ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΟΣ ΣΕ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ. ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ



Σχετικά έγγραφα
Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ) Ημερομηνία: Δευτέρα 10 Απριλίου 2017 Διάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ρατσισμός]

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Διαπολιτισμική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία με μετανάστες

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Μαθητές και πολιτισµική ετερότητα: Εµπειρίες, αντιλήψεις και στάσεις των µαθητών απέναντι στο διαφορετικό 2. Ιωάννινα 2004

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

Μελη: Μπετυ Υφαντη Μαρουσα Μακρακη Γεωργια Οικονομου Ευα Μιχαλη. Ομαδα: Αγωνιστριες κατα της βιας

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Η στάση των Ελλήνων µαθητών απέναντι στους Τσιγγάνους. Ερευνητικά δεδοµένα συγκριτικής παρουσίασης µεταξύ δύο περιοχών στο νοµό Αχαΐας.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Μάθημα 5 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση. Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D.

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

Περιεχόμενα. ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Παντελής Γεωργογιάννης) 19

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

Ιστορία. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 16 Σεπτεμβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ιστορία & Εκπαίδευση]

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ 1ης ΕΡΕΥΝΑΣ (1 ο Ερευνητικό Ερώτημα)

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρίες

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.)

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Παρακάτω, έχετε μια λίστα με ερωτήσεις για κάθε θέμα, οι οποίες θα σας βοηθήσουν.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Παναής Κασσιανός, δάσκαλος Διευθυντής του 10ου Ειδικού Δ.Σ. Αθηνών (Μαρασλείου)

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι καθορίζουν µια οµάδα ανθρώπων ονοµάζονται στερεότυπα.

Ο σκοπός της πρότασης

Μάθημα 5 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση. Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D.

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Ερωτηματολόγιο. Τρόποι χορήγησης: α) Με αλληλογραφία β) Με απευθείας χορήγηση γ) Τηλεφωνικά

Πολιτισμός και Ανθρώπινη Ανάπτυξη. Η θεωρία του Piaget Εθνοθεωρίες των γονέων Παιχνίδι και εργασία Σχολική εκπαίδευση και πρακτική αγωγή

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Διαπολιτισμικές σχέσεις στις πλουραλιστικές κοινωνίες

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΟΡΙΣΜΟΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΣΥΝΩΝΥΜΑ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή. Μάθημα 1ο

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

«Το κοινωνικό στίγµα της ψυχικής ασθένειας»

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

LOGO

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

ΤσικολάταςΑ. (2015) Review. Public awareness, attitudes and beliefs regarding intellectual disability. Αθήνα

1. Έρευνα για το Σχολικό κλίμα

ΛΥΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

Μετανάστευση, πολυπολιτισμικότητα και εκπαιδευτικές προκλήσεις: Πολιτική - Έρευνα - Πράξη

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Ψυχολογία της προσωπικότητας θεωρίες.

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. 2 ο Λύκειο Αμαρουσίου Β Τάξη 1 ο project Σχολικό Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα Σπανού

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ΣΤΟ 46 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΘΗΝΩΝ.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

Το παιδί ως αναγνώστης: Τα στάδια ανάπτυξης της ανάγνωσης και η σημασία της στην ευρύτερη καλλιέργεια του παιδιού

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Πρωτόγονη και αρχαία περίοδος. Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδος.. Μεσαίωνας..

Ένα εννοιολογικό πλαίσιο για τη Διαπολιτισμική Ψυχολογία. Θεωρητικές προσεγγίσεις Το οικολογικό-πολιτισμικό μοντέλο Κοινωνικοποίηση & επιπολιτισμός

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

html

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Μάθημα 6 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

Εφηβεία. Πώς επιδρά η σημερινή κοινωνία την ανάπτυξη του εφήβου; 21 ΓΕΛ ΑΘΗΝΑΣ ΤΜΗΜΑ Α1, ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το Μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Τμήμα Project 3 1 ο ΕΠΑ.Λ. Άνω Λιοσίων Μαθητές Α Τάξης ΕΠΑ.Λ. Εκπαιδευτικός : Στάμος Γ.

Εργαστήριο Στρατηγικής και Επιχειρηματικότητας. «Ενισχύοντας τις επιχειρηματικές προθέσεις των νέων»

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ενότητα 2: Βασικό Εννοιολογικό Πλαίσιο

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Καλλιόπη-Ελένη Τσάφου, Βασίλης Παυλόπουλος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Transcript:

Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟY ΣΤΙΓΜΑΤΟΣ ΣΕ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ. ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΗΣ Ε ΚΑΙ ΣΤ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. ΛΑΓΙΟΣ Δ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ Α/ΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ, MED ΠΑΤΡΑ 2013

2

Στους μαθητές μου 3

4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...9 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ...11 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...13 Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ...17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ...23 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ...27 3.1. Προκατάληψη....27 3.1.1. Εθνοτική προκατάληψη...29 3.1.2. Προσεγγίσεις των προκατειλημμένων στάσεων...31 3.1.2.1. Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις των προκατειλημμένων στάσεων...32 3.1.2.2. Ψυχολογικές προσεγγίσεις των προκατειλημμένων στάσεων 34 3.2. Στερεότυπα...36 3.2.1. Προσεγγίσεις για τις λειτουργίες που συντελούν στην κατασκευή των στερεότυπων....37 3.2.1.1. Γνωστικές λειτουργίες.38 3.2.1.2. Κοινωνικές λειτουργίες...40 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΤΙΓΜΑ...43 4.1. Εισαγωγικά περί του στίγματος...43 4.2. Ορισμός του στίγματος...44 4.3. Χαρακτηριστικά του στίγματος και των διαδικασιών στιγματισμού....47 4.4. Διαστάσεις του στίγματος...48 4.4.1. Η δυνατότητα της απόκρυψης...48 4.4.2. Η εξέλιξη του στίγματος...49 4.4.3. Ο έλεγχος του στίγματος...50 4.4.4. Το είδος του στίγματος...50 4.4.5. Η διάσπαση που προκαλεί το στίγμα...51 4.4.6. Η αισθητική...51 4.4.7. Η προέλευση του στίγματος...53 4.4.8. Η διακινδύνευση...54 4.5. Αιτίες στιγματισμού...55 4.5.1. Η λειτουργική θεωρία...56 4.5.2. Η αντιληπτική θεωρία...57 4.5.3. Η θεωρία της ομοφωνίας...58 4.6. Φορείς του στίγματος...59 4.7. Κατηγορίες στίγματος...60 4.8. Συνείδηση στίγματος...61 4.9. Αντίληψη του στίγματος από τους μη στιγματισμένους....67 5

4.10. Διαχείριση του στίγματος...70 4.11. Η επίδραση του στίγματος στις κοινωνικές σχέσεις...74 4.11.1. Η επίδραση του στίγματος στις κοινωνικές σχέσεις μικρής διάρκειας.. 74 4.11.2. Η επίδραση του στίγματος στις μακροχρόνιες κοινωνικές σχέσεις...78 4.12. Επιπτώσεις στίγματος...80 4.13. Η πολιτισμική διαφορετικότητα ως φορέας στιγματισμού...82 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ...83 5.1. Πολιτισμικά διαφορετικές ομάδες στην Ελλάδα...83 5.2. Η πολιτισμική διαφορετικότητα των αλλοδαπών ως φορέας στιγματισμού...85 5.2.1. Νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με την εκπαίδευση των αλλοδαπών στην Ελλάδα....88 5.3. Η πολιτισμική διαφορετικότητα των Τσιγγάνων ως φορέας στιγματισμού...90 5.3.1. Νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διαβίωση και την εκπαίδευση των Τσιγγάνων στην Ελλάδα...94 5.3.1.1. Εκπαιδευτικές πρακτικές από το 1985-1995... 95 5.3.1.2. Εκπαιδευτικές πρακτικές από το 1996-2006... 97 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Η ΜΕΛΕΤΗ...103 6.1. Συμπεράσματα από την επισκόπηση της βιβλιογραφίας...103 6.2. Οι σκοποί και οι στόχοι της μελέτης...105 6.3. Η σπουδαιότητα της μελέτης...106 6.4. Οι ερευνητικές υποθέσεις της μελέτης...106 6.4.1. Γενική υπόθεση...107 6.4.2. Επιμέρους υποθέσεις...107 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Η ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ...109 7.1. Επιλογή της κατάλληλης ερευνητικής μεθόδου...109 7.2. Ο πληθυσμός της έρευνας...110 7.2.1. Στοιχεία για τον πληθυσμό της έρευνας...111 7.2.2. Στοιχεία για τα Δημοτικά Σχολεία της έρευνας...118 7.3. Ο καθορισμός του μεγέθους του δείγματος...119 7.4. Η επιλογή της κατάλληλης δειγματοληπτικής μεθόδου...119 7.5. Η διαδικασία της επιλογής του δείγματος...121 7.6. Οι μεταβλητές της ερευνητικής μελέτης...125 7.7. Η επιλογή της τεχνικής συγκέντρωσης δεδομένων...126 7.7.1. Το ερευνητικό ερωτηματολόγιο...127 7.7.1.1. Η κωδικοποίηση των ερωτήσεων......129 7.7.1.2. Η δοκιμαστική εφαρμογή του ερωτηματολογίου...130 7.7.1.3. Η διαδικασία χορήγησης του ερωτηματολογίου...132 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ...133 8.1. Παρουσίαση των αποτελεσμάτων της μελέτης...133 8.2. Ανάλυση των δημογραφικών μεταβλητών...133 8.2.1. Φύλο, ηλικία και τάξη φοίτησης μαθητών...133 8.2.2. Νομός και περιοχή διαμονής των αλλοδαπών μαθητών...135 8.2.3. Τόπος γέννησης αλλοδαπών μαθητών και γονέων τους...137 8.2.4. Επίπεδο μόρφωσης και επαγγελματική κατάσταση των γονέων των αλλοδαπών μαθητών...145 8.3. Περιγραφική στατιστική των εξαρτημένων μεταβλητών της έρευνας...150 8.3.1. Συχνότητες και ποσοστά των μεταβλητών Τ1 έως Τ4...150 8.3.2. Συχνότητες και ποσοστά των μεταβλητών Τ5 έως Τ8...154 8.3.3. Συχνότητες και ποσοστά των μεταβλητών Τ9 έως Τ12...159 8.3.4. Συχνότητες και ποσοστά των μεταβλητών Τ13 έως Τ16...163 8.4. Επαγωγική στατιστική των μεταβλητών της έρευνας...183 8.4.1. Παραγοντική ανάλυση δεδομένων...183 8.4.2. Στατιστικοί έλεγχοι...185 8.5. Μια πρώτη προσπάθεια έρευνας στην πολιτισμική μειονότητα των Τσιγγάνων..195 8.5.1. Δείγμα έρευνας.195 8.5.2. Ερευνητικό εργαλείο 195 8.5.3. Στατιστική ανάλυση.195 8.5.4. Αποτελέσματα..196 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ...20201 9.1. Γενικό συμπέρασμα της μελέτης...20201 9.2. Ανακεφαλαίωση των βασικών στόχων και επιδιώξεων της μελέτης...201 9.3. Η διαδικασία της έρευνας...201 9.4. Συμπεράσματα...202 9.5. Περιορισμοί της μελέτης....204 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΟΣ...207 10.1. Τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου του στιγματισμού...207 10.1.1. Εκπαίδευση...207 10.1.2. Διαπολιτισμική Εκπαίδευση...209 10.1.2.1. Ιστορική εξέλιξη της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης..210 10.1.2.2. Στόχος και αρχές της Διαπολιτισμικής εκπαίδευσης..212 10.1.3. Τα μέσα Μαζικής Ενημέρωσης...214 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ...215 ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ...225 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ...225 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ...229 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ...232 7

