ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ NEW INFRASTRUCTURE NETWORKS IN EUROPE. Pantelis D. Skayannis, University of Thessaly

Σχετικά έγγραφα
Γεωγραφικά Προβλήµατα της Κοινωνίας της Πληροφορίας στην ΕΕ

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Το νέο τοπίο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και ο ρόλος του Διαχειριστή Δικτύου Διανομής (ΔΕΔΔΗΕ)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Αρχική Διαφάνεια (1) ΤΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της. Σύστασης για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

1. Η ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ

Κεφάλαιο 2ο: ΚτΠ. 2.1 Τηλεπικοινωνίες υποδομές 2.2 Δίκτυα 2.3 Βασικές υπηρεσίες

Ομάδα Εργασίας ΣΤ 1. Εισαγωγές Παρατηρήσεις

«Στρατηγική Ανάπτυξης Δεξιοτήτων του Ανθρώπινου Δυναμικού των Επιχειρήσεων» Χρήστος Α. Ιωάννου, Διευθυντής Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ

Forum Ομάδα Εργασίας ΣΤ1

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ LOGISTICS Όσο λοιπόν αυξάνει η σημασία και οι απαιτήσεις του διεθνούς εμπορίου, τόσο πιο απαιτητικές γίνονται

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

- Αθήνα, 13 Απριλίου

356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα)


Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Τίτλος Ειδικού Θεματικού Προγράμματος: «Διοίκηση, Οργάνωση και Πληροφορική για Μικρομεσαίες

[ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΑΡΙΝΟΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ] ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΤΕΣΤ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΟΜΑΔΑ Α

«καθορισμός μακροχρόνιων στόχων και σκοπών μιας επιχείρησης και ο. «διαμόρφωση αποστολής, στόχων, σκοπών και πολιτικών»

Νότια Ευρώπη. Συνεργασία στη λεκάνη της Μεσογείου : Ενεργειακά ζητήματα. Ελληνικά

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΕΥΡΥΖΩΝΙΚΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Χαιρετισμός Προέδρου Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση του ΣΕΑΠΕΚ. Γραφεία ΟΕΒ 26 Μαΐου, 2010

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η βιώσιμη ανάπτυξη έχει πυροδοτήσει αρκετές διαφωνίες ως προς την έννοια, τη χρησιμότητα αλλά και τη σκοπιμότητά της τα τελευταία χρόνια.

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

8035/17 ΜΜ/γομ/ΕΠ 1 DG E - 1C

Ευχαριστώ πολύ τους διοργανωτές του Συνεδρίου για την πρόσκληση. Θεωρώ μάλιστα ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός, ότι η Κύπρος δίνει το

10 χρόνια από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: διδάγματα και προοπτικές

Απελευθέρωση Ταχυδρομικής Αγοράς : «Βαδίζοντας προς το 2009»

CO 2. Προκλήσεις που καλείται να αντιµετωπίσει η Ελληνική Βιοµηχανία. ρ. Κ. Συµεωνίδης

(γ) Τις μορφές στρατηγικής αλληλεπίδρασης που αναπτύσσονται

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Ενότητα # 6: ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Κυρίες και Κύριοι Σύνεδροι,

Την αρωγή του κλάδου Τεχνολογιών

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΑΣ, κ. Χρήστου ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ TRESMED 4 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-11/9/2012

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 10 η. Ανάκτηση Κόστους και Ιδιωτική Συμμετοχή

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Θεοδόσιος Παλάσκας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Μαρία Τσάμπρα, Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας Χρυσόστομος Στοφόρος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Περίληψη. της εκτίμησης των επιπτώσεων που συνοδεύει. την πρόταση

Επιδράσεις ΑΞΕ & Μέτρα Προσέλκυσης. Χρυσοβαλάντου Μήλλιου Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

G. Johnson, R.Whittington, K. Scholes, D. Angwin, P. Regnér. Βασικές αρχές στρατηγικής των επιχειρήσεων. 2 η έκδοση. Chapter 1

ΥΠΕΣ Α Γενική Γραµµατεία ηµόσιας ιοίκησης & Ηλεκτρονικής ιακυβέρνησης ΕΥΡΥΖΩΝΙΚΑ ΙΚΤΥΑ

Πληροφοριακά Συστήματα Διοίκησης. Διοικητική Επιστήμη και Λήψη Αποφάσεων


ίκτυα και Internet στο Επιχειρηματικό Περιβάλλον

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ηλεκτρονικό Εμπόριο. Ενότητα 6: Διαχείριση Σχέσεων με Πελάτες Σαπρίκης Ευάγγελος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Γρεβενά)

Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικού Διαλόγου για τον Ταχυδρομικό Τομέα. διευρυμένη Ευρώπη» 3-4 Μαΐου Αθήνα. Ξενοδοχείο Royal Olympic

ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Εισαγωγή

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ

Κατερίνα Μπατζελή Πρόεδρος Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Ημερίδα ΤΕΕ, 8/11/2013 Ηλεκτρική ενέργεια, βιομηχανία, ανταγωνισμός,ανάπτυξη. Εισηγητής : Ζητούνης Θεόδωρος, MMM Tεχνικός διευθυντής ομίλου ΓΙΟΥΛΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. Φορολογική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη

στήριξη της ανάπτυξης καινοτόμων υπηρεσιών μέσα από τις δράσεις του Γ ΚΠΣ

Αντιφάσεις στην αξιοποίηση του τεχνικού επιστηµονικού δυναµικού στην ελληνική βιοµηχανία

Το νέο τοπίο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και ο ρόλος του Διαχειριστή Δικτύου Διανομής (ΔΕΔΔΗΕ)

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

ΑΡΘΡΟ «ΕΞΙ ΣΤΟΥΣ ΔΕΚΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ ΠΛΕΟΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ»

Η θεωρία Weber Προσέγγιση του ελάχιστου κόστους

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

23/2/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Οκτωβρίου Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Forum Ομάδα Εργασίας ΣΤ1

ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕΤΟΠΙΚΟΕΠΙΠΕ Ο ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΜΠΟΤΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

«Ο ρόλος της εκπαίδευσης ενηλίκων στη σύγχρονη κοινωνία»

Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Συμβολή στην οικονομία, εξελίξεις και προκλήσεις

Η συνεισφορά της Cyta Ελλάδος στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Αξιολόγηση σεναρίου (1) Σενάριο 1: Μη παρέμβασης (do-nothing case)

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ : Έκρηξη πληροφορικής τεχνολογίας - Χρήση ηλεκτρονικών εργαλείων προσθήκη νέων ανταγωνιστών ηλεκτρονικών παροχών

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

THE ECONOMIST ΟΜΙΛΙΑ

ΕΠΑνΕΚ ΤΟΣ Υγεία. Τομεακό Σχέδιο. Αθήνα,


«ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ»

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Δελτίο Τύπου. Αθήνα, 28 Νοεμβρίου 2008

Η Cyta διαµορφώνει τις εξελίξεις στον ψηφιακό µετασχηµατισµό της χώρας

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ: ΝΕΑ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΠΟΛΥΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΖΩΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ: ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ

Εμπορική αξιοποίηση εθνικών δικτύων

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ ΡΑΕ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 311/2007. Τροποποίηση Κανονισµού Προµήθειας Πελατών. Η Ρυθµιστική Αρχή Ενέργειας. Λαµβάνοντας υπόψη: σκέφθηκε ως εξής:

ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΚΤΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Εύη Χριστοφιλοπούλου Υφυπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης

Οι προοπτικές της φωτοβολταϊκής τεχνολογίας

Transcript:

ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ NEW INFRASTRUCTURE NETWORKS IN EUROPE Pantelis D. Skayannis, University of Thessaly Βιβλιογραφική αναφορά Σκάγιαννης,Π. (1996) Νέα Ευρωπαϊκά Δίκτυα Υποδομών. Στο Μηλιός,Γ. (επιμ.) Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνικός Διάλογος στην Προοπτική της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης και της Ευρώπης των Πολιτών, σελ. 107-122. Αθήνα: Κριτική/Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών.

ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ 1.0. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Εδώ και πολύ καιρό, αλλά ιδιαίτερα από την εποχή που δημοσιεύτηκε η "Λευκή Βίβλος" (ΕΕΚ 1993), βρίσκεται στο προσκήνιο η συζήτηση για τα Ευρωπαϊκά δίκτυα, και ιδιαίτερα για τα Ευρωπαϊκά δίκτυα υποδομών: τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών, ενέργειας και μεταφορών, όπως τα οραματίζεται η ΕΕ (είτε αυτά και με τη μορφή που προτείνονται από τη Λευκή Βίβλο, είτε άλλα πιο περιορισμένα που βάσει της δημοσιονομικής στενότητας εγκρίνονται τελικά από τα Συμβούλια των Υπουργών) θα αποτελέσουν τη σπονδυλική στήλη της ενιαίας Ευρώπης (ακόμη και πέραν της ΕΕ), και φιλοδοξούν να απαντήσουν σε ευρύτερους αναπτυξιακούς στόχους, να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και τις ευκαιρίες απασχόλησης, διαμορφώνοντας εν τέλει ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Τα νέα δίκτυα μειώνοντας ακόμη περισσότερο τις σχετικές αποστάσεις μεταξύ των τόπων παραγωγής μεταξύ τους όσο και κατανάλωσης θεωρούνται ως μία από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της αγοράς σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Κεντρικό στόχο για την προβληματική αυτή αποτελούν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που είναι χώρες επικειμένων διευρύνσεων, καθώς το πεδίο που ανοίγεται αποτελεί για τους "δυτικούς", και ιδιαίτερα για τους εξ αυτών ισχυρότερους, πρόκληση για επέκταση σε νέες αγορές και δημιουργία νέων στρατηγικών συμμαχιών σε μια υφέρπουσα προσπάθεια ανακατανομής των σφαιρών επιρροής τους μέσα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Στο επίπεδο των δικτύων τέτοιες προθέσεις εκφράζονται με τον προγραμματισμό αυτοκινητοδρόμων τύπου Βερολίνο-Μόσχα, ή και με το ΤΕΜ (Trans-European Motoways) και TER (Trans-European Railways) Βορρά - Νότου που περιλαμβάνει και την Ελλάδα, με τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις των συστημάτων των χωρών της ΕΕ με τις ανατολικές χώρες, με την κατασκευή νέων αγωγών φυσικού αερίου, αλλά και με τα νέα δίκτυα τηλεπικοινωνιακής υποδομής. Εντός βέβαια του χώρου της ΕΕ, το αίτημα της συνοχής, η διεθνοποίηση των οικονομιών και η αναγκαιότητα στήριξης των πολιτικών σε άλλους τομείς, αποτελούν τους βασικούς στόχους της νέας χωρο-αναπτυξιακής πολιτικής, όπως αυτή προσδιορίζεται από τα πιο πρόσφατα ευρωπαϊκά κείμενα, η οποία στηρίζεται στην κοινωνικο-οικονομική πολιτική, την περιβαλλοντική πολιτική και τα διευρωπαϊκά δίκτυα (βλ. EC-ESDP, 1994, EC- Millan, 1994). Ειδικότερα, τα μεταφορικά δίκτυα αποσκοπούν στην αύξηση της πρόσβασης των διαφόρων μη προνομιούχων περιοχών στους κεντρικούς άξονες με την υλοποίηση των αξόνων αυτών, την αναδιάταξη των δευτερευόντων δικτύων και την ενίσχυση των διατροπικών συνδέσεων, καθώς επίσης και την αύξηση της παραγωγικότητας της ίδιας της υποδομής με τη λήψη συνοδευτικών μέτρων στη δημιουργία των δικτύων ή με την κατασκευή συμπληρωματικών δικτύων για περισσότερη αποτελεσματικότητα (με τη διαφαινόμενη παραδοχή ότι η περισσότερη αποτελεσματικότητα βαδίζει παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας). Ο αυτοκινητόδρομος Λισαβώνας- Ισπανογαλλικών συνόρων, ο ΠΑΘΕ, καθώς και άλλοι αυτοκινητόδρομοι, οι σιδηρόδρομοι υψηλών ταχυτήτων (π.χ. Παρίσι-Λονδίνο και Μαδρίτη-Περπινιάν), οι διάφορες διώρυγες, η σταθερή ζεύξη Δανίας-Γερμανίας, το σύστημα διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας για την Ευρώπη, τα νέα αεροδρόμια (π.χ. Σπάτα Ελλάδος), 1

κ.λπ., αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων σχεδιασμών (βλ. ΕΕΚ 1993:91-2). Αντίστοιχα, στα δίκτυα ενέργειας (όπου περιλαμβάνεται το φυσικό αέριο), το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στη σύνδεση μεμονωμένων ηλεκτρικών δικτύων (π.χ. Βόρεια Ιρλανδία-Σκωτία), στην ενίσχυση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών μελών (π.χ. Ισπανία-Πορτογαλία), στην ενίσχυση των ηλεκτρικών δικτύων στο εσωτερικό των κρατών μελών (π.χ. Ελληνικός άξονας ανατολής-δύσης), και στη δημιουργία ή ενίσχυση ηλεκτρικών διασυνδέσεων με τρίτες χώρες (π.χ. Ελλάδα Βαλκανικές Χώρες). Στο φυσικό αέριο το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην έναρξη χρήσης φυσικού αερίου σε νέες περιοχές (π.χ. Ελλάδα), στη σύνδεση μεμονωμένων ή χωριστών δικτύων αερίου (π.χ. Μεγάλη Βρετανία-Ηπειρωτική Ευρώπη), στην ενίσχυση της δυνατότητας παραλαβής και αποθήκευσης LNG (Liquidated Natural Gas) σε υπόγειους γεωσχηματισμούς, και στην κατασκευή νέων αγωγών προσαγωγής αερίου (π.χ. Βουλγαρία -Ελλάδα) (βλ. ΕΕΚ 1993:94). Στην ευρύτερη περιοχή των δικτύων ενεργείας θα μπορούσε να καταχωρηθεί και η περίπτωση της μεταφοράς πετρελαίου μέσω των αγωγών, όπου εδώ και καιρό αναπτύσσεται έντονος ανταγωνισμός για την όδευση που πρόκειται να ακολουθήσουν οι μελλοντικοί αγωγοί. Θεωρείται ότι οι περιοχές που θα διέλθουν οι αγωγοί θα αποκτήσουν μεγάλη οικονομική σημασία και θα αποβούν στρατηγικές. Ετσι βλέπουμε τον ανταγωνισμό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για τα εναλλακτικά σενάρια διέλευσης, καθώς και τις αμφίρροπες διεθνείς συμμαχίες που δομούνται γύρω από τα σενάρια αυτά. Στις δύο αυτές περιπτώσεις των μεταφορικών και ενεργειακών δικτύων γίνεται φανερή η γεωπολιτική σημασία των δικτύων υποδομών σε συσχετισμό με τις βασικές χώρες-κλειδιά που διεκδικούν νέους ρόλους στην Ευρώπη. Τέλος τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών, φιλοδοξούν να εγκαθιδρύσουν τις "λεωφόρους των πληροφοριών" μέσα από τα προηγμένα διασυνδεδεμένα δίκτυα χωρών (π.χ. το ψηφιακό δίκτυο ενοποιημένων υπηρεσιών ISDN), τις γενικές ηλεκτρονικές υπηρεσίες (π.χ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) και τις τηλεματικές εφαρμογές (π.χ. τηλε-εργασία). Ενώ όμως όλα τα παραπάνω δίκτυα ανήκουν στη γενική κατηγορία των δικτύων της λεγόμενης "τεχνικής" υποδομής, τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ξεχωρίζουν από τα άλλα. Ως υποδομή και εν γένει ως Γενική Συνθήκη Παραγωγής 1 έχουν ορισμένες ιδιαιτερότητες. Πρώτον, κινούνται στα όρια της κλασσικής ή συμβατικής υποδομής και σχεδόν ολοκληρωτικά πια σήμερα εντάσσονται στις λεγόμενες νέες υποδομές που έχουν ως βασικό τους χαρακτηριστικό την ένταση του στοιχείου της πληροφορικής. Δεύτερον, εκπροσωπούνται από μια μερίδα του βιομηχανικού κεφάλαιου και όχι από το κλασσικό κατασκευαστικό κεφάλαιο από το οποίο εκπροσωπούνται οι περισσότερες των υπολοίπων κατηγοριών υποδομής, ιδιαίτερα των μεταφορικών υποδομών (δρόμοι, γέφυρες, λιμάνια, κ.λπ.). (Ως αποτέλεσμα αυτού), η θέση (το μερίδιο) που διεκδικεί σήμερα το κεφάλαιο των τηλεπικοινωνιών είναι μεγαλύτερη από παλαιότερα. Ιδιαίτερα, η διεθνής θέση που προσπαθεί να καταλάβει η Ευρωπαϊκή τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία βρίσκεται σε αντίθεση με την κραταιά θέση των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Το πρόβλημα είναι έντονο, καθώς η Ευρωπαϊκή τηλεπικοινωνιακή 1 Για την έννοια των Γενικών Συνθηκών Παραγωγής βλ. Κ.Marx Grundrisse. 2

