 3

αυτοί, «γέμιζαν» απλώς λίγες σελίδες των τόμων των δημοσιεύσεων, συχνά με τη μορφή παραρτημάτων, και όντας συνήθως πλήρως αποκομμένοι από κάθε αρχαιολογική συνάφεια ή στην καλύτερη περίπτωση «τεκμηριώνοντας» πολιτισμικές σχέσεις ή την εποχικότητα της εγκατάστασης ή τους δεσμούς των αρχαίων με τα σύγχρονα φυτά, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα μεθοδολογικού εργαλείου της «παραδοσιακής» αρχαιολογίας (π.χ. Ried 1901, Τσούντας 1908, Μυλωνάς 1929, Vickery 1936). Στα μέσα του 20 ου αιώνα, ενάντια στο ισχύoν ρεύμα της εποχής του, ο Βρετανός αρχαιολόγος Grahame Clark αποκήρυξε τις αρχές και τις μεθόδους της «ιστορικής-πολιτισμικής» προσέγγισης, υποστηρίζοντας ότι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος προσαρμόζεται στο περιβάλλον του είναι δυνατόν να «αποκαλύψει» και να «φωτίσει» διάφορες όψεις της κοινωνίας στην οποία ανήκει, συντελώντας τελικά στην κατανόηση της ίδιας της κοινωνίας (Clark 1952). Έθεσε με αυτόν τον τρόπο τα θεμέλια μιας νέας, «οικολογικής», προσέγγισης των αρχαίων κοινωνιών, στην οποία η μελέτη του αρχαίου περιβάλλοντος αποκτά κεντρική σημασία, ενώ για τη διεξαγωγή της η συνεργασία των αρχαιολόγων με ειδικούς επιστήμονες, όπως βοτανολόγους, γεωπόνους, βιολόγους, κ.α., θεωρείται αναγκαία. Στο δρόμο που χάραξαν τα πρωτοπόρα βήματα της νέας αυτής αρχαιολογικής οπτικής, από πολύ νωρίς κινήθηκαν ερευνητές όπως ο Robert Braidwood, η Kathleen Kenyon, o James Mellaart, o Frank Hole και ο Kent Flannery, οι οποίοι υποκινούμενοι παράλληλα από τη νέα ερευνητική «αγωνία» που χαρακτήριζε, μεταξύ άλλων, τους μεταπολεμικούς χρόνους για την απαρχή της γεωργίας και την εξημέρωση των ειδών, διεξήγαν μεγάλα ερευνητικά προγράμματα σε θέσεις της Εγγύς Ανατολής, στα οποία η μελέτη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων είχε σημαντικότατη θέση (Renfrew 1973, 2, Pearsall 1989, 4, Renfrew & Bahn 2001, 284-285). Από τα πρώτα διεπιστημονικά ανασκαφικά προγράμματα που ασχολήθηκαν με το ζήτημα ήταν αυτό του Braidwood, ο οποίος ανέθεσε στον Hans Helbaek, ειδικό στην παλαιοεθνοβοτανική, τη μελέτη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων της θέσης Jarmo, στο βόρειο Ιράκ (Helbaek 1959). Από τη δεκαετία του 1960 και εξής, με τη γέννηση της «Νέας Αρχαιολογίας», η αρχαιοβοτανική έρευνα έλαβε νέες διαστάσεις. Η «Διαδικαστική Αρχαιολογία», δεν ήθελε απλώς να αναπλάσει το παρελθόν 4

περιγράφοντάς το, αλλά ήθελε να προχωρήσει στην ερμηνεία του. Αρχαιολόγοι όπως ο Lewis Binford (1968), o David Clarke (1973), ο Kent Flannery (1967), κ.α., επιδίωξαν να μελετήσουν το παρελθόν του ανθρώπου ακολουθώντας τις αρχές (principles) των θετικών επιστημών. Έτσι, δίνοντας έμφαση στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, στα μέσα επιβίωσης και την οικονομία, αναζητούσαν την ερμηνεία του ανθρώπινου παρελθόντος βασιζόμενοι σε λογικά επιχειρήματα, δηλαδή, «ψάχνοντας» μετρήσιμες επαναλαμβανόμενες κανονικότητες στα αρχαιολογικά κατάλοιπα με στόχο να καταλήξουν σε μια γενικευμένη ελέγξιμη ερμηνεία με καθολική και νομοτελειακή ισχύ. Η «διαδικαστική» οπτική σαφώς έδωσε νέα πνοή στην αρχαιοβοτανική έρευνα, την οποία και ενσωμάτωσε ως αναπόσπαστο μέρος της αρχαιολογικής διαδικασίας. Η βαρύτητα και η σημασία που έδωσε η «Νέα Αρχαιολογία» στη μελέτη του αρχαίου περιβάλλοντος, υπογραμμίζεται από τη δράση της λεγόμενης «Σχολής της Παλαιοοικονομίας» στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας του πανεπιστημίου του Cambridge, τη δεκαετία του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Πρωτεργάτες της σχολής αυτής ήταν ο Eric Higgs και ο Michael Jarman (1975) και η βασική αρχή της θεωρίας τους ήταν ότι ο κύριος παράγοντας που διαμορφώνει τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά των ανθρώπων είναι το περιβάλλον και η σχέση τους με αυτό. Έτσι, η αρχαιοβοτανική, μεταξύ άλλων επιστημών (όπως λόγου χάρη η αρχαιοζωολογία), χρησιμοποιήθηκε εντατικά ως εργαλείο από τους αρχαιολόγους της «Παλαιοοικονομικής Σχολής» για τη μελέτη των παραγόντων εκείνων που διαμορφώνουν στη μακρά διάρκεια του «αρχαιολογικού χρόνου» την ανθρώπινη συμπεριφορά, αναζητώντας παράλληλα απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν δραστηριότητες οικονομικού χαρακτήρα και σχετίζονται με τη διαχείριση των φυτών, όπως για παράδειγμα η τροφή και τα είδη της, οι στρατηγικές απόκτησης ή παραγωγής τής, οι τρόποι επεξεργασίας και αποθήκευσής της. Η «Διαδικαστική Αρχαιολογία» πέρα από τη «νέο» τρόπο σκέψης που επεδίωξε για να θεμελιώσει τη θεωρητική διάσταση της αρχαιολογίας, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και για την ίδια τη «διαδικασία», δηλαδή τη μέθοδο της ανασκαφικής πράξης. Όσον αφορά την αρχαιοβοτανική επιστήμη, η εφεύρεση των μηχανών επίπλευσης ως μέσων μαζικής, συστηματικής ανάκτησης των 5

