VOCABULARIO GRIEGO-CASTELLANO (1º BACHILLERATO) α, Α Ἀβυδηνός, -η, -όν Ἀβύδος, -ου (ἡ) ἀγαθός, -ή, -όν ἄγαλμα, -ατος (τό) ἄγαν (Adv.) ἀγανακτέω (-ῶ) ἀγγέλλω ἄγγελος, -ου (ὁ) Ἀγησίλαος, -ου (ὁ) Ἆγις, -ιος (ὁ) Ἀγλαόπη, -ης (ἡ) ἀγορά, -ᾶς (ἡ) ἄγριος, -α, -ον ἀγρός, -οῦ (ὁ) ἀγρυπνέω (-ῶ) ἄγω ἀδελφός, -οῦ (ὁ) ἀδικέω (-ῶ) ἀδικία, -ας (ἡ) ἄδικος, -ον ἀδοξέω (-ῶ) Ἀδρία, -ας (ἡ) ἀδύνατος, -ον ἀεί (Adv.) ἀείδω ἀθάνατος, -ον Ἀθηνᾶ, -ᾶς (ἡ) Ἀθῆναι, -ῶν (αἱ) Ἀθηναῖος, -α, -ον ἀθυμία, -ας (ἡ) Αἰγεύς, -έως (ὁ) Αἰγύπτιος, -α, -ον Αἰγύπτος, -ου (ἡ) Ἅιδης, -ου (ὁ) αἰνέω (-ῶ) αἴνιγμα, -ατος (τό) αἱρέω (-ῶ) αἰσχρός, -ά, -όν αἰσχύνω αἰώνιος, -α, -ον ἀκάνθη, -ης (ἡ) Abideno Ábidos Bueno Estatua Demasiado Obligar Anunciar Mensajero Agesilao Agis Agláope Ágora, plaza Salvaje Campo Estar en vela Llevar, traer Hermano Ser injusto, maltratar Injusticia Injusto Tener mala fama Adriático Imposible Siempre Cantar Inmortal Atenea Atenas Ateniense Desánimo Egeo Egipcio Egipto Hades Alabar Enigma Coger // elegir Feo, malo Avergonzar Eterno Espina ἀκήρατος, -ον ἀκμάζω ἀκούω ἀκροπόλις, -έως (ἡ) ἀλγέω (-ῶ) ἀλήθεια, -ας (ἡ) ἀληθής, ές ἁλιεύς, -έως (ὁ) ἀλκή, -ῆς (ἡ) Ἀλκιβιαδης, -ου (ὁ) ἀλλά (Conj.) ἀλλήλους, -ας, -α ἄλλος, -η, -ο Ἄμασις, -εως (ὁ) ἀμελέω (-ῶ) ἀμφί (prep.) ἀμφότερος, -α, -ον ἄν (Adv.) ἀνά (prep.) ἀναγκαῖος, -α, -ον ἀν-άγω ἀναθημα, -ατος (τό) ἀναιδῶς (Adv.) Ἀναξαγόρας, -ου (ὁ) ἀνα-παύω ἀνα-πείθω ἀνα-ρρήγνυμι ἀνδραποδίζω ἀνδρεία, -ας (ἡ) ἀνδρεῖος, -α, -ον ἀνδροφάγος, -ον ἄνεμος, -ου (ὁ) ἄνευ (Prep.) ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) ἄνθρωπος, -ου (ὁ) ἀν-ίσχω ἀντί (prep.) ἀντι-λέγω ἄντρον, -ου (τό) ἀξιόλογος, -ον ἄξιος, -α, -ον ἀξιόω (-ῶ) ἀπ-αγγέλλω No mezclado Florecer, culminar Oír Acrópolis Sentir dolor, sufrir Verdad Verdader o Pescador Fuerza Alcibiades Pero, sino Unos... otros Otro Amasis Despreocupar(se) A un lado y a otro Ambos (no se traduce) Hacia arriba Necesario Sacar,salir (al mar) Monumento Sin vergüenza Anaxágoras Descansar Persuadir Romper Esclavizar Valentía Valiente Come-hombres Viento Sin Hombre Hombre, ser humano Levantar, detener Contra, en vez de Hablar en contra Cueva Digno de mención Digno, valioso Pedir, tener por digno Anunciar 1
ἀπαντάω (-ῶ) ἅπας, ἅπασα, ἅπαν ἀπ-έθανον ἀπείθεια, -ας (ἡ) ἀπ-ειλέω (-ῶ) ἄπ-ειμι ἀπ-έρχομαι ἀπηλιώτης, -οῦ (ὁ) ἀπηνής, ές ἀπό (prep.) ἀπο-βάλλω ἀπο-θανοῦμαι ἀπο-θνῄσκω ἀπο-λείπω ἀπ-όλλυμι Ἀπόλλων, -ωνος (ὁ) ἀπο-πλέω (-ῶ) ἀπο-φέρω ἄπρακτος, -ον ἆρα (Adv.) Ἀργανθώνιος, -ου (ὁ) Ἄργειος, -α, -ον ἀρέσκω ἄρεστος, -η, -ον ἀρετή, -ῆς (ἡ) Ἄρης, -έως (ὁ) Ἀριάδνη, -ης, (ἡ) ἀριστοκρατία, -ας (ἡ) ἀριστοκρατικός, -ή, -όν ἀριστοποιέω (-ῶ) ἄριστος, -η, -ον (Sup.) ἅρμα, -ατος (τό) ἁρπάζω Ἄρτεμις, -ιδος (ἡ) ἀρχαῖος, -α, -ον ἀρχή, -ῆς (ἡ) ἄρχω ἄρχων, -οντος (ὁ) ἀσεβεία, -ας (ἡ) Ἀσία, -ας (ἡ) ἀσκός, -οῦ (ὁ) Ἀσπασία, -ας (ἡ) ἀσπίς, -ίδος (ἡ) ἄστυ, -εως (τό) ἄτιμος, -ον αὖθις (Adv.) Encontrar Todo (entero) Aor. de ἀπο-θνῄσκω