ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΓΟΥΛΗ EΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Εργασία στο Συνταγµατικό ίκαιο

Σχετικά έγγραφα
«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΤΗΡΗΣΗΣ» ΑΡΘΡΟ 84 ΤΟΥ ΣΥΝΑΓΜΑΤΟΣ

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Η πολιτική αντίθεση μονάρχη-κοινοβουλίου

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Σελίδα 1 από 5. Τ

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Η Εκτελεστική Εξουσία. Δρ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης

{ Μοναρχία. Κωνσταντίνος-Ιωάννης Δημητρόπουλος

Προπτυχιακή Εργασία «Η Ανάδειξη της Κυβέρνησης» Μιχαήλ Νεραντζάκης

ΕΡΓΑΣΙΑ. ΘΕΜΑ: Ερµηνεία του άρθρου 37 παρ. 1 και 2 σύµφωνα µε τη γραµµατολογική µέθοδο.

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Μορφές πολιτευμάτων

ΤΟ ΕΞΕΛΙΓΜΕΝΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ Ε ΗΛΩΜΕΝΗΣ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Το Πρώιµο Κοινοβουλευτικό Σύστηµα

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΘΕΜΑ: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ ΕΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ: ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΠΙΤΣΑΡΗ ΣΤ. ΑΣΠΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ:

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ Ε ΗΛΩΜΕΝΗΣ» ΑΡΘΡΟ 37 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

16η ιδακτική Ενότητα Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ( ) 1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Πρόταση εμπιστοσύνης

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΑΝΑ ΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΘΕΟ ΩΡΑ ΦΙΡΙΓΓΟΥ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ε

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩ ΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ή ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ. Θεµελιώδεις αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος ονοµάζουµε τα

Η πολιτική ευθύνη των υπουργών

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΙΚΑΙΟΥ

Το Δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία των Πολιτών Ως κορυφαία πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Ενότητα 5 η : Δημοκρατία Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Η αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα,

5η ιδακτική Ενότητα ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( )

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

17η ιδακτική Ενότητα ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

8η ιδακτική Ενότητα ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΕ ΡΕΥΟΜΕΝΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΟΕ ΡΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΨΗΦΟΥΣ ΑΝΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ 14 Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΝΑΙ ΟΧΙ ΠΑΡΩΝ ΣΥΝΟΛΟ. (κατάργηση παραγράφου)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2012

Ενότητα 6 η : Αντιπροσωπευτική Αρχή Εκλογικό Σώμα Δημοψήφισμα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αιτιολόγηση: Το κίνημα στο Γουδί εκδηλώθηκε στις 15 Αυγούστου του 1909.

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

7η ιδακτική Ενότητα ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Κεφάλαιο 3. Η συνταγματική οργάνωση του κράτους

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

Eυρωπαϊκά συστήματα διακυβέρνησης: Η πρόταση εμπιστοσύνης και η πρόταση δυσπιστίας στα Συντάγματα της Ελλάδας και της Γαλλίας.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: '' Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ Η ΕΣΜΕΥΤΙΚΗ ΕΝΤΟΛΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ '' ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ

Συμμετοχικές Διαδικασίες και Τοπική διακυβέρνηση

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 7: Η Αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Τμήμα Νομικής Σχολής ΑΠΘ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Η συνταγµατική θέση και η ανάδειξη του πρωθυπουργού

Άρθρο 6 Νόμος αντίθετος στο Σύνταγμα παραμένει ανίσχυρος. Υπεροχή του Συντάγματος.

ΛΥΚΕΙΟΥ (8/12/2013) α) Εθνικό Κόµµα β) Οργανισµός γ) Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Μονάδες 15 Α2

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Εισαγωγή στο Συγκριτικό Δίκαιο

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

«ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΑΝΟΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας

ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιµέλεια εργασίας: Πολίτης Σπύρος Εmail: ιδάσκων: ηµητρόπουλος Ανδρέας ΙΑΓΡΑΜΜΑ. 2.Σχολιασµός απόφασης

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

«Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ ΜΕ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΖΥΡΙΧΗΣ»

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 1 ος : Εισαγωγή στη Δημόσια Διοίκηση. Θεωρητικές έννοιες και βασικές γνώσεις

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η Κατατάξεις πτυχιούχων Α.Ε.Ι. και ΤΕΙ στο Τμήμα Νομικής για το Παν/κό έτος

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

Transcript:

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΓΟΥΛΗ EΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Εργασία στο Συνταγµατικό ίκαιο 2009 2010 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής Α Έτος Κλιµάκιο

«Έννοια και διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήµατος» «Meaning and dimensions of the parliamentary system» «Sens et dimensions du système parlementaire» Εργασία στο Συνταγµατικό ίκαιο Έτος 2009 2010 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής Επιµέλεια: Αναστασία Πέργουλη ιδάσκων καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος Αθήνα 2010-2 -

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ...Σελίδα Πρόλογος 4 Κεφάλαιο Α - Το κοινοβουλευτικό σύστηµα i. Έννοια.5 ii. Ιστορική εξέλιξη..7 Κεφάλαιο Β - Οι τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήµατος i. ιάκριση.9 ii. Ιστορική εµφάνιση...10 iii. Κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική πλευρά του κοινοβουλευτικού συστήµατος.11 Επίλογος..12 Βιβλιογραφία.13 Περίληψη εργασίας 14-3 -

