Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Για την απομυθοποίηση του Sraffa είκοσι θέσεις Γιώργος Σταμάτης

Σχετικά έγγραφα
Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οικιακή εργασία και πραγματικό ωρομίσθιο των εργαζομένων Γιώργος Σταμάτης

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ (επιμέλεια): Δοκίμια οικονομικής θεωρίας και οικονομικής πολιτικής εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1986, σ. 323

Θεόδωρος Μαριόλης Τ.Δ.Δ., Πάντειο Πανεπιστήμιο Ι.Κ.Ε. Δημήτρης Μπάτσης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Τεχνολογική εξέλιξη και τάση του ποσοστού κέρδους στον Μαρξ Γιώργος Σταμάτης

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Μερικά χαρακτηριστικά της νεοκλασικής θεωρίας Γιώργος Σταμάτης

Ποσοτική Εκτίμηση του Μέγιστου Εφικτού Λόγου Μη Εργαζομένων προς Εργαζόμενους στην Ελληνική Οικονομία

(γ) Τις μορφές στρατηγικής αλληλεπίδρασης που αναπτύσσονται

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας

Σχετικά με την Εξίσωση Τυποποίησης

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Κεφάλαιο Ένα Ο ισολογισμός και η θεμελιώδης αρχή

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ Α. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

3.1 Ανεξάρτητες αποφάσεις - Κατανομή χρόνου μεταξύ εργασίας και σχόλης

4.1 Ζήτηση εργασίας στο βραχυχρόνιο διάστημα - Ανταγωνιστικές αγορές

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 3: Κλασικό Στατικό Υπόδειγμα: Θεωρητικό Πλαίσιο. Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων

Κεφάλαιο 3. Παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικό πλεονέκτημα: Το Ρικαρδιανό υπόδειγμα

Τιμές Παραγωγής και Εργασιακές Αξίες στο Απλό Διτομεακό Υπόδειγμα

1 Μερική παραγώγιση και μερική παράγωγος

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

20 Ισορροπία στον εξωτερικό τομέα

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών


ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Υπεύθυνος μαθήματος Καθηγητής Μιχαήλ Ζουμπουλάκης

Αγορές: Αγορά είναι οτιδήποτε φέρνει σε επικοινωνία αγοραστές και πωλητές. Η αγορά έχει δύο πλευρές: αγοραστές (Ζήτηση) και πωλητές (Προσφορά).

17 Η συνολική προσφορά

Μακροοικονομική. Διάλεξη 4 Η Καμπύλη IS

Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ. και το Κόστος

Απλή Γραμμική Παλινδρόμηση II

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Μη αναπαραγωγικές δαπάνες, κρατικές δαπάνες, κοινωνική αναπαραγωγή και κερδοφορία του κεφαλαίου Γιώργος Σταμάτης

Από το Γυμνάσιο στο Λύκειο Δειγματικός χώρος Ενδεχόμενα Εύρεση δειγματικού χώρου... 46

Άσκηση 3: Έστω η συνάρτηση χρησιμότητας για δύο αγαθά Χ και Υ έχει τη μορφή Cobb- Douglas U (X,Y) = X o,5 Y 0,5

Dani Rodrik, Economics Rules why economics works, when it fails, and how to tell the difference, Oxford University Press, U.K.

Από το Γυμνάσιο στο Λύκειο Δειγματικός χώρος Ενδεχόμενα Εύρεση δειγματικού χώρου... 46

Ο Ι ΚΟ Ν Ο Μ Ι Κ Α / Σ ΤΑΤ Ι Σ Τ Ι Κ Η

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

α έχει μοναδική λύση την x α

Μ Α Θ Η Μ Α Τ Α Γ Λ Υ Κ Ε Ι Ο Υ

ΖΗΤΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης Msc. In Applied Economics. Lecture 1: Trading in a Ricardian Model

β. i) Τα κέρματα, ii) Τα χαρτονομίσματα, iii) Οι τραπεζικές επιταγές, iv) Οι πιστωτικές κάρτες

5 Ο προσδιορισμός του εισοδήματος: Εξαγωγές και εισαγωγές

Το Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου με Συναρτήσεις Παραγωγής και Χρησιμότητας Cobb Douglas. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ 1. Σε ένα κανονικό αγαθό, όταν αυξάνεται το εισόδηµα των καταναλωτών, τότε αυξάνεται και η συνολική δαπάνη των καταναλωτών 2.

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

1. ΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

1 η ΟΜΑΔΑ ΘΕΜΑ Α. Α1. α) Σωστό β) Λάθος γ) Λάθος δ) Σωστό ε) Λάθος. Α2. 1 ε 2 γ 3 α 4 β Α2. ΘΕΜΑ Β

Το Υπόδειγμα του Ricardo. Παραγωγικότητα της Εργασίας και Συγκριτικό Πλεονέκτημα

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

Αρχές Οικονομικής Θεωρίας προσανατολισμού

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

Case 10: Ανάλυση Νεκρού Σημείου (Break Even Analysis) με περιορισμούς ΣΕΝΑΡΙΟ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Θεσμικοί Στόχοι. Λειτουργικοί Στόχοι 16/3/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΟΧΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Πρέπει να Μάθουμε θα Μάθουμε: Ο Piero Sraffa είναι Εδώ! *

Σχεδιάγραμμα 1: Αξία ή Μικτή Ωφέλεια Ενός Προϊόντος και το Πλεόνασμα του Καταναλωτή. Μέτρα ευημερίας του καταναλωτή. Κ α μ π ύ λ η Ζ ή τ η σ η ς P 1

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

[ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΑΡΙΝΟΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ] ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΤΕΣΤ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΟΜΑΔΑ Α

Μικροοικονομία. Ενότητα 4: Θεωρία Χρησιμότητας και Καταναλωτική Συμπεριφορά. Δριτσάκη Χάιδω Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

(1β) Μη Χωροθετικά Υποδείγματα Διαφοροποιημένου Προϊόντος με Ενδογενές Πλήθος Επιχειρήσεων

Ποσοτικές Μέθοδοι στη Διοίκηση Επιχειρήσεων ΙΙ Σύνολο- Περιεχόμενο Μαθήματος

Προσφορά Εργασίας Προτιμήσεις και Συνάρτηση Χρησιμότητας ( Χ,Α συνάρτηση χρησιμότητας U(X,A)

ΛΟΓΙΚΟ-ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ & ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σταδιακή Προσαρμογή του Επιπέδου Τιμών. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Μικροοικονομική. Ελαστικότητες

Δεύτερο πακέτο ασκήσεων

ΕΡΓΑΣΙΕΣ 4 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ. 1 η Ομάδα: Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

ΑΟΘ : ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Ασκήσεις 1. Με τα δεδομένα του παρακάτω πίνακα: Τιμή (Ρ) Ποσότητα (Q D )

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΖΗΤΗΣΗ-ΠΡΟΣΦΟΡΑ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Για την τοπική μελέτη μιας συνάρτησης f ενδιαφέρον έχει η συμπεριφορά της συνάρτησης γύρω απο κάποια θέση x 0

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Α.Ο.Θ. ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Θέματα και Απαντήσεις

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΓΙΑ ΔΥΝΑΤΟΥΣ ΛΥΤΕΣ

Εξετάσεις Η επιβολή από το κράτος κατώτατης τιμής στα αγροτικά προϊόντα έχει ως σκοπό την προστασία του εισοδήματος των αγροτών.

R={α/ αρητός ή άρρητος αριθμός }

ΕΡΓΑΣΙΕΣ 4 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ. 1 η Ομάδα: Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

Η έννοια του συνόλου. Εισαγωγικό κεφάλαιο 27

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

Αποταμιεύσεις και Επενδύσεις

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ: ΘΕΩΡΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

4. Τιμές και συναλλαγματική ισοτιμία μακροχρόνια

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΠΕΜΠΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

ΣΥΝΘΕΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΜAΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Α ΜΕΡΟΣ ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ και ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Εισαγωγή. Ανάλυση Νεκρού Σημείου Σημειώσεις. Σημασία Νεκρού Σημείου

Transcript:

