ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ Τρία αιρετικά ποιήματα κι ένα ακόμη ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΛΙΤΑ ΚΟΤΑΡΑ ΑΘΗΝΑ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012
Sesso, consolazione della miseria! Sesso, consolazione della miseria! La puttana è una regina, il suo trono è un rudere, la sua terra un pezzo di merdoso prato, il suo scettro una borsetta di vernice rossa: abbaia nella notte, sporca e feroce come un'antica madre: difende il suo possesso e la sua vita. I magnaccia, attorno, a frotte, gonfi e sbattuti, coi loro baffi brindisi o slavi, sono capi, reggenti: combinano nel buio, i loro affari di cento lire, ammiccando in silenzio, scambiandosi parole d'ordine: il mondo, escluso, tace intorno a loro, che se ne sono esclusi, silenziose carogne di rapaci. Ma nei rifiuti del mondo, nasce un nuovo mondo: nascono leggi nuove dove non c'è più legge; nasce un nuovo onore dove onore è il disonore... Nascono potenze e nobiltà, feroci, nei mucchi di tuguri, nei luoghi sconfinati dove credi che la città finisca, e dove invece ricomincia, nemica, ricomincia per migliaia di volte, con ponti e labirinti, cantieri e sterri, dietro mareggiate di grattacieli, che coprono interi orizzonti. Nella facilità dell'amore il miserabile si sente uomo: fonda la fiducia nella vita, fino a disprezzare chi ha altra vita. I figli si gettano all'avventura sicuri d'essere in un mondo che di loro, del loro sesso, ha paura. La loro pietà è nell'essere spietati, la loro forza nella leggerezza, la loro speranza nel non avere speranza. 1961 Σεξ, παρηγοριά στη μιζέρια! Σεξ, παρηγοριά στη μιζέρια! Η πόρνη είναι βασίλισσα, ο θρόνος της είναι ένα ερείπιο, η επικράτειά της ένα κομμάτι χεσμένο λιβάδι, το σκήπτρο της μια τσάντα με κόκκινο βερνίκι: γαβγίζει μες στη νύχτα, βρόμικη και άγρια σαν αρχαία μητέρα: υπερασπίζεται το έχει της και τη ζωή της. Οι νταβατζήδες, τριγύρω, σε μπουλούκια, φουσκωμένοι και άκεφοι, μουστακαλήδες από το Μπρίντιζι ή Σλάβοι, είναι αρχηγοί, αφεντικά: μες στο σκοτάδι κάνουν τις κομπίνες τους των εκατό λιρετών, κλείνοντας το μάτι σιωπηλά, ανταλλάσσοντας συνθήματα. Ο κόσμος, αποκλεισμένος, σιωπά γύρω τους, και οι ίδιοι αποκομμένοι από αυτόν, σιωπηλά ψοφίμια αρπακτικών. Αλλά μες στα σκουπίδια του κόσμου, γεννιέται ένας καινούργιος κόσμος: γεννιούνται νέοι νόμοι όπου δεν υπάρχει πια νόμος γεννιέται μια νέα τιμιότητα όπου τιμή είναι η ατιμία Γεννιούνται εξουσίες και άρχοντες, άγριοι, μέσα σε σωρούς από τρώγλες, σε τόπους απέραντους όπου νομίζεις ότι τελειώνει η πόλη, και όπου ωστόσο ξαναρχίζει, εχθρική, ξαναρχίζει χιλιάδες φορές, με γέφυρες και λαβυρίνθους, εργοτάξια και μπάζα, πίσω από θάλασσες ουρανοξυστών, που καλύπτουν ολόκληρους ορίζοντες. Στην ευκολία του έρωτα ο φουκαράς νιώθει άνθρωπος: θεμελιώνει την εμπιστοσύνη του στη ζωή, μέχρι του σημείου να περιφρονεί όποιον κάνει άλλη ζωή. Τα παιδιά ρίχνονται στην περιπέτεια σίγουρα ότι βρίσκονται σ έναν κόσμο που τους φοβάται, που φοβάται το φύλλο τους. Ο οίκτος τους βρίσκεται στην ασπλαχνιά τους, η δύναμή τους στην ελαφρότητά τους, η ελπίδα τους στην ανυπαρξία ελπίδας. 1961
