Τα Νέα Ελληνικά στο Πανεπιστήµιο του 21ου αιώνα Βασίλης Λαµπρόπουλος Για να προσδιορίσουµε καλύτερα τη θέση των ΝΕ στο σύχρονο ακαδηµαΐκό χώρο θα απαριθµήσω πρώτα µερικά γενικά χαρακτηριστικά του πανεπιστήµιου στον 21ο αιώνα µε βάση την εξοικείωσή µου µε το αµερικανικό σύστηµα. Τονίζω εξ αρχής πως οι παρατηρήσεις που ακολουθούν γίνονται από τη σκοπιά ενός συγκεκριµένου εκπαιδευτικού συστήµατος, κι ακόµη ειδικότερα ενός δηµόσιου παν/µιου 30.000 φοιτητών στο οποίο συµβαίνει να εργάζοµαι. Το σηµερινό παν/µιο είναι παγκόσµιο: έχει φοιτητές από όλο τον κόσµο και δεν απευθύνεται σε ένα ακροατήριο που είναι εθνικά, γλωσσικά ή θρησκευτικά οµοιογενές. Επίσης, είναι πάντα ανοιχτό, δηλαδή δεν κλείνει τις πόρτες του ποτέ. Αυτό το λέω κυριολεκτικά: φοιτητές, καθηγητές αλλά και απλοί πολίτες µπαινοβγαίνουν όλες τις ώρες της ηµέρας. (Για παράδειγµα, η βιβλιοθήκη του Μίσιγκαν κλείνει στις 2 το πρωί και ξανανοίγει στις 6.) Το παν/µιο είναι ψηφιακό, δηλαδή βάζει την τεράστια γνώση του στο διαδίκτυο (βιβλία, αρχεία, µαθήµατα, έρευνα) και διαθέτει µεγάλο µέρος αυτής της γνώσης δωρεάν επί 24ώρου βάσεως. Είναι απο-καλωδιοποιηµένο και απο-εδαφοποιηµένο: ο µαθητής και ο δάσκαλος µπορούν να το πάρουν µαζί τους όπου θέλουν και άρα δεν το ταυτίζουν απολύτως µε τη γεωγραφική του θέση. Αν δηλαδή ανοίξω αυτή τη στιγµή το κοµπιούτερ µου έχω µπροστά µου τους φοιτητές µου αλλά και διαλέξεις που οργανώσαµε, συλλογές της βιβλιοθήκης µας, πρακτικά των συνεδριάσεων του Τµήµατος. Τέλος, το παν/µιο είναι δικτυακό, δηλαδή δε συνίσταται απλώς από µεµονωµένα Τµήµατα και Σχολές. Μέσω συνεργασιών και ανταλλαγών, κάθε κοµµάτι του διαπλέκεται µε πολλά άλλα. Το ΝΕ µας Πρόγραµµα συνδέεται µε τα Τµήµατα Κλασσικής & Συγκριτικής
2 Φιλολογίας, µε το Κέντρο Ευρωπαΐκών Σπουδών, µε την Οµάδα Μελέτης της Κλασικής Παράδοσης κλπ. Μέσα σε αυτό το καινούργιο παν/µιο που έχει προκύψει εδώ και λίγα χρόνια η θέση των ΝΕ δεν µπορεί παρά να είναι προσαρµοσµένη σε αυτή τη νέα πραγµατικότητα η οποία ανοίγει εξαιρετικές προοπτικές. Βεβαίως το Νεοελληνικό Πρόγραµµα δε χάνει την θεσµική του ταυτότητα: εξακολουθεί να προσφέρει µαθήµατα, να δίνει πτυχία ειδίκευσης, να προσκαλεί οµιλητές, να οργανώνει συνέδρια, πάντα µε επίκεντρο την νεοελληνική κουλτούρα. Είναι η επιστηµονική φυσιογνωµία του που αλλάζει. Από µεµονωµένη οντότητα εξελίσσεται σε κόµβο συνάντησης πολλών ρευµάτων. Το παλιό µοντέλλο, το οποίο τηρούσε διακριτά χρονικά, γεωγραφικά και επιστηµονικά όρια, έχει καταργηθεί. Η αποµόνωση έχει ξεπεραστεί. Για παράδειγµα, δεν κάνουµε πλέον ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία, κοινωνία ή ιστορία χωριστά. Ούτε αρχίζουµε από το 18ο αιώνα για να καταλήξουµε γραµµικά στον 20ο. Μας ενδιαφέρουν