8

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η ακόλουθη ερευνητική εργασία είναι το αποτέλεσμα προσπαθειών και ενασχόλησης μου με τη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Μιας ενασχόλησης που ολοκληρώθηκε με το μεταπτυχιακό δίπλωμα στις Επιστήμες της Αγωγής, στην ειδίκευση της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Το βιβλίο αυτό περιέχει την ερευνητική προσπάθεια για το κοινωνικό στίγμα στον ελληνικό χώρο και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Όροι όπως το κοινωνικό στίγμα, η συνειδητοποίηση αυτού, οι επιπτώσεις στη συμπεριφορά του υποκειμένου είναι σχεδόν «αχαρτογράφητοι» για την ελληνική πραγματικότητα. Όρους που ενώ τους χρησιμοποιούμε και τους αντιλαμβανόμαστε καθημερινά όλοι μας και ιδιαίτερα οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, μέχρι τώρα δεν υπήρχε κάποια προσπάθεια αποσαφήνισης και παρουσίασης ερευνητικών δεδομένων για αυτό που λέμε κοινωνικό στίγμα και για τη συνειδητοποίηση του από τα μέλη των ομάδων που δεν ανήκουν στην κυρίαρχη ομάδα ενός τόπου. Το πεδίο αυτής της έρευνας αποτέλεσαν οι σχολικές μονάδες. Η έρευνα του βιβλίου ασχολείται με αυτούς τους όρους. Η προσπάθεια αυτή αποτέλεσε τη διπλωματική διατριβή μου στην ειδίκευση της Διαολιτισμικής Εκπαίδευσης στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών. Είναι μόνο το ξεκίνημα της προσπάθειας που ευελπιστώ ότι θα εξαπλωθεί και σε άλλες κοινωνικές ομάδες έτσι ώστε να υπάρχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τον ελληνικό χώρο. Πολλοί συνέβαλαν στο να συγκεντρωθούν αυτά τα δεδομένα. Οι Σύμβουλοι Εκπαίδευσης, οι Διευθυντές των Σχολικών Μονάδων και οι Εκπαιδευτικοί των τάξεων. Θέλω να τους ευχαριστήσω πολύ όλους. Επίσης να ευχαριστήσω όλους όσοι με άντεξαν κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας. Για όσες παραλείψεις ή διορθώσεις που θα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν, την ευθύνη την φέρω ολοκληρωτικά μόνος μου. Βασίλειος Δ. Λάγιος 9

10

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 11

12

ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Κι αυτό το νιώθω πάντα όταν είμαι με κανονικούς ανθρώπους ότι όποτε είναι καλοί ή ευχάριστοι μαζί μου, στην πραγματικότητα δεν παύουν να με θεωρούν έναν απλό εγκληματία και τίποτα άλλο. Είναι πολύ αργά τώρα για να γίνω κάτι διαφορετικό απ αυτό που είμαι, αλλά εξακολουθώ να το νιώθω πολύ έντονα, ότι αυτή είναι η μοναδική τους στάση και ότι είναι τελείως ανίκανοι να με αποδεχτούν σαν οτιδήποτε άλλο» 1. Το στίγμα είναι μια ανεπιθύμητη, δυσφημιστική ιδιότητα, μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά που στερεί από κάποιον το δικαίωμα της πλήρους κοινωνικής αποδοχής, ενώ ταυτόχρονα τον αναγκάζει να προσπαθεί να κρύψει, όταν είναι δυνατόν, την αιτία που προκαλεί αυτήν την αντιμετώπιση. Βαρύνουσα σημασία δεν έχει η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αλλά η σημασία που της αποδίδουν οι άλλοι, μέσα σε συνθήκες αλληλεπίδρασης, οι συνέπειες που έχει για το ίδιο το άτομο η παραβίαση των κοινωνικών κανόνων και των κανονιστικών προτύπων, καθώς και τα τεχνάσματα που το άτομο υιοθετεί για να αποκρύψει ή να συγκαλύψει την έκταση της απόκλισής του από αυτά τα πρότυπα. Τα πρότυπα αυτά αναφέρονται στην κοινωνική τάξη, το φύλο, την εθνότητα, τη θρησκεία, την ψυχική υγεία, την εμφάνιση, την κοινωνική συμπεριφορά. Η αδυναμία της επιβεβαίωσης αυτών των κανονιστικών προτύπων ερμηνεύεται από τους άλλους σαν καταπάτηση των κανόνων της κοινωνικής συνάντησης. Το στίγµα στη σύγχρονη εποχή χρησιµοποιείται ιδιαίτερα για να καταδείξει ότι κάποιες συγκεκριµένες κατηγορίες ανθρώπων οι οποίοι έχουν κάποιο στοιχείο διαφοροποίησης από τους άλλους, καθώς και τα χαρακτηριστικά και οι συµπεριφορές που τις συνοδεύουν σχετίζονται µε την κινητοποίηση προκαταλήψεων σε βάρος των ατόµων που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει και να διερευνήσει εμπειρικά αν ένα επιλεγμένο δείγμα μαθητών που φοιτούν στην Ε και ΣΤ τάξη των δημόσιων δημοτικών σχολείων της Δυτικής Ελλάδας, οι οποίοι ανήκουν σε 1 Το παρόν απόσπασμα παρατίθεται στο βιβλίο του Ervin Goffman με τίτλο «Στίγμα Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας» και αναφέρεται στην αβεβαιότητα του στιγματισμένου ατόμου ή οποία δεν απορρέει μόνο από το γεγονός ότι το στιγματισμένο άτομο δεν γνωρίζει σε ποια από τις διάφορες κατηγορίες θα τοποθετηθεί, αλλά επίσης από το γεγονός ότι όταν η τοποθέτηση είναι ευνοϊκή, γνωρίζει πως, κατά βάθος, οι άλλοι μπορεί να τον υπερασπίζονται σε σχέση με το στίγμα του. 13

διαφοροποιημένες πολιτισμικές ομάδες, όπως αυτές των αλλοδαπών και των τσιγγάνων, συνειδητοποιούν ότι κατέχουν κάποιο χαρακτηριστικό, στην προκειμένη περίπτωση την εθνική τους ταυτότητα, το οποίο χαρακτηριστικό προκαλεί αρνητικές ερμηνείες και συμπεριφορές των Ελλήνων μαθητών απέναντί τους σε καταστάσεις διαντίδρασης. Επιλέχθηκε η μικρο- κοινωνιολογική προσέγγιση βασιζόμενοι στη θεωρία της συμβολικής διαντίδρασης. Ο λόγος που πάρθηκε αυτή η απόφαση ήταν ότι οι μακρο-κοινωνιολογικές προσεγγίσεις όπως αυτές του λειτουργισμού ή του δομισμού θεωρούν ότι «οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε άλλο από προϊόντα της κοινωνικοποίησης αγνοώντας την ανθρώπινη δημιουργικότητα και θεωρώντας την ανθρώπινη ελευθερία ανύπαρκτη» (Blackledge & Barry, 1994: 309). Όσον αφορά την εκπαίδευση μας προσφέρουν «ένα γενικό πλαίσιο για να την αναλύσουμε το οποίο όμως δε χρησιμεύει σχεδόν καθόλου στις καθημερινές σχολικές σχέσεις» (Blackledge & Barry, 1994: 320). Πρόθεση ήταν να δοθούν ερμηνείες σε χαρακτηριστικά που αναφέρονται σε μικρές οργανώσεις και ομάδες όπως είναι οι σχολικοί χώροι στηριζόμενοι στις ερμηνείες των συμμετεχόντων σε αυτές. 14

Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία βασικά μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά την επισκόπηση της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας στους όρους με τους οποίους ασχολείται η μελέτη που ακολουθεί στο δεύτερο μέρος. Ο χωρισμός του πρώτου μέρους γίνεται ουσιαστικά σε 5 κεφάλαια (Κεφάλαια. 1, 2, 3, 4 & 5). Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια αναφορά στη θεωρία της συμβολικής διαντίδρασης, η οποία αποτελεί το θεωρητικό πλαίσιο της παρούσας μελέτης. Στο δεύτερο κεφάλαιο αποσαφηνίζεται η σχέση που έχουν η προκατάληψη και τα στερεότυπα με το στίγμα. Το στίγμα που είναι και η βασική θεωρητική έννοια της μελέτης που περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, είναι σχεδόν αδύνατο να εξεταστεί αποκομμένο από τις έννοιες της προκατάληψης και των στερεότυπων. Ειδικά ο όρος συνείδηση του στίγματος, τον οποίο πραγματεύεται η μελέτη αφορά «μια σκέψη, μια πεποίθηση κάποιου ατόμου ή κάποιας ομάδας ότι προκαλεί στερεότυπα σε μια εξω-ομάδα, ανεξάρτητα από την πραγματική του συμπεριφορά» (Pinel, 1999). Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται μια επισκόπηση της βιβλιογραφίας η οποία είναι σχετική με την προκατάληψη και τα στερεότυπα. Δίνονται οι ορισμοί και προσεγγίζονται οι λειτουργίες που συμβάλλουν στην κατασκευή των προκατειλημμένων στάσεων και των στερεότυπων Το τέταρτο κεφάλαιο αναφέρεται στο κοινωνικό στίγμα. Ορίζεται αυτή η κοινωνική κατασκευή και περιγράφονται τα χαρακτηριστικά του στίγματος, όπως οι διαστάσεις, οι αιτίες του στιγματισμού, οι φορείς και οι κατηγορίες του στίγματος, η συνειδητοποίηση του στίγματος, που αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης της μελέτης, η αντίληψη από τους άλλους, η διαχείριση, οι παράγοντες που επηρεάζουν την κοινωνική συνάντηση μεταξύ ενός κατόχου κάποιου στιγματιστικού χαρακτηριστικού και ενός παρατηρητή και οι επιπτώσεις που έχει για το άτομο που κατέχει το χαρακτηριστικό ο στιγματισμός του από τους άλλους. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους γίνεται αναφορά στην πολιτισμική διαφορετικότητα ως φορέα στιγματισμού και παρουσιάζονται στοιχεία για τις δύο πολιτισμικά διαφοροποιημένες ομάδες από τις οποίες θα αντληθούν τα υποκείμενα της μελέτης, δηλαδή οι αλλοδαποί και οι τσιγγάνοι. Στο παρόν βιβλίο από τις δύο πολιτισμικά διαφοροποιημένες ομάδες χρησιμοποιήθηκε ερευνητικά περισσότερο αυτή των αλλοδαπών. Τα αποτελέσματα μιας πρώτης ερευνητικής προσπάθειας για τη μαθητική ομάδα των Τσιγγάνων παρατίθεται στο υποκεφάλαιο 8.5. Το δεύτερο μέρος που αποτελεί την παρουσίαση της μελέτης περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια (6, 7, 8 & 9), όπου στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται ο λόγος για 15

τον οποίο έγινε η μελέτη, οι σκοποί, η σπουδαιότητά της και οι ερευνητικές υποθέσεις. Στο έβδομο κεφάλαιο παρουσιάζεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην παρούσα μελέτη. Πιο συγκεκριμένα παρουσιάζεται ο πληθυσμός της έρευνας, ο καθορισμός του δείγματος, η δειγματοληπτική μέθοδος, το ερευνητικό εργαλείο καθώς και η δοκιμαστική εφαρμογή του. Το όγδοο και ένατο κεφάλαιο περιλαμβάνουν, αντίστοιχα, την παρουσίαση των αποτελέσματων που εμφανίζονται έπειτα από την στατιστική ανάλυση και τα συμπεράσματα της μελέτης. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου προτείνονται τρόποι, που κατά τη γνώμη του συγγραφέα μπορούν να συντελέσουν στην αντιμετώπιση του φαινομένου του στιγματισμού. 16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ Η καθημερινή δραστηριότητα σπάνια αφορά ένα άτομο που δρα μεμονωμένα αλλά αφορά τη διαντίδραση του με τους άλλους. Στις καθημερινές μας δραστηριότητες δε δίνουμε νόημα μόνο στις δικές μας πράξεις αλλά ερμηνεύουμε και τη συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων με τους οποίους συναναστρεφόμαστε. Η μετέπειτα συμπεριφορά μας απέναντι στον άλλο εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δώσουμε. Επίσης εξαρτάται από το πόσα στοιχεία γνωρίζουμε για τον άλλο (Blackledge & Hunt, 1994: 311). Η διαντίδραση είναι μια διαρκής διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος ορίζει τον ρόλο του, την ταυτότητά του, βάση της συμπεριφοράς των άλλων απέναντί του. Ο όρος διαντίδραση προέρχεται από τον αγγλικό όρο interaction και δηλώνει το σύνολο των δραστηριοτήτων που γίνονται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων όπου το κάθε πρόσωπο ενεργεί με βάση την προσδοκώμενη ή την εκδηλούμενη ανταπόκριση του άλλου (Giddens, 2002: 127). Θεμελιωτής της θεωρίας της συμβολικής διαντίδρασης υπήρξε ο George Mead. H πραγματιστική φιλοσοφία του και ο ψυχολογικός συμπεριφορισμός αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη του θεωρητικού ρεύματος της συμβολικής διαντίδρασης. Ο Mead πίστευε ότι «η κοινωνία μπορεί να περιγραφεί ως μια διαρκής επικοινωνία και αλληλεπίδραση των ανθρώπων μέσω συμβόλων, και κυρίως μέσω της γλώσσας, που είναι το κατεξοχήν σύστημα συμβόλων» (Ανθογαλίδου, 2003). Αργότερα η θεωρία αναπτύχθηκε από τον Herbert Blumer ο οποίος υπήρξε μαθητής του Mead. Η προσέγγιση που ανέπτυξε έγινε γνωστή με το όνομα θεωρία της συμβολικής διαντίδρασης. Σύμφωνα με τον Blumer «η κοινωνία αποτελεί ένα τεράστιο ζωντανό πίνακα αλληλεπιδράσεων, μέσο των οποίων οι άνθρωποι διαπραγματεύονται την εννοιολόγηση της πραγματικότητας» (Ανθογαλίδου, 2003). Ο Mead υπογράμμισε τη βασική θέση που κατέχουν τα σύμβολα στις ανθρώπινες διαντιδράσεις, τα πιο σημαντικά από τα οποία περιλαμβάνονται στη γλώσσα. Ένα σύμβολο δεν περιγράφει μόνο ένα αντικείμενο ή ένα γεγονός. Καθορίζει το γεγονός με συγκεκριμένο τρόπο και υποδεικνύει μια αντίδραση προς αυτό. Κατά αυτόν τον τρόπο ένα σύμβολο δεν αντιπροσωπεύει μόνο μια τάξη αντικειμένων αλλά καθορίζει επίσης μια σειρά ενεργειών. «Τα σύμβολα παρέχουν τα εφόδια μέσω των οποίων τα άτομα μπορούν να αλληλεπιδρούν σημαντικά με το φυσικό και το κοινωνικό τους περιβάλλον» (Haralambos & Holborn, 1995: 891). Η διαντίδραση μέσω των συμβόλων είναι απαραίτητη επειδή οι άνθρωποι δεν κατέχουν 17

