Σηµείωµα της Μετάφρασης Το κείµενο που ακολουθεί δηµοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Chronique des Secrets Publiques (Τόµος Ι, Ιούνιος 1975 Παρίσι). Η συγγραφέας Françoise Denevert, η οποία υπογράφει µε το ψευδώνυµο Jeannes Charles, υπήρξε ιδρυτικό µέλος (µαζί µε την Françoise Bloch, τον Joel Cornuaut και τον Daniel Denevert) του Κέντρου Έρευνας του Κοινωνικού Ζητήµατος (Centre de Recherche sur la Question Sociale CRQS) που δηµιουργήθηκε το 1973 στο Παρίσι. Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι Αύγουστος 2008 Jeanne Charles Κριτική προς τις Γυναίκες La Critique ad mulierern (1975) Ένα από τα συµπτώµατα της αδυναµίας του επαναστατικού κινήµατος σήµερα είναι ότι δεν έχει φτάσει ακόµα στο σηµείο να δηµιουργήσει µια ποιοτική και αυτόνοµη έκφραση των επαναστατριών γυναικών. Είναι γνωστό ότι ο βαθµός ανάπτυξης που επιτυγχάνεται από τις δυνάµεις της άρνησης εντός της υπάρχουσας κοινωνίας βρίσκει την ξεκάθαρη, αποφασιστική και προφανή εκδήλωσή του στις σχέσεις ανάµεσα στους επαναστάτες άνδρες και τις γυναίκες και στον τρόπο µε τον οποίο γίνεται αντιληπτή η άµεση και φυσική σχέση ανάµεσα στα φύλα. Στην αλλοτριωµένη κοινωνία, ο καταµερισµός ρόλων ανάµεσα στα φύλα, ο οποίος κληρονοµήθηκε από τη φεουδαρχική κοινωνία και από τα πρώτα στάδια της βιοµηχανικής κοινωνίας, µπορεί να οριστεί σχηµατικά ως εξής: η θηλυκότητα συµπυκνώνει τις αντιιστορικές τάσεις της αλλοτριωµένης ζωής (παθητικότητα, υποταγή στη φύση, προκατάληψη που απορρέει από αυτή την υποταγή, επανάληψη, παραίτηση), ενώ η αρρενωπότητα συµπυκνώνει τις ψευδο-ιστορικές της τάσεις (εκφυλισµένη προτίµηση για πάλη, αλαζονεία, ψευδο-δραστηριότητα, καινοτοµία, εµπιστοσύνη στην εξουσία της κοινωνίας, ορθολογισµός). Η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα είναι οι δύο συµπληρωµατικοί 1
πόλοι της ίδιας αλλοτρίωσης. Στη σύγχρονη βιοµηχανική κοινωνία αυτοί οι δύο πόλοι, καθώς χάνουν τις υλικές βάσεις τους, τείνουν να συγχωνευθούν προκειµένου να συγκροτήσουν τα ειδικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου προλεταριάτου, όπου οι διαφορές ανάµεσα στα φύλα είναι ολοένα λιγότερο αισθητές. Σε όλες τις εποχές, και σύµφωνα µε τη φύση αυτων των εποχών, οι άνδρες και οι γυναίκες δεν αποτέλεσαν ποτέ δύο αµιγείς τύπους. Όποιο και αν είναι το φύλο τους, τα άτοµα συνενώνουν µε ποικίλους τρόπους τα χαρακτηρολογικά γνωρίσµατα και τη συµπεριφορά των δύο φύλων. Παρόλα αυτά, η θηλυκότητα υπήρξε πάντοτε, µέχρι σήµερα, το κυριότερο γνώρισµα της αλλοτρίωσης των γυναικών, και η αρρενωπότητα το κυριότερο γνώρισµα της αλλοτρίωσης των ανδρών. Ωστόσο, τα γνωρίσµατα της παλιάς θηλυκότητας είναι εκείνα που επανεµφανίζονται θεµελιωδώς σήµερα στη γενικευµένη παθητικότητα του βασιλείου της σύγχρονης οικονοµίας, µολονότι η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα, απελευθερωµένες από τις υλικές τους ρίζες, αναβιώνουν και χρησιµοποιούνται αδιακρίτως από τα δύο