ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Γ: ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Η Σύμβαση της Χάγης της 13 ης Ιανουαρίου 2000 σχετικά με τη διεθνή προστασία των ενηλίκων ΥΠΟΜΝΗΜΑ PE 462.496
Το παρόν έγγραφο εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ Philippe Lortie Hague Conference on Private International Law 6, Scheveningseweg 2517 KT The Hague The Netherlands ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ Vesna NAGLIC Θεματικό Τμήμα Γ: Δικαιώματα των πολιτών και συνταγματικές υποθέσεις Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο B-1047 Βρυξέλλες E-mail: vesna.naglic@europarl.europa.eu ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Πρωτότυπο: EN Μετάφραση BG/CS/DA/DE//ES/ET/FR/IT/LV/LT/HU/MT/NL/PL/PT/RO/SK/SL/FI/SV ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ Για να επικοινωνήσετε με το Θεματικό Τμήμα ή να εγγραφείτε συνδρομητής στο μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο του, στείλτε μήνυμα στο: poldep-citizens@europarl.europa.eu Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το χειρόγραφο ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2012. Ευρωπαϊκή Ένωση, 2012 Το παρόν έγγραφο είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/studies ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν έγγραφο αποτελούν αποκλειστική ευθύνη του συντάκτη και δεν εκφράζουν κατ ανάγκην την επίσημη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η αναπαραγωγή και η μετάφραση για μη εμπορικούς σκοπούς επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται μνεία της πηγής και ο εκδότης έχει ενημερωθεί και του έχει αποσταλεί αντίγραφο. 2
Η Σύμβαση της Χάγης της 13 ης Ιανουαρίου 2000 σχετικά με τη διεθνή προστασία των ενηλίκων ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Σκοπός: Πρόσκληση για συμμετοχή στη σύμβαση της Χάγης του 2000 σχετικά με την προστασία των ενηλίκων Τα ευρωπαϊκά κράτη που δεν το έχουν ακόμη πράξει, καλούνται να συμμετάσχουν στη Σύμβαση της 13 ης Ιανουαρίου 2000 της Χάγης σχετικά με τη διεθνή προστασία των ενηλίκων. Τα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν ήδη προσυπογράψει και/ή κυρώσει ή προσχωρήσει στη σύμβαση του 2000 σχετικά με την προστασία των ενηλίκων είναι τα εξής: Κύπρος, Τσεχία, Εσθονία, Φινλανδία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Ελβετία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Η Σύμβαση, για την οποία διεξάχθηκαν διαπραγματεύσεις στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, θέτει ως στόχο να καλύψει τις ανάγκες των μετακινούμενων πληθυσμών του 21 ου αιώνα και να ανταποκριθεί στις δημογραφικές μεταβολές που διαπιστώθηκαν στην Ευρώπη και σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Πλαίσιο Εισαγωγή στη Σύμβαση Η γήρανση του πληθυσμού του πλανήτη, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη διεθνή κινητικότητα, δημιούργησε την ανάγκη για βελτιωμένη διεθνή προστασία των ευπαθών ενηλίκων, βάσει νομοθετικών ρυθμίσεων και διεθνούς συνεργασίας. Το αυξημένο προσδόκιμο ζωής σε πολλές χώρες συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση των περιπτώσεων νόσων λόγω μεγάλης ηλικίας. Καθώς οι διεθνείς μετακινήσεις πραγματοποιούνται ευκολότερα, πολλοί άνθρωποι αποφασίζουν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους μετά τη συνταξιοδότηση στο εξωτερικό. Παρουσιάζονται ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα, για