Πανεπιστήμιο Πατρών Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης



Σχετικά έγγραφα
Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

Η φωνολογική επίγνωση. Ευφημία Τάφα

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

PRAGMATIQUE ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Αγγελική Αλεξοπούλου

Ενότητα 2 η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. Μάθημα 1 ο : Εισαγωγή στην γλωσσική τεχνολογία. Γεώργιος Πετάσης. Ακαδημαϊκό Έτος:

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Σταυρούλα Τσιπλάκου Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

Ο Γραπτός λόγος στο Νηπιαγωγείο

Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ Βασίλης Αναστασίου

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στη Δ τάξη

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (1)

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Γραμματική της Νέας Ελληνικής

ιαταραχές Επικοινωνίας & Λόγου στον Αυτισμό Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός Μαρία Παπαντωνίου, Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος»

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ48 / Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ

ΓΛΩ 386 Ζητηματα Νεοελληνικής Σύνταξης

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΕΝΝΗΣΗ 6 ΕΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. Ιωάννης Βρεττός

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Διάγραμμα αναλυτικής διόρθωσης ελεύθερης γραπτής έκφρασης (έκθεσης)

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Εφαρμογές πρακτικών της παιδαγωγικής του γραμματισμού και των πολυγραμματισμών. Άννα Φτερνιάτη Επίκουρη Καθηγήτρια ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών

Αξιολογήστε την ικανότητα του μαθητή στην κατανόηση των προφορικών κειμένων και συγκεκριμένα να:

ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι)

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Γλωσσικό τεστ για παιδιά ηλικίας μηνών

Δυσλεξία και Ξένη Γλώσσα

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

Διερευνώντας την ανάγνωση. Νεκτάριος Στελλάκης

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (2)

Διαστάσεις της διγλωσσίας α. χρόνος β. σειρά γ. πλαίσιο κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας

Extract from the book Play and Laugh- Language games for teaching Greek as a foreign. language. by Ifigenia Georgiadou, 2004, Hellenic Culture Centre

ΠΡΟΣ : ΚΟΙΝ.: Ι. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών

ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ. ΤΗΣ ΔΟΜΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΣΥΡ κυρίως μετά τη δεκαετία του 60

Ο γραπτός λόγος στην αναπηρία. Ε. Ντεροπούλου

ΓΛΩΣΣΑ Γ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ. Πέτρος Κλιάπης 3η Περ. Ημαθίας

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

8. Η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

ΑΜΑΛΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗ, University of California, San Diego (UCSD)

Πολιτισμική μάθηση. Κοινωνικές δεξιότητες Πολιτισμικές αντιλήψεις Διαπολιτισμική επικοινωνία Διαπολιτισμική διαμεσολάβηση

Μελέτη περίπτωσης εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης - MultiBlog. Ισπανική γλώσσα. 33 φοιτητές (ενήλικες > 25 ετών) και 2 εκπαιδευτικοί

Σχετικά με τη διδακτική προσέγγιση του γλωσσικού δανεισμού

Reading/Writing (Κατανόηση και Παραγωγή Γραπτού Λόγου): 1 ώρα και 10 λεπτά

Φροντιστήρια "ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ" 1. Οδηγίες για την αξιολόγηση των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο

Ο Γραπτός λόγος στο Νηπιαγωγείο. Ενότητα 2: Στοιχεία της γλωσσικής γνώσης Στελλάκης Νεκτάριος Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών ΤΕΕΑΠΗ

Η ενίσχυση της φωνολογικής επίγνωσης στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας Ευφημία Τάφα

ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Σχεδιάζοντας τη διδασκαλία των Μαθηματικών: Βασικές αρχές

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Σέργια Σεργίδου, Φιλόλογος Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων 28 Μαρτίου 2015

Γεώργιος Φίλιππας 23/8/2015

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Β ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Η παιδαγωγική σχέση: αλληλεπίδραση και επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ιστοεξερευνήσεις Στοχοθετημένη διερεύνηση στο Διαδίκτυο. Τ. Α. Μικρόπουλος

Νεοελληνική Γλώσσα Β Λυκείου

Πότε πρέπει να αρχίζει η λογοθεραπεία στα παιδιά - λόγος και μαθησιακές δυσκολίες

Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ. Σήμερα (αρνητικά):

Εφαρµοσµένη ιδακτική των Φυσικών Επιστηµών (Πρακτικές Ασκήσεις Β Φάσης)

ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ, ΕΣΠΙ 1

Διδακτικές Τεχνικές (Στρατηγικές)

ΕΙΔΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥOΥΣΩΝ ΠΡOΤΑΣΕΩΝ Τη θεωρία της ύλης θα τη βρείτε: Βιβλίο μαθητή σελ και Βιβλίο Γραμματικής σελ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ Δ/ΝΣΗ Π. ΕΚΠ/ΣΗΣ Δ/ΝΣΗ ΠΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ.

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Transcript:

Πανεπιστήμιο Πατρών Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης «Ο ρόλος και η χρήση των επιφωνημάτων στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης» Μεταπτυχιακή εργασία Ντίλιου Αργυρούλα (Α.Μ.: 219) Κατεύθυνση: Διαπολιτισμική Εκπαίδευση: Η ελληνική ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ιορδανίδου Άννα Συνεπιβλέποντες καθηγητές: Φτερνιάτη Άννα, Στελλάκης Νεκτάριος Πάτρα, 2010-1 -

Περιεχόμενα Περίληψη σελ. 5 Abstract σελ. 6 Εισαγωγή σελ. 7 1. Θεωρητικό μέρος: Τα επιφωνήματα στη γλωσσολογία σελ. 9 1.1 Ορισμός και χαρακτηριστικά επιφωνημάτων σελ. 12 1.2 Η φωνητική των επιφωνημάτων σελ. 14 1.3 Μορφολογία επιφωνημάτων σελ. 15 1.4 Η θέση τους στην πρόταση σελ.15 1.5 Επιφωνήματα και παραγλωσσικά στοιχεία μη λεκτική επικοινωνία σελ. 16 1.6 Διαχωρισμός επιφωνημάτων σε βασικά και δευτερεύοντα σελ. 16 1.6.1 Βασικά (primary) επιφωνήματα σελ. 16 1.6.2 Δευτερεύοντα (secondary) επιφωνήματα σελ. 17 1.7 Ταξινόμηση επιφωνημάτων σελ. 18 1.8 Επιφωνήματα και τυποποιημένες εκφράσεις (routines / formulae) σελ. 20 1.9 Επιφωνήματα και ηχομιμητικές λέξεις (ονοματοποίηση) σελ. 21 1.10 Λειτουργίες επιφωνημάτων. Σημασιολογικές πραγματολογικές προσεγγίσεις σελ. 22 1.10.1 Σημασιολογική προσέγγιση σελ. 22 1.10.2 Πραγματολογικές προσεγγίσεις σελ. 25 Επιφωνήματα ως δείξη (index) σελ. 25 Επιφωνήματα και γλωσσικές πράξεις (speech acts) σελ. 28 Wharton: Το «λέω» και «παρουσιάζω» των επιφωνημάτων σελ. 30 2. Τα επιφωνήματα στις μελέτες και γραμματικές περιγραφές της ελληνικής γλώσσας σελ. 33 2.1 Ορισμός και χαρακτηριστικά επιφωνημάτων σελ. 44 2.2 Φωνολογία φωνητική σελ. 44 2.3 Οι συνταγματικές σχέσεις των επιφωνημάτων με άλλα γλωσσικά στοιχεία (πτώσεις) σελ. 45 2.4 Σημασίες λειτουργίες σελ. 47 2.5 Εξέλιξη επιφωνημάτων σελ. 47 2.6 Κατηγοριοποίηση επιφωνημάτων σελ. 48 3. Ερευνητικό μέρος: Μεθοδολογία σελ. 49-2 -

3.1 Μελέτη σωμάτων κειμένων σελ. 51 3.2 Έρευνες της χρήσης των επιφωνημάτων σε σώματα κειμένων σελ. 52 3.3 Στάδια της έρευνας σελ. 52 3.4 Περιορισμοί της έρευνας σελ. 55 4. Ερμηνεία αποτελεσμάτων σελ. 55 1. A!, Aαα(αααα)!, Α παπα (παπαπα)! σελ. 55 2. Ε!, ε; σελ. 58 3. Βρε! σελ. 64 4. Άντε! (Άιντε!) σελ. 66 5. Μπα! σελ. 68 6. Μπράβο! σελ. 69 7. Αχ! Ααα (ααα)χ! σελ. 71 8. Ρε! σελ. 72 9. Μωρέ! σελ. 76 10. Ου! σελ. 78 11. Ωχ!, Οχ!, Όχου! σελ. 79 12. Αλίμονο! σελ. 80 13. Μμμμ! σελ. 81 14. Αμάν! σελ. 81 15. Εμ! σελ. 82 16. Όπα!, Ώπα!, Οπαλάκια! σελ. 83 17. Πα πα πα πα! σελ. 83 18. Σουτ! σελ. 84 19. Ω! σελ. 84 20. Πω πω! Πο πο! σελ. 86 21. Τσ.τσ τσς! σελ. 86 22. Ουφ! σελ. 87 23. Αχά! σελ. 87 24. Φτου! σελ. 88 25. (Ε)βίβα! σελ. 88 26. Άει! σελ. 89 27. Ζήτω! σελ. 89 28. Αλτ! σελ. 90 29. Αχού! σελ. 90-3 -

