Σχόλιο στην εισήγηση του Σπύρου Μητροσύλη «Σαγήνη και αναλυτική συνθήκη» Τέσσα Χατζηγιάννη Στο κλινικό παράδειγµα που παραθέτει στην εισήγησή του ο Σ. Μητροσύλης, έχει µεσολαβήσει αλλαγή του αναλυτικού πλαισίου, από ανάλυση στο ντιβάνι σε ανάλυση πρόσωπο µε πρόσωπο. Η πραγµατική παρουσία του αναλυτή στην νέα αναλυτική διάταξη που συνοδεύθηκε προφανώς από µία αντίστοιχη τροποποίηση της ερµηνευτικής τακτικής, εισάγει κατά την κατανόησή µου στην ανάλυση αυτή τη λειτουργία µιας «πρωτογενούς» ή µε άλλους όρους «βέλτιστης» σαγήνης 1, η οποία συνδέεται µε τη µητρική λειτουργία του καθρεφτίσµατος (Winnicott). Από ότι φάνηκε µέσα από την αναλυτική εργασία που ακολούθησε και επικεντρώθηκε στην σχέση µε το πρωταρχικό µητρικό αντικείµενο, η λειτουργία αυτή δεν ήταν επαρκής στην πραγµατική ιστορία της ασθενούς. Είχε προηγηθεί -κατά την πρώτη φάση της ανάλυσης της κ. Α- µια περίοδος κατά την οποία, στo πλαίσιo µίας µεταβίβασης πατρικού τύπου, είχαν φωτιστεί ορισµένες οιδιπόδειες και νευρωτικές πλευρές της ασθενούς. Η περίοδος αυτή όµως, είχε καταλήξει σε επιδείνωση της κατάστασής της αναλυοµένης τόσο στη ζωή όσο και στην ανάλυση. Διαβάζοντας την έκθεση του Μητροσύλη για την περίοδο που προηγήθηκε της αλλαγής του πλαισίου, έχουµε την εντύπωση ότι η ασθενής δεν αντιστέκεται απλώς στην αναλυτική εργασία και µέθοδο αλλά «αντιδρά» κυριολεκτικά, µε την έννοια της δράσης που περιέχεται στο agieren, µια δράση η οποία συνυπήρξε µε έντονες εκδηλώσεις διέγερσης και υπερκινητικότητας στη διάρκεια των συνεδριών, αλλά και µε καταφυγή σε πράξεις και συµπεριφορές. Μέσω δε της «δράσης» αυτής είναι σαν να «αναγκάζει» κατά κάποιο τρόπο τον αναλυτή -τον οποίο βιώνει ως «απόντα, απορριπτικό και αδιάφορο»- να 1 Βλ. Α. Ποταμιάνου, Το τραυματικό, επανάληψη και διεργασία, εκδ. Εστία, 2005, σελ. 207. Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 1
«παρουσιαστεί» µπροστά της, να µπει δηλαδή στη σκηνή µε τρόπο πραγµατικό. Είναι δε αλήθεια ότι µε τον τρόπο αυτό εκτός από τον αναλυτή στη σκηνή της ανάλυσης εισέρχεται και η «πραγµατική» θα λέγαµε µητέρα της, µε την έννοια ότι έγιναν κατασκευές σχετικά µε την πρώιµη σχέση µε τη µητέρα, η οποία φαίνεται ότι είχε αποσυρθεί ψυχικά εξαιτίας κάποιας ψυχικής και σωµατικής αποδιοργάνωσης όταν η ασθενής ήταν βρέφος και είχε υπάρξει σφετεριστική και κυριαρχική. Νοµίζω ότι η κλινική περίπτωση της κ. Α αποτελεί πράγµατι ένα ενδιαφέρον παράδειγµα αναλυόµενης η οποία δεν µπορεί να χρησιµοποιήσει την κλασσική αναλυτική συνθήκη, καθώς η τελευταία λειτουργεί τραυµατικά και απειλητικά για την ψυχική λειτουργία. Η αντίδραση της κ. Α στο πλαίσιο και την αναλυτική µέθοδο που εκφράστηκε µε υπερδιέγερση, υπερκινητικότητα, και γενικότερα acting, θα µπορούσε νοµίζω να χαρακτηριστεί ως πολύ ενεργητική, και να προσεγγιστεί και µέσα από το πρίσµα µιας µεγάλης δυσκολίας αποδοχής της παθητικότητας. Μια παθητικότητα που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να µπορέσει ο ασθενής να αφεθεί ελεύθερα στους συνειρµούς του χωρίς να γνωρίζει που θα τον οδηγήσουν- µε αποτέλεσµα στη συνέχεια τη δηµιουργία του αναλυτικού χώρου και της νεύρωσης µεταβίβασης. Για ορισµένους ασθενείς, στην κατηγορία των οποίων ανήκει προφανώς και η κ. Α, η παθητικότητα αυτή φαίνεται να