αρχαιοβοτανικών καταλοίπων (Εικ. 2) (French 1971, Jarman et al. 1972), σε συνδυασμό με τις αρχές της ποσοτικοποίησης των δεδομένων και της στατιστικής μελέτης τους (π.χ. Veen van der & Fieller 1982, Jones 1987, 1991), έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της μεθοδολογίας της Εικόνα 2: Σκαρίφημα μιας μηχανής αρχαιοβοτανικής επιστήμης (π.χ. Hastorf επίπλευσης. & Popper 1988, Pearsall 1989). Επιπλέον, η εθνογραφική παρατήρηση (π.χ. Hillman 1981, 1984, 1985, Jones 1984α) και η πειραματική αρχαιολογία (π.χ. Wilson 1984, Boardman & Jones 1990, Mangafa & Kotsakis 1996), τις οποίες πρόσθεσαν οι «Νέοι» αρχαιοβοτανολόγοι στη μεθοδολογική εργαλειοθήκη τους, διεύρυναν περαιτέρω τις δυνατότητες της αρχαιοβοτανικής έρευνας καθώς και τα ερωτήματα που είχε πια τη δυνατότητα να θέσει. Σταδιακά, εντός του θεωρητικού πλαισίου της «Νέας Αρχαιολογίας» και υπό την επίδραση της «Οικολογικής» αλλά και της «Παλαιοοικονομικής» προσέγγισης, διαμορφώθηκε ένας ξεχωριστός κλάδος στην αρχαιολογική επιστήμη, τόσο αυτόνομος όσο και πλήρως ενσωματωμένος σε αυτή ο κλάδος της λεγόμενης «Περιβαλλοντικής Αρχαιολογίας». Για την περιβαλλοντική αρχαιολογία ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του ευρύτερου «οικολογικού συστήματος». Επομένως, τα στοιχεία που δύναται να προσφέρει η μελέτη του περιβάλλοντος είναι πολύ σημαντικά για την κατανόηση και την ερμηνεία του ανθρώπινου παρελθόντος (Evans 1978, Shackley 1985). Στα πλαίσια αυτής της αρχαιολογικής προσέγγισης, η αρχαιοβοτανική αναλαμβάνει εν μέρει, μαζί με άλλες επιστήμες όπως η ζωοαρχαιολογία και η γεωαρχαιολογία, την ευθύνη της ανασύστασης και κατανόησης του παλαιοπεριβάλλοντος, αναζητώντας παράλληλα απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν τις σχέσεις αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το περιβάλλον του, αφήνοντας όμως εκτός συζήτησης ζητήματα εξίσου ενδιαφέροντα, που σχετίζονται με την «κατανάλωση» των φυτών. Το κενό αυτό στην ερευνητική προβληματική της αρχαιοβοτανικής έρευνας ήρθε να συμπληρώσει τα τελευταία χρόνια μια νέα θεωρητική προσέγγιση, η 6

οποία χρησιμοποιώντας τα «διαδικαστικά» μέσα και μεθόδους, θέτει «μεταδιαδικαστικά» ερωτήματα (ενδεικτικά Shanks & Tilley 1987, Hodder 1987, 1991, 2002). Έτσι, η προσέγγιση του θέματος «τροφή» για παράδειγμα, έχει λάβει πια μια διαφορετική, πιο «εμπλουτισμένη», έννοια για την αρχαιοβοτανική έρευνα. Πλέον, εκτός από την αδιαμφισβήτητη θρεπτική της αξία για τη φυσική επιβίωση του ανθρώπου, η συμβολική διάσταση και η κοινωνική δυναμική της τροφής, εξίσου απαραίτητες για την «κοινωνική» επιβίωση του ανθρώπου (ενδεικτικά Gosden 1999, Vaughan & Coulson 2000, Dietler 2001, Hayden 2001, Parker Pearson 2001, Wiessner 2001, Halstead & Barrett 2004), απασχολούν τους αρχαιοβοτανολόγους, στην περίπτωση που η τροφή προέρχεται από φυτικές πηγές (π.χ. Hastorf 1998, 2003, van der Veen 2003, 2008). Παράλληλα, ερωτήματα, όπως οι τρόποι επεξεργασίας και μαγειρέματος της τροφής (π.χ. Valamoti 2002, 2003, Valamoti et al. 2008), οι τρόποι κατανάλωσης και απόρριψής της, αναζητούν απαντήσεις, ενώ γίνονται και οι πρώτες απόπειρες να προσεγγιστεί δειλά ο κόσμος των γεύσεων, των αισθήσεων αλλά και του πόνου (π.χ. Βαλαμώτη 2001, 2009, Valamoti 2007 α & β). Επιπλέον, το περιβάλλον, ως χώρος μέσα στον οποίο οι άνθρωποι έζησαν, δεν εκλαμβάνεται πια ως ένα απλό «σκηνικό», ένα ουδέτερο πλαίσιο αναφοράς στο οποίο καταγράφεται με τρόπο ομοιογενή η ανθρώπινη δραστηριότητα που φιλοξενήθηκε σ αυτό επί χιλιάδες χρόνια, αλλά ως παράγοντας που έπαιξε το δικό του ρόλο στη διαμόρφωση των ανθρώπινων κοινωνιών ενώ ταυτόχρονα διαμορφώθηκε από αυτές (Feinman 1999, Fischer et al. 1999, Kuna 1991). Έτσι, η αρχαιοβοτανική έρευνα αναζητά τα διάφορα «τοπία» (π.χ. χωράφια, βοσκότοποι) που «κατασκευάστηκαν» από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε σχέση με τα φυτά (π.χ. Bogaard 2005, Charles et al. 2002, Halstead 1992, 2000, Jones 2005, Valamoti 2004, 2007γ). Με βάση τα παραπάνω, η μελέτη της κάθε δραστηριότητας του ανθρώπου που σχετίζεται με τη διαχείριση των φυτών στη διάρκεια του παρελθόντος και μπορεί επομένως να φωτιστεί μέσα από τη σύγχρονη αρχαιοβοτανική έρευνα, αποκτά πλέον ένα διαφορετικό νόημα, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη μελέτη της «εικόνας» του ίδιου του περιβάλλοντος χώρου ως «κατασκευασμένου τοπίου» που διαμορφώθηκε από τις συγκεκριμένες δραστηριότητες. 7