30. Επ! σελ. 90 31. Εχ! σελ. 91 32. Οπ!, Ωπ! σελ. 91 33. Χμμμ! σελ. 91 34. Έι! σελ. 92 35. Ουάου! σελ. 92 36. Ουστ! σελ. 92 5. Συμπεράσματα Διδακτική αξιοποίηση αποτελεσμάτων σελ. 93 5.1 Τα επιφωνήματα πρέπει να αποτελούν σημαντικό διδακτικό φαινόμενο της γλώσσας ως δεύτερης και πώς; σελ. 94 5.2 Παράδειγμα διδακτική του επιφωνήματος «μπα» σελ. 97 Βιβλιογραφία σελ. 102 Παράρτημα πινάκων σελ. 106 Πίνακας 1: Τριανταφυλλίδης: Κατάταξη επιφωνημάτων σύμφωνα με τις γλωσσικές πράξεις που φανερώνουν σελ. 107 Πίνακας 2: Eleytheriades: Κατάταξη επιφωνημάτων σύμφωνα με τις γλωσσικές πράξεις που φανερώνουν σελ. 108 Πίνακας 3: Joseph & Philippaki Warburton: Κατάταξη επιφωνημάτων σύμφωνα με τη φωνολογία τους σελ. 109 Πίνακας 4: Τσοπανάκης: Κατάταξη επιφωνημάτων σύμφωνα με τις κυριότερες σημασίες τους σελ. 111 Πίνακας 5: Χατζησαββίδης: Κατάταξη επιφωνημάτων σύμφωνα με τις γλωσσικές πράξεις που φανερώνουν σελ. 112 Πίνακας 6: Σετάτος: Είδη αναφωνήσεων σελ. 113 Πίνακας 7: Συγκεντρωτικός πίνακας των επιφωνημάτων και των γλωσσικών πράξεων που εκφράζουν σύμφωνα με τους παραπάνω μελετητές της νέας ελληνικής γλώσσας σελ. 117 Πίνακας 8: Ταξινόμηση επιφωνημάτων με βάση το συνολικό αριθμό εμφάνισής τους στα σώματα κειμένων σελ. 120 Πίνακας 9: Ταξινόμηση επιφωνημάτων με βάση το συνολικό αριθμό εμφάνισής τους στους συγγραφείς των θεατρικών έργων σελ. 121 Πίνακας 10: Συχνότητα επιφωνημάτων ανά συγγραφέα σελ. 122-4 -

Περίληψη Τα επιφωνήματα αποτελούν τυπικά στοιχεία του προφορικού λόγου, απαντώνται με μεγάλη ποικιλία σε όλες ανεξαιρέτως τις γλώσσες και χρησιμοποιούνται ευρέως στην καθημερινή γλωσσική επικοινωνία. Οι μη φυσικοί ομιλητές δυσκολεύονται στην κατανόηση της σημασίας και χρήσης των επιφωνημάτων και επιφωνηματικών εκφράσεων, εφόσον στηρίζεται κυρίως στην κατανόηση των πραγματολογικών συνθηκών και στην ανάλυση περιστάσεων επικοινωνίας. Η σπουδαιότητα του ρόλου τους σε μια γλώσσα και ο βαθμός δυσκολίας κατανόησης και χρήσης τους από τους μη φυσικούς ομιλητές καθιστά το θέμα της εξέτασης και ανάλυσης των επιφωνημάτων ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Στην εργασία αυτή ξεκινώ τη μελέτη των επιφωνημάτων με μια ιστορική αναδρομή, αναφερόμενη στην περίοδο απαξίωσης της μελέτης τους από τους γλωσσολόγους και στη συνέχεια στις σύγχρονες μελέτες των επιφωνημάτων. Περιγράφονται έρευνες και μελέτες των επιφωνημάτων από την πλευρά της σημασιολογίας, πραγματολογίας, φωνολογίας, μορφολογίας και σύνταξης. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται μια προσπάθεια συγκέντρωσης και καταγραφής παλαιότερων και νεότερων μελετών σχετικά με τον ορισμό, την οριοθέτηση, την κατηγοριοποίηση και την περιγραφή των λειτουργιών των επιφωνημάτων. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται και περιγράφεται το πώς πραγματεύονται μελέτες και γραμματικές της νέας ελληνικής γλώσσας το θέμα των επιφωνημάτων και καταλήγει σε κάποια συγκεντρωτικά συμπεράσματα σχετικά με: τον ορισμό και τα χαρακτηριστικά των επιφωνημάτων της νέας ελληνικής γλώσσας, το θέμα της φωνολογίας φωνητικής τους, τις συνταγματικές τους σχέσεις με άλλα γλωσσικά στοιχεία, τις λειτουργίες τους. Τέλος, σε πίνακες συγκεντρώνεται και παρουσιάζεται η κατηγοριοποίηση και ταξινόμηση των επιφωνημάτων από μελετητές της νέας ελληνικής γλώσσας. Η έρευνα της εργασίας αφορά τη συλλογή δεδομένων συχνότητας επιφωνημάτων της νέας ελληνικής γλώσσας, τη συλλογή δεδομένων σχετικά με τις λέξεις που τείνουν να συνυπάρχουν με ένα επιφώνημα και τις σημασίες των εξεταζόμενων επιφωνημάτων με βάση το συμφραστικό τους πλαίσιο. Από τη συλλογή των στοιχείων και την ανάλυση και ερμηνεία τους προβαίνω σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τα συχνόχρηστα επιφωνήματα της νέας ελληνικής - 5 -

γλώσσας και τις σημασίες τους. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία των σωμάτων κειμένων για γλωσσολογική έρευνα, όπως περιγράφεται και αναλύεται από τους Biber κ.ά. (1998). Ως σώματα κειμένων χρησιμοποιήθηκαν τα θεατρικά έργα 18 διαφορετικών συγγραφέων. Η χρησιμότητα της παρούσας εργασίας έγκειται στη δυνατότητα σχεδιασμού υλικού διδασκαλίας των επιφωνημάτων για τους διδασκόμενους την ελληνική ως δεύτερη/ξένη γλώσσα. Abstract Interjections are typical elements of spoken language and occur in great variety in any language. They are commonly and constantly used in everyday communication but their role and signification varies widely from language to language and from culture to culture. Therefore, non-native speakers find it difficult to understand the right meaning of interjections and interjectional expressions and to use them correctly; this is mainly due to the fact that their comprehension mostly depends on the correct understanding of their pragmatic function and on the analysis of the relevant communication context. The important role that interjections play in a language, and the degree of difficulty for non-native speakers to correctly understand and use them, makes the research on and the analysis of interjections both useful and interesting. In my work I begin with an historical overview of the research in this field, starting with the period in which interjections were a topic rather neglected by linguists on to the contemporary days. I outline the findings of studies and investigations of interjections in various linguistic sub-fields (semantics, pragmatics, phonology, morphology and syntax). In the first chapter I propose an inventory of older and (especially) more recent studies relating to different aspects of interjections (definition, categorisation and description of their functioning). In the second chapter I show and describe how modern Greek studies and grammars deal with the topic of interjections and I formulate some conclusions relating to the following aspects: definition and characteristics of interjections in contemporary Greek, phonetic/phonological aspects, syntagmatic relation with other aspects of the language, functioning. At the end of the chapter I propose in taxonomy tables a categorization of interjections based on relevant studies of contemporary Greek. The third part of my dissertation is centred on data collection and analysis relating to the following aspects of the interjections: frequency of use, words used in conjunction with interjections and significance of the analysed interjections in their context of use. Based on data collection and analysis I come to some conclusions concerning the most frequently used interjections in modern Greek and their significance. As far as the data collection is concern I adopted the corpus-based approach to the study of language as described and analysed by Biber et al. (1998). Concretely I selected and analysed theatrical works by 18 different contemporary Greek writers. The conclusions I came to will prove useful to design teaching units on - 6 -

interjections tailored to the needs of pupils learning Greek as second or foreign language. Εισαγωγή Τα επιφωνήματα αποτελούν, σύμφωνα με την παραδοσιακή ταξινόμηση των λέξεων, μέρος του λόγου και, αναμφισβήτητα, τυπικά στοιχεία του προφορικού λόγου που απαντώνται με μεγάλη ποικιλία σε όλες ανεξαιρέτως τις γλώσσες. Eν τούτοις οι γραμματικές τους αφιερώνουν συνήθως ένα πολύ μικρό κεφάλαιο, ενώ από μελετητές έχουν χαρακτηριστεί ως παραμελημένα, μιας και στο παρελθόν θεωρούνταν περιφερειακά στη γλωσσολογία και ανάξια εξέτασης και ανάλυσης. «Ο ρόλος τους όμως στην ανθρώπινη διεπίδραση είναι σημαντικός, εφόσον μεταφέρουν μια σειρά πλούσιων πραγματολογικών εννοιών, όπως συναισθήματα, στάσεις, αντιδράσεις» (Sharp, 2007: 231). Σήμερα λαμβάνοντας υπόψη ότι η πραγματολογική και λειτουργική ικανότητας χρήσης της γλώσσας αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της ικανότητας χρήσης της, εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε τη σημαντικότητα του ρόλου των επιφωνημάτων. Συγκεκριμένα, τα επιφωνήματα από τη μια χρησιμοποιούνται συνεχώς στην κοινή καθημερινή γλωσσική επικοινωνία και από την άλλη παρουσιάζουν αποκλίσεις στις διαφορετικές γλώσσες και κουλτούρες. Όποιος, λοιπόν, ασχολείται με τη διδασκαλία μιας γλώσσας ως δεύτερης έχει διαπιστώσει μεγάλη δυσκολία κατανόησης της ακριβούς σημασίας και χρήσης των επιφωνημάτων και επιφωνηματικών εκφράσεων από τους μη φυσικούς ομιλητές, μιας και δεν μπορούν να αποδοθούν ακριβώς στη μητρική τους γλώσσα και η κατανόησή τους στηρίζεται κυρίως στην κατανόηση των πραγματολογικών συνθηκών χρήσεών τους και στην ανάλυση περιστάσεων επικοινωνίας. Επιπλέον, παρατηρείται δισταγμός στη χρήση τους από μέρους των μη φυσικών ομιλητών, καθώς η ακατάλληλη χρήση τους μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε παρανόηση ή γελοιοποίηση. Ξεκίνησα τη μελέτη του θέματος των επιφωνημάτων λόγω της σημαντικότητας του ρόλου τους στην ελληνική γλώσσα και λόγω της δυσκολίας κατανόησης και χρήσης τους από τους μη φυσικούς ομιλητές. Η σημαντικότητα μελέτης τους βασίζεται στο γεγονός ότι χρησιμοποιούνται καθημερινά και σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ανεπίσημη κυρίως γλωσσική επικοινωνία, αλλά και σε είδη κειμένων με έντονα προφορικά στοιχεία, όπως κόμικς, ανέκδοτα, διηγήσεις ιστοριών. «Πολλοί συγγραφείς και γλωσσολόγοι αναφέρουν ότι τα επιφωνήματα είναι ανάμεσα - 7 -

