ΕΡΙΦΥΛΗ ΣΠ. ΚΑΝΙΝΙΑ* Κριτήρια διατήρησης των αρχαιοτήτων που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών: μια προσπάθεια συστηματικής καταγραφής και αξιολόγησης «Ο κόσμος είναι ανάμνηση που αρχίζει από τη λήθη» Δ. Παπαδίτσας Η επέκταση και η ευρεία ανοικοδόμηση των ελληνικών πόλεων που άρχισε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κορυφώθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες είχε σαν μια βασική συνέπεια τη διάσπαση των ρυθμών της μέχρι τότε εξέλιξης των οικιστικών συνόλων και την αναθεώρηση της σχέσης τους με τον περιβάλλοντα χώρο τόσο στην οικολογική όσο και στην πολιτιστική του διάσταση. Η αναθεώρηση αυτή προκύπτει κυρίως από την απότομη κλιμάκωση των επεμβάσεων στο χώρο και συγκεκριμένα: α) από την πολλαπλάσια κάλυψη - κατοίκηση εκτάσεων γης (με συνέπεια την αλλαγή της χρήσης τους από αγροτική σε οικιστική) γύρω και πέρα από τα όρια των δήμων. β) από τα μεγάλα βάθη των γενικών εκσκαφών και τα μεγάλα μεγέθη των νέων κατασκευών. γ) από τις εκάστοτε αυξήσεις των συντελεστών δόμησης που επέφεραν μια βαθμιαία κατάργηση των ιδιωτικών κήπων και των ευρυχωριών ανάμεσα στα κτίρια. δ) από την κατεδάφιση πολλών αξιόλογων κτιρίων που προσδιόριζαν την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των οικιστικών συνόλων και την αντικατάστασή τους με ουδέτερα και εκτός κλίμακας κτίσματα και, τέλος, ε) από τις εκτελέσεις ποικίλλων κοινωφελών και δημοσίων έργων, όπως, για παράδειγμα, διαπλατύνσεις και διαμορφώσεις δρόμων και πλατειών, εγκαταστάσεις υδρευτικών και αποχετευτικών αγωγών καθώς και σύγχρονων καλωδιώσεων ΔΕΗ και ΟΤΕ, κατασκευές λεωφόρων, γεφυρωμάτων και ανισόπεδων διαβάσεων, υπογείων χώρων στάθμευσης και ακόμα -γιατί όχι;- μετρά. * ΚανΙνια Εριφύλη, Αρχαιολόγος, ΚΒ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκάνησου. 11
ΚΑΝ IΝ IΑ ΕΡΙΦΥΛΗ Στα πλαίσια της παρούσας ανακοίνωσης δε θα αναφερθούμε στα αίτια (κυρίως οικονομικά και κοινωνικά) που επέφεραν την παραπάνω κλιμάκωση- ωστόσο, παρατηρούμε ότι η νέα φυσιογνωμία των ελληνικών πόλεων χαρακτηρίζεται από μια ομοιομορφία προτύπων ανάπτυξης, τα οποία ανάγονται σε καθολικές πολιτιστικές αξίες εκμηδενίζοντας σταδιακά ή αγνοώντας τα ιδιαίτερα δεδομένα του εκάστοτε οικιστικού συνόλου. Σε συνάρτηση με την αναπτυξιακή δραστηριότητα των ελληνικών πόλεων εξελίχθηκε και το σωστικό ανασκαφικό έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, το οποίο διεξάγεται σε δύο επίπεδα επιστημονικής πρακτικής: α) της πλήρους τεκμηρίωσης των αποκαλυπτόμενων αρχαιοτήτων και 6) της αξιολόγησης και προστασίας τους- και ενώ στο πρώτο επίπεδο διεξάγεται μια, συνήθως μακρόχρονη, κλειστή ερευνητική διαδικασία, δηλαδή η σωστική ανασκαφή, η οποία ως κύρια επίπτωση έχει την αναστολή της αναπτυξιακής - κατασκευαστικής δραστηριότητας χωρίς όμως να επεμβαίνει στον αρχικό σχεδίασμά της, στο δεύτερο επίπεδο έγκειται το ουσιαστικό πρόβλημα της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο εξ ορισμού αντίθετων δεδομένων: του παλαιού kol του νέου ή, ακριβέστερα, του αρχαίου και του σύγχρονου. Η αντιπαράθεση αυτή διατυπώνεται με το εξής ερώτημα που εκφράζει τη διαλεκτική σχέση των παραπάνω δεδομένων: μέχρι ποιου σημείου πρέπει να υποχωρήσει το παλαιό έναντι του νέου; Και αντιστρόφως: μέχρι ποιου