φύλα ως τρόποι θεαµατικής επιβεβαίωσης. Στην αλλοτριωµένη κοινωνία, η γυναίκα και ο άνδρας βρίσκονται ολοένα και περισσότερο σε ένα επίπεδο ισότητας (µε εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου η πατριαρχία εξακολουθεί να κυριαρχεί) διότι η γυναίκα δεν µπορεί να βρει έναν αξιοθαύµαστο και παντοδύναµο προστάτη στο πρόσωπο του αρσενικού συντρόφου της, ο οποίος είναι τόσο άοπλος όσο και η ίδια στο σύγχρονο επαναστατικό κίνηµα, αντίθετα, το σηµείο εκκίνησης για τη γυναίκα είναι η οξεία αντιπαράθεση µε την παλιά της θηλυκότητα απέναντι στην κυριαρχία ενός ορισµένου θεωρητικού κύρους. Και αυτό διότι, για το άτοµο που δεν εµπλέκεται στη θεωρητική δραστηριότητα, η θεωρία εµφανίζεται σαν ικανότητα γραφής, ικανότητα σκέψης, προϊόν ευφυίας, µυστηριώδης ατοµική δηµιουργία. Αυτή είναι η επίδραση του θεάµατος ο φετιχισµός της θεωρίας για εκείνους που βρίσκονται έξω από αυτή. Η γυναίκα βρίσκεται συχνά αναγκασµένη να οµολογήσει ότι δεν έγραψε ακόµα τίποτα και ότι δεν έχει ενεργό ρόλο στην επεξεργασία της επαναστατικής θεωρίας, σε έκδηλη αντίθεση µε 2
ορισµένους από τους άνδρες. Σε ζητήµατα που σχετίζονται µε τη θεωρία, η πρωταρχική της παρόρµηση είναι να στηριχθεί στους άνδρες, τους οποίους θεωρεί περισσότερο προικισµένους από την ίδια. Καταλήγει να δυσπιστεί απέναντι στην ίδια της τη σκέψη, η οποία παραλύει από εξωτερικά κριτήρια. Όταν τυχαίνει να εισχωρεί σε ανεξερεύνητα πεδία σταµατάει απότοµα, καθώς σκέφτεται ότι ο µόνος λόγος για τον οποίο αυτή η διερεύνηση δεν έχει ήδη γίνει στο παρελθόν είναι επειδή δεν άξιζε τον κόπο. Όταν, παρόλα αυτά, κατορθώνει να σκεφτεί κάτι, η σκέψη της παραµένει νεκρό γράµµα: η γυναίκα δε συνεχίζει ποτέ µόνη µέχρι τις πρακτικές συνέπειες της σκέψης της. Συχνά, σχηµατίζει ταχύτατα µια ορθή, διαισθητική κρίση για κάποιο άτοµο, ακόµα και πριν από τον αρσενικό φίλο ή τους φίλους της αλλά σταµατάει εκεί, στην παθητικότητά της. Όταν το ζήτηµα φτάνει στις πρακτικές συνέπειες, κρύβεται πίσω από τους άνδρες. Οι σκέψεις και οι κριτικές της γίνονται κατ ιδίαν, αφήνοντας την αρρενωπότητα να φροντίσει για την πρακτική εφαρµογή τους. Αλλά µε αυτόν τον τρόπο στερείται τον άµεσο έλεγχο επί του κοινωνικού της περιβάλλοντος δεν επηρεάζει ποτέ ο,τιδήποτε µε άµεσο τρόπο και, εποµένως, δεν µπορεί να διατυπώσει θεωρία. ιότι η θεωρία είναι η κριτική της καθηµερινής ζωής είναι µια διαδοχή ανανεωµένων και διορθωµένων παρεµβάσεων στις σχέσεις µε τους ανθρώπους (οι οποίες αποτελούν επίσης το πραγµατικό πεδίο της αλλοτρίωσης) και, ισοδύναµα, είναι επίσης µια σειρά παρεµβάσεων στην κοινωνία. Η θεωρία είναι ένα εγχείρηµα επαναστατικού µετασχηµατισµού που συνεπάγεται ότι το άτοµο που διατυπώνει θεωρία αποδέχεται τον αδιάκοπο µετασχηµατισµό του εαυτού του. Η θεωρία έγκειται, εποµένως, στην κατανόηση και στη δράση αναφορικά µε τους φραγµούς (των ατόµων και της κοινωνικής ιστορίας). Αν οι άνδρες κατέχουν µια φαινοµενικά δεσπόζουσα θέση στο επαναστατικό κίνηµα, αυτό συµβαίνει διότι πολλοί από αυτούς εισέρχονται στην επαναστατική πάλη µε τα χαρακτηρολογικά γνωρίσµατα της αρρενωπότητας δηλαδή, στην πραγµατικότητα, µε εξίσου λίγες ικανότητες όπως και οι γυναίκες, και µε την ίδια ασυνείδητη µακαριότητα αναφορικά µε τα χαρακτηρολογικά τους γνωρίσµατα όπως αυτή που έχουν οι γυναίκες σε σχέση µε τη 3
