1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις



Σχετικά έγγραφα
Η Εκπαιδευτική Πολιτική των συνεχών Μεταρρυθμίσεων και οι πολλαπλές σχέσεις γενικής και ειδικής εκπαίδευσης

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Δρ. Γιώργος Μαγγόπουλος

Αξιολόγηση του διδακτικού έργου και του μαθητή: πρακτική προσέγγιση από την μεριά του επαγγελματία εκπαιδευτικού

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΨΗΦΙΣΜΑ OΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΤΟ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΣΑΛΤΕΡΗΣ ΝΙΚΟΣ Υποδιευθυντής Πρωτοβάθμιας Π.Ε.Κ. Πειραιά

Δρ. Σαλτερής Νικόλαος Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε. 70 2η Περιφέρεια Πειραιά. ΠΕΚ ΠΕΙΡΑΙΑ Εισαγωγική Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών Α Φάση

9o Εκπαιδευτικό Συνέδριο της ΟΛΜΕ. Εκπαιδευτικά και εργασιακά προβλήματα των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Η ηγεσία που διευκολύνει τη μάθηση. Δυσκολίες και επιτεύγματα σε ελληνικά σχολεία

ΣΧΈΔΙΟ RELEASE για τη δια βίου μάθηση και την ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην Κύπρο

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ. Χαράλαμπος Μπαμπαρούτσης Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Εκπαίδευση, κοινωνικός σχεδιασμός. Ρέμος Αρμάος MSc PhD, Υπεύθυνος εκπαίδευσης στελεχών ΚΕΘΕΑ

Σαλτερής Νικόλαος Σχολικός Σύμβουλος Δημοτικής Εκπαίδευσης Νομαρχίας Πειραιά Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας

ΘΕΜΑ: «Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου της Σχολικής Μονάδας Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης»

Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών και Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση ΗΛΙΑΣ ΜΑΡΚΑΤΖΙΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΜΤΕΕ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΕΡΓΩΝ ΤΠΕ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Παράγοντες χαρακτηριστικά αποτελεσματικού σχολείου

Κοινωνικοπολιτισμικές. Θεωρίες Μάθησης. & Εκπαιδευτικό Λογισμικό

δεν έχεις αλλάξει το δάσκαλο, είναι μάταια η προσπάθειά σου. Εάν αλλάξεις το

Επαγγελματικές Προοπτικές. Επιστημόνων Κοινωνικής Πολιτικής στην Εκπαίδευση. Πρόεδρος Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Σύγχρονες απόψεις για τη μάθηση και θέματα αξιολόγησης. Άννα Κουκά

Η συμβολή της Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης Δυτικής Ελλάδας στη Δια Βίου Μάθηση των εκπαιδευτικών

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) «Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση»

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Η αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών στη χώρα μας σήμερα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

Συνεχής επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού στο σχολείο: η περίπτωση των ΝΑΠ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

Eπιμορφωτικό σεμινάριο

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Τμήμα: Σύγχρονο εξ αποστάσεως επιμορφωτικό πρόγραμμα Προσχολικής & Πρωτοβάθμιας

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

«Επίπεδα ανάγνωσης του έργου του Σχολικού Συμβούλου»

Θέμα Διαλόγου. Συντονιστές: Βαγγέλης Ανάγνου, Δανάη-Μερόπη Βαϊκούση & Δημήτρης Βεργίδης

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ. Ηγεσία

«Ολοήµερη εκπαίδευση. Η ευρωπαϊκή εµπειρία»

ΚΒ Παγκύπριο Συνέδριο Διευθυντών Δημοτικής Εκπαίδευσης Ο ρόλος του Διευθυντή στη Δημιουργία του Ανθρώπινου και Δημοκρατικού Σχολείου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί

ΝΕΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΙ Η ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ»

Πληροφορίες και υλικό του μαθήματος είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα eclass.uth.gr

Ο πολλαπλός ρόλος του Διευθυντή στο νέο σχολείο 1. Εισαγωγή 2. Τα καθήκοντα του Διευθυντή της σχολικής μονάδας.

ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Κεφάλαιο 2 ο

Τάσεις, χαρακτηριστικά, προοπτικές και υποδοχή από την εκπαιδευτική κοινότητα ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ 5 ο Συνέδριο EduPolicies Αθήνα, Σεπτέμβριος 2014

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΣΚΟΠΟI ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Κατανομή ηγεσίας: Πραγματικότητα ή σύνθημα; Δρ Ανδρέας Κυθραιώτης, ΕΔΕ, ΥΠΠ

Ηγεσία και εσωτερική εκπαιδευτική πολιτική στο ελληνικό σχολείο. Μανώλης Κουτούζης ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Κατερίνα Κασιμάτη, Επίκ. Καθηγήτρια Παιδαγωγικoύ Τμήματος, Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.

Θέσεις της Γ.Σ.Ε.Ε προς το ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ

Υποστήριξη της λειτουργίας των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ)

Executive summary της Έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Εκπαίδευση στην Ελλάδα

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Συνεργασία για την Ανοικτή Διακυβέρνηση. Σχέδιο Δράσης

Απελευθερώστε τη δυναμική της επιχείρησής σας

Σχέση της Δ.Τ.Ε.Ε. με την παραγωγή, τον κόσμο της εργασίας και την τοπική κοινωνία -Απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά εργασίας.