οι διασταυρώσεις και αλληλεπιδράσεις. Έτσι, συνδυάζουµε στα ίδια µαθήµατα λογοτεχνία και φιλοσοφία, εγχώρια και ξένα ταξιδιωτικά γραφτά ή πρωτοποριακή ποίηση από διαφορετικές εποχές. Σχεδόν οτιδήποτε διδάσκουµε, γράφουµε και οργανώνουµε έχει θεµελιωδώς συγκριτικό χαρακτήρα. Συγκρίνουµε τέχνες, τάσεις, τοµείς. Αποτέλεσµα είναι περισσότεροι φοιτητές να παίρνουν τα µαθήµατά µας και περισσότεροι συνάδελφοι να διαβάζουν τη δουλειά µας. Το έργο µας είναι επίσης συγκρητικό µε την έννοια ότι µας ενδιαφέρουν φαινόµενα υβριδικά και µεταιχµιακά. Δεν αντιµετωπίζουµε τον ελληνισµό σαν κάτι αδιαπέραστο και ανάδελφο αλλά ως πολιτισµό µε έντονα υβριδικό χαρακτήρα. Τονίζουµε λοιπόν τα µεικτά στοιχεία και τις συνοριακές επιµειξίες. Αυτό µας επιτρέπει να τον συγκρίνουµε όχι µόνο µε
3 γειτονικούς πολιτισµούς αλλά και µε µακρινούς µε τους οποίους ενδέχεται να µην ήρθε ποτέ σε άµεση επαφή. Επειδή δεν είµαστε προσκολληµένοι σε ένα και µόνο κλάδο, ενθαρρύνουµε τους φοιτητές να κοιτάξουν την Ελλάδα από τη σκοπιά του κλάδου που τους ενδιαφέρει. Έτσι µπορεί σε ένα µάθηµα για το Αιγαίο να συναντηθούν η φιλόλογος µε τον περιβαλλοντολόγο και η ανθρωπολόγος µε τον αρχιτέκτονα µε αποτέλεσµα το συγκεκριµένο θέµα (το Αιγαίο) να φωτίζεται από πολλές πλευρές. Έτσι η Ελλάδα λειτουργεί ως σταυροδρόµι όχι µόνο πολιτισµών, όπως το λέµε πάντα, αλλά και επιστηµονικών προσεγγίσεων. Προσεγγίσεις που συνδυάζουν δύο και τρεις κλάδους αναδεικνύουν τις πιο σύνθετες πλευρές της. Είναι επίσης αξιοσηµείωτο ότι το πεδίο µελέτης µας έχει διευρυνθεί πολύ, κι αυτό έγινε µε δύο τρόπους. Πρώτον, αν και κέντρο της προσοχής µας παραµένει η Ελλάδα, η προβληµατική µας περιλαµβάνει πλέον τους Έλληνες όλου του κόσµου. Γι αυτό µιλάµε για κοσµοπολιτικό, για διασπορικό, για οικουµενικό ελληνισµό. Είναι φυσικό το σηµερινό παγκόσµιο και φορητό παν/µιο να ενδιαφέρεται για τους απανταχού Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονται, ο,τι κι αν κάνουν. Δεύτερον, αν και κέντρο της προσοχής µας παραµένουν οι Έλληνες, η προβληµατική µας περιλαµβάνει πλέον και την εικόνα των Ελλήνων που έπλασαν οι ξένοι ο λόγιος, η περιηγήτρια, ο φιλόσοφος, η αρχαιολόγος. Αυτό συµβαίνει και επειδή το δικό τους µοντέλο και επικράτησε παγκοσµίως και επηρέασε πολύ τους ίδιους τους Έλληνες. Παράλληλα λοιπόν µε τον οικουµενικό ελληνισµό µας απασχολεί και ο ιδεολογικός ελληνισµός, δηλαδή η κατασκευή της Ελλάδος ως φαντασιακού τόπου και χρόνου. Στην Αµερική τουλαχιστον, εξυπακούεται πως η δουλειά µας διαπνέεται από αναστοχασµό, θεωρία, διεπιστηµονικότητα και τις πολιτισµικές σπουδές. Συµπορευόµαστε µε τις πιο προωθηµένες επιστηµονικές τάσεις όπως αυτές διαµορφώθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια.