παράδειγμα όσον αφορά τη διαχείριση και την πώληση αγαθών που ανήκουν σε άτομα τα οποία υποφέρουν από εξασθένιση των προσωπικών τους ικανοτήτων. Στην περίπτωση που οι ίδιοι οι ενήλικοι φροντίζουν εκ των προτέρων για την προστασία τους για την περίοδο που δεν θα είναι σε θέση να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους, ορίζοντας για παράδειγμα έναν εκπρόσωπο, είναι σημαντικό οι ρυθμίσεις αυτές να λαμβάνονται υπόψη και στο εξωτερικό. Προκύπτουν ζητήματα όπως το ποιος νόμος εφαρμόζεται, ποιος έχει το δικαίωμα να εκπροσωπήσει τον ενήλικο και με ποιες αρμοδιότητες. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι σημαντικό να υπάρχουν σαφείς κανόνες όσον αφορά τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό την προστασία του ατόμου ή της περιουσίας του ενηλίκου. Η Σύμβαση της Χάγης της 13ης Ιανουαρίου 2000 σχετικά με τη διεθνή προστασία των ενηλίκων ρυθμίζει πολλά από αυτά τα ζητήματα προβλέποντας κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, εφαρμοστέου δικαίου και διεθνούς αναγνώρισης, καθώς και την επιβολή των προστατευτικών μέτρων. Η Σύμβαση θεσπίζει επίσης έναν μηχανισμό για τη συνεργασία μεταξύ των αρχών των συμβαλλόμενων κρατών. Η Σύμβαση προωθεί ορισμένους σημαντικούς στόχους της Σύμβασης της 13 ης Δεκεμβρίου 2006 για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες (Νέα Υόρκη) των Ηνωμένων Εθνών που τέθηκε σε ισχύ στις 3 Μαΐου 3
Θεματικό Τμήμα Γ: Δικαιώματα των πολιτών και συνταγματικές υποθέσεις 2008, ιδιαίτερα τους στόχους του άρθρου 12 για την ίση αναγνώριση ενώπιον του νόμου και του άρθρου 32 για τη διεθνή συνεργασία. Η Σύμβαση του 2000 σχετικά με την προστασία των ενηλίκων Δομικά, η Σύμβαση είναι παρόμοια με τη Σύμβαση της 19 ης Οκτωβρίου 1996 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, εκτέλεση και συνεργασία όσον αφορά τη γονική μέριμνα και μέτρα για την προστασία των παιδιών 1 αλλά έχει προσαρμοστεί ώστε να καλύπτει συγκεκριμένες ανάγκες ευπαθών ενηλίκων. Η Σύμβαση εφαρμόζεται για «την προστασία σε διεθνείς καταστάσεις ενηλίκων οι οποίοι, λόγω μιας αναπηρίας ή ανεπάρκειας των προσωπικών τους ικανοτήτων, δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους» 2. Ως ενήλικος ορίζεται κάθε άνθρωπος άνω των 18 ετών. Ωστόσο, η Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης στα μέτρα προστασίας που ισχύουν όσον αφορά ενήλικες που ήταν κάτω των 18 ετών όταν λήφθηκαν τα μέτρα αυτά 3. Το άρθρο 3 παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με τα είδη των μέτρων προστασίας που προβλέπει η Σύμβαση, αλλά δεν σκοπεύει να είναι εξαντλητικό. Για παράδειγμα, τα μέτρα περιλαμβάνουν τον καθορισμό της αναπηρίας, τη θέσπιση ενός προστατευτικού καθεστώτος για τους ενήλικες, τον διορισμό και τα καθήκοντα του εκπροσώπου ενός ενήλικα που έχει αναλάβει την περιουσία του ενηλίκου. Η Σύμβαση προβλέπει ενιαίους κανόνες που καθορίζουν ποιες κρατικές αρχές είναι αρμόδιες να λαμβάνουν τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα. Η Σύμβαση αναγνωρίζει δικαιοδοσία πρωτίστως στις αρχές του κράτους συνήθους διαμονής του ενηλίκου 4 αλλά αναγνωρίζεται και η συντρέχουσα, αν και επικουρική δικαιοδοσία των αρχών του κράτους του οποίο ο ενήλικος είναι υπήκοος 5. Δεκτή είναι επίσης η δικαιοδοσία των αρχών του κράτους όπου βρίσκεται περιουσία του ενηλίκου για τη λήψη προστατευτικών μέτρων όσον αφορά την περιουσία 6, καθώς και η δικαιοδοσία του κράτους