16 ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΣ

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων

Γενικοί Δείκτες για την Αξιολόγηση στη Συνεκπαίδευση

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ- ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ- ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

ΟΛΟΗΜΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΙΑΚΟΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 2 ΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΦΕΡΕΙΑΣ ΣΑΜΟΥ

Τίτλος Μαθήματος: Διοίκηση Εκπαίδευσης και Εκπαιδευτική Πολιτική

ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Κριτήρια (εσωτερικά - εξωτερικά) αξιολόγησης των σχολικών μονάδων

Master s Degree. Μεταπτυχιακό στις Επιστήμες Αγωγής (Εξ Αποστάσεως)

Κωνσταντίνος Καλτσάς Σχολικός Σύμβουλος ΠΕ17.03

ΑΛΛΑΓΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Αυτονομία σχολικής μονάδας στο κυπριακό εκπαιδευτικό συγκείμενο

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης «Επιστήμες Αγωγής» ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Συντάχθηκε απο τον/την administrator Πέμπτη, 19 Απρίλιος :42 - esos.gr

ΣΑΛΤΕΡΗΣ ΝΙΚΟΣ: «Ο ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΗΣ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ: ΕΠΙΛΟΓΗ, ΠΡΟΦΙΛ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ» ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ B1. δ.λάθος. ε.σωστό Β2.

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Στόχος μας το εκπαιδευτικό σύστημα να αποκτήσει νέα δυναμική και να συμβάλει καθοριστικά στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο της χώρας.

Η ανάπτυξη της κουλτούρας και του κλίματος του σχολείου

Ο Ηγέτης στο ημοτικό Σχολείο της Κύπρου

Θέση της Φυσικής Αγωγής στο ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΠΑ71Κ / Διαχείριση αλλαγής, σχολική αποτελεσματικότητα και στρατηγικός σχεδιασμός

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ Διεθνείς τάσεις στη θεωρία, την έρευνα και την πρακτική σήμερα - Μελλοντικές προοπτικές. Δρ Ανδρέας Κυθραιώτης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ)

Συμμετοχικές Διαδικασίες κατά τη διαδικασία ΣΠΕ: Πιθανά προβλήματα και προοπτικές

2.2. Η έννοια της Διοίκησης

Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS Μαμάη 3, Αθήνα. Τηλ- Fax

Πρόγραμμα_SPA. Πρόληψη άγχους στους Εκπαιδευτικούς οργανισμούς

Η αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΣΧΟΛΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ (Τ.Α)

Transcript:

1ο Διεθνές Συνέδριο με θέμα: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Συνεδριακό Κέντρο Ξενοδοχείου "Βυζαντινό" ΑΡΤΑ 1-3 Δεκεμβρίου 2006 Δρ Σαλτερής Νικόλαος, Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε. Πειραιά Ηγεσία για τη μάθηση: αδιέξοδα σταυροδρόμια στην Ελληνική Εκπαίδευση 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Οι δεκαετίες του 60 και 70 στην Ευρώπη και αντίστοιχα αυτή που ακολούθησε την μεταπολίτευση στην Ελλάδα (1975-85) χαρακτηρίστηκαν από ένα κύμα εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Κύρια χαρακτηριστικά των μεταρρυθμίσεων αυτών ήταν ο κεντρικός (συγκεντρωτικός) πολιτικός (εκ των άνωθεν) σχεδιασμός υπό την επιρροή της θεωρίας του ανθρωπίνου κεφαλαίου ή, πολύ σχηματικά, η υπόθεση ότι η παροχή μεγαλύτερης ποσότητας εκπαίδευσης (αύξηση του αριθμού μαθητών και των ετών παραμονής τους στο εκπαιδευτικό σύστημα) επιδρά ευεργετικά όχι μόνο στην κοινωνική συνοχή άλλα και στην οικονομική ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές σημειώθηκαν σε συνθήκες ιδεολογικής κυριαρχίας του Κράτους Πρόνοιας στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από τη μορφή που αυτό έλαβε κατά περίπτωση και το γενικότερο ιδεολογικό προσανατολισμό των κομμάτων, που κατά καιρούς άσκησαν την εξουσία στις χώρες όπου αυτό αναπτύχθηκε (Σαλτερής, 2006). Οι απόψεις αυτές δέχτηκαν ισχυρή κριτική αρχικά σε θεωρητικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την αμφισβήτηση, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 70, της θεωρίας του ανθρωπίνου κεφαλαίου ακόμη και σε επίπεδο ΟΟΣΑ (Γεωργιάδης, 2005), ενώ τόσο οι οικονομικές κρίσεις μετά το 1973 όσο και η σταδιακή κυριαρχία επιθετικών νεοφιλελεύθερων απόψεων αλλά και η συνεπαγόμενη επιβολή παρόμοιων εκπαιδευτικών πολιτικών περιόρισαν τους πόρους και οδήγησαν στη συρρίκνωση των κεντρικά σχεδιασμένων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών και σε πολλές περιπτώσεις στην παράλληλη και θεωρούμενη ως αντιφατική αύξηση του κεντρικού ελέγχου των εκπαιδευτικών προγραμμάτων (π.χ. Αγγλία) ήδη από τη δεκαετία του 80 (Γρόλιος, 2005). Έτσι, στη θέση της ιδέας των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, σποραδικά αρχικά και συστηματικότερα μετά την οικονομική και ιδεολογική κρίση που σημειώνεται στα μέσα της δεκαετίας του 90 1, κάνουν την εμφάνισή τους νέες επιστημονικές θεωρήσεις σχετικά με τον τρόπο επίτευξης των εκπαιδευτικών αλλαγών. Αυτές έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την ανάδειξη του καθοριστικού ρόλου των εκπαιδευτικών, ως ατόμων ή ομάδας, στην υλοποίηση εκπαιδευτικών νεωτερισμών, που αφορούν εξίσου και ταυτόχρονα τη διοίκηση και διαχείριση, αλλά και το εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό έργο των σχολικών μονάδων. Οι προσεγγίσεις αυτές, που πολλοί υποστηρίζουν ότι αποτελούν αναδιατύπωση στις νέες ιδεολογικές και οικονομικές συνθήκες (κυριαρχία νεοφιλελευθερισμού και παγκοσμιοποίηση) της θεωρίας του ανθρωπίνου κεφαλαίου (Γεωργιάδης, 2005, Σαλτερής 2006), στηρίζουν το θεωρητικό τους υπόβαθρο σε οικονομικές θεωρίες του management και αντιλαμβάνονται το εκπαιδευτικό σύστημα ως όλον αλλά και τους επιμέρους θεσμούς του ως οργανισμούς. Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο ο κυρίαρχος επιστημονικός λόγος περί εκπαίδευσης, ενισχυμένος και από