στα πρώτα εκφωνήματα που χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο κατά την πρώτη εμφάνιση της γλώσσας. Η εκφραστικότητα και η απλότητά τους μπορεί να αποτελεί μια αιτία γι αυτό. Δεν είναι δύσκολο όμως να φανταστούμε πόσο πολύπλοκη θα ήταν η γλώσσα χωρίς αυτές τις σύντομες εκφράσεις της καθημερινής επικοινωνίας» (Jovanovic, 2004: 18). Για παράδειγμα ένα οχ! σε μια περίσταση μπορεί να εκφράσει ακριβώς και ό,τι μια ολόκληρη περίοδος λόγου. Στην εργασία αυτή ξεκινώ τη μελέτη των επιφωνημάτων με μια ιστορική αναδρομή, όπου περιγράφεται η απαξίωση της μελέτης των επιφωνημάτων από τους γλωσσολόγους και η αντιμετώπισή τους ως «περιφερειακό στοιχείο της γλώσσας» ή ως «παραγλωσσικό φαινόμενο» (Wilkins, 1992: 119-120), για το οποίο ευθύνεται και η «μακρόχρονη αντίληψη της ανωτερότητας του γραπτού λόγου έναντι του προφορικού» (Χαραλαμπάκης, 2002:123). Τα επιφωνήματα άρχισαν να γίνονται αντικείμενο μελέτης της γλωσσολογίας κυρίως τα τελευταία χρόνια, όταν η γλωσσολογία άρχισε να εστιάζει στην προφορική επικοινωνία και να αναπτύσσονται θεωρίες που αναδεικνύουν τη λεκτική δραστηριότητα και διεπίδραση. Σύμφωνα με τους Meng και Schrabback (1999) μεγάλο έναυσμα στη μελέτη των επιφωνημάτων δόθηκε τo 1986 με την έκδοση του βιβλίου του Konrad Ehlich με τίτλο Interjektionen. Οι σύγχρονες μελέτες των επιφωνημάτων σχετίζονται με θεωρητικές έρευνες στη σημασιολογία, πραγματολογία, μορφολογία και σύνταξη, στην ιστορική γλωσσολογία και τη φωνολογία. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται μια προσπάθεια συγκέντρωσης και καταγραφής παλαιότερων, αλλά κυρίως νεότερων μελετών πάνω στον ορισμό, την οροθέτηση, την κατηγοριοποίηση και την περιγραφή των λειτουργιών των επιφωνημάτων, αν και πολλές φορές οι απόψεις αντικρούονται, αφού εξαρτάται από ποια θεωρητική σκοπιά και μεθοδολογία μελετώνται. Το δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζει και περιγράφει το πώς πραγματεύονται μελέτες και γραμματικές της νέας ελληνικής γλώσσας το θέμα των επιφωνημάτων, καταλήγοντας σε κάποια συγκεντρωτικά συμπεράσματα σχετικά με: τον ορισμό και τα χαρακτηριστικά των επιφωνημάτων της νέας ελληνικής γλώσσας, το θέμα της φωνολογίας φωνητικής τους, τις συνταγματικές τους σχέσεις με άλλα γλωσσικά στοιχεία, τις λειτουργίες τους. Τέλος, σε πίνακες συγκεντρώνεται και παρουσιάζεται η κατηγοριοποίηση των επιφωνημάτων από μελετητές της νέας ελληνικής γλώσσας. Η έρευνα της εργασίας αφορά τη συλλογή δεδομένων συχνότητας επιφωνημάτων της νέας ελληνικής γλώσσας, τη συλλογή δεδομένων σχετικά με τις - 8 -

λέξεις που τείνουν να συνυπάρχουν με ένα επιφώνημα και τις σημασίες των εξεταζόμενων επιφωνημάτων με βάση το συμφραστικό τους πλαίσιο. Από τη συλλογή των στοιχείων και την ανάλυση και ερμηνεία τους προβαίνω σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τα συχνόχρηστα επιφωνήματα της νέας ελληνικής γλώσσας και τις σημασίες τους. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία των σωμάτων κειμένων για γλωσσολογική έρευνα, όπως περιγράφεται και αναλύεται από τους Biber, Conrad & Reppen (1998). Ως σώματα κειμένων χρησιμοποιήθηκαν τα θεατρικά έργα 18 διαφορετικών συγγραφέων. Η χρησιμότητα των αποτελεσμάτων αφορά στο σχεδιασμό ενός υλικού διδασκαλίας των επιφωνημάτων για τους διδασκόμενους της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης. 1. Θεωρητικό μέρος: Τα επιφωνήματα στη γλωσσολογία Οι πρώτοι φθόγγοι στην ιστορία της γλώσσας που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος θεωρούνται τα επιφωνήματα (Frank, 1990: 176). Ωστόσο ιστορικά αντιμετωπίστηκαν περιθωριακά από τους γλωσσολόγους, αν και απασχόλησαν από παλιά ήδη τους Έλληνες και τους Λατίνους γραμματιστές. Οι μεν Έλληνες τα θεώρησαν ως υποκατηγορία των επιρρημάτων, οι δε Λατίνοι τα αναγνώρισαν ως ξεχωριστό μέρος του λόγου (Ameka, 1992: 102-103). Συγκεκριμένα ο Διονύσιος ο Θραξ αναφέρει ρητά ότι το επιφώνημα εκφέρεται στο λόγο μαζί με το ρήμα. Το επίρρημα το εντάσσει στα οκτώ μέρη του λόγου και το ορίζει ως άκλιτο μέρος του λόγου που προσδιορίζει το ρήμα, όμως το διακρίνει σε υποκατηγορίες, στις οποίες περιλαμβάνει τα σχετλιαστικά, θαυμαστικά και εκθειαστικά επιρρήματα, τα οποία βάσει των παραδειγμάτων του σήμερα χαρακτηρίζονται ως επιφωνήματα. Τα επιφωνήματα τα ταξινομεί με βάση τη σημασία τους, αλλά η ταξινόμηση αυτή εμπεριέχει γενικεύσεις και προϋποθέτει αντιστοιχία λέξης και νοήματος, πράγμα το οποίο δε συμβαίνει στα επιφωνήματα, αφού κάθε επιφώνημα μπορεί να έχει περισσότερες από μία σημασίες, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Ο Απολλώνιος Δύσκολος, όπως και ο Διονύσιος Θραξ, στο δικό του εγχείρημα ορισμού του επιφωνήματος, εντάσσει κι αυτός το επιφώνημα στην ευρύτερη κατηγορία του επιρρήματος και παρατηρεί ότι το ρήμα, και αν ακόμη δεν υπάρχει, εννοείται. Στα ρητορικά εγχειρίδια, τόσο των Ελλήνων όσο και των Λατίνων, το επιφώνημα αποτελεί ένα είδος γνωμικού, το οποίο τίθεται στο τέλος της φράσης ή του λόγου, συγκεφαλαιώνοντας τα προηγούμενα και κοσμώντας το λόγο. - 9 -

Δεν αποτελεί οργανικό μέρος του λόγου, αλλά στοιχείο ύφους και γι αυτό εντάσσεται στα σχήματα λόγου, τα οποία χρησιμοποιεί ο ρήτορας, προκειμένου να εντυπωσιάσει και τελικά να πείσει το ακροατήριό του (Παπαδογιαννάκη, 2007: 7,8). Στη λατινική γραμματεία, ωστόσο, η διάκριση των δύο όρων είναι σαφέστερη, καθώς το επιφώνημα στη γραμματική αποδίδεται με τον όρο interiectio (απ όπου και το αγγλικό interjection, το γερμανικό interjektion, το γαλλικό interjection, το ιταλικό interiezione, το ισπανικό interjeccione), δηλαδή «αυτό που τίθεται ανάμεσα, μεταξύ» (inter και iacio), ενώ στη ρητορική αποδίδεται με την ελληνική λέξη epiphonema. Φαίνεται, επομένως, ότι αντλούν τον όρο «επιφώνημα» από τους Έλληνες γραμματικούς, ωστόσο οι Λατίνοι διακρίνουν με σαφήνεια το ρητορικό από το γραμματικό ορισμό (Παπαδογιαννάκη, 2007: 7,8). Στον Ameka (1992:102) διαβάζουμε ότι κατά την περίοδο αυτή οι Λατίνοι γραμματιστές περιγράφουν τα επιφωνήματα ως εξής: «περιλαμβάνουν στοιχεία που θεωρούνται ως «μη λέξεις», δεν έχουν καμία συντακτική σύνδεση με κανένα άλλο μέρος της πρότασης, φανερώνουν συναίσθημα ή νοητική κατάσταση». Ακόμη, κάποιοι από τους Τροπιστές (Modistae), όπως ο Martin της Δακίας και ο Thomas του Erfurt επανήλθαν στην ελληνική παράδοση και υποστήριξαν τη στενή σύνδεση ρήματος και επιφωνήματος, ενώ άλλοι επέμειναν στη συντακτική ανεξαρτησία των επιφωνημάτων (Ameka, 1992: 102-103). O Priscian (6 ος αι. μ.χ.) ορίζοντας τα 8 μέρη του λόγου τοποθετεί σε αυτά και τα επιφωνήματα διαχωρίζοντάς τα από τα επιρρήματα εξαιτίας της ανεξαρτησίας τους στη σύνταξη και του συναισθηματικού τους νοήματος (Malmkjaer, 1991: 478).Τα επιφωνήματα, λοιπόν, από τους Λατίνους γραμματιστές και μερικούς Τροπιστές και γενικά από την παραδοσιακή γραμματική αντιμετωπίστηκαν ως μέρος του λόγου εντάσσοντάς τα στις κατηγορίες των λέξεων, άλλοι όμως, όπως ο Campanella (όπως πρόσφατα και ο Wilkins), θεώρησαν τα επιφωνήματα στοιχείο σύνταξης και τα ενέταξαν στις κατηγορίες της πρότασης (Ameka, 1992: 103 Malmkjaer, 1991: 480 ). Κατά το 19 ο αι. οι γλωσσολόγοι θεώρησαν τα επιφωνήματα παραγλωσσικό, μη γλωσσολογικό φαινόμενο. Η απαξίωση και η περιθωριοποίησή τους φανερώνεται σε σχόλια, τα οποία παραθέτει ο Wharton (2003: 174), όπως ότι «το επιφώνημα αποτελεί άρνηση της γλώσσας» του Gesch (1869) ή ότι «η γλώσσα αρχίζει εκεί όπου τα επιφωνήματα τελειώνουν» του Muller (1836). Ανάλογες απόψεις συναντάμε και σε γλωσσολόγους του 20 ού αι. Σύμφωνα με αυτές, τα επιφωνήματα χαρακτηρίστηκαν ως απλά συναισθηματικές λέξεις, χωρίς καμία συντακτική σχέση ή ως ένας ήχος που εκφράζει ένα συναίσθημα πεταμένο - 10 -