σημείου να προχωρήσει το νέο έναντι του παλαιού; Στην περίπτωση των αρχαιοτήτων που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών η διαλεκτική σχέση παλαιού - νέου (ή αρχαίου - σύγχρονου) νοείται ως η δυνατότητα διατύπωσης σειράς κριτηρίων που αποφαίνονται γι' αυτή καθαυτή την υπόσταση των αρχαίων σε αναφορά προς το εξελισσόμενο δομημένο περιβάλλον και τα οποία λειτουργούν κατ επέκταση και ως προσδιορισπκοί παράγοντες διατήρησης και προστασίας τους. Και παρ όλο που οι προσδιοριστικοί αυτοί παράγοντες είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την ιδιαίτερη ατομικότητα της εκάστοτε σωστικής ανασκαφής, εν τούτοις επιδέχονται μια - τουλάχιστον θεωρητική - κατάταξη σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι προσδιοριστικοί παράγοντες που αφορούν κυρίως την επιστημονική υπόσταση των αρχαίων, ενώ στη δεύτερη αυτοί που παραπέμπουν στον συσχετισμό τους με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της νέας πόλης. Ο προσδιορισμός της επιστημονικής υπόστασης των αρχαίων ως κριτήριο διατήρησης και προστασίας τους προϋποθέτει σαφή προσδιορισμό των στόχων της επιστημονικής έρευνας για κάθε συγκεκριμένη πόλη όπου διεξάγονται σωστικές ανασκαφές- στην προκειμένη περίπτωση την επιστημονική έρευνα πρέπει να εκλάβουμε όχι στην αφηρημένη θεωρητική μορφή της αλλά σε άρρηκτο συνδυασμό με την πρακτική της αποτελεσματικότητα, δηλαδή το ρεαλιστικό επιδιωκόμενο της δέουσας διατήρησης των αρχαίων στον ακριβή τόπο εύρεσής τους. Με βάση τους στόχους της επιστημονικής έρευνας είναι δυνατόν να καθοριστούν τα εξής κριτήρια διατήρησης των αρχαίων που αποκαλύπτονται σε σωστικές ανασκαφές: 12
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ α) Η σ π ο υ δ α ιό τη τα ή η μ ο να δ ικό τη τα του αρ χα ίο υ : Το κριτήριο τούτο ενέχει την αυτονόητη σημασία του' η αξιολόγηση των αποκαλυπτόμενων αρχαίων - σε σχέση με τους στόχους της επιστημονικής έρευνας - ως «σπουδαίων» ή «μοναδικών» επιβάλλει τη διατήρησή τους για περαιτέρω πληρέστερο συσχετισμό με άλλα αρχαιολογικά δεδομένα. Αν και η «σπουδαιότητα» ή «μοναδικότητα» νοούνται εδώ αποκλειστικά ως κριτήρια επιστημονικής αναφοράς, συχνά εμπεριέχουν και αισθητικές προεκτάσεις για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω. 6) Ο δ ιδ α κ τ ικ ό ς χα ρα κτήρ α ς του αρ χα ίο υ : Το κριτήριο αυτό αναφέρεται είτε σε μεμονωμένα μνημεία, είτε σε ευρύτερα σύνολα που διασώζουν με σαφήνεια τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης επιστημονικής κατηγορίας (όπως για παράδειγμα τάφοι - θάλαμοι, θεμέλια οικιών, αποχετευτικοί αγωγοί κ.ά.) και μπορούν να λειτουργήσουν ως διδακτικά πρότυπα. Παρ όλα αυτά, ο διδακτικός χαρακτήρας των αρχαίων συνιστά ένα μάλλον αμφισβητήσιμο κριτήριο διατήρησης (καθ όσον υπάρχει η δυνατότητα της ακριβούς φωτογραφικής και σχεδιαστικής αποτύπωσης για τη διδακτική εποπτεία) και θα πρέπει γενικά να αξιολογείται ως συμπληρωματικό σε σχέση με τα υπόλοιπα συνεξεταζόμενα κριτήρια. γ) Η αναγκαιότητα της επιστημονικής τεκμηρίωσης, μελέτης, επιμέτρησης και τοπογραφικής επαλήθευσης: Η διατήρηση αρχαίων για τη δυνατότητα ευχερούς ελέγχου των δεδομένων της έρευνας κρίνεται ως απαραίτητη συνήθως όχι αυτοτελώς αλλά σε συνάρτηση με το πρώτο κριτήριο που ήδη έχει αναφερθεί, δηλαδή της «σπουδαιότητας» ή «μοναδικότητάς» τους η αναγκαιότητα της επί τόπου μελέτης ή επιμέτρησης των διατηρημένων αρχαίων αφορά κυρίως «σπουδαία» ή «μοναδικά» μνημεία που η επανεξέτασή τους σε σύγκριση με νεώτερα στοιχεία από πιο πρόσφατες σωστικές ανασκαφές προσδιορίζει την εξέλιξη της έρευνας και την τυχόν αναθεώρηση επιστημονικών συμπερασμάτων παρ όλα αυτά, η διατήρηση λιγότερο σημαντικών μνημείων μπορεί να κρίθεί ως αυτοτελώς αναγκαία κυρίως για την εξασφάλιση τοπογραφικής αναφοράς σε περιπτώσεις ευρύτερης συνθετικής εργασίας, όπως για παράδειγμα, επαλήθευση και σύνδεση επιμέρους τοπογραφικών σχεδίων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις δεδομένων Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Σε αντίθεση με τα παραπάνω κριτήρια διατήρησης αρχαίων που αποκαλύπτονται σε σωστικές ανασκαφές, τα οποία εμπεριέχουν μια μονοσήμαντη θεώρηση της σχέσης των μνημείων με το σύγχρονο δομημένο περιβάλλον (αυτή της επιστημονικής ωφελιμότητας), η δεύτερη κατηγορία κριτηρίων παραπέμπει, όπως έχει ήδη διατυπωθεί, στον συσχετισμό των μνημείων με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της σύγχρονης πόλης. Ουσιαστικά, τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στη δεύτερη αυτή κατηγορία αναλύουν και αξιολογούν τον παραπάνω συσχετισμό ως προς τις εξής (δυνάμει) εκδοχές του: α) Την αλληλοσύνδεση του υπό διατήρηση μνημείου με την περιέχουσα - περι- 13
ΚΑΝ IΝIΑ ΕΡΙΦΥΛΗ βάλλουσα νέα κατασκευή ή διαμόρφωση: Σε αυτή την εκδοχή του, ο συσχετισμός των μνημείων με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της σύγχρονης πόλης θεωρητικά εκλαμβάνεται ως εξισορρόπηση μορφών στο χώρο με πρόσθετο δεδομένο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού τα υπό διατήρηση αρχαία που έχουν αποκαλυφθεί σε σωστικές ανασκαφές παρ' όλα αυτά, παρατηρούμε ότι σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής ο σχεδιασμός κάποιου υπό ανέγερση νέου κτιρίου ή μιας μελετώμενης διαμόρφωσης ενός κοινοχρήστου χώρου προσαρμόζεται μόλις εκ των υστέρων στην αναγκαιότητα της διατήρησης των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της σωστικής ανασκαφής που προηγήθηκε. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, προκύπτουν κάποιες -έστω στοιχειώδεις- νέες αρχιτεκτονικές προτάσεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με πρόσθετες επεμβάσεις (όπως, για παράδειγμα, κατάλληλους καθαρισμούς και μονώσεις, φωτισμούς, συστήματα φυσικού ή τεχνητού εξαερισμού, διαμόρφωση προσβάσεων κ.ά.), ώστε να αποτελόσουν υποδείγματα εφαρμογής σχεδιαστικών-κατασκευαστικών λύσεων διατήρησης αρχαίων σε συνθήκες εκτεταμένης οικοδόμησης, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ελληνικές πόλεις- κάτω από τέτοιες συνθήκες, η αλληλοσύνδεση των υπό διατήρηση μνημείων με την περιέχουσα-περιβάλλουσα νέα κατασκευή ή διαμόρφωση αναφέρεται κυρίως στη δυνατότητα συγκριτικής αντιπαράθεσής τους ως προς τις κλίμακες μεγεθών και τις αισθητικές αξίες. β) Την ιστορική και αισθητική αναφορά της σύγχρονης πόλης Η δεύτερη αυτή εκδοχή του συσχετισμού των μνημείων με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της σύγχρονης πόλης περικλείει το καθαρά ιδεολογικό μέρος της θεωρητικής προσέγγισης στο πρόβλημα της διατήρησης αρχαίων που αποκαλύπτονται σε σωστικές