το κυρίαρχο ιδεολογικό περιβάλλον (νεοφιλελευθερισμός), να προσανατολίζεται στην αναζήτηση τρόπων βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και των σχολικών μονάδων αυτού, διαμέσου επιμέρους και κατά περίπτωση αλλαγών ή καινοτομιών, σε αντίθεση με τα φιλόδοξα παλαιότερα μεταρρυθμιστικά σχέδια (Σαλτερής, 2004), ενώ τίθεται παράλληλα το αίτημα της «ποιότητας» της εκπαίδευσης. Σ αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζεται πλέον απ όλους ότι οι εκπαιδευτικές αλλαγές χρειάζονται χρόνο, αποτελούν πολύπλοκη διαδικασία, απαιτούν καλή Ηγεσία και γίνεται αποδεκτό ότι δεν είναι δυνατό να προωθηθούν χωρίς την απόλυτη εμπλοκή του συνόλου των παραγόντων της εκπαιδευτικής κοινότητας (Myers, 2006). Γίνεται έτσι λόγος για Ευφυή σχολεία, που προγραμματισμένα, ευέλικτα και προσαρμοσμένα στην πραγματικότητα του συγκεκριμένου περιβάλλοντός τους, μαθαίνουν συνεχώς, ενώ ταυτόχρονα υλοποιούν εκπαιδευτικές αλλαγές, μόνο και εφόσον η διεύθυνση και οι εκπαιδευτικοί τους επωμίζονται ενσυνείδητα, αυτόβουλα και ενεργητικά το ρόλο των φορέων των εκπαιδευτικών νεωτερισμών, αναδεικνύοντας αυτονόητα τον κεντρικό ρόλο της μάθησης και αναπτύσσοντας στον οργανισμό τους, δηλαδή στη συγκεκριμένη σχολική μονάδα, «συνειδητή ροπή» προς αυτή (Κονιδάρη, 2006). Με άλλα λόγια, η ευθύνη πλέον για τη βελτίωση της εκπαίδευσης μετακινείται από το Σύστημα (εκπαιδευτικό ή πολιτικό) στο Πρόσωπο του εκπαιδευτικού, ενώ παράλληλα γίνεται αποδεκτός ιδεολογικά ο αναντικατάστατος ρόλος του στη βελτίωση της εκπαίδευσης. Για όλα τα παραπάνω εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών και διανοούμενοι καταθέτουν κριτικές παρατηρήσεις και αναπτύσσουν αντίπαλες θέσεις. Έτσι, σε ποικίλα κείμενα γίνεται συχνά λόγος για την ανάγκη ανάπτυξης αυθεντικών και όχι γραφειοκρατικών συλλογικών δράσεων (Κοτσιφάκης & Παυλινέρη, 2006), επισημαίνεται η αύξηση των πιέσεων επαγγελματικού και επιστημονικού χαρακτήρα που ασκούνται τις τελευταίες δεκαετίες στο σώμα των εκπαιδευτικών σ όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο (Apple, 2002, Day, 2003) και καλούνται οι εκπαιδευτικοί να αυξήσουν τη συλλογική τους δράση με συγκεκριμένους στόχους, όπως: α) η εξέταση των εκπαιδευτικών πρακτικών τους (Carr & Kemmis, 1997), β) η ανάπτυξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων με σκοπό τη μείωση των ανισοτήτων που αφορούν την κατοχή μορφωτικού κεφαλαίου (Bourdieu, 2004), γ) η ανάδειξη των ζητημάτων της σχολικής αποτυχίας, της διαρροής, των περιεχομένων της μάθησης και της επαγγελματικής τους ανάπτυξης (Μαυρογιώργος, 2002), συμβάλλοντας παράλληλα στην αυστηρή κριτική των κυρίαρχων θεσμών υπέρ των λιγότερα ευνοημένων (Apple, 2002). Τέλος, κάποιοι καταβάλλουν προσπάθεια να νοηματοδοτήσουν με συγκεκριμένα περιεχόμενα το ρόλο του εκπαιδευτικού είτε ως διανοούμενου (Νούτσος, 1987) είτε ως αναστοχαστικού επαγγελματία (Ματσαγγούρας, 1995, Σαλτερής, 2006), ώστε να προσδιοριστεί ο συγκεκριμένος ρόλος του στην πολύπλοκη εκπαιδευτική συγκυρία. Όμως, παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές και επιστημολογικές αφετηρίες των προηγουμένων, στην καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτο αν οι συγκεκριμένες πρακτικές που υλοποιούνται εκκινούν από αμιγώς managerial λογικής προθέσεις ή εναλλακτικές θεωρητικές προσεγγίσεις 2. Το «παράδοξο» αυτό θεωρούμε ότι συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά το γεγονός ότι ο κυρίαρχος φιλελεύθερος λόγος (discours) περί εκπαίδευσης, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 90, νομιμοποιείται πλέον αντλώντας επιχειρήματα από το προοδευτικό εκπαιδευτικό κίνημα των αρχών του 20 ου αιώνα (διαθεματικότητα, αυτόνομη δράση εκπαιδευτικών) και υποστηρίζεται από ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις που αναγνωρίζουν πλέον στο κράτος το σαφώς