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η έρευνα του ελληνικού κοινοβουλευτικού συστήµατος δε βρήκε πρόσφορο έδαφος στη χώρα µας. Παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιδιοµορφίες και εθνική διαµόρφωση, οι Έλληνες συγγραφείς ενασχολήθηκαν περισσότερο µε τη µελέτη του κοινοβουλευτικού συστήµατος στο διεθνή χώρο και λιγότερο µε το ελληνικό. Εποµένως, στην ελληνική νοµική επιστήµη επικρατεί σύγχυση όσον αφορά την έννοια, την ιστορική αφετηρία και εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήµατος, διότι εξαιτίας της προαναφερθείσας στάσης, εκδηλώνονται διαφωνίες και ποικίλες απόψεις ως προς τον ακριβή καθορισµό του. Η παρούσα µελέτη έχει ως βασικό στόχο να προσδιορίσει και να αναλύσει την έννοια του κοινοβουλευτικού συστήµατος, καθώς και να διαπραγµατευτεί την ανάγκη διάκρισής του σε τρεις διαστάσεις, την ανάδειξη, τον έλεγχο και τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία. Καταρχήν, επιχειρείται µία απόπειρα οριοθέτησης και προσέγγισης των σχετικών εννοιών µε βάση τα διδάγµατα που παρέχονται από το χώρο του δηµοσίου δικαίου γενικότερα, και του συνταγµατικού δικαίου ειδικότερα. Στη συνέχεια, γίνεται µία σύντοµη ιστορική αναδροµή στη γένεση και τα εξελικτικά στάδια του κοινοβουλευτικού συστήµατος, όπως και µία συνοπτική αναφορά στην ιστορική εµφάνιση των τριών βασικών διαστάσεων. Η παράθεση των συγκεκριµένων πληροφοριών συντελεί σε σηµαντικό βαθµό στην κατανόηση και την οριοθέτηση της έννοιας του συνολικού κοινοβουλευτικού συστήµατος. - 4 -

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ i. Έννοια «Κοινοβουλευτικό σύστηµα είναι το κυβερνητικό σύστηµα κατά το οποίο η κυβέρνηση εξαρτάται από το κοινοβούλιο, δηλαδή αναδεικνύεται και διατηρείται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ελεγχόµενη κατά τη διάρκεια του βίου της από τη µειοψηφία». Το κοινοβουλευτικό σύστηµα αποτελεί µορφή της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας. Αυτό σηµαίνει πως το κοινοβουλευτικό σύστηµα δεν είναι η αποκλειστική µορφή πολιτεύµατος που εξειδικεύει τη δηµοκρατική αρχή, δεν αποτελεί εποµένως συστατικό στοιχείο της ηµοκρατίας. Από τον παραπάνω ορισµό συνάγεται το συµπέρασµα ότι το κοινοβουλευτικό σύστηµα συνιστά κυβερνητικό σύστηµα, το οποίο διαφέρει βασικά από το προεδρικό. Χαρακτηριστικό του προεδρικού συστήµατος, σε αντίθεση µε το κοινοβουλευτικό, είναι η απόλυτη διάκριση των λειτουργιών. ηλαδή, ο Πρόεδρος διορίζει και παύει ελεύθερα τους υπουργούς του, οι οποίοι δεν εξαρτώνται από την εµπιστοσύνη της Βουλής. Η νοµοθετική λειτουργία ασκείται από τα αντιπροσωπευτικά σώµατα, χωρίς ο Πρόεδρος να µπορεί να παρέµβει στο έργο τους ή να προβεί σε διάλυσή τους. Και στο προεδρικό σύστηµα είναι αυτονόητο ότι τα αντιπροσωπευτικά σώµατα ασκούν έλεγχο στην κυβέρνηση. Η διαφορά µεταξύ προεδρικού και κοινοβουλευτικού συστήµατος εντοπίζεται στο αποτέλεσµα της άσκησης των µέσων κοινοβουλευτικού ελέγχου στο προεδρικό σύστηµα, όπου έχουµε απόλυτη διάκριση των λειτουργιών, η ευθύνη της κυβέρνησης δεν έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε παραίτησή της, ενώ στο κοινοβουλευτικό, όπου έχουµε διασταύρωση της νοµοθετικής µε την εκτελεστική λειτουργία, η ευθύνη της κυβέρνησης µπορεί να καταλήξει στην αναγκαστική παραίτησή της. Το κοινοβουλευτικό σύστηµα αποτελεί έννοια στενότερη του κοινοβουλευτισµού, καθώς το «κοινοβουλευτικό κυβερνητικό σύστηµα» (parlamentarisches Regierungssystem) είναι όρος µε τον οποίο προσδιορίζεται συγκεκριµένη συνταγµατική σχέση, ανάµεσα στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση. Κατά συνέπεια το κοινοβουλευτικό σύστηµα δεν ταυτίζεται µε τον κοινοβουλευτισµό ως πολιτική θεωρία είναι µία µορφή οργάνωσης της σχέσης µεταξύ της κυβέρνησης και της Βουλής, ούτως ώστε η κυβέρνηση να εξαρτάται από το κοινοβούλιο. Στο κοινοβουλευτικό σύστηµα η παραµονή της κυβέρνησης στην εξουσία εξαρτάται από την προς εµπιστοσύνη της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου προς αυτή. Η έκφραση της δυσπιστίας του κοινοβουλίου οδηγεί σε «πτώση» της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη ενώπιον του κοινοβουλίου, µε την έννοια ότι τα µέλη της κυβέρνησης έχουν την υποχρέωση να λογοδοτούν στο κοινοβούλιο. Το κοινοβουλευτικό σύστηµα περιλαµβάνει σύνολο συνταγµατικών κανόνων, συνιστά δέσµη µερικότερων συνταγµατικών αρχών. Ωστόσο, ο κοινός παρονοµαστής αυτών των µερικότερων αρχών είναι η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εµπιστοσύνη της Βουλής. Η συγκεκριµένη «εξάρτηση», η «σχέση» Βουλής κυβέρνησης, παρουσιάζεται µε τρεις βασικές µορφές. Πρώτα απ όλα, αποτελεί σχέση που αναφέρεται στον έλεγχο της κυβέρνησης - 5 -