βιομηχανία αντιμετωπίζει μια διασπασμένη αγορά με διαφορετικά πρότυπα, σταθερότυπα, συστήματα, κ.λπ. που εμποδίζουν τις επιδιώξεις επέκτασης των μεγάλων επιχειρήσεων (P.Skayannis, 1990, Π.Σκάγιαννης 1992). Η σημαντικότερη όμως ιδιαιτερότητα των σύγχρονων τηλεπικοινωνιών έγκειται στο ότι, σε συνδυασμό με την πληροφορική, και όπως έχει συλληφθεί η ανάπτυξή της, επιχειρούν να διαμορφώσουν ένα νέο τρόπο ζωής για την Ευρώπη και γενικότερα για την ανθρωπότητα. Η εξέλιξη όμως αυτή επιτείνει το ερώτημα κατά πόσο ο νέος αυτός τρόπος είναι πραγματικά αναγκαίος για την ανάπτυξη, ή αποτελεί οδό που έχει επιβληθεί από τα οικονομικά συμφέροντα που επενδύουν στους τομείς αυτούς. Ετσι, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια ιδιαίτερη ένταση, ή ενίσχυση, των πολιτικών των χωρών της ΕΕ σ' αυτό που ονομάστηκε "κοινωνία της πληροφορίας". *** 2.0. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Με τον τρόπο που συλλαμβάνεται η "κοινωνία της πληροφορίας" 2 δεν αποτελεί ένα στάδιο της κοινωνίας (που ούτως ή άλλως είναι τέτοιο ως ουσιαστική συνιστώσα της μεταμοντέρνας κοινωνίας), αλλά ένα συγκεκριμένο εγχείρημα της ΕΕ που αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν πλήρη απελευθέρωση των συστημάτων υποδομής και υπηρεσιών των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής (ευρύτερα δίκτυα τηλεματικής και τηλεϋπηρεσίες). Η πίεση και οι συνακόλουθες πολιτικές απελευθέρωσης του τομέα αυτού στην Ευρώπη, αποτελεί στην ουσία πίεση για τη μετατροπή μιας ολόκληρης κατηγορίας αγαθών από δημόσια, που ήταν έως σήμερα, σε ιδιωτικά. Είναι γεγονός ότι η ΕΕ προχωρά με γρήγορους ρυθμούς στην απελευθέρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών, και στην ιδιωτικοποίηση των παραδοσιακών Οργανισμών (ΡΤΟ). Στα επόμενα, θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο αυτό. 2.1. Τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ως δημόσια αγαθά Σύμφωνα με τη θεωρία περί δημοσίων αγαθών, η αδιαιρετότητα και η μη δυνατότητα αποκλεισμού στη χρήση (κατανάλωση) ενός αγαθού αποτελούν τους βασικούς λόγους για τους οποίους ένα αγαθό αποκτά τα χαρακτηριστικά του φυσικού μονοπωλίου και συχνότατα εν τέλει αποβαίνει δημόσιο (βλ. ενδεικτικά Δ. Καράγιωργας, 1981, R. and P. Musgrave, 1980). Η διαιρετότητα των προϊόντων του τομέα είναι ζήτημα τεχνικό. Αντίθετα, το πρόβλημα του αποκλεισμού, προκύπτει από τρεις αιτίες: από την τεχνική αδυναμία για αποκλεισμό, από την κοινωνική επιθυμία για μη αποκλεισμό, και από το οικονομικό κόστος που θα συνεπάγονταν ο αποκλεισμός. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής, σε σχέση με τα παραπάνω, παρατηρούνται τα εξής: Τα προϊόντα του τομέα είναι διαιρετά. Η τηλεφωνία μπορεί να πωληθεί τμηματικά (π.χ. αστικές, υπεραστικές, διεθνείς συνδιαλέξεις), οι διάφορες κατηγορίες 2 Ως εκ τούτου η κατά ΕΕ "κοινωνία της πληροφορίας" θα γράφεται εις το εξής με κεφαλαία αρχικά. 3

συνδιαλέξεων να καταγραφούν και να χρεωθούν διαφορετικά, κλπ. Το ίδιο ισχύει για όλες τις τηλεϋπηρεσίες που βασίζονται στα σύγχρονα δίκτυα. Η τεχνική αδυναμία του αποκλεισμού έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό αρθεί, η οικονομική σκοπιμότητα άλλες φορές ισχύει και άλλες όχι, ενώ η κοινωνική επιθυμία για αποκλεισμό είναι υπό συζήτηση, με την έννοια που θα αναπτυχθεί παρακάτω. Η άρση της τεχνικής αδυναμίας αποκλεισμού στις τηλεπικοινωνίες βασίζεται στη διαιρετότητα και σημαίνει τη δυνατότητα των τηλεπικοινωνιακών φορέων για τιμολόγηση και για ξεχωριστή προσφορά των διαφόρων υπηρεσιών που πωλούν στους χρήστες, καθώς και για σύνθετες μορφές επιλεκτικότητας. Για παράδειγμα, σε ένα μεγάλο οργανισμό ή επιχείρηση, ο κάθε εργαζόμενος μπορεί να απολαμβάνει διαφορετικών δικαιωμάτων στη χρήση του απλού τηλεφώνου (π.χ. φραγή, αριθμός επιτρεπομένων μονάδων συνδιαλέξεων, άλλες συμπληρωματικές υπηρεσίες). Παράλληλα, υπάρχει η τεχνική δυνατότητα οι φορείς να διακόπτουν και πάλι επιλεκτικά την πρόσβαση των χρηστών όταν οι τελευταίοι δεν τηρούν τους όρους των συμφωνιών. Η δυνατότητες αυτές είναι σήμερα επιτεύξιμες χάρις στην ψηφιακή τεχνολογία, ιδιαίτερα δε στην τεχνολογία των σύγχρονων κέντρων μεταγωγής. Η οικονομική σκοπιμότητα του αποκλεισμού αποτελεί ζήτημα υπολογισμού του κάθε φορά αναμενόμενου οφέλους σε σχέση με την επένδυση. Ενας αναλυτικός υπολογισμός είναι σήμερα δυνατό να δείξει αν μια συγκεκριμένη υπηρεσία που πρόκειται να προσφερθεί έχει οικονομικό νόημα να τελεί υπό αποκλεισμό. Το βασικό σκεπτικό είναι ότι εάν το κόστος του αποκλεισμού υπερβαίνει το αναμενόμενο όφελος για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τότε ο αποκλεισμός είναι οικονομικά ασύμφορος. Οι εξελίξεις, βασισμένες στη σύγχρονη τεχνολογία στις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική, έχουν δείξει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ο αποκλεισμός είναι, πέραν από τεχνικά εφικτός, και συμφέρων. Για παράδειγμα, το "κόψιμο" του τηλεφώνου σ αυτούς που δεν πληρώνουν δεν συνεπάγεται μεγάλη επένδυση (δαπάνη), ενώ υπάρχει αναμενόμενο όφελος για τον παρέχοντα (πληρωμή λογαριασμού, τέλους επανασύνδεσης, κ.λπ). Αντίθετα, η τηλεφωνοδότηση απομακρυσμένων ορεινών περιοχών είναι ασύμφορη σε σχέση με τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη (από τη σκοπιά του υπό τη στενή έννοια τηλεπικοινωνιακού φορέα), και συνεπώς ο εξ αντικειμένου αποκλεισμός ενός μέρους του πληθυσμού, με τα κριτήρια αυτά, είναι κατά την παραπάνω λογική αναπότρεπτος. Απομένει το ζήτημα της κοινωνικής σκοπιμότητας του αποκλεισμού. Εφ'όσον στις περισσότερες περιπτώσεις ο αποκλεισμός είναι τεχνικά δυνατός και οικονομικά αποδοτικός (για τους αποκλείοντες), το ζήτημα για την πρακτική εφαρμογή του έγκειται στην επιθυμία της κοινωνίας περί αποκλεισμού. Η επιθυμία όμως αυτή δεν είναι ούτε μπορεί να είναι ενιαία για όλη την κοινωνία. Εχει δε να κάνει με το οικονομικό βάρος που συνεπάγεται ο αποκλεισμός για τις διάφορες κατηγορίες των πολιτών, με τις επικρατούσες περί δικαίου και ηθικής κοινωνικές αξίες (και μάλιστα κατά ομάδες του πληθυσμού διότι ούτε αυτό είναι ενιαίο). Εάν προς στιγμήν παρακάμψουμε το οικονομικό βάρος, τότε το όλο πρόβλημα ανάγεται στη διαδικασία επίτευξης κοινωνικής συναίνεσης για τον αποκλεισμό ή μη. Στην περίπτωση των τηλεπικοινωνιών, αυτό συναρτάται με τη μέχρι τώρα υποχρέωση των τηλεπικοινωνιακών φορέων να παρέχουν ένα ελάχιστο αριθμό υπηρεσιών (ή δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες) σε όλο τον πληθυσμό, και να ενεργοποιούν τον αποκλεισμό μόνο σε δεύτερο - ελεγκτικό - επίπεδο. Οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στην υποχρέωση αυτή ονομάστηκαν Καθολικές Υπηρεσίες - ΚΥ (Universal Service 4