ένστικτα για να κατευθύνουν τη συμπεριφορά τους. Σύμφωνα με τον Mead «οι άνθρωποι δεν είναι γενετικά προγραμματισμένοι να αντιδρούν αυτόματα σε συγκεκριμένα ερεθίσματα. Για να επιβιώσει επιβάλλεται να βάλει σε λογική σειρά διάφορες έννοιες [ ] να ταξινομήσει σε κατηγορίες το περιβάλλον του [ ] να ορίσει τα ερεθίσματα και να ανταποκριθεί σε αυτά» (Haralambos & Holborn, 1995: 891). Η θεωρία της συμβολικής διαντίδρασης δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στο ενεργό, δημιουργικό άτομο από όποιες άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις όπως του λειτουργισμού ή του δομισμού που «υπογραμμίζουν την δεσμευτική για τις δράσεις μας φύση των κοινωνικών επιδράσεων» (Giddens, 2002: 724). Υιοθετεί την άποψη ότι ο άνθρωπος κατασκευάζει την κοινωνία και προσπαθεί να ερευνήσει «πώς ορίζουν τα πρόσωπα τον εαυτό τους, ποιοι είναι οι στόχοι ή οι σκοποί τους, πώς εντάσσουν τους άλλους σε τυπολογίες και ποια πράγματα θεωρούν δεδομένα και αυτονόητα» (Blackledge & Hunt, 1994: 420). Σύμφωνα με τη θεωρία της συμβολικής διαντίδρασης το άτομο δεν έχει απλά έναν ρόλο, αλλά μια δυναμική συμμετοχή σε κάθε κοινωνική κατάσταση, με σκοπό την κατάκτηση συγκεκριμένων στόχων της ζωής. Για την κατάκτηση αυτών των στόχων υπάρχει ανάγκη για ανθρώπινη συμβίωση και επικοινωνία. Η συμβίωση πραγματοποιείται με δραστηριότητες μεταξύ των ατόμων που ονομάζονται διαντιδράσεις. Οι διαντιδράσεις αυτές λειτουργούν ποικιλοτρόπως. Στο χώρο της κοινωνίας η έννοια χρησιμοποιείται με το «νόημα της αμοιβαίας επιρροής ατόμων στην ομάδα και μεταξύ των ομάδων και των διαφοροποιήσεων που απορρέουν από αυτή την επίδραση. Οι δραστηριότητες αυτές μαζί με τις διαδικασίες που διέπουν την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων διαμορφώνουν την ταυτότητα του ατόμου» (Γεωργογιάννης, 1996: 56). Ο Ervin Goffman, εκπρόσωπος της συμβολικής διαντίδρασης, αναφέρεται σε δύο κατηγορίες διαντιδράσεων. Την πρώτη, την ονομάζει ανεστίαστη διαντίδραση και συμβαίνει κάθε φορά που τα άτομα δείχνουν να έχουν αμοιβαία επίγνωση της παρουσίας τους σε ένα τόπο, για παράδειγμα έναν πολυσύχναστο δρόμο, όπου βρίσκονται σε μη λεκτική επικοινωνία με τους άλλους. Σε αυτή την περίπτωση η ανταλλαγή μηνυμάτων και πληροφοριών γίνεται με εκφράσεις του προσώπου, χειρονομίες και κινήσεις του σώματος. Η δεύτερη κατηγορία, αφορά την εστιασμένη διαντίδραση όπου τα άτομα συμμετέχουν άμεσα σε ό,τι λένε ή κάνουν, όπως για παράδειγμα στις διαντιδράσεις με τους φίλους, τους συγγενείς ή τους συναδέλφους, όπου η επικοινωνία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι κυρίως λεκτική (Giddens, 2002: 138). Την δεύτερη κατηγορία διαντίδρασης την αναφέρει με τον όρο συνάντηση (Goffman, 2001: 77). Στις συναντήσεις αυτές ο Goffman εισάγει μεταβλητές όπως το φύλο, τη φυλή, την κοινωνική τάξη, την εθνότητα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη σωματική αρτιμέλεια, την ψυχική υγεία θεωρώντας ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες επινόησης και συγκρότησης των κοινωνικών κατηγοριών. Στο πλαίσιο αυτών των συναντήσεων η επικοινωνία και κυρίως η γλώσσα παίζουν θεμελιώδη ρόλο. Σύμφωνα με τον Mead «η γλώσσα μας επιτρέπει να γίνουμε όντα με αυτοσυνείδηση και το βασικό στοιχείο της διαδικασίας αυτής είναι το σύμβολο» (Giddens, 2002: 720). Σε όλες τις διαντιδράσεις μεταξύ των ατόμων υπάρχει μια ανταλλαγή συμβόλων. Οι άνθρωποι κατέχουν έννοιες συμβολικές για τα αντικείμενα κάτι που επιτρέπει να σκέφτονται κάποιο αντικείμενο χωρίς να υπάρχει η 18

προϋπόθεση ότι αυτό βρίσκεται μπροστά τους. Κατά αυτόν τον τρόπο η συμβολική σκέψη εφαρμόζεται και στην ίδια την αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας. Ο «εαυτός» αποτελεί βασική έννοια της θεωρίας της συμβολικής διαντίδρασης. Όπως αναφέρει ο Mead «καθένας από εμάς είναι ένα άτομο με αυτοσυνείδηση, γιατί μαθαίνουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας σαν να είμαστε έξω από αυτόν, σαν να τον βλέπουμε όπως μας βλέπουν οι άλλοι» (Giddens, 2002: 720). Ο Mead διαχωρίζει δύο όψεις του εαυτού. Το «me» που είναι ένας προσδιορισμός του εαυτού σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ρόλο και το «I» που είναι η συνολική άποψη του κάθε ατόμου για τον εαυτό του. Το «I» ενός ατόμου οικοδομείται από τις αντιδράσεις των άλλων προς αυτό και από τον τρόπο που ερμηνεύει το ίδιο το άτομο αυτές τις αντιδράσεις. Ο Mead αναφέρει δύο στάδια ανάπτυξης του εαυτού. Το πρώτο στάδιο το αναφέρει ως στάδιο παιχνιδιού (play stage) όπου τα παιδιά παίζουν ρόλους που δεν είναι δικοί τους. Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνονται ότι αυτοί οι ρόλοι διαφέρουν από τον δικό τους. Το δεύτερο στάδιο το αναφέρει ως στάδιο αγώνα (game stage) όπου τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους από την προοπτική των άλλων συμμετεχόντων (Haralambos & Holborn, 1995: 892). Ο εαυτός αποτελεί τη «δια του κατόπτρου αυτοσυνείδηση» (Ανθογαλίδου, 2003) Η αυτοσυνείδηση διευρύνεται σταδιακά βλέποντας την εικόνα μας, τη συμπεριφορά, το χαρακτήρα μας, σύμφωνα με το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Στην αρχή μέσα από τα μάτια της οικογένειας και των φίλων μας, και στη συνέχεια μέσα από τα μάτια όλο και πιο διευρυνόμενων κοινωνικών ομάδων, με κατάληξη την απόκτηση μιας πληρέστερης αυτοσυνείδησης του κοινωνικού εαυτού μας (Ανθογαλίδου, 2003). Με την αυτοσυνείδηση το άτομο μπορεί να κατευθύνει τις ενέργειές του, να θέσει στόχους, να προγραμματίσει τις μελλοντικές του πράξεις και να αναλογιστεί τις συνέπειες των ενεργειών του (Haralambos & Holborn, 1995: 892). Σύμφωνος με τις απόψεις του Mead είναι και ο Hargreaves. Όπως αναφέρει, «ο εαυτός δεν είναι κάτι με το οποίο γεννιόμαστε, είναι κάτι που αναπτύσσεται μέσα από τη διαντίδραση με τους άλλους. Ο εαυτός ενός ανθρώπου αναπτύσσεται σε σχέση με την αντίδραση των άλλων σε αυτόν τον άνθρωπο και αυτός, κατά κανόνα, αντιδρά προς τον εαυτό του όπως αντιλαμβάνεται ότι αντιδρούν οι άλλοι προς αυτόν» (Blackledge & Hunt, 1994: 315). Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «όταν επικοινωνώ προσπαθώ να προκαλέσω μια αντίδραση σε κάποιον άλλο. Ταυτόχρονα προκαλώ στον εαυτό μου εκείνη ακριβώς την ανταπόκριση που προσπαθώ να αποσπάσω από εκείνον» (Blackledge & Hunt, 1994: 316). Με αυτόν τον τρόπο «διαμορφώνω μια κρίση για το πώς θα ανταποκριθεί ο άλλος, κοιτάζω δηλαδή τον εαυτό μου από την οπτική γωνία του άλλου» (Blackledge & Hunt, 1994: 316). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα «ο εαυτός να είναι αντιληπτός ως μια σταθερή οντότητα που μεταφέρεται από τη μία συνάντηση στην άλλη» (Blackledge & Hunt, 1994: 317). Στο ίδιο πλαίσιο σχετικά με τον «εαυτό» κινείται και ο Goffman. Για αυτόν «η έννοια του εαυτού δεν προϋπάρχει του ατόμου. Δεν υπάρχει ένας πρότερος εαυτός που περιμένει να ενεργοποιηθεί και να εκφραστεί στις κοινωνικές περιστάσεις. Ο εαυτός διαμορφώνεται και επικυρώνεται σε συνθήκες δημόσιας ερμηνείας ενός ρόλου» (Goffman, 2001: 21). Δεύτερος σημαντικός παράγοντας στις κοινωνικές συναντήσεις αποτελεί η αντίληψη των ανθρώπων, το νόημα που προσδίδουμε στα αντικείμενα που υπάρχουν στο περιβάλλον μας. Τα περισσότερα από αυτά τα νοήματα είναι προγενέστερες 19