από τη Βουλή. Παράλληλα, είναι εξάρτηση που αφορά την ανάδειξη της κυβέρνησης στην εξουσία µε την εµπιστοσύνη της Βουλής. Άρα, η συγκεκριµένη εξάρτηση έχει τρεις µερικότερες διαστάσεις: την ανάδειξη, τη διατήρηση και τον έλεγχο της κυβέρνησης, για τις οποίες θα γίνει εκτενής αναφορά στη συνέχεια. Η διαµάχη κοινοβουλευτισµού και µοναρχισµού είχε ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία του κοινοβουλευτικού συστήµατος. Ο µονάρχης διατήρησε το δικαίωµα να διορίζει και να παύει την κυβέρνηση ελεύθερα, χωρίς κανένα περιορισµό. Όµως, η παραµονή της κυβέρνησης στην εξουσία εξαρτήθηκε από τη συγκατάθεση, την εµπιστοσύνη, µε άλλα λόγια, του κοινοβουλίου. Το κοινοβούλιο, ταυτόχρονα, σαν ενότητα, απέκτησε το δικαίωµα του ελέγχου της κυβέρνησης. Με τη δηµιουργία του κοινοβουλίου, οι εκλεγµένοι αντιπρόσωποι δεν ανέλαβαν την κυβερνητική εξουσία, η οποία διατηρήθηκε υπέρ του µονάρχη και της διοριζόµενης απ αυτόν κυβέρνησης. Η συνταγµατικοπολιτική αντίθεση αρχηγού του κράτους κοινοβουλίου συνιστά την έναρξη της εξήγησης της ουσίας του κοινοβουλευτικού συστήµατος, το οποίο µε την καθιέρωσή του οδήγησε βαθµιαία σε δηµοκρατικότερες µορφές κυβέρνησης. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός πως αυτή η συνταγµατικοπολιτική αντίθεση αποτέλεσε χαρακτηριστική οµοιότητα εκείνων των ευρωπαϊκών κρατών που εισήγαγαν το κοινοβουλευτικό σύστηµα, το οποίο προσέλαβε εθνικό χαρακτήρα µετά την καθιέρωσή του σε κάθε χώρα. Εντούτοις, η συγκεκριµένη «παραδοσιακή» αντίθεση µεταξύ µονάρχη και κοινοβουλίου στη σηµερινή συνταγµατικοπολιτική πραγµατικότητα δεν υφίσταται. Το πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα «γεννήθηκε» µέσα από την προσπάθεια να συµβιβαστούν οι δύο αντίθετες πολιτικές δυνάµεις του ανώτατου άρχοντα και του κοινοβουλίου. Η εξάρτηση της κυβέρνησης από τη Βουλή, δηλαδή το πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα, έδωσε τη λύση και εξασφάλισε την ισορροπία ανάµεσα σ αυτά τα δύο κύρια όργανα της πολιτείας. Η «κατανοµή εξουσίας» που προέκυψε και πραγµατοποιήθηκε µε το κοινοβουλευτικό σύστηµα αφορά το θέµα της ανάδειξης της κυβέρνησης. Το κοινοβουλευτικό σύστηµα έθεσε και τα όρια της εξουσίας του κοινοβουλίου. Στην κλασική δηµοκρατία το κοινοβούλιο ελέγχει την ενώπιόν του υπεύθυνη κυβέρνηση, δεν κυβερνά, µε τη βοήθεια της κυβέρνησης ως εκτελεστική του επιτροπή. Ανάµεσα στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων και τον έλεγχο της διαχείρισης, γίνονται αντιληπτές οι διαφορές της λειτουργίας και της λειτουργικής συνταγµατικής θέσης του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης. Το κοινοβουλευτικό σύστηµα είναι κυβερνητικό σύστηµα, σύστηµα, δηλαδή, που επηρεάζει την κυβέρνηση και τη διακυβέρνηση. Ωστόσο, για να συνιστά κυβερνητικό σύστηµα κυριολεκτικά, πρέπει να αποκτήσει και τη δεύτερη διάστασή του, τη διατήρηση της κυβέρνησης, διότι από τη διάσταση του ελέγχου η παραµονή της κυβέρνησης στην εξουσία δεν εξαρτάται άµεσα. Στην περίπτωση που υπάρχει µόνο ο έλεγχος πρόκειται για υποτυπώδες κοινοβουλευτικό σύστηµα. Έτσι, η διάσταση του ελέγχου συµβάλλει στο σχηµατισµό του κοινοβουλευτικού συστήµατος ως συνόλου, ενώ για κυβερνητικό σύστηµα είναι αναγκαία και η διάσταση της διατήρησης. Με αυτόν τον τρόπο, το κοινοβουλευτικό σύστηµα γίνεται κυβερνητικό σύστηµα (parlamentarisches Regierungssystem) που βρίσκεται σε θέση να οδηγήσει σε πτώση της κυβέρνησης και κυβερνητικές αλλαγές. Συµπερασµατικά, - 6 -