2. Φυτά και ανθρώπινη εγκατάσταση και δραστηριότητα στη νεολιθική βόρεια Ελλάδα Η αρχαιολογική έρευνα των τελευταίων δεκαετιών αποκάλυψε ότι στη διάρκεια της Νεολιθικής δυο τύποι οικισμών ήταν σε παράλληλη χρήση στη βόρεια Ελλάδα: οι οικισμοί με τη μορφή τούμπας και οι εκτεταμένοι επίπεδοι οικισμοί (Andreou et al. 1996). Οι νεολιθικές τούμπες, αποτελώντας μέχρι πρόσφατα την τυπική μορφή των νεολιθικών οικισμών 3, είναι γνωστές όχι μόνο στη βόρεια Ελλάδα και τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο (Παπαθανασόπουλος 1996, Andreou et al. 1996), αλλά και στην περιοχή των Βαλκανίων γενικότερα (π.χ. Sherratt 1983, Chapman 1989). Πρόκειται για μη-φυσικούς γηλόφους με σαφή όρια, που αναπτύσσονται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κάθετα στο χώρο και για το λόγο αυτό διακρίνονται με τρόπο χαρακτηριστικό στο τοπίο. Oι τούμπες συνδέονται με ένα μεγάλο βαθμό σχετικής μονιμότητας των πληθυσμών που «φιλοξενούσαν» (Sherratt 1983, 192, Halstead 1999, 77-78). Παραδοσιακά, η μακρά διάρκεια ζωής των οικισμών αυτών και η χρήση των λίθων και του πηλού ως οικοδομικών υλικών (Sherratt 1983, 192, Tringham et al. 1980, 32) θεωρούνταν οι βασικοί λόγοι που ευθύνονται για την κάθετη ανάπτυξή τους στο χώρο (Sherratt 1983, 192). Ωστόσο, το ύψος των οικισμών που χαρακτηρίζουν τον συγκεκριμένο τύπο εγκατάστασης, δεν αποτελεί μια αποκλειστική και μονοσήμαντη συνάρτηση της διάρκειας ζωής του εκάστοτε οικισμού (Ανδρέου & Κωτσάκης 1987, 73-77), ιδιαίτερα εφόσον είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευτούν στο μεγάλο βάθος των επιχώσεων τα στοιχεία εκείνα που θα φανέρωναν μια επαναλαμβανόμενη μεν, όχι όμως απαραίτητα συνεχή εγκατάσταση σε αυτές (Halstead 2005), αλλά και δεδομένου ότι έχουν εντοπιστεί τούμπες με περιορισμένο πάχος επιχώσεων (Ανδρέου & Κωτσάκης 1987, Andreou et al. 1996). Αντίθετα, φαίνεται ότι τα μορφολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις τούμπες σχετίζονται με τoν τρόπο που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν και αντιλαμβάνονταν τον οικιστικό τους χώρο (Kotsakis 1994, 127, 1999, 66-76, Κωτσάκης 2004, 61). Πιο συγκεκριμένα, η 3 Τα τελευταία χρόνια έχουν, δικαίως, εκφραστεί αντιρρήσεις για το βαθμό στον οποίο η «τυπικότητα» αυτή είναι πραγματική ή οφείλεται σε προϊδεασμούς τους οποίους επέτρεπε το επίπεδο και το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας μέχρι το πρόσφατο παρελθόν (Ανδρέου & Κωτσάκης 1987, 66). 8

πυκνή δόμηση και οργάνωση του χώρου χωρίς την ενδιάμεση παρεμβολή μεγάλων «ανοιχτών» εκτάσεων, η εμμονή στην ανοικοδόμηση των οικημάτων στο ίδιο κατά κανόνα σημείο και η σαφώς ορισμένη έκταση του οικισμού (Sherratt 1983, 192, Chapman 1989, 38, Kotsakis 1994, 126, 1999, 66-76, 2004, 61-62), φαίνεται να αποτελούν επιλογές που χαρακτηρίζουν ένα συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης και χρήσης του χώρου από τους νεολιθικούς ανθρώπους (Kotsakis 1994, 1999, Κωτσάκης 2004). Η εικόνα της εγκατάστασης που παρουσιάζουν οι επίπεδοι εκτεταμένοι οικισμοί της βόρειας Ελλάδας και της Θεσσαλίας είναι εντελώς διαφορετική (ενδεικτικά Άσσηρος: Κωτσάκης 1990, Βασιλικά: Γραμμένος 1991, Θέρμη: Γραμμένος κ.ά. 1990, 1992, Σταυρούπολη: Γραμμένος & Κώτσος 2002, Έκθεση Θεσσαλονίκης: Παππά 1993, Άψαλος: Χρυσοστόμου κ.ά. 2000, 2003, Andreou & Kotsakis 1994, οικισμοί βόρειας Πιερίας: Παππά 1999, Μακρύγιαλος: Παππά 1997, Pappa & Besios 1999, Γαλήνη: Τουφεξής 1999, Σέσκλο B: Kotsakis 1994). Οι οικισμοί αυτοί, όπως και οι αντίστοιχοι οικισμοί των Βαλκανίων (Tringham et al. 1980, Sherratt 1983, Chapman 1990, Whittle 1996), καταλαμβάνουν έκταση πολύ μεγαλύτερη συγκριτικά με την έκταση που καταλαμβάνουν οι τούμπες (π.χ. Γραμμένος κ.ά. 1990, 237, Κωτσάκης 1990, 183, Kotsakis 1994, 125, Andreou & Kotsakis 1994, 19, Παππά 1999, 875-877, Pappa & Besios 1999, 179, Χρυσοστόμου κ.ά. 2000, 494), ενώ κατά κανόνα χαρακτηρίζονται από περιορισμένο πάχος επιχώσεων 4 (π.χ. Kotsakis 1994, 125, Τουφεξής 1999, 424, Παππά 1999, 875-877). Ως εκ τούτου, η ορατότητά των επίπεδων εκτεταμένων οικισμών ως εξεχόντων σημείων στο χώρο είναι μηδενική 5, αντίθετα από ότι συμβαίνει με τις τούμπες, ενώ επιπλέον τα όρια των οικισμών αυτών είναι ασαφή (Ανδρέου & Κωτσάκης 1987, 82, Γραμμένος κ.ά. 1990, 229). Η δόμηση των οικημάτων στο χώρο είναι αραιή (π.χ. Kotsakis 1994, 126, Pappa & Besios 1999, 182), γεγονός που επιτρέπει την ύπαρξη «ελεύθερων» χώρων μεταξύ των οικιστικών 4 Παρόλα αυτά, η έρευνα έχει εντοπίσει εκτεταμένους οικισμούς με αξιόλογο πάχος επιχώσεων (π.χ. Θέρμη: Γραμμένος κ.ά. 1990, 229, Βασιλικά: Γραμμένoς 1991, 30-31, Παλιάμπελα: Παππά 1999, 878, Κωτσάκης & Halstead 2002, 407) 5 Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που οι θέσεις του συγκεκριμένου τύπου εγκατάστασης δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν από την έρευνα με τον τρόπο που αυτή διεξάγονταν στο πρόσφατο παρελθόν (Ανδρέου & Κωτσάκης 1987). Η εφαρμογή εντατικών μεθόδων επιφανειακής έρευνας τα τελευταία χρόνια αντίθετα, είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό πολλών εκτεταμένων οικισμών, κυρίως στη βόρεια Ελλάδα (π.χ. Κωτσάκης 1990, Andreou & Kotsakis 1994, Γραμμένος & Μπέσιος 1997). 9