του Γιώργου Σταμάτη Αυτό που πράγματι είναι φήμη, πρέπει να έχει φτάσει ήδη στους μη νοούντες, μετά μόνο είναι σίγουρο. Αν είναι να σας πω τι σκέπτομαι, ένα σας λέω: Για ένα φημισμένο άνδρα δεν πρέπει να γνωρίζει κανείς τι κάνει, εκτός του ότι αφίκνειται και αναχωρεί. Κυβερνητικός Σύμβουλος Meseritscher από το Wallachisch Meseritsch του Kakanien Θέση 1η: Κανένα από τα καινά, τα οποία ευαγγελίζεται ο Sraffa στο βιβλίο του «Production of Commodities by Means of Commodities», δεν ήταν το 1960, όταν δημοσιεύτηκε, άγνωστο. Ο προσδιορισμός των τιμών παραγωγής σ' ένα σύστημα παραγωγής με δεδομένα την τεχνική, τη σύνθεση του τελικού προϊόντος και το ονομαστικό ή το πραγματικό ωρομίσθιο ήταν γνωστός ήδη στον Ricardo και στον Marx. O Marx διατύπωσε το πρόβλημα ορθά και είχε επίγνωση του λάθους της λύσης, την οποία έδωσε ο ίδιος, καθώς επίσης και γνώση του τρόπου απάλειψης αυτού του λάθους. Η μαθηματικά ορθή λύση του προβλήματος δόθηκε πρώτα από τον Dmitriev. Από τις δυο (ορθές) λύσεις του ίδιου προβλήματος, τις οποίες έδωσε λίγα χρόνια αργότερα ο von Bortkiewicz, η πρώτη βασίζεται στη λύση του Dmitriev ενώ η δεύτερη είναι η ορθή λύση του προβλήματος, όπως την είχε ήδη περιγράψει ο Marx. Δε γνωρίζουμε, αν ο Sraffa κατήλθε ποτέ στον υπόκοσμο των γραπτών (του Silvio Gesell, του Major Douglas και) του Karl Marx, γνωρίζουμε όμως ότι οι εργασίες των Dmitriev και von Bortkiewicz δεν του ήσαν άγνωστες. Η διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών εμπορευμάτων ήταν και μάλιστα στη σημαντικότερη μορφή της, ως διάκριση μεταξύ αναπαραγωγικών (ή αναγκαίων) και μη αναπαραγωγικών (ή πολυτελών) εμπορευμάτων ήδη γνωστή στον Ricardo, στον Marx, στον Dmitriev και στον von Bortkiewicz 1. Η μαθηματική διατύπωση της σχέσης μεταξύ ωρομισθίου και ποσοστού κέρδους αναπτύχθηκε πρώτα από τον Dmitriev. Το πώς μεταβάλλονται οι τιμές παραγωγής, όταν, με δεδομένη την τεχνική παραγωγής, μεταβάλλεται το ποσοστό κέρδους ή το ωρομίσθιο, ήταν ήδη γνωστό στον Ricardo και στον Marx. Αυτοί πρώτοι ο Marx πολύ λεπτομερειακά περιέγραψαν με σαφήνεια, καίτοι όχι χωρίς ατέλειες, τις σήμερα κακώς ονομαζόμενες Wicksellαντιδράσεις των τιμών παραγωγής. (Στις απόψεις του Sraffa για τις μεταβολές των τιμών συνεπεία μεταβολών του ποσοστού κέρδους ή του ονομαστικού ωρομισθίου θα αναφερθούμε παρακάτω). Η λεγόμενη «επαναχρησιμοποίηση τεχνικών» (reswitching of techniques) ανεκαλύφθη πρώτα από τη Ruth Cohen, μια μαθήτρια της Joan Robinson, στις αρχές του '50 Το κατά τη διάρκεια μιας περιόδου χρησιμοποιηθέν αλλά μη φθαρέν πάγιο κεφάλαιο κάθε διαδικασίας παραγωγής ενός δεδομένου συστήματος παραγωγής πραγματεύθηκε πρώτος ο von Neumann το 1937 ως μέρος του τελικού προϊόντος της αντίστοιχης διαδικασίας παραγωγής, με συνέπεια κατ' αυτήν την πραγμάτευση του παγίου κεφαλαίου να εμφανίζονται το τελικό προϊόν κάθε διαδικασίας παραγωγής πάντα ως σύνθετο εμπόρευμα κι επομένως και η παραγωγή κάθε διαδικασίας παραγωγής και έτσι και η παραγωγή κάθε συστήματος παραγωγής πάντα ως παραγωγή συνθέτων εμπορευμάτων. Σελίδα 1 / 19

Τα ονομαζόμενα «υποσυστήματα» του Sraffa ήσαν ήδη γνωστά στον Marx, για τον οποίον ήταν σχεδόν τετριμμένο, ότι η αξία του καθαρού προϊόντος ενός συστήματος είναι ίση με την ποσότητα της εργασιακής δύναμης, η οποία ξοδεύτηκε άμεσα για την παραγωγή του αντίστοιχου ακαθάριστου προϊόντος αυτού του συστήματος. Μορφές τέτοιων υποσυστημάτων είχε ήδη περιγράψει το 1928 ο Feldman (η εργασία του οποίου, πιθανότατα, δεν ήταν άγνωστη στον Sraffa). Οι ιδιότητες των γραμμικών συστημάτων παραγωγής ήσαν ήδη γνωστές από τις εργασίες του Leontief και απ' ορισμένες άλλες εργασίες (Solow, Debreu Herstein) που δημοσιεύθηκαν πριν από το βιβλίο του Sraffa. Το πρότυπο εμπόρευμα (Standard commodity) 2 είναι, όπως κάθε άλλο καλάθι εμπορευμάτων (=γραμμικός συνδυασμός απλών εμπορευμάτων), ένα κοινό numeraire (=τυπικό εμπόρευμα). Η διαφορά μεταξύ του σραφφαϊκού προτύπου εμπορεύματος και ενός οποιουδήποτε άλλου τυπικού εμπορεύματος πλην του τυπικού εμπορεύματος του Miyao συνίσταται στο εξής: Εάν οι τιμές ενός συστήματος παραγωγής που χρησιμοποιεί την ίδια τεχνική με το πρότυπο σύστημα, δηλ. με το σύστημα που παράγει ως καθαρό προϊόν του το πρότυπο εμπόρευμα, ένα τέτοιο σύστημα είναι το σύστημα που ο Sraffa ονομάζει πραγματικό σύστημα (actual system) μετρηθούν με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα, τότε στο σύστημα αυτό, αλλά και στο πρότυπο σύστημα η σχέση μεταξύ ονομαστικού ωρομισθίου και ποσοστού κέρδους είναι γραμμική. Ο Miyao όμως έδειξε, ότι υπάρχουν κι άλλοι γραμμικοί συνδυασμοί εμπορευμάτων, οι οποίοι, χρησιμοποιούμενοι ως μέτρο των τιμών (του πραγματικού και του προτύπου συστήματος), δηλ. ως τυπικό εμπόρευμα (στο πραγματικό και στο πρότυπο σύστημα), συνεπάγονται (και στα δυο συστήματα) γραμμικότητα της σχέσης μεταξύ του ονομαστικού ωρομισθίου και του ποσοστού κέρδους. Κατά τα λοιπά δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος, οι τιμές να μετρηθούν κατά τρόπον ώστε η σχέση μεταξύ του ονομαστικού ωρομισθίου και του ποσοστού κέρδους να είναι γραμμική. Τέλος, το εννοούμενο ως ένα είδος του ρικαρδιανού «απόλυτου μέτρου των τιμών» πρότυπο εμπόρευμα, είναι μια έννοια χωρίς απολύτως κανένα περιεχόμενο. Θέση 2η: Ο Sraffa δεν κατανοεί γιατί στο σύστημα του τα εμπορεύματα, τα οποία καταναλώνουν οι εργάτες (=μισθιακά εμπορεύματα), δεν είναι, όπως θα ανέμενε κανείς (λόγω του ότι εισερχόμενα άμεσα στην (ανα)παραγωγή της εργασιακής δύναμης, η οποία εισέρχεται στην παραγωγή όλων των εμπορευμάτων, εισέρχονται τουλάχιστον έμμεσα στην παραγωγή όλων των εμπορευμάτων), πάντα βασικά, αλλά ή βασικά ή μη βασικά εμπορεύματα. Η εξήγηση είναι, ότι ο Sraffa στο σύστημα του δεν πραγματεύεται την εργασιακή δύναμη ως παραγόμενο εμπόρευμα. Γι αυτό κι από το σύστημα του λείπει η πληροφορία για τη σύνθεση του πραγματικού ωρομισθίου κι επομένως και η περιγραφή της διαδικασίας (ανα)παραγωγής της εργασιακής δύναμης. Έτσι, καίτοι τα μισθιακά εμπορεύματα, επειδή εισέρχονται στην (ανα)παραγωγή του κατ' εξοχήν αναπαραγωγικού εμπορεύματος, της εργασιακής δύναμης, είναι αναπαραγωγικά εμπορεύματα και συνεπώς εισέρχονται στην παραγωγή όλων των εμπορευμάτων, εμφανίζονται στο σύστημα του Sraffa (στο οποίο δεν περιγράφεται η (ανα)παραγωγή της εργασιακής δύναμης), σαν μη βασικά εμπορεύματα, δηλ. σαν εμπορεύματα, τα οποία δεν εισέρχονται στην παραγωγή όλων των εμπορευμάτων με εξαίρεση εκείνων μόνο, τα οποία εισέρχονται ως μέσα παραγωγής στην παραγωγή βασικών εμπορευμάτων. Θέση 3η: Σελίδα 2 / 19