Obligation), το δε ζήτημα αποτελεί σήμερα αντικείμενο συζήτησης εν όψει των μεταρρυθμίσεων που έχουν δρομολογηθεί. Ειδικότερα, συζητείται ποια τηλεπικοινωνιακά αγαθά θα ενταχθούν στο "καλάθι" των ΚΥ. Για παράδειγμα στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες το βασικό αγαθό που ανήκε στη λογική των ΚΥ μέχρι σήμερα, ήταν το δίκτυο και η υπηρεσία φωνητικής τηλεφωνίας. Η France Telecom όμως, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 80, αποφάσισε να εγκαταστήσει το videotex minitel, ενώ επίσης άρχισε μια συζήτηση για την εγκατάσταση του ISDN που υποτίθεται ότι θα αποτελέσει γενικευμένη δικτυακή υπηρεσία. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν τομές που έθεσαν ξανά επί τάπητος το ζήτημα του καλαθιού της ΚΥ. Τι μετράει όμως ειδικότερα η κάθε μερίδα της κοινωνίας προκειμένου να συναινέσει ή μη για τον αποκλεισμό; ή αλλιώς ποιοι είναι οι λόγοι που τα διάφορα τμήματα της κοινωνίας πιέζουν προς αντίθετες κατευθύνσεις σε σχέση με τον αποκλεισμό, και για ποιες κάθε φορά υπηρεσίες συζητείται ο αποκλεισμός; Το ερώτημα αυτό συσχετίζεται με το γενικότερο ζήτημα της πίεσης προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης των αγορών στον τομέα που εξετάζουμε. Κι αυτό διότι η κοινωνική θέληση για αποκλεισμό συναρτάται με τα γενικότερα οφέλη που η κάθε κοινωνική μερίδα εκτιμά ότι θα αποκομίσει από την εγκαθίδρυση ή μη του αποκλεισμού και συνεπώς από το άνοιγμα της αγοράς. Η ελεύθερη αγορά σημαίνει αποκλεισμούς διαφόρων ειδών (ώστε οι επιχειρήσεις να δύνανται να είναι κερδοφόρες), ενώ η διατήρηση των δημοσίων μονοπωλίων συνεπάγεται λιγότερους αποκλεισμούς (εάν υποθέσουμε ότι έχουμε διαχειρίσεις που σε κάποιο μέτρο και για λόγους κοινωνικοοικονομικής συνοχής και σταθερότητας επιδιώκουν το "γενικό καλό"). Στη λογική αυτή, αναπτύσσεται και το ζήτημα της κοινωνικής και χωρικής επιλεκτικότητας των δικτύων που συνδέεται άμεσα με το καλάθι των υπηρεσιών της ΚΥ όπως προαναφέρθηκε. Πέρα από τα παραπάνω υπάρχει και η ιδεολογικο-πολιτική παράμετρος που υπεισέρχεται: οι νεο-φιλελεύθερες απόψεις που για αρκετά χρόνια στάθηκαν κυρίαρχες (κυρίως τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990) στις περισσότερες από τις ισχυρές χώρες της ΕΕ και στη Β. Αμερική, άσκησαν ισχυρή πίεση στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης της αγοράς, προφανώς σε σύμπνοια με τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, και με σύμμαχο τότε την ιστορική πραγματικότητα της κατάρρευσης των καθεστώτων του κεντρικού κρατικού σχεδιασμού της Ανατολικής Ευρώπης, που "επιβεβαίωνε" το ορθόν της άποψης για την αποκλειστική παρουσία του ιδιωτικού τομέα. Οι εξελίξεις αυτές συνέτειναν στην ενίσχυση μιας ελίτ διανοουμένων και πολιτικών που ηγήθηκε στο εγχείρημα της απόσπασης της κοινωνικής συναίνεσης προς την κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων των οργανισμών Κοινής Ωφελείας και συνεπώς και των τηλεπικοινωνιών. Ετσι, το πρόβλημα της ιδιωτικοποίησης των τηλεπικοινωνιών, εκτός από τα ιδιαίτερα συμφέροντα της εργασίας και του κεφάλαιου που το προσδιορίζουν, έχει και άλλες πτυχές: στο βαθμό που ακόμα και σε καθεστώς ιδιωτικοποίησης θεωρείται ως γεγονός η σε κάποιο βαθμό παρουσία του ιδιωτικού τομέα (ιδιαίτερα μάλιστα σε ιδιωτικοποιήσεις του τύπου των μερικών μετοχοποιήσεων όπως αυτό προδιαγράφεται στην Ελληνική περίπτωση), η ιδιωτικοποίηση αποτελεί μετατόπιση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα της οικονομίας, άρα αλλαγή των ισορροπιών και επιστέγασμα ενός διαφορετικού χαρακτήρα της προσφερόμενης υπηρεσίας. Δεν αποτελεί δηλαδή απλή μεταβίβαση κυριότητας. Αντανακλάται έτσι και ένας νέος κοινωνικός προσδιορισμός αξιών και ιδεολογίας που εκφράζει την 5

ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα, όπως αυτή διαμορφώνεται δυναμικά σε διάφορες ιστορικές φάσεις. Οι τηλεπικοινωνίες όμως ως δημόσια αγαθά, πέρα από την υποστήριξη που προσφέρουν στην παραγωγή, λειτουργούν και για ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών σκοπών, συνεπώς έχουν ανάγκη από τη γενικότερη κοινωνική συναίνεση σε σχέση με την οργάνωσή τους και τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Η συναίνεση αυτή δεν έχει μόνο να κάνει με την επιλεκτικότητα στην παροχή, αλλά και με την κατανομή των κοινωνικών πόρων σύμφωνα με τις αντίστοιχες ανάγκες, καθώς και με τα ίδια τα δικαιώματα των πολιτών. 2.2. Η αγορά και το κεφάλαιο στις τηλεπικοινωνίες Οι δυνατότητες της εγκαθίδρυσης αποκλεισμών, και η συζήτηση γύρω από τις κοινωνικές σκοπιμότητες, όμως, έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που το ίδιο το κεφάλαιο εκτιμά ότι υπάρχουν δυνατότητες κεφαλαιακής αξιοποίησης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Στη λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους, το κεφάλαιο αποβλέπει στη δημιουργία νέων όρων και χώρων αξιοποίησης, άρα προκειμένου αυτή να συμβεί αποβαίνει απαραίτητη η δημιουργία όρων παραγωγής και ανταλλαγής των αγαθών-υπηρεσιών. Οι σημαντικότεροι των όρων αυτών είναι η ίδια η δημιουργία της αγοράς, δηλαδή του κατάλληλου εκείνου πεδίου μέσα στο οποίο είναι δυνατή η ανταλλαγή, αλλά και των όρων βάσει των οποίων η ίδια η υπηρεσία είναι ανταλλάξιμη. Το μεν πεδίο ανταλλαγής υπάρχει όταν η τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία (καλύτερα ακόμα ποικιλία υπηρεσιών-αγαθών) έχει πελάτες για να πουληθεί και φορείς για να την προσφέρουν, η δε ανταλλαξιμότητα της υπηρεσίας εξαρτάται από το βαθμό που αυτή είναι διακριτή ως προϊόν και μπορούν ευχερώς να δημιουργηθούν αποκλεισμοί ώστε κάποιος να μπορεί να την αγοράσει και κάποιος όχι. Η εμπορία, για παράδειγμα τηλεπικοινωνιακών γραμμών με τη μορφή της μίσθωσης, έχει αποκτήσει νόημα από τη στιγμή που μπορούν τεχνικά να εγκατασταθούν τέτοιες γραμμές, και εφ'όσον υπάρχουν πελάτες για να τις μισθώσουν από τον εκμισθωτή που είναι ο τηλεπικοινωνιακός οργανισμός. Το επιτεύξιμο των παραπάνω όρων αποτελεί την προϋπόθεση ύπαρξης της αγοράς μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί το τηλεπικοινωνιακό προϊόν. Η πραγματοποίηση έχει βέβαια έννοια όταν πρόκειται να πραγματοποιηθεί αξία άρα όταν έχει προηγηθεί διαδικασία αξιοποίησης. Στην περίπτωση των τηλεπικοινωνιών η διαδικασία αξιοποίησης εντοπίζεται στη διαδικασία παραγωγής των υπηρεσιών από τους τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς, η δε πραγματοποίηση της αξίας, όπως στις περισσότερες υποδομές, γίνεται τμηματικά καθώς συμπίπτει με τη χρήση του δικτύου. Συνεπώς η διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς έχει νόημα όταν πρόκειται σ αυτή να κινηθούν φορείς του κεφάλαιου, επομένως είναι στενά συνδεδεμένη με τη δραστηριοποίηση του κεφάλαιου στη διαδικασία αξιοποίησης. Αρα, η εμπλοκή του (ιδιωτικού) κεφάλαιου στη διαδικασία παραγωγής των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών είναι συγγενής κατάσταση με την απελευθέρωση της αγοράς. Προκύπτει όμως το ερώτημα κατά πόσον στην απελευθερωμένη αγορά μπορούν να συνυπάρξουν δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών: αν οι όροι της αγοράς λειτουργούν για όλους με τον ίδιο τρόπο, τότε η συνύπαρξη είναι αδύνατη, εκτός εάν ο δημόσιος φορέας λειτουργήσει με πλήρη "ιδιωτικο- 6