συστάδων, οι οποίοι έχει υποστηριχθεί ότι αποτελούσαν καλλιεργήσιμες και βοσκήσιμες εκτάσεις (Chapman 1989, 38, Andreou & Kotsakis 1994, 20). Οι ασυνέχειες που εντοπίζονται συχνά στη στρωματογραφία των εκτεταμένων επίπεδων οικισμών (π.χ. Θέρμη: Γραμμένος κ.ά. 1990, 234-237, 243, Βασιλικά: Γραμμένος 1991, 36, Γαλήνη: Τουφεξής 1999, 424, Σέσκλο Β: Kotsakis 1994, 125), έχει προταθεί ότι αντικατοπτρίζουν μια «μετακινούμενη» χρήση του χώρου σε όλο το εύρος της έκτασης των οικισμών, η οποία, αντίθετα απ ότι συμβαίνει στις τούμπες, οφείλεται στη σταδιακή οριζόντια μετατόπιση των οικημάτων κατά την ανοικοδόμησή τους (Ανδρέου & Κωτσάκης 1987, 82-84, Andreou & Kotsakis 1994, 20, Γραμμένος κ.ά. 1990, 243), μια πρακτική που έχει υποστηριχθεί και για τους εκτεταμένους οικισμούς των Βαλκανίων (π.χ. Tringham et al. 1980, 2170-2179). Ο συγκεκριμένος αυτός τρόπος χρήσης και οργάνωσης του οικιστικού χώρου έχει προταθεί ότι είναι το αποτέλεσμα ενός διαφορετικού τρόπου ενδοκοινοτικής οργάνωσης (Andreou & Kotsakis 1994, Kotsakis 1994, Κωτσάκης 2004), ο οποίος σχετίζεται με το φαινόμενο της άμεσης γειτνίασης του παραγωγικού χώρου (καλλιεργήσιμες και βοσκήσιμες εκτάσεις) με τα νεολιθικά οικήματα (Andreou & Kotsakis 1994, 20), γεγονός που αποτελεί τη βασικότερη αιτία της μεγάλης έκτασης των οικισμών αυτών (Ανδρέου & Κωτσάκης 1987, 84, Andreou & Kotsakis 1994, 19-21) 6. Παρά τις προφανείς διαφορές που μπορεί να διακρίνει κανείς με την πρώτη ματιά, μεταξύ των δυο διαφορετικών τύπων εγκατάστασης, με μια δεύτερη προσεκτικότερη ματιά, ίσως εν τέλει αποδειχθεί ότι οι οικισμοί που στη διάρκεια του χρόνου εξελίχθηκαν σε τούμπες, στις πρώτες φάσεις χρήσης τους δε διέφεραν τόσο πολύ από τους οικισμούς του εκτεταμένου τύπου (Chapman 1989). Παρ όλα αυτά, σύμφωνα με την έρευνα, ακόμη και αν το ύψος ως παράγοντας που διαφοροποιεί τον ένα τύπο εγκατάστασης από τον άλλο, δεν έπαιζε κάποιο ρόλο, αρχικά τουλάχιστον, η έκταση του χώρου που καταλάμβαναν οι οικισμοί του κάθε τύπου είναι ένα σημαντικό σημείο διαφοροποίησης (Ανδρέου & Κωτσάκης 1987). Δεδομένου ότι η γενικότερη 6 Η πρόταση αυτή των Ανδρέου και Κωτσάκη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με μια παλαιότερη πρόταση ερμηνείας της μεγάλης έκτασης των επίπεδων οικισμών της βόρειας Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία η έκταση των οικισμών είναι ανάλογη του μεγάλου πληθυσμού των νεολιθικών κοινοτήτων που κατοικούσαν στις θέσεις αυτές (Γραμμένος κ.ά. 1990, 224, Γραμμένος 1991, 283-290). 10

μορφή που χαρακτηρίζει έναν οικισμό εν γένει διαμορφώνεται από παράγοντες όπως ο τρόπος χρήσης και οργάνωσης του χώρου, η διαχείριση των φυσικών πηγών, η κινητικότητα ή η μονιμότητα των κατοίκων, και γενικότερα από τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που κατοικούσαν σε αυτόν, έχει υποστηριχθεί ότι τα βασικά χαρακτηριστικά του κάθε τύπου εγκατάστασης ορίζονται και προσδιορίζονται από τις κοινωνικοοικονομικές δομές που διέπουν την οργάνωση των νεολιθικών κοινοτήτων (Kotsakis 1994, 1999, Κωτσάκης 2004). Η αρχαιοβοτανική έρευνα, μεταξύ άλλων, μπορεί να συμβάλλει στην κατανόηση των λόγων της ύπαρξης και συνύπαρξης των δυο τύπων εγκατάστασης στη Νεολιθική της βόρειας Ελλάδας ενώ το πλαίσιο της μελλοντικής έρευνας έχει ήδη τεθεί (βλ. Valamoti 2005, 2007γ, Valamoti et al. 2007, και επόμενες ενότητες). Στις ενότητες που ακολουθούν λοιπόν, συζητούνται εν συντομία ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη δραστηριότητα σε σχέση με τα φυτά, τα οποία έχουν απασχολήσει την πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα στην προσπάθεια προσέγγισης και ερμηνείας των διαφόρων όψεων της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που χαρακτηρίζουν τις νεολιθικές κοινότητες της βόρειας Ελλάδας. 2.1. Τα είδη προς εκμετάλλευση Η επιβίωση των νεολιθικών ανθρώπων εν γένει βασίζονταν στο μεγαλύτερο ποσοστό στην αγροτική παραγωγή (Halstead 1981, 314). Οι σοδειές που σύμφωνα με τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα (για μια περιεκτική ανάλυση βλ. Hansen 1988, Kroll 1991, Βαλαμώτη 2009), καλλιεργούσαν οι νεολιθικοί γεωργοί περιλαμβάνουν ένα ευρύτατο φάσμα αρκετών δημητριακών και οσπρίων όπως το μονόκοκκο, το δίκοκκο, το νέου τύπου και το γυμνό σιτάρι, το δίστοιχο και εξάστοιχο κριθάρι, ντυμένο και γυμνό, η φακή, το μπιζέλι, το λαθούρι και η ρόβη 7 (βλ. πίνακες 3 & 5 στο Βαλαμώτη 2009). Η εκμετάλλευση των ειδών της άγριας χλωρίδας φαίνεται πως συμπλήρωνε τη βάση της διατροφής προσφέροντας παράλληλα γευστική ποικιλία αλλά και διάφορα άλλα αναγκαία στοιχεία για τον ανθρώπινο οργανισμό, όπως οι βιταμίνες. 7 Το κουκί αν και έχει εντοπιστεί σε κάποιες θέσεις, τα κατάλοιπά του είναι τόσο φτωχά σε αριθμό που δεν θεωρείται καλλιεργούμενο είδος (Βαλαμώτη 2009, 73-74). 11

