ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Σχετικά έγγραφα
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0023(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0367(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2009/0060B(COD)

Επιτροπή Περιβάλλοντος, ηµόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίµων

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2009/0806(CNS)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0146(COD)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0297(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0075(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0224(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0304(COD)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0308(CNS)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

* ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0091/

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0268(COD)

9975/16 ΓΒ/ακι/ΕΚΜ 1 DRI

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0002(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0440(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0364(COD)

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0805(CNS)

* ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0092/

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0823(CNS)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0202(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0077(COD)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0809(CNS)

***I ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0360(COD)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΈΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0252/

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0059(CNS)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0150(COD)

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0806(CNS)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

***I ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0356/

Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/0279(COD)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2008/0195(COD)

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

* ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0090/

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΟΧΗΜΑΤΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0444(NLE)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

* ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0215/

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0101(NLE)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Νοεμβρίου 2014 (OR. en)

***II ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0122(NLE)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0013(COD)

Τα σχέδια άρθρων 38 και 39 βασίζονται απευθείας στα συµπεράσµατα της Οµάδας IX.

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0184(NLE)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0243(COD)

***I ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0251/

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0261(COD)

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0168(NLE)

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0185(COD)

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0134(COD)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

* ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0452(NLE)

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 1999 2004 Επιτροπή Ελευθεριών και ικαιωµάτων των Πολιτών, ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων 18 Ιουνίου 2001 ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ 2001/0803(CNS) ΑΝΑΘ 1 * ΣΧΕ ΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ σχετικά µε την πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου αποσκοπούσα στην έκδοση, από το Συµβούλιο, απόφασης-πλαισίου σχετικά µε την εκτέλεση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των αποφάσεων δέσµευσης των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων (5126/2001 C5-0055/2001 2001/0803(CNS)) Επιτροπή Ελευθεριών και ικαιωµάτων των Πολιτών, ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων Εισηγητής: Luís Marinho PR\443040.doc PE 302.207

Υπόµνηµα για τα χρησιµοποιούµενα σύµβολα * ιαδικασία διαβούλευσης πλειοψηφία των ψηφισάντων **I ιαδικασία συνεργασίας (πρώτη ανάγνωση) πλειοψηφία των ψηφισάντων **II ιαδικασία συνεργασίας (δεύτερη ανάγνωση) πλειοψηφία των ψηφισάντων για έγκριση της κοινής θέσης πλειοψηφία των βουλευτών που αποτελούν το Κοινοβούλιο για απόρριψη ή τροποποίηση της κοινής θέσης *** Σύµφωνη γνώµη πλειοψηφία των βουλευτών που αποτελούν το Κοινοβούλιο εκτός από τις περιπτώσεις που µνηµονεύονται στα άρθρα 105, 107, 161 και 300 της Συνθήκης ΕΚ και στο άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΕ ***I ιαδικασία συναπόφασης (πρώτη ανάγνωση) πλειοψηφία των ψηφισάντων ***II ιαδικασία συναπόφασης (δεύτερη ανάγνωση) πλειοψηφία των ψηφισάντων για έγκριση της κοινής θέσης πλειοψηφία των βουλευτών που αποτελούν το Κοινοβούλιο για απόρριψη ή τροποποίηση της κοινής θέσης ***III ιαδικασία συναπόφασης (τρίτη ανάγνωση) πλειοψηφία των ψηφισάντων για έγκριση του κοινού σχεδίου (Η ενδεικνυόµενη διαδικασία στηρίζεται στη νοµική βάση που πρότεινε η Επιτροπή) Τροπολογίες σε νοµοθετικό κείµενο Στις τροπολογίες του Κοινοβουλίου η σήµανση γίνεται µε έντονους πλάγιους χαρακτήρες. Η σήµανση µε απλά πλάγια απευθύνεται στις τεχνικές υπηρεσίες και αφορά στοιχεία του νοµοθετικού κειµένου για τα οποία προτείνεται διόρθωση εν όψει της επεξεργασίας του τελικού κειµένου (για παράδειγµα, στοιχεία εµφανώς λανθασµένα ή που έχουν παραλειφθεί σε µια γλωσσική έκδοση). Αυτές οι προτάσεις διόρθωσης υπόκεινται στη συγκατάθεση των αρµόδιων τεχνικών υπηρεσιών. PE 302.207 2/19 PR\443040.doc

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα Ιστορικό της διαδικασίας... 4 ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ... 5 ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ... 13 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ... 14 PR\443040.doc 3/19 PE 302.207

Ιστορικό της διαδικασίας Με την από 9 Φεβρουαρίου 2001 επιστολή του, το Συµβούλιο κάλεσε το Κοινοβούλιο να γνωµοδοτήσει, σύµφωνα µε το άρθρο 39, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά µε την πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου αποσκοπούσα στην έκδοση, από το Συµβούλιο, απόφασηςπλαισίου σχετικά µε την εκτέλεση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των αποφάσεων δέσµευσης των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων (5126/2001 2001/0803 (CNS)). Κατά τη συνεδρίαση της 15 Φεβρουαρίου 2001, η Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι παρέπεµψε την εν λόγω πρωτοβουλία, για εξέταση επί της ουσίας, στην Επιτροπή Ελευθεριών και ικαιωµάτων των Πολιτών, ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (C5-0055/2001). Κατά τη συνεδρίασή της στις 27 Φεβρουαρίου 2001, η Επιτροπή Ελευθεριών και ικαιωµάτων των Πολιτών, ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων όρισε εισηγητή τον κ. Luís Marinho. Κατά τις συνεδριάσεις της στις 20 Μαρτίου 2001 και, η επιτροπή εξέτασε την πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου καθώς και το σχέδιο έκθεσης. Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε το σχέδιο νοµοθετικού ψηφίσµατος µε ψήφους υπέρ, ψήφους κατά και αποχή/ές/οµόφωνα. Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές (πρόεδρος/ασκών/ασκούσα την προεδρία), (αντιπρόεδρος), (αντιπρόεδρος), (εισηγητής/ήτρια),, (αναπλ. ), (αναπλ., σύµφωνα µε το άρθρο 153, παράγραφος 2, του Κανονισµού), και. Η έκθεση κατατέθηκε στις. Η προθεσµία κατάθεσης τροπολογιών θα αναγράφεται στο σχέδιο ηµερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου κατά την οποία θα εξετασθεί η έκθεση. PE 302.207 4/19 PR\443040.doc