θηλυκότητα η οποία µπορεί να δηµιουργήσει ψευδαισθήσεις, καθώς η πρακτική της θεωρίας απαιτεί φαντασία, πραγµατική πάλη, αυτοπεποίθηση και εµπιστοσύνη στη δύναµη του ατόµου, ικανότητες τις οποίες κατέχει ο αρρενωπός χαρακτήρας σε εκφυλισµένη µορφή. Προκειµένου να πειστεί κανείς για αυτή την κρυφή αθλιότητα του σύγχρονου επαναστατικού κινήµατος, αρκεί να σηµειωθεί ότι η ύπαρξη της θηλυκότητας δε θα επιτρεπόταν εντός αυτού του κινήµατος χωρίς τη συγκατάθεση της αρρενωπότητας ή, τουλάχιστον, δε θα γινόταν ανεκτή για µεγάλο διάστηµα. Ο αρρενωπός ακτιβισµός είναι η άλλη όψη της θηλυκής παθητικότητας. Μέχρι τώρα, τονίστηκε κυρίως η παθητικότητα, διότι αποτελεί την πλέον εξόφθαλµη αντίφαση ενός κινήµατος θεµελιωµένου στην αυτονοµία των ατόµων. Οι γυναίκες αποικιοποιούνται από το θέαµα της θεωρίας στο βαθµό που παραµένουν συνολικά έξω από τη θεωρία. Και δεν είναι το παράδειγµα ή η παρέµβαση των ανδρών οι οποίοι έχουν επίσης, σε µεγάλο βαθµό, αποικιοποιηθεί από αυτό το θέαµα αυτά που θα επισπεύσουν την αποµυστικοποίηση για λογαριασµό των γυναικών και θα µπορέσουν να τις κάνουν να καταλάβουν in vivo τι είναι η θεωρία. Στο εξής, η κριτική στην παθητικότητα των γυναικών πρέπει να ασκηθεί όχι επιφανειακά επειδή δεν ξέρουν να γράφουν ή επειδή δεν ξέρουν πώς να εκφραστούν αυτόνοµα αλλά ριζικά, επειδή δεν έχουν καµιά άµεση και πρακτική δραστικότητα ιδιαίτερα στις σχέσεις τους µε τους άλλους. Επίσης, δεν πρέπει πλέον να είναι αρκετό για έναν άνδρα να εκφράζεται αφηρηµένα. Τα κείµενα και η σκέψη του πρέπει άµεσα να έχουν συγκεκριµένα αποτελέσµατα. Η θηλυκότητα και η παθητικότητά της δεν πρέπει πλέον να αποτελούν το φόντο για την κολακευτική προβολή της αρρενωπότητας και του ακτιβισµού της. Υπάρχει µια έκδηλη µακαριότητα στη διατήρηση αυτών των ρόλων. Το αλλοτριωµένο άτοµο είναι απρόθυµο να ξεριζώσει αυτό που έχει απωθήσει και, καθώς η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα είναι συµπληρωµατικές µεταξύ τους, έχουν την ανθεκτικότητα φυσικών και αναπόφευκτων φαινοµένων. Με την άρνηση του ατόµου να καταπολεµήσει αυτούς τους ρόλους διατηρείται ουσιαστικά η καθολική αποδοχή της αλλοτριωµένης κοινωνίας. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι επαναστάτες λένε ότι θέλουν να αλλάξουν τον 4