απλά στην πρόταση (Wharton, 2003: 174). Επίσης, πολλοί γλωσσολόγοι του 20 ού αι., όπως ο Jespersen, Laughren κ.ά., υποστήριξαν ότι τα επιφωνήματα δεν μπορούν να αποτελούν ξεχωριστό μέρος του λόγου, αλλά θα πρέπει να ενταχθούν στην κατηγορία των μορίων, αφού και τα επιφωνήματα όπως και τα μόρια δεν έχουν κλητικά και παραγωγικά μορφήματα, θεωρία που αναιρείται από τους νεότερους μελετητές των επιφωνημάτων (Ameka, 1992: 104 Wilkins, 1992: 125) 1. Η Kryk (1992: 194-95) αναφέρει ότι ο Jespersen (1922) ορίζει τα επιφωνήματα ως «ξαφνικές εκφράσεις σε ξαφνικές εντυπώσεις και συναισθήματα, απομονωμένες σε σχέση με την υπόλοιπη γλώσσα» και ότι «τα πιο αυθόρμητα επιφωνήματα συχνά περιλαμβάνουν ήχους που δεν ανήκουν στη «σωστή» γλώσσα..». Παραδέχεται όμως ότι «πολλά επιφωνήματα είναι λιγότερο ή περισσότερο τυποποιημένα σε μια γλώσσα και μαθαίνονται σαν όλες τις άλλες λέξεις.». Σύμφωνα με τον Ameka (1992: 112) τα επιφωνήματα αντιμετωπίστηκαν από τους γλωσσολόγους ως περιφερειακή τάξη της γλώσσας και ως συμπληρωματικά της επικοινωνίας παρά ως γλωσσικός τύπος ή λεκτική επικοινωνία, λόγω της στενής τους σχέσης με τις χειρονομίες και γενικά με τη μη λεκτική επικοινωνία, της συντακτικής τους ανεξαρτησίας και, τέλος, επειδή μερικά επιφωνήματα σχηματίζονται από φθόγγους που δε συναντώνται στο γλωσσικό σύστημα. Τα επιφωνήματα άρχισαν να γίνονται αντικείμενο μελέτης της γλωσσολογίας και να παρουσιάζονται νέες και πιο ολοκληρωμένες προσεγγίσεις στην περιγραφή και ανάλυσή τους κυρίως τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη της πραγματολογίας και με το αυξανόμενο ενδιαφέρον των γλωσσολόγων σε φαινόμενα του λόγου, όταν δηλαδή η γλωσσολογία άρχισε να εστιάζει στην προφορική επικοινωνία και να αναπτύσσονται θεωρίες στη λεκτική δραστηριότητα και διεπίδραση. Σημαντικό έναυσμα για τη μελέτη των επιφωνημάτων αποτέλεσε τo 1986 η έκδοση του βιβλίου του Konrad Ehlich με τίτλο Interjektionen, το πρώτο βιβλίο που ασχολείται αποκλειστικά με τη μελέτη των επιφωνημάτων. Όπως αναφέρουν οι Meng & Schrabback (1999: 1263) ο.ehlich στο βιβλίο του εξηγεί γιατί οι γλωσσολόγοι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την ουσία των επιφωνημάτων και μέσα από τη μελέτη του καταδεικνύει τη σημασία των επιφωνημάτων στη λεκτική διεπίδραση. 1 Για εκτενέστερη μελέτη του θέματος της σχέσης, σύγχυσης και αντίθεσης επιφωνημάτων, μορίων βλ. Ameka, 1992:108 Wilkins 1992: 125-126. - 11 -

Συμπερασματικά τα επιφωνήματα έχουν σχετικά πρόσφατα λάβει τη θέση που τους αρμόζει στο χώρο της γλώσσας και της λεκτικής διεπίδρασης και έχουν ανοίξει πολλά και πλούσια πεδία έρευνας στους γλωσσολόγους. Στη συνέχεια παρουσιάζω τον ορισμό και τα χαρακτηριστικά των επιφωνημάτων, τη φωνητική τους, τη μορφολογία τους, τη θέση τους στην πρόταση, την κατηγοριοποίησή τους και το λειτουργικό τους ρόλο στο λόγο μέσα από μελέτες της σημασιολογίας και της πραγματολογίας. 1.1 Ορισμός και χαρακτηριστικά επιφωνημάτων Η λέξη επιφώνημα είναι σύνθετη με πρώτο συνθετικό την πρόθεση επί και δεύτερο το ρήμα φωνέω, δηλαδή πρόκειται για μία λέξη που είναι «πάνω (επί) στη φωνή», στηρίζεται στη φωνή και προσδίδει έμφαση. Το επιφώνημα ως στοιχείο του προφορικού λόγου και ως μέσο έκφρασης των συναισθημάτων αποτελεί στοιχείο της πρωτογλώσσας, που σταδιακά ενσωματώνεται στη γραμματική και τη σύνταξη και βαθμιαία εντάσσεται στο λόγο (Παπαδογιαννάκη, 2007: 11). Στη Linguistic Encyclopedia τα επιφωνήματα ορίζονται «ως μια λέξη ή ομάδα λέξεων που χρησιμοποιούνται ως αναφωνήσεις (exclamations)» (Malmkjaer, 1991: 480) 2. Ένα κοινός ορισμός των επιφωνημάτων που συναντά κανείς σε εγχειρίδια γραμματικής συμπεριλαμβάνει τα εξής χαρακτηριστικά: πρόκειται για μικρές λέξεις που εκφράζουν συναισθήματα, δεν έχουν καμία γραμματική ή άλλη σύνδεση με το υπόλοιπο μέρος της πρότασης και δεν έχουν καμία γραμματική αξία, χρησιμοποιούνται όμως πολύ, κυρίως στον προφορικό και τον ανεπίσημο λόγο, ενώ αποφεύγονται στον επίσημο λόγο. Στο γραπτό λόγο συνοδεύονται από ένα θαυμαστικό και στον προφορικό λόγο είναι χαρακτηριστικός ο εμφατικός επιτονισμός τους. Πέρα όμως από το γενικό αυτό ορισμό, τα επιφωνήματα μπορεί να οριστούν με κριτήρια δομικά, σημασιολογικά, πραγματολογικά ή και με συνδυασμό των τριών. Παρακάτω δίνονται πιο συγκεκριμένοι ορισμοί ανάλογα με την οπτική μελέτης τους και ανάλυσής τους. 2 Στην αγγλική γραμματική υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των όρων interjection και exclamation, όπου ο πρώτος αναφέρεται στα βασικά επιφωνήματα και ο δεύτερος στα δευτερεύοντα επιφωνήματα, δηλαδή σε αυτά που προέρχονται από άλλες κατηγορίες λέξεων. Ο Ameka προτείνει ότι ο όρος interjection θα πρέπει να κρατηθεί για τα επιφωνήματα ως κατηγορία λέξεων και ο όρος exclamation για τα επιφωνήματα που στο επίπεδο της πρότασης μπορούν να αναλυθούν μαζί με άλλες επιφωνηματικές (ή θαυμαστικές) προτάσεις (Ameka, 1992: 103). - 12 -