προκειµένου να αποφευχθεί η δηµιουργία σύγχυσης, καθίσταται ωφέλιµο όποτε γίνεται χρήση του όρου «κοινοβουλευτικό σύστηµα», να συνοδεύεται και από τον απαραίτητο σε κάθε περίπτωση προσδιορισµό, όπως για παράδειγµα, εξελιγµένο κοινοβουλευτικό σύστηµα. ii. Ιστορική εξέλιξη Αντίθετα, για παράδειγµα, µε τη διάκριση των λειτουργιών, το κοινοβουλευτικό σύστηµα δεν αποτέλεσε ποτέ το προϊόν κάποιας θεωρητικής σύλληψης, η οποία στη συνέχεια µετατράπηκε σε πράξη. Μέσα από την ιστορική εξέλιξη των αιώνων, προέκυψε σταδιακά, στον ευρωπαϊκό, κατά κύριο λόγο, χώρο. Η κυριαρχία του κοινοβουλευτικού συστήµατος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, καθ υιοθέτηση των αγγλικών θεσµών και της αγγλικής πρακτικής σε όσες χώρες επικράτησε ο φιλελευθερισµός, υπήρξε, κατά τον 19 ο αιώνα, και επιβεβαιώνεται, κατά τον 20 ο, κυρίως µετά την κατάρρευση των αυταρχικών καθεστώτων, από τη δεκαετία του 1970 και εξής, σχεδόν απόλυτη. Το κοινοβουλευτικό σύστηµα πρωτοεµφανίστηκε στην Αγγλία, υπό τη µορφή του θεσµού της υπουργικής ευθύνης για πράξεις και παραλείψεις τόσο των υπουργών όσο και του βασιλιά, ο οποίος καλύπτεται από το δόγµα «the King can do no wrong», δηλαδή, ο βασιλιάς δεν µπορεί να πράξει εσφαλµένως. Η παραποµπή σε δίκη (impeachment), η οποία συχνά κατέληγε σε ποινική καταδίκη του υπουργού, που παρέπεµπε η Βουλή, εφαρµόστηκε στην Αγγλία ήδη από το 1376, µε στόχο να απαλλαγεί το κοινοβούλιο από ανεπιθύµητους συµβούλους του βασιλιά. Η ποινική ευθύνη της κυβέρνησης ενώπιον της Βουλής αποτέλεσε εξέλιξη της ποινικής ευθύνης των υπουργών, µε την έννοια ότι η κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί σε περίπτωση που στερείται την εµπιστοσύνη του κοινοβουλίου. Τα κύρια στοιχεία της διαµόρφωσης του κοινοβουλευτικού συστήµατος στην Αγγλία, είναι τα εξής: Η συνύπαρξη βασιλιά, Βουλής και κυβέρνησης ως κρατικών οργάνων ενταγµένων στις δύο πολιτικές εξουσίες, τη νοµοθετική και την εκτελεστική. Η µετατόπιση της πολιτικής ισχύος από το βασιλιά στην κυβέρνηση. Η ύπαρξη πρωθυπουργού ως κρατικού οργάνου µε ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο, όσον αφορά το σχηµατισµό των πολιτικών στόχων και την επιλογή των υπουργών για την επίτευξή τους. Η συλλογική λειτουργία της Βουλής. Η εµπιστοσύνη της Βουλής προς την κυβέρνηση και η συλλογική πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης απέναντι στη Βουλή. Η ανάδειξη της κυβέρνησης από το βασιλιά µε βάση την αποδεδειγµένη εµπιστοσύνη της Βουλής. Η διάλυση της Βουλής µε πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Στην Ελλάδα η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήµατος έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα, τα οποία οφείλονται στις ιδιοµορφίες του ελληνικού χώρου και οδήγησαν στη δηµοκρατική διαµόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Σ αυτά τα γνωρίσµατα ανήκει το γεγονός ότι το κοινοβουλευτικό σύστηµα εγκαθιδρύεται σε αβασίλευτη περίοδο. Η πρώτη εφαρµογή του συµπίπτει µε την απουσία µονάρχη από την Ελλάδα. Συνεπώς, δε συνιστά - 7 -

