Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Μερικά χαρακτηριστικά της νεοκλασικής θεωρίας Γιώργος Σταμάτης

Σχετικά έγγραφα
Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θεωρία της αξίας και της υπεραξίας Γιώργος Σταμάτης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οικιακή εργασία και πραγματικό ωρομίσθιο των εργαζομένων Γιώργος Σταμάτης

4.1 Ζήτηση εργασίας στο βραχυχρόνιο διάστημα - Ανταγωνιστικές αγορές

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

Προσφορά Εργασίας Προτιμήσεις και Συνάρτηση Χρησιμότητας ( Χ,Α συνάρτηση χρησιμότητας U(X,A)

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ. και το Κόστος

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2015 Β ΦΑΣΗ ÓÕÍÅÉÑÌÏÓ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α ΠΡΩΤΗ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

Μικροοικονομία. Ενότητα 4: Θεωρία Χρησιμότητας και Καταναλωτική Συμπεριφορά. Δριτσάκη Χάιδω Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Α.Ο.Θ. ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Θέματα και Απαντήσεις

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

3.1 Ανεξάρτητες αποφάσεις - Κατανομή χρόνου μεταξύ εργασίας και σχόλης

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ TΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

4 Το άτομο ως παραγωγός (η προσφορά των αγαθών)

10/3/17. Κεφάλαιο 26 Μονοπωλιακή συμπεριφόρά. Μικροοικονομική. Πώς πρέπει να τιµολογεί ένα µονοπώλιο; Πολιτικές διάκρισης τιµών

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΘΕΜΑ Α. Α.1. α. Σωστή β. Λάθος γ. Λάθος δ. Σωστή ε. Σωστή. Α.2. γ. Α.3. β ΘΕΜΑ Β

Οικονοµία. Βασικές έννοιες και ορισµοί. Η οικονοµική επιστήµη εξετάζει τη συµπεριφορά

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Μη αναπαραγωγικές δαπάνες, κρατικές δαπάνες, κοινωνική αναπαραγωγή και κερδοφορία του κεφαλαίου Γιώργος Σταμάτης

Σχεδιασμός συγκοινωνιακών έργωνοικονομικά

Επιπτώσεις μεταβολής τιμών

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και Υπηρεσιών ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ Χ. ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

Ιδιοκτησία Επιχείρηση Δημόσιο συμφέρον

Απλή Γραμμική Παλινδρόμηση II

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Άσκηση 3: Έστω η συνάρτηση χρησιμότητας για δύο αγαθά Χ και Υ έχει τη μορφή Cobb- Douglas U (X,Y) = X o,5 Y 0,5

Βασικά σημεία πλάνο απάντησης :

Διεθνές εµπόριο-1 P 1 P 2

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ. και το Κόστος

Α.Ο.Θ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

Οικονοµικός ορθολογισµός

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Υπεύθυνος μαθήματος Καθηγητής Μιχαήλ Ζουμπουλάκης

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

HAL R. VARIAN. Μικροοικονομική. Μια σύγχρονη προσέγγιση. 3 η έκδοση

Προσφορά και Ζήτηση Υπηρεσιών Υγείας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ 1. Σε ένα κανονικό αγαθό, όταν αυξάνεται το εισόδηµα των καταναλωτών, τότε αυξάνεται και η συνολική δαπάνη των καταναλωτών 2.

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ TETAΡΤΗ 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ:ΕΠΤΑ(7) ΟΜΑΔΑ Α

Η καθημερινή «ψηφοφορία» στην αγορά. Ο κομβικός ρόλος του μηχανισμού των τιμών στη μετάδοση των μηνυμάτων

Κατανοώντας την επιχειρηματική ευκαιρία

Θεωρία επιλογής του καταναλωτή και του παραγωγού

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 29 ΜΑΪΟΥ 2009 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

Πλεόνασμα του Καταναλωτή, Πλεόνασμα του Παραγωγού και η Αποτελεσματικότητα της Ανταγωνιστικής Αγοράς - Η αλληλεπίδραση της συνολικής ζήτησης και της

Αρχές Οικονομικής Θεωρίας μάθημα επιλογής

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2018

Άριστες κατά Pareto Κατανομές και το Πρώτο Θεώρημα Ευημερίας

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

Διάλεξη 8. Οικονομική Πολιτική και Αναδιανομή

Εισαγωγικά. Εισαγωγικά. Διανομή εισοδήματος. Διάλεξη 8. Διανομή εισοδήματος Συντελεστής Gini

Δεύτερο πακέτο ασκήσεων

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Μικροοικονομική Ανάλυση της Κατανάλωσης και της Παραγωγής

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ : 7


ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ

Θέµατα Αρχών Οικονοµικής Θεωρίας Επιλογής Γ' Λυκείου 2001

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΛΛΑ ΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΠΑΛ (ΟΜΑ Α Β )

ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Κ Α Μ Α Ρ Ι Ν Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΑΟΘ : ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ

Άριστες κατά Pareto Κατανομές και το Πρώτο Θεώρημα Ευημερίας

Case 10: Ανάλυση Νεκρού Σημείου (Break Even Analysis) με περιορισμούς ΣΕΝΑΡΙΟ

Θέµατα Αρχών Οικονοµικής Θεωρίας Επιλογής Γ' Λυκείου 2001

Α.1 Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) σε σταθερές τιμές μετράει την αξία της συνολικής παραγωγής σε τιμές του έτους βάσης.

σει κανένα modem των 128Κ. Θα κατασκευάσει συνολικά = 320,000 τεμάχια των 64Κ και το κέρδος της θα γίνει το μέγιστο δυνατό, ύψους 6,400,000.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μικροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ

Εξετάσεις Η επιβολή από το κράτος κατώτατης τιμής στα αγροτικά προϊόντα έχει ως σκοπό την προστασία του εισοδήματος των αγροτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει ο μαθητής

2.10. Τιμή και ποσότητα ισορροπίας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. 2. Τι περιλαμβάνει ο στενός και τι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και με βάση ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ τους;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 31 ΜΑΪΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης


Ερωτήσεις και Ασκήσεις κεφ. 5, Ο προσδιορισμός των τιμών Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής : Ερωτήσεις σωστού λάθους.