Το πώς, μεταβαλομένου του ονομαστικού ωρομισθίου ή του ποσοστού κέρδους, μεταβάλλεται η τιμή παραγωγής ενός εμπορεύματος, δεν εξαρτάται, όπως ισχυρίζεται ο Sraffa από το ύψος του κλάσματος: 'άμεση εργασία προς ονομαστική αξία (σε τιμές) των μέσων παραγωγής' στο εν λόγω εμπόρευμα δια 'άμεση εργασία προς ονομαστική αξία (σε τιμές) των μέσων παραγωγής' στο πρότυπο εμπόρευμα και από τις μεταβολές αυτού του κλάσματος, οι οποίες προκύπτουν από τις μεταβολές του ονομαστικού ωρομισθίου ή του ποσοστού κέρδους. Αυτό ισχύει μόνον, όταν οι τιμές μετρούνται με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα, δηλ. όταν ως τυπικό εμπόρευμα λειτουργεί το πρότυπο εμπόρευμα (ή ένα από τα υπόλοιπα τυπικά εμπορεύματα του Miyao). Δεν είναι δυνατό να λεχθεί τίποτα για τις μεταβολές των τιμών παραγωγής συνεπεία μεταβολών του ονομαστικού ωρομισθίου ή του ποσοστού κέρδους, αν προηγουμένως δεν έχει καθοριστεί το μέτρο των τιμών, δηλ. ποιο εμπόρευμα λειτουργεί ως τυπικό εμπόρευμα. Για τις μεταβολές αυτές των τιμών παραγωγής ισχύουν γενικά τα εξής: Με αυξανόμενο ονομαστικό ωρομίσθιο ή μειούμενο ποσοστό κέρδους ή τιμή ενός ορισμένου εμπορεύματος μειούται (αυξάνει), εάν ο λόγος 'άμεση εργασία προς ονομαστική αξία (σε τιμές) των μέσων παραγωγής' στο εν λόγω εμπόρευμα είναι και παραμένει μικρότερος (μεγαλύτερος) από τον αντίστοιχο λόγο σ' εκείνο το εμπόρευμα, το οποίο στην εκάστοτε δεδομένη περίπτωση λειτουργεί ως μέτρο των τιμών, δηλ. ως τυπικό εμπόρευμα. Εάν ο λόγος 'άμεση εργασία προς ονομαστική αξία (σε τιμές) των μέσων παραγωγής' σ' ένα ορισμένο εμπόρευμα ήταν πριν από την αύξηση του ονομαστικού ωρομισθίου ή τη μείωση του ποσοστού κέρδους μικρότερος (μεγαλύτερος) από τον αντίστοιχο λόγο στο τυπικό εμπόρευμα κι έγινε με την αύξηση του ονομαστικού ωρομισθίου ή τη μείωση του ποσοστού κέρδους μεγαλύτερος (μικρότερος), τότε η τιμή αυτού του εμπορεύματος αυξάνει (μειούται) 3. Θέση 4η: Ο Sraffa συγχέει, όταν μετρά τις τιμές με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα, το πραγματικό ωρομίσθιο με το ονομαστικό ωρομίσθιο. Αυτό φαίνεται από την άποψη του, ότι, εάν η σχέση ονομαστικού ωρομισθίου και ποσοστού κέρδους στο πραγματικό και στο πρότυπο σύστημα είναι γραμμική που σημαίνει κατά τον Sraffa (αν δηλ. αγνοήσουμε, ότι, όπως έδειξε ο Miyao, η σχέση αυτή είναι γραμμική και στις περιπτώσεις που μετρήσουμε τις τιμές με μέτρο ένα από τα υπόλοιπα τυπικά εμπορεύματα του Miyao): εάν οι τιμές του πραγματικού και του προτύπου συστήματος μετρηθούν με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα, το πραγματικό ωρομίσθιο και του πραγματικού και του προτύπου συστήματος αποτελείται από πρότυπο εμπόρευμα. Αυτό όμως, επειδή ισχύει για κάθε ύψος του ονομαστικού ωρομισθίου, είναι, όσον αφορά το πραγματικό ωρομίσθιο του πραγματικού συστήματος, αδύνατον. Διότι μετά από ένα ορισμένο ύψος του ονομαστικού ωρομισθίου είναι αδύνατον ν' αποτελείται το πραγματικό ωρομίσθιο του πραγματικού συστήματος από πρότυπο εμπόρευμα. Για να ήταν δυνατόν, θα 'πρεπε προφανώς οι πραγματικοί μισθοί του πραγματικού συστήματος να περιέχουν ορισμένα εμπορεύματα σε ποσότητες μεγαλύτερες απ' αυτές, στις οποίες αυτά τα εμπορεύματα παράγονται στο πραγματικό σύστημα πράγμα προφανώς αδύνατον. Όσον αφορά το πρότυπο σύστημα, το πραγματικό ωρομίσθιο του προτύπου συστήματος μπορεί βεβαία ν' αποτελείται για κάθε ύψος του ονομαστικού ωρομισθίου (το οποίο είναι το ίδιο και για το πραγματικό και για το πρότυπο σύστημα) από πρότυπο εμπόρευμα. Δεν αποτελείται όμως αναγκαστικά από πρότυπο εμπόρευμα παρά μόνο στην περίπτωση που το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με τη μέγιστη τιμή του. Κι αυτό, διότι στην περίπτωση αυτή οι εργάτες λαμβάνουν ως πραγματικούς μισθούς ολόκληρο το (αποτελούμενο από πρότυπο εμπόρευμα) καθαρό προϊόν του προτύπου συστήματος, έτσι που οι πραγματικοί μισθοί και συνεπώς και το πραγματικό ωρομίσθιο αποτελούνται αναγκαστικά από πρότυπο εμπόρευμα. Ο Sraffa παραγνωρίζει εδώ το γεγονός, ότι στο σύστημα του η σύνθεση του πραγματικού ωρομισθίου είναι ανοιχτή, δηλ. όχι μονοσήμαντα προσδιορισμένη. Πώς εξηγείται, όμως, καίτοι η σύνθεση του πραγματικού ωρομισθίου είναι ανοιχτή και στο πραγματικό και στο πρότυπο σύστημα, ο Sraffa να ισχυρίζεται ότι, όταν οι τιμές μετρούνται με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα, το πραγματικό ωρομίσθιο Σελίδα 3 / 19

αποτελείται και στο πραγματικό και στο πρότυπο σύστημα από πρότυπο εμπόρευμα; Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι το εξής: Λόγω της μέτρησης των τιμών με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα, το ονομαστικό ωρομίσθιο του πραγματικού και του προτύπου συστήματος έχει τις διαστάσεις: «μονάδες προτύπου εμπορεύματος ανά μονάδα (=ώρα) εργασιακής δύναμης». Αυτό, λοιπόν, το όπως και οι τιμές καθώς και κάθε άλλο ονομαστικό μέγεθος με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα μετρημένο ονομαστικό ωρομίσθιο του πραγματικού και του προτύπου συστήματος εκλαμβάνει ο Sraffa, επειδή οι διαστάσεις αυτού του ονομαστικού ωρομισθίου είναι προφανώς οι ίδιες με τις διαστάσεις ενός από πρότυπο εμπόρευμα αποτελούμενου πραγματικού ωρομισθίου, ως το πραγματικό ωρομίσθιο του πραγματικού και του πρότυπου συστήματος, όταν ισχυρίζεται ότι αυτό το τελευταίο ωρομίσθιο αποτελείται στην περίπτωση, στην οποία οι τιμές μετρούνται με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα και συνεπώς η σχέση μεταξύ ονομαστικού ωρομισθίου και ποσοστού κέρδους είναι γραμμική, από πρότυπο εμπόρευμα. Στην ίδια πλάνη πέφτει ο Sraffa επίσης, όταν ισχυρίζεται ότι το ποσοστό κέρδους του προτύπου συστήματος εκφράζεται ως λόγος δυο πραγματικών (=υλικών) μεγεθών, του υλικού πλεονάσματος (=υπερπροϊόντος) και των μέσων παραγωγής Ο ισχυρισμός αυτός είναι προφανώς ορθός μόνον, εάν το πραγματικό ωρομίσθιο του προτύπου συστήματος αποτελείται από πρότυπο εμπόρευμα. Διότι τότε μόνον, επειδή τότε μόνον, το καθαρό προϊόν του προτύπου συστήματος αποτελείται από πρότυπο προϊόν, αποτελούνται και η διαφορά μεταξύ του καθαρού προϊόντος και των πραγματικών μισθών του προτύπου συστήματος, δηλ. το υλικό πλεόνασμα του προτύπου συστήματος, και τα μέσα παραγωγής του προτύπου συστήματος από πρότυπο προϊόν, με συνέπεια στο σύστημα αυτό ο λόγος του υλικού πλεονάσματος προς τα μέσα παραγωγής, ένας λόγος υλικών ομοιογενών μεγεθών, να είναι ίσος με το λόγο της ονομαστικής αξίας (σε τιμές) του υλικού πλεονάσματος προς την ονομαστική αξία (σε τιμές) των μέσων παραγωγής, δηλ. ίσος με το ποσοστό κέρδους. Αυτό όμως είναι, όπως δείξαμε ήδη, δυνατόν μεν όχι όμως και αναγκαίο (εκτός από την περίπτωση που το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με τη μέγιστη τιμή του και συνεπώς το πραγματικό ωρομίσθιο ίσο με τη μέση παραγωγικότητα της εργασίας κι έτσι κι οι πραγματικοί μισθοί ίσοι με το καθαρό προϊόν του προτύπου συστήματος. Στην περίπτωση αυτή όμως, επειδή προφανώς το υλικό πλεόνασμα, το κέρδος και το ποσοστό κέρδους είναι ίσα με το μηδέν, δεν τίθεται ζήτημα έκφρασης του ποσοστού κέρδους ως του λόγου δύο υλικών μεγεθών, διότι το ένα απ' αυτά τα δυο μεγέθη, το υλικό πλεόνασμα, είναι ίσο με το μηδέν. Ο Sraffa συγχέει κι εδώ λοιπόν το πραγματικό με το ονομαστικό ωρομίσθιο του προτύπου συστήματος, επειδή το τελευταίο αυτό ωρομίσθιο συνεπεία της μέτρησης των τιμών με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα έχει τις ίδιες διαστάσεις με ένα πραγματικό ωρομίσθιο αποτελούμενο από πρότυπο εμπόρευμα. Θέση 5η: Το ποσοστό κέρδους, το οποίο ο Sraffa θεωρεί γενικό (ενιαίο, ίσο για όλα τα εμπορεύματα και για όλους τους τομείς ή διαδικασίες παραγωγής), είναι στην πραγματικότητα όχι το γενικό ποσοστό κέρδους του συνολικού συστήματος παραγωγής, αλλά το γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος, δηλ. του συνόλου των τομέων που παράγουν βασικά εμπορεύματα. Αυτό ανάγεται φαινομενικά μόνο σε γενικό ποσοστό κέρδους όλων των τομέων του συστήματος, δηλ. σε γενικό ποσοστό κέρδους του συνολικού συστήματος παραγωγής, μέσω της εξίσωσης του απροσδιόριστου και συνεπώς αγνώστου γενικού ποσοστού κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος, δηλ. του απροσδιόριστου γενικού ποσοστού κέρδους του συνόλου των τομέων που παράγουν μη βασικά εμπορεύματα, με το προσδιορισμένο και συνεπώς γνωστό γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος 4. Πρόκειται για μια αυθαίρετη εξίσωση που εισάγεται μόνο για να μπορούν να προσδιοριστούν Σελίδα 4 / 19