Desobediencia Amenazar Estar ausente Irse Viento del este Cruel De, desde, por Tirar, lanzar Fut. de ἀπο-θνῄσκω Morir Abandonar Matar / Morir Apolo Navegar (desde) Llevar Inútil Acaso Argantonio Argivo Gustar Agradable Virtud Ares Ariadna Aristocracia Aristocrático Desayunar El mejor Carro Raptar Ártemis Antiguo Principio, gobierno Gobernar / Empezar Jefe, gobernante Impiedad Asia Odre, saco Aspasia Escudo Ciudad Indigno, sin derechos Inmediatamente 2 αὐλέω (-ῶ) αὔξω αὐτός, -ή, -ό ἀφ-ικνέομαι (-οῦμαι) ἀφ-ικόμην Ἀφροδίτη, -ης (ἡ) ἀφροσύνη, -ης (ἡ) Ἀχαιός, -ά, -όν Ἀχελῴος, -ου (ὁ) β, Β Βαβυλών, -ῶνος (ἡ) βαδίζω βάρβαρος, -ον βασιλεία, -ας (ἡ) βασιλεύς, -έως (ὁ) βασιλεύω βάσις, -εως (ἡ) βέβαιος, -α, -ον βίος, -ου (ὁ) βιόω (-ῶ) βλέπω βοάω (-ῶ) βοή, -ῆς (ἡ) βούκολος, -ου (ὁ) βουλεύω βουλή, -ῆς (ἡ) βούλομαι βύβλος, -ου (ἡ) βύω βωμός, -οῦ (ὁ) γ, Γ γάλα, γάλακτος (τό) γαμέω (-ῶ) γὰρ (conj.) γαστήρ, γαστρός (ἡ) γέμω γέννημα, -ατος (τό) γέρων, -οντος (ὁ) γῆ, -ῆς (ἡ) γίγας, -αντος (ὁ) γίγνομαι Tocar la flauta Aumentar Mismo, él, lo, etc. Llegar Aor. de ἀφ-ικνέομαι Afrodita Insensatez Aqueo Aqueloo Babilonia Caminar Bárbaro Realeza Rey Reinar, ser rey Pie, paso Seguro Vida Vivir Ver, mirar Gritar Grito Boyero Deliberar, decidir Consejo Querer Papiro Llenar Altar Leche Casarse Pues Estómago Llenar Hijo, generación Viejo, anciano Tierra Gigante Ser, llegar a ser, nacer
γιγνώκω γλαῦξ, γλαυκός (ἡ) γονεύς, -έως (ὁ) γόνυ, γόνατος (τό) γράφω γυμνός, -ή, -όν γυνή, γυναικός (ἡ) δ, Δ Δαρεῖος, -ου (ὁ) δᾴς, δᾳδός (ἡ) Δάφνις, -ιδος (ὁ) δέ (Conj.). δεῖ δείκνυμι δεινός, -ή, -όν δεῖπνος, -ου (ὁ) Δεκέλεια, -ας (ἡ) Δελφοί, -ῶν (οἱ) δέον, -οντος (τό) δεσμεύω δέχομαι δή (Adv.) Δῆλος, -ου (ἡ) Δημήτηρ, -τρος (ἡ) δημοκρατία, -ας (ἡ) δῆμος, -ου (ὁ) διά (prep.) δια-βαίνω δια-βάλλω δι-άγω διαίτα, -ης (ἡ) διάκονος, -ον διακόσιοι, -αι, -α δια-λέγω διαλλαγή, -ῆς (ἡ) δια-λύω δια-νοέω (-ῶ) διανομή, -ῆς (ἡ) δια-τετράινω δια-φέρω δια-φθείρω διδάσκω δι-εκ-περάω (-ῶ) Conocer Lechuza Padre(s) Rodilla Escribir Desnudo Mujer Darío Antorcha Dafnis Y, pero Es necesario Mostrar Terrible Comida, cena Decelia Delfos Necesario (lo) Atar Aceptar Precisamente Delos Deméter Democracia Pueblo Por, a causa de, durante Atravesar Atravesar Pasar Forma de vida. Alimentación Servidor, criado Doscientos Conversar Reconciliación, paz Disolver, deshacer Pensar Reparto Perforar Diferenciar(se) Destruir, corromper Enseñar Atravesar δίκαιος, -α, -ον δικαστής, όῦ (ὁ) δίκη, -ης (ἡ) Διόνυσος, -ου (ὁ) διότι (Conj.) διψάω (-ῶ) διώκω δοκῶ (-έω) δόλον, -ου (τό) δόμος, -ου (ὁ) δόξα, -ης (ἡ) δόρυ, δόρατος (τό) δοῦλος, -η, -ον δύναμαι δύο, δυοῖν δυστυχής, -ές δωρέω (-ῶ) δῶρον, -ου (τό) ε, Ε ἐάν (Conj.) ἐαρινός, -ή, -όν ἑαυτόν, -ήν, -ό ἔβαλον ἐγγενής, -ές ἐγενόμην ἐγώ ἔδραμον ἐθέλω εἰ (Conj.) εἶδον εἴκοσι (Indecl.) εἷλον εἰμί εἶπον εἰρήνη, -ης (ἡ) εἰς (prep.) εἷς, μία, ἕν εἰσ-βαίνω εἰσ-έρχομαι εἶτα (Adv.) εἶχον ἐκ / ἐξ (prep.) ἑκάς (Adv. Postp.) Justo Juez Justicia Dioniso Porque Tener sed Perseguir Parecer (bien) (a) Engaño Casa, palacio Opinión, fama Lanza Esclavo Poder Dos Desgraciado Obsequiar Regalo Si Primaveral Sí mismo Aor. de βάλλω Pariente Aor. de γίγνομαι Yo, etc. Aor. de τρέχω Querer Si Αor. de ὁράω Veinte Aor. de αἱρέω Ser, estar, haber Aor. de λέγω Paz A, hacia Uno Entrar, embarcar Entrar Después Impf. de ἔχω De, desde Enfrente de 3