Φρούτα και καρποί όπως τα σύκα, τα κράνα, τα βατόμουρα, τα σταφύλια, τα άγρια αχλάδια, ο σαμπούκος, τα βελανίδια, τα αμύγδαλα, η κοκκορεβυθιά, και άλλα πολλά (βλ. πίνακες 7, 9 & 11 στο Βαλαμώτη 2009), συλλέγονταν από την άγρια βλάστηση, πιθανότατα όχι μόνο λόγω της διατροφικής τους αξίας, αλλά και για τις αρωματικές, φαρμακευτικές και ελαιοδοτικές τους ιδιότητες (Βαλαμώτη 2009), ενώ το λινάρι φαίνεται να αποτελούσε καλλιεργούμενο είδος ήδη από τη Νεολιθική (Valamoti 2004, 115, Βαλαμώτη 2009, 82-83). Η αξιοσημείωτη αυτή ποικιλία των φυτικών ειδών 8, έχει υποστηριχθεί ότι αποτελούσε για τις νεολιθικές αγροτικές κοινότητες έναν από τους πολλούς «μηχανισμούς προστασίας/εξασφάλισης» της παραγωγής έναντι σε κινδύνους, όπως για παράδειγμα η ολική ή μερική καταστροφή της σοδειάς λόγω απρόοπτων ακραίων καιρικών φαινόμενων (Forbes 1976, Halstead & O Shea 1989, Halstead 1990). Η παραπάνω «λίστα» των φυτικών ειδών που εκμεταλλεύονταν ο νεολιθικός άνθρωπος, ήταν, λιγότερο ή περισσότερο, κοινή για όλες τις νεολιθικές κοινότητες της βόρειας Ελλάδας (Valamoti 2004, Βαλαμώτη 2009). Ωστόσο αυτές φαίνεται πως την εκμεταλλεύονταν με μια ποικιλία τρόπων, για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις ότι σχετίζονταν με τις διαφορετικές κοινωνικές δομές που οργάνωναν τον τρόπο ζωής των νεολιθικών κοινωνιών (Valamoti 2005, Valamoti et al. 2007). Πιο συγκεκριμένα, οι διαφοροποιήσεις που έχουν εντοπιστεί φαίνεται να αφορούν τόσο δραστηριότητες όπως η αποθήκευση και η διαχείριση των απορριμμάτων που αντικατοπτρίζονται από τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα και οι οποίες φαίνεται να διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τύπο κατοίκησης, όσο και τη διαχείριση των φυτών για τη διατροφή των ζώων ανεξάρτητα από τον τύπο εγκατάστασης (Valamoti 2005, Βαλαμώτη 2006). Οι διαφοροποιήσεις αυτές συζητούνται στα επόμενα υποκεφάλαια. 8 Ανάλογη ποικιλία έχει διαπιστωθεί μέσα από τα αρχαιοζωολογικά κατάλοιπα και για τα είδη των ζώων που εκμεταλλεύονταν ο νεολιθικός άνθρωπος. Κατά τη Νεολιθική, η εκμετάλλευση των εξημερωμένων ζώων, όπως τα αιγοπρόβατα, ο χοίρος, τα βοοειδή και ο σκύλος, αφορούσε κατά κύριο λόγο την εξασφάλιση κρέατος (Halstead 1994, 201), ενώ η συμμετοχή των άγριων ειδών, αν και πάντοτε παρούσα, άρχισε να γίνεται πιο συστηματική από την Εποχή του Χαλκού και έπειτα (Halstead 1994, 200). 12

2.2. Πλεόνασμα και απορρίμματα: η οργάνωση της αποθήκευσης και η διαχείριση των απορριμμάτων Βάσει της αρχαιοβοτανικής ανάλυσης απανθρακωμένου υλικού που προέρχεται από επτά θέσεις, τούμπες και εκτεταμένους οικισμούς, της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής της βόρειας Ελλάδας, τη Μάκρη, το Ντικιλί Τας, τον Αρκαδικό, το Μάνδαλο, την Άψαλο, το Μακρύγιαλο και τη Γαλήνη 9 (Valamoti 2004, 2005, Βαλαμώτη 2006, Valamoti et al. 2007), παρατηρείται μια διαφοροποίηση μεταξύ τους ως προς τα μέρη των φυτών από τα οποία εκπροσωπούνται τα καλλιεργούμενα φυτικά είδη. Έτσι, είναι σαφής μια τάση οι οικισμοί με τη μορφή τούμπας να κυριαρχούνται από την παρουσία σπόρων δημητριακών και οσπρίων, ενώ αντίθετα οι εκτεταμένοι οικισμοί από την παρουσία των υποπροϊόντων της επεξεργασίας των δημητριακών, και πιο συγκεκριμένα από λέπυρα (Valamoti 2004, 2005, Βαλαμώτη 2006). Η διαφοροποίηση αυτή σύμφωνα με την αρχαιοβοτανική έρευνα, δε φαίνεται να είναι αποτέλεσμα ταφονομικών παραγόντων, αλλά να σχετίζεται με διαφορές στις στρατηγικές χρήσης του χώρου αναφορικά με τη διαχείριση των φυτών και πιο συγκεκριμένα με την οργάνωση της αποθήκευσης και της διαχείρισης των απορριμμάτων (Valamoti 2005, Βαλαμώτη 2006). Η οργάνωση της αποθήκευσης διέπεται από τις ίδιες αρχές που δομούν την κοινωνική και οικονομική οργάνωση της κάθε κοινότητας, ενώ αποτελεί άμεση συνάρτηση της δυνατότητας που αυτή έχει να παράγει πλεόνασμα (Halstead 1999). Η παρατηρούμενη τάση οι σπόροι δημητριακών και οσπρίων να κυριαρχούν στους νεολιθικούς οικισμούς με τη μορφή τούμπας 10 έχει προταθεί ότι ερμηνεύεται στα πλαίσια μιας στρατηγικής αποθήκευσης της τροφής σε επίπεδο νοικοκυριού, ενώ πιθανότατα υποδηλώνει μια έμφαση στην αγροτική παραγωγή με τη μορφή αποθηκευμένων αγαθών (Valamoti 2005). Αντίθετα, μια διαφορετική στρατηγική αποθήκευσης των αγαθών που ενδεχομένως να χαρακτηρίζονταν από ένα περισσότερο «κοινοτικό» χαρακτήρα, είναι πιθανώς η αιτία που τέτοιου είδους συγκεντρώσεις δεν χαρακτηρίζουν τις αποθέσεις των επίπεδων οικισμών (Valamoti 2005). 9 Η Γαλήνη (Τουφεξής 1999), αν και βρίσκεται στη Θεσσαλία, συμπεριλήφθηκε στη συγκεκριμένη έρευνα (Valamoti 2005). 10 Σπόροι κυριαρχούν σε δυο από τις τρείς τούμπες (Ντικιλί Τας, Μάνδαλο) και σε έναν μόνο από τους τέσσερις εκτεταμένους οικισμούς (Αρκαδικό) (Valamoti 2005, σχήμα 2). 13