Α2. Α3. ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΜΑ Β Η

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΗ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΛΥΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑ Α

Πολιτική Οικονομία Ενότητα 02

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Δρ.Αριστέα Γκάγκα

ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ Facebook: Didaskaleio Foititiko

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Για την απομυθοποίηση του Sraffa είκοσι θέσεις Γιώργος Σταμάτης

6. Η καμπύλη του οριακού προϊόντος τέμνει πάντοτε την καμπύλη του μέσου προϊόντος από πάνω προς τα κάτω στη μέγιστη τιμή του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΓΧΩΡΙΟ ΠΡΟΙΟΝ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει o μαθητής

Πλήρης ανταγωνισμός. Καθηγήτρια: Β. ΠΕΚΚΑ- ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ. Υποψήφια Διδάκτωρ: Σ. ΤΑΚΑΟΓΛΟΥ

Πρώτη ενότητα: «Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

Transcript:

του Γιώργου Σταμάτη Πρόθεση μας δεν είναι να εκτιμήσουμε εδώ κριτικά τη νεοκλασική θεωρία, αλλά να αναφέρουμε σύντομα ορισμένα χαρακτηριστικά της. Η νεοκλασική οικονομική θεωρία δεν διαθέτει θεωρία συγκρότησης των μεμονωμένων ατόμων σε κοινωνία εν γένει και πολύ περισσότερο θεωρία συγκρότησης των ατόμων της αστικής κοινωνίας σε αστική κοινωνία, στην κοινωνία δηλ., την οικονομία της οποίας η ίδια πραγματεύεται. Συνεπώς δεν έχει θεωρία συγκρότησης του επιστημονικού αντικειμένου της. Το κοινωνικόν της παραγωγής και το ίδιον της κοινωνικότητας της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι για τη νεοκλασική θεωρία κοινωνικά φαινόμενα ιστορικής γένεσης, αλλά ένα είδος προδεδομένων φυσικών προσδιορισμών κάθε παραγωγής, της παραγωγής εν γένει. Αλλά ακόμη κι όταν η νεοκλασική θεωρία είναι αναγκασμένη να αναγνωρίσει τον κοινωνικό και ιστορικό τους χαρακτήρα, τα πραγματεύεται όχι ως κοινωνικά και ιστορικά φαινόμενα που χρήζουν οικονομικής ανάπτυξης και ερμηνείας, αλλά ως αυτονόητα προδεδομένα της οικονομικής θεωρίας, ως προθεωρητικά και προεπιστημονικά δεδομένα. Έτσι, π.χ., η εμπορευματική παραγωγή και η εμπορευματική παραγωγή για το κέρδος είναι γι' αυτήν ένα είδος φυσικών φαινομένων. Στη θεώρηση αυτή των κοινωνικών και οικονομικών ως φυσικών φαινομένων έγκειται και ο λόγος της αϊστορικής στάσης της απέναντι στα κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα. Για τη νεοκλασική θεωρία η κοινωνία εν γένει, συνεπώς και η αστική κοινωνία, προκύπτει ως το άθροισμα και μόνον των μεμονωμένων ατόμων προικισμένων από τη φύση με ορισμένους οικονομικούς σκοπούς που επιδιώκουν ορθολογικά, ως homines economici. Ο καταναλωτής ως καταναλωτή επιδιώκει και πραγματοποιεί τη μεγιστοποίηση του οφέλους τον μέσω της ορθολογιστικής επιλογής των καταλλήλων ποσοτήτων των αγαθών που καταναλώνει, ο εργάτης toc εργάτης τη μεγιστοποίηση του οφέλους του μέσω της ορθολογιστικής κατανομής του χρόνου του σε χρόνο εργασίας και ελεύθερο χρόνο και ο καπιταλιστής ως καπιταλιστής τη μεγιστοποίηση του κέρδους του μέσω του ορθολογιστικού προσδιορισμού της ποσότητας που θα παράγει και θα προσφέρει. Η ορθολογιστική επιδίωξη αυτών των σκοπών συνίσταται στην πραγματοποίηση τους με τη χρησιμοποίηση όσο το δυνατόν λιγότερων μέσων. Η επιδίωξη και πραγματοποίηση σκοπών όπως οι παραπάνω προϋποθέτουν προφανώς τους φορείς αυτών των σκοπών ως κοινωνικά όντα και συνεπώς την κοινωνία (ο καταναλωτής καταναλώνει αγαθά που παρήγαγαν άλλοι, ο εργάτης εργάζεται συνεργαζόμενος με άλλους εργάτες και για λογαριασμό άλλων, ο καπιταλιστής παράγει αγαθά για άλλους και δεν θα μπορούσε να τα παράγει, αν και άλλοι δεν παρήγαγαν για αυτόν), και η επιδίωξη ενός ως προς το περιεχόμενο του προσδιορισμένου σκοπού προϋποθέτει το φορέα αυτού του σκοπού ως μέλος μιας ορισμένης κοινωνίας και συνεπώς μια ορισμένη κοινωνία (ο σκοπός της μεγιστοποίησης του κέρδους την καπιταλιστική, ο σκοπός της αυτάρκειας μια κάποια πρωτόγονη κοινωνία κ.τ.λ.)... Συνεπώς η νεοκλασική θεωρία, μιλώντας για ατομικούς σκοπούς και για την ορθολογιστική επιδίωξη τους, προϋποθέτει άρρητα ως αυτονόητα προδεδομένα της όλα όσα θα 'πρεπε να είχε αναπτύξει και ερμηνεύσει πριν αρχίσει να πραγματεύεται τους ατομικούς σκοπούς και την ορθολογιστική τους επιδίωξη: τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, την εμπορευματική μορφή των προϊόντων της εργασίας, την εμπορευματική μορφή της εργασιακής δύναμης, την κεφαλαιακή μορφή των μέσων παραγωγής, την παραγωγή με σκοπό το κέρδος και επόμενους τα αγαθά και την εργασιακή δύναμη ως εμπορεύματα, τον εργαζόμενο ως μισθιακό εργάτη και τον παραγωγό αγαθών ως παραγωγό εμπορευμάτων και κέρδους, δηλ. ως καπιταλιστή. Κι επειδή όλα αυτά τα προϋποθέτει αντί να τα αναπτύσσει και να τα εξηγεί, δεν είναι σε θέση να απαντήσει το φαινομενικά αφελές, αλλά σημαντικότατο ερώτημα, πώς συμβαίνει ένα δείγμα του είδους «homo economicus» να εξυπηρετεί το συμφέρον του μεγιστοποιώντας το όφελος τον μέσω της ορθολογιστικής κατανομής του χρόνου του σε εργάσιμο και ελεύθερο χρόνο κι ένα άλλο δείγμα του ίδιου είδους να εξυπηρετεί το συμφέρον του μεγιστοποιώντας το κέρδος τον μέσω του ορθολογιστικού προσδιορισμού της ποσότητας του αγαθού που θα Σελίδα 1 / 8