οι διαφορετικά απροσδιόριστες τιμές των μη βασικών εμπορευμάτων 5. Αυτό, το γεγονός δηλ. ότι αυτό που ο Sraffa ονομάζει γενικό ποσοστό κέρδους του συνολικού συστήματος είναι στην πραγματικότητα το γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος, έχει ως συνέπεια ο ισχυρισμός του Sraffa, ότι μεταβολές στις συνθήκες παραγωγής του μη βασικού υποσυστήματος δεν επηρεάζουν ούτε το γενικό ποσοστό κέρδους του συνολικού συστήματος ούτε τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων αλλά μόνο τις τιμές των μη βασικών εμπορευμάτων, να είναι ή αβάσιμος ή ταυτολογικός. Θέση 6η: Όταν σε συστήματα παραγωγής απλών εμπορευμάτων οι τιμές μετρηθούν κατά Sraffa, δηλ. με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα, εμφανίζονται συχνά αρνητικές ή ίσες με το άπειρο τιμές μη βασικών εμπορευμάτων. Οι τιμές αυτές εμφανίζονται, όταν το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος είναι μεγαλύτερο από το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος ή ίσο με αυτό. Το μέγιστο ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος είναι το γενικό ποσοστό κέρδους αυτού του υποσυστήματος, που προκύπτει για θετικές και πεπερασμένες τιμές των βασικών εμπορευμάτων, όταν το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με το μηδέν. Το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος είναι το γενικό ποσοστό κέρδους αυτού του υποσυστήματος, που προκύπτει για θετικές και πεπερασμένες τιμές των μη βασικών εμπορευμάτων, όταν οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων και το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσα με το μηδέν. Το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους ενός υποσυστήματος είναι προφανώς ένας δείκτης της «παραγωγικότητας» των εμπορευμάτων, που παράγει αυτό το υποσύστημα, κατά τη χρήση τους ως μέσων παραγωγής στο ίδιο αυτό υποσύστημα. Συνεπώς το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος είναι ένας δείκτης της «παραγωγικότητας» των βασικών εμπορευμάτων κατά τη χρήση τους ως μέσων παραγωγής στην παραγωγή βασικών εμπορευμάτων και το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος ένας δείκτης της «παραγωγικότητας» των μη βασικών εμπορευμάτων κατά τη χρήση τους ως μέσων παραγωγής στην παραγωγή μη βασικών εμπορευμάτων. Υπό την προϋπόθεση, ότι οι τιμές μετρούνται κατά Sraffa, και δεδομένων των αξιωμάτων ύπαρξης ενός ενιαίου ονομαστικού ωρομισθίου και μιας και μόνης ενιαίας για κάθε εμπόρευμα τιμής, οι αρνητικές ή ίσες με το άπειρον τιμές που εμφανίζονται στην παραπάνω περίπτωση είναι συνέπεια της αξιωματικής εξίσωσης του γενικού ποσοστού κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος με το γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος. Δηλ. είναι συνέπεια του αξιώματος ύπαρξης ενός για το συνολικό σύστημα γενικού ποσοστού κέρδους. Διότι, αν το ονομαστικό ωρομίσθιο μειωθεί πέραν ενός ορισμένου ορίου, η αξίωση, το γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος να είναι ίσο με αυτό του βασικού υποσυστήματος, αντιφάσκει, όσο για κάθε εμπόρευμα υπάρχει μια και μόνο θετική και πεπερασμένη τιμή, στο γεγονός ότι η «παραγωγικότητα» των μη βασικών εμπορευμάτων ως μέσων παραγωγής μη βασικών εμπορευμάτων είναι μικρότερη από την «παραγωγικότητα» των βασικών εμπορευμάτων ως μέσων παραγωγής βασικών εμπορευμάτων. Πράγμα που συνεπάγεται ότι, όσο για κάθε εμπόρευμα υπάρχει μια μόνο θετική και πεπερασμένη τιμή, το γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος είναι μικρότερο απ' αυτό του βασικού. Η ισχύς του αξιώματος ύπαρξης ενός για το συνολικό σύστημα γενικού ποσοστού κέρδους, η ισχύς δηλ. της αξίωσης, το γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος να είναι για κάθε ύψος του ονομαστικού ωρομισθίου ίσο με αυτό του βασικού υποσυστήματος, απαιτεί και συνεπάγεται, όσον αφορά τα μη βασικά εμπορεύματα, είτε την ύπαρξη δυο διαφορετικών θετικών και πεπερασμένων Ημών για ένα και το αυτό εμπόρευμα (μια υψηλή για τις εκροές και μια χαμηλή για τις εισροές σ' αυτό το εμπόρευμα) είτε την ύπαρξη αρνητικών καθώς και ίσων με το άπειρο Σελίδα 5 / 19

τιμών. Επομένως, επειδή ο Sraffa αξιώνει, κατά τον προσδιορισμό των τιμών, την ύπαρξη μιας και μόνης τιμής για κάθε εμπόρευμα, η ισχύς του αξιώματος αυτού συνεπάγεται την ύπαρξη αρνητικών και ίσων με το άπειρο τιμών για ορισμένα μη βασικά εμπορεύματα. Θέση 7η: Ο Sraffa δε γνωρίζει τους λόγους, για τους οποίους στην περίπτωση που περιγράψαμε εμφανίζονται αρνητικές καθώς και ίσες με το άπειρον τιμές. Επίσης θεωρεί αναπόφευκτη την εμφάνιση αυτών των τιμών. Ωστόσο ο Σπύρος Βασιλάκης έδειξε ότι η εμφάνιση αρνητικών και ίσων με το άπειρο τιμών σε συστήματα παραγωγής απλών εμπορευμάτων μπορεί να αποφευχθεί. Ο Σπύρος Βασιλάκης καταρρίπτει πρώτα τους ισχυρισμούς του Sraffa (α), ότι για κάθε σύστημα παραγωγής απλών εμπορευμάτων υπάρχει ένα και μόνον πρότυπο σύστημα, το οποίο παράγει ένα και μόνον πρότυπο εμπόρευμα αποτελούμενο από θετικές και μόνο ποσότητες των βασικών και μόνον εμπορευμάτων και (β), ότι, μόνο όταν οι τιμές μετρηθούν με μέτρο αυτό το εμπόρευμα, η σχέση μεταξύ ονομαστικού ωρομισθίου και του γενικού κέρδους είναι γραμμική. Απέδειξε (α) ότι, όταν το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος είναι μεγαλύτερο από το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος, εκτός από το πρότυπο σύστημα του Sraffa, το οποίο παράγει ένα πρότυπο εμπόρευμα που αποτελείται από θετικές και μόνον ποσότητες των βασικών και μόνο εμπορευμάτων, υπάρχει κι ένα δεύτερο πρότυπο σύστημα, το οποίο πραγει ένα πρότυπο εμπόρευμα, που αποτελείται από θετικές και μόνο ποσότητες των βασικών και μη βασικών εμπορευμάτων. Και (β), ότι, όταν οι τιμές μετρηθούν με μέτρο αυτό το εμπόρευμα, η σχέση μεταξύ του ονομαστικού ωρομισθίου και του γενικού ποσοστού κέρδους είναι επίσης γραμμική 6. Το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του προτύπου συστήματος του Sraffa είναι ίσο με το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος, το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του προτύπου συστήματος του Σπύρου Βασιλάκη είναι ίσο με το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος. Στη συνέχεια, ο Σπύρος Βασιλάκης δείχνει, ότι όταν οι τιμές των εμπορευμάτων μετρηθούν με μέτρο το δικό του πρότυπο εμπόρευμα, είναι θετικές για κάθε ύψος του ονομαστικού ωρομισθίου και στις περιπτώσεις, στις οποίες, αν μετρηθούν με μέτρο το σραφφαϊκό πρότυπο εμπόρευμα, οι τιμές ορισμένων μη βασικών εμπορευμάτων είναι αρνητικές και ίσες με το άπειρο. Στην πραγματικότητα όμως ο Σπύρος Βασιλάκης αποδεικνύει μόνον, ότι στις περιπτώσεις αυτές είναι για κάθε ύψος του ονομαστικού ωρομισθίου μη αρνητικές, δηλ. θετικές ή ίσες με το μηδέν. Διότι στις περιπτώσεις αυτές, όταν το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με το μηδέν και συνεπώς το γενικό ποσοστό κέρδους μέγιστο, οι τιμές όλων των βασικών εμπορευμάτων είναι ίσες με μηδέν. Επειδή ο Βασιλάκης προσδιορίζει τις τιμές αξιώνοντας την ύπαρξη ενός για το συνολικό σύστημα γενικού ποσοστού κέρδους, αξιώνοντας δηλ. το γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος να είναι για κάθε ύψος του ονομαστικού ωρομισθίου ίσο με το γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος, αξιώνει στις περιπτώσεις, στις οποίες αναφερόμαστε εδώ, δηλ. στις περιπτώσεις, στις οποίες το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος είναι μεγαλύτερο από το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος, όταν το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με το μηδέν και συνεπώς και το γενικό ποσοστό κέρδους κάθε υποσυστήματος μέγιστο, το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος, το οποίο είναι μεγαλύτερο από το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος, να είναι ίσο με αυτό το μεγαλύτερο του μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους, του μη βασικού υποσυστήματος. Αξιώνει δηλ. κάτι αντιφατικό. Η αντίφαση αυτή αναιρείται από τις μηδενικές τιμές των βασικών εμπορευμάτων, που εμφανίζονται εδώ, ως εξής: Όταν οι τιμές αυτών των εμπορευμάτων είναι ίσες με μηδέν, τότε προφανώς το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος είναι ίσο με το κλάσμα «μηδέν δια μηδέν» και συνεπώς ένα απροσδιόριστο μέγεθος, το οποίο μπορεί να τεθεί ίσο με οποιοδήποτε άλλο Σελίδα 6 / 19