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ που αφορά πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου αποσκοπούσα στην έκδοση, από το Συµβούλιο, απόφασης-πλαισίου σχετικά µε την εκτέλεση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των αποφάσεων δέσµευσης των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων (5126/2001 C5-0055/2001 2001/0803(CNS)) Η εν λόγω πρωτοβουλία τροποποιείται ως ακολούθως: Κείµενο που προτείνουν οι κυβερνήσεις της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου 1 Τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου Τροπολογία 1 Αιτιολογική σκέψη 2 (2) Η αρχή αυτή θα πρέπει να ισχύει και για τις προδικαστικές αποφάσεις, ιδίως εκείνες µε τις οποίες οι αρµόδιες αρχές µπορούν να εξασφαλίζουν ταχέως αποδείξεις και να προβαίνουν στην κατάσχεση των ευχερώς µεταφεροµένων περιουσιακών στοιχείων. (2) Η αρχή αυτή θα πρέπει να ισχύει και για τις προδικαστικές αποφάσεις, ιδίως εκείνες µε τις οποίες οι αρµόδιες δικαστικές αρχές µπορούν να εξασφαλίζουν ταχέως αποδείξεις και να προβαίνουν στην κατάσχεση των ευχερώς µεταφεροµένων περιουσιακών στοιχείων. Όταν λαµβάνονται τόσο σηµαντικές αποφάσεις που µπορούν να επηρεάσουν τα ατοµικά δικαιώµατα των πολιτών, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να λαµβάνονται από τις δικαστικές αρχές. Τούτο δεν εµποδίζει τη θέσπιση επείγουσας διαδικασίας για να ληφθούν οι αποφάσεις αµέσως και να εξασφαλιστεί ο επιδιωκόµενος στόχος. Τροπολογία 2 Αιτιολογική σκέψη 4 (4) Η προκειµένη πράξη θα πρέπει, κατ αρχάς να εφαρµοσθεί σε περιορισµένο αριθµό αξιόποινων πράξεων οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει ιαγράφεται 1 ΕΕ C 75 της 7.3.2001, σελ. 3. PR\443040.doc 5/19 PE 302.207

αντικείµενο κοινής δράσης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον κοινό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου δεν υπάρχουν φυσικοί φραγµοί για την ελεύθερη κυκλοφορία των εγκληµατιών, δεν πρέπει επίσης να υπάρχουν ποινικοί φραγµοί που να εµποδίζουν την εφαρµογή του νόµου. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη σε οποιοδήποτε κράτος µέλος πρέπει να αποτελεί το βασικό στοιχείο που θα δικαιολογεί τη δικαστική απόφαση για τη δέσµευση. εν υπάρχει λόγος κατάρτισης καταλόγου των αξιόποινων πράξεων που επιτρέπουν την αµοιβαία αναγνώριση της δικαστικής απόφασης για τη δέσµευση. Στην αντίθετη περίπτωση, οι πράξεις που δεν θα συµπεριλαµβάνονταν στον κατάλογο θα οδηγούσαν στη δηµιουργία «χώρων ατιµωρησίας», κάτι που είναι βασικά αντίθετο µε το δίκαιο. Τροπολογία 3 Αιτιολογική σκέψη 5α (νέα) 5α. Η πρακτική εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων επιβάλλει, για λόγους καλής λειτουργίας, να δέχονται τα κράτη µέλη στην επικράτειά τους και άλλες επίσηµες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός από τις δικές τους. Είναι πολύ σηµαντικό για τις δικαστικές αποφάσεις, για τις οποίες ο χρόνος της εκτέλεσης παίζει πρωταρχικό ρόλο, να µην υπάρχει ανάγκη να µεταφράζονται σε µια από τις επίσηµες γλώσσες του κράτους που πρέπει να εκτελέσει την απόφαση της δέσµευσης. Τροπολογία 4 Άρθρο 1, εδάφιο γ) Κατά την έννοια της παρούσας απόφασηςπλαισίου : γ) Ως απόφαση δέσµευσης νοείται κάθε µέτρο που λαµβάνει αρµόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, προκειµένου να εµποδίσει προσωρινά κάθε Κατά την έννοια της παρούσας απόφασηςπλαισίου : γ) Ως απόφαση δέσµευσης νοείται κάθε µέτρο που λαµβάνει αρµόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, PE 302.207 6/19 PR\443040.doc

πράξη καταστροφής, µετατροπής, µετατόπισης, µεταφοράς ή διάθεσης περιουσιακού στοιχείου που θα µπορούσε : προκειµένου να εµποδίσει προσωρινά κάθε πράξη καταστροφής, µετατροπής, µετατόπισης, µεταφοράς ή διάθεσης περιουσιακού στοιχείου που θα µπορούσε : - να δηµευθεί από το κράτος έκδοσης, - να δηµευθεί από το κράτος έκδοσης, - να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο. - να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο. Η εκτέλεση της απόφασης δέσµευσης πραγµατοποιείται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Είναι συνεπώς σκόπιµο να αναφέρεται το γεγονός αυτό. Τροπολογία 5 Άρθρο 2 Αδικήµατα Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρµόζεται σε κάθε απόφαση δέσµευσης που αφορά πράξεις οι οποίες, σύµφωνα µε την νοµοθεσία του κράτους έκδοσης, συνιστούν ένα από τα ακόλουθα αδικήµατα : α) παράνοµη διακίνηση ναρκωτικών, β) απάτη εις βάρος των οικονοµικών συµφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την έννοια της σύµβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά µε την προστασία των οικονοµικών συµφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των πρωτοκόλλων αυτής της 29ης Νοεµβρίου 1996, 27ης Σεπτεµβρίου 1996 και 19ης Ιουνίου 1997 γ) νοµιµοποίηση του προϊόντος του εγκλήµατος, δ) παραχάραξη και κιβδηλεία του ευρώ, ε) δωροδοκία, στ) εµπορία ανθρώπων. Αδικήµατα Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρµόζεται σε κάθε απόφαση δέσµευσης που αφορά πράξεις οι οποίες, σύµφωνα µε την νοµοθεσία του κράτους έκδοσης, συνιστούν αδίκηµα : Οι ίδιοι λόγοι που εκτίθενται στην τροπολογία 2 ισχύουν και στην περίπτωση αυτή: όλες οι δικαστικές αποφάσεις που αφορούν οποιοδήποτε είδος ποινικού αδικήµατος σύµφωνα µε τη PR\443040.doc 7/19 PE 302.207