παράγει και θα προσφέρει. Η απάντηση: επειδή ο ένας είναι εργάτης και ο άλλος καπιταλιστής, δεν απαντά, απλώς μεταθέτει το ερώτημα, διότι οι κατηγορίες «εργάτης» και «καπιταλιστής» δεν είναι βιολογικές κατηγορίες δεν γεννιούνται ορισμένα άτομα ως εργάτες και άλλα ως καπιταλιστές. Οι κατηγορίες «εργάτης» και «καπιταλιστής» είναι κοινωνικές κατηγορίες και, ως κοινωνικές κατηγορίες, χρήζουν ερμηνείας. Τελικά όμως, η μόνη εξήγηση του παράδοξου φαινομένου, ότι ένα δείγμα του είδους «homo economicus» εξυπηρετεί το συμφέρον του μεγιστοποιώντας το όφελος τον κατά τον τρόπο που περιγράψαμε κι ένα άλλο δείγμα του ίδιου είδους εξυπηρετεί το συμφέρον του μεγιστοποιώντας το κέρδος τον, την οποία μπορεί να δώσει η νεοκλασική θεωρία, αν βρισκόταν ποτέ στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να το εξηγήσει, είναι μια φυσικής υφής εξήγηση. Διότι, επειδή γι' αυτήν οι κατηγορίες «εργάτης» και «καπιταλιστής» δεν είναι κοινωνικές, αλλά ένα είδος φυσικών κατηγοριών, η μόνη εξήγηση του παράδοξου αυτού που μπορεί να δοθεί στα πλαίσια της είναι, ότι τα δύο διαφορετικά δείγματα του ίδιου είδους είναι εκ φύσεως όπως είναι - μια εξήγηση λοιπόν ανθρωπολογικής, βιολογικής ψυχολογικής υφής. Έτσι εδώ γίνεται φανερό, ότι η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος δεν εξηγεί τίποτα απολύτως, όσον όχι μόνον δεν λέγεται ποιο είναι αυτό το συμφέρον στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση (πράγμα που κάνει, όπως το κάνει, η νεοκλασική θεωρία), αλλά όσο δεν εξηγείται, γιατί αυτό το συμφέρον στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση είναι αυτό που είναι, γιατί δηλ. το ατομικό συμφέρον είναι για ορισμένα άτομα διαφορετικό απ' ό,τι για άλλα. Το τελευταίο όμως δεν είναι δυνατόν χωρίς αναφορά στην ειδική συγκρότηση και στον ειδικό χαρακτήρα της κοινωνίας, μέλη της οποίας είναι αυτά τα άτομα. Το ατομικό συμφέρον της νεοκλασικής θεωρίας είναι, επειδή ακριβώς στερείται αυτής της αναφοράς, κενό περιεχομένου και το περιεχόμενο που του προσδίδει η νεοκλασική θεωρία είναι, καίτοι αντιστοιχεί, κατά τον τρόπο βέβαια που αντιστοιχεί, στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση στο άτομο, στο οποίο αποδίδεται (η επιδίωξη μεγιστοποίησης του κέρδους π.χ. στον καπιταλιστή και όχι στον εργάτη) ταυτολογικά προσδιορισμένο: Η έννοια του ατομικού συμφέροντος του εργάτη π.χ. προσδιορίζεται αποκλειστικά με την έννοια του εργάτη και η έννοια του εργάτη αποκλειστικά με την έννοια του ατομικού συμφέροντος του εργάτη. Γι αυτό λοιπόν η έννοια του ατομικού συμφέροντος είναι ταυτολογικά προσδιορισμένη και κενή περιεχομένου, όσο δεν εξηγείται, γιατί ορισμένα άτομα έχουν, συστηματικά κι όχι τυχαία, ένα διαφορετικό ατομικό συμφέρον απ' ό,τι άλλα. Η εξήγηση αυτή απαιτεί όμως την ανάπτυξη των κατηγοριών «εργάτης» και «καπιταλιστής» ως κοινωνικών εννοιών - ανάπτυξη, στην οποία δεν προβαίνει η νεοκλασική θεωρία. Επειδή η νεοκλασική θεωρία δεν αναπτύσσει τι είναι εργάτης και τι καπιταλιστής, δεν μπορεί να εξηγήσει του ατομικούς σκοπούς, τις ατομικές επιδιώξεις, τα ατομικά συμφέροντα και τις ατομικές προαιρέσεις και προτιμήσεις των εργατών και των καπιταλιστών, αλλά είναι αναγκασμένη να τα προϋποθέτει ως φυσικά, βιολογικά ή ψυχολογικά, δεδομένα, τα οποία είτε από ανεξιχνίαστους είτε από ανθρωπολογικούς λόγους είναι διαφορετικά για ορισμένα δείγματα τους είδους «homo economicus» απ' ό,τι για άλλα. Καίτοι, ή μάλλον, επειδή ακριβώς η νεοκλασική θεωρία εννοεί την αστική κοινωνία ως το απλό σύνολο των ως hominum economicorum προϋποτεθέντων μεμονωμένων ατόμων, υποστασιοποιεί την αστική κοινωνία: η αστική κοινωνία της νεοκλασικής θεωρίας δεν είναι παρά ένα από τους μεμονωμένους homines economicos συγκροτημένο υποκείμενο, το οποίο έχει τους ίδιους σκοπούς, και τα ίδια συμφέροντα που έχει και ο homo economicus και το οποίο επιδιώκει αυτούς του τους σκοπούς και να εξυπηρετεί αυτά του τα συμφέροντα το ίδιο ορθολογιστικά όπως κι αυτός. Η κοινωνία μεγιστοποιεί ως συνολικός καταναλωτής το όφελος της (την «ευημερία» της) από την κατανάλωση αγαθών επιλέγοντας ορθολογικά τις κατάλληλες ποσότητες των καταναλωτικών αγαθών, ως συνολικός εργαζόμενος το όφελος της από τη διάθεση του χρόνου της κατανέμοντας τον ορθολογικά σε εργάσιμο και ελεύθερο και ως συνολικός καπιταλιστής το κέρδος της προσδιορίζοντας ορθολογικά τις ποσότητες των αγαθών που παράγει. Η αστική κοινωνία της νεοκλασικής θεωρίας είναι λοιπόν ένα υποκείμενο, οι σκοποί, τα συμφέροντα, οι Σελίδα 2 / 8

