Practice Test 1 abundance (of) (n): αφθονία, πληθώρα accomplish (v): κατορθώνω, ολοκληρώνω activity (n): δραστηριότητα, ενέργεια (extra-curricular activities: εξωσχολικές δραστηριότητες) adaptation (n): διασκευή, προσαρμογή adopt (v): ενστερνίζομαι, υιοθετώ affirmation (n): δήλωση επιβεβαίωση affordable (adj): οικονομικά προσιτός back then (adv): τότε, εκείνον τον καιρό basketball court (n): γήπεδο μπάσκετ bat (n): ρόπαλο (κρίκετ, μπέισμπολ), ρακέτα (πινγκ-πονγκ) besides (adv): συν τοις άλλοις, άλλωστε blame (n): φταίξιμο, σφάλμα, ευθύνη borrow (from) (v): δανείζομαι (κτ από κπ) brick-sized (adj): μεγέθους τούβλου burden (n): βάρος, φορτίο carry on (v): συνεχίζω e.g. Despite her illness, she carried on with her activities. chain (v) (Pass. be chained to): αλυσοδένω, κρατώ δέσμιο chart (n): χάρτης clap (v): χειροκροτώ, χτυπώ παλαμάκια 1
come up with (v): σκέφτομαι, σκαρφίζομαι condition (n): υγεία, κατάσταση όρος, προϋπόθεση e.g. - The street condition is dangerous because of the snowfall. / The furniture is in perfect condition. e.g. - You have to meet the following conditions in order to apply for the job. continent (n): (ΓΕΩΓΡ.) ήπειρος curtain call (n): (ΘΕΑΤΡΟ) επανεμφάνιση επί σκηνής μετά το τέλος της παράστασης cut(s) (n): περικοπή, μείωση cut into (v): διακόπτω definite (adj): καθορισμένος, συγκεκριμένος, οριστικός despite (prep): παρά, μολονότι e.g. - Despite being old, he is extremely strong. - Despite his old age, he is extremely strong. drone (n): αεροσκάφος τηλεκατευθυνόμενο (από το έδαφος), χωρίς πιλότο entertaining (adj): διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός exception (n): εξαίρεση exemption (n): απαλλαγή, εξαίρεση (από υποχρέωση, φόρο, πληρωμή) exorbintant (adj): υπέρογκος, υπερβολικός far behind (adv): πολύ πίσω (για χρόνο και τόπο). e.g. I am far behind: μένω πίσω, καθυστερώ, (μτφ.) υπολείπομαι fault (n): σφάλμα at fault: υπεύθυνος, υπαίτιος feather (n): φτερό, πούπουλο feature (n): χαρακτηριστικό, γνώρισμα fit (v): τοποθετώ, προσαρμόζω 2
e.g. The company would be able to fit many components on a silicon chip. flat tire (Brit. tyre) (n): σκασμένο λάστιχο freeway (n): αυτοκινητόδρομος funds (n): οικονομικοί πόροι, κονδύλια getaway (n): απόδραση, δραπέτευση, φυγή e.g. He made a getaway: δραπέτευσε glossy (adj): γυαλιστερός, πολυτελής glossy (magazine): περιοδικό σε πολυτελή έκδοση gossip glossies (n): κουτσομπολίστικα περιοδικά σε πολυτελείς εκδόσεις guard (v): προστατεύω, φρουρώ henceforth (adv): από τώρα και στο εξής hiccup (n): λόξιγκας industrial action (n): συνδικαλιστική κινητοποίηση, απεργία incident (n): περιστατικό, συμβάν instant (n): στιγμή involvement (n): συμμετοχή, ανάμειξη lay-off (n): προσωρινή ή μόνιμη απόλυση (εργαζομένου) lend (to) (v): δανείζω (σε κπ κτ) location (n): τοποθεσία lot (n): οικόπεδο που χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό measure (n): μέτρο, κανόνας miniaturization (n): σμίκρυνση murmur (v): μουρμουρίζω, (μτφ.) παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι 3
neither nor (conj): ούτε... ούτε park ranger (n): φύλακας Εθνικού Πάρκου perform (v): διεξάγω, εκτελώ (για ρόλο, για άθλημα) ερμηνεύω, παίζω, αποδίδω rock (v): τραντάζω, -ομαι, ταρακουνώ, -ιέμαι take off (v): κάνω / έχω επιτυχία patrol (v): κάνω περιπολία pay for (v): πληρώνω για (κάτι) poach (v): (μτφ.) κυνηγώ παράνομα, επιδίδομαι σε λαθροθηρία pushbike (n): ποδήλατο put on (v): ανεβάζω θεατρικό έργο predict (v): προβλέπω regardless (adv): παρ όλα αυτά, παρά τις συνθήκες, έτσι κι αλλιώς regardless of: ανεξάρτητα από, άσχετα με e.g.(i) He decided to stay abroad regardless. e.g. (ii) She looked young, regardless of her age. run across (v): συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε raid (n): επιδρομή, έφοδος sharp (adv): (for time)ακριβώς shell (n): κέλυφος, κοχύλι showbiz (inf. of showbusiness) (n): βιομηχανία του θεάματος sigh (v): αναστενάζω sleek (adj): κομψός, περιποιημένος 4
(small) work environement (n): (μικρός και φιλικός) εργασιακός χώρος stage lighting (n): φωτισμός επί σκηνής star sign (sign) (n): ζώδιο straight-line sweeper (n): σάρωθρο καθαρισμού δημοσίων δρόμων με ευθύγραμμες κινήσεις strength (n): σθένος, κουράγιο, ψυχική δύναμη e.g. He has the strength to face his family problems. tag (n): καρτελάκι, ετικέτα e.g. name tag: καρτελάκι που αναγράφει το όνομα κάποιου tap (on window, on keyboard) (v): χτυπάω ελαφρά (το παράθυρο, το πληκτρολόγιο) text (on the bus) (v): στέλνω μήνυμα (όταν είμαι σε λεωφορείο) tow (n): ρυμουλκό (Πρβ. crane: γερανός) track (v): ακολουθώ τα ίχνη track record (n): ιστορικό (προσωπικών επιδόσεων) treasure (v): θεωρώ πολύτιμο, φυλάω σαν θησαυρό unlikely (adj): απίθανος, απροσδόκητος e.g. unlikely supporters: απροσδόκητοι υποστηρικτές wipe out (v): εξαλείφω, εξολοθρεύω whisper (v): ψιθυρίζω whistle (v): σφυρίζω Phrases it costs a lot in money: στοιχίζει πολύ (συνήθης έκφρ. it costs a lot in money and in time). 5
(to) be a delicacy with health benefits: είμαι λιχουδιά με οφέλη για την υγεία (to) keep sb / sth up-to-date: ενημερώνω κπ / κτ σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, παρακολουθώ τις εξελίξεις, είμαι διαρκώς ενήμερος για κτ 6