άµεσο αποτέλεσµα συµβιβασµού συγκεκριµένου αρχηγού του κράτους και συγκεκριµένων κοινοβουλευτικών δυνάµεων. Επιπλέον, στα χαρακτηριστικά του πρώιµου ελληνικού κοινοβουλευτικού συστήµατος περιλαµβάνεται το ότι αµέσως µετά τη δηµιουργία του, εξελίσσεται στο πλαίσιο των σχέσεων ενός νέου µονάρχη και ενός ισχυρού κοινοβουλίου. Πάντως, η πορεία του ελληνικού κοινοβουλευτισµού από το Σύνταγµα του 1844 έως την αναθεώρησή του το 1986 είναι µία συνεχής πορεία αλλεπάλληλων και συχνά σφοδρών συνταγµατικοπολιτικών διαφορών και συγκρούσεων. Η ανάδειξη της κυβέρνησης, ο προσδιορισµός, δηλαδή, του πρωθυπουργού και των υπουργών, υπήρξε το «σηµείο αιχµής» στην ιστορική διαµόρφωση του ελληνικού κοινοβουλευτικού συστήµατος. Έχουµε τη δυνατότητα να διακρίνουµε τρεις βασικές περιόδους του ελληνικού κοινοβουλευτισµού, οι οποίες αναλογούν στις τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήµατος (έλεγχος, διατήρηση και ανάδειξη της κυβέρνησης) και διακρίνονται, παράλληλα, σε υποπεριόδους. Έτσι, από το 1844 έως το 1862 έχουµε την πρώτη περίοδο, την περίοδο του υποτυπώδους κοινοβουλευτισµού, στην οποία επικρατεί ο έλεγχος της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο και τη Γερουσία. Έπειτα, η δεύτερη περίοδος αντιστοιχεί στο διάστηµα µεταξύ του 1862 και του 1875, ενώ η τρίτη ξεκινά από το 1875 µέχρι το 1988. Η αφετηρία του κοινοβουλευτισµού στη Ελλάδα γίνεται µε την επανάσταση του 1843 µε την ίδρυση, µε άλλα λόγια, και τη λειτουργία του πρώτου κοινοβουλίου και της Γερουσίας, µε το Σύνταγµα του 1844. Κατά το επίπεδο της διαµόρφωσης του κοινοβουλευτικού συστήµατος και πριν από την εξέλιξή του σε σύστηµα ανάδειξης της κυβέρνησης, η κοινοβουλευτική ευθύνη της κυβέρνησης αναγνωρίζεται και σχηµατίζεται ο κανόνας της παραίτησης των υπουργών, οι οποίοι δε διαθέτουν την εµπιστοσύνη της Βουλής. Καθιερώνεται, µ αυτόν τον τρόπο, η κοινοβουλευτική αρχή: «η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής», η οποία, ωστόσο συνταγµατοποιείται πολύ αργότερα, στο Σύνταγµα του 1927 - ενώ η αρχή της δεδηλωµένης, όπως θα δούµε, στη συνέχεια, τυποποιείται ρητά µόλις µε το Σύνταγµα του 1975, 100 χρόνια µετά την πανηγυρική εξαγγελία της το 1875 µε το «λόγο του θρόνου», τον οποίο συνέταξε ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης και ανέγνωσε προς τη Βουλή ο Γεώργιος ο Α -. Πλέον, το συνταγµατικοπολιτικό σύστηµα λειτουργεί ως σύστηµα ισορροπίας ανάµεσα στο µονάρχη και τη Βουλή. Όµως, το δικαίωµα του µονάρχη να διορίζει την κυβέρνηση (του) βασικά δε δέχεται αµφισβήτηση. Ο πρώιµος κοινοβουλευτισµός είχε εξαιρετικά σύντοµη διάρκεια. Οι πρώτοι πολιτικοί σχηµατισµοί ήδη διεκδίκησαν την εξουσία να προσδιορίζουν τον πρωθυπουργό. Το κοινοβουλευτικό σύστηµα εισάχθηκε επίσηµα το 1875, µε τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωµένης, οπότε αρχίζει η περίοδος της διαµόρφωσής του ως σύστηµα ανάδειξης της κυβέρνησης. Η συγκεκριµένη περίοδος αποδείχθηκε ιδιαίτερα µακρόβια, αφού διήρκεσε έως τις ηµέρες µας. Από το 1875 η κοινοβουλευτική αρχή διατυπώνεται ως σύνθεση δύο επιµέρους αρχών που εκδηλώνονται σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγµές. Την πρώτη στιγµή αποτελεί ο διορισµός του πρωθυπουργού. Το πρόσωπο που διορίζει ο αρχηγός του κράτους δεν επιλέγεται κατά την ελεύθερη κρίση του, αλλά πρέπει να τεκµαίρεται πως «διαθέτει» την πλειοψηφία των βουλευτών. Εποµένως, «σύµφωνα µε την αρχή της δεδηλωµένης, διορίζεται πρωθυπουργός ο αρχηγός του κόµµατος που έχει λάβει την απόλυτη - 8 -

πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών στις εκλογές». Η δεύτερη στιγµή είναι η παροχή ψήφου εµπιστοσύνης της πλειοψηφίας των βουλευτών προς την κυβέρνηση. Πράγµατι, µετά το διορισµό του πρωθυπουργού, αυτός επιλέγει τους υπουργούς, τους οποίους διορίζει ο αρχηγός του κράτους και, στη συνέχεια, εµφανίζεται η κυβέρνηση (πρωθυπουργός και υπουργοί, δηλαδή) ενώπιον της Βουλής για να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης, προκειµένου να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Όταν από ψηφοφορία προκύψει ότι η κυβέρνηση έχει λάβει την πλειοψηφία των θετικών ψήφων των βουλευτών, αυτή αναλαµβάνει τα καθήκοντά της. Αρχικά, µε κριτήριο την έναρξη της ιστορικής υπεροχής του κοινοβουλίου, καθώς και τη ρητή συνταγµατοποίηση των κανόνων του κοινοβουλευτικού συστήµατος, αυτή η περίοδος υποδιαιρείται σε δύο ηµιπεριόδους: την ηµιπερίοδο του κοινοβουλευτικού συστήµατος ως συστήµατος σχετικής υπεροχής της Βουλής από το 1875 µέχρι το 1927 και την περίοδο του σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήµατος ( ή ηµιπερίοδο της υπεροχής της Βουλής) από το 1927 έως το 1986. Με το Σύνταγµα του 1927 ξεκινά η ηµιπερίοδος της ρητής συνταγµατικής κατοχύρωσης του κοινοβουλευτικού συστήµατος, κατά την οποία αναπτύσσεται ο σύγχρονος κοινοβουλευτισµός. Με κριτήριο τη διαµόρφωση της αρχής της δεδηλωµένης, η τρίτη περίοδος εξέλιξης του κοινοβουλευτικού συστήµατος της Ελλάδας διακρίνεται πρώτον, στην περίοδο της ατελούς αρχής της δεδηλωµένης (1875 1986) και δεύτερον, στην περίοδο της τέλειας αρχής της δεδηλωµένης (1986 µέχρι σήµερα). ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ i. ιάκριση Για να µπορέσουµε να έχουµε µία ακριβή και σαφή εικόνα του κοινοβουλευτικού συστήµατος ως συνόλου, καθίσταται αναγκαία η διάκρισή του στον έλεγχο, τη διατήρηση και την ανάδειξη της κυβέρνησης. ιαφορετικά, η έλλειψη αυτής της διάκρισης προκαλεί σύγχυση όσον αφορά τον καθορισµό του περιεχοµένου, την έναρξη και την εξέλιξη των µερικότερων µορφών του κοινοβουλευτικού συστήµατος. Κατά συνέπεια, η εξάρτηση της κυβέρνησης από τη Βουλή έχει τρεις διαστάσεις την ανάδειξη, τη διατήρηση και τον έλεγχο της κυβέρνησης. Η πλειοψηφία κατέχει κυρίαρχη θέση στην ανάδειξη και τη διατήρηση, ενώ η µειοψηφία στον έλεγχο. Κάθε µερικότερη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήµατος είναι ένα µερικότερο σύστηµα δικαίου µέσα στο σύνολο του κοινοβουλευτικού συστήµατος. Η «εξάρτηση», η «σχέση», δηλαδή, Βουλής και κυβέρνησης εµφανίζεται, όπως προαναφέρθηκε, µε τρεις µορφές: την ανάδειξη, τον έλεγχο και τη διατήρηση της κυβέρνησης, κατά λογική σειρά. Καταρχήν, η συγκεκριµένη εξάρτηση αναφέρεται στην ανάδειξη της κυβέρνησης στην εξουσία, στη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία και, τέλος, στον έλεγχο της - 9 -

κυβέρνησης από τη Βουλή. Η κάθε διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήµατος συνιστά ένα µερικότερο σύστηµα, το οποίο περιλαµβάνει ειδικότερους κανόνες και αρχές που αναπτύσσονται µαζί µε την εξέλιξη του γενικότερου συστήµατος. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι η διάκριση του κοινοβουλευτικού συστήµατος στις τρεις βασικές διαστάσεις, παρόλο που δεν είναι άγνωστη στην ελληνική νοµική επιστήµη, δεν ακολουθείται πιστά στις αναλύσεις του κοινοβουλευτικού συστήµατος, γεγονός που οδηγεί στη δηµιουργία σύγχυσης σε ζητήµατα που αφορούν τη βασική έννοια και την απαρχή του κοινοβουλευτικού συστήµατος, αλλά και των ειδικότερων µορφών του στον ελληνικό χώρο. Η αρχή της δεδηλωµένης και το κοινοβουλευτικό σύστηµα δεν αποτελούν ταυτόσηµες έννοιες. Κι αυτό διότι η αρχή της δεδηλωµένης αποτελεί µερικότερη αρχή, η οποία αναφέρεται σε ορισµένη, µερικότερη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήµατος, στην ανάδειξη της κυβέρνησης στην εξουσία. Η ανάδειξη της κυβέρνησης αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του κοινοβουλευτικού συστήµατος και ανήκει στο περιεχόµενό του λογικά είναι η πρώτη, όµως ιστορικά η τρίτη και τελευταία διάσταση της εξέλιξής του. Η αρχή της δεδηλωµένης διαδραµατίζει πρωταρχικό ρόλο στην ανάδειξη της κυβέρνησης. Άρα, το κοινοβουλευτικό σύστηµα στο σύνολό του δε συµπίπτει µε την αρχή της δεδηλωµένης. ii. Ιστορική εµφάνιση Το κοινοβουλευτικό σύστηµα δεν εµφανίστηκε αµέσως ως σύστηµα τριών διαστάσεων. Οι τρεις διαστάσεις του, ο έλεγχος, η διατήρηση και η ανάδειξη αναλογούν σε τρία στάδια εξέλιξής του. Η λογική σειρά των τριών διαστάσεων δε συµπίπτει µε την ιστορική εµφάνισή τους ούτε εµφανίστηκαν ταυτόχρονα, ούτε αναπτύχθηκαν οµοιόµορφα. Ιστορικά προηγήθηκε ο έλεγχος της κυβέρνησης, έπειτα ακολούθησε η διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία µε την εµπιστοσύνη του κοινοβουλίου και τελικά, σχηµατίστηκε η ανάδειξη της κυβέρνησης µε τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, δηλαδή, σύµφωνα µε την αρχή της δεδηλωµένης. Έτσι, το κοινοβουλευτικό σύστηµα ξεκίνησε ως σύστηµα ελέγχου, εξελίχθηκε σε σύστηµα διατήρησης για να διαµορφωθεί σε σύστηµα ανάδειξης της κυβέρνησης. Παρά τη διαφορετική ιστορική εµφάνισή τους, οι τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήµατος χαρακτηρίζονται από µία στενή αιτιώδη σύνδεση, καθώς αλληλοεπηρεάζονται και εξελίσσονται συνεχώς στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης του συνολικού συστήµατος. εν έχουν µόνο «εννοιολογική συγγένεια», αλλά συνδέονται ταυτόχρονα µε δεσµούς αιτιώδους συνάφειας: η λειτουργία της µιας οδηγεί αναγκαστικά, µε τη συνδροµή των ευρύτερων ιστορικών προϋποθέσεων, στη δηµιουργία και των υπολοίπων. Η καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήµατος ως συστήµατος ελέγχου της κυβέρνησης οδήγησε νοµοτελειακά στην ανάπτυξη της ιστορικά δεύτερης διάστασής του, της διατήρησης της κυβέρνησης στην εξουσία µε την εµπιστοσύνη του κοινοβουλίου και τελικά εξελίχθηκε σε σύστηµα ανάδειξης της κυβέρνησης. - 10 -