επιδιώξεις και οι πράξεις του οποίου προκύπτουν αθροιστικά από τους σκοπούς, τα συμφέροντα, τις επιδιώξεις και τις πράξεις των ατόμων που τη συνιστούν. Η νεοκλασική θεωρία δεν εξηγεί την πραγματικότητα, αλλά τη νοητή πραγματικότητα, η οποία προκύπτει από ορισμένες αξιωματικές προϋποθέσεις της σχετικά με τους σκοπούς και τα συμφέροντα των μεμονωμένων ατόμων ως καταναλωτών, μισθωτών εργαζομένων και παραγωγών και την ορθολογιστική επιδίωξη τους, δηλ. σχετικά με τη φύση των μεμονωμένων ατόμων ως hominum economicorum, και την οποία ταυτίζει με την πραγματικότητα. Το γεγονός, ότι η πραγματικότητα που προκύπτει από τις αξιωματικές προϋποθέσεις της, οι δραστηριότητες και οι σχέσεις των αξιωματικά (»σ hominum economicorum προϋποτεθέντων ατόμων, δεν συμπίπτει με την πραγματικότητα, αναγκάζει τη νεοκλασική θεωρία να προσφεύγει στις διαβόητες πλέον «ηρωικές παραδοχές» της, σε επιπρόσθετες δηλ. παραδοχές και προϋποθέσεις, σκοπός των οποίων είναι η απάλειψη των διαφορών μεταξύ της πραγματικότητας και της νεοκλασικής θεωρίας, οι οποίες όμως δεν απαλείφουν αλλά απλώς μεταφέρουν τις διαφορές αυτές σ' ένα άλλο επίπεδο. Έτσι π.χ. η νεοκλασική θεωρία αρέσκεται να νοεί το αριθμητικό σύνολο των μεμονωμένων παραγωγών ως ένα συνολικό παραγωγό, για τον οποίο ισχύει, όπως και για καθένα από τους μεμονωμένους παραγωγούς, μια συνάρτηση παραγωγής, η μακροοικονομική συνάρτηση παραγωγής. Στις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν και που αφορούσαν το σημείο, ότι ο συντελεστής παραγωγής «κεφάλαιο».που εμφανίζεται σ' αυτήν τη συνάρτηση παραγωγής ως υλικό μέγεθος, δηλ. ως μέσα παραγωγής, δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί, όπως προϋποθέτει η ίδια αυτή συνάρτηση, απόλυτα, διότι τα μέσα παραγωγής μιας κοινωνίας είναι ανομοιογενή μεγέθη - στις αντιρρήσεις αυτές η νεοκλασική θεωρία απάντησε με την εισαγωγή ορισμένων «παραδοχών» που λύνουν με το πρόβλημα της απόλυτης μέτρησης του συντελεστού «κεφάλαιο», που τελικά όμως σημαίνουν, ότι το «κεφάλαιο» αποτελείται από ένα και μόνον μέσο παραγωγής, το οποίο είναι το ίδιο με το παραγόμενο αγαθό - πράγμα βέβαια που έχει τόση σχέση με την πραγματικότητα όση είχε και η ίδια η μακροοικονομική συνάρτηση παραγωγής με την πραγματικότητα πριν βελτιωθεί με «παραδοχές» που είχαν ως συνέπεια τα μέσα παραγωγής και το παραγόμενο αγαθό να είναι ένα και το αυτό αγαθό. Οι αξιωματικές προϋποθέσεις της νεοκλασικής θεωρίας έχουν σχεδόν πάντα - συχνά και ρητά - το χαρακτήρα «αξιών». Γι αυτό και η νεοκλασική θεωρία δεν είναι μια «θετική» αλλά μια «κανονιστική» οικονομική θεωρία. Οι σε «αξίες» αναχθείσες αξιωματικές προϋποθέσεις της μεταμορφώνονται έτσι σε προς επίτευξιν σκοπούς και συνεπώς η οικονομική συμπεριφορά και οι οικονομικές σχέσεις που προκύπτουν απ' αυτές τις αξιωματικές προϋποθέσεις σε δέουσα οικονομική συμπεριφορά και δέουσες οικονομικές σχέσεις. Έτσι και η ίδια η νεοκλασική θεωρία μεταμορφώνεται από μια θεωρία που θέλει να εξηγήσει την οικονομική πραγματικότητα σε ένα είδος μικροοικονομικής και μακροοικονομικής πραξεολογίας. Έκφραση της νεοκλασικής θεωρίας ως «κανονιστικής» θεωρίας και ως πραξεολογίας είναι ο οικονομικός φιλελευθερισμός και νεοφιλελευθερισμός. Η νεοκλασική θεωρία συγκαταλέγει στα προτερήματα της και θεωρεί στοιχείο της ρεαλιστικότητάς της και της ορθολογικότητας της την προϋπόθεση της, ότι τα άτομα δρουν κατά την επιδίωξη των ατομικών τους σκοπών και κατά την εξυπηρέτηση των ατομικών τους συμφερόντων ορθολογικά. Ανεξάρτητα από το αν αυτό συμβαίνει ή δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα - η ορθολογικότητα αυτή της νεοκλασικής θεωρίας συνίσταται στο ότι νοεί ως ορθολογισμό, ένα υποκειμενικό φορμαλιστικό ορθολογισμό, ο οποίος αναιρεί το ίδιο το ορθολογικό του στοιχείο. Κατά τη νεοκλασική θεωρία κάθε καταναλωτής επιδιώκει και επιτυγχάνει ορθολογικά τη μεγιστοποίηση του οφέλους του κατά τρόπον τόσο εκλεπτυσμένο και περίπλοκο που ορισμένοι ίσως να έχουν δυσκολίες να τον κατανοήσουν ακόμη και στην απλούστερη περίπτωση που τα αγαθά που καταναλώνει είναι δύο μόνον. Στον ορθό λόγο υπόκειται εδώ όμως μόνον η επιλογή των μέσων προς επίτευξιν του σκοπού. Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι δεδομένος και δεν αποτελεί αντικείμενο της κρίσης του ορθού λόγου. Έστω ένας καταναλωτής, ο οποίος θέλει να δαπανήσει ένα ορισμένο ποσό για την αγορά καταναλωτικών αγαθών σε ποσότητες τέτοιες που να μεγιστοποιούν το όφελος που θα έχει από την κατανάλωση τους. Σελίδα 3 / 8