Ballata delle madri Mi domando che madri avete avuto. Se ora vi vedessero al lavoro in un mondo a loro sconosciuto, presi in un giro mai compiuto d esperienze così diverse dalle loro, che sguardo avrebbero negli occhi? Se fossero lì, mentre voi scrivete il vostro pezzo, conformisti e barocchi, o lo passate a redattori rotti a ogni compromesso, capirebbero chi siete? Madri vili, con nel viso il timore antico, quello che come un male deforma i lineamenti in un biancore che li annebbia, li allontana dal cuore, li chiude nel vecchio rifiuto morale. Madri vili, poverine, preoccupate che i figli conoscano la viltà per chiedere un posto, per essere pratici, per non offendere anime privilegiate, per difendersi da ogni pietà. Madri mediocri, che hanno imparato con umiltà di bambine, di noi, un unico, nudo significato, con anime in cui il mondo è dannato a non dare né dolore né gioia. Madri mediocri, che non hanno avuto per voi mai una parola d amore, se non d un amore sordidamente muto di bestia, e in esso v hanno cresciuto, impotenti ai reali richiami del cuore. Madri servili, abituate da secoli a chinare senza amore la testa, a trasmettere al loro feto l antico, vergognoso segreto d accontentarsi dei resti della festa. Madri servili, che vi hanno insegnato come il servo può essere felice odiando chi è, come lui, legato, come può essere, tradendo, beato, e sicuro, facendo ciò che non dice. Madri feroci, intente a difendere quel poco che, borghesi, possiedono, la normalità e lo stipendio, quasi con rabbia di chi si vendichi o sia stretto da un assurdo assedio. Madri feroci, che vi hanno detto: Sopravvivete! Pensate a voi! Non provate mai pietà o rispetto per nessuno, covate nel petto la vostra integrità di avvoltoi! Ecco, vili, mediocri, servi, feroci, le vostre povere madri! Μπαλάντα των μανάδων Αναρωτιέμαι τι μάνες είχατε. Εάν σας έβλεπαν τώρα στη δουλειά σ έναν άγνωστο για εκείνες κόσμο, μπλεγμένους σ έναν κύκλο, που ποτέ δεν κλείνει, από εμπειρίες τόσο διαφορετικές από τις δικές τους, τι βλέμμα θα είχαν στα μάτια τους; Εάν ήταν κοντά σας, την ώρα που γράφετε το άρθρο σας, κομφορμιστές και πομπώδεις, ή όταν το δίνετε σε συντάκτες που υπέκυψαν σε κάθε συμβιβασμό, θα καταλάβαιναν άραγε ποιοι είστε; Μάνες τιποτένιες, με τον αρχαίο φόβο στο πρόσωπο, εκείνον που σαν κακό αλλοιώνει και θολώνει τα χαρακτηριστικά, που τα απομακρύνει απ την καρδιά, που τα κλείνει μες στην παλιά ηθική άρνηση. Μάνες τιποτένιες, οι κακομοίρες, που ανησυχούν μήπως τα παιδιά τους δεν μάθουν καλά το μάθημα του εξευτελισμού: να βρουν μια θεσούλα, να είναι [προσγειωμένα, να μην προσβάλλουν τους προνομιούχους, ν αμύνονται μπροστά στον οίκτο. Μάνες μετριότητες, που έμαθαν με κοριτσίστικη ταπεινοσύνη, για μας, ότι διαθέτουμε ένα μόνο, ξεκάθαρο χαρακτηριστικό, με ψυχές που μέσα τους ο κόσμος είναι καταδικασμένος να μην προσφέρει ούτε πόνο, ούτε χαρά. Μάνες μετριότητες, που δεν είχαν ποτέ για σας ούτε μια λέξη αγάπης, παρά μόνο μια αγάπη άθλια άφωνη, ζωώδη, και μ αυτή σας