νοµοθεσία του κράτους έκδοσης πρέπει να αναγνωρίζονται πλήρως από το κράτος εκτέλεσης. Τροπολογία 6 Άρθρο 3 ιαβίβαση των αποφάσεων δέσµευσης Κάθε απόφαση δέσµευσης κατά την έννοια της παρούσας απόφασης-πλαισίου συνοδευόµενη από το πιστοποιητικό κατ άρθρο 7 διαβιβάζεται από τη δικαστική αρχή έκδοσης απ ευθείας στην αρµόδια για την εκτέλεσή της δικαστική αρχή. Εάν αυτή της είναι άγνωστη, η δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης επιδιώκει µε κάθε µέσον, συµπεριλαµβανοµένων των σηµείων επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, να λάβει πληροφορίες εκ µέρους του κράτους εκτέλεσης. ιαβίβαση των αποφάσεων δέσµευσης Κάθε απόφαση δέσµευσης κατά την έννοια της παρούσας απόφασης-πλαισίου συνοδευόµενη από το πιστοποιητικό κατ άρθρο 7 διαβιβάζεται από τη δικαστική αρχή έκδοσης απ ευθείας στην αρµόδια για την εκτέλεσή της δικαστική αρχή. Εάν αυτή της είναι άγνωστη, η δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης επιδιώκει µε κάθε µέσον, συµπεριλαµβανοµένων ειδικότερα των σηµείων επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, να λάβει πληροφορίες εκ µέρους του κράτους εκτέλεσης, ή να τις διαβιβάσει στο υπουργείο δικαιοσύνης του κράτους εκτέλεσης, το οποίο χωρίς καθυστέρηση καθορίζει το αρµόδιο δικαστικό όργανο για την άµεση δικαστική εκτέλεση της απόφασης. Είναι σκόπιµο, στις περιπτώσεις που υπάρχουν αµφιβολίες σχετικά µε το συγκεκριµένο δικαστικό όργανο που πρέπει σε κάθε κράτος µέλος να εκτελέσει τη δέσµευση, να υπάρχει η δυνατότητα διαβίβασης των δικαστικών εγγράφων απευθείας στα υπουργεία δικαιοσύνης κάθε κράτους, ούτως ώστε να τα απευθύνουν αµέσως στα αρµόδια δικαστικά όργανα για άµεση εκτέλεση. Τροπολογία 7 Άρθρο 5, παράγραφος 3 3. Το κράτος εκτέλεσης, µετά από διαβούλευση µε το κράτος έκδοσης, δύναται να θέσει τους δέοντες όρους προκειµένου να περιορίσει τη διάρκεια της δέσµευσης του στοιχείου. Εάν, σύµφωνα µε τους όρους αυτούς, ιαγράφεται PE 302.207 8/19 PR\443040.doc

αντιµετωπίζει το ενδεχόµενο να προβεί στην άρση του µέτρου, πρέπει να ενηµερώσει το κράτος έκδοσης και να του δώσει τη δυνατότητα να κάνει παρατηρήσεις. Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρέπει να αµφισβητείται η καλή λειτουργία της έννοµης τάξης των κρατών µελών της και ακόµη λιγότερο η ικανότητα των δικαστικών οργάνων τους να εξασφαλίζουν µια δίκαιη διαδικασία. Ωστόσο, οι δικαστικές αποφάσεις δεν πρέπει να υπόκεινται σε κανενός είδους περιορισµό εκ µέρους του κράτους εκτέλεσης. Τροπολογία 8 Άρθρο 7, παράγραφος 2 2. Το πιστοποιητικό µεταφράζεται στην επίσηµη ή σε µία από τις επίσηµες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης. 2. Το πιστοποιητικό µεταφράζεται στην επίσηµη ή σε µία από τις επίσηµες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης, ή σε άλλη ή άλλες από τις επίσηµες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη µετάφραση της οποίας έχει δηλώσει ότι αποδέχεται σύµφωνα µε το άρθρο 7 παράγραφος 3. Πρέπει να διευκολυνθεί η συνήθης και ταυτόχρονη χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων επίσηµων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης µεταξύ των θεσµικών οργάνων των κρατών µελών µε στόχο την επίσπευση των διαδικασιών. Συνεπώς, δεδοµένου ότι είναι σηµαντική η επίσπευση των διαδικασιών εκτέλεσης των αποφάσεων δέσµευσης, είναι σκόπιµο τα κράτη µέλη να δέχονται τουλάχιστον τη µετάφραση σε µια επίσηµη γλώσσα της ΕΕ, εκτός από τη δική τους. Κανείς δεν αµφισβητεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, θα επιλεγεί µια από τις πιο συνηθισµένες ή διαδεδοµένες γλώσσες, γεγονός που θα επιταχύνει σηµαντικά τις διαδικασίες. Τροπολογία 9 Άρθρο 7, παράγραφος 3 3. Κάθε κράτος µέλος δύναται, κατά το χρόνο της έκδοσης της παρούσας 3. Κάθε κράτος µέλος οφείλει, κατά το χρόνο της έκδοσης της παρούσας PR\443040.doc 9/19 PE 302.207