Στον αντίποδα της αποθήκευσης του πλεονάσματος, βρίσκεται μια άλλη όψη της κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης μια κοινότητας, αυτή που αφορά τη διαχείριση των απορριμμάτων. Η παρατηρούμενη τάση τα υποπροϊόντα της επεξεργασίας των δημητριακών που ερμηνεύονται ως απορρίμματα (Valamoti 2004, 2005, 263-264, Βαλαμώτη 2006 57), να κυριαρχούν στους εκτεταμένους οικισμούς 11, έχει προταθεί ότι αντικατοπτρίζει μια συγκεκριμένη στρατηγική διαχείρισης των απορριμμάτων (Valamoti 2005, Βαλαμώτη 2006, 84-89). Σύμφωνα με τη στρατηγική αυτή, τα απορρίμματα «ενσωματώνονται» στον οικιστικό χώρο των εκτεταμένων θέσεων και έτσι τα εντοπίζουμε στις εστίες, τους φούρνους, τους λάκκους και τα δάπεδα των σπιτιών (Valamoti 2005, Βαλαμώτη 2006, 84-89). Αντίθετα, η διαχείριση των απορριμμάτων στις τούμπες φαίνεται να ακολουθεί άλλους «κανόνες», οι οποίοι προφανώς «επιβάλλουν» την απομάκρυνση τους από τα οικήματα και συνεπώς τη διατήρηση της «καθαρ(ι)ότητας» των τελευταίων (Valamoti 2005, Βαλαμώτη 2006, 84-89). Έχει υποστηριχθεί ότι ανάλογες διαφορετικές όψεις της κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης αναφορικά με τη δυνατότητα παραγωγής πλεονάσματος είναι επίσης αντιληπτές στα αρχαιολογικά κατάλοιπα που χαρακτηρίζουν τους δυο οικιστικούς τύπους (Ανδρέου & Κωτσάκης 1994, Kotsakis 1999). Πιο συγκεκριμένα, οι τούμπες, όπου το νοικοκυριό θεωρείται η βασική μονάδα παραγωγής, κατανάλωσης και αποθήκευσης της τροφής, έχουν συνδεθεί με τη δυνατότητα παραγωγής πλεονάσματος (Kotsakis 1999). Αντίθετα για τους εκτεταμένους οικισμούς, όπου ένας πιο «κοινοτικός» χαρακτήρας, αναφορικά με την οργάνωση της προετοιμασίας, της κατανάλωσης και πιθανώς της αποθήκευσης της τροφής, θεωρείται πιθανότερος, έχει υποστηριχθεί ότι η ανάγκη για εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής ήταν περιορισμένη (Andreou & Kotsakis 1994, Kotsakis 1999). Εάν πράγματι ισχύει το μοντέλο που προτείνεται από τους Ανδρέου και Κωτσάκη (1994) για την αυξημένη δυνατότητα παραγωγής πλεονάσματος στις τούμπες, τότε η κυριαρχία των σπόρων στο συγκεκριμένο τύπο εγκατάστασης που αναδεικνύεται από την αρχαιοβοτανική μελέτη 11 Τα υποπροϊόντα της επεξεργασίας των δημητριακών κυριαρχούν σε τρείς από τους τέσσερις εκτεταμένους οικισμούς (Άψαλος, Μακρύγιαλος, Γαλήνη) και σε μια μόνο από τις τρεις τούμπες (Μάκρη) (Valamoti 2005, σχήμα 2). 14

υποδηλώνοντας μια έμφαση στην αποθήκευση στο επίπεδο του νοικοκυριού, φαίνεται να το υποστηρίζει (Valamoti 2005, Βαλαμώτη 2006, 84-89). 2.3. Αγροτικές πρακτικές και καλλιεργούμενα εδάφη: η χρήση της γης Δεδομένου ότι η ένταση της παραγωγής, και συνεπώς η δυνατότητα παραγωγής πλεονάσματος, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κλίμακα της χρήσης της γης και επομένως από τις αγροτικές πρακτικές που εφαρμόζονταν από τους νεολιθικούς γεωργούς, είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι δεν έχουν διαπιστωθεί ουσιαστικές διαφορές στις αγροτικές πρακτικές που εφάρμοζαν οι άνθρωποι στους δυο τύπους εγκατάστασης (Valamoti 2004, 121-123, 130-131, Βαλαμώτη 2006, 65-68). Για τους νεολιθικούς οικισμούς της βόρειας Ελλάδας στο σύνολό τους έχει προταθεί η μικρής κλίμακας καλλιέργεια της γης (garden type agriculture), σε μικρά χωράφια, με εντατικές μεθόδους καλλιέργειας (Halstead 1981, 1994), μια πρόταση η οποία δεν ανατρέπεται από τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα, τα οποία φανερώνουν την εφαρμογή πρακτικών όπως η λίπανση, το ξεβοτάνισμα και η χρονοβόρα συγκομιδή των σταχυών με τράβηγμα (Valamoti 2004 121-123, 130-131, Βαλαμώτη 2006, 65-68). Επομένως, η διαφορά που προτείνεται μεταξύ εκτεταμένων οικισμών και οικισμών με τη μορφή τούμπας αναφορικά με την δυνατότητα παραγωγής πλεονάσματος (Andreou & Kotsakis 1994), δε φαίνεται να οφείλονταν στην εφαρμογή διαφορετικών πρακτικών καλλιέργειας. Μια άλλη παράμετρος υπό το πρίσμα της οποίας έχει συζητηθεί το θέμα της παράλληλης παρουσίας των δυο διαφορετικών οικιστικών τύπων αναφορικά με τη χρήση της γης και συνεκδοχικά με τη δυνατότητα παραγωγής και τη συσσώρευση πλεονάσματος, είναι η εκμετάλλευση διαφορετικών τύπων εδαφών για καλλιέργεια (Andreou & Kotsakis 1994). Mε βάση τη συστηματική επιφανειακή έρευνα που διεξήχθη στο Λαγκαδά (Κωτσάκης 1990, Andreou & Kotsakis 1994) είχε παρατηρηθεί ότι οι δυο εκτεταμένες θέσεις που είχαν εντοπιστεί βρίσκονταν σε βαριά, πηλώδη εδάφη, ενώ αντίθετα οι τούμπες της περιοχής «προτιμούσαν» μια ποικιλία εδαφών, συχνά ελαφρών και ευκολοδούλευτων. Με βάση τα παραπάνω, 15