iii. Κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική πλευρά του κοινοβουλευτικού συστήµατος Το κοινοβουλευτικό σύστηµα αρχικά λειτούργησε σαν σύστηµα ισορροπίας στη συνταγµατοπολιτική αντίθεση ανάµεσα στο µονάρχη και τη Βουλή. Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε σε σύστηµα σχετικής υπεροχής της Βουλής για να εξελιχθεί τελικά σε σύστηµα απόλυτης υπεροχής του κοινοβουλίου. Εποµένως, συµπεραίνουµε πως το κοινοβουλευτικό σύστηµα εµφανίζεται µε δύο βασικές πλευρές, την κοινοβουλευτική και την εξωκοινοβουλευτική. Το πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα εκτός από τον «κοινοβουλευτικό» χαρακτήρα, προσδιορίζεται και από «µοναρχικό» χαρακτήρα, για το λόγο ότι αποτελεί ρυθµιστή των σχέσεων και των δύο αυτών συνταγµατικών οργάνων. Η µοναρχική διάσταση του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος είναι και η «εξωκοινοβουλευτική» διάστασή του, η οποία συνέχισε να διατηρείται κατά το διάστηµα της σχετικής υπεροχής της Βουλής, ενώ κατά την περίοδο της κοινοβουλευτικής υπεροχής εξέλειψε. Σήµερα πάντως, η εξωκοινοβουλευτική διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήµατος έχει διαφοροποιηθεί, διότι ενώ το πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα σχηµατίστηκε µε σκοπό τη ρύθµιση των σχέσεων µονάρχη και κυβέρνησης, στο σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστηµα, εξαιτίας της εξαφάνισης της πολιτικής αντίθεσης µονάρχη και κοινοβουλίου, ο προγενέστερος «ρυθµιστικός» χαρακτήρας τροποποιήθηκε. Το αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστηµα διαθέτει δύο βασικές πλευρές, όπως προαναφέρθηκε, τη µοναρχική και την κοινοβουλευτική. Μέσα σ αυτές τις πλευρές εντοπίζουµε τις τρεις διαστάσεις, την ανάδειξη, τον έλεγχο και τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία. Η κοινοβουλευτική διάσταση του συνταγµατικοπολιτικού συστήµατος εξαρτάται από την επίδραση την οποία ασκεί η Βουλή στην ανάδειξη, τον έλεγχο και τη διατήρηση της κυβέρνησης. Παρόλο που στην αρχή, η επίδραση του κοινοβουλίου παρουσιάζεται ιδιαίτερα αδύναµη, συνεχίζοντας αποκτά διαρκώς δύναµη και συµβαδίζει µε τη µοναρχική διάσταση για µία µακρόβια χρονική περίοδο. Ως προς τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία και την ανάδειξη ύστερα, η συγκεκριµένη επίδραση εξαρχής είναι περισσότερο έντονη. Από την άλλη πλευρά, η µοναρχική διάσταση ακολούθησε εντελώς διαφορετική πορεία από την κοινοβουλευτική, καθώς ξεκινώντας ισχυρά, κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της αποδυναµώθηκε. Όπως ήταν λογικό, η ισχυρή θέση που κατείχε ο αρχηγός του κράτους, ο µονάρχης, κλονίστηκε από τη σταδιακή ανάπτυξη και καθιέρωση του κοινοβουλίου και δεν ήταν πλέον δυνατή µία ισορροπηµένη συνύπαρξη. Το δικαίωµα παύσης της κυβέρνησης και το δικαίωµα διάλυσης της Βουλής εντάσσονται στη διάθεση του µονάρχη, λειτουργώντας ως «εξισορροπητικά αντισταθµίσµατα» στην εξουσία του κοινοβουλίου. Αυτοί οι συνταγµατικοί θεσµοί εξελίσσονται σε µέσα διατήρησης της κυβέρνησης που είναι εξαρτώµενη και από τη βούληση του µονάρχη, εκτός από τη βούληση του κοινοβουλίου. Συνιστούν κύριους παράγοντες για την πορεία της κοινοβουλευτικής ζωής, καθώς είναι άµεσα συνδεδεµένοι µε την ανάπτυξη του κοινοβουλευτικού συστήµατος. - 11 -