συντονιστικό του ρόλο (Γρόλιος, 2005). Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την υποχώρηση στο επιστημολογικό πεδίο του νεοθετικιστικού παραδείγματος, σύμφωνα με το οποίο ο εκπαιδευτικός ήταν αποκλειστικά εκτελεστής των πορισμάτων της θεωρίας, και της κυριαρχίας νέων προσεγγίσεων (Argyris & Schön, 1974) που τον αναδεικνύουν σε αυτόνομο, υπεύθυνο και εν δυνάμει κριτικό αναστοχαστικό επαγγελματία, ικανό να χειριστεί την πολύπλοκη εκπαιδευτική πραγματικότητα (Ματσαγγούρας 1995, Σαλτερής, 2006). Οι προηγούμενες παρατηρήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και στην πατρίδα μας το θέμα της Ηγεσίας στην εκπαίδευση θα αναδειχθεί πολύ σύντομα σε πρωταρχικής σημασίας ζήτημα συνδεόμενο με αυτό της «ποιότητας» στην εκπαίδευση και της ευθύνης των εκπαιδευτικών. Ως εκ τούτου καθίσταται ιδιαίτερα αναγκαίο, στο νέο διαταραγμένο και νεφελώδες ιδεολογικό περιβάλλον, να επιχειρηθεί ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της Ηγεσίας, όπως αυτή εκδηλώνεται μέχρι σήμερα στη συγκεκριμένη ελληνική πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη δύο από τα πλέον αποδεκτά συμπεράσματα της πολιτικής θεωρίας σχετικά με το νεοελληνικό κράτος: τον πατρωνιακό χαρακτήρα του και το γεγονός ότι τόσο στις πολιτικές αρχηγεσίες όσο και στους πολίτες είναι κυρίαρχη η ιδεολογική αντίληψη ότι αυτό αποτελεί «λάφυρο» στα χέρια του κατά καιρούς κυβερνώντος κόμματος, δηλαδή τόσο των τυπικών όσο και των άτυπων μηχανισμών του 3. 2. Βασικά χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών πολιτικών σε θέματα Ηγεσίας Στην πατρίδα μας οι σχετικές με θέματα Ηγεσίας εκπαιδευτικές πολιτικές που εκδηλώθηκαν από τη μεταπολίτευση έως σήμερα αποτελούν μέρος των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, ενιαίου χαρακτήρα, που ξεκίνησαν με το Ν. 309/76 και απόκτησαν τα βασικά τους χαρακτηριστικά με το Ν. 1566/85, έχοντας ενδιάμεσο σταθμό το κορυφαίο γεγονός της διάκρισης του θεσμού της επιθεώρησης σε διοίκηση και επιστημονική- παιδαγωγική καθοδήγηση (Ν. 1304/82). Το σύνολο αυτών των μεταρρυθμιστικών τομών πλαισιώθηκε από επιμέρους ρυθμίσεις, όπως αυτές που προβλέπουν, κατά καιρούς και περίπτωση, τα της ανάδειξης του στελεχικού δυναμικού της εκπαίδευσης (π.χ. Π.Δ. 25/2002 και Ν. 3467/2006), θέματα διοίκησης της εκπαίδευσης (π.χ. Ν. 2188/1994), «αποκέντρωσης» του κράτους και τέλος ζητήματα αξιολόγησης, που ως γνωστό, ενώ προβλέπεται σταθερά σε σειρά ρυθμίσεων, παραμένει μονίμως ανενεργή διαδικασία τα τελευταία εικοσιπέντε έτη, ενώ προηγουμένως αποτελούσε πράξη αμιγώς διοικητικού και συμμορφωτικού χαρακτήρα, με ανύπαρκτα ανατροφοδοτικού χαρακτήρα αποτελέσματα. Υποστηρίζουμε ότι οι βασικές επιλογές πολιτικού χαρακτήρα που προσέδωσαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο σύνολο των παραπάνω ρυθμίσεων αυτών είναι οι ακόλουθες: Η σταθερή υποχρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτή προκαλεί προβλήματα διαρθρωτικού χαρακτήρα στα υποσυστήματα και ιδιαίτερα σ αυτό της Ηγεσίας, ακυρώνει στην πράξη τον όποιο αρχικό σχεδιασμό εκπαιδευτικών πολιτικών (και το νομικό πλαίσιο), ενώ καταστρέφει, σε συνδυασμό με τη συχνή αλλαγή των όρων εξέλιξής τους, κάθε υποψία διαμόρφωσης κινήτρων επαγγελματικής εξέλιξης των εκπαιδευτικών. Η υποχρηματοδότηση έχει οδηγήσει στη διάθεση του 90-92% του προϋπολογισμού του ΥΠΕΠΘ σε μισθούς εκπαιδευτικών και στην ανυπαρξία εθνικών κονδυλίων (8-10%) για την ανάπτυξη εκπαιδευτικών πολιτικών. Η μηδενική συμμετοχή εκπαιδευτικών φορέων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών πολιτικών και αλλαγών, σε συνδυασμό με την περιφρονητική αγνόηση του