θετικό μέγεθος, συνεπώς και ίσο με το μέγιστο γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος. Οι μηδενικές τιμές των βασικών εμπορευμάτων που εμφανίζονται εδώ είναι λοιπόν συνέπεια της για θετικές και πεπερασμένες τιμές όλων των εμπορευμάτων αντιφατικής αξίωσης να υπάρχει ένα για το συνολικό σύστημα γενικού ποσοστού κέρδους ακόμη κι όταν το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με το μηδέν και συνεπώς το (μέγιστο) γενικό ποσοστό κέρδους του βασικού υποσυστήματος μεγαλύτερο από το (μέγιστο) γενικό ποσοστό κέρδους του μη βασικού υποσυστήματος. Δείξαμε σε άλλες εργασίες μας, ότι η σπουδαιότερη συνέπεια της εργασίας του Σπύρου Βασιλάκη είναι η εξής: Ο Σπύρος Βασιλάκης απέδειξε έμμεσα, ότι για ένα και το αυτό σύστημα παραγωγής οι τιμές (οι σχετικές τιμές, δηλ. οι λόγοι των τιμών!) και το μέγιστο ποσοστό κέρδους του συστήματος μεταβάλλονται στη γενική περίπτωση με το τυπικό εμπόρευμα, δηλ. με το μέτρο των τιμών. Αυτό πάλι έχει τις ακόλουθες σημαντικότερες συνέπειες: Το γενικό ποσοστό κέρδους, το γενικό ονομαστικό ωρομίσθιο και οι ενιαίες τιμές των εμπορευμάτων δεν είναι το γενικό ποσοστό κέρδους, το γενικό ονομαστικό ωρομίσθιο και οι ενιαίες τιμές του δεδομένου πραγματικού συστήματος, αλλά του τυπικού υποσυστήματος δηλ. του υποσυστήματος, το οποίο παράγει ως καθαρό προϊόν του το τυπικό εμπόρευμα, το εμπόρευμα που χρησιμοποιείται ως μέτρο των τιμών. Γι αυτό και στη γενική περίπτωση, για δεδομένο ονομαστικό ωρομίσθιο, το γενικό ποσοστό κέρδους και οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων δεν εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από τις συνθήκες παραγωγής των βασικών μόνο εμπορευμάτων, όπως ισχυρίζεται ο Sraffa, ούτε από τις συνθήκες παραγωγής των βασικών και μη βασικών εμπορευμάτων, όπως φαίνεται ότι απέδειξε ο Σπύρος Βασιλάκης, αλλά μόνο από τις συνθήκες παραγωγής του εκάστοτε τυπικού εμπορεύματος (οι οποίες, όταν οι τιμές μετρούνται με μέτρο το σραφφαϊκό πρότυπο εμπόρευμα, είναι οι συνθήκες παραγωγής του σραφφαϊκού προτύπου εμπορεύματος, δηλ. οι συνθήκες παραγωγής των βασικών και μόνο εμπορευμάτων7, όταν, αντιθέτως, οι τιμές μετρούνται με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα του Σπύρου Βασιλάκη, είναι οι συνθήκες παραγωγής (των βασικών) και των μη βασικών εμπορευμάτων). Αν όμως το γενικό ποσοστό κέρδους και το ενιαίο ονομαστικό ωρομίσθιο δεν είναι το γενικό ποσοστό κέρδους και το ενιαίο ονομαστικό ωρομίσθιο του δεδομένου πραγματικού συστήματος, αλλά του εκάστοτε τυπικού υποσυστήματος, τότε και η σχέση μεταξύ των δυο αυτών μεγεθών είναι μια σχέση του τυπικού υποσυστήματος κι όχι του πραγματικού συστήματος. Συνεπώς στη γενική περίπτωση η σχέση αυτή μεταβάλλεται με το τυπικό υποσύστημα και, επειδή το τελευταίο στη γενική περίπτωση μεταβάλλεται με το τυπικό εμπόρευμα, τελικά με το τυπικό εμπόρευμα. Αυτό συνεπάγεται, ότι στη γενική περίπτωση είναι αδύνατο να κατατάξουμε μονοσήμαντα δεδομένες τεχνικές παραγωγής για δεδομένο ονομαστικό ωρομίσθιο ως προς το βαθμό κερδοφορίας τους, δηλ. ως προς το ύψος του ποσοστού κέρδους, διότι η κατάταξη αυτή μεταβάλλεται με το τυπικό εμπόρευμα. Συνεπώς η σύγκριση δεδομένων τεχνικών παραγωγής ως προς το ποσοστό κέρδους και η επιλογή της πλέον κερδοφόρας σύγκριση και επιλογή, στην οποία βασίζονται μεγάλα και σημαντικότατα μέρη τόσο της νεορικαρδιανής όσο και της νεοκλασικής θεωρίας είναι αδύνατες. Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε και το φαινόμενο του reswitching of techniques, στο οποίο βασίζεται η σραφφαϊκή και γενικά η νεορικαρδιανή κριτική της νεοκλασικής θεωρίας είναι άνευ αντικειμένου. Τα παραπάνω σημαίνουν προφανώς, ότι το τυπικό εμπόρευμα δεν «απεικονίζει» το χρήμα «του πραγματικού οικονομικού κόσμου», όπως αφελώς νομίζουν ο Sraffa, οι νεορικαρδιανοί και οι νεοκλασικοί θεωρητικοί. Στα μοντέλα του Sraffa, των νεορικαρδιανών και των νεοκλασικών δεν υπάρχει έννοια του χρήματος. Αν όμως το τυπικό εμπόρευμα (κάθε δυνατό τυπικό εμπόρευμα!) δεν απεικονίζει το πραγματικό χρήμα, τότε το πρόβλημα δεν είναι να βρούμε ένα τυπικό εμπόρευμα που ν' απεικονίζει καλύτερα το χρήμα, όπως νομίζει ο Sraffa ότι το βρήκε στο πρότυπο εμπόρευμα του, αλλά να εξηγήσουμε, όπως ο Marx, τι είναι το πραγματικό χρήμα. Σελίδα 7 / 19

Θέση 8η: Ο Sraffa διαπιστώνει, ότι σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων (joint production systems) εμφανίζονται αρνητικές αξίες, αλλά και αρνητικές τιμές εμπορευμάτων. Ο ίδιος αδυνατεί να εξηγήσει αυτά τα φαινόμενα. Φαίνεται μάλιστα να τα θεωρεί πραγματικά οικονομικά φαινόμενα κι όχι φαινόμενα μιας ορισμένης - της δικής του - παράστασης της οικονομικής πραγματικότητας (φαίνεται δηλ. να μην κατανοεί, ότι μια ζωγραφισμένη πίπα δεν είναι πίπα). Οι λόγοι, για τους οποίους στα πλαίσια της παράστασης της οικονομικής πραγματικότητας που επιχειρεί ο Sraffa, εμφανίζονται αρνητικές «αξίες» εμπορευμάτων, είναι γνωστοί και δεν οφείλονται σε αντιφάσεις της θεωρίας της αξίας, αλλά στο γεγονός ότι ο Sraffa προσδιορίζει σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων τις αξίες εσφαλμένα. Συγκεκριμένα προσδιορίζει την αξία μιας μονάδας ενός εμπορεύματος ως το ποσό της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε άμεσα σ' ένα υποσύστημα παραγωγής, του οποίου το καθαρό προϊόν είναι ίσο με μια μονάδα του εν λόγω εμπορεύματος. (Η μέθοδος αυτή, που είναι γνωστή και ως μέθοδος των εργασιακών πολλαπλασιαστών ή πολλαπλασιαστών απασχόλησης, δίνει, επειδή πρόκειται για γραμμικά συστήματα παραγωγής, τα ίδια αποτελέσματα με τη μέθοδο, την οποία χρησιμοποιεί ο Steedman για τον προσδιορισμό των αξιών και η οποία συνίσταται στη λύση του αντίστοιχου συστήματος γραμμικών εξισώσεων που έχουν διατυπωθεί υπό την άρρητη προϋπόθεση ότι οι ατομικές αξίες κάθε εμπορεύματος είναι ίσες με τη σταθμισμένη μέση αξία του ιδίου εμπορεύματος). Το ποσό αυτό όμως είναι τότε και μόνον ίσο με την αξία, όταν (α) το σύστημα παραγωγής είναι γραμμικό, παρουσιάζει δηλ. σταθερές αποδόσεις κλίμακος, και (β) η παραγωγικότητα της εργασίας στην παραγωγή καθενός εμπορεύματος είναι η ίδια σ' όλες τις διαδικασίες παραγωγής, οι οποίες παράγουν αυτό το εμπόρευμα, κι επομένως ίση με τη σταθμισμένη μέση παραγωγικότητα της εργασίας στην παραγωγή αυτού του εμπορεύματος πράγμα που συνεπάγεται ότι οι ατομικές αξίες καθενός εμπορεύματος είναι ίσες και ίσες με τη σταθμισμένη μέση αξία αυτού του εμπορεύματος. Τα συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων, τα οποία πραγματεύεται ο Sraffa πληρούν την προϋπόθεση (α). Ένα μεγάλο μέρος αυτών των συστημάτων δεν πληροί όμως την προϋπόθεση (β). Αρνητικές «αξίες» εμφανίζονται μόνον, όταν το δεδομένο σύστημα παραγωγής συνθετών εμπορευμάτων δεν πληροί την προϋπόθεση (β). Έτσι οι αρνητικές «αξίες» του Sraffa (και κατά συνέπεια και αυτές του Steedman) στην πραγματικότητα δεν είναι αξίες, αλλά στην κυριολεξία μαθηματικές συνθήκες, υπό τις οποίες η στην συγκεκριμένη περίπτωση μη πληρούμενη προϋπόθεση (β) θα μπορούσε να πληρούται. Δηλούν δηλ., ότι η στην συγκεκριμένη περίπτωση μη δεδομένη προϋπόθεση (β) θα μπορούσε στην ίδια συγκεκριμένη περίπτωση να είναι δεδομένη, μόνον εάν υπήρχαν αρνητικές αξίες και συνεπώς, επειδή η αξία ενός εμπορεύματος είναι το αντίστροφο της παραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή αυτού του εμπορεύματος, αρνητικές παραγωγικότητες εργασίας. Για παρόμοιους λόγους εμφανίζονται στον Sraffa σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων και αρνητικές ή ίσες με το άπειρο τιμές εμπορευμάτων. Αρνητικές ή ίσες με το άπειρον τιμές εμφανίζονται εδώ, επειδή ο Sraffa κατά τον προσδιορισμό των τιμών απαιτεί αξιωματικά, εμπορεύματα του ίδιου είδους, τα οποία όμως παράγονται από περισσότερες της μιας διαδικασίας παραγωγής, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την «παραγωγικότητα» των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής, να έχουν όχι μόνον την ίδια τιμή, αλλά και ν' αποφέρουν και το ίδιο ποσοστό κέρδους καίτοι το τελευταίο είναι αδύνατο για θετικές και πεπερασμένες τιμές εμπορευμάτων λόγω των δεδομένων διαφορών στην «παραγωγικότητα» των μέσων παραγωγής στις διάφορες διαδικασίες παραγωγής που παράγουν αυτό το εμπόρευμα. Οι αρνητικές ή ίσες με το Σελίδα 8 / 19