Δεδομένης της συνάρτησης οφέλους του, δηλ. των προτιμήσεων του, θα πρέπει, για να επιτύχει τη μεγιστοποίηση του οφέλους του, να αγοράσει ορισμένες ποσότητες ορισμένων αγαθών. Ποιες ποσότητες ποιων αγαθών θα του πει ο ορθός λόγος, ο οποίος είναι αντικειμενικά δεδομένος και ο ίδιος για όλους. Ένα μόνον δεν κάνει ο ορθός λόγος: να κρίνει το περιεχόμενο της συνάρτησης οφέλους, δηλ. τις προτιμήσεις του εν λόγω καταναλωτού και συνεπώς να κρίνει τον σκοπό αυτού του καταναλωτού, ο οποίος συνίσταται στη μεγιστοποίηση του οφέλους του στη βάση των δεδομένων προτιμήσεων του. Σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία οι προτιμήσεις πληρούν πάντα, όποιες κι αν είναι στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση, τις απαιτήσεις του ορθού λόγου. Συνεπώς και ο σκοπός της μεγιστοποίησης του οφέλους πληροί και αυτός πάντα - όποιες κι αν είναι οι προτιμήσεις, στη βάση των οποίων μεγιστοποιείται στην εκάστοτε δεδομένη περίπτωση το όφελος - τις απαιτήσεις του ορθού λόγου. Κάποιος λοιπόν που αγοράζει σχοινί για να κρεμαστεί ωφελείται, όπως κι ένας άλλος που αγοράζει σχοινί για να απλώσει τα ρούχα του. Καθένας τους δρα ορθολογικά αν αγοράσει τόσο μόνο σχοινί, όσο απαιτεί η επίτευξη του σκοπού του, και ανορθολογικά, αν αγοράσει περισσότερο ή λιγότερο. Αν ο δεύτερος αγόραζε περισσότερο από αυτό που είναι απόλυτα αναγκαίο για να πετύχει το σκοπό του και ο πρώτος ακριβώς τόσο όσο είναι απόλυτα αναγκαίο για να πετύχει το σκοπό του, τότε ο πρώτος ορά. σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, σε αντίθεση με το δεύτερο, ορθολογικά. Το γεγονός, ότι ο δεύτερος απλώνει τα ρούχα του με το σχοινί κι ο πρώτος κάνει μ" αυτό ό,τι κάνει, δεν αλλάζει τίποτα στην κρίση αυτής της νεοκλασικής θεωρίας. Αυτό, το οποίο επιθυμούμε να επισημάνουμε με τα παραπάνω, δεν είναι ότι η νεοκλασική θεωρία δεν αξιολογεί ορθολογικά τις προτιμήσεις των ατόμων, αλλά κυρίως ότι εισάγει μια έννοια μεγιστοποίησης του οφέλους χωρίς αναφορά στο εκάστοτε συγκεκριμένο περιεχόμενο των προτιμήσεων, τις οποίες προϋποθέτει η μεγιστοποίηση του οφέλους, δηλ. όχι ότι δεν τις αξιολογεί, αλλά ότι δεν τις προσδιορίζει καν στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση. Για την νεοκλασική θεωρία οι ατομικές προτιμήσεις είναι ένα είδος πρωταρχικών εξωκοινωνικών και εξωοικονομικών δεδομένων, τα οποία προσδιορίζουν οικονομικά φαινόμενα και οικονομικές σχέσεις αλλά τα ίδια δεν προσδιορίζονται, δεν εξαρτώνται καν από αυτά τα φαινόμενα και αυτές τις σχέσεις. Γι αυτό και η νεοκλασική θεωρία τις κατονομάζει μεν στην εκάστοτε δεδομένη περίπτωση με την αντίστοιχη ατομική συνάρτηση οφέλους, δεν τις ερμηνεύει όμως και κατά μείζονα λόγο δεν τις ερμηνεύει ως κοινωνικά και οικονομικά προσδιορισμένες προτιμήσεις. Αυτό συνεπάγεται μεταξύ άλλων, ότι η έννοια της μεγιστοποίησης του οφέλους είναι τελικά χωρίς περιεχόμενο. Διότι συνεπάγεται, ότι το σε τι συνίστανται οι προτιμήσεις και το όφελος ενός ατόμου μόνον αυτό το ίδιο μπορεί να ορίσει χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να αμφισβητήσει κανείς τις οποιεσδήποτε σχετικές διαπιστώσεις του. Αυτό σημαίνει, ότι η διαπίστωση της νεοκλασικής θεωρίας, πως ένα ορισμένο άτομο μεγιστοποιεί με μια ορισμένη καταναλωτική επιλογή το όφελος του και με μια άλλη δεν το μεγιστοποιεί, είναι χωρίς περιεχόμενο: αν το όφελος αυτού του ατόμου μπορεί να έχει το οποιοδήποτε περιεχόμενο ορίζει το ίδιο αυτό άτομο και μόνον αυτό, τότε, σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, μια δεδομένη επιλογή του μεγιστοποιεί το όφελος του, όταν το ίδιο αποφανθεί ότι το μεγιστοποιεί, και η ίδια πάλι επιλογή δεν το μεγιστοποιεί, όταν το ίδιο αποφανθεί ότι δεν το μεγιστοποιεί. Αν τέλος, όπως ισχυρίζεται η νεοκλασική θεωρία, κάθε άτομο μεγιστοποιεί πράγματι με την εκάστοτε επιλογή του το όφελος του, τότε, σύμφωνα με τα παραπάνω, το πράγμα δεν έχει οπωσδήποτε έτσι όπως νομίζει η νεοκλασική θεωρία, το άτομο δηλ. δεν επιλέγει, με δεδομένη συνάρτηση οφέλους και δεδομένη καταναλωτική δαπάνη, ορθολογικά τις ποσότητες αγαθών που μεγιστοποιούν το όφελος του, αλλά μπορεί να έχει και ως εξής: το άτομο επιλέγει κατ' οποιονδήποτε τρόπο τις ποσότητες αυτές και με τέτοιο τρόπο τη συνάρτηση οφέλους του, ώστε η επιλογή αυτή να μεγιστοποιεί το όφελος του. Δεν είναι λοιπόν αναγκαστικά οι επιλογές των καταναλωτών ορθολογικές εξ ίσου δυνατό είναι - πάντα σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία - οι συναρτήσεις οφέλους των καταναλωτών να είναι εκλογικεύσεις των οποιωνδήποτε επιλογών, τα αίτια των οποίων δεν είναι η επιδίωξη της μεγιστοποίησης του οφέλους. Ταυτολογική και κενή περιεχομένου είναι επίσης και η νεοκλασική ερμηνεία της οικονομικής συμπεριφοράς των καπιταλιστών. Η νεοκλασική θεωρία συνάγει την οικονομική συμπεριφορά των καπιταλιστών από τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Σελίδα 4 / 8

Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία, ότι σκοπός του ατομικού καπιταλιστού είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους του. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι κάθε καπιταλιστής μεγιστοποιεί πράγματι το κέρδος του. Συνεπώς η συμπεριφορά του κάθε καπιταλιστού, οι αποφάσεις και οι πράξεις του, μπορεί και πρέπει να εννοηθεί και να ερμηνευθεί ως αποσκοπούσα στην επίτευξη της μεγιστοποίησης του κέρδους του, δεν είναι όμως δυνατόν να συνάγεται από την αξιωματικά προϋποτεθείσα πραγματοποίηση του σκοπού της μεγιστοποίησης του κέρδους. Το τελευταίο κάνει όμως η νεοκλασική θεωρία: προϋποθέτει ως επιτευχθέντα το σκοπό της μεγιστοποίησης του κέρδους και ερμηνεύει στην συνέχεια τις αποφάσεις και τις πράξεις του καπιταλισμού. Έτσι η νεοκλασική θεωρία, ενώ δεν αναφέρεται στην οικονομική πραγματικότητα με σκοπό να την παραστήσει και να την ερμηνεύσει αλλά απλώς διατυπώνει κανόνες συμπεριφοράς για τον ατομικό καπιταλιστή, ο οποίος θέλει να μεγιστοποιήσει το κέρδος του, ενώ δηλ. στην πραγματικότητα είναι πραξεολογία κι όχι θεωρία, παριστάνει κι ερμηνεύει τελικά αυτούς τους κανόνες συμπεριφοράς ως τις πραγματικές αποφάσεις και πράξεις του καπιταλιστού και επομένως την οικονομική πραξεολογία ως οικονομική θεωρία. Η γενική αρχή, από την οποία η νεοκλασική θεωρία συνάγει τη δέουσα συμπεριφορά των καπιταλιστών που παρουσιάζει και ερμηνεύει μετά ως την πραγματική συμπεριφορά των καπιταλιστών, η μεγιστοποίηση δηλ. του κέρδους όχι ως προς επίτευξιν αλλά ως πάντα πραγματοποιούμενος σκοπός, είναι κενή περιεχομένου και ταυτολογική, διότι δεν διακρίνει μεταξύ κέρδους και μεγίστου κέρδους. Η αρχή αυτή προϋποθέτει, ότι κάθε πραγματοποιηθέν κέρδος είναι το μέγιστον κέρδος. Υπάρχει εδώ λοιπόν μια αντιστοιχία με την αρχή της μεγιστοποίησης του οφέλους: Όπως κάθε καταναλωτής μεγιστοποιεί, αδιάφορο ποια αγαθά σε ποιες αναλογίες καταναλώνει, πάντα το όφελος του, έτσι και κάθε καπιταλιστής μεγιστοποιεί, αδιάφορο τι ποσότητα παράγει και προσφέρει, το κέρδος του, διότι οι ποσότητες των αγαθών που καταναλώνει ο πρώτος και, η ποσότητα του αγαθού που προσφέρει ο δεύτερος έχουν προϋποτεθεί αξιωματικά ως οι ποσότητες που μεγιστοποιούν το όφελος και ως η ποσότητα που μεγιστοποιεί το κέρδος αντιστοίχως. Αλλά κι αν ακόμη οι ατομικοί καπιταλιστές δεν επεδίωκαν μόνον αλλά και επιτύγχαναν πάντα, τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους, η ερμηνεία της συμπεριφοράς τους, των αποφάσεων και των πράξεων τους, ως της συμπεριφοράς που μεγιστοποιεί το κέρδος θα ήταν πάλι ταυτολογική και κενή περιεχομένου. Κι αυτό διότι η μεγιστοποίηση του κέρδους, όπως και κάθε μεγιστοποίηση ή ελαχιστοποίηση, έχει νόημα μόνον ως μεγιστοποίηση υπό όρους. Συνεπώς, αν οι καπιταλιστές πράγματι μεγιστοποιούσαν πάντα το κέρδος τους, τότε δουλειά της οικονομικής θεωρίας δεν θα ήταν να συνάγει από το γεγονός αυτό τη συμπεριφορά των καπιταλιστών αλλά κυρίως να αναπτύξει τους όρους, υπό του; οποίους οι ατομικοί καπιταλιστές μεγιστοποιούν το κέρδος τους. Διότι όσο πιο υποτυπώδης είναι η ανάπτυξη αυτών των όρων τόσο μεγαλύτερη η ένδεια σε περιεχόμενο και η ταυτολογικότητα της ερμηνείας των αποφάσεων και πράξεων των ατομικών καπιταλιστών ως των αποφάσεων και πράξεων που μεγιστοποιούν το κέρδος. Και οι όροι, υπό τους οποίους σύμφωνα με την νεοκλασική θεωρία μεγιστοποιούν οι ατομικοί καπιταλιστές το κέρδος τους, είναι πράγματι υποτυπώδεις, διότι συνίστανται στα τεχνικά δεδομένα της παραγωγής (συνάρτηση παραγωγής) και τις υποθέσεις των παραγωγών αναφορικά με την τιμή του προϊόντος τους (υποθετική σχέση μεταξύ προσφερόμενης ποσότητας και ζητούμενης τιμής). Με την υποτυπώδη ενασχόληση με τους όρους της μεγιστοποίησης τους κέρδους σχετίζεται και η άρρητη προϋπόθεση της νεοκλασικής θεωρίας, ότι οι συναρτήσεις κέρδους των ατομικών παραγωγών είναι μεταξύ των ανεξάρτητες. Η νεοκλασική θεωρία χωρίς να έχει βέβαια συνείδηση του τι σημαίνει η προϋπόθεση της αυτή (σημαίνει τελικά παραγνώριση ορισμένων πολύ σημαντικών όψεων του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής), διαισθάνεται κατά κάποιον τρόπον, ότι η προϋπόθεση αυτή θίγει την ισχύ των όσων συνάγει από την αρχή της μεγιστοποίησης του κέρδους και προσπαθεί να την αντισταθμίσει εισάγοντας ένα υποκατάστατο των μεταξύ των συναρτήσεων κέρδους υφισταμένων αλληλεξαρτήσεων: τις λεγόμενες externalities (external economies and diseconomies) καθώς και ορισμένες σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών στις περιπτώσεις των ολιγοπωλιακών αγορών*. Η νεοκλασική θεωρία αναπτύχθηκε και σε αντιπαράθεση με ορισμένες θεμελιώδεις θέσεις της κλασσικής και της μαρξιστικής θεωρίας. Οι θέσεις αυτές είναι: Σελίδα 5 / 8