εκπαιδευτικού της πράξης και τη σταθερή αντιμετώπισή του, τόσο από τις πολιτικές όσο και από τις ποικίλες ηγεσίες, ως εκτελεστικό όργανο. Η απουσία του στοιχειωδέστερου ελέγχου και η συνεπαγόμενη έλλειψη αξιολόγησης των γενικότερων εκπαιδευτικών πολιτικών, του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του και των επιμέρους θεσμών και παραγόντων διαμόρφωσης των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, με σκοπό την ανατροφοδότηση των απαιτούμενων αλλαγών και τη βελτίωση της «ποιότητας». Η απουσία αυτή αποτελεί κεντρική και κοινή πολιτική επιλογή του συνόλου των αρχηγεσιών του πεδίου και έχει διαμορφώσει μια «κουλτούρα» αντίστασης εντός του συστήματος σε οποιαδήποτε αλλαγή, ενώ επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη κάθε μορφής διαλόγου επί συγκεκριμένων εκπαιδευτικών ζητημάτων. Η ανοχή και ενίσχυση, παρά τις όποιες αντίπαλες προσπάθειες μετά το 1974, του συγκεντρωτικού, πατρωνιακού και κομματικά ελεγχόμενου συστήματος οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης που αποσκοπεί στον έλεγχό του από το εκάστοτε κόμμα εξουσίας. Το πλέγμα σχέσεων που έχει δημιουργηθεί μεταξύ πολιτικών, κομματικών, συνδικαλιστικών και επιστημονικών αρχηγεσιών (Σαλτερής 2001) ακυρώνει στην πράξη τις όποιες προσπάθειες εκπαιδευτικών αλλαγών με σκοπό την αναβάθμιση της ποιότητας, καθώς και την οποιαδήποτε απόπειρα μακρόχρονου σχεδιασμού, κουλτούρας διαλόγου και στοιχειώδους συναίνεσης εντός του συστήματος. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά «θύματα» του συστήματος αυτού είναι ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου, όπως θα δειχθεί στη συνέχεια. Η αποσυγκέντρωση (αντί της αποκέντρωσης) της οργάνωσης και διοίκησης του εκπαιδευτικού συστήματος (Δήμοι, Νομαρχίες, Εκπαιδευτικές Περιφέρειες), διαδικασίες που δεν υποστηρίχτηκαν μέχρι σήμερα με επιπλέον χρηματοδότηση και αποκέντρωση της ευθύνης για την «ποιότητα» του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου. Επιπλέον και ως αποτέλεσμα της σύγκλισης των ευρωπαϊκών συστημάτων εκπαίδευσης αλλά και της χρηματοδότησης εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων μετά το 1996 από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαμέσου των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (Α & Β ΕΠΕΑΕΚ), στα πάγια παραπάνω χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών πολιτικών έχει προστεθεί και ένα ακόμα: Η πρόχειρη, αποσπασματική και βεβιασμένη εισαγωγή «εκπαιδευτικών νεωτερισμών» στο σύστημα, ως αποτέλεσμα και μόνο της ύπαρξης «εξωτερικής χρηματοδότησης» από μη εθνικού πόρους. Οι νεωτερισμοί αυτοί δημιουργούν πραγματικότητες εντός του συστήματος, τόσο σε επίπεδο δομικών χαρακτηριστικών του (π.χ. Ολοήμερο Σχολείο, Ευέλικτη Ζώνη), εργασιακών σχέσεων (π.χ. ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί), αλλά και κουλτούρας παροχής της εργασίας των εκπαιδευτικών (ιδιωτικές αμοιβές εκπαιδευτικών), τις επιπτώσεις των οποίων δεν γνωρίζουμε και διότι απουσιάζει ο οποιασδήποτε σοβαρός αρχικός σχεδιασμός τους ως εκπαιδευτικές πολιτικές. Η νέα αυτή πραγματικότητα εντείνει την «αίσθηση» προχειρότητας που αποκομίζουν οι πολίτες και οι εκπαιδευτικοί για τα τεκταινόμενα στο χώρο της εκπαίδευσης και την κυρίαρχη κουλτούρα αδιαφορίας. 3. Δευτερογενείς επιπτώσεις στους επιμέρους θεσμούς Ηγεσίας Από τα προηγούμενα, η αδυναμία συγκρότησης διαδικασιών μακροχρόνιου σχεδιασμού, στήριξης της υλοποίησης και στοιχειώδους αξιολόγησης επιμέρους εκπαιδευτικών πολιτικών αλλά και του εκπαιδευτικού έργου στο χώρο της Γενικής