ερμηνείες οι οποίες χρησιμοποιούνται για να κατηγοριοποιήσουμε τους άλλους. Πρόκειται για αυτό που ο Schutz έχει αποκαλέσει ως «ερμηνευτικά σχήματα» (Blackledge & Hunt, 1994: 319). Σύμφωνα με τον Goffman η κοινωνία επινοεί κατηγορίες, κανονιστικά πρότυπα, κατατάσσοντας τα άτομα στις κατηγορίες αυτές και αποδίδοντας συγκεκριμένες σημασίες σε ένα συγκεκριμένο φάσμα γνωρισμάτων της ταυτότητας, καθορίζοντας κάποια ως φυσιολογικά και συνηθισμένα και κάποια άλλα ως αφύσικα και απαξιωτικά (Goffman, 2001: 16). «Πρόκειται για διαμορφωμένους τρόπους με τους οποίους οργανώνουμε τις εντυπώσεις μας ή δίνουμε σημασία σε ορισμένες πλευρές αυτού που βλέπουμε, ενώ αγνοούμε άλλους» (Blackledge & Hunt, 1994: 319). Στο σημείο αυτό η θεωρία της συμβολικής διαντίδρασης εισάγει την έννοια του ρόλου. Ο Hargreaves αναφέρει ότι «η κοινωνία είναι ένα σύνθετο οικοδόμημα που αποτελείται από θέσεις. Ο ρόλος είναι οι προσδοκίες συμπεριφοράς που συνδέονται με μια θέση. Όλοι μας ανήκουμε σε ένα σύστημα ρόλων τα μέλη του οποίου έχουν προσδοκίες από εμάς, όπως και εμείς από τους άλλους. Οι προσδοκίες αυτές μας παρέχουν ένα γενικό σύστημα κανόνων βάσει του οποίου λειτουργούμε» (Blackledge & Hunt, 1994: 320). Όταν ένα άτομο παρουσιαστεί μπροστά μας, μπορεί να παρουσιάσει χαρακτηριστικά, που να τον κάνουν διαφορετικό από άλλα άτομα στην κατηγορία που η κοινωνία έχει τοποθετήσει αυτό το άτομο. Χαρακτηριστικά που τον κάνουν λιγότερο επιθυμητό από τους άλλους. Το άτομο αυτό μπορεί να παρεκκλίνει κοινωνικά για τον λόγο ότι διαφοροποιείται από τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα περί ταυτότητας και ανατρέπει τις προσδοκίες των υπόλοιπων μετεχόντων στην κοινωνική αλληλεπίδραση ως προς τα γνωρίσματα που θα έπρεπε να κατέχει (Goffman, 2001: 16). Με τον τρόπο αυτό υποβιβάζεται στο νου μας από ολοκληρωμένο και συνηθισμένο άτομο σε ασυνήθιστο και ανυπόληπτο. Ένα τέτοιο γνώρισμα αποτελεί στίγμα ιδιαίτερα όταν οι επιπτώσεις του είναι εκτεταμένες (Goffman, 2001: 65). Κατά αυτόν τον τρόπο η κοινωνική συνάντηση αποτελεί μια συναλλαγή, τους όρους της οποίας έχουν καθορίσει οι φυσιολογικοί, αυτοί που είναι σύμφωνα με τα κανονιστικά πρότυπα της κοινωνίας, ενώ οι στιγματισμένοι, αυτοί δηλαδή που αποκλίνουν από αυτά τα πρότυπα, καλούνται να ακολουθήσουν και να τους αποδεχτούν. Αυτό το σύνολο των χαρακτηριστικών πολλές φορές αποτελεί στερεότυπο επειδή τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται κοινά για όλα τα μέλη μιας ομάδας. Σύμφωνα με τον Hargreaves «τα στερεότυπα αυτά μπορεί να μας είναι χρήσιμα γιατί μας βοηθούν να καταλάβουμε εκ των προτέρων πώς να αντιδράσουμε απέναντι στους άλλους, αλλά υπάρχει κίνδυνος να μας οδηγήσουν στη διαμόρφωση εσφαλμένης αντίληψης για αυτούς» (Blackledge & Hunt, 1994: 320). Ο Goffman στη μελέτη του για το Στίγμα 2, εστιάζει το ενδιαφέρον του στην διαντίδραση πρόσωπο με πρόσωπο στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής. Αναφέρεται στον εαυτό και στην ιδιότητα του δρώντος υποκειμένου να χειρίζεται προς όφελός του τις πληροφορίες που αφήνει να διαρρεύσουν για τον εαυτό του, καθώς και στις τεχνικές στις οποίες επιδίδεται προκειμένου να χειριστεί αρνητικές για τον εαυτό του πληροφορίες. Καθορίζει το στίγμα ως την αντίφαση μεταξύ του «δυνητικού» και του «πραγματικού» δηλαδή ανάμεσα σε εκείνα που οι άλλοι περιμένουν από μας και σε αυτά που οι ίδιοι επιθυμούμε πραγματικά να κάνουμε. Αυτή η αντίφαση οδηγεί συχνά 2 Stigma: Notes on the Management of Spoiled Identity (1963) 20

σε εντάσεις, που είτε επιλύονται με την υποχώρηση της επιθυμίας του ατόμου για το πραγματικό και με το χειρισμό των εντυπώσεων, είτε δε διευθετούνται και οδηγούν σε διαταραχές με τους άλλους. Τοποθετεί την έρευνα της κοινωνικής προκατάληψης όχι στα άτομα τα οποία κατέχονται από αυτή τη στάση αλλά ερευνά την κατάσταση εκείνων των ατόμων στα οποία απευθύνεται η κοινωνική προκατάληψη. Πιο συγκεκριμένα, ασχολείται με τις αντιδράσεις αυτών των ατόμων στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που τους δημιουργεί το κοινωνικό τους περιβάλλον, προβλήματα που προέρχονται από κάποιο χαρακτηριστικό της ταυτότητάς τους. Η ιδιότητα αυτών των ατόμων να χειρίζονται προς όφελός τους, επινοώντας τεχνάσματα, τόσο τις κοινωνικές περιστάσεις όσο και τις εντυπώσεις που οι άλλοι συμμετέχοντες διαμορφώνουν για το άτομό τους, φέρνει στο προσκήνιο τον ενεργητικό ρόλο του υποκειμένου και τη δυνατότητά του να επεμβαίνει στους υπάρχοντες κοινωνικούς περιορισμούς (Goffman, 2001: 22). Στη θεωρία της συμβολικής διαντίδρασης ασκήθηκε κριτική στο σημείο ότι περιορίζεται στο μικρο-επίπεδο της κοινωνικής ζωής και ότι υπερτονίζει τις δυνατότητες των υποκειμένων. Αποδίδει υπερβολική σημασία σε καθημερινές, καταστάσεις και τείνει να αγνοεί την κοινωνική δομή ως σύστημα δεσμευτικών κανόνων, από το οποίο περιορίζονται η ατομική ζωή και οι αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων (Ανθογαλίδου, 2003). 21

22

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ Το στίγμα είναι μια ανεπιθύμητη, δυσφημιστική ιδιότητα, μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά που στερεί από κάποιον το δικαίωμα της πλήρους κοινωνικής αποδοχής, ενώ ταυτόχρονα τον αναγκάζει να προσπαθεί να κρύψει, όταν είναι δυνατόν, την αιτία που προκαλεί αυτήν την αντιμετώπιση. Βαρύνουσα σημασία δεν έχει η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αλλά η σημασία που της αποδίδουν οι άλλοι, μέσα σε συνθήκες αλληλεπίδρασης, οι συνέπειες που έχει για το ίδιο το άτομο η παραβίαση των κοινωνικών κανόνων και των κανονιστικών προτύπων, καθώς και τα τεχνάσματα που το άτομο υιοθετεί για να αποκρύψει ή να συγκαλύψει την έκταση της απόκλισής του από αυτά τα πρότυπα. Τα πρότυπα αυτά αναφέρονται στην κοινωνική τάξη, το φύλο, την εθνότητα, τη θρησκεία, την ψυχική υγεία, την εμφάνιση, την κοινωνική συμπεριφορά. Η αδυναμία της επιβεβαίωσης αυτών των κανονιστικών προτύπων ερμηνεύεται από τους άλλους σαν καταπάτηση των κανόνων της κοινωνικής συνάντησης. Το στίγµα στη σύγχρονη εποχή χρησιµοποιείται ιδιαίτερα για να καταδείξει ότι κάποιες συγκεκριµένες κατηγορίες ανθρώπων οι οποίοι έχουν κάποιο στοιχείο διαφοροποίησης από τους άλλους καθώς και τα χαρακτηριστικά και οι συµπεριφορές που τις συνοδεύουν σχετίζονται µε την κινητοποίηση προκαταλήψεων σε βάρος των ατόµων που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις είναι δύο έννοιες που συνδέονται στενά με την κατανόηση του στίγματος. Τα στερεότυπα ορίζονται ως, αρνητικές κυρίως, κοινωνικές γνωστικές δομές που προκαθορίζουν τη συμπεριφορά μας. Αποτελούν τον κινητήριο μοχλό των προκαταλήψεων. Οι προκαταλήψεις είναι οι γνωσιακές και συναισθηματικές αντιδράσεις που αναπτύσσονται όταν ένα άτομο ή μια ομάδα ενστερνίζεται τα αρνητικά στερεότυπα. Οι προκαταλήψεις είναι καταστάσεις που αποκαλύπτουν την ετοιµότητα του ανθρώπου να ενεργήσει αρνητικά απέναντι στο αντικείµενο της προκατάληψης, χωρίς να εξετάσει αν µια τέτοια συµπεριφορά είναι δικαιολογηµένη. Η συμπεριφορική αντίδραση που ακολουθεί την προκατάληψη είναι η διάκριση. Οι διακρίσεις κάνουν πιο δύσκολη την προσπάθεια των στιγματισμένων ατόμων να επανακτήσουν την κοινωνική λειτουργικότητά τους και να ενταχθούν στην κοινωνία. Οι διακρίσεις είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ξεκινάει όταν κάποιος χαρακτηρίζεται ως διαφορετικός. 23