απόφασης-πλαισίου ή µεταγενέστερα να αναφέρει σε δήλωση που κατατίθεται στη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου, ότι θα δέχεται µετάφραση σε µία ή περισσότερες άλλες επίσηµες γλώσσες των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. απόφασης-πλαισίου ή µεταγενέστερα να αναφέρει σε δήλωση που κατατίθεται στη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου, ότι θα δέχεται µετάφραση σε µία ή περισσότερες άλλες επίσηµες γλώσσες των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ισχύουν τα ίδια επιχειρήµατα που αναφέρονται στην τροπολογία 8. Τροπολογία 10 Άρθρο 8, παράγραφος 1 1. Η αναφερόµενη στο άρθρο 3 διαβίβαση πρέπει επίσης να περιέχει ή να ακολουθείται εντός προθεσµίας 4 ηµερών από : 1. Η αναφερόµενη στο άρθρο 3 διαβίβαση πρέπει επίσης να περιέχει ή να ακολουθείται εντός προθεσµίας 15 ηµερών από : Εάν αφενός δικαιολογείται απόλυτα η ανάγκη άµεσης λήψης των δικαστικών αποφάσεων για την εκτέλεση της δέσµευσης, θεωρείται αφετέρου αναγκαία µια ελάχιστη προθεσµία 15 ηµερών προκειµένου να συγκεντρωθούν τα αποδεικτικά στοιχεία για να ληφθεί η απόφαση σχετικά µε την οριστική κατάληξη των δεσµευόµενων στοιχείων. Τροπολογία 11 Άρθρο 9, παράγραφος 1 1. Κατά των µέτρων δέσµευσης που εκτελούνται κατ εφαρµογή του άρθρου 4 µπορεί να ασκηθεί προσφυγή χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσµα από τον κατηγορούµενο, το θύµα ή κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο το οποίο εµφανίζεται ως καλόπιστος τρίτος ενώπιον της αρµόδιας αρχής του κράτους έκδοσης ή του κράτους εκτέλεσης σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία εκάστου εξ αυτών των κρατών µελών. 1. Κατά των µέτρων δέσµευσης που εκτελούνται κατ εφαρµογή του άρθρου 4 µπορεί να ασκηθεί προσφυγή χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσµα από τον κατηγορούµενο, το θύµα ή κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο το οποίο εµφανίζεται ως καλόπιστος τρίτος ενώπιον της αρµόδιας αρχής του κράτους έκδοσης. PE 302.207 10/19 PR\443040.doc

Εάν αφεθεί ανοικτή η δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά των µέτρων δέσµευσης σε οποιοδήποτε κράτος, προβλέπεται ήδη η δηµιουργία διαφόρων συγκρούσεων ως προς την απόφαση, οδηγώντας αναπόφευκτα στη µη επίτευξη του στόχου. Πρέπει για το λόγο αυτό να προσαρµοστούν τα µέτρα ώστε οι προσφυγές να ασκούνται πάντα στη δικαστική αρχή που έλαβε την απόφαση της δέσµευσης και γνωρίζει την ουσία της υπόθεσης. Τροπολογία 12 Άρθρο 11, παράγραφος 1 1. Τα κράτη µέλη θεσπίζουν τα αναγκαία µέτρα για να συµµορφωθούν µε τις διατάξεις της παρούσας απόφασηςπλαισίου έως τις 31 εκεµβρίου 2002. 1. Τα κράτη µέλη θεσπίζουν τα αναγκαία µέτρα για να συµµορφωθούν µε τις διατάξεις της παρούσας απόφασηςπλαισίου έως τις 30 Ιουνίου 2002. Έχει εξαιρετική σηµασία να εφαρµοστεί το συντοµότερο δυνατό και µε προτεραιότητα η πολιτική βούληση που εκφράζεται στα συµπεράσµατα 33, 36 και 37 του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου που διεξήχθη στο Τάµπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, ορίζοντας ότι η αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων πρέπει να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικές όσο και ποινικές υποθέσεις στο πλαίσιο της ΕΕ, για όλες τις προδικαστικές αποφάσεις «και ιδιαίτερα αυτές που θα επέτρεπαν στις αρµόδιες αρχές να δράσουν ταχέως για τη συλλογή αποδείξεων και να προβαίνουν στην κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων τα οποία εύκολα µεταφέρονται». Τροπολογία 13 Άρθρο 11, παράγραφος 2 2. Τα κράτη µέλη ανακοινώνουν, εντός της ίδιας προθεσµίας, στη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου και στην Επιτροπή το κείµενο των διατάξεων που ενσωµατώνουν στο εθνικό δίκαιο τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Μέσω έκθεσης που καταρτίζεται βάσει των πληροφοριών αυτών και γραπτής έκθεσης της Επιτροπής, το Συµβούλιο ελέγχει, το 2. Τα κράτη µέλη ανακοινώνουν, εντός της ίδιας προθεσµίας, στη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου και στην Επιτροπή το κείµενο των διατάξεων που ενσωµατώνουν στο εθνικό δίκαιο τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Μέσω έκθεσης που καταρτίζεται βάσει των πληροφοριών αυτών και γραπτής έκθεσης της Επιτροπής, το Συµβούλιο ελέγχει, το PR\443040.doc 11/19 PE 302.207

αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2003, κατά πόσον τα κράτη µέλη έλαβαν τα αναγκαία µέτρα για να συµµορφωθούν µε την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. αργότερο έως τις 31 εκεµβρίου 2002, κατά πόσον τα κράτη µέλη έλαβαν τα αναγκαία µέτρα για να συµµορφωθούν µε την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Ισχύουν οι ίδιοι λόγοι µε αυτούς που αναφέρονται στην τροπολογία 12. PE 302.207 12/19 PR\443040.doc