υποστηρίχθηκε λοιπόν, ότι λόγω της διαφορετικής φύσης του εδάφους των εκτάσεων στις οποίες φαίνεται να δημιουργούνταν οι οικισμοί-τούμπες, οι κάτοικοί τους, αν και εφάρμοζαν κοινές αγροτικές πρακτικές με τους κατοίκους των εκτεταμένων οικισμών (Valamoti 2004, 121-123, 130-131, Βαλαμώτη 2006: 65-68), είχαν τη δυνατότητα να πετύχουν εντατικότερη παραγωγή (Andreou & Kotsakis 1994, Kotsakis 1999). Θα πρέπει ωστόσο να διεξαχθούν ανάλογες γεωομορφολογικές μελέτες και σε άλλους νεολιθικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η συσχέτιση τύπου οικισμού-εδαφών που παρατηρήθηκε στην περίπτωση του Λαγκαδά, αποτελούσε έναν κοινό παρονομαστή για το σύνολο των νεολιθικών οικισμών ή όχι. 2.4. Επιλογές βόσκησης και εποχικότητα της εγκατάστασης Με το ζήτημα της χρήσης της γης συνδέεται έμμεσα και το ζήτημα της διαχείρισης των ζώων. Σύμφωνα με το μοντέλο της εντατικής χρήσης της γης, εκτός από τη μικρής κλίμακας αγροτική παραγωγή, οι νεολιθικοί άνθρωποι ασκούσαν σε ανάλογο βαθμό την εκτροφή μικρών κοπαδιών ζώων, η σύσταση των οποίων χαρακτηρίζονταν από ποικιλία (Halstead 2000). Σύμφωνα με τον Halstead, κατά την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική τα μικρά κοπάδια, έχοντας περιορισμένες ανάγκες στην ποσότητα της απαιτούμενης τροφής, βοσκούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες σε θερισμένα και αγραναπαυόμενα χωράφια σε κοντινές αποστάσεις από τον οικισμό (Halstead 2000, 121-122). Για τη Νεότερη Νεολιθική όμως, ο Halstead, δεδομένης της αύξησης του μεγέθους των κοπαδιών που υποδηλώνεται από τα αρχαιοζωολογικά δεδομένα (Halstead 1994, 202), προτείνει την πιθανότητα της «επέκτασης» της βόσκησης των κοπαδιών, προφανώς λόγω των αυξημένων απαιτήσεων σε τροφή, σε μια ποικιλία εκτάσεων σε μακρινές αποστάσεις από τον οικισμό, σε βοσκοτόπια περισσότερο ορεινού χαρακτήρα (Halstead 2000, 117 κ.ε). Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από την άλλη, δεν υποστηρίζουν ένα γενικευμένο μοντέλο που μεταβάλλεται στη διάρκεια της Νεολιθικής, όπως αυτό που προτείνει ο Halstead. Αντίθετα, φανερώνουν μια ποικιλία επιλογών 16

όσον αφορά τις στρατηγικές βόσκησης. Για παράδειγμα, στο Μάνδαλο κατά την Τελική Νεολιθική μικρά κοπάδια βόσκουν σε εκτάσεις κοντά στο οικισμό (Valamoti & Jones 2003), δηλαδή οι κάτοικοι επιλέγουν μία στρατηγική βόσκησης που έχει προταθεί ότι χαρακτηρίζει την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική, ενώ στη Μάκρη η βόσκηση επεκτείνεται κατά τους θερινούς μήνες σε εκτάσεις που βρίσκονται σε μακρινότερες αποστάσεις από τον οικισμό (Valamoti 2004, 149). Τέλος, μια ακόμη στρατηγική βόσκησης φαίνεται να υποδεικνύεται από το αρχαιοβοτανικό υλικό του Μακρυγιάλου (Valamoti 2004, 121-132), και πιθανώς της Αψάλου (Βαλαμώτη 2006, 72-76) αυτή της εποχικής μετακίνησης των κοπαδιών τους μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού, ενδεχομένως σε μέρη μεγαλύτερων υψομέτρων, προς εύρεση τροφής (Valamoti 2007γ). Σύμφωνα με τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα η διαφοροποίηση που παρατηρείται στην επιλογή της βοσκήσιμης γης, ενδέχεται να σχετίζεται με τον τύπο της εγκατάστασης, όπως φανερώνει η μέχρι στιγμής αντιστοιχία «εκτεταμένοι οικισμοί-εποχική μετακίνηση» και «τούμπες-βόσκηση σε γειτονικές εκτάσεις». Ωστόσο, το δείγμα πάνω στο οποίο βασίζεται αυτή η παρατήρηση είναι πολύ μικρό και δεν ενδείκνυται προς το παρόν για γενικεύσεις (Valamoti 2007γ). Ανεξάρτητα από το εάν η εποχική μετακίνηση προς αναζήτηση βοσκής συνδέονταν αποκλειστικά με τους εκτεταμένους οικισμούς ή όχι, τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από το Μακρύγιαλο (Valamoti 2004) και την Άψαλο (Βαλαμώτη 2006) φανερώνουν ότι αυτή δεν αφορούσε αναγκαστικά το σύνολο του πληθυσμού 12. Άλλωστε, αν και η στρατηγική της εποχικής μετακίνησης των κοπαδιών προς αναζήτηση τροφής δε θεωρείται απίθανο να εφαρμόζονταν κατά τη Νεότερη Νεολιθική, η εποχική μετακίνηση της κατοίκησης σε οικισμούς με πρόσβαση σε ορεινούς βοσκότοπους δεν θεωρείται πιθανή σύμφωνα με την κρατούσα άποψη (π.χ. Pappa et al. 2004, 22-23). Επιπλέον, τα εθνογραφικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι η εποχική 12 Σύμφωνα με τα κατάλοιπα των καλλιεργημένων ειδών η ανθρώπινη παρουσία στον οικισμό φαίνεται να ήταν απαραίτητη σε όλη τη διάρκεια του έτους για την άσκηση της καλλιέργειας, αφού τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα υποδηλώνουν μια σειρά δραστηριοτήτων (άροση, σπορά, ξεβοτάνισμα, συγκομιδή, επεξεργασία), οι οποίες μοιράζονται σε όλες τις εποχές του έτους. Επιπλέον, η παρουσία των ανθρώπων τους καλοκαιρινούς μήνες υποδηλώνεται και από την παρουσία συγκεκριμένων καρπών και φρούτων της άγριας βλάστησης (π.χ. κράνα, σταφύλια, βατόμουρα, κ.α.) τα οποία συλλέγονταν εκείνη την περίοδο (Βαλαμώτη 2006, 74). 17