Εκπαίδευσης φαίνεται να αναδεικνύεται σε κυρίαρχο χαρακτηριστικό των εκπαιδευτικών πολιτικών και στο χώρο της Ηγεσίας. Η αδυναμία αυτή συνδυάζεται με τον απόλυτο έλεγχο από μέλη της διοικητικής ιεραρχίας (Προϊστάμενοι) των υπηρεσιακών οργάνων, τα οποία τοποθετούν, προάγουν, μετακινούν ή επιλέγουν εκπαιδευτικούς ως στελέχη της εκπαίδευσης, συνθήκη που εντείνει την «πρωτοκαθεδρία του τύπου επί της ουσίας» και συμβάλλει στο να λειτουργεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ερήμην του λόγου ύπαρξής του, δηλαδή της προαγωγής της Γνώσης και βελτίωσης των όρων διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς. Οι συνθήκες αυτές επηρεάζουν τους επιμέρους θεσμούς Ηγεσίας και αυτόν του Σχολικού Συμβούλου ως εξής: Αναπτύσσεται σταθερά σε αυτούς η κουλτούρα διοικητισμού, που ήταν ιστορικά παρούσα και κυρίαρχη στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Παρατηρείται τόσο στην πράξη όσο και στη συνείδηση των ελλήνων εκπαιδευτικών πρωτοκαθεδρία της διοικητικής αντίληψης ορισμού, αντιμετώπισης και επίλυσης εκπαιδευτικών προβλημάτων σε σχέση με την επιστημονική, παιδαγωγική και κοινωνική διαχείρισή τους. Ο δυϊσμός του θεσμού της Επιθεώρησης, ενώ προήλθε από προτάσεις των εκπαιδευτικών που μορφοποιήθηκαν στο χώρο της ΔΟΕ (Σαλτερής, 1998) και παρά τις προθέσεις, ενίσχυσε στην πράξη την πρωτοκαθεδρία της Διοίκησης έναντι της Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο θεσμός του Διευθυντή των σχολικών μονάδων, ως θεσμός που συνενώνει τις δύο λειτουργίες, έχει αποβάλει τον όποιο παιδαγωγικό του χαρακτήρα υπέρ του διοικητικού, παρά τα κελεύσματα της σύγχρονης επιστήμης και τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής. Το σταθερό ενδιαφέρον των εξουσιών του πεδίου για την καθυπόταξη, την εξάρτηση και τον έλεγχο του εκπαιδευτικού στελεχικού δυναμικού από τις τυπικές και άτυπες κομματικές ιεραρχίες ναρκοθετεί τόσο τις διαδικασίες εξέλιξης των εκπαιδευτικών όσο και αυτές της συλλογικής τους δράσης, δηλαδή διαδικασίες που είναι δυνατό να αποβλέπουν και να επιδρούν ευεργετικά στην ανάπτυξη της ποιότητας του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου και στη βελτίωση της «ποιότητας» του σχολείου γενικότερα. Θεωρείται ως «φυσικό» τα στελέχη διοίκησης, που αντικείμενο της εργασίας τους αποτελούν διευθετήσεις διοικητικού χαρακτήρα, να απολαμβάνουν μεγαλύτερο κύρος και πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων και στην κατοχή ανθρώπινων και οικονομικών πόρων, για όσο χρονικό διάστημα απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΠΘ, ενώ τα στελέχη της καθοδήγησης να αντιμετωπίζουν προσκόμματα στην εκτέλεση του έργου τους, λόγω ακριβώς του χαμηλού κύρους με το οποίο τους προικοδοτεί το σύστημα. Εντάθηκε η κουλτούρα της υποταγής των εκπαιδευτικών αλλά ακόμα κι αυτής της Διοίκησης της εκπαίδευσης σε εξω-εκπαιδευτικούς μηχανισμούς και κέντρα λήψης αποφάσεων. Εμποδίζεται πρακτικά η λειτουργία του Σχολικού Συμβούλου, όπως την είχαν συλλάβει οι εκπαιδευτικοί που οραματίστηκαν το θεσμό (Τουλούπης, 1985), δηλαδή η ανάπτυξη στην πράξη ενός θεσμού στηρίγματος τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των σχολικών μονάδων στο καθημερινό πολυσύνθετο τους έργο, αλλά και ενός φορέα - ανατροφοδότησης εντός εκπαιδευτικού συστήματος, που θα δρούσε με βάση τους όρους άσκησης των επιστημονικών επαγγελμάτων.