Στους Meng & Schrabback, (1999: 1263-64) διαβάζουμε τον ορισμό που δίνει στα επιφωνήματα ο Ehlich στο βιβλίο του Interjektionen, τον οποίο βασίζει στις λειτουργίες των επιφωνημάτων κατά τη λεκτική διεπίδραση και στα τονικά τους χαρακτηριστικά. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ορισμό του τα επιφωνήματα αποτελούν μια τάξη ανεξάρτητων λειτουργικών μονάδων στο λόγο. Δεν είναι ούτε λέξη ούτε πρόταση. Είναι άκλιτα και δεν ενσωματώνονται σε πολύπλοκες συντακτικές μονάδες. Ο Goffman (1981) αναφερόμενος στα επιφωνήματα προτιμάει τον όρο response cry (κραυγή αντίδρασης/απάντησης), δεν τα θεωρεί λέξεις, αλλά ημι-λέξεις (semiwords), που δεν είναι παραγωγικές και άρα δεν μπορούν να ενταχθούν στα μέρη του λόγου μιας γλώσσας. (Wharton, 2003: 176). O Wilkins ορίζει τα επιφωνήματα βασιζόμενος σε δομικά κριτήρια ως εξής: «Πρόκειται για έναν καθιερωμένο λεξικό τύπο που (συνήθως) αποτελείται από ένα ανεξάρτητο εκφώνημα, (τυπικά) δεν εντάσσεται στη δομή με τις άλλες τάξεις των λέξεων, (συνήθως) είναι μονομορφικό, και (γενικά) δεν έχει κλιτικά ή παραγωγικά μορφήματα». Ο Wilkins ερμηνεύοντας την έκφραση «καθιερωμένος λεξικός τύπος» εξηγεί ότι τα επιφωνήματα έχουν έναν αμετάβλητο κι αρκετά αυθαίρετο φωνολογικό / φωνητικό / οπτικό σχήμα γνωστό στην πλειονότητα της κοινότητας της γλώσσας όπου συναντάται ένα επιφώνημα, στην οποία τα μέλη της αντιλαμβάνονται τη μορφή του και μπορούν να ερμηνεύσουν την έννοιά του (Wilkins, 1992: 124). Με βάση σημασιολογικά και δομικά κριτήρια τα επιφωνήματα είναι σχετικά συμβατοποιημένες/συμβατικές φωνητικές ή γλωσσικές χειρονομίες που εκφράζουν τη νοητική κατάσταση, δράση ή στάση του ομιλητή. Στις διαφορετικές νοητικές καταστάσεις του ομιλητή συμπεριλαμβάνεται και το συναίσθημα. Ο όρος «σχετικά συμβατοποιημένες ή συμβατικές» εκφράζει την ανοιχτή φύση των επιφωνημάτων, εφόσον νέες λέξεις μπορεί να προστίθενται (Ameka, 1992: 106). Συνεχίζοντας με σημασιολογικά κριτήρια η Wierzbicka (1992: 164) ορίζει το επιφώνημα ως ένα γλωσσικό σημείο (sign) που εκφράζει τη τρέχουσα νοητική κατάσταση ή πράξη του ομιλητή (π.χ. «νιώθω», «θέλω.», «σκέφτομαι..», «ξέρω.»), μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο του στο λόγο, εκφράζει ένα συγκεκριμένο νόημα και δεν περιλαμβάνει άλλα σημεία που περιέχουν ένα συγκεκριμένο νόημα, διαχωρίζοντας έτσι το επιφώνημα (exclamations) που παράγεται από ουσιαστικά ή ρήματα, από το επιφώνημα (interjections) που δεν είναι ομόφωνο με ένα άλλο λεξικό στοιχείο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό. - 13 -

Από πραγματολογική άποψη ο Fraser (1990) ορίζει τα επιφωνήματα ως μια υποκατηγορία στοιχείων που κωδικοποιούν στάσεις και επικοινωνιακές προθέσεις του ομιλητή σε προσδιορισμένο πλαίσιο (Ameka, 1992: 107). Επιχειρώντας να καταλήξουμε σε κάποια κοινά σημεία ορισμού των επιφωνημάτων από τους διάφορους μελετητές και τις οπτικές που τα αντιμετωπίζουν, μπορούμε να ορίσουμε τα επιφωνήματα ως εξής: Τα επιφωνήματα αποτελούν ανεξάρτητα εκφωνήματα και είναι πολύ χαλαρά ενοποιημένα με την υπόλοιπη πρόταση. Συνήθως είναι μονομορφικά. Δεν κλίνονται και δεν ακολουθούν το παραγωγικό σύστημα. Εκφράζουν συναισθηματικές ή νοητικές καταστάσεις, διαθέσεις ή πράξεις. Πάντα χωρίζονται με παύση από τα άλλα εκφωνήματα. Πολλές φορές συνδυάζονται μαζί με ένα άλλο επιφώνημα, όπως: Οχ, θεέ μου! 1.2 Η φωνητική των επιφωνημάτων Όσον αφορά τη φωνητική δομή τους, τα επιφωνήματα έχουν την τάση να συνδυάζουν απλά φωνήεντα και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μονοσύλλαβα. (Meng & Schrabback, 1999: 1263-64 Norrick 2008 b). Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλές φορές μπορεί να περιλαμβάνουν φωνήματα που δεν ανήκουν στο φωνολογικό σύστημα της γλώσσας, π.χ. πφ!, ή να παραβαίνουν τους φωνολογικούς περιορισμούς της γλώσσας ή να παρουσιάζουν στοιχεία που δεν είναι εύκολο να αναλυθούν, π.χ. χμ!, μμ! κτλ. (Ameka, 1992: 105 Σετάτος, 1993: 393 Wilkins, 1992: 122 Norrick, 2008b) 3. Από την άλλη, ο Wilkins (1992: 122) και ο Ameka (1992: 106) συμφωνούν ότι η φωνολογική αυτή ανωμαλία δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο της τάξης των επιφωνημάτων, αφού υπάρχουν άλλα επιφωνήματα συμβατά με το φωνολογικό σύστημα της γλώσσας, π.χ. αλίμονο! 4 Ιδιαίτερα σημαντικό θέμα σε σχέση με τα επιφωνήματα είναι ο επιτονισμός τους, και συγκεκριμένα η ένταση, η διάρκεια και το τονικό ύψος τους. Κατά την εκφώνησή τους στον προφορικό λόγο παράγονται με μεγαλύτερη ένταση στη φωνή 3 Ο Wilkins (1992: 122) μάλιστα επισημαίνει ότι θα ήταν πρόκληση για τη φωνολογία να προσφέρει μια θεωρία των ιδιαιτεροτήτων των επιφωνημάτων ενοποιώντας τα στη συνολική φωνολογική περιγραφή μιας γλώσσας. 4 Σύμφωνα με τον Ameka (1992: 106) η φωνολογική αυτή ανωμαλία κάποιων επιφωνημάτων ήταν ένας από τους λόγους που οι γλωσσολόγοι αδιαφόρησαν εντελώς γι αυτά, θεωρώντας τα περιφερειακά του γλωσσικού συστήματος. - 14 -

και με τόνο μεγαλύτερου ύψους. Ακόμη, κατά την παραγωγή τους μπορούμε να διαχωρίσουμε ένα επιφώνημα που αποτελεί ένα ξεχωριστό εκφώνημα από μόνο του, π.χ. Αχ! ή το αρχικό μέρος ενός άλλου εκφωνήματος με τη μεγαλύτερη παύση του τόνου που δίνει το θαυμαστικό στην πρώτη και το κόμμα στη δεύτερη περίπτωση, π.χ. Αχ, δεν μπορώ τώρα! (Jovanovic, 2004: 20-21). Όμως ο επιτονισμός ενός επιφωνήματος μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη λειτουργία διεπίδρασής του, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ερμηνεία του. Για παράδειγμα, η διάρκεια στο ωωωωωωω! δηλώνει, ανάλογα με την περίσταση, κυρίως θαυμασμό ή έκπληξη, ενώ το κοφτό χωρίς διάρκεια ω! μπορεί να δηλώνει πόνο ή ξαφνικό φόβο ή απορία. 1.3 Μορφολογία επιφωνημάτων Μορφολογικά το κύριο χαρακτηριστικό των επιφωνημάτων είναι ότι δεν έχουν κλιτικές και παραγωγικές καταλήξεις και έτσι δεν αλλάζει η μορφή τους. Γι αυτό το λόγο πολλές φορές κατηγοριοποιήθηκαν μαζί με τα μόρια ή με άλλες άκλιτες λέξεις, όπως τα επιρρήματα. Επιφωνήματα που έχουν εξελιχτεί από κλιτά μέρη του λόγου μπορεί να παρουσιάζουν μορφολογικά μια συγκεκριμένη κατάληξη, όμως η κατάληξη αυτή έχει παγώσει και ουσιαστικά έχει δημιουργηθεί μια νέα λέξη (Ameka, 1992: 106) π.χ. μωρέ! 1.4 H θέση τους στην πρόταση Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας των Schelfhout κ.ά. (2005) σχετικά με τη συντακτική θέση των επιφωνημάτων, τα επιφωνήματα μπορούν να βρεθούν σε οποιαδήποτε θέση στην πρόταση εκτός από (ή σπάνια) ανάμεσα στους κύριους όρους της πρότασης. Η κατανομή τους διαφέρει ανάλογα με το αν πρόκειται για προφορικό ή γραπτό λόγο. Όσον αφορά τον προφορικό λόγο, η κατανομή διαφέρει στους δημόσιους μονόλογους από τη μια και στους προσωπικούς/ιδιωτικούς διαλόγους από την άλλη. Βέβαια συχνότερη είναι η εμφάνισή τους στην αρχή των προτάσεων αντί μέσα στην πρόταση, και αυτό μάλλον οφείλεται στην προσωδία της πρότασης και στην ανεξάρτητη φύση των επιφωνημάτων, δηλαδή το ότι δεν έχουν γραμματική ή λειτουργική σχέση με τους άλλους όρους της πρότασης, π.χ. Αχ, τι να κάνω!. Μερικές φορές συναντώνται και στο τέλος της πρότασης, απ όπου χωρίζονται με κόμμα π.χ. Κάνε τη δουλειά σου, μωρέ!. - 15 -