στου οποίου την επικράτεια βρίσκεται ο ενήλικος 7 ή η περιουσία του ενηλίκου 8 για λήψη έκτακτων 9 ή προσωρινών μέτρων με περιορισμένο τοπικό πεδίο εφαρμογής για την προστασία του ενηλίκου 10. Προβλέπεται και περαιτέρω ευελιξία, καθώς οι αρχές με πρωτογενή δικαιοδοσία δύνανται να ζητήσουν από τις αρχές σε ορισμένα άλλα κράτη να λάβουν προστατευτικά μέτρα για το συμφέρον του ενηλίκου 11. Γενικά, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους βάσει της Σύμβασης, τα συμβαλλόμενα κράτη θα πρέπει να εφαρμόζουν τη δική τους νομοθεσία 12. Εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα περί εφαρμοστέου δικαίου είναι δυνατές σε περίπτωση εξουσιοδοτημένης εκπροσώπησης. Εάν ένας ενήλικος έχει οργανώσει εκ των προτέρων την φροντίδα του και/ή την εκπροσώπησή του σε περίπτωση αναπηρίας, πρέπει να διασαφηνιστεί το ζήτημα της ισχύος των ρυθμίσεων αυτών στο νέο κράτος διαμονής. Σύμφωνα με τη Σύμβαση, ο ενήλικος 1 Από την 1 η Ιανουαρίου 2013 η Σύμβαση του 1996 θα ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην του Βελγίου και της Ιταλίας. 2 Άρθρο 1. 3 Άρθρο 2. 4 Άρθρο 5. 5 Βλ. άρθρο 7 και αιτιολογική έκθεση του P. Lagarde. 6 Άρθρο 9 και αιτιολογική έκθεση. 7 Άρθρα 10 και 11 και αιτιολογική έκθεση. 8 Άρθρο 10 και αιτιολογική έκθεση. 9 Αυτόθι. 10 Άρθρο 11 και αιτιολογική έκθεση. 11 Άρθρο 8. 12 Άρθρο 13. 4
Η Σύμβαση της Χάγης της 13 ης Ιανουαρίου 2000 σχετικά με τη διεθνή προστασία των ενηλίκων μπορεί να ορίσει ποια νομοθεσία θα εφαρμοστεί στην ύπαρξη, έκταση, μεταβολή και απώλεια των εξουσιών που ασκεί ένα άτομο που εκπροσωπεί τον ενήλικο 13. Ο ενήλικος δύναται να ορίσει μία από τις εξής νομοθεσίες: α) του κράτους του οποίου ο ενήλικος είναι υπήκοος β) του κράτους της πρώην συνήθους διαμονής ή, γ) του κράτους στο οποίο βρίσκεται η περιουσία του ενηλίκου 14. Κατ αυτόν τον τρόπο, η Σύμβαση επιτρέπει την αναγνώριση του πληρεξούσιου ή παρόμοιων θεσμών εκ μέρους των συμβαλλόμενων κρατών που δεν διαθέτουν ανάλογο θεσμό. Επομένως διασφαλίζεται στον ενήλικο ότι οι ρυθμίσεις που έχουν πραγματοποιηθεί εκ των προτέρων όσον αφορά τη διαχείριση της περιουσίας του θα εφαρμοστούν σε άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Σύμφωνα με τη Σύμβαση, όλα τα συμβαλλόμενα κράτη θα αναγνωρίζουν, διά της λειτουργίας του νόμου, τα προστατευτικά μέτρα που θα έχουν ληφθεί σε ένα συμβαλλόμενο κράτος σχετικά με το άτομο ή την ιδιοκτησία ενός ενηλίκου. Υπάρχουν περιορισμένοι μόνο λόγοι για τους οποίους η αναγνώριση αυτή μπορεί να μην γίνει δεκτή 15. Η Σύμβαση προβλέπει επίσης την επιβολή των μέτρων αυτών. Όπως και ορισμένες άλλες πρόσφατες Συμβάσεις της Χάγης, η Σύμβαση του 2000 σχετικά με τη προστασία των ενηλίκων περιλαμβάνει διατάξεις για τη συνεργασία μεταξύ κρατών οι οποίες αποσκοπούν στην ενίσχυση της προστασίας των ενηλίκων με αναπηρίες. Το σύστημα συνεργασίας, το οποίο είναι ευέλικτο και επιτρέπει τη χρήση των υπαρχόντων διαύλων, περιέχει μεταξύ άλλων την ανταλλαγή πληροφοριών, τη διευκόλυνση συμφωνηθεισών λύσεων για αμφιλεγόμενες περιπτώσεις και τον εντοπισμό αγνοούμενων ενηλίκων. Τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να ορίσουν μία κεντρική αρχή, αρμόδια για την εκτέλεση των καθηκόντων που επιβάλλει η Σύμβαση 16, και που πρωτίστως να διευκολύνουν την αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ συμβαλλόμενων κρατών και την αμοιβαία παροχή βοήθειας. 13 Άρθρο 15. 14 Αυτόθι. 15 Άρθρο 22. 16 Άρθρο 28. 5