είναι ανυπόφορη, όχι τόσο, όπως θα µπορούσαµε να πιστέψουµε, εξαιτίας των κινδύνων που ενέχουν οι φαντασιώσεις αποπλάνησης από τον αναλυτή, όσο γιατί δεν έχει συγκροτηθεί επαρκώς καµία πρωταρχική φαντασίωση αποπλάνησης που θα µπορούσε να οργανώσει τη διέγερση σε σχέση µε κάποιον άλλον ο οποίος την προκαλεί. Αν εξετάσει κανείς τις πρωταρχικές φαντασιώσεις θα παρατηρήσει ότι αποδίδουν όλες στο υποκείµενο µία θέση παθητική. Πρωταρχική σκηνή, αποπλάνηση, ευνουχισµός, είναι φαντασιωτικά σενάρια που δίνουν στο παιδί ένα ρόλο µαταιωµένου, απελπισµένου, αποπλανηµένου και κατακλυσµένου από διεγέρσεις. Κατά ένα παράδοξο τρόπο όµως, οι φαντασιώσεις προκαλούν αυτή την Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 2
κατάσταση αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και ένα οργανωτικό περίβληµα για τον ψυχισµό. Η φαντασίωση αποπλάνησης προέρχεται από µία αναπαραστασιακή δραστηριότητα που προστατεύει από καταστάσεις όπου η σεξουαλική διέγερση απειλεί τον ψυχισµό µε αποδιοργάνωση. Αυτό βέβαια δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί παρά µόνο αν το υποκείµενο δεχτεί την παθητικότητα που περιέχει η κατάσταση της διέγερσης. Η κλασσική-υστερική κατασκευή της φαντασίωσης αποπλάνησης µορφοποιείται ως εξής: «Δεν είµαι εγώ που επιθυµώ τον άλλον, εκείνος µε αποπλάνησε». Η αναγνώριση και η ανάληψη του παθητικού ρόλου στη σκηνή επιτρέπουν το πέρασµα στην αναπαράσταση και στην κατασκευή της φαντασίωσης και κατά συνέπεια στην κατασκευή της εσωτερικής ψυχικής πραγµατικότητας 2. Ο Denis 3 προσπαθώντας να προσεγγίσει µεταψυχολογικά την έννοια της παθητικότητας κάνει µία χρήσιµη νοµίζω διάκριση ανάµεσα σε µία διέγερση άµορφη, αδιαφοροποίητη, µη διαµεσολαβηµένη από τον άλλον, ένα είδος λιβιδινικού χάους, που µόνη διέξοδο έχει την εκφόρτιση ή την καταστολή και σε µια άλλου τύπου διέγερση, ερωτικοποιηµένη, εγγεγραµµένη στη σχέση µε τον άλλον που µπορεί να αναπαρασταθεί και στη συνέχεια να απωθηθεί. Είναι βεβαίως ο άλλος, η µητέρα µε τα αινιγµατικά της µηνύµατα (Laplanche) εµποτισµένα από την ασυνείδητη σεξουαλική επιθυµία της που θα επιτρέψει στη διέγερση του παιδιού να οργανωθεί και να πάρει µορφή. Πρόκειται εδώ για µια «πραγµατικήπρωταρχική» σαγήνη η οποία όµως έχει µια «αινιγµατική» διάσταση που αναγκάζει το παιδί να µεταφράσει, να ερµηνεύσει τα µηνύµατα, οδηγούµενο µ αυτό τον τρόπο στην κατασκευή των παιδικών σεξουαλικών του θεωριών. Αυτή η «πρωταρχική σαγήνη» που εκπορεύεται από το µητρικό πρωταρχικό αντικείµενο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να συγκροτηθεί στη συνέχει η φαντασίωση πρωταρχικής αποπλάνησης από τον πατέρα η οποία όπως όλες οι πρωταρχικές 2 Βλ. σχετικά το άρθρο της C. Chabert, «Les voies intérieures», Revue française de psychanalyse, LXIII (1999). 3 P. Denis (1999), «Etats de la passivité, Revue française de psychanalyse, LXIII: 1583 Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 3