κόσµο και τη ζωή τους. Στην πραγµατικότητα, όµως, αυτά τα άτοµα ελπίζουν ότι θα αλλάξουν µέσω της επανάστασης. Παραµένουν έτσι άτοµα παθητικά, καθώς είναι µεν έτοιµα να προσαρµοστούν, αν χρειαστεί, αλλά θεµελιωδώς φοβούνται κάθε αλλαγή. Είναι ακριβώς το αντίθετο σε σχέση µε τους καταστασιακούς. Η επίλυση των ανεπαρκειών της επαναστατικής πρακτικής στο ξεκίνηµα της νέας εποχής διέρχεται τώρα άµεσα από την επίλυση των ανεπαρκειών των επαναστατριών γυναικών πράγµα που σηµαίνει ότι διέρχεται επίσης από την υπέρβαση µιας περιορισµένης αρρενωπής πρακτικής που, µέχρι σήµερα, προσαρµοζόταν σε αυτές τις ανεπάρκειες και στη διατήρησή τους. Αποτελεί επείγουσα επιδίωξη για την κριτική της καθηµερινής ζωής να καταστρέψει οριστικά την ανισότητα των φύλων στην επαναστατική δραστηριότητα να καταστρέψει, µε άλλα λόγια, τους αντίστοιχους ρόλους που καθιερώνουν και τα δύο φύλα στην αλλοτριωµένη ζωή, τις χαρακτηροδοµές της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας και τους περιορισµούς που αυτές επιβάλλουν στην επαναστατική εµπειρία. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι γυναικών στο επαναστατικό κίνηµα: οι περισσότερες σήµερα είναι γυναίκες εφοδιασµένες µε έναν προστάτη. Γίνονται αποδεκτές στους επαναστατικούς κύκλους µε τα χαρακτηρολογικά γνωρίσµατα της θηλυκότητας, διότι η παρουσίασή τους γίνεται από έναν άνδρα. Οι υπόλοιπες παρουσιάζουν οι ίδιες τον εαυτό τους: γίνονται αποδεκτές εξαιτίας ενός περίβλεπτου παρελθόντος στο οποίο συµµετείχαν ή χάρη σε µια ιδεολογία την οποία έχουν αφοµοιώσει επαρκώς. Αυτές γίνονται αποδεκτές µε τα γνωρίσµατα της αρρενωπότητας, όπως ακριβώς οι άνδρες. Ορισµένες από αυτές τις γυναίκες δε λένε απολύτως τίποτα δηµοσίως, καθώς αρκούνται σε κατ ιδίαν παρατηρήσεις τις οποίες διαφορετικά δε θα τολµούσαν να κάνουν ή δεν ανοίγουν το στόµα τους παρά µόνο για να απαντήσουν σε εκείνο το ανώφελο είδος ερωτήσεων για τις οποίες υποτίθεται ότι είναι οι µόνες που µπορούν να ερωτηθούν ή πάλι, όταν εµπλέκονται τυχαία σε θεωρητικές συζητήσεις, κοιτάνε ανήσυχα µε την άκρη του µατιού τους αναζητώντας την αποδοχή του προστάτη τους. ε θα τολµήσουν 5
ποτέ να παραδεχτούν την άγνοιά τους για το θέµα που συζητιέται, και µπερδεύονται µέσα στη σύγχυση των σκέψεών τους ή επαναλαµβάνουν αυτό που άκουσαν να λέγεται, καθώς θεωρούν τις δυσκολίες που έχουν σε αυτό το πεδίο σαν κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπονται άλλες επιδεικνύουν ανοιχτά τις ανεπάρκειές τους, αναζητώντας δικαιολογίες στις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν όταν γράφουν αλλά µόνο όταν γράφουν, σαν να πρόκειται για µια ανεξήγητη συµφορά αφήνοντας να εννοηθεί ότι, παρόλα αυτά, σκέφτονται µε τρόπο αξιοθαύµαστο ή ίσως αναγνωρίζουν σε αυτό ένα θηλυκό ελάττωµα και φαντάζονται ότι έτσι παραµένουν προστατευµένες, καθώς υποθέτουν ότι η ειλικρίνειά τους τις προφυλάσσει από οποιαδήποτε αµεσότερη κριτική άλλες πάλι εκφράζονται επιδεικνύοντας επιθετικότητα απέναντι στους άνδρες, προκειµένου να δείξουν ότι δεν αποτελούν υποχείριο κανενός άνδρα και ότι σκέφονται αυτόνοµα. Σε κάθε περίπτωση, η αποικιοποίησή τους από το θέαµα της θεωρίας παραλύει τις γυναίκες. Έτσι, σε µεγάλο βαθµό οι µόνες σχέσεις που αποµένουν για τις γυναίκες είναι οι