Το κοινωνικό προϊόν είναι προϊόν της εργασίας. Οι τιμές των εμπορευμάτων, από τα οποία αποτελείται το κοινωνικό προϊόν είναι μορφές των αξιών, ουσία των οποίων είναι η εργασία. Το κέρδος είναι μορφή της υπεραξίας, ουσία της οποίας είναι η εργασία και συγκεκριμένα η υπερεργασία. Έτσι και το κέρδος είναι προϊόν της εργασίας. Οι αντίστοιχες θέσεις της νεοκλασικής θεωρίας είναι: Το κοινωνικό προϊόν είναι προϊόν της εργασίας και του κεφαλαίου. Το κέρδος είναι το μέρος του κοινωνικού προϊόντος που παράγει το κεφάλαιο και οι μισθοί το μέρος που παράγει η εργασία. Η ουσία των εμπορευμάτων είναι το όφελος που παρέχει η κατανάλωση ή χρήση τους. Θα περιοριστούμε στη σύγκριση της νεοκλασική θεωρίας με την κλασσική και μαρξιστική θεωρία της αξίας και των τιμών. Στην κλασσική και μαρξιστική θεωρία οι τιμές των εμπορευμάτων προσδιορίζονται καταρχάς ως αξίες από τις συνθήκες παραγωγής εκείνων των διαδικασιών παραγωγής, στις οποίες παράγονται τα εμπορεύματα αυτά. Τα εμπορεύματα έχουν αξία, επειδή είναι προϊόντα άμεσης εργασίας που ξοδεύεται και των εμπορευμάτων που καταναλώνονται παραγωγικά για την παραγωγή τους, δηλ. προϊόντα άμεσης και έμμεσης εργασίας. Αντίστροφα, στη νεοκλασική θεωρία η αξία των αγαθών προσδιορίζεται από τις συνθήκες των διαδικασιών κατανάλωσης ή παραγωγής, στις οποίες εισέρχονται, αυτά τα αγαθά, ως το ωφέλιμο αποτέλεσμα που δημιουργεί η κατανάλωση ή η παραγωγική κατανάλωση τους. Τα αγαθά έχουν λοιπόν αξία, επειδή είναι μέσα για την παραγωγή ωφελίμων αποτελεσμάτων: όφελος για τους καταναλωτές τους και έσοδα από την πώληση του παραγόμενου προϊόντος γι' αυτούς που τα χρησιμοποιούν στην παραγωγή. Αυτό γίνεται κατανοητό, αν θυμηθούμε, ότι, όταν οι καταναλωτές μεγιστοποιούν το όφελος τους και οι παραγωγοί το κέρδος τους, οι λόγοι των τιμών (σχετικές τιμές) των καταναλωτικών αγαθών προσδιορίζονται από τους λόγους των οριακών οφελών αυτών των εμπορευμάτων και οι λόγοι των τιμών (=σχετικές τιμές) των συντελεστών παραγωγής από τους λόγους των χρηματικών αξιών των οριακών προϊόντων αυτών των συντελεστών παραγωγής. Η θεωρία του οφέλους ως θεωρία της αξίας και των τιμών των αγαθών έχει άμεση σχέση με τις υπόλοιπες θέσεις που αντιτάσσει η νεοκλασική θεωρία στην κλασσική και μαρξιστική θεωρία. Διότι αν είναι ορθή η ουτιλιστική θεωρία, η νεοκλασική δηλ. θεωρία ίου προσδιορισμού της αξίας και των τιμών των αγαθών δια του οφέλους, κι όχι η κλασσική και η μαρξιστική θεωρία προσδιορισμού της αξίας και των τιμών των εμπορευμάτων δια της εργασίας που απαίτησε η παραγωγή τους, τότε η κλασσική και μαρξιστική ερμηνεία του κέρδους, επειδή προϋποθέτει τη θεωρία προσδιορισμού της αξίας δια της εργασίας, δεν είναι δυνατόν να είναι ορθή. Αν λάβει κανείς υπόψη την κοινωνική σημασία των κλασσικών και μαρξιστικών θέσεων αφ' ενός και των αντιστοίχων νεοκλασικών θέσεων αφ' ετέρου, μπορεί να κατανοήσει γιατί οι μαρξιστές οικονομολόγοι θεωρούν τις νεοκλασικές θέσεις απολογητικές του καπιταλισμού, θέσεις δηλ. που αποσκοπούν στη δικαίωση (νομιμοποίηση) του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Θεμελιώδεις κατηγορίες της νεοκλασικής θεωρίας είναι φετιχιστικές, διότι ενώ πρόκειται για κοινωνικές-οικονομικές κατηγορίες, η νεοκλασική θεωρία τις ταυτίζει με τους υλικούς φορείς τους, μεταβάλλοντας τις έτσι σε φετίχ. Έτσι ταυτίζει π.χ. το εμπόρευμα με το αγαθό, το κεφάλαιο με τα μέσα παραγωγής κλπ. Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό της νεοκλασικής θεωρίας που, φορμαλιστικά ιδωμένο, είναι η αντιστροφή του προηγούμενου, συνίσταται στην οντοποίηση αναλυτικών κατηγοριών («μη αυθεντικών αντικειμένων», «επιστημονικών αντικειμένων»), στην πρόσδωση δηλ. αντικειμενικής ύπαρξης σε έννοιες, τις έννοιες, τις οποίες θεωρεί κανείς - γνωρίζοντας ότι δεν είναι - αντικείμενα μόνον για να μπορέσει να εξηγήσει ορισμένα πράγματα. Σελίδα 6 / 8