οικονομικά κριτήρια", οπότε η δημοσία του υφή είναι αδιάφορη (περιορίζεται στο ποιος κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών). Εκεί είναι το πρόβλημα που τίθεται από την πλευρά της εργασίας. Από την πλευρά της εργασίας, το ζήτημα της απελευθέρωσης της αγοράς έχει διάφορες βασικές πτυχές: πρώτα την οικονομική. Για την εργασία, η στενή έννοια της αξιοποίησης του κεφάλαιου εκλαμβάνεται ως υπερεργασία που παράγει υπεραξία (αυτό προφανώς συμβαίνει στα περί ιδιωτικού κεφάλαιου, διότι τότε μόνον οι έννοιες αξία, αξιοποίηση κλπ έχουν νόημα). Στην περίπτωση του δημοσίου εν γένει, δεν υπάρχει διαδικασία αξιοποίησης, ούτε κεφάλαιο, δεν παράγεται υπεραξία, αλλά απλώς καταναλίσκεται υπερεργασία. Στους οργανισμούς όμως που λειτουργούν με τα "ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια", άρα αποσκοπούν στη δημιουργία πλεονάσματος και κέρδους μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι υπάρχει και παραγωγή υπεραξίας. Το πρόβλημα συνεπώς για την πλευρά της εργασίας, από τη στενή οικονομική άποψη, είναι αδιάφορο, καθόσον μάλλον, που στην περίπτωση της ιδιωτικο-οικονομικής διαχείρισης οι διαδικασίες παραγωγής (διαχείρισης, κ.λπ.) εναρμονίζονται με αυτές του ιδιωτικού τομέα και συνεπώς στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για "κράτος καπιταλιστή" 3, άρα και για παραγωγή υπεραξίας στους κόλπους του. Για τον εργαζόμενο, η υπερεργασία είναι ούτως ή άλλως αντίστοιχη σε όλες τις περιπτώσεις, ενώ η παραγωγή ή όχι υπεραξίας είναι κάτι που αφορά τελικά το κεφάλαιο. Από τη γενικότερη βέβαια άποψη, για την πλειονότητα των άμεσων παραγωγών, η υπαγωγή τους στο κεφάλαιο είναι επαχθέστερη από ότι η υπαγωγή τους στους δημόσιους φορείς, για λόγους που σχετίζονται με τους γενικότερους όρους και "συμβόλαια εργασίας", με την ασφάλεια εργασίας, και το γενικότερο κοινωνικό μισθό που απολαμβάνουν. Η μεγαλύτερη όμως μερίδα της κοινωνίας δεν σχετίζεται με τους τομείς αυτούς παρά με τη σχέση του "καταναλωτή", που βέβαια εμπίπτει στη γενικότερη περίπτωση της πλευράς της εργασίας, εφόσον ο παρέχων ταυτίζεται με το κεφάλαιο, ή το "δημόσιο". Τα ζητήματα όμως που προκύπτουν είναι ανάλογα. Ο καταναλωτής ως ορθώς πράττων, όταν καλείται να επιλέξει εάν προτιμά να αγοράσει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες από μια ιδιωτική επιχείρηση ή από το δημόσιο, δεν μπορεί να εκδηλώσει προτίμηση μόνο με βάση οικονομικά κριτήρια, αν υποτεθεί ότι για τις ίδιες υπηρεσίες θα πληρώνει το ίδιο. Η διαφοροποίησή του θα επέλθει από τους συμπληρωματικούς όρους, όπως η ασφάλεια ότι οι όροι της συναλλαγής θα τηρούνται για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ότι θα τηρούνται οι δημοκρατικοί όροι που διέπουν την εν γένει κοινωνική συγκρότηση (προσωπικές ελευθερίες, δημοκρατικά δικαιώματα, κοινωνική δικαιοσύνη, κ.λπ.), και ότι δεν θα δημιουργούνται άδικοι (κατά το κοινωνικό αίσθημα) αποκλεισμοί, υπακούοντας ταυτόχρονα στο αίτημα για την παροχή ενός ελάχιστου συνόλου υπηρεσιών, των ΚΥ, σε όλους (πράγμα το οποίο βέβαια με την πάροδο του χρόνου διαφοροποιείται, καθώς και η έννοια της "πολυτέλειας" σε συνάρτηση με την έννοια των βασικών αναγκών αλλάζει). 2.3. Τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ως νέο πεδίο αξιοποίησης του κεφάλαιου 3 Ο όρος αυτός δεν έχει σχέση με τον χαρακτήρα του κράτους ως "συλλογικού καπιταλιστή", όπως αυτός υπάρχει στό έργο του F.Engels. 7

Το κεφάλαιο έχοντας συνειδητοποιήσει το πεδίο αξιοποίησης που ανοίγεται στον τομέα έχει δρομολογήσει εξελίξεις προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης της αγοράς των υποδομών και υπηρεσιών και της ιδιωτικοποίησης των οργανισμών. Γιατί όμως, ή πώς ανοίγεται πεδίο αξιοποίησης; 1. Ο πρώτος λόγος είναι η ίδια η δυνατότητα αξιοποίησης που αναλύθηκε παραπάνω, και βασίζεται κυρίως σε τεχνικούς λόγους. 2. Ο δεύτερος λόγος είναι ειδικότερος ως προς την αγορά, και σχετίζεται όχι μόνο με τη δυνατότητα αποκλεισμού, κ.λπ., αλλά με την αναδιάρθρωση των ίδιων των αγορών, δηλαδή όχι με τις ανακατατάξεις στην πλευρά της προσφοράς (οργανισμοί, βιομηχανία, κ.λπ.) αλλά με αυτές στην πλευρά της ζήτησης. Η ζήτηση ωθεί προς την πλευρά του ανοίγματος των αγορών (και συνεπώς το κεφάλαιο βρίσκει πεδίο αξιοποίησης και εν συνεχεία πραγματοποίησης), υπό την εξής έννοια: α) Η ευελικτοποίηση της παραγωγής (υπό οποιαδήποτε από τις γνωστές θεωρήσεις και εάν τεθεί), και τα νέα συστήματα εφοδιαστικής (logistics), τείνουν προς την εισαγωγή της πληροφορικής σε όλους τους τομείς και καθιστούν τα δίκτυα τηλεματικής ουσιαστική προϋπόθεση της σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας. β) Το παραπάνω απαιτεί τη συνεχή αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό των τηλεματικών και τηλεπικοινωνιακών συστημάτων. Ο συνεχής ρυθμός ανανέωσης που απαιτείται είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθηθεί από το δημόσιο τομέα, διότι: i) τα όρια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας, και της παροχής της υποδομής είναι ρευστά, και επομένως η τεχνογνωσία του δημόσιου τομέα στην παροχή υποδομής εμπλέκεται με την παροχή της υπηρεσίας, ii) επειδή παρατηρείται κατακερματισμός του αντικειμένου τέτοιος που απαιτεί σε πλείστες όσες περιπτώσεις αντίστοιχα εξειδικευμένες και συχνά μικρές επιχειρήσεις, iii) λόγω της σύμπλεξης των τεχνολογιών πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, οι μεγάλες εταιρείες πληροφορικής μπορούν να αναπτύσσουν δικά τους τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και συνεπώς να ανταγωνίζονται τους δημόσιους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, είτε ευθέως, είτε "προσπερνώντας" (bypassing) τα επίσημα δίκτυα. iv) υπάρχει χρονική υστέρηση της ανταπόκρισης του δημόσιου τομέα στις εξελίξεις, οφειλόμενη σε διάφορους λόγους (έμμεση σύνδεση με τη βιομηχανία, γραφειοκρατία, κ.λπ.), ενώ υπάρχει άμεση ανταπόκριση της βιομηχανίας στις νέες ανάγκες, ή και έντεχνη δημιουργία αναγκών για την ανάπτυξη των αγορών, πράγμα που δεν μπορεί ο δημόσιος τομέας να παρακολουθήσει. Η γενική υστέρηση που ο δημόσιος τομέας εκ των πραγμάτων πια εμφανίζει έναντι των δυναμικών μεγάλων πολυεθνικών, ή των μικρών εξειδικευμένων επιχειρήσεων, κάνει ορατή και την ύπαρξη ενός κενού που αυτονόητα το κεφάλαιο θα σπεύσει να συμπληρώσει. 3. Γενικότερα, η τεχνολογία στους τομείς των σύγχρονων τηλεπικοινωνιών έχει φτάσει σε ένα επίπεδο που οι ευρέως γνωστές κατακτήσεις είναι εμπορεύσιμες από το κεφάλαιο. Αντίθετα, η προχωρημένη έρευνα όπως η οπτική μεταγωγή απαιτεί τεράστιο κόστος και εναποτίθεται σε ευρύτερους δημόσιους φορείς (βλ. το πρόγραμμα Race της ΕΕ). Η διάσταση αυτή παρατηρείται στις περισσότερες περιπτώσεις των φάσεων της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών, υπό την αίρεση βέβαια της κάθε φορά γενικότερης ιστορικής συγκυρίας: η εμφάνιση μιας νέας και 8