μεγάλωσαν, αδύναμους μπρος στα πραγματικά καλέσματα της καρδιάς. Μάνες δουλοπρεπείς, συνηθισμένες από αιώνες να σκύβουν χωρίς αγάπη το κεφάλι, να μεταδίδουν στο έμβρυό τους το αρχαίο, ντροπιασμένο μυστικό της ικανοποίησης με τα αποφάγια της γιορτής. Μάνες δουλοπρεπείς, που σας δίδαξαν πώς μπορεί να είναι ευτυχισμένος ο δούλος μισώντας όποιον είναι, όπως εκείνος, αλυσοδεμένος, πώς μπορεί νε είναι, προδίνοντας, ευτυχισμένος και σίγουρος, κάνοντας εκείνο που δεν λέει. Μάνες άγριες, που προσπαθούν να υπερασπιστούν εκείνο το λίγο που σαν αστές κατέχουν, την ομαλότητα και το μισθό, με τη λύσσα σχεδόν εκείνου που εκδικείται ή που τον περιζώνει μια παράλογη πολιορκία. Μάνες άγριες, που σας δίδαξαν: Επιβιώστε! Να σκέφτεστε τον εαυτό σας! Μην λυπάστε και μη σέβεστε ποτέ κανένα, να φωλιάζει μέσα σας το ένστικτο του αρπακτικού! Να τες, τιποτένιες, μετριότητες, δουλοπρεπείς,
Che non hanno vergogna a sapervi - nel vostro odio - addirittura superbi, se non è questa che una valle di lacrime. È così che vi appartiene questo mondo: fatti fratelli nelle opposte passioni, o le patrie nemiche, dal rifiuto profondo a essere diversi: a rispondere del selvaggio dolore di esser uomini. 1962 άγριες, οι μάνες σας! Που δεν ντρέπονται να σας θεωρούν - με το μίσος σας πράγματι ανώτερους, μιας και δεν είναι αυτή εδώ παρά μία κοιλάδα των δακρύων. Μ αυτό τον τρόπο σας ανήκει αυτός ο κόσμος: παρά τα αντίθετα πάθη σας ή τις εχθρές σας πατρίδες, εκείνο που σας κάνει αδέρφια είναι η βαθιά σας άρνηση να είσαστε διαφορετικοί: να πάρετε την ευθύνη του άγριου πόνου να είστε άνθρωποι. 1962 Απαγγελία του ποιήματος από το Βιτόριο Γκάσμαν: http://www.youtube.com/watch?v=1b1qc4fbhfq
Il Pci ai giovani!! È triste. La polemica contro il PCI andava fatta nella prima metà del decennio passato. Siete in ritardo, figli. E non ha nessuna importanza se allora non [eravate ancora nati... Adesso i giornalisti di tutto il mondo [(compresi quelli delle televisioni) vi leccano (come credo ancora si dica nel [linguaggio delle Università) il culo. Io no, amici. Avete facce di figli di papà. Buona razza non mente. Avete lo stesso occhio cattivo. Siete paurosi, incerti, disperati (benissimo) ma sapete anche come essere prepotenti, ricattatori e sicuri: prerogative piccoloborghesi, amici. Quando ieri a Valle Giulia avete fatto a [botte coi poliziotti, io simpatizzavo coi poliziotti! Perché i poliziotti sono figli di poveri. Vengono da periferie, contadine o urbane [che siano. Quanto a me, conosco assai bene il loro modo di esser stati bambini e ragazzi, le preziose mille lire, il padre rimasto [ragazzo anche lui, a causa della miseria, che non dà autorità. La madre incallita come un facchino, o [tenera, per qualche malattia, come un uccellino; i tanti fratelli, la casupola tra gli orti con la salvia rossa (in terreni altrui, lottizzati); i bassi sulle cloache; o gli appartamenti nei grandi caseggiati popolari, ecc. ecc. E poi, guardateli come li vestono: come [pagliacci, con quella stoffa ruvida che puzza di rancio fureria e popolo. Peggio di tutto, [naturalmente, è