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ Νοµοθετικό ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε την πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου αποσκοπούσα στην έκδοση, από το Συµβούλιο, απόφασηςπλαισίου σχετικά µε την εκτέλεση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των αποφάσεων δέσµευσης των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων (5126/2001 C5-0055/2001 2001/0803(CNS)) ( ιαδικασία διαβούλευσης) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας υπόψη την πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου (5126/2001 1 ), έχοντας υπόψη το άρθρο 34 παράγραφο 2 εδάφιο β) της Συνθήκης ΕΕ, έχοντας κληθεί από το Συµβούλιο να γνωµοδοτήσει σύµφωνα µε το άρθρο 39 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΕ (C5-0055/2001), έχοντας υπόψη τα άρθρα 106 και 67 του Κανονισµού του, έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελευθεριών και ικαιωµάτων των Πολιτών, ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A5-0000/2000), 1. εγκρίνει την πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου όπως τροποποιήθηκε 2. καλεί το Συµβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να αποµακρυνθεί από το κείµενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενηµερώσει σχετικά 3. ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωµοδοτήσει σε περίπτωση που το Συµβούλιο προτίθεται να επιφέρει σηµαντικές τροποποιήσεις στην πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου 4. αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συµβούλιο και την Επιτροπή καθώς και στις κυβερνήσεις της Γαλλικής ηµοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου. 1 ΕΕ C 75 της 7.3.2001, σελ. 3. PR\443040.doc 13/19 PE 302.207

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Περισσότερα από 24 χρόνια έχουν περάσει από την εποχή που ο τότε Πρόεδρος της Γαλλικής ηµοκρατίας Valery Giscard d Estaing, έδωσε την ιδέα της εγκαθίδρυσης ενός «ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης», στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο που διεξαγόταν στις 6 εκεµβρίου 1977. Η ανωτέρω έννοια κατοχυρώθηκε µε τις τελικές δηλώσεις του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου που πραγµατοποιήθηκε στις 7 και 8 Απριλίου 1978 και υιοθετήθηκε στη συνεδρίαση του Συµβουλίου Υπουργών ικαιοσύνης που πραγµατοποιήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1978. Ωστόσο, για πολλά χρόνια οι δηλώσεις αυτές παρέµεναν κενές περιεχοµένου και χωρίς απήχηση. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ισχύουν σήµερα 15 εθνικά νοµικά συστήµατα που παρουσιάζουν σηµαντικές διαφορές µεταξύ τους. Η κατάσταση αυτή δηµιουργεί συνεχώς προβλήµατα όλων των ειδών όσον αφορά τις δικαστικές διαδικασίες στις οποίες εµπλέκονται περισσότερα του ενός κράτη µέλη. Άλλωστε, οι ποικίλες διαδικασίες και οι διαφορετικές γλώσσες αποτελούν µόνιµη αιτία καθυστερήσεων στη διαβίβαση των εγγράφων µεταξύ δικαστηρίων των διαφόρων κρατών µελών. Έπρεπε να γίνει πραγµατικότητα η δηµιουργία και η εφαρµογή µιας ενιαίας αγοράς χωρίς σύνορα για να εκδηλωθεί η αναπόφευκτη ανάγκη της σύστασης ενός ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης τόσο στον αστικό όσο και στον ποινικό τοµέα. Η ανάπτυξη των δεσµών µεταξύ των ευρωπαίων πολιτών για οικογενειακούς, εµπορικούς ή οικονοµικούς λόγους καθιστά συνεχώς δυσχερέστερη για τις εθνικές διοικήσεις την κατάλληλη αντιµετώπιση των ενδεχόµενων αµφισβητήσεων και διαφορών στο πλαίσιο του αστικού ή εµπορικού δικαίου, διαφορές που προκύπτουν από τις σχέσεις αυτές. Η Συνθήκη του Άµστερνταµ έδωσε σηµαντική ώθηση προς την κατεύθυνση της «κοινοτικοποίησης» της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, η οποία ρυθµίζεται στα άρθρα 61 και 65 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιρώντας την από την τρίτο πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου είχε τοποθετηθεί αρχικά µε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Οι στόχοι που έχουν τεθεί στον τοµέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις περιστρέφονται γύρω από τρεις ιδέες: απλούστευση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων, επίλυση των συγκρούσεων µεταξύ νόµων και δικαιοδοσίας και, τέλος, εξάλειψη των εµποδίων για την οµαλή διεξαγωγή των πολιτικών δικών. Επίσης, η κατάργηση των εσωτερικών συνόρων µεταξύ των κρατών µελών επέβαλε τη συνεργασία µεταξύ των εθνικών δικαστικών υπηρεσιών στον ποινικό, αστυνοµικό και τελωνειακό τοµέα, συνεργασία που αποδείχθηκε ανεπαρκής για την καταπολέµηση των δραστηριοτήτων του διεθνούς οργανωµένου εγκλήµατος. Ωστόσο, στις ποινικές υποθέσεις, τα κράτη µέλη δεν ήταν σε θέση να παρακάµψουν τα PE 302.207 14/19 PR\443040.doc