άπειρον «τιμές» εμπορευμάτων, που εμφανίζονται στην περίπτωση αυτή, δεν είναι λοιπόν στην πραγματικότητα τιμές εμπορευμάτων, αλλά μαθηματικές συνθήκες, υπό τις οποίες η δεδομένη αντίφαση μεταξύ του αξιώματος ύπαρξης ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους και των δεδομένων διαφορών στην «παραγωγικότητα» των μέσων παραγωγής που χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές διαδικασίες παραγωγής για την παραγωγή του ίδιου εμπορεύματος δεν θα ήταν δεδομένη. Σημαίνουν λοιπόν το εξής: Μόνον εάν υπήρχαν αρνητικές και ίσες με το άπειρον τιμές, μόνον δηλ. εάν στην πραγματικότητα ο πωλητής ενός εμπορεύματος δεν πληρωνόταν από τον αγοραστή, αλλ' αντιθέτως, τον πλήρωνε 8, τότε μόνον το αξίωμα ύπαρξης ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους δεν θα αντέφασκε στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως πράγματι αντιφάσκει στις δεδομένες διαφορές της «παραγωγικότητας» των μέσων παραγωγής που χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές διαδικασίες για την παραγωγή του ίδιου εμπορεύματος. Τέλος, είναι δυνατόν να ερμηνεύσουμε την εμφάνιση αρνητικών «αξιών» σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων ως ειδική περίπτωση της εμφάνισης αρνητικών «τιμών». Οι τιμές που προσδιορίζει ο Sraffa δεν προϋποθέτουν μόνον το αξίωμα ύπαρξης ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους, αλλά και αυτό της ύπαρξης ενός ενιαίου ονομαστικού ωρομίσθιου. Το αξίωμα της ύπαρξης ενός ενιαίου ονομαστικού ωρομίσθιου απαιτεί προφανώς το ονομαστικό ωρομίσθιο να είναι το ίδιο για κάθε και συνεπώς για όλες τις διαδικασίες παραγωγής. Η ειδική αυτή περίπτωση της εμφάνισης αρνητικών «τιμών» ως αρνητικών «αξιών» είναι δεδομένη όταν το ενιαίο ποσοστό κέρδους είναι ίσο με το μηδέν και συνεπώς το ενιαίο ονομαστικό ωρομίσθιο ίσο με την μέγιστη «τιμή» του. Διότι στην περίπτωση αυτή, ως γνωστόν, οι τιμές είναι ανάλογες ή ίσες των αξιών. Συνεπώς, όταν στην περίπτωση αυτή ορισμένες τιμές είναι αρνητικές είναι και οι αντίστοιχες αξίες αρνητικές. Όταν το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με την μέγιστη τιμή του, τότε είναι και ίσο με την ονομαστική αξία (σε τιμές) της παραγωγικότητας της εργασίας. Όταν, όπως εδώ, το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ενιαίο, δηλ. το ίδιο για κάθε και συνεπώς για όλες τις διαδικασίες παραγωγής, και ίσο με την μέγιστη τιμή του, τότε είναι σε κάθε και συνεπώς σε όλες τις διαδικασίες παραγωγής ίσο με την ονομαστική αξία (σε τιμές) της παραγωγικότητας της εργασίας στην αντίστοιχη διαδικασία παραγωγής. Αυτό το τελευταίο σημαίνει όμως, επειδή (α) για κάθε εμπόρευμα του ιδίου είδους υπάρχει μια μόνο τιμή και (β) το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι σε κάθε και συνεπώς σε όλες τις διαδικασίες παραγωγής το ίδιο, ότι και η παραγωγικότητα της εργασίας είναι σε κάθε και συνεπώς σ' όλες τις διαδικασίες παραγωγής η ίδια. Το ότι η παραγωγικότητα της εργασίας είναι η ίδια σε όλες τις διαδικασίες παραγωγής είναι σύμφωνα με τα παραπάνω, όταν το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με την μέγιστη τιμή του, αναγκαία συνέπεια της ύπαρξης ενιαίων τιμών εμπορευμάτων και του αξιώματος ύπαρξης ενός ενιαίου ονομαστικού ωρομίσθιου. Το αξίωμα αυτό δεν δύναται όμως πάντα να πληρούται. Όταν στις περιπτώσεις, που δεν δύναται να πληρούται, το ενιαίο ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με την μέγιστη «τιμή» του, τότε εμφανίζονται αρνητικές «τιμές» και, λόγω του ότι το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι ίσο με την μέγιστη τιμή του και συνεπώς το ποσοστό κέρδους ίσο με μηδέν, αρνητικές «αξίες» εμπορευμάτων. Οι αρνητικές αυτές «τιμές» και «αξίες» εμπορευμάτων είναι στην πραγματικότητα όχι τιμές και αξίες, αλλά μαθηματικοί όροι, υπό τους οποίους θα ήταν δυνατόν να πληρούται η μη δυνάμενη να πληρούται αξίωση ύπαρξης μιας ενιαίας παραγωγικότητας της εργασίας. Ή πράγμα που, λόγω της ύπαρξης ενιαίων τιμών, είναι το ίδιο της αξίωσης, η ονομαστική αξία της παραγωγικότητας της εργασίας (σε τιμές) να είναι η ίδια σε όλες τις διαδικασίες παραγωγής, ή πράγμα που είναι επίσης το ίδιο της αξίωσης ύπαρξης ενός ενιαίου ονομαστικού ωρομίσθιου ακόμη και στην περίπτωση που αυτό το ωρομίσθιο είναι ίσο με την μέγιστη τιμή του και συνεπώς το ποσοστό κέρδους ίσο με μηδέν. Σημαίνουν λοιπόν οι αρνητικές «τιμές»: Μόνον εάν υπήρχαν πράγματι αρνητικές τιμές και αρνητικές αξίες και συνεπώς και αρνητικές παραγωγικότητες εργασίας, θα ήταν όπως δεν είναι! δυνατόν η παραγωγικότητα της εργασίας καθώς και η ονομαστική αξία αυτής της παραγωγικότητας (σε τιμές) να είναι η ίδια σε όλες τις διαδικασίες παραγωγής και συνεπώς το ονομαστικό ωρομίσθιο να είναι ακόμη και στην περίπτωση, που το ποσοστό κέρδους είναι ίσο με μηδέν, το ίδιο σε όλες τις διαδικασίες παραγωγής. Σελίδα 9 / 19

Θέση 9η: Σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων η αντίφαση μεταξύ του αξιώματος ύπαρξης ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους και των τεχνοπαραγωγικών δεδομένων του συστήματος και η άμεση συνέπεια της, η εμφάνιση αρνητικών και ίσων με το άπειρο «τιμών», εκφράζεται και σε ορισμένα άλλα «παράδοξα» φαινόμενα. Αν σε περίπτωση, που η αντίφαση αυτή είναι δεδομένη και συνεπώς εμφανίζονται αρνητικές και ίσες με το άπειρο «τιμές», οι τιμές δεν μετρηθούν με μέτρο ένα από τα πρότυπα εμπορεύματα 9, τότε η σχέση μεταξύ του ονομαστικού ωρομίσθιου και του ενιαίου ποσοστού κέρδους δεν είναι αμφιμονοσήμαντη: Σε κάθε τιμή του ενιαίου ποσοστού κέρδους αντιστοιχεί μεν μια και μόνον τιμή του ονομαστικού ωρομίσθιου, σε κάθε τιμή του ονομαστικού ωρομίσθιου αντιστοιχούν όμως περισσότερες της μιας τιμές του ενιαίου ποσοστού κέρδους. Εάν, αντιθέτως, οι τιμές μετρηθούν με μέτρο ένα από τα πρότυπα εμπορεύματα (υπό την προϋπόθεση βέβαια, ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα πρότυπο εμπόρευμα), η σχέση μεταξύ του ονομαστικού ωρομίσθιου και του ενιαίου ποσοστού κέρδους είναι γραμμική και συνεπώς αμφιμονοσήμαντη 10, καίτοι βέβαια οι αρνητικές και οι ίσες με το άπειρον «τιμές» παραμένουν. Σε συστήματα παραγωγής απλών εμπορευμάτων δεν είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο. Στα συστήματα αυτά η σχέση μεταξύ του ονομαστικού ωρομίσθιου και του ενιαίου ποσοστού κέρδους είναι πάντα αμφιμονοσήμαντη. Ο Sraffa, για ν' αποκαταστήσει το αμφιμονοσήμαντο της σχέσης μεταξύ του ονομαστικού ωρομίσθιου και του ενιαίου ποσοστού κέρδους και στα συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων, μετρά στα συστήματα αυτά τις τιμές με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα. Στα συστήματα αυτά όμως δεν υπάρχει εάν υπάρχει αναγκαστικά ένα μόνον πρότυπο εμπόρευμα. Συνήθως υπάρχουν περισσότερα του ενός. Ο Sraffa εκλέγει ως μέτρο των τιμών το πρότυπο εμπόρευμα του προτύπου συστήματος με το μικρότερο μέγιστο ποσοστό κέρδους, διότι όπως λέει, το πρότυπο εμπόρευμα καθενός από τα υπόλοιπα πρότυπα συστήματα, των οποίων τα μέγιστα ποσοστά κέρδους είναι μεγαλύτερα, δεν αποκλείει την εμφάνιση τιμών ίσων με το άπειρο. Το κριτήριο της εκλογής είναι λοιπόν η αξίωση του αποκλεισμού της εμφάνισης τιμών ίσων με το άπειρο, την οποία ο Sraffa θεωρεί «ανωμαλία». Η θεμελίωση αυτού του κριτηρίου είναι όμως σαθρή. Διότι, για να μην ήταν, ο Sraffa θα έπρεπε να εξηγήσει, γιατί οι ίσες με το άπειρο τιμές αποτελούν «ανωμαλία», η οποία πρέπει να απαλειφθεί, ενώ αντιθέτως οι αρνητικές τιμές, οι οποίες δεν εκλείπουν με την χρήση του προτύπου εμπορεύματος του προτύπου συστήματος με το μικρότερο μέγιστο ποσοστό κέρδους ως μέτρου των τιμών, δεν αποτελούν μια τέτοια «ανωμαλία». Η αναγκαιότητα του αποκλεισμού των ίσων με το άπειρο τιμών ως κριτήριο εκλογής του μέτρου των τιμών δεν είναι λοιπόν με τίποτα θεμελιωμένη, όσο δεν αποκλείεται η εμφάνιση αρνητικών τιμών ή δεν εξηγείται, γιατί οι αρνητικές σε αντίθεση προς τις ίσες με το άπειρο τιμές δεν συνιστούν «ανωμαλία». Λόγω της ύπαρξης αρνητικών τιμών και της ανυπαρξίας δυνατότητας αποκλεισμού τους, το μέτρο των τιμών που προτείνει ο Sraffa (η χρήση του οποίου αποκαθιστά το αμφιμονοσήμαντο της σχέσης μεταξύ του ονομαστικού ωρομίσθιου, και του ποσοστού κέρδους), είναι το ίδιο αυθαίρετο όσο και κάθε άλλο μέτρο των τιμών, του οποίου η χρήση δεν αποκαθιστά το αμφιμονοσήμαντο της παραπάνω σχέσης. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι σε συστήματα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων, λόγω της ύπαρξης αρνητικών τιμών η σχέση αυτή δεν είναι αμφιμονοσήμαντη. Τέλος, το μέτρο των τιμών που προτείνει ο Sraffa είναι ανύπαρκτο στις περιπτώσεις που στο δεδομένο σύστημα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων δεν αντιστοιχεί κανένα πρότυπο σύστημα και συνεπώς δεν υπάρχει κανένα πρότυπο εμπόρευμα. Στις περιπτώσεις αυτές είναι κανείς αναγκασμένος να μετρήσει τις τιμές με ένα άλλο μέτρο, οπότε, στις περιπτώσεις που εμφανισθούν αρνητικές και ίσες με το άπειρο «τιμές», η σχέση μεταξύ ονομαστικού ωρομίσθιου και ποσοστού κέρδους δεν είναι αμφιμονοσήμαντη. Σελίδα 10 / 19