ερωτικές. Εκεί επιδεικνύουν την ευαισθησία τους, ψέγοντας κατ ιδίαν τη θεωρία σαν κάτι ψυχρό και αφηρηµένο και εξυµνώντας τις ανθρώπινες σχέσεις. Στις γυναίκες αναγνωρίζεται συχνά ότι έχουν µεγαλύτερη ευαισθησία και επιδεξιότητα όταν πρόκειται να κρίνουν τους ανθρώπους. Επιπλέον, οι άνδρες, διατηρώντας ένα ελάχιστο επίπεδο πρακτικών απαιτήσεων, είναι αρκετά πιο συνετοί όταν διατυπώνουν κρίσεις που θα συνεπιφέρουν πρακτικές συνέπειες. Προτιµούν να θαυµάζουν τη θηλυκή σύντροφό τους γι αυτή την ικανότητά της, την οποία οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι κατέχουν σε µικρότερο βαθµό καθώς χρειάστηκε να την απωθήσουν και δικαιολογούν µε αυτόν τον τρόπο τη σχέση τους µε αυτή τη γυναίκα: η παθητικότητα και η δηµόσια ανυπαρξία της γυναίκας πρέπει να αποζηµιωθεί µε έναν µεγαλύτερο κρυφό πλούτο, και αυτή ακριβώς η συµπληρωµατικότητα του άνδρα και της γυναίκας αποτελεί τη µονογαµική δικαίωση του ζευγαριού. Αν η ευαισθησία εξακολουθεί να αποτελεί ιδιάζουσα αρετή της θηλυκότητας, αυτό συµβαίνει διότι η θεωρία δε γίνεται κατανοητή ως αυτό που είναι, καθώς θεωρείται ότι οι άνδρες που εκλαµβάνονται ως θεωρητικοί στερούνται 6
ευαισθησίας ενώ στην πραγµατικότητα η θεωρία περιλαµβάνει την πρακτική εφαρµογή αυτής της ευαισθησίας και της επιδεξιότητας. Το σύγχρονο επαναστατικό κίνηµα πρέπει να καταστρέψει αυτή την αντίθεση µεταξύ ευχαρίστησης και δραστηριότητας, µεταξύ ευαισθησίας και διαύγειας, µεταξύ σύλληψης και εκτέλεσης, µεταξύ συνήθειας και καινοτοµίας κ.λπ. Η αντίθεση µεταξύ θηλυκότητας και αρρενωπότητας αντιστοιχεί σε ένα πραγµοποιηµένο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης. Τα άτοµα που αποικιοποιούνται από το θέαµα µιας επαναστατικής θεωρίας αποικιοποιούνται, ουσιαστικά, από την ανάγκη να εµφανίζονται ως αυτόνοµα υπόκεινται στη φαινοµενικότητα. Όσο η θεωρία θα συνεχίσει να γίνεται κατανοητή σαν ένα προϊόν ευφυίας, σαν να πρόκειται για την ατοµική ευχέρεια κάποιου να σκέφτεται και να γράφει και, εποµένως, σαν δυνητική πηγή προσωπικού κύρους, οι άνδρες θα συνεχίσουν να θέλουν να εκφράζονται µε κάθε τίµηµα και οι γυναίκες θα θρηνούν λόγω της αδυναµίας τους να µιµηθούν τους άνδρες. Το ζήτηµα είναι να γίνει κατανοητή η θεωρία ως αυτό που είναι. Είναι απαραίτητο οι γυναίκες (και οι άνδρες) να µην αποδέχονται πλέον να βρίσκονται οι πράξεις τους σε αντίφαση µε τα λόγια τους, και να µην αποδέχονται πλέον την ύπαρξη κριτικών δίχως συνέπειες. Είναι απαραίτητο να αποκαταστήσουµε όλα τα δικαιώµατα της υποκειµενικότητας προσδίδοντάς της πρακτική εκπλήρωση. Κανένας δεν πρέπει να κατέχει διαύγεια σε σχέση µε τους άλλους χωρίς να κατέχει διαύγεια σε σχέση µε τον εαυτό του, ή να κατέχει διαύγεια σε σχέση µε τον εαυτό του χωρίς να κατέχει διαύγεια σε σχέση µε τους άλλους. Το σύγχρονο επαναστατικό κίνηµα πρέπει να καταστεί αβίωτο για την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα. Πρέπει να κρίνει τα άτοµα σύµφωνα µε τη ζωή τους. 7
8