εθνικά εµπόδια κατά τη διάρκεια των διαπραγµατεύσεων της Συνθήκης του Άµστερνταµ και η «αστυνοµική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» εξακολουθεί να ρυθµίζεται στον τίτλο VI της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε τον χαρακτηρισµό του «τρίτου πυλώνα», σε αντίθεση µε τα συµφέροντα και τις ανάγκες των ευρωπαίων πολιτών. Ωστόσο, είναι επίσης σκόπιµο να επισηµανθεί ότι η Συνθήκη του Άµστερνταµ, σε συνδυασµό µε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αποτέλεσε καινοτοµία στον καθόλου ευκαταφρόνητο αυτόν τοµέα, εφόσον καθόρισε σαφώς τους στόχους της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και ενίσχυσε τις διαδικασίες εφαρµογής της. ΙΙ. - ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ 1. - Έννοια της αµοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων Η αµοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων εκ µέρους των κρατών µελών της Ένωσης αποτελεί ένα γιγαντιαίο βήµα στη δικαστική συνεργασία και την εγκαθίδρυση του ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης. Σε γενικές γραµµές, η έννοια της αµοιβαίας αναγνώρισης σηµαίνει ότι όταν εγκρίνεται ένα µέτρο, όπως µια απόφαση που λαµβάνεται επίσηµα από έναν δικαστή, εάν αυτή έχει διασυνοριακές επιπτώσεις, θα γίνεται αυτόµατα αποδεκτή από τα υπόλοιπα κράτη µέλη και θα έχει τις ίδιες ή παρόµοιες συνέπειες. Η έννοια της αµοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων βασίζεται στις αρχές της ισοτιµίας και της εµπιστοσύνης µεταξύ των κρατών µελών. Η ιδέα της ισοτιµίας προϋποθέτει ότι ακόµη και όταν ένα κράτος θα µεταχειριζόταν ένα συγκεκριµένο θέµα µε διαφορετικό τρόπο από το άλλο κράτος, το πρώτο κράτος αποδέχεται τα αποτελέσµατα που ισχύουν στο δεύτερο κράτος ως ισότιµα µε αυτά που θα ίσχυαν στο κράτος αυτό. Η ιδέα της αµοιβαίας εµπιστοσύνης βασίζεται στην ασφαλή δοµή και την καλή λειτουργία της έννοµης τάξης των κρατών µελών και στις ικανότητες εγγύησης µιας δίκαιης διαδικασίας. Σε αυτήν την έννοια της εµπιστοσύνης βασίζεται, µε τη σειρά της, η αρχή της ισοτιµίας. Εάν γίνουν αποδεκτές οι δύο αυτές αρχές, η συνέχεια είναι απλή: οποιαδήποτε δικαστική απόφαση εγκρίνεται από την αρµόδια αρχή ενός κράτους πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως έχει σε οποιοδήποτε άλλο κράτος, ακόµη και αν σε αυτό δεν υπάρχει αντίστοιχη αρχή ή δεν θα µπορούσε να ληφθεί απόφαση για το θέµα αυτό ή εάν είχε ληφθεί θα ήταν τελείως διαφορετική. Επίσης, στις ποινικές υποθέσεις η αναγνώριση µιας δικαστικής απόφασης µπορεί να σηµαίνει ότι η απόφαση αυτή θα έχει επίπτωση σε ένα κράτος, εκτός από την επικράτεια του κράτους στο οποίο έχει ληφθεί, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τις νοµικές συνέπειες του ποινικού δικαίου του άλλου κράτους και λαµβάνοντας υπόψη την απόφαση αυτή σχετικά µε τις επιπτώσεις που προβλέπονται από το ποινικό δίκαιο του κράτους που την αναγνωρίζει. Η αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης θα εφαρµόζεται τόσο για αποφάσεις που λαµβάνονται PR\443040.doc 15/19 PE 302.207

πριν από την οριστική απόφαση όπως και για αυτήν την ίδια. 2. - Εξέλιξη της δικαστικής συνεργασίας στον τοµέα της αµοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών δικαστικών αποφάσεων Υπάρχουν διάφορα διεθνή µέσα που αφορούν την αναγνώριση των οριστικών δικαστικών αποφάσεων. Επισηµαίνονται π.χ. η Σύµβαση της Χάγης του 1970 σχετικά µε τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων, η Σύµβαση για την εκτέλεση των ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων αλλοδαπών δικαστηρίων την οποία υπέγραψαν τα κράτη µέλη στις Βρυξέλλες στις 13 Νοεµβρίου 1991, η Σύµβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 1998 σχετικά µε τις αποφάσεις αφαίρεσης του δικαιώµατος οδήγησης που εγκρίθηκε σύµφωνα µε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ωστόσο, λίγα κράτη έχουν αφενός κυρώσει τα εν λόγω έγγραφα και αφετέρου το περιεχόµενό τους δεν επαρκεί για την θέσπιση ενός µηχανισµού απόλυτης αµοιβαίας αναγνώρισης. Η αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης αποτελεί επανάσταση σε σχέση µε την παραδοσιακή ιδέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, η οποία βασίζεται σε ένα φάσµα ποικίλων διεθνών νοµικών οργάνων που όλα χαρακτηρίζονται από την αρχή της «αίτησης» όπως αυτά που απαριθµούνται ανωτέρω. Η αρχή της «αίτησης» προϋποθέτει ότι ένα κυρίαρχο κράτος υποβάλει αίτηση σε άλλο κυρίαρχο κράτος, το οποίο αποφασίζει ελεύθερα εάν θα της δώσει συνέχεια ή όχι. Σε κάθε περίπτωση το αιτόν κράτος πρέπει να αναµένει την απάντηση στην αίτηση που διατύπωσε πριν ανταποκριθεί σε αυτό που απαιτούν οι αρχές του για να εκδικάσουν µια υπόθεση ποινικής φύσης. Το παραδοσιακό αυτό σύστηµα είναι αργό, πολύπλοκο και ανασφαλές ως προς το αποτέλεσµα που ενδεχοµένως θα λάβει η αιτούσα αρχή, κάτι που είναι αντίθετο προς τα συµφέροντα των ευρωπαίων πολιτών και της ίδιας της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό και πριν ακόµη κυρωθεί η Συνθήκη του Άµστερνταµ από όλα τα κράτη µέλη της Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο που διεξήχθη στις 15 και 16 Ιουνίου 1998 στην πόλη Κάρντιφ, καλούσε το Συµβούλιο (συµπέρασµα 39 της Προεδρίας) να καθορίσει τα υπάρχοντα περιθώρια για µεγαλύτερη αµοιβαία αναγνώριση των αντίστοιχων δικαστικών αποφάσεων. Ακολουθώντας την ίδια αυτή κατεύθυνση, το Συµβούλιο Υπουργών ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ενέκρινε στη συνεδρίαση της 3ης εκεµβρίου 1998 κείµενο σχετικά µε το σχέδιο δράσης του Συµβουλίου και της Επιτροπής για την καλύτερη εφαρµογή των διατάξεων της Συνθήκης του Άµστερνταµ όσον αφορά την εγκαθίδρυση χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (ΕΕ C 19, της 23ης Ιανουαρίου 1999, σελ. 1.). Το προαναφερόµενο σχέδιο δράσης («Σχέδιο της Βιέννης») υιοθετήθηκε στο σύνολό του από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο που διεξήχθη στη Βιέννη στις 11 και 12 εκεµβρίου 1998, όπως διακηρύσσεται στο συµπέρασµα 83 της Προεδρίας. Αξίζει να σηµειωθεί ότι όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, ουσιαστική σηµασία έχει το άρθρο 31 της Συνθήκης ΕΕ που θεσπίστηκε µε τη Συνθήκη του PE 302.207 16/19 PR\443040.doc