βιώσιμης τεχνολογίας απαιτεί μεγάλα κονδύλια μέχρι να γενικευθεί. Στη φάση αυτή καλείται το κράτος να επωμισθεί το κύριο βάρος. Η γενίκευση της τεχνολογίας και η η μετέπειτα σταδιακή απαξίωση τού σε πρώτη φάση επενδεδυμένου κεφαλαίου σημαίνει την ώρα για την είσοδο του ιδιωτικού τομέα στο προσκήνιο που πέρα από τις οριακές καινοτομίες, χρησιμοποιεί και αναπτύσσει ήδη γνωστές τεχνολογίες, μέχρι να φτάσει η στιγμή που θα επανακληθεί το κράτος να επωμισθεί το βάρος πολύ σημαντικών ανακατατάξεων σε επίπεδο αλλαγών του ισχύοντος Υποδείγματος (βλ. σχ. D. Laepple, 1973). Βέβαια, στο βαθμό που οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν αναπτυχθεί σε επίπεδα που ο προϋπολογισμός τους να είναι και πολλαπλάσιος πολλών κρατών, το παραπάνω επιχείρημα κινδυνεύει να διατηρήσει μόνο ιστορική σημασία. Πάντως, μέχρι σήμερα στην Ευρώπη, η γενίκευση της αναλογικής τεχνολογίας συνοδεύτηκε από το δημόσιο χαρακτήρα των παροχέων. Το κεφάλαιο δεν ήταν όμως σε θέση να διεκδικήσει την ανάληψη του τομέα. Ομως, η γενίκευση της ψηφιακής τεχνολογίας συνοδεύτηκε και από τις πιέσεις για απελευθέρωση της αγοράς. 4. Ολα τα παραπάνω στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής έχουν την ιδιομορφία ότι μεταξύ της καθ'εαυτού παροχής της υποδομής και του τελικού καταναλωτή παρεμβάλλονται οι παρέχοντες υπηρεσίες επί των δικτύων οι οποίοι αγοράζουν "χονδρικά" από τους τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς και πωλούν λιανικά στους τελικούς καταναλωτές. Συνεπώς έχουν οι ίδιοι διττό ρόλο, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει η προαναφερθείσα σχετική έλλειψη οριοθέτησης ανάμεσα στην υποδομή και στην υπηρεσία ως λειτουργίες, διότι η οποιαδήποτε υπηρεσία για να λειτουργήσει έχει την απαίτηση μιας έστω ελάχιστης δικής της υποδομής εξειδικευμένης για την αντίστοιχη υπηρεσία. Επομένως, η έννοια του "δικτύου" επεκτείνεται και στα δίκτυα υπηρεσιών, η δε υποδομή παρουσιάζει προβλήματα στην οριοθέτησή της από τον κοινό ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Η παρείσφρηση τέτοιων εξειδικευμένων υπηρεσιών κάνει, στο επίπεδό τους, δυσχερή τον ανταγωνισμό από τους μεγάλους φορείς (δημόσιους), λόγω ακαμψίας των τελευταίων και έλλειψης παράδοσης στην εμπορευσιμότητα των υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την προϊούσα εγκατάλειψη των τομέων αυτών από τους τελευταίους, και τη δημιουργία νέου κενού που έρχονται να καλύψουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. 5. Πέρα από την κατανόηση των υπηρεσιών υπό την παραπάνω έννοια, τα ίδια τα δίκτυα των υποδομών στον εξεταζόμενο τομέα (βάσει ακριβώς της ευελιξίας που παρουσιάζει η τεχνολογία τους) έχουν τη δυνατότητα να χωρίζονται σε υποδίκτυα, οι δε υπηρεσίες που παρέχουν τα υποδίκτυα να είναι διακριτές για παράδειγμα, το αστικό τηλεφωνικό δίκτυο μπορεί να ξεχωριστεί από το υπεραστικό, και αυτό από το διεθνές, αλλά και οι υπηρεσίες που αυτά προσφέρουν να τιμολογούνται ξεχωριστά. Επιπρόσθετα, και ίσως σημαντικότερα όμως, υπάρχει η δυνατότητα να προσφέρονται οι υπηρεσίες αυτές από διαφορετικούς φορείς. Ως εκ τούτου αναπτύσσεται συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα προς εξειδικευμένες τέτοιες κατευθύνσεις (βλ. και 2.iii). Η πολυπλοκότητα των διασυνδεδεμένων δικτύων δυσχεραίνει την κεντρική διαχείριση και απαιτεί ευέλικτους τρόπους διοίκησης και διαχείρισης, αλλά και προώθησης ή και πώλησης των υπηρεσιών που παρέχονται, με αποτέλεσμα να ανοίγεται και εδώ ένα πρόσθετο πεδίο δραστηριοποίησης των ιδιωτικών φορέων. Τα παραπάνω συνθέτουν τους όρους κάτω από τους οποίους έχει γίνει δυνατή η κερδοφορία στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, μέσω των αντικειμενικών 9

δυνατοτήτων αξιοποίησης του κεφάλαιου στον τομέα αυτό. Το γεγονός όμως αυτό έχει και μια τελική προϋπόθεση: δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την αντίστοιχη και εκούσια υποχώρηση του κράτους από τον τομέα. Η ύπαρξη των φυσικών μονοπωλίων δεν επιτρέπει με οικονομικούς όρους την είσοδο σε νέες επιχειρήσεις. Η απελευθέρωση του τομέα αποτελεί σε τελευταία ανάλυση πολιτική επιλογή που συνυπάρχει με τον περιορισμό του κράτους. Τα ερωτήματα που γενώνται εδώ είναι τεράστια: είναι ο ιδιωτικός τομέας πράγματι οικονομικά αποτελεσματικότερος του δημόσιου ή το επιχείρημα αυτό είναι μύθος; Μπορεί η αποτελεσματικότητα των δύο τομέων να συγκριθεί, και με ποια κριτήρια; Δεν θα επιχειρηθεί εδώ η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, πρέπει όμως να τονιστεί ότι το στενό κριτήριο της οικονομικής αποτελεσματικότητας (με την έννοια της μέγιστης οικονομικής απόδοσης μιας επένδυσης) δεν μπορεί να αποτελεί και το μοναδικό κριτήριο μιας κοινωνίας. Προκύπτει το δίλημμα εάν η κοινωνική δικαιοσύνη που ενδεχόμενα καταστρατηγείται από τις συνέπειες της ιδιωτικοποίησης πρέπει να υποταγεί στην οικονομική αποτελεσματικότητα, ή το αντίστροφο. Το επιχείρημα ενισχύεται και από το γεγονός ότι η ιδιωτικοποίηση εκτιμάται ότι έχει σημαντικό κοινωνικό κόστος που σχετίζεται τόσο με την ανισοκατανομή των αποτελεσμάτων της ιδιωτικής παραγωγής και των εξωτερικών αρνητικών οικονομιών που προκύπτουν, όσο και με την κατασπατάληση κοινωνικών πόρων που αλληλοεπικαλύπτονται στο επίπεδο της παροχής και διαχείρισης. Παράλληλα, η εκμετάλλευση των χρηστών, η έλλειψη δικαιοσύνης, η μεγέθυνση της δύναμης των μεγάλων επιχειρήσεων που οδηγούν σε κοινωνικές διαιρέσεις, τελικά καταλήγουν σε απάλειψη της κοινωνικής ολοκλήρωσης και ενότητας (βλ. σχ. A.Walker, 1984). *** 3.0. Η ΕΚΦΡΑΣΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΘΕΣΕΙΣ Η πολιτική της ΕΕ για τα δίκτυα των νέων υποδομών, στοιχειοθετείται από ένα σώμα οδηγιών και κανονισμών που βασίζονται στα Green Papers (και στις γενικότερες κατευθύνσεις της Λευκής Βίβλου), στις αποφάσεις των Συμβουλίων Υπουργών, και άλλων παρεμφερών συναντήσεων κορυφής, συμπεριλαμβανομένων των συναντήσεων της G7 στις οποίες η ΕΕ συμμετέχει ως όγδοο μέλος, και τις αποφάσεις των οποίων υιοθετεί. Ειδικότερα, το ζήτημα της Κοινωνίας της Πληροφορίας στοιχειοθετείται από την αναφορά της επιτροπής Bangemann (Μ. Bangemann, 1994), η οποία όπως έχει αναφερθεί υποστηρίζει την απελευθέρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών (υποδομή και υπηρεσίες), και την ιδιωτικοποίηση των φορέων, χωρίς να δίνει την απαιτούμενη έμφαση σε κοινωνικά ζητήματα που ενδεχόμενα προκύπτουν. Στο ελληνικό επίπεδο, το αντίστοιχο των κατευθύνσεων της παραπάνω αναφοράς αποτελεί η σχετική έκθεση του ΥΒΕΤ 4 για την "Ελληνική Στρατηγική στην Κοινωνία της Πληροφορίας", η οποία όμως διαφοροποιείται από την έκθεση της επιτροπής Bangemann. Σύμφωνα με τις επίσημες θέσεις της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, όπως αυτές εκφράζονται από τον Υπουργό Βιομηχανίας Κ.Σημίτη, η εγκαθίδρυση της κοινωνίας της πληροφορίας ενέχει πέντε βασικούς κινδύνους: α) τον 4 ΥΒΕΤ: Υπουργείο Βιομηχανίας Ερευνας και Τεχνολογίας 10