Μια τέτοια έννοια, την οποία οντοποιεί η νεοκλασική θεωρία είναι το οριακό προϊόν ενός συντελεστού παραγωγής. Για να δούμε, τι είδους πράγμα είναι το οριακό προϊόν ενός συντελεστού παραγωγής, ας ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, ότι ο παραγωγός, ο οποίος θεωρεί την τιμή του αγαθού που παράγει ανεξάρτητη από την ποσότητα που παράγει και προσφέρει αυτός ο ίδιος, πρέπει, αν θέλει να μεγιστοποιήσει το κέρδος του, να παράγει με ένα συνδυασμό ποσοτήτων των συντελεστών παραγωγής μια ποσότητα εμπορεύματος τέτοια ώστε η χρηματική αξία του οριακού προϊόντος καθενός από τους συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιεί να είναι ίση με την τιμή του συντελεστού παραγωγής. Τι σημαίνει εδώ η ισότητα της τιμής καθενός από τους συντελεστές με τη χρηματική αξία του οριακού του προϊόντος; Πρόκειται προφανώς για ένα τρόπο προσδιορισμού της παραγόμενης ποσότητας που μεγιστοποιεί το κέρδος και του συνδυασμού ποσοτήτων των συντελεστών παραγωγής, με τον οποίον" πρέπει να παραχθεί η ποσότητα αυτή για να μεγιστοποιεί το κέρδος. Έστω ότι ο παραγωγός παράγει με ένα ορισμένο συνδυασμό ποσοτήτων των συντελεστών παραγωγής 1,2,...,n, με τον συνδυασμό ν' 1, ν' 2 ν'n, την ποσότητα x'. Αν, αυξάνοντας τη δεδομένη ποσότητα ν i του συντελεστού i, i = l,2,...,n, κατά ένα απειροελάχιστο ποσό dv i και αφήνοντας αμετάβλητες τις ποσότητες όλων των άλλων συντελεστών, η παραγόμενη ποσότητα αυξηθεί κατά dx έτσι ώστε το κόστος αυτής της αύξησης του συντελεστού q i dv i (q i = τιμή μιας μονάδας του συντελεστού i) να είναι ίσο με το έσοδο pdx (p = τιμή του παραγόμενου αγαθού) από την πώληση της - συνέπεια της αύξησης της ποσότητας του συντελεστού i - παραχθείσας επιπρόσθετης ποσότητας dx του αγαθού, δηλ. έτσι ώστε να ισχύει,q i dv i = pdx και συνεπώς όπου dx/dv i το οριακό προϊόν του συντελεστού i, τότε η ποσότητα x', η παραγόμενη από τον συνδυασμό ν' 1, ν' 2 ν'n, μεγιστοποιεί το κέρδος, όταν τα παραπάνω ισχύουν για κάθε i, δηλ. για κάθε συντελεστή παραγωγής. Η παραπάνω ισότητα προσδιορίζει απλώς και μόνον την ποσότητα του αγαθού που μεγιστοποιεί 'το κέρδος και τον συνδυασμό, με τον οποίο πρέπει να παραχθεί αυτή η ποσότητα για να μεγιστοποιεί το κέρδος. Το οριακό προϊόν ενός συντελεστού, το οποίο εμφανίζεται σ' αυτήν την ισότητα, έχει νόημα μόνον στα πλαίσια αυτού του προσδιορισμού, είναι μια έννοια που βοηθά να διατυπώσουμε αυτόν τον προσδιορισμό. Δεν είναι λοιπόν σε καμιά περίπτωση ένα κόστος που προκύπτει πραγματικά. Κάτι τέτοιο πιστεύει όμως η νεοκλασική θεωρία, όταν ισχυρίζεται, ότι η παραπάνω ισότητα σημαίνει, πως κάθε συντελεστής παραγωγής παίρνει ως αμοιβή, όταν αμοίβεται σύμφωνα μ' αυτήν την ισότητα, όταν δηλ. κάθε μονάδα του αμοίβεται με τη χρηματική αξία του οριακού του προϊόντος, ό,τι παρήγαγε. Έτσι προσδίδει χαρακτήρα πραγματικού αντικειμένου σ' ένα θεωρητικό πλάσμα, σκοπός του οποίου είναι να καταστήσει δυνατή τη διατύπωση του προσδιορισμού της ποσότητας που μεγιστοποιεί το κέρδος και του συνδυασμού των ποσοτήτων των συντελεστών παραγωγής που την παράγει. Σελίδα 7 / 8

* Τα όρια που θέτει μια εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία δεν μας επέτρεψαν να πραγματευθούμε εδώ κι αυτά τα μέρη της νεοκλασικής θεωρίας. Το κείμενο αυτό αποτελεί το κεφάλαιο V του 2ου τόμου της «Εισαγωγής στην Πολιτική. Οικονομία» του Συγγραφέα, που εκδόθηκε το 1985 από τις Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα. Για την άδεια αναδημοσίευσης του κειμένου, ευχαριστούμε τις Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα. Σελίδα 8 / 8