Αλλά «παράδοξα» επακόλουθα της αξίωσης ύπαρξης ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους και της συνέπειας της, της εμφάνισης αρνητικών και ίσων με το άπειρο «τιμών», είναι τα εξής: Όταν σ' ένα σύστημα παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων εμφανίζονται αρνητικές τιμές, είναι δυνατόν να μειώνεται (αυξάνεται) το ονομαστικό ωρομίσθιο με αυξανόμενο (μειούμενο) πραγματικό ωρομίσθιο καίτοι το μέτρο των τιμών παραμένει το ίδιο! Συγχρόνως είναι δυνατόν, σ' ένα πραγματικό ωρομίσθιο ν' αντιστοιχούν περισσότερα του ενός ονομαστικά ωρομίσθια. Επίσης είναι δυνατόν το ποσοστό κέρδους να αυξάνεται (μειώνεται) με αυξανόμενο (μειούμενο) ονομαστικό ωρομίσθιο! Ακόμη είναι δυνατόν, το συνολικό κέρδος και το συνολικό ονομαστικό κεφάλαιο να είναι αρνητικά, καίτοι το υλικό πλεόνασμα και οι ποσότητες των μέσων παραγωγής είναι θετικές! Τέλος είναι δυνατόν, το κέρδος μιας διαδικασίας παραγωγής να είναι θετικό, καίτοι το υλικό πλεόνασμα αυτής της διαδικασίας είναι αρνητικό. Θέση 10η: Η πραγμάτευση του κατά την διάρκεια της περιόδου παραγωγής μη φθαρέντος μέρους του χρησιμοποιηθέντος παγίου κεφαλαίου ως μέρους του τελικού προϊόντος της αντίστοιχης διαδικασίας παραγωγής (το οποίο τελικό προϊόν μεταμορφώνεται έτσι σε σύνθετο εμπόρευμα), δια της οποίας ο Sraffa νομίζει ότι λαμβάνει επαρκώς υπόψη το γεγονός, ότι στην παραγωγή συμβάλλει πλην του κυκλοφοριακού και πάγιο κεφάλαιο, είναι μια διασκεδαστική αυταπάτη. Διότι η πραγμάτευση του μέρους αυτού του παγίου κεφαλαίου ως μέρους του σύνθετου τελικού προϊόντος της αντίστοιχης διαδικασίας παραγωγής είναι, προφανώς, ταυτόσημη με την πραγμάτευση του παγίου κεφαλαίου ως κυκλοφοριακού κεφαλαίου. Ο Sraffa λοιπόν ισχυρίζεται, ότι στην ανάλυση του λαμβάνει υπόψη του το πάγιο κεφάλαιο πραγματεύοντάς το ως κυκλοφοριακό. Και να σκεφθεί κανείς, ότι μόνον για να λάβει κατ' αυτόν τον τρόπο υπόψη του το πάγιο κεφάλαιο και για κανένα άλλο σκοπό ασχολήθηκε με την θεωρία της παραγωγής συνθέτων εμπορευμάτων, η οποία, όπως λέει ο ίδιος, καθευατή δεν έχει καμιά σημασία. Θέση 11η: Ο Eatwell και ο Garegnani ισχυρίζονται, ότι η μέτρηση των τιμών με μέτρο το πρότυπο εμπόρευμα δημιουργεί την γνωστή από την κλασική Οεωρία δυνατότητα του προσδιορισμού της κατανομής του εισοδήματος πριν και ανεξάρτητα από τον προσδιορισμό των τιμών χωρίς όμως να απαιτείται γι' αυτό, όπως στην κλασική θεωρία, η προϋπόθεση, ότι οι τιμές είναι ίσες με τις αξίες. Αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι βέβαια δυνατόν να είναι ορθός. Και πριν απ' όλα δεν είναι δυνατόν στα πλαίσια της ανάλυσης του Sraffa να γίνει λόγος για προσδιορισμό της κατανομής του εισοδήματος διότι η ανάλυση αυτή του Sraffa προϋποθέτει, ότι είτε το ονομαστικό ωρομίσθιο είτε το ποσοστό κέρδους είναι εξωγενώς δεδομένο. Όμως ακόμη και εάν κανένα από τα δύο αυτά μεγέθη δεν ήταν εξωγενώς δεδομένο, αλλά και τα δύο προσδιορίζονταν στα πλαίσια της ανάλυσης του Sraffa ενδογενώς, ακόμη και τότε η κατανομή του εισοδήματος δεν θα ήταν δυνατόν, να προσδιοριστεί πριν και ανεξάρτητα από τον προσδιορισμό των τιμών. Διότι η κατανομή του εισοδήματος είναι προσδιορισμένη, όταν προσδιοριστεί είτε ο λόγος των συνολικών ονομαστικών μισθών προς το εισόδημα (= την ονομαστική αξία του καθαρού προϊόντος σε τιμές) είτε ο λόγος των κερδών προς το εισόδημα. Σελίδα 11 / 19

Εάν, όπως στην ανάλυση του Sraffa, το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι δεδομένο, μπορεί κανείς, επειδή και η ποσότητα της συνολικής ζωντανής εργασίας είναι δεδομένη (και ίση με 1), να προσδιορίσει τους συνολικούς ονομαστικούς μισθούς ως το γινόμενο του ονομαστικού ωρομίσθιου και της συνολικής ζωντανής εργασίας (στην ανάλυση του Sraffa είναι προφανώς ίσοι με το δεδομένο ονομαστικό ωρομίσθιο). Για να μπορέσει όμως κανείς να προσδιορίσει το λόγο των συνολικών ονομαστικών μισθών προς το εισόδημα, δηλ. την κατανομή του εισοδήματος, πρέπει να προσδιορίσει το εισόδημα, δηλ. την ονομαστική αξία του καθαρού προϊόντος σε τιμές. Ο προσδιορισμός της ονομαστικής αξίας του καθαρού προϊόντος σε τιμές προϋποθέτει όμως εκτός από τη γνώση των ποσοτήτων εμπορευμάτων, από τις οποίες αποτελείται το καθαρό προϊόν, και τη γνώση των τιμών. Στην περίπτωση λοιπόν, στην οποία είναι δεδομένο το ονομαστικό ωρομίσθιο, ο προσδιορισμός της κατανομής του εισοδήματος προϋποθέτει τη γνώση των τιμών. Εάν αντί του ονομαστικού ωρομισθίου είναι δεδομένο το ποσοστό κέρδους, τότε ούτε τα συνολικά κέρδη μπορεί να προσδιορίσει κανείς χωρίς τη γνώση των τιμών. Διότι τα συνολικά κέρδη είναι ίσα με το γινόμενο του ποσοστού κέρδους επί την ονομαστική αξία του κεφαλαίου σε τιμές, η οποία είναι ίση με το άθροισμα των με τις αντίστοιχες τιμές πολλαπλασιασμένων ποσοτήτων των χρησιμοποιηθέντων μέσων παραγωγής. Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί κανείς στην περίπτωση αυτή να προσδιορίσει το λόγο των κερδών προς το εισόδημα χωρίς τη γνώση των τιμών. Το μόνο στοιχείο της κατανομής του εισοδήματος, το οποίο στην ανάλυση του Sraffa είναι δυνατόν να προσδιοριστεί χωρίς τη γνώση των τιμών, είναι ο συνολικός ονομαστικός μισθός. Αυτό είναι δυνατόν και στην περίπτωση, που δεδομένο δεν είναι το ονομαστικό ωρομίσθιο, αλλά το ποσοστό κέρδους. Διότι, όταν είναι δεδομένο το ποσοστό κέρδους, μπορεί κανείς με τη βοήθεια της σχέσης μεταξύ του ονομαστικού ωρομισθίου και του ποσοστού κέρδους να προσδιορίσει το ονομαστικό ωρομίσθιο και ακολούθως, με τον τρόπο που αναφέραμε, τον συνολικό ονομαστικό μισθό. Στο μοντέλο του Sraffa η κατανομή του εισοδήματος είναι τότε μόνον πριν και ανεξάρτητα από τον προσδιορισμό των τιμών δεδομένη, όταν: α) το σύστημα είναι ένα πρότυπο σύστημα, β) οι τιμές μετρούνται με τον τρόπο του Sraffa και γ) είτε το ονομαστικό ωρομίσθιο είτε το ποσοστό κέρδους είναι εξωγενώς δεδομένο. Διότι στην περίπτωση αυτή το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι πάντα ίσο με το λόγο του συνολικού ονομαστικού μισθού προς το εισόδημα. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή με το εξωγενώς δεδομένο ονομαστικό ωρομίσθιο ή ποσοστό κέρδους είναι και η κατανομή του εισοδήματος πριν και ανεξάρτητα από τις τιμές δεδομένη. Η κατανομή αυτή δεν είναι όμως η κατανομή του εισοδήματος του πραγματικού συστήματος, αλλά η κατανομή του προτύπου συστήματος. Βέβαια, το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι το ίδιο και στα δύο αυτά συστήματα, και στο πραγματικό και στο πρότυπο, όμως μόνον στο πρότυπο σύστημα είναι το ονομαστικό ωρομίσθιο όχι μόνον, όπως στο πραγματικό σύστημα, ίσο με τους συνολικούς ονομαστικούς μισθούς, αλλά, επειδή μόνον στο πρότυπο σύστημα η ονομαστική αξία του καθαρού προϊόντος σε τιμές είναι πάντα ίση με 1, και ίσο με το λόγο των συνολικών ονομαστικών μισθών προς την ονομαστική αξία του καθαρού προϊόντος σε τιμές. Στο πραγματικό σύστημα λοιπόν το ονομαστικό ωρομίσθιο είναι, όταν οι τιμές μετρούνται κατά τον Sraffa, ίσο με τους συνολικούς ονομαστικούς μισθούς, όχι όμως και ίσο με το λόγο των συνολικών ονομαστικών μισθών προς την ονομαστική αξία του καθαρού προϊόντος σε τιμές. Για να προσδιορίσει κανείς για το πραγματικό Σελίδα 12 / 19