κοινωνικό αποκλεισμό και την ανεργία, β) τη συρρίκνωση της δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών, γ) την απειλή για τη διαφύλαξη της ιδιωτικής ζωής και του ιδιωτικού απορρήτου, δ) την απειλή για τη διαφύλαξη της πολιτισμικής ιδιαιτερότητα ς και της Ευρωπαϊκή ς ταυτότητας, και ε) το ζήτημα της συνοχής (C.Simitis, 1994). Ταυτόχρονα, οι επίσημες ελληνικές θέσεις δίνουν μεγάλη σημασία στο ρόλο του δημόσιου τομέα, καθώς η υπόθεση της Κοινωνίας της Πληροφορίας θεωρείται μακροχρόνιας έμπνευσης, εμπεριέχουσα ζητήματα που αφορούν σε ολόκληρη την κοινωνία, και συνεπώς η εγκατάλειψη της διαμόρφωσης της πολιτικής του τομέα στα χέρια των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων δεν θεωρείται ότι προσφέρεται για την πλέον ωφέλιμη κοινωνικά πορεία. Οι απόψεις αυτές αποτελούν διαφοροποιημένη πολιτική, που όμως δεν αρνείται τη γενική πορεία της απελευθέρωσης και της ιδιωτικοποίησης του τηλεπικοινωνιακού τομέα και οργανισμών, παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις στην Ελλάδα που κυρίως προέρχονται από τον ίδιο το χώρο του ΟΤΕ που τόσο στο επίπεδο των συνδικάτων όσο και συχνά στο επίπεδο της Διοίκησης αντιδρά σε τέτοιες προοπτικές, για λόγους όμως που μάλλον είναι συντεχνιακοί παρά αντικατοπρίζοντες μια γενικότερη κοινωνική στρατηγική. Τελευταία φαίνεται όμως ότι τέτοιοι προβληματισμοί επανέρχονται στο προσκήνιο και στην Ευρώπη. Ετσι, πρόσφατα δημοσιεύτηκε η είδηση ότι συντάσσεται Ευρωπαϊκή χάρτα για τις επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας (συμπεριλαμβανομένων των τηλεπικοινωνιών) που προτείνεται να παραμείνουν υπό τον έλεγχο του Δημοσίου. Για το σκοπό αυτό, θα τροποποιηθεί και το κεφάλαιο περί ανταγωνισμού στη Συνθήκη της Ρώμης (Το Βήμα [Β.Χαραλαμπίδου], 21/5/1995:21Ε3). Ανεξάρτητα από το αν η πληροφορία αυτή είναι ακριβής, ή από το αν μια τέτοια προοπτική τελικά θα υλοποιηθεί δεδομένων των μέχρι σήμερα επικρατουσών νεο-φιλελεύθερων τάσεων, το γεγονός είναι ότι η διαμάχη για το χαρακτήρα των οργανισμών αυτών δεν έχει ακόμη τελειώσει, και επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο. Πέρα από το επίπεδο της γενικής πολιτικής κατεύθυνσης, στο επίπεδο της τεχνικής υποδομής, οι Ευρωπαϊκές προτεραιότητες, όπως καθορίζονται από την αναφορά Bangemann, επικεντρώνονται σε πρώτη φάση στην εγκαθίδρυση του ISDN και σε δεύτερη φάση στην εγκαθίδρυση του ISDN ευρέως φάσματος που θα βασίζεται στην τεχνολογία ασύγχρονης μετάδοσης Asynchronous Transfer Mode (AΤΜ). Το ευρωπαϊκό δίκτυο ΑΤΜ θα έχει τη δυνατότητα μετάδοσης πολυμέσων, και θα αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της Κοινωνίας της Πληροφορίας στην Ευρώπη, μαζί με το δίκτυο της κινητής τηλεφωνίας ξηράς GSM, και τα δορυφορικά δίκτυα. Στα δίκτυα αυτά θα στηρίζονται οι υπηρεσίες (όπως π.χ. το internet), και πάνω σ αυτές οι διάφορες κατηγορίες εφαρμογών (π.χ.τηλε-εκπαίδευση, τηλε-εργασία). Βέβαια, ειδικά για την περίπτωση του ISDN υπάρχουν σήμερα αρκετές αμφισβητήσεις, καθώς η καθυστέρηση της ανάπτυξης του δικτύου αυτού έχει προσφέρει χώρο για την ανάπτυξη άλλων ανεξάρτητων δικτύων τα οποία διασυνδεόμενα μεταξύ τους βάσει της πολιτικής της Παροχής Ανοιχτού Δικτύου (Open Network Provision: ONP) εν πολλοίς υποκαθιστούν τις λειτουργίες που θα προσέφερε το ISDN. Μια κατεύθυνση στη λογική αυτή είναι η δημιουργία του "Εξυπνου Δικτύου" (Intelligent Network) (βλ. R.Mansel, 1993). Το πρόβλημα που μέχρι σήμερα έχει τεθεί από το σχεδιασμό της νέας Ευρωπαϊκής υποδομής δεν είναι όμως μόνο τεχνικό, αλλά ίσως περισσότερο φιλοσοφικό και πολιτικό με τις εξής έννοιες: πρώτον αμφισβητείται η συνολική αυτή κατεύθυνση ως 11

νέος τρόπος ζωής για την ανθρωπότητα. Ο ίδιος ο M. Bangemann θεωρεί ότι "η Κοινωνία της Πληροφορίας είναι στενά συνδεδεμένη με ένα νέο τύπο κοινωνικής συμπεριφοράς: περισσότερη ατομικότητα και ευελιξία" (M. Bangemann, 1994:10), πράγμα που για μεν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που εκφράζει μπορεί να είναι αυτονόητο, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι είναι εξ ίσου αυτονόητο για την πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών. Δεύτερον (αν συμφωνήσει κανείς με την παραπάνω κατεύθυνση της Επιτροπής) προκύπτει νέα αμφισβήτηση, αυτή της δυνατότητας της παροχής της τηλεματικής υποδομής, και πιο συγκεκριμένα των υπηρεσιών, με ίσους όρους σε όλους τους πολίτες και σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης. Αλλά ακόμα και αν θεωρητικά αυτό μπορεί να γίνει, ή να σχεδιαστεί για να γίνει έτσι, προκύπτει η τρίτη αμφισβήτηση εάν όλοι οι πολίτες και οι περιοχές θα έχουν ίση δυνατότητα χρήσης της υποδομής και των υπηρεσιών, έστω και με τα μέτρα της επίδειξης, εκπαίδευσης και κατάρτισης, κ.λπ. που λαμβάνονται συνοδευτικά με την προώθηση του εγχειρήματος. Οι διαφοροποιήσεις της ελληνικής κυβέρνησης έρχονται μεν να απαντήσουν σε κάποια από τα προβλήματα αυτά, αλλά δεν θίγουν το ζήτημα στη ρίζα του. Ενα όμως τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό θέμα είναι αυτό της γεωγραφικής διάστασης των παραπάνω. Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρξουν "ίσες" περιφέρειες. Υπάρχει όμως η διαδικασία σύγκλισης και ολοκλήρωσης που συνθέτει την έννοια της συνοχής, όπως αυτή έχει τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ίδια όμως η επιδίωξη της συνοχής, ως Ευρωπαϊκή πολιτική, αποτελεί και μεθόδευση παρέμβασης για τις χώρες και τις περιφέρειες εκείνες που θεωρούνται λιγότερο ανεπτυγμένες, συνολικά, ή σε διάφορους επί μέρους τομείς όπως είναι και η Κοινωνία της Πληροφορίας. Η εν προκειμένω όμως παρεμβατική πολιτική (της συνοχής) έρχεται σε αντίθεση με τις επιταγές πολιτικών όπως αυτή του τύπου Bangemann που ρέπουν περισσότερο στην σχεδόν πλήρη αυτονομία της αγοράς περιορίζοντας το δημόσιο στις ελάχιστες ρυθμιστικές αρμοδιότητες. Ο αντίλογος θα ήταν βέβαια, ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν αγορές ευνοούν την ανάπτυξη των περιφερειών. Ομως, τότε η ανάπτυξη κλίνει προς τις κατευθύνσεις που οι επιχειρήσεις αυτές επιλέγουν, διότι το ερώτημα που τίθεται γι αυτές είναι η επίτευξη του μέγιστου κέρδους. Στο βαθμό που το μέγιστο κέρδος μπορεί να επιτευχθεί με την απλή πώληση προϊόντων και υπηρεσιών δεν υφίσταται λόγος ανάληψης συνθετότερων λειτουργιών από τις (ή στις) λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες. Στην Κοινωνία της Πληροφορίας, η τεχνολογική εξέλιξη έχει κάνει τα παραπάνω προβλήματα ακόμη πιο σύνθετα: το πρόβλημα της χωρικής διαφοροποίησης δε συνίσταται πια μόνο στο εάν μια περιοχή είναι προικισμένη με υποδομές και υπηρεσίες, αλλά (καθώς ολοένα απλώνονται οι υποδομές και ομογενοποιούνται οι υπηρεσίες) συνίσταται όλο και περισσότερο στο ποια θέση καταλαμβάνει ο εκάστοτε χώρος στην ιεραρχία της διαμόρφωσης των υπηρεσιών και των πληροφοριών. Σε ένα νοητό διαχωρισμό ενός τηλεματική δικτύου σε τέσσερις φάσεις που είναι η παροχή του δικτύου, των υπηρεσιών, των πληροφοριών, και η δράση του χρήστη, καθεμία από τις φάσεις αυτές εμπεριέχει ένα σύνολο λειτουργιών που αρχίζει με την ένταση διανοητικής εργασίας προϋποθέτοντας υψηλού βαθμού εξειδίκευση, και καταλήγει στην ένταση εφαρμογής ή απλής χρήσης των συστημάτων. Έτσι, για παράδειγμα, μια πόλη που κάνει χρήση ενός συστήματος, π.χ. έχει πρόσβαση σε τράπεζα πληροφοριών για τις αγορές βιομηχανικών πρώτων υλών, δεν έχει καμιά σχέση με 12