Η κουλτούρα διοικητισμού σε συνδυασμό με την έλλειψη πόρων οδηγεί στην καταστροφή οποιουδήποτε συστήματος ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης (In Service training) των εκπαιδευτικών (Σαλτερής, 2006), που ως τέτοιο είναι αυτονόητο ότι συμβάλλει στη στήριξη πρωτοβουλιών βελτίωσης της «ποιότητας» του έργου των σχολικών μονάδων. 4. Συμπεράσματα Το σύνολο των προηγουμένων έχει ως αποτέλεσμα την όξυνση των παγίων αδυναμιών της ελληνικής εκπαίδευσης και τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του ελληνικού σχολείου ή αλλιώς την αδυναμία θεραπείας αυτού που αποκαλείται στη διεθνή βιβλιογραφία «ποιότητα» στην Εκπαίδευση. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί εμποδίζει ακόμα και την ανάπτυξη θεωρητικής συζήτησης για ζητήματα Ηγεσίας στον τόπο μας και οδηγεί σε πολλαπλά αδιέξοδα. Παρήγορο είναι το γεγονός ότι πολλοί εκπαιδευτικοί και στελέχη της εκπαίδευσης συνειδητοποιούν πλέον τις αδυναμίες του όλου συστήματος Ηγεσίας, που αφορούν την οργάνωση, διοίκηση, έλεγχο και αξιολόγηση οποιασδήποτε εκπαιδευτικής και παιδαγωγικής δραστηριότητας στην πατρίδα μας, και αγωνίζονται να βελτιώσουν ποιοτικά το έργο τους, χωρίς όμως να στηρίζονται και να αναμένουν ανάλογες μακρόπνοες εκπαιδευτικές πολιτικές και μέτρα ενίσχυσης της προσπάθειάς τους. Μέχρι η παρούσα κρίση να επιλυθεί υπέρ του σχεδιασμού της Ηγεσίας με σκοπό τη στήριξη της μάθησης στην ελληνική εκπαίδευση, σχεδιασμός που απαιτεί την εκδήλωση της μέγιστης πολιτικής βούλησης των πολιτικών αρχηγεσιών του τόπου για την επίτευξη της ελάχιστης πολιτικής συναίνεσης, ακόμα και η συζήτηση στο κοινωνικό πεδίο για ζητήματα Ηγεσίας, που πραγματοποιείται στον υπόλοιπο προηγμένο εκπαιδευτικά κόσμο, μοιάζει να μην είναι δυνατό να αναπτυχθεί στην πατρίδα μας. Με άλλα λόγια και συνοπτικά: οι πάγιες αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος μετατρέπονται στο χώρο της Εκπαίδευσης σε αδυναμία σχεδιασμού του μέλλοντός της, επειδή ακριβώς επιδρούν αρνητικά και στην ανάπτυξη εκπαιδευτικών πολιτικών στήριξης των διαδικασιών κατάκτησης της Γνώσης. Βιβλιογραφία Apple M.W., (2002), Εκσυγχρονισμός και συντηρητισμός στην εκπαίδευση, Μεταίχμιο Argyris, C. & Schön D. Α., (1974), Theory in practice: Increasing Professional Effectiveness, Jossey-Bass, N. York Bourdieu P., (2004), Για την εκπαίδευση του μέλλοντος: Οι προτάσεις του Πιερ Μπουρντιέ, Νήσος Carr W., & Kemmis St. (1997), Για μια κριτική εκπαιδευτική θεωρία Εκπαίδευση, γνώση και έρευνα δράσης, Θεσσαλονίκη, Κώδικας Day Ch., (2003), Η Εξέλιξη των Εκπαιδευτικών. Οι προκλήσεις της Δια Βίου Μάθησης, Τυπωθήτω- Γ. Δαρδανός Βεργίδης Δ., (1995), «Από της Σχολές Επιμόρφωσης στα ΠΕΚ: Κριτική Επισκόπηση της Επιμόρφωσης των Εκπαιδευτικών», στο Ελληνική Εκπαίδευση Προοπτικές Επιμόρφωσης και Εκσυγχρονισμού, Σείριος, 477-487 Βούλγαρης Γ., (2006), «Η παθητική προσαρμογή», Τα Νέα (Σαββατοκύριακο), 23-24, Σεπτεμβρίου, 13