Για μερικούς στόχους των στερεοτύπων, η προκατάληψη και η διάκριση φαίνονται πάντα να είναι παρούσες. Έρευνες έχουν τεκμηριώσει τη διεισδυτικότητα των στερεοτύπων στην κοινωνία μας, και από την πλευρά των ομάδων που λαμβάνουν τα στερεότυπα και από την πλευρά των ανθρώπων που επικυρώνουν τα στερεότυπα για αυτές τις ομάδες (Crocker & Major, 1989). Η κοινωνική ψυχολογική έρευνα για την προκατάληψη, τα στερεότυπα και τη διάκριση έχει εξετάσει το περιεχόμενο των στερεότυπων για πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες καθώς και τα αποτελέσματα αυτών των στερεότυπων στη συμπεριφορά των ατόμων, που επικυρώνουν τα στερεότυπα προς τα μέλη των ομάδων που τα λαμβάνουν. Τα στοιχεία έχουν δείξει ότι πολλές κοινωνικές ομάδες ή κατηγορίες ανθρώπων στιγματίζονται στην κοινωνία μας. Οι άνθρωποι κρατούν αρνητικά στερεότυπα για διαφορετικές ομάδες όπως τους μαύρους (Karlins, Coffman & Walters, 1969), τις γυναίκες (Howard, 1984) τα μη ελκυστικά πρόσωπα (Dion & Berscheid, 1974), τα άτομα με ειδικές ανάγκες (Farina, Sherman & Allen, 1968), τους παχύσαρκους (Maddox & Liederman, 1969), τους διανοητικά καθυστερημένους (Gottlieb, 1975), τους ομοφυλόφιλους (De Boer, 1978), τους διανοητικά ασθενείς (Ellsworth, 1965). Επιβεβαιώνουν επίσης την αξίωση ότι οι στόχοι των στερεοτύπων αναγνωρίζουν ότι η ιδιότητα μέλους της ομάδας τους διαδραματίζει έναν ρόλο στο πώς οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μαζί τους. Τα άτομα αυτά, οι στόχοι δηλαδή των στερεότυπων, αντιλαμβάνονται την προκατάληψη που έχουν οι άλλοι απέναντι στην κοινωνική τους ταυτότητα. Έρευνες έχουν καταδείξει αυτήν την αντίληψη σε διάφορες κατηγορίες ατόμων με διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά όπως η φυλή (Niemman, 2001, Thompson & Neville, 1999), οι νοητικές στερήσεις (Corrigan & Penn, 1997), οι ψυχικές διαταραχές (Hayward & Bright, 1997, Rosenfield, 1997), οι τυφλοί, οι παχύσαρκοι (Crocker, Cronwell & Major, 1991), οι χρόνιες παθήσεις (Link, 1987). Τα στερεότυπα εμπλέκονται πολλές φορές με το στιγματισμό χωρίς όμως να είναι ταυτόσημα. Η φύση του στίγματος, και ο βαθμός που το στιγματισμένο άτομο φαίνεται ότι είναι υπεύθυνο για το στίγμα του διαμορφώνουν το πότε ένα στίγμα εμπλέκεται με τα στερεότυπα. Όταν ένα στίγμα περιλαμβάνει ένα φυσικό ή κοινωνικό χαρακτηριστικό, το χαρακτηριστικό αυτό μπορεί να προτρέπει για κοινωνική κατηγοριοποίηση. Όταν τα άτομα κατηγοριοποιούνται σε κοινωνικές ομάδες τα άτομα της ομάδας φαίνονται να μοιάζουν το ένα με το άλλο βάσει του ομαδικού προτύπου και οι διαφορές μεταξύ της ομάδας με τις άλλες ομάδες μεγαλοποιούνται. Η κοινωνική κατηγοριοποίηση περιλαμβάνει τις πληροφορίες της απλοποίησης και της επεξεργασίας. Κάποιες πληροφορίες για τα άτομα χάνονται, αλλά η ίδια η κατηγορία επιτρέπει την υπόθεση ότι κάθε μέλος διαθέτει ένα ποσοστό των χαρακτηριστικών της ομάδας που ανήκει. Επακόλουθο είναι η κοινωνική κατηγοριοποίηση να επηρεάζει το πώς οι πληροφορίες επεξεργάζονται, αποθηκεύονται και ανακτώνται και πώς η συμπεριφορά ερμηνεύεται και εξηγείται. Αυτές οι ενέργειες είναι εξαιρετικά δυνατές όταν το άτομο στόχος έχει ένα χαρακτηριστικό (στίγμα) το οποίο τον καθιστά αξιοπρόσεκτο (Dovidio & Biernat, 2000: 91-94). Το στίγμα δεν είναι ένα οποιοδήποτε αρνητικό χαρακτηριστικό αλλά ό,τι δεν συμφωνεί με τα στερεοτυπικά γνωρίσματα μιας κατηγορίας. «Πρόκειται για ιδιαίτερο είδος σχέσης ανάμεσα στο αποδιδόμενο χαρακτηριστικό και το στερεότυπο» (Goffman, 2001: 66). 24

Επίσης τα στερεότυπα δημιουργούνται και από τις αντιδράσεις των μετεχόντων σε μια αλληλεπίδραση. Οι αντιδράσεις σε ένα στίγμα μπορούν να ποικίλουν πολύ από την άποψη του πώς το χαρακτηρισμένο πρόσωπο και ο παρατηρητής βλέπουν την αποδοχή της αντίδρασης του παρατηρητή στο σημάδι. Μερικές φορές, ο παρατηρητής αντιλαμβάνεται σαν απαράδεκτη την αρνητική αντίδρασή του σε κάποιο στιγματισμένο άτομο. Μια τέτοια άποψη μπορεί να οδηγήσει στα συναισθήματα της ενοχής και της παρεμπόδισης στον παρατηρητή για μια απαράδεκτη αντίδραση. Άλλες φορές, ο παρατηρητής μπορεί να αντιληφθεί ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις μια αλληλεπίδραση με κάποιον στιγματισμένο επειδή δικαιολογείται και υποστηρίζεται από ένα σύστημα πεποιθήσεων ή ένα στερεότυπο (Rush, 1998). Η διαδικασία χαρακτηρισμού του ατόμου σαν στιγματισμένο είναι πιθανό να κινηθεί προς το σχηματισμό στερεότυπου κατά τη διάρκεια του χρόνου σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθούν οι αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις. Για μερικά στίγματα (π.χ., φυλή), οι άνθρωποι έχουν ήδη τα κοινωνικά στερεότυπα σε ισχύ ως αποτέλεσμα του ότι ζουν σε έναν ιδιαίτερο πολιτισμό. Επομένως, η σχέση μεταξύ των στιγμάτων και των στερεοτύπων είναι πολύ σημαντική (Devine, 1989). Επειδή τα στερεότυπα είναι διεισδυτικά στην κοινωνία είναι πολλές φορές αναπόφευκτο ότι τα μέλη των στιγματισμένων ομάδων γνωρίζουν το περιεχόμενο αυτών των στερεότυπων και ανησυχούν για τις κρίσεις που αυτό προκαλεί απέναντί τους. Όταν τα μέλη μιας στιγματισμένης ομάδας βρίσκονται στην κατάσταση που το στερεότυπο το οποίο υπάρχει απέναντί τους εμφανιστεί, η γνώση τους για το στερεότυπο και τα φαινόμενα που μπορεί αυτό να προκαλέσει επηρεάζουν τα συναισθήματά τους και αυτό το φαινόμενο τους προκαλεί την στερεοτυπική απειλή (stereotype threat) (Steele, 1997). Η στερεοτυπική απειλή ορίζεται ως η αυξανόμενη πίεση απόδοσης που βιώνεται από τα άτομα που πρέπει να εκτελέσουν έναν στόχο κατά τον οποίο προκαλούν στερεότυπα στην κοινωνία και έχει επιπτώσεις στα μέλη οποιασδήποτε στιγματισμένης ομάδας για τα οποία υπάρχει κάποιο γενικά γνωστό αρνητικό στερεότυπο (Brown & Pinel, 2003). Ο στιγματισμός και τα στερεότυπα έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Και τα δύο περιλαμβάνουν την αναγνώριση ενός χαρακτηριστικού που κατέχει μια ομάδα. Η σημασία του χαρακτηριστικού διαμορφώνεται από ατομικές και συλλογικές διεργασίες. Τα στερεότυπα μπορεί να έχουν ένα κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη, την αιτιολόγηση, τη διατήρηση και τη διαιώνιση του στιγματισμού. Το στίγμα είναι ένας όρος που περιλαμβάνει και την παρέκκλιση και τα στερεότυπα και την προκατάληψη αλλά τους υπερβαίνει. Το στίγμα περιλαμβάνει τις αντιλήψεις για την παρέκκλιση αλλά επεκτείνεται στις γενικότερες αποδόσεις για το χαρακτήρα και την ταυτότητα του ατόμου (Dovidio, Major & Crocker, 2000). Η έννοια της παρέκκλισής του συνδέεται στενά με την κοινωνική δυσφορία, απομονώνοντας κατά συνέπεια τα στιγματισμένα άτομα και περιθωριοποιώντας τα ως αποκλίσεις. Οι κοινωνικές ομάδες δημιουργούν την παρέκκλιση με την κατάρτιση των κανόνων των οποίων η παραβίαση αποτελεί την παρέκκλιση, και με την εφαρμογή εκείνων των κανόνων στα άτομα με κάποιο διαφορετικό χαρακτηριστικό και το μαρκάρισμα τους ως στιγματισμένους. Από αυτήν την άποψη, η παρέκκλιση αποτελεί μια συνέπεια της εφαρμογής από τους άλλους, των κανόνων και των κυρώσεων σε αυτόν που θεωρούν «παραβάτη» (Whitehead., Carlisle, Watkins & Mason, 2001). 25