φαντασιώσεις αλλά και οι παιδικές σεξουαλικές θεωρίες και τα φαντασιακά σενάρια εφοδιάζουν το υποκείµενο µε αναπαραστάσεις και «λύσεις» για οτιδήποτε παρουσιάζεται ως µείζον αίνιγµα στον ψυχισµό του. Βοηθούν µε τον τρόπο αυτό τα ψυχικό όργανο να επεξεργαστεί τις διεγέρσεις συγκροτώντας και οργανώνοντας την ψυχική πραγµατικότητα. Η απουσία ενός µηνύµατος που θα οργανώσει τη διέγερση αφήνει το υποκείµενο σε κατάσταση χαοτική και τραυµατική, και το υποβάλει σε µία υποχρέωση παθητικότητας. Την πραγµατική αυτή, «καλά συγκερασµένη» ή «αινιγµατική» σαγήνη που αποτελεί προϋπόθεση της συγκρότησης της φαντασίωσης αποπλάνησης από τον πατέρα, φαίνεται να ζητούσε ασυνείδητα η κ. Α από τον αναλυτή της, µε την κατάσταση έντονης διέγερσης που παρουσίασε την περίοδο που προηγήθηκε της αλλαγής του αναλυτικού πλαισίου. Μια αναστάτωση και µια διέγερση που φαίνεται να προκαλούσε η κλασσική αναλυτική διάταξη πολυθρόνα-ντιβάνι, µε την απουσία του αναλυτή από το οπτικό πεδίο, απουσία που η αναλυόµενη δεν µπορούσε να ανεχθεί παρά µόνο µέσω ενός µαζοχιστικού θα λέγαµε σεναρίου που εκφραζόταν µέσω της «παραληρηµατικής σχεδόν πεποίθησής της», όπως γράφει ο Μητροσύλης, ότι ο αναλυτής ήταν επώδυνα απών, απορριπτικός, αδιάφορος, αλλά θα πρόσθετα, παρόλα αυτά πολύ παρών έστω και αρνητικά. Η Aulagnier στο άρθρο της «Σχόλια για τον πρωτογενή µαζοχισµό» 4 γράφει ότι την πρώτη εµπειρία δυσαρέσκειας και απόγνωσης που αισθάνεται το βρέφος όταν χάνει το στήθος της µητέρας του δεν µπορεί να την ανεχθεί παρά µόνον µέσω ενός πρωτογενούς µαζοχισµού που εκφράζεται µέσω ενός φαντασιακού µαζοχιστικού σεναρίου που διατυπώνεται ως εξής: Δεν έχω το στήθος της µητέρας µου γιατί εκείνη είναι κακιά και αδιάφορη και θέλει να υποφέρω. Μια µητέρα σαδίστρια, η οποία όµως θέλει κάτι, επιθυµεί κάτι για µένα. Και στην περίπτωση της κ. Α φαίνεται να υπήρξε πράγµατι στην ιστορία της µια απότοµη απώλεια του µητρικού στήθους, αφού η µητέρα της διέκοψε τον θηλασµό αποσυρόµενη από την ασθενή ψυχικά και σωµατικά. 4 P. Aulagnier- Spairani (1968), «Remarques sur le masochisme primaire», L Arc, 34:47-54. Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 4
Βέβαια, υπάρχει εδώ ένας κίνδυνος: να προχωρήσει ο αναλυτής σε κλασσικές ερµηνείες των προβολών του αναλυόµενου, αποδίδοντάς του έτσι τις προβεβληµένες στον ίδιο επιθυµίες και συναισθήµατα. Όµως, η µαζική αυτή προβολή του αναλυόµενου θα µπορούσε ταυτοχρόνως να αποτελεί προκαταρκτικό χρόνο, απαραίτητο για την κατασκευή της πρωταρχικής φαντασίωσης αποπλάνησης. Μήπως η προβολή δεν προϋποθέτει, ακόµα κι αν το αρνείται, την αναγνώριση της επίδρασης του άλλου; Άλλωστε η προβολή αποτελεί κατά τον Φρόυντ µια πρώτη µορφή απώθησης η οποία οδηγεί στην συγκρότηση ενός εσωτερικού ψυχικού χώρου. Γι αυτό και είναι σηµαντικό νοµίζω σε περιπτώσεις, όπως αυτή της κ. Α, ο αναλυτής να µην βιαστεί να ξεχωρίσει «τα δικά του» από «τα του άλλου» αλλά να δεχτεί παθητικά να επωµιστεί τη θέση του κακού, αδιάφορου αλλά και αποπλανητικού αντικειµένου. Εντούτοις, υπάρχει πάντα η περίπτωση η κατάσταση αυτή να εγκατασταθεί διαιωνιζόµενη και η «παθητικοποίηση» του υποκειµένου να λάβει «παρανοϊκή» µορφή, που σηµαίνει ότι το να παίρνει τη θέση του θύµατος γίνεται ζωτική ανάγκη για τον αναλυόµενο, εµποδίζοντας κάθε ενδοβολή των ενορµήσεων. Για το λόγο αυτό, η πρώτη αυτή παθητική θέση θα πρέπει στη συνέχεια να ερµηνευτεί ως αµυντική επαναστροφή του υποκειµένου εναντίον της ιδιοποίησης των ενορµήσεων, επιτρέποντας να αρχίσει η ανάλυση µε την κλασσική έννοια! \ Iστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Δελτίο [τεύχος 53] 5