ανασκαφές- ουσιαστικά, η παραπάνω εκδοχή αποτελεί μια ανώτερη διαβάθμιση κριτηρίων διατήρησης που αναφέρονται στην κοινωνική λειτουργία των μνημείων και τα οποία απορρέουν από τον προσδιορισμό της «σπουδαιότητας» ή «μοναδικότητας» των μνημείων, όπως έχει ήδη διατυπωθεί ως στοιχείο της επιστημονικής τους υπόστασης: σε σχέση με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της σύγχρονης πόλης, ο προσδιορισμός αυτός της «σπουδαιότητας» ή «μοναδικότητας» των υπό διατήρηση μνημείων ανάγεται στις έννοιες της ιστορικότητας και της αισθητικής αυτονομίας τους. Η ιστορικότητα, ως κριτήριο διατήρησης, σημαίνει κυρίως τη δυνατότητα ταύτισης των αποκαλυπτόμενων αρχαίων με τους ιστορικούς όρους της ύπαρξής τους- η ταύτιση αυτή, ωστόσο, θα πρέπει να ξεπεράσει τα όρια της κλειστής ερευνητικής διαδικασίας που διεξάγεται κατά τις σωστικές ανασκαφές και να νοηθεί ως ερμηνευτική μετάθεση του μνημείου-στοιχείου του παρελθόντος στη διάσταση του παρόντος μέσα από την αέναη επαλληλία των μετασχηματισμών της σύγχρονης πόλης- έτσι η έννοια του μνημείου προσλαμβάνει σ' όλη της την καθαρότητα τη σημασία της πρωταρχικής του λειτουργίας ως ιστορικής αναφοράς: «εις μνήμην άγειν τε καί παράδοσιν τοίς έπιγινομένοις» (Polyb., Hist., 2, 35, 5). Η παραπάνω ερμηνευτική μετάθεση του μνημείου-στοιχείου του παρελθόντος στη διάσταση του παρόντος προσδιορίζει επιπλέον και το κριτήριο της αισθητι- 14
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ κής αυτονομίας του, δηλαδή τη δυνατότητα της αναγνώρισής του ως αυτοτελούς μορφής στο χώρο' κατά κανόνα, τα αρχαία που αποκαλύπτονται σε σωστικές ανασκαφές είναι αποσπασματικές μορφές - λείψανα κατασκευών μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας που η αισθητική αυτοτέλειά τους απορρέει από την ερμηνεία της λειτουργικής τους υπόστασης: η λειτουργική αυτή υπόσταση των αποκαλυπτόμενων αρχαίων (δηλαδή η κατασκευαστική δομή και ο χρηστικός προορισμός τους) στην αρχαιολογική της θεώρηση ανάγεται σε δεδομένο μορφολογικής εξέλιξης των στοιχείων του ανασκαπτόμενου χώρου κατά την ερευνώμενη χρονική περίοδο' η αισθητική ποιότητα αυτών των αποσπασματικών μορφών που ανασύρονται στη διάσταση του παρόντος έχει το νόημα μιας μυστικής πρόσληψης της παρελθούσας πόλης που υπαινικτικά πλέον μας φανερώνεται. Στην ανακοίνωση αυτή, η οποία αποτελεί μια θεωρητική προσέγγιση, δεν εξετάστηκαν καθόλου οι πρακτικές προϋποθέσεις διατήρησης αρχαίων που αποκαλύπτονται σε σωστικές ανασκαφές, όπως τα ποικίλα τεχνικά προβλήματα καθώς και νομικά ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν με συχνότατα καθοριστική σημασία για την τύχη των αρχαίων τα κριτήρια διατήρησης, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω, αφορούν κυρίως την αξιολόγηση -με αρχαιολογικά δεδομένα- των ίδιων των αποκαλυπτόμενων αρχαίων ως δυνάμει ενεργών και πολυδιάστατων στοιχείων της νέας πόλης. Οι αρχαιότητες περικλείουν τη μυστική δύναμη να παραπέμπουν στους όρους δημιουργίας του αρχαίου πνεύματος. Οι αλλεπάλληλοι μετασχηματισμοί των πόλεων, όπως ανιχνεύονται στις σωστικές ανασκαφές, εκφράζουν τις πολυκύμαντες τύχες αυτού του αρχαίου πνεύματος που αποκαλύπτεται στην αποκρυσταλλωμένη έκφανσή του. Και -ας μη λησμονείται- ότι αποστολή του πνεύματος είναι να «κοσμεί» και να «σώζει». 15