Το στίγμα συμπεριλαμβάνει περισσότερα στοιχεία από την προκατάληψη επειδή περιλαμβάνει και τις μεμονωμένες απαντήσεις οι οποίες βασίζονται στην παρέκκλιση, καθώς επίσης και τις αντιδράσεις οι οποίες βασίζονται στην ομάδα (Dovidio, Major & Crocker, 2000). Η διαφορά μεταξύ του στίγματος και των όρων της προκατάληψης και των στερεότυπων είναι ότι το κοινωνικό στίγμα, εξ ορισμού, έχει πάντα αρνητικό χαρακτήρα ενώ η προκατάληψη και τα στερεότυπα μπορεί να έχουν θετικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα οι άνθρωποι μπορεί να βλέπουν και να συμπεριφέρονται στα μέλη κάποιας άλλης ομάδας με θετικό τρόπο. Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα παρουσιαστούν αναλυτικά οι έννοιες της προκατάληψης, των στερεότυπων και του στίγματος. 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ 3.1. Προκατάληψη. Η προκατάληψη είναι μια περίπλοκη έννοια που σύμφωνα με τους κοινωνικούς ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους έχει πρωταρχική σημασία για την κατανόηση των σχέσεων και των αντιπαραθέσεων μεταξύ των ομάδων. Αναφέρεται σε γνώμες ή στάσεις που έχουν τα μέλη μιας ομάδας απέναντι σε κάποια άλλη ομάδα. Οι γνώμες και οι στάσεις αυτές έχουν σχηματιστεί εκ των προτέρων και βασίζονται κυρίως σε εικασίες και φήμες παρά σε αποδείξεις και δεν μεταβάλλονται εύκολα ακόμα και αν έρθουν αντιμέτωπες με άλλες πληροφορίες. Οι προκατειλημμένοι άνθρωποι μπορεί να έχουν είτε ευνοϊκές είτε αρνητικές προκαταλήψεις απέναντι στις άλλες ομάδες (Giddens, 2002: 301). Η αρνητική προκατάληψη ορίζεται σε γενικές γραμμές ως μια αδικαιολόγητη αρνητική συμπεριφορά, μια ανεπιθύμητη και άδικη γνώμη ή στάση απέναντι σε ένα άτομο ή μια συγκεκριμένη ομάδα. Όπως αναφέρει ο Duckitt ένας μεγάλος αριθμός ορισμών για την προκατάληψη έχει προταθεί. Σύμφωνα με τον Milner οι προκατειλημμένες στάσεις είναι αδικαιολόγητες, άδικες ή μη ανεκτικές ιδιοσυγκρασίες εναντίων άλλων ομάδων. Συχνά συνδέονται με στερεότυπα και αποτελούνται από υποτιθέμενα χαρακτηριστικά που αποδίδει μια κυρίαρχη ομάδα προς τα μέλη μιας πολιτιστικά διαφοροποιημένης ομάδας. Οι Simpson και Yinger αναφέρονται σε μια συναισθηματική, αδιάλλακτη στάση, μια προδιάθεση να ανταποκρίνεται κάποιος σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο απέναντι σε μια ομάδα ανθρώπων. Ο Allport προσδιορίζει την προκατάληψη σαν τον τρόπο του να σκέφτεται κάποιος αρρωστημένα για άλλους χωρίς επαρκή δικαιολογία. Σύμφωνα με τον Klineberg η προκατάληψη είναι μια αστήρικτη προδικασία ενός ατόμου ή μιας ομάδας, ευνοϊκή ή δυσμενής στο χαρακτήρα, τείνοντας προς μια πράξη κατά μια σύμφωνη κατεύθυνση. Κατά τους Ackerman και Jahoda πρόκειται για ένα δείγμα εχθρότητας στις διαπροσωπικές σχέσεις το οποίο κατευθύνεται εναντίον ενός ατόμου ή μιας ολόκληρης ομάδας και ικανοποιεί μια συγκεκριμένη αδικαιολόγητη λειτουργία. Σύμφωνα με τον Rose είναι μια σειρά από στάσεις που προκαλούν υποστηρίζουν ή δικαιολογούν τις διακρίσεις. (Duckitt, J, 1992: 10) Ο Harding και οι συνεργάτες του ορίζουν την προκατάληψη ως μια αποτυχία της λογικής με το να είναι υπεργενικευμένη, άκαμπτη και στηριγμένη σε 27

ανεπαρκείς αποδείξεις, ή μια αποτυχία της δικαιοσύνης επειδή δεν μπορεί να μεταχειρίζεται ισότιμα όλα τα μέλη της κοινωνίας ή μια αποτυχία της ανθρώπινης καλοκαρδίας με το να αρνείται τη βασική ανθρωπιά των άλλων, στη στάση μιας ομάδας απέναντι στα μέλη μιας άλλης εθνοτικής ομάδας (Μίτιλης, Α., 1998: 60).. Σύμφωνα με τους Dovidio, Brigham, Johnson & Gaertner «η προκατάληψη είναι μια αντιπάθεια που βασίζεται σε μια λανθασμένη και παγιωμένη γενικότητα. Την αντιπάθεια αυτή μπορεί να τη νιώθει κάποιος ή ακόμα και να την εκφράζει απέναντι σε μια ομάδα ή σε ένα άτομο το οποίο ανήκει σε κάποια διαφορετική ομάδα. Μια άμεση αρνητική συμπεριφορά μιας κυρίαρχης πολιτιστικά ομάδας που διακατέχει κάθε άτομο αυτής της ομάδας. Μια αρνητική συμπεριφορά που κάθε παρατηρητής την αναγνωρίζει σαν αδικαιολόγητη» (Macrae, Stangor & Hewstone, (1996: 278). Τρία στοιχεία αναλύουν το φαινόμενο της προκατάληψης. Το συναισθηματικό (απέχθεια, αντιπάθεια, μίσος), το γνωστικό (αντιλήψεις, στερεότυπα) και το βουλητικό (αρνητική προδιάθεση, μεροληψία) (Μίτιλης, 1998: 60). Όλες οι απόψεις πάντως που έχουν διατυπωθεί για τον ορισμό της προκατάληψης συγκλίνουν στα παρακάτω τέσσερα κοινά σημεία: 1. Η προκατάληψη αποτελεί ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται στα πλαίσια της ομάδας. 2. Είναι ένας αρνητικός προσανατολισμός. 3. Είναι κακή. 4. Είναι μία στάση (Duckitt, 1992: 9). Όταν η προκατάληψη ξεπερνά τα πλαίσια της γνώμης και περνά σε τρόπους συμπεριφοράς και πρακτικές, τότε μιλάμε για δυσμενή διακριτική μεταχείριση. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται γιατί αν και η προκατάληψη αποτελεί τη βάση της δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης, μπορούν αυτές οι δύο καταστάσεις να υφίστανται ξεχωριστά η μία από την άλλη. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν προκατειλημμένες απόψεις για κάποιους άλλους ανθρώπους, χωρίς να τις μετατρέπουν όμως σε πράξη. Η δυσμενής διακριτική μεταχείριση αναφέρεται στην πραγματική συμπεριφορά απέναντι σε κάποια άλλη ομάδα. Την παρατηρούμε στις δραστηριότητες εκείνες που αποκλείουν τα μέλη μιας ομάδας από τις ευκαιρίες που απολαμβάνουν άλλες (Giddens, 2002: 302). Πρόκειται για στάσεις απέχθειας και έμπρακτης εχθρότητας απέναντι σε κάποια άλλη κοινωνική ομάδα, συνήθως εθνική (Abercrombie, Hill & Turner, 1992: 305). Οι εχθρικές συμπεριφορές απευθύνονται συχνά σε άτομα και μέλη ομάδων που δεν ανήκουν στο σύνολο και κατά συνέπεια κατέχουν τα απαράδεκτα χαρακτηριστικά τα οποία έχουν αποδοθεί από το ίδιο το σύνολο. Τα προκατειλημμένα άτομα χαρακτηρίζονται από απολυταρχισμό, αυταρχικότητα, είναι εχθρικά, με μεροληπτική στάση και αντιλαμβάνονται τον κόσμο με ένα δικό τους δογματικό τρόπο. Χαρακτηριστικά των προκαταλήψεων είναι ότι: α) ο άνθρωπος χαρακτηρίζει με ευκολία μεγάλες ομάδες με χονδροειδή γνωρίσματα, β) οι χαρακτηρισμοί αυτοί μένουν σταθεροί για μεγάλα χρονικά διαστήματα, γ) αλλάζουν, με δυσκολία, ανάλογα με τις υπάρχουσες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, 28

δ) επιτείνονται οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί, όταν υπάρχουν εχθρότητες μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, ε) μαθαίνονται σε μικρή ηλικία, στ) δύσκολα μεταβάλλονται κάτω από εχθρικό κοινωνικό κλίμα (Tajfel & Fraser, 1978: 427). Στον κοινωνικό χώρο αναφέρονται τέσσερις κατηγορίες προκαταλήψεων. Οι θρησκευτικές προκαταλήψεις, οι οποίες αφορούν θέματα σχετικά με θρησκευτικές ιδέες, αιρέσεις και δόγματα, οι ηθικές προκαταλήψεις με σκοπό την καθιέρωση κανόνων ηθικής συμπεριφοράς, οι ταξικές προκαταλήψεις που αφορούν την ανωτερότητα της κυρίαρχης τάξης και οι φυλετικές προκαταλήψεις οι οποίες δημιουργούν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Θα αναλυθεί η κατηγορία της φυλετικής προκατάληψης 3, αφού σχετίζεται με το υπό διερεύνηση θέμα της μελέτης που παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. 3.1.1. Εθνοτική προκατάληψη Η επίγνωση της ανομοιομορφίας μεταξύ των ανθρώπων έχει πολύ μακρινές ρίζες. Οι άνθρωποι από πολύ παλιά χωρίζονταν σε φυλές, ανάλογα κυρίως με το χρώμα του δέρματός τους. Παραδοσιακά οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν στηριχθεί επάνω στο χρώμα του δέρματος, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προσώπου και τη σύσταση της τρίχας για να καθορίσουν τη φυλή (Giddens, 2002: 301). Από την άλλη πλευρά, πολλοί κοινωνιολόγοι και ανθρωπολόγοι θεωρούν ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν μια κοινή καταγωγή και οι διαφορές είναι προσαρμογές στις διαφορετικές οικολογίες. Ο διαχωρισμός των φυλών άρα δεν είναι θέμα βιολογικό, αλλά αφορά μια κοινωνιογενή κατηγοριοποίηση βάσει κάποιων φυσικών χαρακτηριστικών, τα οποία είναι ευδιάκριτα (Παπάς, 1998: 33). Δεν υπάρχει δηλαδή ένας σαφής διαχωρισμός των φυλών. Υπάρχει μόνο ένα ευρύ φάσμα σωματικών διαφορών μεταξύ των ανθρώπων, διαφορές που αποτελούν την «εθνολογική ετερότητα» (Giddens, 2002: 298) Τα μέλη των εθνοτικών ομάδων βλέπουν τους εαυτούς τους να διαφέρουν από τις άλλες ομάδες. Χαρακτηριστικά που χρησιμεύουν στην διαφοροποίηση των ομάδων είναι η γλώσσα, η θρησκεία, η ιστορία, η καταγωγή. Αυτή η επίγνωση της διαφορετικότητας δημιούργησε συχνά θέματα απομόνωσης μεταξύ των εθνοτικών ομάδων. Η κάθε ομάδα υπεράσπιζε την ιδιαιτερότητά της και την υπεροχή της απέναντι στις άλλες, με την υποτίμηση και την ομαδοποίηση, σε κατώτερες κατηγορίες, των άλλων εθνοτικών ομάδων. Σαν αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών ήταν η δημιουργία φαινομένων όπως η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, με συνέπεια την υιοθέτηση πρακτικών όπως η εκμετάλλευση και η παράλογη βία κατά των άλλων. Κατά το πέρασμα των αιώνων ο ρατσισμός υποστηρίζονταν από πολιτικές αντιλήψεις και συμφέροντα, καλλιεργώντας μια αντικοινωνική νοοτροπία απέναντι στα άτομα των άλλων λαών. Ο ρατσισμός χαρακτηρίζεται ως ένα «ολικό κοινωνικό φαινόμενο, 3 Ο όρος «φυλετική προκατάληψη» είναι αδόκιμος ώστε να χρησιμοποιηθεί για οικονομικούς μετανάστες ή εθνικούς μετανάστες στην Ευρώπη. Ο φυλετισμός αφορά κυρίως τις Η.Π.Α. με τους μαύρους, τους ισπανόφωνους ή τους WASPs. Για το λόγο αυτό επειδή η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στον ελληνικό χώρο, χρησιμοποιείται ο όρος «εθνοτική». 29