Άµστερνταµ και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999, η παράγραφος α) του οποίου αποτελεί στην πράξη τη νοµική βάση για την έγκριση των διατάξεων µε σκοπό την προσέγγιση των νοµοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών µελών στον τοµέα της αµοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών δικαστικών αποφάσεων. Οι διατάξεις αυτές έχουν τη µορφή «αποφάσεων-πλαισίων», όπως προβλέπεται στο άρθρο 34, παράγραφος 2 β) της Συνθήκης ΕΕ. Αργότερα, το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων που διεξήχθη στη φινλανδική πόλη Τάµπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, ενέκρινε συγκεκριµένα τα συµπεράσµατα 33, 36 και 37 µε το ακόλουθο περιεχόµενο: - Στο συµπέρασµα 33 το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο θεωρεί ότι η αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης πρέπει να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας, τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. - Στο συµπέρασµα 36 το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο αναφέρει ότι η αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης πρέπει να εφαρµόζεται επίσης για τις προδικαστικές αποφάσεις, και ιδιαίτερα εκείνες που επιτρέπουν στις αρµόδιες αρχές να δρουν ταχέως για τη συλλογή αποδείξεων και να προβαίνουν στην κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων τα οποία εύκολα µεταφέρονται. Η παρούσα πρόταση απόφασης πλαισίου, αντικείµενο της έκθεσης που εξετάζεται, αποτελεί ανταπόκριση του Συµβουλίου στην πολιτική εντολή που εκφράζεται στο συµπέρασµα αυτό. - Τέλος, στο συµπέρασµα 37, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο καλεί το Συµβούλιο και την Επιτροπή να εγκρίνουν, πριν από το τέλος του 2000, πρόγραµµα µέτρων µε στόχο την πρακτική εφαρµογή της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης. ΙΙΙ: - Η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΣΟΥΗ ΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΒΛΕΠΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚ ΟΣΗ, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΑΠΟΦΑΣΗΣ- ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΣΜΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ Ή ΑΠΟ ΕΙΚΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 1. - Γενική αξιολόγηση Με στόχο την εκπλήρωση των προαναφερόµενων πολιτικών εντολών, το Συµβούλιο ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, που διεξήχθη στις 30 Νοεµβρίου και 1η εκεµβρίου 2000, ενέκρινε το πρόγραµµα µέτρων στο οποίο αναφέρεται το συµπέρασµα 37 της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου του Τάµπερε. Συγκεκριµένα, στα µέτρα 6 και 7 του εν λόγω προγράµµατος επισηµαίνεται η προτεραιότητα για τη λήψη µηχανισµού σχετικά µε την εφαρµογή εκ µέρους των κρατών µελών της παραγράφου 36 των συµπερασµάτων του Τάµπερε. Η πρωτοβουλία που αποτελεί αντικείµενο της παρούσας έκθεσης ανταποκρίνεται στην πολιτική βούληση της πρακτικής εφαρµογής των εν λόγω µέτρων και υποβλήθηκε την ίδια ηµέρα µε το πρόγραµµα. PR\443040.doc 17/19 PE 302.207

Ο εισηγητής χαιρετίζει το γεγονός ότι η εν λόγω πρωτοβουλία υποβλήθηκε παράλληλα από τις κυβερνήσεις της Γαλλικής ηµοκρατίας και των Βασιλείων της Σουηδίας και του Βελγίου επειδή για το λόγο αυτό εξασφαλίζεται η συνέχεια της εφαρµογής του προγράµµατος και από την αρχή διαφαίνεται η σηµαντική πολιτική συναίνεση µεταξύ τριών σηµαντικών κρατών της Ένωσης. Ο εισηγητής χαιρετίζει επίσης το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις αυτές κατέληξαν σε συµφωνία, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, προκειµένου να ανοίξουν τελείως νέους δρόµους στην ευρωπαϊκή οικοδόµηση. Ο εισηγητής οφείλει να επισηµάνει ότι ένα αποφασιστικό βήµα πραγµατοποιήθηκε στην εγκαθίδρυση του ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ίσως στην ιστορία της ανθρωπότητας, παρότι σε περιορισµένο πεδίο εφαρµογής, ορισµένα κράτη πρόκειται να συµφωνήσουν σχετικά µε την αµοιβαία και πλήρη αναγνώριση όλων των συνεπειών κάποιων ποινικών δικαστικών αποφάσεων που, παρότι έχουν ληφθεί από τις δικαστικές αρχές ενός κράτους, θα γίνονται αποδεκτές και θα εκτελούνται αυτόµατα από τις αρχές ενός άλλου διαφορετικού κράτους. Ο εισηγητής θεωρεί ότι το περιεχόµενο της πρωτοβουλίας για την απόφαση-πλαίσιο είναι ιδιαίτερα επαναστατικό σε σχέση µε το παραδοσιακό σύστηµα και ανοίγει µελλοντικές προοπτικές, που δεν ήταν δυνατόν να τις φαντασθεί κανείς εδώ και λίγο καιρό και που έχουν τεράστια σηµασία. Χαιρετίζεται συνεπώς η έγκριση της πρωτοβουλίας αυτής επειδή επιπλέον θα επιδράσει θετικά στους πολίτες της Ένωσης, καθιστώντας την ασφαλέστερη και δικαιότερη. 2. - Οι τροπολογίες Παρά τη γενική θετική αξιολόγηση για την έγκριση της απόφασης-πλαισίου, ο εισηγητής την θεωρεί υπερβολικά συντηρητική και περιορισµένης εµβέλειας. Κατ αρχάς, ο εισηγητής διευκρινίζει ότι οι αποφάσεις που αποτελούν αντικείµενο της αµοιβαίας αναγνώρισης θα εκδίδονται αποκλειστικά από τις δικαστικές αρχές του κάθε κράτους. Είναι βέβαιο ότι µια απόφαση που περιορίζει το ατοµικό δικαίωµα της ιδιοκτησίας, όπως η δέσµευση περιουσιακών στοιχείων, πρέπει να λαµβάνεται όταν είναι αναγκαίο, αλλά από µια δικαστική αρχή και στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Για τους λόγους αυτούς κατατέθηκαν οι τροπολογίες 1 και 4. Ο εισηγητής έχει επίγνωση των δυσχερειών που συνεπάγεται η απλή εφαρµογή της αµοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων, κυρίως σε ποινικές υποθέσεις, τόσο κοντά στην κλασική ιδέα της εθνικής κυριαρχίας, αλλά είναι απόλυτα πεπεισµένος ότι η εφαρµογή της είναι εφικτή και απόλυτα αναγκαία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, ο εισηγητής κατέθεσε τις τροπολογίες 2 και 5 που αφορούν άµεσα τον πυρήνα της πρωτοβουλίας: το πεδίο εφαρµογής της. Ο εισηγητής θεωρεί ότι οι αποφάσεις δέσµευσης των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων δεν πρέπει να περιορίζονται για εκείνα τα αδικήµατα για τα οποία έχει αρµοδιότητα η Europol, αλλά πρέπει να γίνεται αποδεκτή κάθε απόφαση δέσµευσης για οποιοδήποτε αδίκηµα. PE 302.207 18/19 PR\443040.doc