Γεωργιάδης Ν., (2005), «Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και στην Ελλάδα (1957-1997) και η θεωρία του ανθρωπίνου κεφαλαίου», Σύγχρονη Εκπαίδευση, τ.141, 19-37 Γρόλλιος Γ., (2005), Ιδεολογία, Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Πολιτική. Λόγος και Πράξη των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων για την Εκπαίδευση, Gutenberg Κονιδάρη Β, (2006), «Διαχείριση ποιότητας σχολικών μονάδων μέσω της μετατροπής του σχολείου σε οργανισμό μάθησης», στο Μπαγάκης Γ., (επιμ.), Εκπαιδευτικές αλλαγές, η παρέμβαση του εκπαιδευτικού και του σχολείου, Μεταίχμιο Κοτσιφάκης Παυλινέρη (2006), «Εκπαιδευτικές αλλαγές και η συμβολή του εκπαιδευτικού- Συλλογικές δράσεις, στο Μπαγάκης ό.π. Μαυρογιώργος Γ., (2002), «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού: Η εναρμόνιση του πανοπτισμού», στο Κάτσικας Χ, & Καββαδίας Γ. (επιμ.), Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση, Σαββάλας Ματσαγγούρας Η., (1995), «Στοχαστικοκριτικός δάσκαλος: αίτημα του καιρού μας», στο Καζαμίας Α. Κασσωτάκης Μ. (επιμέλεια) Ελληνική Εκπαίδευση: Προοπτικές Ανασυγκρότησης και Εκσυγχρονισμού, Σείριος, 456-476 Myers Κ., (2006), «Δουλεύοντας στο Ευφυές Σχολείο», στο Μπαγάκης ό.π. Νούτσος Μ., (1987), «Οι εκπαιδευτικοί ως διανοούμενοι. Μια γκραμσιανή προσέγγιση της κοινωνικής λειτουργίας των εκπαιδευτικών», Ο Πολίτης τ. 79, 67-71. Σαλτερής Ν., (1998), Εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες και εκπαιδευτικοί ιδεολογία. Ελλάδα 1974-1989, διατριβή για διδακτορία, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο http://dipe-peiraia.att.sch.gr/grss4peir Σαλτερής Ν., (2001), «Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: το γραφειοκρατικό νεφέλωμα», Κυριακάτικη Αυγή 26 Αυγούστου Σαλτερής Ν., (2004), «Η πορεία εκσυγχρονισμού στην εκπαίδευση: από την μεταρρύθμιση στον εκπαιδευτικό νεωτερισμό», Νέα Παιδεία, 15-27 Σαλτερής Ν., (2006), Διαρκής Εκπαίδευσης των Εκπαιδευτικών. Αναζητώντας τον αναστοχαστικό επαγγελματία, Ταξιδευτής Τουλούπης Φ., (1985), Για τη Δημοκρατία στη Δημοτική Εκπαίδευση, Αθήνα Παραπομπές 1 Τότε ο νεοφιλελεύθερος λόγος (discours) περί εκπαίδευσης αφομοιώνει προτάγματα του λόγου των προοδευτικών εκπαιδευτικών κινημάτων των αρχών του 20 ου αιώνα και τα εντάσσει στην ιδεολογική κατηγορία που κατασκευάζει και αφορά την έννοια του «ευέλικτου εργαζόμενου», δηλαδή του προσώπου που συμβάλλει στην «πρόοδο» των επιχειρήσεων και κατ επέκταση του προσώπουεκπαιδευτικού που συμμετέχει στην «ποιοτική» αναβάθμιση του σχολείου όπου εργάζεται. 2 Αντίθετα στα θεωρητικά κείμενα η διαφοροποίηση αυτή εύκολα πραγματοποιείται, κυρίως διαμέσου της ιδιολέκτου του κειμένου και των βιβλιογραφικών του παραπομπών, οι οποίες, πέρα από την καθαυτή επιστημονική τους χρησιμότητα, λειτουργούν καθοριστικά κυρίως στο συμβολικό-ιδεολογικό επίπεδο. Εξάλλου είναι γνωστό ότι ο συντηρητικός λόγος περί εκπαίδευσης είναι περισσότερο τεχνοκρατικός και ο προοδευτικός πιο ουμανιστικός και αναλυτικός (Βεργίδης, 1995).

3 Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη του Γ. Βούλγαρη σύμφωνα με την οποία η αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να οργανώσει δυναμικές συλλογικότητες, όπως «πυκνά δίκτυα κοινωνικής αλληλεξάρτησης, διάχυτες εστίες επιστημοσύνης και μοντέρνας τεχνογνωσίας», τροφοδοτεί «αναπαραγόμενες μορφές οικογενειοκεντρικού αμοραλισμού», δηλαδή συμπεριφορές και ηθικές που περιορίζονται στο «συμφέρον» και το «καλό» του στενού συγγενικού ορίζοντα και διευκολύνουν κάθε είδους μικροδιαφθορά (Βούλγαρης, 2006). Θεωρούμε ότι η σχετική παρατήρηση ενισχύει αυτές περί του πατρωνιακού χαρακτήρα του κράτους, αν ως «συγγενικός» ορίζοντας προσδιοριστεί οποιαδήποτε μερική και «ημιπαράνομη» μικροσυλλογικότητα.