σύστημα το λόγο των συνολικών ονομαστικών μισθών προς την ονομαστική αξία του καθαρού προϊόντος σε τιμές, πρέπει πρώτα να προσδιορίσει τις τιμές. Συνεπώς η κατανομή του εισοδήματος του πραγματικού συστήματος δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί πριν και ανεξάρτητα από τις τιμές. Θέση 12: Για παρόμοιους λόγους δεν ευσταθεί και ο ισχυρισμός του Eatwell (με τον οποίο επιθυμεί να θεμελιώσει την ύπαρξη συγγένειας μεταξύ του σραφφαϊανού τρόπου μέτρησης των τιμών και της μαρξιστικής θεωρίας της υπεραξίας), σύμφωνα με τον οποίο, εάν οι τιμές μετρούνται κατά τον Sraffa, το μέγεθος (1w): w, όπου w= το ονομαστικό ωρομίσθιο, συμβολίζει όχι μόνο το λόγο των κερδών προς τους μισθούς, αλλά και το ποσοστό υπεραξίας, έτσι ώστε, όταν είναι δεδομένο το ονομαστικό ωρομίσθιο, είναι δεδομένη και η κατανομή της ζωντανής εργασίας σε πληρωμένη (w) και απλήρωτη (1w) εργασία. Για να συμβολίζει όμως το μέγεθος (1w): w και το ποσοστό υπεραξίας, θα 'πρεπε το w να παριστάνει όχι μόνον το ονομαστικό ωρομίσθιο σε τιμές, αλλά και την αξία μιας μονάδας εργασιακής δύναμης, δηλ. και το ονομαστικό ωρομίσθιο σε αξίες. Το ονομαστικό ωρομίσθιο σε τιμές w παριστάνει όμως τότε μόνον και την αξία μιας μονάδας εργασιακής δύναμης, όταν (α) οι τιμές μετρούνται κατά τον Sraffa και (β) το πραγματικό ωρομίσθιο αποτελείται από πρότυπο εμπόρευμα. Το πραγματικό ωρομίσθιο μπορεί όμως ν' αποτελείται για κάθε ύψος του ονομαστικού ωρομισθίου ή του ποσοστού κέρδους τότε μόνον από πρότυπο εμπόρευμα, όταν το προκείμενο πραγματικό σύστημα είναι ένα πρότυπο σύστημα. Συνεπώς το μέγεθος w παριστάνει τότε μόνον και την αξία μιας μονάδας εργασιακής δύναμης, όταν (α) το σύστημα είναι ένα πρότυπο σύστημα, (β) το πραγματικό ωρομίσθιο (και συνεπώς και το υπερπροϊόν) αποτελείται από πρότυπο εμπόρευμα και (γ) οι τιμές μετρούνται κατά τον Sraffa. Το σύστημα λοιπόν, για το οποίο ισχύει ο ισχυρισμός του Eatwell, δεν είναι το πραγματικό, ούτε το πρότυπο σύστημα, αλλά εκείνο το πρότυπο σύστημα, του οποίου το πραγματικό ωρομίσθιο (και συνεπώς το υπερπροϊόν) αποτελείται από πρότυπο προϊόν. Το σύστημα αυτό περιγράφει προφανώς μια quasi onegoodeconomy. Θέση 13η: Ακόμη κι αν ήταν στα πλαίσια του μοντέλου του Sraffa δυνατόν, δεδομένες τεχνικές παραγωγής να συγκριθούν για δεδομένο ονομαστικό ωρομίσθιο ως προς το ποσοστό κέρδους, το κριτήριο επιλογής της πλέον κερδοφόρας τεχνικής, το οποίο εφαρμόζει ο Sraffa και σύμφωνα με το οποίο επιλέγεται εκείνη από τις δεδομένες τεχνικές που για το δεδομένο ονομαστικό ωρομίσθιο (ποσοστό κέρδους) αποφέρει το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους (το μεγαλύτερο ονομαστικό ωρομίσθιο), είναι νεοκλασικής οπτιμαλιστικής υφής. Το κριτήριο αυτό είναι ακόμη ξένο προς τις συνθήκες λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας, γιατί σ' αυτή δεν υπάρχει ένας συλλογικός καπιταλιστής ο οποίος επιλέγει για δεδομένο ονομαστικό ωρομίσθιο την πλέον κερδοφόρα τεχνική, της οποίας τις επιμέρους διαδικασίες παραγωγής αναλαμβάνουν μετά να διεκπεραιώσουν οι μεμονωμένοι καπιταλιστές. Σελίδα 13 / 19

Θέση 14η: Ο Sraffa δεν έχει θεωρία του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και κατά συνέπεια ούτε θεωρία της εμπορευματικής παραγωγής ούτε έννοια του εμπορεύματος σε αντιδιαστολή προς το απλό αγαθό. Ή αβάσιμα ομιλεί για commodities κι όχι για goods ή χρησιμοποιεί τον όρο commodity με την έννοια, που τον χρησιμοποιούν οι εμπορευόμενοι. Δεν έχει επίσης θεωρία του κέρδους ως κοινωνικής κατηγορίας. Γι αυτόν κέρδος είναι το πλεόνασμα. Το σύστημα, που περιγράφει, δεν είναι κατ' ανάγκην ένα ορισμένο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, π.χ. το καπιταλιστικό, όπως θα ήταν διατεθειμένος να υποθέσει κανείς. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός, ότι για τον Sraffa είναι αδιάφορο, αν ο μισθός ή το ποσοστό κέρδους είναι το άμεσα εξωγενώς δεδομένο στοιχείο της κατανομής του εισοδήματος. Στη δεύτερη περίπτωση (η οποία έχει και την προτίμηση του Sraffa) το κοινωνικοοικονομικό σύστημα θα μπορούσε όμως να είναι ένα σύστημα, στο οποίο οι καπιταλιστές είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, την χρήση των οποίων παραχωρούν αντί μισθίου (το οποίο για την παραχώρηση της χρήσης μέσων παραγωγής αξίας μιας δραχμής για ένα χρόνο είναι ίσο με το «κέρδος» που αποφέρει ένα κεφάλαιο ονομαστικής αξίας μιας δραχμής μέσα σ' ένα χρόνο), στους εργάτες. Οι εργάτες οργανώνουν και διεκπαιρεώνουν για λογαριασμό τους την διαδικασία παραγωγής, πουλούν τα παραχθέντα εμπορεύματα, πληρώνουν το οφειλόμενο ημερομίσθιο για τη χρήση των μέσων παραγωγής στους καπιταλιστές και κρατούν, ως υπόλοιπον, το δικό τους εισόδημα, το «μισθό», ο οποίος είναι σε κάθε περίπτωση ίσος για ίση ποσότητας εργασιακής δύναμης. Ο Sraffa δεν έχει θεωρία χρήματος. Στο σύστημα του δεν υπάρχει χρήμα, παρά μόνο ένα αυθαίρετα επιλεγμένο μέσο μέτρησης των απολύτων τιμών (numeraire). H «διάσταση» κι επομένως η ουσία, η υφή, αυτού του μέτρου και, κατά συνέπεια, η ουσία των τιμών, που μετρούνται μ' αυτό, είναι κάτι αυθαίρετα καθορισμένο και όχι αντικειμενικά δεδομένο. Έτσι ο Sraffa δεν ξέρει, τι είναι οι τιμές και, κατά συνέπεια, τι είναι ονομαστικά σε τιμές υπολογισμένα μεγέθη. Ο Sraffa δεν έχει επίσης θεωρία του μισθού, ούτε ως κοινωνικής κατηγορίας ούτε ως μέρους του κοινωνικού εισοδήματος, και κατά συνέπεια ούτε θεωρία της κατανομής του κοινωνικού εισοδήματος. Ο μισθός ως στοιχείο της κατανομής του εισοδήματος είναι στον Sraffa άμεσα ή έμμεσα (μέσω του εξωγενούς καθορισμού του ποσοστού κέρδους) ένα εξωγενώς δεδομένο μέγεθος. Στον Sraffa δεν υπάρχουν επίσης ούτε θεωρία ζήτησης ούτε θεωρία προσφοράς (θεωρία του ύψους και της σύνθεσης του τελικού προϊόντος, τα οποία στον Sraffa είναι το μεν πρώτο απροσδιόριστο το δε δεύτερο εξωγενώς προσδιορισμένο). Το γεγονός, ότι η ζήτηση ούτε ερμηνεύεται όπως την ερμηνεύουν οι Νεοκλασσικοί ούτε επηρεάζει τις τιμές, το ύψος και τη σύνθεση του τελικού προϊόντος με τον τρόπο που ισχυρίζονται οι Νεοκλασσικοί, δεν σημαίνει ούτε ότι δεν δύναται να ερμηνευθεί ούτε ότι δεν επηρεάζει τις τιμές, το ύψος και τη σύνθεση του τελικού προϊόντος. Τελικά ο Sraffa ούτε θεωρία των τιμών έχει. Πρώτον διότι δεν έχει θεωρία ζήτησης και προσφοράς και δεύτερον διότι δεν έχει θεωρία του χρήματος. Χρήμα είναι η ουσία των τιμών, χωρίς θεωρία του χρήματος δεν μπορεί λοιπόν κανείς να εξηγήσει, ακόμη κι αν τις προσδιορίσει ποσοτικά, τι είναι οι τιμές. Σελίδα 14 / 19