μια άλλη πόλη που φιλοξενεί τις επιχειρήσεις που συλλέγουν, εκτιμούν και οργανώνουν την πληροφορία και τη διανομή της, αν απλώς μιλήσει κανείς για τη φάση της παροχής πληροφορίας. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις άλλες φάσεις. Το πρόβλημα έτσι του χωρικού διαχωρισμού εν σχέσει με τα δίκτυα γίνεται αρκετά πιο πολύπλοκο, καθώς η έννοια του ευνοημένου ή όχι χώρου δεν ταυτίζεται πια με την ύπαρξη ή όχι μιας υποδομής ή υπηρεσίας, αλλά, προοπτικά, κυρίως με τη θέση στην ιεραρχία των πληροφοριακών συστημάτων που ο χώρος αυτός καταλαμβάνει. 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Τα σύγχρονα δίκτυα τηλεπικοινωνιών στην Ευρώπη αποτελούν την αιχμή της παρέμβασης στο επίπεδο των υποδομών. Η παρέμβαση αυτή ευνοείται από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας για τον οποίο ανοίγονται μεγάλες αγορές και ένα νέο πεδίο αξιοποίησης του κεφάλαιου, λόγω των τεχνικών δυνατοτήτων που ενσωματώνουν οι νέες αυτές υποδομές (που μπορούν να αναιρέσουν την αδιαιρετότητα και να επιβάλουν αποκλεισμούς) και του μεγέθους των επιχειρήσεων. Ομως η παρέμβαση αυτή καταλήγει να διαμορφώνει ένα νέο πρότυπο ζωής που δεν είναι αυτονόητο ότι αποτελεί επιδίωξη των ευρωπαίων πολιτών. Εκφράζονται αμφιβολίες για κατά πόσο οι εξελίξεις θα οδηγήσουν σε μια κοινωνία με τάσεις σύγκλισης και συνοχής ή σε ένα νέου είδους κοινωνικό και χωρικό διαχωρισμό, ή ακόμα και σε κοινωνική αδικία. Η παρέμβαση του κράτους στα επίπεδα των δημοσίων αγαθών μπορεί να λάβει τρεις βασικές μορφές: την παροχή, την ενίσχυση ή και τη ρύθμιση. Φαίνεται ότι προς το παρόν, στο χώρο των τηλεπικοινωνιών η εκδοχή της παροχής βρίσκεται σε κρίση και μερική υποχώρηση. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και για τις δύο άλλες εκδοχές. Η ενίσχυση των πληττομένων κοινωνικών στρωμάτων μπορεί να ενταθεί, και η ρύθμιση του τομέα μπορεί να αποβεί αρκετά αποτελεσματική, εάν υπάρχει η σχετική πολιτική βούληση. Καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να λάβουν οι εξελίξεις θεμελιακά διαφορετική τροπή στο επίπεδο της παροχής, φαίνεται ότι είναι απαραίτητη η επεξεργασία μιας πολιτικής που να βασίζεται τουλάχιστον στην ισχυρή ρυθμιστική παρουσία του δημόσιου τομέα, αλλά και όπου είναι δυνατό των τοπικών κοινωνιών για τη διασφάλιση των στρατηγικών και μακροπρόθεσμων στόχων της κοινωνίας. Η ρύθμιση αυτή θα πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνει στοιχεία παροχών και κοινωνικής δικαιοσύνης εκεί όπου είναι απαραίτητο, κάτω από κριτήρια όπως η μεγαλύτερη δυνατή (στο βαθμό που έχει νόημα) επέκταση των ΚΥ, η κατανομή σύμφωνα με τις ανάγκες, η κατά το δυνατόν δημοκρατική εκπροσώπηση και έλεγχος των κοινωνικών ομάδων, έτσι ώστε να διασφαλίζονται κατά το δυνατόν τα στοιχεία κοινωνικής αποτελεσματικότητας του τομέα των τηλεπικοινωνιών. Βέβαια, στην Ελλάδα έχει ήδη συσταθεί η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (EET) με στόχο τη ρύθμιση του τομέα και με αρμοδιότητες που μάλλον προσιδιάζουν στο μοντέλο της Βρετανικής OFTEL 5 που εναποθέτει τις ουσιαστικές ρυθμίσεις στο 5 OFTEL: Office of Telecommunications. 13

κράτος, παρά σε αυτό της Αμερικανικής FCC 6 που κινείται σε πιο αυτόνομα για την επιτροπή πλαίσια. Μάλιστα, στην προοπτική της δημιουργία του κανονιστικού πλαισίου για την πλήρη εφαρμογή του Νόμου 2246/94 (περί οργάνωσης και λειτουργίας του τομέα των τηλεπικοινωνιών) προβλέπεται η λειτουργία διαφόρων επιτροπών, επιβοηθητικά και συμβουλευτικά προς τον Υπουργό και την ΕΕΤ. Η πιο σημαντική από αυτές θα επιληφθεί των γενικών πολιτικών κατευθύνσεων που εικάζεται ότι θα περιλαμβάνουν και τα σχετικά κοινωνικά ζητήματα. Απομένει να εκτιμήσει κανείς το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο συμφέρον που θα αποκρυσταλλωθεί από τις εξελίξεις. Βιβλιογραφικές Αναφορές Bangemann, M., 1994: "Information Technology in Europe: the EC Commission's view". Στο European Information Technology Observatory 94. Frankfurt/Main: EITO. EΕΚ, 1993: "Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα και Απασχόληση: οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για τη μετάβαση στον 21ο αιώνα. Λευκό Βιβλίο". Δελτίο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Συμπλήρωμα 6/93. Λουξεμβούργο: ΥΕΕΕΚ. EC "Europe and the global information society. Recommendations to the European Council" (the Bangemann Committee Report). 26 May 1994. mimeo. EC "The Information Society in Europe: a first assessment since Corfu". December 1994. mimeo. EC "I&T Magazine, News Review", Winter 1994-1995 (DGIII and DG XIII/7). European Commission". EC- ESDP, 1994: "General Contents of the European Spatial Development Perspective". Committee on Spatial Development and ESPD Working Group. May 31. mimeo. EC- Millan, 1994: "Η Ευρωπαϊκή Επικράτεια μετά το Maastricht". Σχέδιο ανακοίνωσης του Επιτρόπου κ. Millan για την άτυπη συνεδρίαση του Συμβουλίου Υπουργών Χωροταξίας. Κέρκυρα, 4 Ιουνίου. mimeo. Καράγιωργας, Δ.Π., 1981: Δημόσια Οικονομική. 2 τόμοι. Αθήνα: Παπαζήσης. Laepple, D. 1973: Staat und Allgemeine Produktionsbedingungen. Grundlagen zur Kritik der Infrastrukturtheorien. Westberlin: VSA. Mansel. R. 1993: The New Telecommunications. London: Sage. Marx, K. εκδ. 1973: Grundrisse. Middlesex: Pelican. Musgrave R. and Musgrave P. 1980: Public Finance in Theory and Practice. Tokyo: McGraw-Hill Kogakusha. Σημίτης, Κ., 1995: Η Βιομηχανική Στρατηγική προς μια Nέα Αναπτυξιακή Τροχιά (ομιλίες-συνεντεύξεις). Αθήνα: ΥΒΕΤ. 6 FCC: Federal Communications Commission. 14

Simitis, C., 1994: "Managing Change: the public role in the information society". Speech delivered at the "Information Society and the Transformation of the Enterprise" European Information Technology Conference. Brussels. June. Σκάγιαννης, Π., 1994: Πολιτική Προγραμματισμού των Υποδομών. Αθήνα: Σταμούλης. Σκάγιαννης, Π., 1992: "Καθεστώτα Συσσώρευσης και Μεταβολή των Γενικών Συνθηκών Παραγωγής και των Υποδομών: χωρικές διαστάσεις". ΤΟΠΟΣ, τομ.4. ΑΠΑΠ/Οδυσσέας. Αθήνα. Skayannis, P., 1990: "The General Conditions of Production and Infrastructure: the case of post civil-war Greece". D.Phil. University of Sussex. ΥΒΕΤ, 1994: "Η Ελληνική Στρατηγική στην Κοινωνία της Πληροφορίας: εργαλείο για την απασχόληση, την ανάπτυξη και την ποιότητα ζωής". mimeo. Χαραλαμπίδου, Β., 1995: "Επιχειρήσεις Κοινής Ωφελείας: οριστικά μένουν στο Δημόσιο. Συντάσσεται Ευρωπαϊκή Χάρτα για τους όρους λειτουργίας". Το Βήμα 21 Μαΐου: 21Ε3. Αθήνα. Walker, A. 1984: "The Political Economy of Privatisation". Στο Le Grand, J. and Robinson, R. (επιμ.) Privatisation and the Welfare State. London: Unwin Hyman. 15