ἑκάτερος, -α, -ον Cada uno (de dos) ἑκατόν (Indecl.) Cien ἔκαυσα Aor. de καίω ἐκ-βαίνω Salir ἐκ-βάλλω Desembocar ἐκ-βιβάζω Desembarcar ἐκεῖθεν (Adv.) De allí ἐκεῖνος, -η, -ο Aquel, -a, -o ἐκ-κινέω (-ῶ) Poner en movimiento ἐκκλησία, -ας (ἡ) Asamblea ἐκ-λάμπω Brillar ἐκ-λέιπω Abandonar ἔκπληξις, -εως (ἡ) Respeto ἐκτός (Adv.) Fuera ἕκτος, -η, -ον Sexto ἐκ-χωρέω (-ῶ) Salir, irse ἔλαβον Aor. de λαμβάνω ἔλαθον Αor. de λανθάνω ἐλαύνω Impulsar, alcanzar, llegar ἐλευθερία, -ας (ἡ) Libertad ἐλεύθερος, -α, -ον Libre ἐλεύσομαι Fut. de ἔρχομαι ἔλιπον Aor. de λείπω Ἑλλάς, άδος (ἡ) Grecia Ἕλλην, -ηνος (ὁ,ἡ) Griego Ἑλληνικός, -ή, όν Griego ἐλπίζω Esperar ἐλπίς, -ίδος (ἡ) Esperanza ἔμαθον Aor. de μανθάνω ἐμαυτόν, -ήν, -ό Mí mismo ἐμός, -ή, -όν Mío, mi ἐμ-πίπτω Caer en ἐμ-πορεύω Marchar, viajar ἐμπόριον, -ου (τό) Mercado ἔμπροσθεν (Adv.) Delante, antes ἐν (prep.) En ἔν-ειμι Estar dentro ἕνεκα (Prep. post.) A causa de ἐνθάδε (Adv.) Allí ἔνιος, -α, -ον Alguno ἐνίοτε (Adv.) Algunas veces ἐντάφιον, -ου (τό) Mortaja ἐντός (Adv.) Dentro ἐξ-άπτω Atar, colgar ἐξ-έρχομαι Salir ἑορτή, ῆς (ἡ) Procesión 4 ἔπαινος, -ου (ὁ) ἐπ-αν-άγω ἐπ-ανα-φέρω ἐπεί (Conj.) ἐπειδάν (Conj.) ἐπειδή (Conj.) ἔπειτα (adv.) ἔπεσον ἐπί (prep.) ἐπι-δείκνυμι Ἐπικάστη, -ης (ἡ) ἐπι-λανθάνω ἐπι-λέγω ἐπι-μελέομαι (-οῦμαι) ἐπι-στέλλω ἐπιστήμη, -ης (ἡ) ἐπίστημι ἐπίτιμος, -ον ἐπιτυχία, -ας (ἡ) ἕπομαι ἐπυθόμην Ἐρατοσθένης, -ους (ὁ) ἐργάζομαι ἔργον, -ου (τὸ) Ἑρμῆς, -οῦ (ὁ) ἔρομαι ἔρχομαι Ἔρως, -ωτος (ὁ) ἐσθίω Ἑστία, -ας (ἡ) ἔσχον ἑταῖρος, -ου (ὁ) ἔταμον Ἐτεοκλῆς, -έους (ὁ) ἑτέρος, -α, -ον ἔτι (Adv.) ἔτος, -ους (τό) ἔτρησα ἔτυχον εὖ (Adv.) εὐδαιμονία, -ας (ἡ) εὐθύς (Adv.) εὐκλεής, -ές εὔλαλος, -ον εὐμενής, -ές εὐπορία, -ας (ἡ) Alabanza Llevar arriba, sacar Volver a llevar Cuando, porque Cuando Cuando, porque Después Aor. de πίπτω Sobre, contra Demostrar Epicasta Olvidar Leer Preocuparse Enviar Conocimiento Saber Que tiene derechos Fortuna (buena) Seguir Aor. πυνθάνομαι Eratóstenes Trabajar, hacer Obra, trabajo Hermes Preguntar Ir, venir Amor Comer Hestia Aor. de ἕχω Compañero Aor. de τέμνω Eteocles Otro Todavía Año Aor. de τετραίνω Aor. de τυγχάνω Bien Felicidad En seguida Famoso Del que se habla bien Favorable Abundancia