lo stato psicologico cui sono ridotti (per una quarantina di mille lire al mese): senza più sorriso, senza più amicizia col mondo, separati, esclusi (in una esclusione che non ha uguali); umiliati dalla perdita della qualità di uomini per quella di poliziotti (l essere odiati fa [odiare). Hanno vent anni, la vostra età, cari e care. Siamo ovviamente d accordo contro [l istituzione della polizia. Ma prendetevela contro la Magistratura, e [vedrete! I ragazzi poliziotti Το ΚΚΙ προς τους νέους!! ¹ Είναι θλιβερό. Η πολεμική ενάντια στο ΚΚΙ γινόταν το πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας. Είστε αργοπορημένοι, παιδιά μου. Και δεν έχει καμία σημασία εάν τότε δεν είχατε ακόμη γεννηθεί... Τώρα οι δημοσιογράφοι όλου του κόσμου (συμπεριλαμβανομένων εκείνων της τηλεόρασης) σας γλύφουν (όπως πιστεύω ότι το λέτε ακόμη στη γλώσσα του Πανεπιστημίου) τον κώλο. Εγώ όμως όχι, φίλοι μου. Έχετε την όψη των πατεράδων σας, παιδιά του μπαμπά. Η καλή ράτσα δεν κρύβεται. Έχετε το ίδιο κακό βλέμμα. Είστε φοβητσιάρηδες, αβέβαιοι, απογοητευμένοι (πολύ καλά), ξέρετε όμως και τον τρόπο να είστε θρασείς, εκβιαστές και σίγουροι: μικροαστικά προνόμια, φίλοι μου. Όταν χθες στη Βάλε Τζούλια πιαστήκατε στο ξύλο με τους αστυνομικούς, εγώ ήμουν με το μέρος των αστυνομικών! Επειδή οι αστυνομικοί είναι παιδιά φτωχών ανθρώπων. Προέρχονται από την περιφέρεια, αγροτική ή αστική αδιάφορα. Όσο για μένα, γνωρίζω αρκετά καλά τον τρόπο που έζησαν σαν μικρά παιδιά και σαν αγόρια, τις πολύτιμες χίλιες λιρέτες, τον πατέρα που έμεινε αγόρι κι εκείνος εξ αιτίας της μιζέριας, που δεν δίνει κύρος. Η μάνα γεμάτη κάλους σαν αχθοφόρος, ή λεπτεπίλεπτη, εξ αιτίας κάποιας αρρώστιας, σαν πουλάκι τα πολλά αδέρφια, η τρώγλη ανάμεσα στα περιβόλια με το κόκκινο φασκόμηλο (σε ξένα οικόπεδα, πολυτεμαχισμένα) οι παράγκες επάνω στους υπονόμους ή τα διαμερίσματα στις μεγάλες λαϊκές πολυκατοικίες κ.τ.λ. κ.τ.λ. Κι έπειτα, κοιτάτε τους πώς τους ντύνουν: σαν παλιάτσους, μ ένα τραχύ ύφασμα που βρωμάει συσσίτιο, στρατώνα και λαό. Χειρότερο απ όλα, φυσικά, είναι η ψυχολογική κατάσταση στην οποία έχουν ξεπέσει (για τρεις κι εξήντα): χωρίς χαμόγελο πια, χωρίς φιλία πλέον με τον κόσμο, ξεχωρισμένοι, αποκλεισμένοι (με έναν αποκλεισμό που δεν έχει το όμοιό του) εξευτελισμένοι, επειδή έχασαν την ανθρώπινή τους ιδιότητα για να πάρουν εκείνη του αστυφύλακα ( το μίσος γεννά μίσος). Είναι είκοσι χρονών, στην ηλικία σας, αγαπητοί και αγαπητές μου. Προφανώς συμφωνούμε ενάντια στο θεσμό της αστυνομίας. Αλλά να τα βάλετε με τη δικαστική εξουσία και θα δείτε! Τα παιδία, οι αστυφύλακες, που εσείς με ιερή βία (της αξιοθαύμαστης παράδοσης του Risorgimento), σαν παιδιά του μπαμπά που είστε, δείρατε, ανήκουν σε άλλη κοινωνική τάξη. Στη Βάλε Τζούλια, είχαμε έτσι, χθες, ένα δείγμα της πάλης των τάξεων: κι εσείς φίλοι μου (αν και βρίσκεστε από τη μεριά του σωστού) ήσασταν οι πλούσιοι, ενώ οι αστυφύλακες (που ήταν από τη μεριά του λάθους) ήταν οι φτωχοί. Ωραία νίκη, μα την αλήθεια, η δική σας! Σ αυτές τις περιπτώσεις, στους αστυφύλακες δίνουν λουλούδια, φίλοι μου. [ ]