1.5 Επιφωνήματα και παραγλωσσικά στοιχεία μη λεκτική επικοινωνία Σύμφωνα με τον Wilkins (1992: 123) είναι έντονη η σύνδεση μεταξύ γλωσσικού και παραγλωσσικού στοιχείου στα επιφωνήματα, γι αυτό και, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει, «τα επιφωνήματα ανήκουν στην κατηγορία όπου κάποιος μαζεύει εμπειρικά δεδομένα και παρατηρεί τον τρόπο που μη γλωσσολογικές λογικές δραστηριότητες δρουν παράλληλα με λογικές δραστηριότητες». Μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέονται με συγκεκριμένες φυσικές χειρονομίες, οι οποίες διαφέρουν από κουλτούρα σε κουλτούρα (Wierzbicka, 1992: 176-77). Έτσι, ένας τρόπος δήλωσης της άρνησης (όχι) στα ελληνικά είναι και το ηχομιμητικό επιφώνημα τσου ή τς συνοδευόμενο με το ανεβοκατέβασμα του κεφαλιού, ενώ το no οι Ιταλοί και οι Άγγλοι, τουλάχιστον, το δηλώνουν με συνεχές κούνημα του κεφαλιού δεξιά αριστερά. Γενικά τα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία, όπως ο επιτονισμός, η ποιότητα της φωνής, η έκφραση του προσώπου, οι μορφασμοί, οι χειρονομίες, συνοδεύουν τόσο τα επιφωνήματα, ώστε πολλές φορές να αποτελούν τους κύριους δείκτες για τη σημασία τους. 1.6 Διαχωρισμός επιφωνημάτων σε βασικά και δευτερεύοντα Ήδη από τον Jespersen (1924) τα επιφωνήματα διαχωρίζονται σε αυτά που δεν προέρχονται από άλλες λεξιλογικές τάξεις και σε αυτά που προέρχονται από άλλες λέξεις, έχοντας ως κοινό την ικανότητα να στέκονται ως ολοκληρωμένα εκφωνήματα. Ο Zandvoort (1957) υιοθέτησε τον παραπάνω διαχωρισμό του Jespersen και χώρισε τα επιφωνήματα σε κανονικά και περιστασιακά (Kyrk, 1992: 195). Στις νεότερες μελέτες συναντάμε τους όρους βασικά (primary) και δευτερεύοντα (secondary) επιφωνήματα (Ameka, 1992 Wierzbicka, 1992 Wilkins, 1992 ). Στη συνέχεια αναλύονται και επεξηγούνται οι παραπάνω όροι. 1.6.1 Βασικά (primary) επιφωνήματα Σύμφωνα με τον Ameka (1992: 105) και άλλους (Wierzbicka, 1992 Wilkins, 1992 Gehweiler, 2008) κύρια προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί ένα επιφώνημα ως βασικό είναι ότι δεν προέρχεται από άλλες λεξιλογικές τάξεις όπου να βασίζεται η σημασιολογία του και δεν έχουν ομώνυμα σε άλλες κατηγορίες λέξεων. - 16 -

Συγκεκριμένα, ως βασικά επιφωνήματα ορίζονται οι μικρές λέξεις ή μη-λέξεις οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν ένα εκφώνημα από μόνες τους, είναι μη παραγωγικές, δεν κλίνονται και δεν έχουν συντακτικά καμία σχέση με τις άλλες λέξεις. Ακόμη, χαρακτηρίζονται από φωνολογική αυθαιρεσία, δηλαδή είναι είτε μονοσύλλαβες, π.χ. μπα!, είτε δεν ακολουθούν το συλλαβικό σύστημα της γλώσσας, π.χ. αλτ! Συχνά εμφανίζονται με επανάληψη γραμμάτων, π.χ. μμμ!, ή με αναδιπλασιασμό, π.χ. πο πο! (Gehweiler, 2008: 73). O Evans (1992: 226) ορίζει το βασικό επιφώνημα ως λέξη που είναι μονομορφική, ικανή να αποτελέσει ένα ανεξάρτητο, μη ελλειπτικό εκφώνημα και που δε χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει ένα μη λεκτικό ήχο, αποκλείοντας έτσι τις ιδεόφωνες 5 και ονοματοποιητικές 6 λέξεις. 1.6.2 Δευτερεύοντα (secondary) επιφωνήματα Υπενθυμίζοντας τον ορισμό του Wilkins (1992: 125) ότι επιφώνημα είναι «ένας καθιερωμένος λεξικός τύπος που (συνήθως) αποτελείται από ένα ανεξάρτητο εκφώνημα, (τυπικά) δεν εντάσσεται στη δομή με τις άλλες τάξεις των λέξεων, (συνήθως) είναι μονομορφικό και (γενικά) δεν έχει κλιτικά ή παραγωγικά μορφήματα», αναφέρω τα σχόλιά του, σύμφωνα με τα οποία διαβάζοντας τον ορισμό με τη χρήση των λέξεων στις παρενθέσεις αναφερόμαστε στα δευτερεύοντα επιφωνήματα, ενώ χωρίς αυτές στα βασικά επιφωνήματα. Συγκεκριμένα, οι λέξεις των παρενθέσεων μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε ότι: 1) ένας συμβατικός λεξικός τύπος μπορεί να έχει κι άλλες χρήσεις στη γλώσσα εκτός από επιφώνημα, π.χ. διάβολε! 2) υπάρχουν φράσεις που μπορούν να γίνουν συμβατικά αμετάβλητες και να χρησιμοποιηθούν ως επιφωνήματα, π.χ. Στο καλό! 3) δεν είναι πάντα σαφές αν ένα επιφώνημα είναι προστακτική ρήματος ή κλητική πτώση ονόματος ή αν αυτοί οι τύποι είναι αμετάβλητοι γιατί αποτελούν τύπο επιφωνήματος, π.χ. έλα! (Wilkins, 1992: 125). 5 5 Ως ιδεόφωνα χαρακτηρίζονται τύποι και φράσεις που εκφράζουν στάσεις και είναι με κάποιον τρόπο ενσωματωμένα στις προτάσεις της καθημερινής γλώσσας. Αναφέρονται τα: τσάκα τσάκα, τσούκου τσούκου, τσαφ τσουφ, φραστ φρουστ, κους κους, ξου ξου. 6 Ονοματοποιητικές λέξεις είναι αυτές που μιμούνται φυσικούς ήχους π.χ. κακαρίζω, χαχανίζω - 17 -

O Wilkins (1992: 131) αναγνωρίζει λοιπόν ως επιφωνήματα τύπους που προέρχονται από προστακτικές ρημάτων, π.χ. σκάσε!, εξηγώντας ότι πρόκειται καταρχάς για προστακτικές ρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν τόσο πολύ ως επιφωνήματα, ώστε παγιώθηκε αυτή η χρήση τους, και ότι οι επιφωνηματικοί αυτοί τύποι συνδέονται με μη φωνητικές χειρονομίες, πράγμα που δε συμβαίνει με τύπους προστακτικής άλλων ρημάτων. Άρα, τα δευτερεύοντα επιφωνήματα είναι τύποι λέξεων ή φράσεων που προέρχονται από ποικίλες λεξιλογικές τάξεις, έχουν ανεξάρτητη σημασιολογική αξία και μπορούν να σταθούν μόνα τους σε μη ελλειπτική σύνταξη σαν εκφώνημα που εκφράζει νοητική κατάσταση, διάθεση ή πράξη (Ameka, 1992 Norrick, 2008: 443). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν επιφωνήματα, όπως προσταγές π.χ. ησυχία!, προειδοποιήσεις, π.χ. προσοχή!, βρισιές, π.χ. διάβολε!, επικλήσεις, π.χ. θεέ!, και άλλες συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις, όπως ντροπή! κ.ά. (Ameka, 1992: 111). Ο Ameka (1992: 111) σε ξεχωριστή κατηγορία τοποθετεί εκφράσεις που μπορούν να σταθούν στο λόγο ως ελεύθερα εκφωνήματα και αναφέρονται σε νοητικές πράξεις, π.χ. θεέ μου, μακριά από μας κ.ά. Αυτές τις ονομάζει καθαρά επιφωνηματικές φράσεις. 1.7 Ταξινόμηση επιφωνημάτων Μια πιο λεπτομερής ταξινόμηση των επιφωνημάτων έγινε από τον Ameka (1992) και τη Wierzbicka (1992) με κριτήριο την επικοινωνιακή λειτουργία τους. Ο Ameka ταξινόμησε τα επιφωνήματα με βάση την επικοινωνιακή λειτουργία τους σε εκφραστικά, βουλητικά και φατικά. Ως εκφραστικά (expressive) χαρακτηρίζονται ηχητικές χειρονομίες που εκφράζουν τη νοητική κατάσταση του ομιλητή, «είναι αυτά που δείχνουν τι αισθάνεται ή γνωρίζει ο ομιλητής τη στιγμή της εκφώνησης χωρίς απαραίτητα να απευθύνεται σε κάποιον». Αυτά χωρίζονται σε συγκινησιακά (emotive) και γνωστικά (cognitive). Τα συγκινησιακά είναι αυτά που εκφράζουν την κατάσταση του ομιλητή αναφορικά με τα συναισθήματα ή τις αισθήσεις του εκείνη τη στιγμή, π.χ. μπλιαχ! (αηδία). Γνωστικά επιφωνήματα είναι αυτά που αναφέρονται στην κατάσταση /συνθήκες της γνώσης και των σκέψεων της στιγμής του εκφωνήματος, π.χ. αχά! (τώρα το ξέρω) ( Ameka, 1992: 113). - 18 -