εὑρίσκω εὗρον εὐτρεπίζω εὐχάριστος, -ον ἐφ-έλκομαι ἐφ-ίστημι ἔφυγον ἔχθιστος, -η, -ον (Sup.) ἔχθρα, -ας (ἡ) ἐχθρός, -ά, όν ἔχω ἕως (Conj.) ζάω (ζῶ) Ζεύς, Διός (ὁ) ζηλόω (-ῶ) ζητέω (-ῶ) ζ, Ζ η, Η ἢ (Conj.) ἤγαγον ἤγγειλα ἡγεμών, -όνος (ὁ) ἡγέομαι (-οῦμαι) ἤδη (Adv.) ἡδίων, -ίον (Comp.) ἥδομαι ἡδονή, -ῆς (ἡ) ἡδύς, -εῖα, -ύ ἥκω ἤλασα ἦλθον Ἡλιοδώρα, -ας (ἡ) ἥλιος, -ου (ὁ) ἡμεῖς ἡμέρα, -ας (ἡ) ἡμέτερος, -α, -ον ἤνεγκον ἧπαρ, ἥπατος (τό) Ἥρα, -ας (ἡ) Ἡρακλῆς, -έους (ὁ) Ἡρόδοτος, -ου (ὁ) Encontrar Αor. de εὑρίσκω Arreglar Agradecido Arrastrar, tirar de Colocar Aor. de φεύγω Muy odioso Enemistad Odioso, enemigo Tener Mientras que Vivir Zeus Envidiar Buscar O // que (compar.) Aor. de ἄγω Aor. de ἀγγέλλω Jefe Creer, ser el primero Ya Más dulce Gozar Placer Dulce, agradable Llegar Aor. de ἐλαύνω Aor. de ἔρχομαι Heliodora Sol Nosotros, etc. Día Nuestro Aor. de φέρω Hígado Hera Heracles Heródoto ἡσυχάζω ἡσυχία, -ας (ἡ) ἧττα, -ης (ἡ) Ἥφαιστος, -ου (ὁ) ἦχος, -ους (τό) θ, Θ θάλαττα, -ης (ἡ) θάλλω θάνατος, -ου (ὁ) θαρρύνω θαυμάζω θεά, -ᾶς (ἡ) θεῖος, -α, -ον Θελξιέπεια, -ας (ἡ) Θεόδωρος, -ου (ὁ) θεός, -οῦ (ὁ) θεραπεύω θεραπών, -όντος (ὁ) Θερμοπύλαι, -ῶν (αἱ) θέρος, -ους (τό) Θῆβαι, -ῶν (αἱ) Θηβαῖος, -α, -ον Θηραμένης, -ου (ὁ) Θησεύς, -έως (ὁ) θνητός, -ον θόρυβος, -ου (ὁ) Θουκυδίδης, -ου (ὁ) Θοώσα, -ης (ἡ) θρίξ, τριχός (ἡ) θυγάτηρ, -τρὸς (ἡ) θυμίαμα, -ατος (τό) θύρα, -ας (ἡ) θύω Θώραξ, -ακος (ὁ) ι, Ι ἰατρός, -οῦ (ὁ) Ἰβηρία, -ας (ἡ) ἱερεύς, -έως (ὁ) ἱερός, -ά, -όν Ἰθάκη, -ης (ἡ) ἱκετεύω Estar tranquilo Tranquilidad Derrota Hefesto Eco, sonido Mar Florecer Muerte Confiar Admirar Diosa Divino Telxiepea Teodoro Dios Cuidar, curar Servidor Termópilas Verano Tebas Tebano Terámenes Teseo Mortal Alboroto Tucídides Toosa Pelo, cabello Hija Incienso, perfume Puerta Sacrificar Torax Médico Iberia Sacerdote Sagrado Ítaca Suplicar 5
Ἴλιον, -ου (τό) ἵνα (Conj.) Ἰοκάστη, -ης (ἡ) ἵππος, -ου (ὁ) Ἶρις, -ιος (ἡ) ἱστίον, -ου (τό) ἰχθύς, -ύος (ὁ) ἴχνος, -ους (τό) Ἰωνία, -ας (ἡ) κ, Κ καθάπερ (Conj.) καθέζομαι καὶ (Conj.) καινός, ή, όν καίπερ (Conj.) καίω κακία, -ας (ἡ) κακός, -ή, -όν κακότης, -ητος (ἡ) καλέω (-ῶ) Καλλιόπη, -ης (ἡ) κάλλιστος, -η, -ον (Sup.) καλός, -ή, όν κἂν (Conj.) κάπρος, -ου (ὁ) κάρα, κρατός (τό) καρδία, -ας (ἡ) καρπός, -οῦ (ὁ) καρτερέω (-ῶ) κατὰ (prep.) κατα-γράφω κατα-δείκνυμι κατα-κλύζω κατα-μένω κατα-πλέω (-ῶ) κατα-σκευάζω κατασκευή, -ῆς (ἡ) κατα-φιλέω (-ῶ) κατ-έχω κελεύω κενός, -ή, -όν Κένταυρος, -ου (ὁ) κῆπος, -ου (ὁ) Ilión, Troya Para (que) Yocasta Caballo Iris Vela, mástil Pez Huella, señal Jonia Como Estar sentado Y, (también) Nuevo Aunque, aun Quemar Maldad Malo Maldad Llamar Calíope Muy bonito Bello, guapo Aunque Monstruo, jabalí Cabeza Corazón Fruto Soportar Según, por, abajo Escribir en contra Dar a conocer Inundar Permanecer, quedarse Navegar (de regreso) Preparar Preparación Besar dulcemente Retener Ordenar, pedir Vacío Centauro Jardín, huerto κηρός, -οῦ (ὁ) κήρυξ, -υκος (ὁ) Κιθαιρών, -ῶνος (ὁ) κιθάρα, -ας (ἡ) κιθαρίζω κίνησις, -εως (ἡ) κλείω κλέος, κλέους (τό) κληρουχία, -ας (ἡ) κλύω κνήμη, -ης (ἡ) κοινός, -ή, -όν κόλπος, -ου (ὁ) Κορίνθιος, -α, -ον κοσμέω (-ῶ) κόσμος, -ου (ὁ) κρέας, -ως (τό) Κρήτη, -ης (ἡ) κρίνω Κρίτων, -ονος (ὁ) κρύπτω κρύφα (Adv.) κτείνω Κύπρις, -ιδος (ἡ) Κύρος, -ου (ὁ) κύων, κυνός (ὁ) κῶλον, -ου (τό) κωμάζω κωμικός, -οῦ (ὁ) κώπη, -ης (ἡ) λ, Λ λαβύρινθος, -ου (ὁ) Λάιος, -ου (ὁ) Λακεδαιμόνιος, -α, -ον Λακεδαίμων, -ονος (ἡ) λακωνικός, -ή, -όν λαλέω (-ῶ) λαμβάνω Λάμψακος, -ου (ἡ) λέγω λείπω λέων, -οντος (ὁ) Λεωνίδας, -ου (ὁ) Cera Heraldo, mensajero Citerón Cítara, guitarra Tocar la cítara Movimiento Cerrar Fama Cleruquía, colonia Oír, escuchar Pierna Común Seno, golfo Corintio Ordenar, arreglar Mundo, universo Carne Creta Condenar (a algo, + gen.) Critón Ocultar A escondidas de Matar Cipris, Afrodita Ciro Perro Pie, pierna Acostarse Cómico (autor) Mango Laberinto Layo Lacedemonio Lacedemonia laconio Hablar Coger Lámpsaco Decir, llamar Dejar León Leónidas 6
Λῆμνος, -ου (ἡ) Λητοίδης, -ου (ὁ) λιμήν, -ένος (ὁ) λιμός, -οῦ (ὁ) λίνον, -ου (τό) λόγιον, -ου (τό) λόγος, -ου (ὁ) λοιμός, -οῦ (ὁ) Λύσανδρος, -ου (ὁ) λύσις, -εως (ἡ) λύχνος, -ου (ὁ) λύω μ, Μ μακρός, -ά, -όν μάλα (Adv.) μάλιστα (Adv.) μᾶλλον (Αdv.) μανθάνω μαραίνω μαρτυρέω (-ῶ) μαρτυρία, -ας (ἡ) μάρτυς, -τυρος (ὁ) μάχη, -ης (ἡ) μάχομαι μέγας, μεγάλη, μέγα μέγιστος, -η, -ον μεθύω μέλας, μελαῖνα, μέλαν μελίττα, -ης (ἡ) μέλλω Μελπομένη, -ης (ἡ) μὲν (Adv.) Μενοικεύς, -έως (ὁ) μέρος, -ους (τό) μέσος, -η, -ον μετά (prep.) μετα-βάλλω μετ-άγω μεταίχμιον, -ου (τό) μετα-πέμπω μεταψαίρω μέτ-ειμι μέτοικος, -ου (ὁ) Lemnos De Leto Puerto Hambre Hilo, lino Oráculo, vaticinio Palabra, razonamiento Peste, epidemia Lisandro Solución, liberación Lámpara, luz Soltar, liberar Largo, grande muy Muchísimo Más Aprender, saber Estinguir Testimoniar Testimonio Testigo Batalla, lucha Luchar Grande Superl. De μέγας Estar borracho Negro Abeja Ir a, estar a punto de Melpómene x Meneceo Parte Medio Después de / con Cambiar Cambiar Espacio entre ejércitos Hacer venir Rozar Intervenir meteco μέτρον, -ου (τό) μέτωπον, -ου (τό) μὴ (Adv./Conj) μηδέ (Conj.) μηδείς, -δεμία, -έν Μῆδος, -ου (ὁ) μήτε μητήρ, μητρός (ἡ) μιμέομαι (-οῦμαι) Μίνως, -ωος (ὁ) Μινώταυρος, -ου (ὁ) μισθός, όῦ (ὁ) μοῖρα, -ας (ἡ) μοιχεύω μοναρχία, -ας (ἡ) μόνον (Adv.) μόνος, -η, -ον μορφή, -ῆς (ἡ) Μοῦσα, -ης (ἡ) μουσική, -ῆς (ἡ) μόχθος, όυ (ὁ) ν, Ν ναί (Adv.) Νάξος, -ου (ἡ) ναυμαχία, -ας (ἡ) ναῦς, νεῶς (ἡ) ναύτης, -ου (ὁ) ναυτιλία, -ας (ἡ) νεανίας, -ου (ὁ) νέμω νέος, -α, -ον νῆσος, -ου (ἡ) νικέω (-ῶ) νίκη, -ης (ἡ) νομεύς, -έως (ὁ) νομίζω νόμος, -ου (ὁ) νοσέω (-ῶ) νοῦς, νοῦ (ὁ) νύμφη, -ης (ἡ) νῦν (Adv.) νύξ, νυκτός (ἡ) Medida Frente No (tb. Que) Ni, y no Nadie, ninguno, nada Medo Ni, y no Madre Imitar Minos Minotauro Sueldo, alquiler Moira, destino Cometer adulterio Monarquía Sólo, solamente Solo, único Forma Musa Música Esfuerzo, fatiga Sí Naxos Combate naval Nave Marinero Navegación Joven Repartir / Pacer Nuevo, joven Isla Vencer Victoria Pastor Creer, considerar Ley Estar enfermo Mente Ninfa Ahora, entonces Noche 7