εν υπάρχουν λόγοι ουσίας που να δικαιολογούν τη µικρή αυτή σχέση των αδικηµάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 της πρωτοβουλίας. Άλλο πρόβληµα που παραµένει άλυτο κυρίως όσον αφορά αυτό τον τύπο των δικαστικών αποφάσεων, όπου ο αποφασιστικός παράγοντας της επιτυχίας τους έγκειται στην ταχεία εκτέλεση των πράξεων, είναι το γλωσσικό πρόβληµα. Ο εισηγητής θεωρεί ότι τα κράτη πρέπει να αποδέχονται τις δικαστικές αποφάσεις σε µία άλλη επίσηµη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τουλάχιστον, εκτός από την/τις εθνική/εθνικές γλώσσα/γλώσσες. Για τον λόγο αυτό προτείνονται οι τροπολογίες 3, 8 και 9. Εξάλλου, ο εισηγητής κατέθεσε την τροπολογία 6 επειδή θεωρεί ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η δικαστική αρχή που λαµβάνει την απόφαση δέσµευσης δεν γνωρίζει την αρµόδια αρχή του κράτους στο οποίο πρόκειται να εκτελεσθεί η απόφαση, είναι σηµαντικό να µπορεί να απευθύνεται στα αντίστοιχα κεντρικά υπουργεία του κάθε κράτους για την άµεση διαβίβασή της στην αρµόδια αρχή προκειµένου να την εκτελέσει. Η τροπολογία 7 αποβλέπει στην κατάργηση του άρθρου 5, παράγραφος 3, επειδή ο εισηγητής θεωρεί ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να υπερέχει πάνω από όλα η αρχή της εµπιστοσύνης στην καλή λειτουργία της έννοµης τάξης των κρατών µελών και για το λόγο αυτό δεν θεωρεί σκόπιµο να µπορεί το κράτος εκτέλεσης να επιβάλλει όρους ως προς τη διάρκεια της δέσµευσης ή την άρση του µέτρου. Η τροπολογία 11 έχει ως αντικείµενο τον περιορισµό των δυνατοτήτων για την άσκηση προσφυγής χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσµα κατά των αποφάσεων δέσµευσης µόνον ενώπιον της αρµόδιας αρχής του κράτους έκδοσης. Εάν γίνει δεκτό ότι οι προσφυγές µπορούν να κατατίθενται αδιακρίτως στο κράτος έκδοσης ή στο κράτος εκτέλεσης, ο εισηγητής προβλέπει ήδη ότι η δυνατότητα αυτή, χωρίς να εγγυάται τα νόµιµα δικαιώµατα των πολιτών, θα αποτελέσει πηγή συνεχών συγκρούσεων που ενδέχεται να εµποδίσουν τον τελικό στόχο της εν λόγω απόφασης-πλαισίου. Επίσης, ο εισηγητής είναι πεπεισµένος για τη σκοπιµότητα να τεθεί το συντοµότερο δυνατόν σε ισχύ η εν λόγω ρύθµιση προκειµένου να καταπολεµηθεί η εγκληµατικότητα, οργανωµένη ή µη, και ότι η σχετική ηµεροµηνία θα µπορούσε να ορισθεί νωρίτερα από αυτήν που προβλέπεται στη νοµοθετική πρόταση. Εξ ου οι τροπολογίες 12 και 13. Τέλος η τροπολογία 10 έχει ως αντικείµενο τη διασφάλιση ότι η αρχή που αποφασίζει για τη δέσµευση θα διαθέτει ελάχιστη προθεσµία 15 ηµερών για τη συγκέντρωση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων που θα της επιτρέψουν να αποφασίσει για την τελική τύχη των δεσµευµένων στοιχείων. Η προβλεπόµενη προθεσµία των 4 ηµερών σε υποθέσεις τόσο πολύπλοκες από κάθε άποψη θεωρείται από τον εισηγητή αδικαιολόγητη και ανεπαρκής. PR\443040.doc 19/19 PE 302.207