Τα βουλητικά (conative) επιφωνήματα απευθύνονται σε έναν ακροατή με σκοπό να προκαλέσουν μια αντίδρασή του. Δηλαδή, είτε στοχεύουν στο να προκαλέσουν την προσοχή κάποιου ή απαιτούν μια δράση ή απάντηση από κάποιον προς την επιθυμία του ομιλητή, π.χ. σσς! (ησυχία). Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και τα επιφωνήματα που χρησιμοποιούμε για να καλούμε τα ζώα, π.χ. ψι, ψι, ψι! «τα επιφωνήματα αυτά έχουν βουλητική λειτουργία με την έννοια ότι περιέχουν την ευχή του ομιλητή προς ένα ζώο να κάνει κάτι ή να έρθει προς αυτόν ή να φύγει» ( Ameka, 1992: 113). Τα φατικά (phatic) σκοπεύουν στη δημιουργία και διατήρηση της κοινωνικής και επικοινωνιακής επαφής των ομιλητών και όχι στη μετάδοση μηνύματος. Ως φατικά εννοούνται και μία ποικιλία συμβατικών ήχων /φωνών (vocalizations) που εκφράζουν τη νοητική διάθεση του ομιλητή κατά τη ροή του λόγου και που δρουν αναδραστικά και ανατροφοδοτικά στη συζήτηση π.χ. χμ! μμμ! Ναι! Επίσης, σε κάποιες γλώσσες όπως στη Δημοκρατία της Γκάνα στη Ν. Αφρική, υπάρχουν καθαρά επιφωνήματα που χρησιμοποιούνται για το καλωσόρισμα, το χαιρετισμό και τον αποχαιρετισμό ομιλητών και τα οποία δεν έχουν σχέση με τις τυποποιημένες εκφράσεις ( Ameka, 1992: 114). Ο Ameka επισημαίνει ότι πολλές φορές ένα επιφώνημα μπορεί να ανήκει σε περισσότερες της μιας κατηγορίες. Έτσι ένα αναδραστικό επιφώνημα μπορεί να είναι και γνωστικό από τη στιγμή που σηματοδοτεί την τρέχουσα διάθεση του εκφωνητή αναφορικά με τη συζήτηση και τη νοητική ανάμειξή του στη ροή της συζήτησης ή ένα εκφραστικό επιφώνημα μπορεί να είναι και βουλητικό. Η παραπάνω ταξινόμηση βασίζεται στην κυρίαρχη λειτουργία του στοιχείου για το οποίο μιλάμε σε σχέση με τη σημασιολογία του. (Ameka, 1992:113-114) Η Wierzbicka (1992: 165-66) βασιζόμενη στο κριτήριο ότι τα επιφωνήματα εκφράζουν τη νοητική κατάσταση ή πράξη του ομιλητή κατηγοριοποιεί τα επιφωνήματα ως εξής: 1) συγκινησιακά επιφωνήματα (τα οποία στη σημασία τους περιλαμβάνουν το στοιχείο του «νιώθω κάτι») 2) βουλητικά επιφωνήματα (τα οποία στη σημασία τους περιλαμβάνουν το στοιχείο του «θέλω κάτι») 3) γνωστικά επιφωνήματα (τα οποία στη σημασία τους περιλαμβάνουν το στοιχείο του «νομίζω ή ξέρω κάτι»). - 19 -

Βέβαια επισημαίνει ότι πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η ταξινόμηση αυτή μπορεί να μην είναι πάντα ξεκάθαρη για κάθε επιφώνημα, εξαιτίας της σημασιολογικής σύνδεσης μεταξύ επιφωνημάτων διαφορετικών κατηγοριών. O Evans (1992: 228-29) στη μελέτη των επιφωνημάτων των Mayali αναφέρει και τα «οργανωτικά» επιφωνήματα, όπως τα ονομάζει, τα οποία χρησιμοποιούνται για να οργανώσουν γενικά τη ροή της δομής του λόγου. Σύμφωνα με τον Evans τα επιφωνήματα αυτά λειτουργούν σαν τα φατικά του Ameka, αλλά επιπλέον αποτελούν αναδραστικά σήματα, σήματα ανατροφοδότησης του λόγου για να υποδηλώσουν ή να δηλώσουν πιο σύνθετες επικοινωνιακές ενέργειες, όπως προσφορές, αρνήσεις, προτάσεις, εισαγωγή, επίλογο, απολογία και στροφή της κατεύθυνσης του λόγου. 1.8 Επιφωνήματα και τυποποιημένες εκφράσεις (routines/ formulae) Οι τυποποιημένες εκφράσεις αποτελούν λέξεις ή φράσεις προσχεδιασμένες και στενά συνδεδεμένες με καθιερωμένες επικοινωνιακές καταστάσεις π.χ. περαστικά!, καλημέρα!, γεια σου! συγγνώμη!, στο καλό!, να σαι καλά! κ.ά. Η σχέση τους με τα επιφωνήματα είναι κάπως πολύπλοκη, ενώ στις περισσότερες περιγραφικές γραμματικές εντάσσονται στην κατηγορία των επιφωνημάτων. Ο Ameka συμφωνεί μεν ότι όπως και τα επιφωνήματα έτσι και οι τυποποιημένες αυτές εκφράσεις είναι τύποι που συναντώνται στις περισσότερες αν όχι σε όλες τις γλώσσες, ενέχουν ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία και αποτελούν δείκτες. Ειδικότερα, οι μεν τυποποιημένες εκφράσεις αποτελούν κοινωνικούς δείκτες μεταξύ ομιλητή και ακροατή, ενώ τα επιφωνήματα είναι περισσότερο συμπτωματική δείξη της νοητικής κατάστασης του ομιλητή (και του πλαισίου) (Ameka, 1992: 110). Όμως, σχολιάζει ότι υπάρχουν και λεπτές διαφορές μεταξύ των δύο τύπων. Συγκεκριμένα λαμβάνοντας υπόψη το χαρακτηρισμό τους από τον Coulmas (1981), σύμφωνα με τον οποίο η εμφάνιση των πρωτοτυποποιημένων και προσχεδιασμένων αυτών εκφράσεων είναι λιγότερο ή περισσότερο δεμένη με μια καθιερωμένη επικοινωνιακή περίσταση, προσθέτει ότι τα επιφωνήματα αποτελούν περισσότερο αυθόρμητες άμεσες απαντήσεις σε καταστάσεις, ενώ οι τυποποιημένες εκφράσεις είναι προθετικές και αναμένεται (κοινωνικά) μια αντίδραση/απάντηση από τον συνδιαλεγόμενο. Οπότε, την πρώτη διαφορά τη δανείζεται από τον Goffman, ο οποίος υποστηρίζει ότι τα επιφωνήματα μπορεί να έχουν κοινωνική κατεύθυνση, αλλά δεν έχουν τη διαλογική ανταλλαγή των τυποποιημένων εκφράσεων. Ως δεύτερη - 20 -

διαφορά ο Ameka επισημαίνει ότι ενώ για παράδειγμα το σ ευχαριστώ! περιλαμβάνει ως συστατικό του έναν καθαρά κοινωνικό δείκτη, δε συμβαίνει το ίδιο με ένα βασικό επιφώνημα, όπως το όου!, αν και τα δύο μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως αντιδράσεις κάποιου που μόλις πήρε ένα δώρο. Ο Ameka επεξηγεί ότι τα φατικά και τα βουλητικά επιφωνήματα μπορεί να κατευθύνονται προς κάποιον, αλλά δεν απευθύνονται σε αυτόν (Ameka,1992: 108-09). Τέλος ο Ameka (1992: 269) διαφοροποιεί τις τυποποιημένες εκφράσεις από τα επιφωνήματα στηριζόμενος στην κρίση του ότι οι τυποποιημένες εκφράσεις είναι γλωσσικές πράξεις, ενώ τα επιφωνήματα δεν αποτελούν γλωσσικές πράξεις, αν και δέχεται ότι έχουν σημασιολογική δομή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Wierzbicka (1992: 165) θεωρεί ότι επιφωνηματικές εκφράσεις (exclamations) που έχουν σημασιολογική σχέση με άλλες λέξεις δεν ανήκουν στην κατηγορία των επιφωνημάτων, αλλά στην κατηγορία των δευτερευόντων επιφωνηματικών εκφράσεων ( secondary exclamations) π.χ. θεέ μου, διάβολε!, αντιλαμβανόμαστε ότι και τις τυποποιημένες εκφράσεις τις εντάσσει στην κατηγορία των επιφωνηματικών εκφράσεων. Από την άλλη ο Wilkins (1992: 142) θεωρεί ότι οι παραπάνω εκφράσεις ανήκουν καθαρά στο χώρο των επιφωνημάτων μιας και αποτελούν ένα ανεξάρτητο εκφώνημα, έχουν ένα συμφραστικό πλαίσιο και τα χαρακτηριστικά της χρήσης τους και της σημασιολογικής δομής τους ταιριάζουν στα υπόλοιπα επιφωνήματα. Ωστόσο, δέχεται ότι συνδέονται με ιδιαίτερες, αλλά και πολύ κοινές καταστάσεις και η λειτουργία τους είναι να αναγνωρίσουν, να προβάλλουν ή να συντηρήσουν κοινωνικές σχέσεις σύμφωνα με τις κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις, σε αντίθεση με τα βασικά κυρίως επιφωνήματα. 1.9 Επιφωνήματα και ηχομιμητικές λέξεις (ονοματοποίηση) Οι ηχομιμητικές ή ονοματοποιητικές λέξεις είναι αυτές που μιμούνται φυσικούς ήχους, π.χ. νιαου, ικ (λόξυγγας), χα χα χα (γέλιο). Στην περιγραφική γραμματική οι ηχομιμητικές λέξεις αποτελούν υποκατηγορία των επιφωνημάτων, λόγω της ανώμαλης φωνολογικής φύσης τους. Όμως ο Ameka και η Wierzbicka διαφοροποιούν τις ηχομιμητικές λέξεις από τα επιφωνήματα. Συγκεκριμένα ο Ameka (1992: 112) σχολιάζει ότι οι ηχομιμητικές λέξεις αποτελούν μια φωνολογική τάξη με λέξεις από διαφορετικές γραμματικές τάξεις. Τα επιφωνήματα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ηχητικών συμβόλων και από αυτή την άποψη πολλά επιφωνήματα μπορεί να είναι ηχομιμητικές λέξεις, όμως υπάρχει και η - 21 -