ξ, Ξ ξενία, -ας (ἡ) Hospitalidad ξένος, -η, -ον Extranjero ξίφος, -ους (τό) Espada ο, Ο ὀγώκοντα (Indecl.) Ochenta ὀδάξ (Adv.) Con los dientes ὅδε, ἥδε, τόδε Este, -a, -o ὀδή, -ῆς (ἡ) Canto ὁδός, -οῦ (ἡ) Camino ὀδόυς, -οντος (ὁ) Diente Ὀδυσσεύς, -έως (ὁ) Odiseo Οἰάγρος, -ου (ὁ) Eagro οἴδημα, -ατος (τό) Hinchazón Οἰδίπους, -οδος (ὁ) Edipo οἰκάδε (Adv.) A casa οἰκέτης, -ου (ὁ) Criado οἰκέω (-ῶ) Habitar οἰκία, -ας (ἡ) Casa οἶκτος, -ου (ὁ) Lamento οἶνος, -ου (ὁ) vino οἴομαι Creer οἷος, -α, -ον Cual, como ὀλίγος, -η, -ον Poco ὅλος, -η, -ον Todo ὀμνύω Jurar ὁμολογέω (-ῶ) Estar de acuerdo ὁμόσπορος, -ον Del mismo linaje ὁμοῦ (Adv.) Al mimo tiempo ὀμφαλός, -οῦ (ὁ) Ombligo ὄναρ, -ατος (τό) Sueño ὀνειδίζω Echar en cara ὄνομα, -ατος (τό) Nombre ὅπλον, -ου (τό) Arma ὁπότε (Conj.) Cuando, cada vez que ὅπου (Adv.) Donde ὅπως (Conj.) Para que ὁράω (-ῶ) Ver ὅρκος, -ου (ὁ) Juramento ὀρνίς, -ίθος (ὁ) Pájaro, ave Ὀρφεύς, -έως (ὁ) Orfeo ὅς, ἥ, ὅ que, cual, etc, ὅσος, -η, -ον Cuanto ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ El que precisamente ὅστις, ἥτις, ὅ,τι Cualquiera que, quien ὅταν (Conj.) Cuando ὅτε (Conj.) Cuando ὅτι (Conj.) Que, porque οὐ (οὐκ, οὐχ) (Adv.) No οὐδὲ (Conj.) Y no, ni οὐδέις, οὐδεμία, οὐδέν οὐκέτι (adv.) οὖν (Conj.) οὔποτε (Adv.) οὐρά, -ᾶς (ἡ) οὐρανός, -οῦ (ὁ) οὖς, ὠτός (τό) οὔτε (Conj.) Nadie, ninguno Todavía no Por tanto, así pues Nunca Cola Cielo Oído, oreja Ni, y no οὗτος, αὕτη, τοῦτο Ese, -a, -o οὑτω(ς) (Adv.) ὀφείλω ὀφθαλμός, -οῦ (ὁ) ὀχέω (-ῶ) ὄχλος, -ου (ὁ) π, Π παιάν, -ᾶνος (ὁ) παίγνιον, -ου (τό) παιδίον, -ου (τό) παίζω παίς, παιδός (ὁ) παίω πάλαι (Adv.) παλαιός, -ά, όν πάλιν (Αdv.) πανδαμάτωρ, -ορος πανδημεί (Adv.) παντελῶς (Adv.) παρά (prep.) παρα-βάλλω παραβλημα, -ατος (τό) παρα-γίγνομαι παράδειγμα, -ατος (τό) παρα-λαμβάνω παρα-πέμπω παρα-πλέω (-ῶ) παρα-σκευάζω Así, tan Deber Ojo llevar, montar Muchedumbre Peán, canto fúnebre Juego, juguete Niñito Jugar Niño Golpear Hace tiempo Antiguo De nuevo, otra vez Omnipotente En masa Completamente a, de, en el lado de Echar Barricada Presentarse Paradigma, modelo Recibir Enviar Costera Preparar 8
παρασκευή, -ῆς (ἡ) πάρ-ειμι παρ-έρχομαι παρ-έχω παρθένος, -ου (ὁ) πάροινος, -ον πᾶς, πᾶσα, πᾶν πατὴρ, πατρὸς (ὁ) πατρίς, -ίδος (ἡ) πατροκτόνος, -ον Παυσανίας, -ου (ὁ) πεζῇ (Adv.) πείθω Πειραιεύς, -έως (ὁ) πείρω Πεισινόη, -ης (ἡ) Πελοποννήσιος, -α, -ον πέμπτος, -η, -ον πέμπω πένης, -ητος (ὁ) περί (prep.) περι-αιρέω (-ῶ) περι-βάλλω Περίβοια, -ας (ἡ) περί-ειμι Περικλῆς, -έους (ὁ) Περικλῆς, -οῦς (ὁ) περι-ορμέω (-ῶ) περι-χέω (-ῶ) περόνη, -ης (ἡ) Πέρσης, -ου (ὁ) περσικός, -ή, -όν πέσημα, -ατος (τό) πέτρα, -ας (ἡ) πίνω πιστός, -ή, -όν πλάττω πλεῖστος, -η, -ον πλείων, -ίον (Gen. -ονος) πλέω (-ῶ) πλῆθος, -ους (τό) πλήν (Adv. + gen.) πλησίον (Adv. Post.)) πλούσιος, -α, -ον πλουτέω (-ῶ) πόα, -ας (ἡ) Preparación Estar presente, presentarse Pasar junto a, quebrantar Ofrecer Virgen, chica Borracho Todo Padre Patria Parricida Pausanias A pie Convencer / creer /obedecer Pireo Atravesar Pisínoe