το οποίο αρθρώνεται γύρω από τα στίγματα της ετερότητας όπως το όνομα, το χρώμα του δέρματος, τις θρησκευτικές πρακτικές και εκδηλώνεται με διάφορες μορφές βίας, περιφρόνησης, αδιαλλαξίας, ευτελισμού και εκμετάλλευσης» (Μίτιλης, 1998: 59). Πρόκειται για μια ιδεολογία εθνοτικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης (Duckitt, 1992: 8) που περιλαμβάνει την καλλιέργεια του μύθου της βιολογικής κληρονομικότητας και έχει ως στόχο την ιεράρχηση και ταξινόμηση της ανθρωπότητας σε πολιτισμικά ανώτερες ή κατώτερες κοινωνικές ομάδες, με σκοπό να δικαιολογήσει την άνιση μεταχείριση και εκμετάλλευση μιας ομάδας. Απορρέει από μια εθνοκεντρική στάση η οποία συνίσταται στο να εξυψώνουμε τις αξίες της κοινωνίας στην οποία ζούμε σε αξίες οικουμενικές (Βρύζας, 1997: 197). Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ρατσισμού είναι η αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Είναι ένα καθεστώς διακρίσεων που αφαιρεί από τους ανθρώπους τα δικαιώματά τους. Συνδέεται με την ξενοφοβία και παρουσιάζεται ως λύση στην απειλή που υποθετικά αποτελούν οι μειονότητες (Παπάς, 1998: 64). Ο ρατσισμός αποτελεί διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο. Στην πορεία της ιστορίας εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τους σκοπούς που εξυπηρετεί κάθε φορά. Το 1970 προτάθηκε μια διάκριση ανάμεσα στον μέγιστο και τον ελάχιστο ρατσισμό. Ο μέγιστος ρατσισμός πιστεύει στην έμφυτη βιολογική κατωτερότητα ενώ ο ελάχιστος ρατσισμός βλέπει αυτή την κατωτερότητα ως κοινωνικά και πολιτιστικά καθορισμένη (Duckitt, 1992: 18). Ο πολιτιστικός ρατσισμός πρεσβεύει ότι κάποιοι πολιτισμοί είναι ανώτεροι και κάποιοι άλλοι υποανάπτυκτοι στα πλαίσια των εξουσιαστικών σχέσεων μεταξύ των ομάδων (Γκότοβος, 1996: 92). Επίσης έχουμε τον συμβολικό ρατσισμό, ο οποίος είναι ήπιας μορφής και εκφράζεται μέσα από την αντίδραση των ατόμων στην διατάραξη του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου και τον βερμπαλισμό, ο οποίος αναφέρεται σε έναν αντιδραστικό ρατσισμό των ατόμων, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να ευνοήσουν τις άλλες κοινωνικές ομάδες καταλήγουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα (Μίτιλης, 1998: 61). Μορφή ρατσισμού είναι και ο σύγχρονος ρατσισμός ή νεορατσισμός, ο οποίος στρέφεται εναντίον των μεταναστών και των ξένων εργαζομένων. Κυρίαρχο θέμα του δεν είναι πλέον η βιολογική κληρονομικότητα αλλά οι πολιτισμικές διαφορές. Δεν υποστηρίζει την ανωτερότητα μιας ομάδας σε σχέση με κάποια άλλη, αλλά επικαλείται τους κινδύνους για την πολιτιστική ταυτότητα μιας ομάδας από την ανάμιξη των πολιτιστικών στοιχείων. Θέση του είναι ότι η κατάργηση των πολιτισμικών διαφορών θα οδηγούσε στον πνευματικό μαρασμό της ανθρωπότητας. Αρνείται την αρχή της ισότητας στις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, διαιωνίζοντας έτσι το καθεστώς των κοινωνικών και φυλετικών διακρίσεων. Η ρατσιστική θεώρηση των μεταναστών εκδηλώνεται αρχικά με την κατηγοριοποίησή τους σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, ανεξάρτητα από τις όποιες ιδιαιτερότητές τους, η οποία στη συνέχεια καταλήγει στη δημιουργία αρνητικών κοινωνικών στερεότυπων. Μια σύγχρονη μορφή ρατσισμού είναι και ο λανθάνων ρατσισμός, όπου τα άτομα συχνά αποκρύβουν τις αρνητικές τους στάσεις και συμπεριφορές, λόγω της αρνητικής φόρτισης που περιβάλλει τη ρατσιστική συμπεριφορά (Μίτιλης, 1998: 62). Η εθνοτική προκατάληψη είναι ένα φαινόμενο που αναπτύσσεται και διαμορφώνεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός ατόμου. Το παιδί από τη στιγμή 30

που γεννιέται ανακαλύπτει, συνειδητοποιεί και τελικά μαθαίνει μέσα από το περιβάλλον του την εθνοτική προκατάληψη. Μέσα από την παρατήρηση και τη μίμηση προτύπων διαμορφώνει τη συμπεριφορά του απέναντι στις άλλες εθνοτικές ομάδες. Σε μια κοινωνία όπου οι στάσεις και οι συμπεριφορές απέναντι στις πολιτισμικά διαφοροποιημένες ομάδες είναι διαδεδομένες ευρύτατα, είναι αναπόφευκτο ότι το παιδί θα αρχίσει να απορροφά αυτές τις στάσεις. Σύμφωνα με έρευνες, η εθνοτική προκατάληψη εμφανίζεται αιφνιδιαστικά στην ηλικία των τριών ετών και συνοδεύεται από τις πρώτες εκδηλώσεις θετικών ή αρνητικών συναισθημάτων (Milner, 1990: 84). Μετά την ηλικία των οκτώ ετών τα παιδιά έχουν διαμορφώσει κάποια στάση η οποία περιλαμβάνει στερεότυπα, εκδηλώνοντας εντονότερα την εχθρική τους διάθεση απέναντι στις εθνοτικές μειονότητες (ή μειονοτικές ομάδες) (Μίτιλης, 1998: 88-90), για τον λόγο ότι οι υποτυπώδεις στάσεις έχουν εμπλουτιστεί με περισσότερες πληροφορίες για την κοινωνική θέση και τους κοινωνικούς ρόλους των εθνοτικών ομάδων. Η διαδικασία της δημιουργίας στάσεων στα παιδιά, απέναντι στις εθνοτικές ομάδες περιλαμβάνει τρία στάδια: α) την συνειδητοποίηση, όπου σε αυτό το στάδιο το παιδί παρατηρεί και συνειδητοποιεί για πρώτη φορά τις εθνοτικές διαφορές, β) τον προσανατολισμό, όπου κατά αυτό το στάδιο παρουσιάζονται οι θετικές και οι αρνητικές εκτιμήσεις απέναντι στις διάφορες εθνοτικές ομάδες, και γ) τη στάση του παιδιού, όπου προσεγγίζει αυτή του ενήλικα (Milner, 1990: 83). Κατά την εφηβική περίοδο υπάρχει σταδιακή επίταση της προκατάληψης που σταματά καθώς αναπτύσσεται ο έφηβος. Κατά την περίοδο από τα 13 έως τα 18 χρόνια οι στάσεις σταθεροποιούνται σταδιακά, παρουσιάζουν λιγότερες αντιθέσεις και μεγαλύτερη συνέπεια. Η συμπεριφορά μπορεί να ευθυγραμμιστεί περισσότερο με το συναισθηματικό ή το γνωστικό στοιχείο. Όλα τα στοιχεία μπορεί να διαφοροποιηθούν κατά την περίοδο της εφηβείας. Το γνωστικό στοιχείο μπορεί να γίνει πιο περίπλοκο καθώς αναγνωρίζονται με πιο ευδιάκριτο τρόπο τα χαρακτηριστικά μιας ομάδας. Το συναισθηματικό στοιχείο μπορεί να μεταβληθεί ώστε να επιτρέπει τη δημιουργία θετικών συναισθημάτων απέναντι σε κάποια ομάδα. Η ενοποίηση ή η διαφοροποίηση των στοιχείων βοηθούν τον έφηβο να χειρίζεται τις πληροφορίες για τις εθνοτικές ομάδες (Milner, 1990: 86). 3.1.2. Προσεγγίσεις των προκατειλημμένων στάσεων Οι προσεγγίσεις των προκατειλημμένων στάσεων προέρχονται από δύο γνωστικούς χώρους, από το χώρο της κοινωνιολογίας και από το χώρο της ψυχολογίας. Συμβολή δηλαδή στην κατασκευή των προκατειλημμένων στάσεων έχουν τόσο το ίδιο το άτομο όσο και το κοινωνικό σύνολο μέσα στο οποίο δραστηριοποιείται. Στα υποκεφάλαια που ακολουθούν γίνεται μια περιγραφή αυτών των δύο προσεγγίσεων. 31