διαφορά ότι οι ηχομιμητικές λέξεις είναι κυρίως περιγραφικές και δεν εκφράζουν νοητική κατάσταση, όπως τα επιφωνήματα. Γενικά δύσκολα γίνεται η διάκριση μεταξύ επιφωνήματος και ονοματοποιημένου τύπου που μιμείται τον ήχο π.χ. πλατς! Και η Wierzbicka (1992: 164) συμφωνεί ότι θεωρείται προβληματικό το να συμπεριλαμβάνονται και οι ονοματοποιημένες λέξεις στα επιφωνήματα, οι οποίες ουσιαστικά απεικονίζουν με ημι-εικονικό τρόπο μια πράξη και πολλές φορές είναι ομόφωνες και σημασιολογικά σχετιζόμενες με άλλες λέξεις, πράγμα που αντιτίθεται σε ένα βασικό κριτήριο του ορισμού των βασικών επιφωνημάτων. Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα επιφωνήματα εκφράζουν συναισθηματικές ή νοητικές καταστάσεις, διαθέσεις ή πράξεις, θα πρέπει να διακρίνονται από τις ηχομιμητικές λέξεις, οι οποίες απλά μιμούνται και περιγράφουν φυσικούς ήχους. 1.10 Λειτουργίες επιφωνημάτων Σημασιολογικές πραγματολογικές προσεγγίσεις Η προσπάθεια ανάλυσης και ερμηνείας των επιφωνημάτων είναι εξαιρετικά δύσκολο θέμα γιατί πρώτον, σε λειτουργικό επίπεδο τα επιφωνήματα μοιράζονται κάποιες ιδιότητες με άλλες κατηγορίες, όπως με τα μόρια λόγου, δηλαδή τις άκλιτες λέξεις με επιρρηματική σημασία, π.χ. Βέβαια!, Ορίστε! Εμπρός! Δεύτερον, τα επιφωνήματα είναι στενά συνδεδεμένα, όπως είδαμε πιο πάνω, με τις ονοματοποιημένες λέξεις και τις στερεότυπες εκφράσεις. Επιπλέον, τα επιφωνήματα περιγράφονται με διάφορα λειτουργικά κριτήρια (Kryk, 1992: 196-97). Βέβαια οι ποικίλες και καίριες πολλές φορές διαφορές μεταξύ των προσεγγίσεων αντανακλούν εναλλακτικές έννοιες των επιφωνημάτων στο λόγο και η κάθε προσέγγιση προσθέτει ένα στοιχείο στην έννοια και τη λειτουργία τους. Παρακάτω γίνεται μια προσπάθεια περιγραφής διαφορετικών λειτουργιών των επιφωνημάτων, όπως μελετήθηκαν μέσα από σημασιολογικές, πραγματολογικές, ή και με συνδυασμό των δυο προσεγγίσεις και έρευνες, μιας και ο συνδυασμός των κριτηρίων δίνει μια αναλυτική εικόνα της σημασίας και της λειτουργίας των επιφωνημάτων στη γλώσσα. 1.10.1 Σημασιολογική προσέγγιση - 22 -

Σημασιολογικά υποστηρίχθηκε συχνά ότι τα επιφωνήματα δεν έχουν πραγματικό σημασιολογικό περιεχόμενο και εννοιολογική δομή, απλά ερμηνεύονται μέσα από πραγματολογικούς κανόνες (Wilkins, 1992: 120). Στην πορεία όμως, όπως είδαμε, δόθηκαν νέες προσεγγίσεις στη μελέτη των επιφωνημάτων. Έτσι, για παράδειγμα, ο James (1978) από τη μια θεώρησε τα επιφωνήματα ως υποκατηγορία των μορίων του λόγου, αλλά όσον αφορά τη σημασία τους παραδέχτηκε ότι τα επιφωνήματα έχουν μια ιδιαίτερη σημασία και ότι η χρήση τους ελέγχεται από επικοινωνιακούς κανόνες. H Kryk (1992: 196) αναφέρει ότι ο Schourup (1985) ακολουθώντας τον Fried (1952) ισχυρίστηκε ότι η σημασία των επιφωνημάτων συνάγεται από τα συμφραζόμενα και ότι δεν εκφράζουν απλά δυνατή συγκίνηση. Μάλιστα ο Schourup προχωρώντας πιο πέρα θεώρησε ότι τα επιφωνήματα δείχνουν κάτι από τη μη ρητή/ αφανέρωτη σκέψη από την πλευρά του ομιλητή και ότι μπορούν να δηλώσουν την ακριβή στιγμή της σκέψης και της αντίδρασης του ομιλητή. Σε αντίθεση λοιπόν με παλαιότερες θεωρίες σχετικά με την απουσία κάθε σημασιολογικής έννοιας και δομής των επιφωνημάτων, σύγχρονοι μελετητές (Wierzbicka, 1992 Hill, 1992 Evans, 1992 Ameka, 1992 Wilkins, 1992) συμφωνούν ότι τα επιφωνήματα είναι πλούσια σημασιολογικά και μεταβιβάζουν σύνθετες εννοιολογικές δομές που μπορεί να ερμηνευθούν (Wilkins, 1992: 120), ενώ η επικοινωνία επιτυγχάνεται με τρόπους αποκρυπτογράφησης της εννοιολογικής δομής τους (Wharton, 2003: 176). Την αποκρυπτογράφηση της εννοιολογικής δομής των επιφωνημάτων μας δίνει η Wierzbicka (1992), η οποία βασίζεται στη γενικότερη σημασιολογική προσέγγισή της, τη φυσική σημασιολογική μεταγλώσσα (Natural Semantic Metalanguage) 7.Συγκεκριμένα, αν και η Wierzbicka δεν αναγνωρίζει τα επιφωνήματα ως γλωσσικές πράξεις, θεωρεί ότι έχουν σημασία που μπορεί να αποκαλυφθεί και να τυποποιηθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να προσλάβουμε το ακριβές 7 Η Natural Semantic Metalanguage, προσέγγιση σημασιολογικής ανάλυσης, δημιουργός της οποίας θεωρείται η Wierzbicka, βασίζεται στη θεωρία ότι ένας μικρός πυρήνας βασικών, καθολικών εννοιών υπάρχουν ως λέξεις ή ως γλωσσικές εκφράσεις σε όλες τις γλώσσες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο στη γλωσσολογική ανάλυση και συγκεκριμένα στο να εξηγήσουν σύνθετες και ιδιαίτερες ως προς το πολιτισμικό τους περιεχόμενο λέξεις και γραμματικές δομές και να αποσαφηνίσει με ξεκάθαρους μεταφράσιμους όρους λέξεις ή εκφράσεις που εκφράζουν ιδιαίτερες πολιτισμικά αξίες και στάσεις. Περισσότερα βλ. στο http://www-personal.une.edu.au/~cgoddard/. - 23 -

πεδίο χρήσης τους. Για να γίνει αυτό δε θα πρέπει να βασιζόμαστε σε συγκεκριμένους γλωσσικούς όρους, όπως «αηδία», «έκπληξη», «πόνο», αλλά σε καθολικές ή σχεδόν καθολικές έννοιες, όπως «καλό», «κακό», «κάνω», «συμβαίνει», «θέλω», «ξέρω», «λέω», «νομίζω», έτσι ώστε να προσπαθήσουμε να αποκαλύψουμε τις διαφορές στη χρήση, την αξία και την ποικιλία του κάθε επιφωνήματος από μια διαπολιτισμική άποψη. Παρακάτω βλέπουμε ένα παράδειγμα ερμηνείας του επιφωνήματος όχου! με βάση την ανάλυση της Wierzbicka: όχου: Τώρα ξέρω ότι: έκανα κάτι κακό κάτι κακό συνέβη εξαιτίας του δεν ήθελα (να συμβεί) δε θα ήθελα κάποιος να σκεφτεί ότι είναι πολύ κακό (νιώθω κάτι εξαιτίας αυτού) Η Wierzbicka (1992: 188) σχολιάζει βέβαια ότι είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε και να ερμηνεύσουμε ένα επιφώνημα, γιατί δεν είναι απλό να αποκαλυφθεί η νοητική πράξη που κρύβεται σε μια τόσο μικρή φωνολογικά λέξη σε ένα συνειδητό επίπεδο, αφού είναι ίσως κατά μια έννοια πιο «αυτόματη» από μια άλλη λέξη. Όσον αφορά αυτή την αποσυνθετική/διαπαστική περιγραφή και ανάλυση της σημασίας των επιφωνημάτων έχουν διατυπωθεί αρκετά προβλήματα και αντιτιθέμενες απόψεις. Πολλές από αυτές βασίζονται σε ψυχογλωσσολογικές αποδείξεις, αλλά και σε άλλα επιχειρήματα. Ο Wharton (2003) στην κριτική που άσκησε πάνω στον τρόπο ερμηνείας των επιφωνημάτων με βάση τη θεωρία της Wierzbicka, επισημαίνει κάποιες αδυναμίες, στηριζόμενος στο ότι για την ερμηνεία των επιφωνημάτων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής: τα βασικά επιφωνήματα δεν μπορούν να οριστούν αυστηρά, αλλά μεταβιβάζουν κάτι πιο αόριστο και ασαφές από τις έννοιες που προτείνονται διασπώντας το. Εξάλλου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ο επιτονισμός, ο οποίος εκφράζει ακριβέστερα την έννοια που θέλει να μεταβιβάσει, η λειτουργία της εκφώνησης, η στάση του ομιλητή, καθώς και τα παραγλωσσικά φαινόμενα, που ξεκαθαρίζουν και κάνουν πιο σαφές το νόημα, τη διάθεση και στάση του ομιλητή, μιας και σχετικά με τα επιφωνήματα δεν πρέπει να αψηφούμε το γεγονός ότι αποτελούνται από ένα κωδικό, γλωσσολογικό στοιχείο και ένα φυσικό μέρος (ο τόνος της φωνής, οι εκφράσεις του προσώπου). Επιπλέον, το επικοινωνιακό περιεχόμενο των επιφωνημάτων είναι τόσο εξαρτημένο από το - 24 -