Peloponesio Quinto Enviar Pobre Sobre, alrededor de Derribar Abrazar Peribea Ser superior Pericles Pericles Bloquear, anclar Derramar, esparcir Broche Persa Persa Caída Piedra Beber Fiel, fiable Formar, modelar Sup. de πολύς Comp. de πολύς Navegar (desde) Pueblo, muchedumbre Excepto Cerca Rico Enriquecerse Yerba, pasto 9 ποιέω (-ῶ) ποιητής, όῦ (ὁ) πολεμέω (-ῶ) πολέμιος, -α, -ον πόλεμος, -ου (ὁ) Πόλιβος, -ου (ὁ) πολιορκία, -ας (ἡ) πόλις, -εως (ἡ) πολιτεία, -ας (ἡ) πολίτης, -ου (ὁ) πολλάκις (adv.) Πολυκράτης, -ους (ὁ) Πολυνείκης, -ου (ὁ) πολύς, πολλή, πολύ Πολυφῆμος, -ου (ὁ) Πολυφόντης, -ου (ὁ) πορεύω Ποσειδῶν, -όνος (ὁ) πόσις, -ιος (ὁ) ποταμός, -οῦ (ὁ) πότμος, -ου (ὁ) ποτόν, -ου (τό) πούς, ποδός (ὁ) πρᾶγμα, -ατος (τό) πράττω πρέσβυς, -έως (ὁ) πρίν (Conj.) πρό (prep.) προ-γίγνομαι προδότης, -ου (ὁ) προ-λέγω πρός (Prep.) προσ-δέω (-ῶ) πρόσ-ειμι προσ-έρχομαι προσ-καλέω (-ῶ) πρόσοπον, -ου (ὁ) προσ-πλέω (-ῶ) προσφιλής, -ές πρότερον (Adv.) πρότερος, -α, -ον πρῶτον (adv.) πρῶτος, -η, -ον πτέρον, -ου (τό) πτωχός, -ή, -όν πυγμή, ῆς (ἡ) Hacer Poeta Hacer la guerra Enemigo Guerra Pólibo Asedio Ciudad Constitución Ciudadano Muchas veces Polícrates Polinices Mucho Polifemo Polifontes Ir, viajar Posidón Esposo, marido Río Destino Bebida Pie Cosa, asunto, hecho Hacer Anciano, ambajador Antes de (que) Antes, delante Nacer o suceder antes Traidor Decir anter, advertir Hacia, contra Atar Estar junto a, añadido Avanzar Invitar, llamar. Cara Navegar hacia Amigo Antes Primero Primero Primero Ala Pobre Puño
πυνθάνομαι πῦρ, πυρός (τό) πυραμίς, -ίδος (ἡ) πυρφόρος, -ον ρ, Ρ ῥῆμα, -ατος (τό) ῥήτωρ, -ορος (ὁ) ῥίπτω ῥίς, ῥινός (ἡ) ῥόδον, -ου (τό) σ, Σ σαλεύω σάλπιγξ, -ιγγος (ἡ) Σάμιος, -α, -ον Σάμος, -ου (ἡ) σεαυτόν, -ήν, -ό Σειρήν, -ῆνος (ἡ) σελήνη, -ης (ἡ) σηκός, -οῦ (ὁ) σῆμα, -ατος (τό) σιγάω (-ῶ) σίδηρος, -ου (ὁ) σῖτος, -ου (ὁ) σκάφιον, -ου (τό) σκήπτω σκληρός, -ά, -όν σός, σή, σόν σοφία, -ας (ἡ) σοφός, -οῦ (ὁ) Σπάρτη, -ης (ἡ) σπεύδω στέναγμα, -ατος (τό) στέργω στέφανος, -ου (ὁ) στῆθος, -ους (τό) στήλη, -ης (ἡ) στόμα, -ατος (τό) στρατεύω στρατηγός, -οῦ (ὁ) στρατιᾶ, -ᾶς, (ἡ) στρατιώτης, -ου (ὁ) Averiguar Fuego Pirámide Portador de fuego Palabra Orador Lanzar, arrojar Nariz Rosa Estar agitado Trompeta Samio Samos Sí mismo Sirena Luna Sudario Señal Callar Hierro Trigo, alimento Caja, bandeja Caer Duro Tu, tuyo Sabiduría Sabio Esparta Apresurarse Suspiro, gemido Desear, amar Corona Pecho Columna Boca Dirigir un ejército General Ejército Soldado στρατός, -οῦ (ὁ) σύ συγ-κατα-κλίνω συμ-βάλλω συμβουλία, -ας (ἡ) σύμμαχος, -ον συμφορά, -ᾶς (ἡ) σύν (prep.) συν-άγω σύν-ειμι συν-επ-αινέω (-ῶ) συν-έρχομαι συνθήκη, -ης (ἡ) συνίστωρ, -ορος (ὁ,ἡ) συν-οικέω (-ῶ) συν-τυγχάνω συρίττω σφαῖρα, -ας (ἡ) Σφίγξ, -ίγγος (ἡ) σφόδρα (Adv.) σφραγίς, -ίδος (ἡ) σφυρόν, -οῦ (τό) σῴζω Σωκράτης, -ους (ὁ) σῶμα, -ατος (τό) σωτερία, -ας (ἡ) σώφρων, -ον (gen.: -ονος) τ, Τ τἆλλα τάξις, -εως (ἡ) ταπεινός, -ή, -όν