4 Ο δυναµικός συνδυασµός αυτών των προσεγγίσεων έχει τόση ευελιξία ώστε ο καθένας να µπορεί να χαράξει ένα δικό του δρόµο ενώ γενικά είναι παραδεκτό ότι το µετα-µοντέρνο και µετα-στρουκτουραλιστικό πλαίσιο είναι το πιο παραγωγικό της εποχής µας. Μέχρι πρόσφατα, η ανάπτυξη των ΝΕ βασίστηκε σε ένα µοντέλλο συνέχειας γλωσσικής, ιστορικής, φυλετικής κλπ. Αυτό δεν είναι ούτε περίεργο ούτε κακό αφού υπαγορευόταν απο τις γενικότερες αρχές που έκαναν το παν/µιο να υπηρετεί το έθνος-κράτος. Τώρα όµως όλα έχουν αλλάξει και το κράτος και η παιδεία και η έρευνα. Ο ίδιος ο κόσµος που ζούµε έχει αλλάξει, κι αυτό το παν/µιο το αναγνωρίζει. Το καινούργιο µοντέλλο είναι η ετερότητα, κι από αυτό επηρεάζονται και τα ΝΕ. Αυτό σηµαίνει πως ναι µεν συνεχίζουµε να µιλάµε για το παρελθόν αλλά όχι σαν µια φυσική κι αδιάκοπη συνέχεια. Ναι µεν συνεχίζουµε να συζητάµε την ταυτότητα αλλά την αντιλαµβανόµαστε µε διαλεκτικό τρόπο. Στο σηµείο αυτό ας θυµηθούµε επίσης πως ετερότητα δεν σηµαίνει ένας οποιοσδήποτε άλλος δεν βγαίνουµε δηλαδή στο δρόµο για να βρούµε πρόσφυγες και περιθωριακούς και να τους µελετήσουµε. Εδώ µιλάµε επιστηµολογικά για τη διαφορά, όχι τους διαφορετικούς, για το ανοίκειο κι όχι τους άλλους εν γένει. Και βεβαίως ξεκινάµε τη συζήτηση από την µεγάλη ετερότητα της νεωτερικότητας που είναι η ίδια η νέα Ελλάδα. Μπορεί κανείς να τα δει όλα αυτά συµπυκνωµένα στην εµβληµατική φυσιογνωµία του καινούργιου Καβάφη. Δεν κάνουµε πια διαµάχες για το αν ο ποιητής ήταν ερωτικός, πολιτικός, ιστορικός ή διδακτικός διότι δεν αναζητούµε ένα ενιαίο και µοναδικό Καβάφη. Σήµερα διδάσκουµε και µελετάµε ένα Καβάφη πολλαπλό διότι βρίσκουµε στο έργο του στοιχεία φύλου και έθνους, ηθικής και αισθητικής, διασποράς και αποικιοκρατίας, οριενταλισµού και θεατρικότητας και µας ενδιαφέρει αυτή ακριβώς η πολυφωνία. Επιπλέον, επισκεπτόµαστε το αρχείο του στο διαδίκτυο, ακούµε µελοποιήσεις σε διάφορες γλώσσες και τεχνοτροπίες,
5 βλέπουµε ταινίες, ξεφυλλίζουµε φωτογραφικά λευκωµατα και συγκρίνουµε τις 7 πλήρεις αγγλικές µεταφράσεις του. Τέλος, ιχνηλατούµε την κριτική παράδοση που συσσωρεύεται γύρω από το έργο του, όπως είναι οι διάφορες εκδοτικές και ερµηνευτικές συζητήσεις. Έτσι ο Καβάφης δεν είναι για µας µόνο κείµενο αλλά ένα ολόκληρο πολιτιστικό µόρφωµα καθώς και ανοικτό πεδίο δηµιουργίας. Ίσως το πιό έντονο χαρακτηριστικό των σηµερινών ΝΕ είναι πόσο σηµερινά είναι. Αφού ζούµε σε ένα παν/µιο που αποτελεί ζωντανό οργανισµό, αντιµετωπίζουµε και την Ελλάδα ως ζώσα, µεταβαλλόµενη πραγµατικότητα, µε αποτέλεσµα να µένουµε σε διαρκή επαφή µαζί της. Ελλαδίτες φίλοι και συνάδελφοι συχνά εντυπωσιάζονται για το πόσο καλά πληροφορηµένοι είµαστε για εγχώρια πρόσωπα και πράγµατα. Αυτό συµβαίνει διότι η σπουδή του ελληνισµού, µπορεί να στηρίζεται στο παρελθόν του, αλλά είναι πλέον άµεσα συνδεδεµένη µε το σφύζον παρόν του. Τώρα µπορούµε να µελετάµε τον ελληνισµό αρχίζοντας όχι από αρχαιοτάτων χρόνων αλλά από το εδώ και το τώρα. Για παράδειγµα, το µάθηµα που διδάσκουµε µε θέµα την Αθήνα αντιµετωπίζει την πόλη ως παλίµψηστο: ξεκινά από το παρόν και σταδιακά ανακαλύπτει παλαιότερα στρώµατα. Το µετα-µοντέρνο παν/µιο, λοιπόν, συναντά τη µετα-µοντέρνα µεγαλούπολη, και χάρις στις δοµικές τους οµοιότητες µπορούν να µάθουν το ένα από το άλλο. Και τα ΝΕ παραµένουν Νέα όχι µόνο επειδή αναφέρονται στη νεώτερη Ελλάδα αλλά και επειδή συγχρονίζονται τολµηρά µε νέες τάσεις στο παν/µιο του 21ου αιώνα και του κόσµου γύρω µας.