μετακίνηση εκφράζεται μέσα από μια ποικιλία επιλογών οι οποίες μπορεί να αφορούν το σύνολο ή μέρος μόνο του πληθυσμού, συνδυάζονται με την άσκηση της καλλιέργειας (Bar-Yosef & Rocek 1998) και δεν ορίζονται απαραίτητα από την πιο «συμφέρουσα» οικονομικά, με βάση τη σημερινή λογική, διαχείριση της γης, αλλά ενδεχομένως από παράγοντες πολιτισμικούς, όπως η εξοικείωση με το ευρύτερο περιβάλλον και η δημιουργία δεσμών με άλλες κοινότητες (Βαλαμώτη 2006, 78, 83). Πάντως, η αναγνώριση της στρατηγικής της εποχικής μετακίνησης των ζώων μαζί με το σύνολο ή μέρος του πληθυσμού, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διότι σχετίζεται άμεσα με ένα άλλο ζήτημα που αφορά την αρχαιολογική έρευνα των τελευταίων χρόνων. Το ζήτημα της μονιμότητας ή μη, των νεολιθικών εγκαταστάσεων. Σύμφωνα με τον Halstead (2005), είναι πολύ σημαντικό να αποσαφηνίζεται ο χαρακτήρας των νεολιθικών εγκαταστάσεων αφού αποτελεί αναγκαία παράμετρο για να κατανοήσει κανείς ζητήματα όπως η οικονομική και κοινωνική οργάνωση των κοινοτήτων, αλλά και να προσεγγίσει ενδεχομένως ζητήματα δημογραφίας αλλά και ιδεολογίας των νεολιθικών πληθυσμών. Η μονιμότητα της εγκατάστασης των νεολιθικών κοινοτήτων, θεωρείται παραδοσιακά ένα βασικό χαρακτηριστικό της Νεολιθικής του ελλαδικού χώρου (Perlès 2001, 174), και ειδικά των οικισμών με τη μορφή τούμπας (Sherratt 1983), προφανώς λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα της ανοικοδόμησης των οικημάτων σε μακρά χρονική διάρκεια. Η μονιμότητα αυτή αμφισβητήθηκε παλαιότερα από τους van Andel και Runnels (1995), τουλάχιστον για κάποιες από τις τούμπες της Θεσσαλίας, με βάση γεωμορφολογικές μελέτες στη θεσσαλική πεδιάδα και στη θέση Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου (van Andel et al. 1995), οι οποίες παρείχαν ενδείξεις για εποχικές πλημμύρες. Σύμφωνα με τον Halstead όμως, τα αρχαιοζωολογικά δεδομένα δεν υποστηρίζουν την πρόταση των van Andel και Runnels, αλλά αντίθετα φανερώνουν μια συνεχή εγκατάσταση στους νεολιθικούς οικισμούς εν γένει, δηλαδή όχι μόνο στις τούμπες αλλά και στους εκτεταμένους οικισμούς, τουλάχιστον από ένα μέρος του πληθυσμού (Halstead 1999, 77, 2005, 40-45, 48-49). Από την άλλη, οι εκτεταμένοι οικισμοί στις βορειότερες περιοχές των Βαλκανίων συνδέονται με μη-μόνιμη εγκατάσταση (Kaiser & Voytek 1983, 234-235), ενώ οι επιχώσεις περιορισμένου πάχους με τις 18

οριζόντιες και κάθετες ασυνέχειες που χαρακτηρίζουν τους νεολιθικούς εκτεταμένους οικισμούς του ελλαδικού χώρου έχει υποστηριχθεί ότι φανερώνουν μια ασυνεχή και μετακινούμενη χρήση του χώρου (Ανδρέου & Κωτσάκης 1987, 82-84, Andreou & Kotsakis 1994, 20). Μάλιστα, σύμφωνα με τον Halstead (2005), δεν αποκλείεται ένας ασυνεχής χαρακτήρας ανάλογος με αυτόν των εκτεταμένων οικισμών, να αποτελούσε μια πραγματικότητα της ανθρώπινης εγκατάστασης και στους οικισμούς με τη μορφή τούμπας. Για παράδειγμα δεν είναι απίθανο οι τούμπες να κατοικούνταν σε συγκεκριμένες περιόδους του έτους ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Αυτού του είδους η εποχικότητα της εγκατάστασης βέβαια, είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευθεί στις τούμπες, κυρίως λόγω του τρόπου διαμόρφωσης των ανθρωπογενών στρωμάτων (Halstead 2005). Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό ας σημειωθεί ότι, αν τα διαθέσιμα δεδομένα φαίνεται να είναι προς το παρόν αντιφατικά αναφορικά με το ζήτημα του βαθμού της μονιμότητας των νεολιθικών κοινοτήτων, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι κάθε μόνιμη κοινωνία εμπεριέχει ένα στοιχείο μετακίνησης (Bar Yosef & Rocek 1998) και ότι αντίστροφα ένας βαθμός κινητικότητας, μέρους ή του συνόλου του πληθυσμού, δεν αναιρεί απαραίτητα τη μονιμότητα του χαρακτήρα μιας ανθρώπινης εγκατάστασης (Kaiser & Voytek 1983). Αφού ολοκληρώθηκε στο κεφάλαιο αυτό η συνοπτική παρουσίαση των διάφορων όψεων της ανθρώπινης εγκατάστασης και δραστηριότητας σε σχέση με τα φυτά στη βόρεια Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου, όπως αυτή ανιχνεύτηκε από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, στο επόμενο κεφάλαιο ακολουθεί μια σύντομη περιγραφή του ευρύτερου περιβάλλοντος και της ανθρώπινης εγκατάστασης στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού της Κρεμαστής, την περιοχή της Κίτρινης Λίμνης του νομού Κοζάνης. 19