Ταρτησσίος, -α, -ον Ταρτησσός, -οῦ (ὁ) ταῦρος, -ου (ὁ) τάφος, -ου (ὁ) τάχιστος, -η, -ον (Sup.) ταχύς, -εῖα, -ύ τε (Conj. post.) τείνω Τειρεσίας, -ου (ὁ) τειχέω (-ῶ) τεῖχος, -ους (τό) τεκμαίρω Ejército Tú, etc. Acostarse juntamente Juntar Consejo Aliado Desdicha Con Reunir Estar con Alabar con Reunirse Pacto, alianza Testigo Vivir con Encontrarse con Tocar (la flauta) Pelota Esfinge Fuertemente Anillo, sello Tobillo Salvar Sócrates Cuerpo Salvación Sensato cf. τὰ ἄλλα Orden, formación Humilde, modesto Tartesio Tartesos Toro Tumba Muy rápido Rápido Y Tender, extender Tiresias Amurallar Muro, muralla Mostrar 10
τέκνον, -ου (τό) τελευτάω (-ῶ) τελευτή, -ῆς (ἡ) τέμνω τέρπω τέτταρες, -α τέχνη, -ης (ἡ) τίκτω τιμάω (-ῶ) τις, τι τίς, τί τιτρώσκω τοιοῦτος, -αύτη, -ο τόπος, -ου (ὁ) τοσοῦτος, -αύτη, -ο τότε (Adv.) τρεῖς, τριῶν τρέπω τρέχω τριαίνα, -ης (ἡ) τριήρης, -ες τροφή, -ῆς (ἡ) τυγχάνω τύραννος, -ου (ὁ) Τυρσηνία, -ας (ἡ) τυφλός, -ή, -όν τύχη, -ης (ἡ) υ, Υ ὑβρίζω ὕδωρ, ὕδατος (τό) υἱός, -οῦ (ὁ) ὕλη, -ης (ἡ) ὑμεῖς ὑμέναιος, -ου (ὁ) ὑμέτερος, -α, -ον ὑπ-ακούω ὕπ-ειμι ὑπέρ (Prep.) ὑπερμεγέθης, -ες ὕπνος, -ου (ὁ) ὑπό (prep.) ὑπο-βάλλω ὑπόβλητος, -ον Hijo, bebé Terminar, morir Final, muerte Cortar Alegrar, divertir Cuatro Arte, técnica Engendrar, parir Honrar Alguien, alguno, algo Quién, qué Herir Tal Lugar Tanto, tan Entonces Tres Dirigir Correr Tridente Trirreme Alimento, crianza Obtener (+ gen.) Tirano Tirreno Ciego Suerte Ultrajar Agua Hijo Bosque, madera Vosotros, etc. Canto nupcial, himeneo Vuestro Escuchar Estar debajo Sobre, a favor de Enorme Sueño Bajo / Por Adoptar Ilegítimo ὑστεραῖος, -α, -ον ὕστερον (Adv.) φ, Φ φαίνω φέρω φεύγω φθέγμα, -ατος (τό) φθείρω φθονερός, -ά, -ον φιλέω (-ῶ) φιλία, -ας (ἡ) Φίλιππος, -ου (ὁ) φίλος, -ου (ὁ) φιλοσοφία, -ας (ἡ) φιλόσοφος, -ου (ὁ) φόβος, -ου (ὁ) φοβέω (-ῶ) φονέυς, -έως (ὁ) φονεύω φροντίζω φύλαξ, -ακος (ὁ) φυλάττω φύω Φωκαιεύς, -έως (ὁ) Φωκίς, -ίδος (ἡ) φωνέω (-ῶ) φωνή, -ῆς (ἡ) φῶς, φωτός (τό) χ, Χ χαίρω χαλεπαίνω χαλεπός, -ή, -όν χαλκέος, -α, -ον χεῖλος, -ους (τό) χειμών, -ῶνος (ὁ) χείρ, χειρός (ἡ) χιών, -όνος (ἡ) χλαῖνα, -ης (ἡ) Χλοή, -ῆς (ἡ) χράομαι (-ῶμαι) χράω (-ῶ) Siguiente, posterior Después Mostrar, aparecer Llevar Huir, evitar (tb. + gen.) Voz Destruir Envidioso Amar, ser amigo Amistadd Filipo Amigo Filosofía Filósofo Miedo Temer, tener miedo Asesino Matar Pensar (en) Guardián Vigilar Engendrar / crecer Foceo Fócide Hablar Voz, sonido Luz Alegrarse Irritarse Difícil, duro De bronce Labio Invierno, tormenta Mano Nieve Manta Cloe Servirse de (+ dat.) Vaticinar 11
χρή χρῆμα, -ατος (τό) χρόνος, -ου (ὁ) χρύσεος, -α, -ον χώρα, -ας (ἡ) ψυχή, -ῆς (ἡ) ψ, Ψ Es necesario Cosa, (pl.) dinero Tiempo De oro, dorado Tierra Alma, mente ὦ (adv. Excl.) ὦμος, -ου (ὁ) ὤμοσα ὡς (Conj.) ὡς εἰς (Locu.) ὡς τάχιστα ὥσπερ (Conj.) ὥστε (Conj.) ω, Ω Oh Hombro Aor. de ὀμνύω Como, cuando, que, etc. Como para Tan pronto como Como De tal modo que 12