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Η εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήµατος συµβαδίζει µε την εξέλιξη της ηµοκρατίας. Η εισαγωγή της καθολικής ψηφοφορίας, η ανάπτυξη του κοµµατικού φαινοµένου, η ολοκλήρωση της δηµοκρατικής αρχής, η γενίκευση της αβασίλευτης µορφής των δηµοκρατικών πολιτευµάτων, και γενικότερα η εξέλιξη των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, οδήγησαν και στην ολοκλήρωση του κοινοβουλευτικού συστήµατος και του συστήµατος της εξάρτησης της κυβέρνησης από την εµπιστοσύνη της Βουλής. Το Σύνταγµα του 1975 / 86 εξαγγέλει, άλλωστε, και τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύµατος, εκτός από το δηµοκρατικό και τον προεδρευόµενο. Τον εννοιολογικό πυρήνα του κοινοβουλευτικού συστήµατος, αλλά και των µερικότερων διαστάσεών του, της ανάδειξης, της διατήρησης και του ελέγχου, αποτελεί η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εµπιστοσύνη της Βουλής. Η «αρχή της δεδηλωµένης» περιορίζει τη δυνατότητα του αρχηγού του κράτους να διορίζει κυβερνήσεις της αρεσκείας του, ένα δικαίωµα του οποίου είχε γίνει κατάχρηση κατά το παρελθόν. Η εµπιστοσύνη και µόνο της Βουλής συνιστά την απαραίτητη προϋπόθεση ανάδειξης και παραµονής της κυβέρνησης στην εξουσία προκειµένου να εκπληρώσει τα πολιτικά της καθήκοντα. Αν και η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήµατος απέβλεπε στην εξισορρόπηση των σχέσεων ανάµεσα στο µονάρχη και την κυβέρνηση, µε την πάροδο των χρόνων, αυτό εξελίχθηκε σε ρυθµιστή των σχέσεων κυβέρνησης και κοινοβουλίου, συµπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Με αυτόν τον τρόπο, µεταβλήθηκε και η διάστασή του, καθώς ως σύστηµα καθορισµού των σχέσεων κυβέρνησης και κοινοβουλίου εµφανίζεται µε τρεις βασικές µορφές, τρεις µερικότερες διαστάσεις: την ανάδειξη, τον έλεγχο και τη διατήρηση. Κάθε διάσταση αναλογεί και διαµορφώνεται παράλληλα προς την ανάπτυξη του συνολικού κοινοβουλευτικού συστήµατος. Επιπλέον, εκτός από αυτές τις διαστάσεις, µπορούµε να µιλήσουµε και για κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήµατος, δύο άλλες κύριες πλευρές, µε τις οποίες παρουσιάζεται από τη δηµιουργία του. - 12 -

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βενιζέλος Ε. Β., Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου Ι, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1991 ηµητρόπουλος Α. Γ., Η δοµή και λειτουργία της σύγχρονης δηµοκρατίας, Αθήνα, 1977 ηµητρόπουλος Α. Γ., Η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήµατος και η ανάδειξη της κυβέρνησης: Το κοινοβουλευτικό σύστηµα και η ανάδειξη της κυβέρνησης στην Ελλάδα (1844 1875), Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή, 1988 ηµητρόπουλος Α. Γ., Γενική Συνταγµατική Θεωρία, Σύστηµα Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος Α, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή, 2004 Μαυριάς Κ. Γ., Συνταγµατικό ίκαιο, Τρίτη Έκδοση κατά το αναθεωρηµένο Σύνταγµα και τους εκτελεστικούς νόµους, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2004 Σπυρόπουλος Φ. Κ., Εισαγωγή στο Συνταγµατικό ίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή, 2006 Τσάτσος. Θ., Συνταγµατικό ίκαιο, Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, Τόµος Β, Έκδοση Β, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή, 1993 Χρυσόγονος Κ. Χ., Συνταγµατικό ίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2003. - 13 -

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ» Το κοινοβουλευτικό σύστηµα είναι ένα κυβερνητικό σύστηµα, του οποίου χαρακτηριστικό γνώρισµα αποτελεί η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εµπιστοσύνη της Βουλής. Η εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήµατος και η ενδυνάµωση της πολιτικής ισχύος της Βουλής και κατ επέκταση του λαού συνοδεύτηκαν από τη µείωση της εξουσίας του αρχηγού του κράτους. Η κυβέρνηση δε χρειάζεται πλέον την εµπιστοσύνη του, αλλά, αντίθετα, την εµπιστοσύνη της Βουλής. Απαραίτητο στοιχείο για την ανάδειξη της κυβέρνησης και την παραµονή της στην εξουσία για την εκπλήρωση του πολιτικού της ρόλου είναι η εµπιστοσύνη της Βουλής και µόνον αυτής. Ταυτόχρονα, το κοινοβουλευτικό σύστηµα είναι σύστηµα τριών διαστάσεων διαθέτει, δηλαδή, τρεις µερικότερες διαστάσεις, την ανάδειξη, τη διατήρηση και τον έλεγχο της κυβέρνησης, οι οποίες αντιστοιχούν σε τρία εξελικτικά στάδια του κοινοβουλευτικού συστήµατος. «MEANING AND DIMENSIONS OF THE PARLIAMENTARY SYSTEM» The parliamentary system is a governmental system, whose characteristic feature is the dependence of the government on the entrustment of the parliament. The development of the parliamentary system and the invigoration of the political power of the parliament and the citizens of the country were accompanied by the decline of the authority of the head of the state. The government no longer needs his trust, but, on the contrary, the entrustment of the parliament. The most essential element for the appointment of the government and the enforcement of its position in authority in order to accomplish its political role relies only on the confidence of the parliament and nothing else. Simultaneously, the parliamentary system is a system of three dimensions; namely, it possesses, three minor dimensions, the appointment, the preservation and the control of the government, which relate to three evolutionary stages of the parliamentary system. - 14 -

- 15 -